Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΟ

ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΟ





[Κατά την πρώτην ἐκστρατείαν αὐτοῦ κατά του Σουλίου (τον Ἰούλιον του 1792) ὁ Ἀλή πασᾶς ἦτο βέβαιος ὅτι θὰ καθυποτάξη τους Σουλιῶτας, καταλαμβάνων αὐτούς ἀνύποπτους καὶ ἀπαρασκεύους. Διότι, προσποιηθείς ὅτι ἐκστρατεύει κατά του Ἀργυροκάστρου, ἐζήτησε την συνδρομήν τῶν Σουλιωτῶν, οἵτινες παρεπλανήθησαν μὲν ἐκ τῶν λόγων του, ἀλλὰ δέν τῷ ἀπέστειλαν εἰμὴ 70 ἐπιλέκτους ὑπὸ τον Λαμπρόν Τζαβέλαν. 
Τούτους ἀφοπλίσας καὶ φυλακίσας ὁ ἄπιστος Ἀλής, ἐστράφη κατά του Σουλίου, μετά δυνάμεως δωδεκακισχιλίων περίπου πεζῶν καὶ ἱππέων. Ἀλλ’ εἰς τῶν Σουλιωτῶν κατορθώσας νὰ διαφύγη, ἐμήνυσε το πρᾶγμα εἰς τους συμπολίτας του, οἵτινες ὑπὸ την ὁδηγίαν του Γεώργη Μπότσαρη (του πατρός του Μάρκου) ὀργάνωσαν κρατεράν ἄμυναν. 
Ο στρατός του Ἀλή συνετρίβη εἰς τας κλεισωρεῖας του Σουλίου την 20 Ἰουλίου 1792, ὁ δὲ Ἀλής διεσώθη φυγών εἰς Ἰωάννινα. 
Εἰς την νίκην συνετέλεσαν μεγάλως αἱ Σουλιώτισσαι, διότι τετρακόσιαι περίπου ὑπὸ την ἀρχηγίαν της Μόσκως Τζαβέλαινας (της γυναικός του Λάμπρου) ὀπλισθεῖσαι μετέσχον της μάχης.
 Μετά την ἧτταν ὁ Άλής ἠναγκάσθη νὰ συνθηκολογήση πρὸς τους Σουλιῶτας].

Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω ἀπὸ το Σούλι.
Το ‘νὰ ναί του Μουχτάρ πασᾶ, τάλλο του Σελιχτάρη,
το τρίτο το καλύτερο εἶναι του Μιτσομπόνου.
Μία παπαδιά τ' ἀγνάντεψε ναπό ψήλη ραχούλα.
"Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού ‘στε νοῖ Μποτσαραίοι;
Ἀρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει νὰ μας σκλαβώση.
- Ἄς ἔρτουν οἱ παλιότουρκοι, τίποτε δὲ μας κάνουν
Ἄς ἔρτουν πόλεμο νὰ ἰδοῦν καὶ Σουλιωτῶν τουφέκια,
νὰ μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τ’ ἅρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως".
Κι’ ὁ Κουτσονίκας φώναξεν ἀπὸ το μετερίζι,
"Παιδιά, σταθῆτε στέρεα, σταθῆτε ἀντροειωμένα,
γιατ' ἔρχεται ὁ Μουχτᾶρ πασᾶς με δώδεκα χιλιάδες".
Ο πόλεμος άρχίνησε κι’ ἀνάψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα καὶ τον Μπότσαρη ἐφώναξε ὁ Τζαβέλας.
"Παιδιά μ', ήρθ' ὥρᾳ του σπαθιοῦ κι’ ἄς πάψη το τουφέκι".
Κι' ὅλοι ἔπιασαν καὶ σπάσανε τοῖς θήκαις τῷ σπαθιώ τους,
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σὰν κριάρια.
Ἄλλοι ἔφευγαν κι' ἄλλοι ἔλεγαν "Πασᾶ μου, ἀνάθεμα σε!
Μέγα κακό μας ἔφερες τοῦτο το καλοκαίρι,
ἐχάλασε τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι’ Ἀρβανίταις.
Δὲν είν' ἐδῶ το Χόρμοβο, δὲν είν' ἡ Λαμποβίτσα,
ἐδῶ είν' το Σούλι το κακό, ἐδῶ είν' το Κακοσούλι,
ποὺ πολεμοῦν μικρά παιδιά, γυναῖκες σὰν τους ἄνδρες,
ποὺ πολεμάει η Τζαβέλαινα σὰν ἄξιο παλληκάρι".
Κι' ὁ Μπότσαρης ἐφώναξε με το σπαθί 'ς το χέρι.
"Ἔλα, πασᾶ, τι κάκιωσες καὶ φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ’ ἐδῶ 'ς τον τόπο μας 'ς την ἔρημη την Κιάφα,
ἐδῶ νὰ στήσης το θρονί, νὰ γένης καὶ σουλτᾶνος".











Δεν υπάρχουν σχόλια: