Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Καραισκάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεώργιος Καραισκάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Το μυστήριο με τον θανάσιμο τραυματισμό του κορυφαίου Έλληνα αγωνιστή Γ. Καραϊσκάκη (vid)



Η Ιστορία δεν έχει ρίξει ακόμα φως στο μυστήριο με τις φήμες για το χέρι που σκότωσε τον κορυφαίο στρατάρχη και αγωνιστή Γεώργιο Καραϊσκάκη.


Σαν σήμερα στις 23 Απριλίου του 1827, μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής επανάστασης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα, που δέχτηκε την προηγούμενη μέρα, ανήμερα της γιορτής του. Δευτερόλεπτα πριν εκπνεύσει, είπε ότι πυροβολήθηκε από «φίλιο» χέρι.

Ο Καραϊσκάκης αφού ελευθέρωσε όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου, επέστρεψε στην Ελευσίνα στις 23 Φεβρουαρίου 1827.


Όταν γύρισε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις) όπου δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827.

Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), «στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων», Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, «διευθυντή χερσαίων δυνάμεων» για να «συνδράμουν τον Αγώνα». Με τους δύο ξένους ο Καραϊσκάκης δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και για την οργάνωση του στρατού. Οι διαταγές των δύο αξιωματικών «παρέλυαν» εκείνες του Καραϊσκάκη.

Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες κάνοντας ένα μοιραίο -όπως αποδείχθηκε- σφάλμα. Μάλιστα ο Κολοκοτρώνης διεμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του, αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.

Το απόγευμα της 22ας Απριλίου του 1827 έπεσαν πυροβολισμοί από ένα οχύρωμα. Κρητικοί αγωνιστές προκαλούσαν τους Τούρκους και εκείνοι απαντούσαν. Ο Καραϊσκάκης – άρρωστος βαριά από φυματίωση, έφτασε έφιππος στον τόπο της συμπλοκής. Μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Ήταν η αρχή του τέλους.

Πώς όμως φτάσαμε στο να εικάζεται πως χέρι ελληνικό οδήγησε στο θάνατο τον αρχιστράτηγο των επαναστατημένων Ελλήνων;



Ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία του το 1833, ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους πολέμαρχους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «…λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».

Στο ποίημα «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φέρεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν». Υποσημειώνεται όμως, ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε λανθασμένα ως «δολοφονία από κάποιον Έλληνα». Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκους. Από τους νεότερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Ο Καραϊσκάκης, είτε από χέρι Τούρκου, είτε από χέρι «φίλου», την επομένη του τραυματισμού του, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής κατέληξε.

Λέγεται δε ότι ο Κολοκοτρώνης όταν έμαθε για τον θάνατο του Καραϊσκάκη, έπιασε τα μάγουλά του, δίπλωσε τα πόδια σταυροπόδι και θρήνησε γοερά!


Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Σαν σήμερα 23 Απριλίου 1827 πέθανε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ηγετική μορφή του απελευθερωτικού αγώνα






Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε το 1780 στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Μεγάλωσε με τους θετούς γονείς του, μία οικογένεια Σαρακατσάνων, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε μη αντέχοντας τον διασυρμό μιας παράνομης σχέσης και πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Από τη μητέρα του, ο «γιος της καλογριάς» κληρονόμησε τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και την παροιμιώδη βωμολοχία του.


Στα 15 του ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκαταλείπει τους θετούς του γονείς και σχηματίζει κλέφτικη ομάδα από συνομηλίκους του. Τρία χρόνια αργότερα πέφτει στα χέρια του Αλή Πασά, ο οποίος εκτιμώντας τον ισχυρό του χαρακτήρα τον προσλαμβάνει στη σωματοφυλακή του. Στην Αυλή των Ιωαννίνων όχι μόνο έμαθε τη στρατιωτική τέχνη, αλλά και στοιχειώδη γράμματα, γραφή και ανάγνωση.

Τον Μάρτιο του 1798 ακολουθεί τον Αλή Πασά στην εκστρατεία του κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου κι έρχεται σε μυστικές διαπραγματεύσεις μαζί του. Περί το 1804 εγκαταλείπει τον Αλή Πασά κι ενώνεται με το σώμα του περίφημου κλέφτη Κατσαντώνη. Συμμετέχει και διακρίνεται σε πολλές μάχες κατά του πρώην αφεντικού του και γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη.

Την άνοιξη του 1807 ο Κατσαντώνης δέχεται να βοηθήσει τη ρωσοκρατούμενη Λευκάδα, που αντιμετώπιζε τον κίνδυνο επίθεσης από τον Αλή Πασά. Εκεί, ο Καραϊσκάκης γνωρίζεται με άλλους οπλαρχηγούς και συναντά τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την κατάληψη της Λευκάδας από του Γάλλους, τον Ιούλιο του 1807, ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στ’ Άγραφα με τους άνδρες τού Κατσαντώνη.

Τον Αύγουστο του 1807 ο Κατσαντώνης συλλαμβάνεται από τον Αλή Πασά και θανατώνεται. Την αρχηγία της ομάδας αναλαμβάνει ο αδελφό του Λεπενιώτης και μαζί του ο Καραϊσκάκης συνεχίζει τη δράση του ως κλέφτης. Το 1809 εντάσσεται στα ελληνικά τάγματα που είχαν συστήσει οι Βρετανοί υπό τον Ριχάρδο Τσορτς, με σκοπό να εκτοπίσουν τους Γάλλους από τα Επτάνησα.

Το 1812 μετά τη διάλυση της ομάδας Λεπενιώτη από τον Αλή Πασά δηλώνει υποταγή και επιστρέφει στα Γιάννινα. Την περίοδο αυτή έγινε και ο γάμος του με την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον στρατιωτικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη (1826-1898).

Περί τα μέσα του 1820, όταν ο Αλή Πασάς κηρύχθηκε αποστάτης από τον Σουλτάνο, ο Καραϊσκάκης τον βοήθησε αρχικά, αλλά όταν διαπίστωσε το μάταιο του αγώνα τον εγκατέλειψε με τον Ανδρούτσο και άλλους Έλληνες και δήλωσε υποταγή στο Σουλτάνο. Τον Ιανουάριο του 1821 συμμετείχε στη σύσκεψη της Λευκάδας, στην οποία αποφασίστηκε η προετοιμασία της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα.

Τον Απρίλιο του 1821 αποτυγχάνει να ξεσηκώσει τους Ακαρνάνες και καταφεύγει στα χωριά των Τζουμέρκων. Τον Μάιο οργανώνει στρατόπεδο με άλλους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς στο Πέτα της Άρτας. Συμμετέχει στις μάχες κατά των Τούρκων στο Κομπότι (30 Μαΐου και 8 Ιουνίου), αλλά τραυματίζεται και αποσύρεται για θεραπεία.

Τον Σεπτέμβριο μαζί με άλλους οπλαρχηγούς καταλαμβάνει την Άρτα, σε σύμπραξη με τους Αρβανίτες. Το 1822 εμπλέκεται σε διαμάχη με τον κλεφτοκαπετάνιο Γιαννάκη Ράγκο (1790-1870), εκλεκτό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, για το αρματολίκι των Αγράφων. Από τότε χρονολογείται και η διένεξή του με τον φαναριώτη πολιτικό.

Στις 15 Ιανουάριου του 1823, ο Καραϊσκάκης σημειώνει την πρώτη του μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων στη Μάχη του Σοβολάκου. Στα μέσα του 1823 προάγεται σε στρατηγό, αλλά η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται από τη φυματίωση και καταφεύγει για ανάπαυση στο μοναστήρι του Προυσού.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου, ο Μαυροκορδάτος τον κατηγορεί για πράξη εσχάτης προδοσίας και τον σύρει σε δίκη στο Αιτωλικό (1 Απριλίου 1824). Παρότι διαπιστώνεται η ανακρίβεια των κατηγοριών, ο Καραϊσκάκης θα αποστερηθεί όλων των αξιωμάτων του και θα αναγκασθεί να καταφύγει στο Καρπενήσι. Στα μέσα του 1824 μεταβαίνει στο Ναύπλιο, έδρα της κυβέρνησης, με σκοπό να αποδείξει την αθωότητά του.

Τον Δεκέμβριο του 1824 συμμετέχει στο ρουμελιώτικο σώμα που εκστράτευσε στην Πελοπόννησο, με σκοπό να βοηθήσει τους «κυβερνητικούς» στη διαμάχη τους με τους «αντικυβερνητικούς» (δεύτερος εμφύλιος πόλεμος). Ο Καραϊσκάκης θα λάβει μέρος στο πλιάτσικο στην περιοχή των Καλαβρύτων, που αποτελεί μία από τις ατυχέστερες στιγμές του ήρωα στην επανάσταση του ‘21. Στις 7 Απριλίου του 1825 συμμετέχει χωρίς ηγετικό ρόλο στη μάχη στο Κρεμμύδι, όπου οι Έλληνες αντιμετώπισαν για πρώτη φορά το στρατό του Ιμπραήμ και ηττήθηκαν κατά κράτος.

Η επανάσταση κινδυνεύει και η κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, για να αναζωπυρώσει τις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Τον Μάιο του 1825 φθάνει στο Δίστομο και αποτρέπει την κατάληψη του χωριού από τους Τούρκους της Άμφισσας.
Στο Μεσολόγγι

Στη συνέχεια προσπαθεί να βοηθήσει τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου με κινήσεις αντιπερισπασμού, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου και την καταστολή της επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, ο Καραϊσκάκης θα μεταβεί στο Ναύπλιο και θα ζητήσει από την κυβέρνηση οικονομική ενίσχυση για να απελευθερώσει τη Στερεά Ελλάδα.

Τον Ιούλιο του 1826 διορίζεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης, με πλήρη δικαιοδοσία. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να ανακουφίσει τους πολιορκημένους της Ακρόπολης της Αθήνας. Στις 6 Αυγούστου νικά τους Τούρκους στο Χαϊδάρι και θα επαναλάβει τη νίκη του δύο ημέρες αργότερα.

Παρότι σοβαρά άρρωστος, θα επιχειρήσει εκστρατεία προς τη Δόμβραινα τον Οκτώβριο για να αποκόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη. Θα εκκαθαρίσει την περιοχή και στις 24 Νοεμβρίου του 1826 θα σημειώσει μεγαλειώδη νίκη επί των Τούρκων στην Αράχωβα, σε μία πολυήμερη μάχη, που θα αναδείξει τις στρατηγικές του ικανότητες. Για τους κατακτητές ήταν η δεύτερη μεγάλη καταστροφή μετά τα Δερβενάκια.

Μετά τη διασφάλιση της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας επιστρέφει στην Αττική για να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή, που συνεχίζει την πολιορκία της Ακρόπολης (28 Φεβρουαρίου 1827). Θα σημειώσει δύο σπουδαίες νίκες, στο Κερατσίνι (4 Μαρτίου) και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (13 Απριλίου).

Στις 21 Απριλίου του 1827 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάληρο για να αντιμετωπίσουν σε μία ακόμη μάχη τον Κιουταχή. Την αρχιστρατηγία είχαν αναλάβει οι άγγλοι φιλέλληνες Ριχάρδος Τσορτς και ο Τόμας Κόχραν, με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας. Ο Καραϊσκάκης είχε διαφωνήσει με το σχέδιο της κατά μέτωπον επίθεσης και είχε αποσυρθεί στη σκηνή του άρρωστος.
Τραυματισμός

Την επομένη κάποιοι έλληνες στρατιώτες επιτέθηκαν χωρίς διαταγή κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή. Για να μη γενικευθεί η σύγκρουση, ο Καραϊσκάκης βγήκε από τη σκηνή του και κατευθύνθηκε έφιππος προς το σημείο της συμπλοκής γύρω στις 4 το απόγευμα. Μία σφαίρα, όμως, τον βρήκε στο υπογάστριο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, ο Καραϊσκάκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 το πρωί της 23ης Απριλίου 1827, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο θάνατος του Καραϊσκάκη οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια είτε με υποκίνηση των Άγγλων, που ήθελαν τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, είτε του μεγάλου αντιπάλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.

Την επομένη, οι Έλληνες με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη Μάχη του Αναλάτου από τον Κιουταχή, ο οποίος πολύ γρήγορα κατέστειλε την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.

Το έθνος θρήνησε το χαμό του ήρωα. Και δικαίως, διότι η απώλειά του υπήρξε ανεπανόρθωτη. Ο Καραϊσκάκης ήταν αδύνατος, φιλάσθενος (έπασχε από φυματίωση), μέτριος το ανάστημα, ιδιαίτερα νευρικός, οξύθυμος, βωμολόχος και υβριστής. Αλλά είχε χαλύβδινη θέληση, δύναμη σκέψης και κριτικής και ιδιαίτερη ικανότητα στην ταχύτατη λήψη αποφάσεων και εκτέλεση αυτών. Με μία λέξη, ήταν ηγέτης. Άλλο ζήτημα αν, όπως έλεγε ο ίδιος, ο χαρακτήρας του τον έκανε να είναι άλλοτε άγγελος και άλλοτε διάβολος.


Οι βωμολοχίες του

Την 1ην Ιουλίου 1823 ο Μαχμούτ πασάς έστειλε στον Καραϊσκάκη επιστολή:

«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».

Σε Τούρκο συνομιλητή του λέει «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χ@ζουν και τώρα και πάντα».

Ο Καραϊσκάκης απάντησε με άλλη επιστολή:

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω

κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτ@ον μου τον ίδιον

κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω

κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»



Λίγο πριν μια επίθεση των Τούρκων στο Μεσολόγγι γίνηκε ο παρακάτω διάλογος :

– Έχει ωρέ ο κοτζαμπάσης κόρη;

– Έχει

– Έχει και ο παπάς κόρη;

– Και ποια είναι η ομορφότερη;

– Κ οι δύο όμορφες είναι.

– Αμέ τότες να τους πεις να πλυθούν.

– Γιατί ωρέ Τούρκε;

– Γιατί αύριο ισαλά θα μπω και δεν θέλω να τις βρω άπλυτες.

Και φυσικά μετά από αυτό άρχισε το τουφεκίδι .

Διάλογος στο Μεσολόγγι :

– Αχ ντουφέκι να το’ χα εγώ καημένε

– Τι το θες ωρέ

– Γιατί εμένα μου πρέπει να τόχω. Ξέρεις Αγά;

– Τι

– Να μου το φυλάξεις και σου χαρίζω τη ζωή άμα σε πιάσω.

– Τι λες μωρέ καημένε ; είσαι παλαβός ;

– Κλ@νε λίγο έτσι να δω τι σημάδια έχεις ;

– Το κεφάλι θα σου πάρω.

– Καλά αγά εγώ έχω τα χέρια μου και δε σ αφήνω .

– Πρώτα θα σου πάρω το τουφέκι κ ύστερα το κεφάλι.

– Αμ έχω και μπιστόλες αγά.

– Και αυτές θα στις πάρω.

– Αμ έχω το γιαταγάνι αγά.

– Με το φτυάρι και το χώμα θα σε κυνηγώ ως τους Κορφούς και τότε στα παίρνω όλα.

– Φύλαξέ μου το τουφέκι, είδα όνειρο πως θα σου το πάρω.

– Να μου φας το σκατ@κερατά!

Και άρχισε το τουφεκίδι.

Στο Μεσολόγγι ένας Τουρκοκρητικός πλησίαζε με την βάρκα και φώναζε «Μωρέ θέλω την νύφη του Παπά».

Ο Καραϊσκάκης όταν ήταν άρρωστος προκειμένου να διαπιστώσει τις ιατρικές ικανότητες ενός Ευρωπαίου ιατρού, μέσα στο κρεβάτι του έβαλε ένα από τα παλικαριά του , αυτό λοιπόν έδωσε το χέρι του για να πάρει τον σφυγμό ο ιατρός, ο οποίος μετά από πολύ περίσκεψη έβγαλε την διάγνωση

– Οι δυνάμεις σου στρατηγέ πέσανε πολύ.

Τότε τίναξε τα σκεπάσματα και ο γιατρός έμεινε ξερός βλέποντας το χέρι του παλικαριού

– Ο πούτ@ος μου έπεσε ωρέ κι όχι οι δυνάμεις μου.

Διήγηση του Μακρυγιάννη :

Πήρα κ’ εγώ καμπόσους του Νοταρά ανθρώπους και του Σισίνη.

Ο Κουντουργιώτης πήγε εις τη Νύδρα κι’ άφησε εις το ποδάρι του τον Αναγνώστη Οικονόμο Νυδραίο.

Του είπα να μου δώση αυτούς τους μιστούς να πλερώσω τους ανθρώπους και να λάβω κι’ ό,τι έδωσα.

Λέγει του Παπαφλέσσα, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μο’ κανε όμως να του χαρίσω τις πιστιόλες μου, ότι τις λιμπίστη.

Του παράγγειλα κ’ εγώ «να του γαμ@σω το κέρατο, όχι θα του δώσω τ’ άρματά μου, οπού τα ‘χω από δεκοχτώ χρονών παιδί». Τον μούτζωσα και δεν του ξαναμίλησα. Πήγε κι’ ο Κωσταντής Λευκάδιος και του ζήτησε τους μιστούς, και του πήρε τις πιστιόλες του. Κ’ είχε ξύλινες ‘σ το ζουνάρι του τον ρώτησα και μου το είπε. «Ορίστε κι’ Αρβανίτικη αρετή. Ως τώρα είχαμε Βλάχικη, Κεφαλλωνίτικη, Φαναργιώτικη ορίστε κι’ Αρβανίτικη. Να δικαιοσύνη, να κυβερνήται των νέων Ελλήνων»!

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ



Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ


ΑΠΟ 45ΑΡΙ ΤΟΥ 1972, ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΥΜΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΗΡΩΑ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ. ΠΛΗΡΩΣΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ - Ο…



https://youtu.be/_tgGGbi4mKg
YOUTUBE.COM

Καραϊσκάκης: Όταν γυρίσω, θα τους...


Καραϊσκάκης: Όταν γυρίσω, θα τους...

Ιδιαίτερος και ατίθασος, κράτησε μέχρι το τέλος ασβεστη μέσα του την φλόγα της ελευθερίας. Έδωσε επικές μάχες πλάι στον Κολοκοτρώνη, τον Μακρυγιάννη, κ.α., ανέλαβε σχεδόν ολοκληρωτικά την στήριξη των Πολιορκημένων του Μεσολογγίου και πρωτοστάτησε σε ηρωικές νικηφόρες μαχές απέναντι στον εχθρό.

Στρατηγικό μυαλό, σναχαίτισε την πορεία του τουρκικού στρατού στην Στερεά Ελλάδα με την βοήθεια μόλις 680 ανδρών!

Ειδικότερα στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης είχε ελευθερώσει ολόκληρη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.

Ορμούσε πάντα πρώτος ακόμη και στις πιο μικρές αψιμαχίες, γεγονός που ανάγκασε τον Κολοκοτρώνη να του πει τα εξής: «είναι ανάγκη να σώσεις τον εαυτόν σου για να σωθεί και η πατρίδα«. Ο Καραϊσκάκης, όμως, παρά τις συστάσεις και παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του, έσφιγγε τα δόντια και συνέχιζε.

Σε μία από αυτές τις εμπλοκές τραυματίστηκε σοβαρά και λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή έγραψε απευθυνόμενος στους συναγωνιστές του: «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα».

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Γεώργιος Καραϊσκάκης - Το Λιοντάρι της Ρούμελης (1782-1827)



Γεώργιος Καραϊσκάκης - Τὸ Λιοντάρι της Ρούμελης (1782-1827) 


Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης ἢ Καραΐσκος ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πίο θρυλικὲς μορφὲς τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ὑπῆρξε στὴν ἀρχὴ σπουδαῖος ἀρματολὸς καὶ στὴ συνέχεια κατέστη κορυφαῖος στρατηγὸς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Τὸ ἐπίθετό του εἶναι μᾶλλον ὑποκοριστικὸ τοῦ Καραΐσκος ὅπου ἀπαντᾶται ὡς οἰκογενειακὸ ἐπώνυμο στὶς ἐπαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Τὸ δὲ ἐπώνυμο Καραΐσκος εἶναι σύνθετο ἀπὸ τὴ τουρκικὴ λέξη "καρὰ" καὶ Ἴσκος. 


Πιὸ συγκεκριμένα τὸ κανονικὸ τοῦ ἐπίθετο ὅπως καὶ τοῦ ἀρματολοῦ πατέρα του ἦταν Ἴσκος ἀλλὰ λόγῳ τῆς περήφανης καὶ σκληρῆς προσωπικότητας ποὺ διαμόρφωσε στὰ δύσκολα καὶ δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, προσδόθηκε - ἀπὸ ὅλους - σὰν ἀντάξιο προσωνύμιο μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἐπίθετο του, τὸ λήμα "Καρα" ποὺ σημαίνει μεγάλος καὶ φοβερός. Τὸ τελικὸ τοῦ ἐπίθετο Καραϊσκάκης διαμορφώθηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι λόγῳ τῆς Τουρκικῆς σκλαβιᾶς ἀναγκάστηκε ἀπὸ παιδὶ νὰ γίνει κλέφτης στὰ βουνά. 


Πρῶτα Χρόνια 


Ἡ πιὸ σκοτεινὴ περίοδος τῆς ἱστορίας τοῦ Καραϊσκάκη θεωρεῖται ἡ παραμονή του στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ, μέχρι ποὺ λιποτάχτησε καὶ πῆγε στὸν Κατσαντώνη, ὅπως σημειώνει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης. Γεννήθηκε στὸ Μαυρομμάτι τῆς Καρδίτσας τo 1782 καὶ ἦταν νόθος γιὸς τοῦ ἀρματολοῦ τοῦ Βάλτου Δημήτρη Ἴσκου ἢ Καραΐσκου, ἀπὸ τὴ Δούνιστα (σημερινὸς Σταθὰς Αἰτωλοακαρνανίας) καὶ τῆς Ζωῆς Διμισκὴ ἢ Ντιμισκή, ἀπὸ τὴ Σκουληκαριὰ Ἄρτας, ἀνιψιᾶς τοῦ ἀρματολοῦ των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Ἡ μητέρα του, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰωάννη Μαυροματιώτη, ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος σύζυγός της, ἔγινε καλόγρια. Ἐρωτεύτηκε ὅμως τὸν Καραΐσκο, καὶ ἀπὸ τὸν κρυφὸ αὐτὸν δεσμὸ γεννήθηκε ὁ Καραΐσκάκής. Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ἔμεινε τὸ παρατσούκλι «γιὸς τῆς καλογριᾶς».Από τὴν παιδική του ἡλικία ἤδη, κάνει τὰ πρῶτα βήματά του σὰν Κλέφτης. Ὁ Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστὸς μετὰ τὴν ἐνηλικίωσή του. Νεαρὸς ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου καὶ φυλακίσθηκε γιὰ παράνομες πράξεις, ἐκεῖ ὅμως ἔμαθε καὶ κάποια γράμματα. Ἔτσι ἀρχικὰ ὑπηρέτησε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ καὶ τὸν ἀκολούθησε στὴν ἐκστρατεία του κατὰ τοῦ περίφημου Πασβάνογλου, τοῦ φίλου τοῦ Ρήγα Φεραίου. Στὴ ἐκστρατεία ἐκείνη ὁ Καραϊσκάκης αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὶς δυνάμεις του Πασβάνογλου καὶ κρατήθηκε γιὰ κάποιο χρόνο. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ. Λέγεται πὼς ὅταν ὁ Ἀλὴ Πασᾶς ρώτησε κάποτε τὸν Καραϊσκάκη τί θὰ ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρει, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: "Ἂν μὲ γνωρίζεις ἄξιο γιὰ ἀφέντη, κάνε μὲ ἀφέντη, ἂν γιὰ δοῦλο, κάνε μὲ δοῦλο". 



Κατὰ τὴν πρώτη παραμονή του στὴν αὐλὴ τοῦ Πασᾶ παντρεύτηκε τὴ Γκόλφω ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Ψαρογιαννέων ἀπὸ τὸ χωριὸ Σίντου καὶ ἀπέκτησε τὴν πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο τοῦ Ἀνδρέα Νοταρὰ ὑπουργοῦ τοῦ Ὄθωνα. Ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1820 πολιορκήθηκε ὁ Ἀλὴ Πασᾶς ἀπὸ τὰ Σουλτανικὰ στρατεύματα, ὁ Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ αὐτοῦ. Ἀργότερα ὅμως προσχώρησε στοὺς πολιορκητές, ἀλλὰ γρήγορα ἀπομακρύνθηκε καὶ ἀπ' αὐτούς. Κατάφερε δὲ τότε νὰ ἀποσύρει ἀπὸ τὰ πολιορκούμενα Ἰωάννινα τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τὴ στείλει στὴ νῆσο Κάλαμο ποὺ τότε θεωροῦνταν ἀσφαλὲς μέρος γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀμάχους. Κατὰ τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1821 προσπάθησε νὰ ἐξεγείρει σὲ ἐπανάσταση κατὰ τῶν Τούρκων τὴν περιοχή της Βόνιτσας, στὴν ἀρχὴ ἀνεπιτυχῶς διότι οἱ προύχοντες τῆς περιοχῆς θεωροῦσαν πὼς δὲν ἦταν ἀκόμη κατάλληλος ὁ καιρός. Στὴ συνέχεια πῆγε στὰ Τζουμέρκα ὅπου ἐκεῖ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης, ἡ ὁποία διαδόθηκε πολὺ γρήγορα στὶς ὅμορες ἐπαρχίες καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Μακρυνόρος ὅπου καὶ συμμετεῖχε ὁ ἴδιος στὶς γενόμενες ἐκεῖ συμπλοκές. 


Δράση 1821 - 1823


Κάτοχος πλέον τῶν Ἀγράφων, στὴν ἀρχὴ ἀπέφυγε νὰ προσβάλει τοὺς Τούρκους, ὑποκρινόμενος ὑποταγὴ στὸν Σουλτᾶνο προκειμένου νὰ ἀποφύγει ἐπιδρομὲς Τούρκων στὴ περιοχή του. Τὸ 1822 ἦλθε σὲ ἔντονες προστριβὲς μὲ τὸν Γιαννάκη Ράγκο ποὺ ἀξίωνε καὶ αὐτὸς τὴν ἀρχηγία τῶν Ἀγράφων. Μὲ τὴν εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴ Στερεὰ Ἑλλάδα (Νοέμβριος 1822) ὁ Καραϊσκάκης εἰδοποίησε ἀπὸ τὰ Ἄγραφα τὸν γέροντα Πανουργιὰ «ὅτι διαπραγματεύθηκε προσωρινὰ μὲ τοὺς Τούρκους νὰ ἀρχηγέψει στὰ Ἄγραφα καὶ ἔτσι αὐτοὶ νὰ μὴν ἔλθουν» ἐνῷ «τὰ "δικαιώματα" θὰ τὰ ἔστελνε ὁ ἴδιος σ' ἐκείνους». Ἔτσι ἑνωμένοι ὁ Καραϊσκάκης μὲ τοὺς Στορνάρη καὶ Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σὲ συμφωνία μὲ τὸν Βαλῇ της Ρούμελης Χουρσὶτ Πασᾶ, ἐξαγοράζοντας τὸν καιρὸ καὶ περιμένοντας τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐκστρατειῶν του κατὰ τοῦ Μεσολογγίου, κατὰ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδας καθὼς καὶ τῆς ἐκστρατείας του Δράμαλη. Καὶ "ἂν χρειάζονται στρατιωτικὴ βοήθεια νὰ τοὺς πέμψει" ἔγραφε τότε ὁ Καραϊσκάκης.Μόλις ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση ὁ Γῶγος Μπακόλας καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἔκαψαν τὸν ὀχυρὸ πύργο τοῦ χωριοῦ Καλύβια του Μάλιου (ἐπαρχία Ραδοβυζίου). 


Τὰ Ἄγραφα καὶ τὸ ἀρματολίκι αὐτῶν στὰ τελευταῖα χρόνια πρὶν τὴν Ἐπανάσταση, τὰ κατεῖχαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (ποὺ πέθανε τὸ 1872). Ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία φιλοδοξοῦσε νὰ γίνει κάποια μέρα καπετάνιος τῶν Ἀγράφων καὶ τὸ κατόρθωσε πράγματι τὸ 1821 βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν Γιαννάκη Ράγκο καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν Βαλτινούς, ἀναγνωρισμένος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς Σουλτανικὲς ἀρχὲς τῆς Λάρισας. Μετὰ τὴ λύση τῆς πρώτης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) ὅταν μέρος τοῦ στρατοῦ τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τοῦ Κιουταχῆ χρειάστηκε ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο νὰ μετακινηθεῖ διερχόμενο ἀπὸ τὰ Ἄγραφα, στρατοῦ τοῦ ὁποίου ἡγοῦνταν οἱ Ἰσμαὴλ Πασᾶς Πλιάσας, Ἰσμαὴλ Χατζῆ Μπέντου καὶ Ἄγος, ὁ Καραϊσκάκης προκατέλαβε μὲ χίλιους περίπου ἄνδρες τὴν διάβαση καὶ ἀνάγκασε τοὺς ἐχθροὺς κοντὰ στὸν Ἅγιο Βλάση, νὰ ὀπισθοχωρήσουν στὸ Ἀγρίνιο, μετὰ ἀπὸ πεισματώδη μάχη. Ὁ ἴδιος στὴ συνέχεια ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ Ἄγραφα καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Ἰθάκη προκειμένου νὰ συναντήσει ἔμπειρους γιατροὺς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς φυματίωσης ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε. Οἱ γιατροὶ λίγες ἐλπίδες ζωῆς ἔδωσαν στὸν ἥρωα καὶ τοῦ συνέστησαν νὰ μείνει στὸ νησί. 


Ἐπιστροφή - Δίκη 


Ὁ Καραϊσκάκης, νοσταλγῶντας τὴ Ρούμελη καὶ τὰ Ἄγραφα, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Ἰθάκη στὸ Μεσολόγγι καὶ ζήτησε ἐπίμονα νὰ διορισθεῖ ἀρχηγὸς τῶν ἑλληνικῶν πλέον ὅπλων τῆς ἐπαρχίας τῶν Ἀγράφων. Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος δὲν δέχθηκε, θεωρῶντας τὸν ἑαυτό του ἱκανὸ καὶ ἄξιο στρατηγὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀντιζηλία γιὰ τὶς ἱκανότητες τοῦ Καραϊσκάκη. Οἱ Τζαβελαῖοι ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ ἦταν ὑπέρ του, ἐνῷ ἐναντίον του ἦταν μόνο ὁ Μαυροκορδάτος, ποὺ ἠθελημένα παραγνώριζε τὸν ἥρωα προκειμένου νὰ ὑποστηρίξει τὸν περὶ αὐτὸν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε καὶ κάποιες συμπλοκὲς μεταξὺ ὀπαδῶν τοῦ Καραϊσκάκη καὶ Μεσολογγιτῶν ὅταν ἐκεῖνοι κατέλαβαν τὸ Αἰτωλικὸ καὶ αἰφνίδια τὸ Βασιλάδι, τὰ ὁποῖα καὶ ἀργότερα περιῆλθαν στὴν ὑπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση τοῦ Μεσολογγίου. 

Τότε ὁ Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τὸν Καραϊσκάκη μετὰ ἀπὸ ὁμολογία τοῦ Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὰ Γιάννενα, ὅτι: "ὁ γιὸς τῆς Καλογριᾶς εἶχε στείλει ἐπιστολὴ στὸν Ὀμὲρ Βρυώνη μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ παραδώσει τὸ Μεσολόγγι καὶ τὸ Αἰτωλικό". Ἔτσι διόρισε ἐπιτροπὴ προκειμένου νὰ ἐξετάσει τὴν "ἀποκάλυψη προδοσίας". 

Στὶς 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε ἡ παραπάνω ἐπιτροπὴ καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου 1824 (σὲ 3 μέρες) ἐκδόθηκε προκήρυξη τῶν ἐγκλημάτων τοῦ Καραϊσκάκη μὲ τὸν τίτλο «Προσωρινὴ Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος». Κατὰ τὴν προκήρυξη ποὺ ἦταν πράξη διοικητικὴ καὶ ὄχι δικαστική, ἡ ἐν λόγῳ ἐπιτροπὴ ἔκρινε τὸν Καραϊσκάκη ἔνοχο «ἐσχάτης προδοσίας» ἄνευ δίκης. Παρόλα αὐτὰ εἶναι ἀμφίβολο ἂν ἡ ἀπόφαση ἐκείνη τῆς ἐπιτροπῆς δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ὁ ἥρωας στερήθηκε ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ τῶν ἀξιωμάτων του καὶ διατάχθηκε νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Αἰτωλικό. Οἱ δὲ πολῖτες διατάχθηκαν νὰ ἀποφεύγουν κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν «ἐχθρὸ τῆς πατρίδας», τὸν Καραϊσκάκη, ἐφόσον αὐτὸς «δὲν μετανοήσει καὶ προσπέσει στὸ ἔλεος τῶν Ἑλλήνων καὶ ζητήσει συγχώρησιν», θεωρῶντας ὅτι τὸ ἔλεος τῶν Ἑλλήνων τὸ ἐκπροσωποῦσε ὁ Μαυροκορδάτος. Ἀνάλογη ἀπόφαση δὲν εἶχε προηγουμένως ἐκδοθεῖ οὔτε κατὰ τῶν Τούρκων. Ἔτσι στὶς 3 Μαΐου 1824 (ἀνήμερα τῆς ἔκδοσης τῆς προκήρυξης) ὁ Καραϊσκάκης μὲ πολλοὺς ὀπαδούς του ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Αἰτωλικὸ καὶ ἐπιχειρῶντας ἀνεπιτυχῶς νὰ καταλάβει τὰ Ἄγραφα μετέβη στὸ Καρπενήσι. Στὶς 27 Μαΐου τοῦ ἴδιου ἔτους ζήτησε ἐγγράφως συγνώμη ἀπὸ τὸν Α. Μαυροκορδάτο, ποὺ ὅμως δὲν εἰσακούσθηκε. Τελικὰ στὶς 25 Ἰουνίου 1824 κατέφυγε στὸ Ναύπλιο ὅπου ἡ Κυβέρνηση τοῦ ἀναγνώρισε ὅλους τοὺς βαθμοὺς καὶ τὰ ἀξιώματά του. 


Ἀρχιστρατηγία 


Ὅμως στὰ τέλη τοῦ 1824 καὶ χωρὶς σχετικὴ διαταγὴ τῆς Κυβέρνησης, ὁ Καραϊσκάκης ἔλαβε μέρος μαζὶ μὲ τὸν Κίτσο Τζαβέλλα καὶ ἄλλους Ρουμελιῶτες στὸν 2ο ἐμφύλιο πόλεμο, κατὰ τῶν λεγομένων ἀνταρτῶν, προχωρῶντας ὁ ἴδιος στὴ λεηλασία τῶν οἰκιῶν των Ζαΐμηδων στὴ Κερπινή των Καλαβρύτων. Ἀμέσως μετὰ ἔσπευσε καὶ συμμετεῖχε στὴ μάχη τοῦ Κρομμυδίου (περιοχὴ Μεθώνης). Μετὰ τὸ τέλος τοῦ 2ου ἐμφυλίου πολέμου ὁ Κωλέττης ἐνίσχυσε τὸν Καραϊσκάκη καὶ μ΄ ἄλλους πολλοὺς Στερεοελλαδίτες ἀπὸ τὸ Μωριᾶ καὶ τὴ Ρούμελη, ἐφοδιάζοντάς τον μὲ χρήματα, τρόφιμα καὶ πολεμικὸ ὑλικό.Αμέσως μετὰ τὴν ἀποκατάστασή του ὁ Καραϊσκάκης διατάχθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση νὰ ἐκστρατεύσει στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ ἐπί κεφαλῆς 300 μισθοφόρων. Ἐπίσης, χωρίσθηκε καὶ ἡ περιοχὴ τῶν Ἀγράφων σὲ δύο τμήματα καὶ τὸ μὲν ἀνατολικὸ ἀποδόθηκε στὸν Καραϊσκάκη, τὸ δὲ δυτικὸ στὸν Γιαννάκη Ράγκο. Ἔτσι κοντὰ στὰ Σάλωνα (Ἄμφισσα) συγκροτήθηκε τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ στρατόπεδο, ὁ δὲ Καραϊσκάκης, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει τὴν γενικὴ ἐκτίμηση τῶν ὁπλαρχηγῶν, ἐκλέχθηκε ἀπὸ ἐκείνους "στρατοπεδάρχης ἀπολύτου ἐξουσίας". 

Στὶς ἀρχὲς τοῦ Μαΐου τοῦ 1825 ὁ Καραϊσκάκης ἐπανέρχεται στὴ Στερεὰ καὶ κατὰ τὰ μέσα τοῦ καλοκαιριοῦ βρίσκεται σὲ πλήρη δράση διορισμένος ὡς γενικὸς ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἐκτὸς Μεσολογγίου ἑλληνικῶν στρατευμάτων, κατὰ τὸν ἴδιο χρόνο ποὺ αὐτὸ πολιορκεῖτο ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὸν Ἰμπραὴμ Πασᾶ τῆς Αἰγύπτου. Τότε ὁ Καραϊσκάκης μαζὶ μὲ τὸν Τζαβέλλα καταστρώνουν ἕνα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης ἀπὸ ξηρᾶς ὅλων τῶν τῶν Τούρκων ποὺ πολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι, σὲ συνεννόηση πάντα μὲ τοὺς πολιορκημένους. Τὸ περίφημο ἐκεῖνο σχέδιο ἄρχισε νὰ ἐκτελεῖται τμηματικὰ ἀπὸ τὶς 21 μέχρι 25 Ἰουλίου 1825 χωρὶς ὅμως νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Ἐπέφερε ὅμως διακοπὴ τῆς πολιορκίας ἐνῷ οἱ ἀπώλειες τῶν Τούρκων ὑπῆρξαν σοβαρότατες, τὸ δὲ ἠθικὸ τῶν πολιορκημένων ἀναπτερώθηκε. Στὴ συνέχεια ὁ Καραϊσκάκης μὲ 3.000 ἄνδρες ἔσπευσε στὰ Ἄγραφα ὅπου ἐκεῖ ἀποδεκάτισε πολλοὺς Τούρκους καθὼς καὶ τουρκίζοντες χριστιανούς. Ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε στὴ περιοχὴ Βάλτου καὶ μέσῳ τῶν τουρκικῶν ὀχυρωμάτων, διῆλθε τὴν "Λάσπη του Καρβασαρὰ" ὅπου ἔδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) καὶ τελικὰ στρατοπέδευσε στὸ Δραγαμέστο (σημ. Ἀστακός). 


Τὴν νύκτα τῆς 10-11 Ἀπριλίου 1826 ὅταν τὸ προπύργιο τῆς ἐπανάστασης, ἡ πόλη τῶν "ἐλεύθερων πολιορκημένων", τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε, ὁ Καραϊσκάκης βρισκόταν ἀσθενὴς στὸν Πλάτανο τῆς Ναυπακτίας. Πάραυτα ἔστειλε στὴ "Γέφυρα τῆς Βαρνάκοβας" παρατηρητὲς νὰ δοῦν πόσοι καὶ ποιοί σώθηκαν ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐκείνη φρουρὰ τοῦ Μεσολογγίου. Παρ' ὅτι ὁ Πλάτανος ἦταν ἔρημος καὶ ὁ ἴδιος ἀσθενὴς σὲ στρῶμα, ἑτοίμασε ψωμὶ καὶ σφακτὰ ποὺ μοίρασε πλουσιοπάροχα στὰ "πειναλέα ἐκεῖνα λείψανα τοῦ Μεσολογγίου". 


Στὶς 17 Ἰουνίου ὁ Καραϊσκάκης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐκείνους του μαχητὲς φθάνει στὸ Ναύπλιο. Ἡ Ἐπανάσταση ἤδη στὴ Δυτικὴ Στερεὰ εἶχε σβήσει καὶ στὴν Ἀνατολικὴ μόνο ἡ Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ἡ Κάζα καὶ τὰ Δερβενοχώρια κατέχονταν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Τὸν Ἰούλιο τῆς ἴδιας χρονιᾶς, ἂν καὶ βρισκόταν σὲ προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, ὑπὸ τὴν θεραπεία τοῦ Ἑλβετοῦ γιατροῦ Baily, πρότεινε στὴν ἑδρεύουσα "Διοικητικὴ Ἐπιτροπὴ" νὰ ἀναλάβει ὁ ἴδιος τὸν ἀγῶνα στὴν Στερεά. Εἶχε ὅμως προσκληθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν Κριεζώτη καὶ ἀπὸ τὸν Βάσσο, ποὺ δροῦσαν ἤδη στὴν Ἀττικὴ καὶ στὴν Ἐλευσῖνα. Ὁ Α. Ζαΐμης, πρόεδρος τῆς νεοπαγοῦς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς, θεώρησε τὸν "Γιὸ τῆς Καλογριᾶς" ὡς τὸν ἀξιότερο στρατιωτικὸ γιὰ τὴν γενικὴ ἀρχιστρατηγία καὶ τὸν ἀναγνώρισε ὡς ἀρχιστράτηγο, παρ' ὅτι εἶχε παλαιότερα κατατρεχθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ εἶχε ὑποστεῖ λεηλασία τῆς οἰκίας του. 



Στὶς 19 Ἰουλίου 1826 ὁ Καραϊσκάκης ἐπί κεφαλῆς 680 περίπου ἀνδρῶν ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ναύπλιο γιὰ τὴν Στερεὰ στὴν ὁποία εἶχε εἰσβάλει ὁ Ὀμὲρ Πασᾶς (τῆς Καρύστου) καὶ ὁ Κιουταχῆς (ἀπὸ Θήβα). Πολὺ σύντομα ὁ Κιουταχῆς, λόγο τῆς στρατιωτικῆς δεινότητας τοῦ Καραϊσκάκη, βρέθηκε ἀπὸ πολιορκῶν σὲ θέση πολιορκούμενου. Μὲ ὑπόδειξη τοῦ Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στὴν Ἐλευσῖνα γενικὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο. Στὶς 5-7 Αὐγούστου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐπῆλθε ἡ πρώτη ἁψιμαχία στὸ Χαϊδάρι, τὴν ὁποία ἀκολούθησαν κι ἄλλες, φοβούμενος ὁ Κιουταχῆς τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση ἀπὸ τὰ κυκλωτικὰ πάντα σχέδια τοῦ Καραϊσκάκη. Στὶς ἁψιμαχίες ἐκεῖνες ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Φαβιέρος διαφώνησαν περὶ τῆς τακτικῆς τοῦ πολέμου. Ὅταν ὅμως ὁ Κιουταχῆς κατέλαβε τὴν κάτω πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ὁ Καραϊσκάκης ἐνίσχυσε τὴν φρουρὰ τῆς Ἀκρόπολης μὲ περιορισμένο σῶμα ὑπό τον Κριεζώτη ποὺ κατάφερε καὶ εἰσῆλθε στὶς 10 Ὀκτωβρίου 1826. Τὸν ἴδιο μῆνα καὶ 15 μέρες μετὰ (25 Ὀκτωβρίου) ὁ Καραϊσκάκης ἐκστράτευσε στὴ Βοιωτία, στὴ Φθιώτιδα καὶ στὴ Φωκίδα, ἀπ' ὅπου καὶ ἀπέκοψε τὶς τουρκικὲς ἐφοδιοπομπές, ὁλοκληρώνοντας ἔτσι τὸν ἀποκλεισμὸ τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ τῶν Τούρκων. 

Στὶς 18 Νοεμβρίου 1826 ὁ ἐπί κεφαλῆς τῶν τουρκαλβανικῶν σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στὴ Δαύλεια δίπλα σὴν Μονὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ προκειμένου νὰ διανυκτερεύσει, προτιθέμενος τὴν ἑπομένη νὰ φθάσει στὴν Ἄμφισσα μέσῳ Ἀράχοβας. Ὁ Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τὶς κινήσεις καὶ τὶς προθέσεις αὐτές, τὴν νύχτα τῆς 18ης πρὸς 19η Νοεμβρίου, σπεύδει μὲ 560 ἄνδρες καὶ προκαταλαμβάνει την Ἀράχοβα, τὴν ὁποία ὀχυρώνει μὲ τὴν ἀμέριστη βοήθεια τῶν κατοίκων. Στὶς ἕξι ἡμέρες ποὺ ἀκολούθησαν (19-24) οἱ μάχες ποὺ δόθηκαν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἀράχοβας ὑπῆρξαν συντριπτικὲς γιὰ τοὺς Τούρκους, ποὺ ἀπὸ 2.000 ποὺ ἦταν, μόλις ποὺ διασώθηκαν περὶ τοὺς 300. Στὶς μάχες ἐκεῖνες σκοτώθηκαν καὶ τέσσερις Τοῦρκοι ἀρχηγοὶ σωμάτων: ὁ Μουσταφάμπεης, ὁ ἀδελφός του Καριοφίλμπεης, ὁ Ἐλζάμπεης καθὼς καὶ ὁ Κεχαγιάμπεης. Δυτικὰ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου της Ἀράχοβας, στὸ τέλος τῶν μαχῶν, ὁ Καραϊσκάκης ἔστησε πυραμίδα ἀπὸ 1.500 κεφάλια τουρκαλβανὼν στρατιωτῶν.Προχωρώντας στὴ συνέχεια στὴν πολιορκία τῶν πύργων της Δόμβραινας, διέταξε νὰ ἀρχίσει καὶ ἡ προσβολὴ τῶν Τούρκων ποὺ βρίσκονταν στὴν πεδιάδα τοῦ χωριοῦ (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετὰ μεταφέρει τὸ στρατόπεδό του ἀπὸ τὴν Δόμβραινα καὶ τὴν Κεκόση στὴ Μονὴ Δομποῦ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Μονὴ τοῦ Ὄσιου Λουκᾶ καὶ στὶς 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στὸ Δίστομο, ἔχοντας ὁλοκληρώσει ἐκκαθαρίσεις σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Τὶς κυκλωτικὲς αὐτὲς κινήσεις ἀντιλαμβάνεται γρήγορα ὁ Κιουταχῆς καὶ εἰδοποιεῖ νὰ σπεύσουν σὲ βοήθειά του ὁ Μουσταφάμπεης ἀπὸ τὴν Ἀταλάντη καὶ ὁ Καχαγιάμπεης ποὺ ἦταν νοτιότερα, οἱ ὁποῖοι καὶ ἑνώνοντας τὶς δυνάμεις τους ἔσπευσαν νὰ καλύψουν τὰ νῶτα τῶν Τούρκων ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν Ἀκρόπολη. 

Στὴ συνέχεια, διαβλέποντας πὼς ὁ Κιουταχῆς δὲν θὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει τὴν πολιορκία χωρὶς ἀνεφοδιασμό, συνεχίζει τὶς ἐκκαθαρίσεις τῶν περιοχῶν τῆς Στερεᾶς. Ἀρχὲς Δεκεμβρίου εἰσέρχεται στὸ Τουρκοχώρι τὸ ὁποῖο καὶ καταλαμβάνει ἐνῷ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια φονεύει τὸν Μεχμὲτ Πασᾶ, τὰ δὲ λείψανα τοῦ στρατοῦ ἐκείνου τὰ καταδιώκει μέχρι τὴ Βουδουνίτσα. Στὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου 1827 ἀνάγκασε καὶ τὸν Ὀμὲρ Πασᾶ της Εὔβοιας ποὺ εἶχε σπεύσει ἐναντίον του νὰ παραιτηθεῖ τοῦ ἀγῶνα καὶ νὰ ἐπιστρέψει νικημένος στὴν ἕδρα του. 

Στὶς 23 Φεβρουαρίου 1827 ὁ Καραϊσκάκης ἐπιστρέφει στὴν Ἐλευσῖνα ἀφοῦ εἶχε ἐλευθερώσει ὅλη τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, ἐκτὸς τοῦ Μεσολογγίου, τῆς Βόνιτσας καὶ τῆς Ναυπάκτου. 


Το Τέλος


Στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1827 προσῆλθαν καὶ οἱ διορισμένοι ἀπὸ τὴν Συνέλευση τῆς Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασῶν τῶν ναυτικῶν δυνάμεων", Κόχραν μαζὶ μὲ τὸν Τσώρτς, "διευθυντὴ χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου νὰ συνδράμουν τὸν Ἀγῶνα. Μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ξένους ὁ Καραϊσκάκης βαθμιαῖα περιῆλθε σὲ ἔριδες, τόσο γιὰ τὴν τακτικὴ τοῦ πολέμου, ὅσο καὶ κατὰ τὴν ὀργάνωση γιὰ τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση. Οἱ διορισμοὶ τῶν ξένων ἐκείνων προσώπων ὑπῆρξαν ἀναμφίβολα τὸ μοιραῖο σφάλμα ποὺ ἀνέτρεψε τὴν ἔκβαση τοῦ Ἀγῶνα. Καὶ τοῦτο διότι προσπαθοῦσαν νὰ ἐφαρμόσουν τακτικὲς ὀργανωμένου στρατοῦ ἀγνοῶντας τὶς τακτικὲς τῶν Ἑλλήνων, τὴν ψυχολογία τους, ἀλλὰ καὶ τὶς μορφολογικὲς δυνατότητες τῆς περιοχῆς, ἐπιζητῶντας τὴν ἔξοδο μὲ κατὰ μέτωπο ἐπίθεση σὲ πεδιάδα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς, δὲν γνώριζαν τὸ εἶδος αὐτὸ τοῦ πολέμου ποὺ ἐπιχειροῦσαν μέχρι τότε οἱ Ἕλληνες. Ἔτσι ἡ ἀνάμιξη αὐτῶν στὶς πολεμικὲς ἐνέργειες μὲ ταυτόχρονες διαταγὲς τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου παρέλυσαν τὶς διαταγὲς τοῦ Καραϊσκάκη.Όταν ὁ Ἀρχιστράτηγος Καραϊσκάκης ἐπέστρεψε μετὰ τὴν τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, ἔχοντας χίλιους περίπου ἄνδρες, στὴν Ἐλευσῖνα, μετέφερε τὸ στρατόπεδό του στὸ Κερατσίνι στὰ ὑψώματα τοῦ ὁποίου ἔχτισε "ταμπούρια" (μικρὲς ὀχυρώσεις) ὅπου ἐπανειλημμένα δέχθηκε ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων, ἰδιαίτερα στὶς 4 Μαρτίου 1827. Τὸν ἴδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τοὺς Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ἄ. ὁπλαρχηγοὺς φθάνουν σὲ ἐπικουρία τοῦ Ἀρχιστρατήγου. 

Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.

Ἡ ἐπιχείρηση ὁρίσθηκε νὰ πραγματοποιηθεῖ τὴ νύχτα τῆς 22ας πρὸς τὴν 23η Ἀπριλίου 1827, ἔχοντας συμφωνήσει κανεὶς νὰ μὴν ξεκινήσει ἄκαιρα τοὺς πυροβολισμοὺς πρὶν δοθεῖ τὸ σύνθημα γιὰ γενικὴ ἐπίθεση. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 22ας Ἀπριλίου ἀκούστηκαν πυροβολισμοὶ ἀπὸ ἕνα Κρητικὸ ὀχύρωμα. Οἱ Κρητικοὶ προκαλοῦσαν τοὺς Τούρκους καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ἀπαντοῦσαν οἱ ἐχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ὁ Καραϊσκάκης, παρ' ὅτι ἄρρωστος βαριά, ἔφτασε στὸν τόπο τῆς συμπλοκῆς. Ἐκεῖ μιὰ σφαῖρα τὸν τραυμάτισε θανάσιμα στὸ ὑπογάστριο. Οἱ γιατροὶ ποὺ ἀνέλαβαν τὴν περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ὅτι θὰ κατέληγε. Ὁ ἥρωας μεταφέρθηκε στὸ στρατόπεδό του στὸ Κερατσίνι καὶ ἀφοῦ μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὑπαγόρευσε τὴ διαθήκη του ποὺ ἰδιόχειρα ὑπέγραψε. Ἡ τελευταία κουβέντα ποὺ εἶπε στὸν συμπολεμιστὴ τουΣτρατηγὸ Μακρυγιάννη, ὅταν ὁ τελευταῖος πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ, ἦταν "Ἐγὼ πεθαίνω. Ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα". 


Τὴν ἑπομένη στὶς 23 Ἀπριλίου 1827 ὁ Ἀρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης ὑπέκυψε στὸ θανατηφόρο τραῦμα του μέσα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Κερατσίνι, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του. Ἡ σωρός του μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴ Σαλαμῖνα ὅπου ἐτάφη καὶ θρηνήθηκε ἀπὸ τὸ πανελλήνιο. Ἀναφέρεται πὼς ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης ἔμαθε τὸν θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" καὶ μοιρολογοῦσε σὰν γυναῖκα. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη ἀνέλαβαν ὁ Κόχραν μὲ τὸν Τσὼρτς τὴν διοίκηση τῆς διεξαγωγῆς τῆς μάχης στὴ πεδιάδα τοῦ Φαλήρου ὅπου καὶ ἀκολούθησε ἡ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τοῦ Ἀνάλατου, στὴ σημερινὴ περιοχὴ Φλοίσβου (Φαλήρου) ὅπου εἶχαν οἱ Τοῦρκοι παρασύρει τοὺς Ἕλληνες μέχρι ποὺ τοὺς περικύκλωσαν. Ἀκολούθησε ἡ διάλυση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοπέδου τῆς Ἀκρόπολης καὶ ἡ ἀνακατάληψή της καὶ ἡ διάλυση καὶ τοῦ στρατοπέδου του Κερατσινίου.