Γεώργιος Καραϊσκάκης - Τὸ Λιοντάρι της Ρούμελης (1782-1827)
Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης ἢ Καραΐσκος ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πίο θρυλικὲς μορφὲς τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ὑπῆρξε στὴν ἀρχὴ σπουδαῖος ἀρματολὸς καὶ στὴ συνέχεια κατέστη κορυφαῖος στρατηγὸς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Τὸ ἐπίθετό του εἶναι μᾶλλον ὑποκοριστικὸ τοῦ Καραΐσκος ὅπου ἀπαντᾶται ὡς οἰκογενειακὸ ἐπώνυμο στὶς ἐπαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Τὸ δὲ ἐπώνυμο Καραΐσκος εἶναι σύνθετο ἀπὸ τὴ τουρκικὴ λέξη "καρὰ" καὶ Ἴσκος.
Πιὸ συγκεκριμένα τὸ κανονικὸ τοῦ ἐπίθετο ὅπως καὶ τοῦ ἀρματολοῦ πατέρα του ἦταν Ἴσκος ἀλλὰ λόγῳ τῆς περήφανης καὶ σκληρῆς προσωπικότητας ποὺ διαμόρφωσε στὰ δύσκολα καὶ δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, προσδόθηκε - ἀπὸ ὅλους - σὰν ἀντάξιο προσωνύμιο μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἐπίθετο του, τὸ λήμα "Καρα" ποὺ σημαίνει μεγάλος καὶ φοβερός. Τὸ τελικὸ τοῦ ἐπίθετο Καραϊσκάκης διαμορφώθηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι λόγῳ τῆς Τουρκικῆς σκλαβιᾶς ἀναγκάστηκε ἀπὸ παιδὶ νὰ γίνει κλέφτης στὰ βουνά.
Πρῶτα Χρόνια
Ἡ πιὸ σκοτεινὴ περίοδος τῆς ἱστορίας τοῦ Καραϊσκάκη θεωρεῖται ἡ παραμονή του στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ, μέχρι ποὺ λιποτάχτησε καὶ πῆγε στὸν Κατσαντώνη, ὅπως σημειώνει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης. Γεννήθηκε στὸ Μαυρομμάτι τῆς Καρδίτσας τo 1782 καὶ ἦταν νόθος γιὸς τοῦ ἀρματολοῦ τοῦ Βάλτου Δημήτρη Ἴσκου ἢ Καραΐσκου, ἀπὸ τὴ Δούνιστα (σημερινὸς Σταθὰς Αἰτωλοακαρνανίας) καὶ τῆς Ζωῆς Διμισκὴ ἢ Ντιμισκή, ἀπὸ τὴ Σκουληκαριὰ Ἄρτας, ἀνιψιᾶς τοῦ ἀρματολοῦ των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Ἡ μητέρα του, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰωάννη Μαυροματιώτη, ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος σύζυγός της, ἔγινε καλόγρια. Ἐρωτεύτηκε ὅμως τὸν Καραΐσκο, καὶ ἀπὸ τὸν κρυφὸ αὐτὸν δεσμὸ γεννήθηκε ὁ Καραΐσκάκής. Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ἔμεινε τὸ παρατσούκλι «γιὸς τῆς καλογριᾶς».Από τὴν παιδική του ἡλικία ἤδη, κάνει τὰ πρῶτα βήματά του σὰν Κλέφτης. Ὁ Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστὸς μετὰ τὴν ἐνηλικίωσή του. Νεαρὸς ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου καὶ φυλακίσθηκε γιὰ παράνομες πράξεις, ἐκεῖ ὅμως ἔμαθε καὶ κάποια γράμματα. Ἔτσι ἀρχικὰ ὑπηρέτησε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ καὶ τὸν ἀκολούθησε στὴν ἐκστρατεία του κατὰ τοῦ περίφημου Πασβάνογλου, τοῦ φίλου τοῦ Ρήγα Φεραίου. Στὴ ἐκστρατεία ἐκείνη ὁ Καραϊσκάκης αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὶς δυνάμεις του Πασβάνογλου καὶ κρατήθηκε γιὰ κάποιο χρόνο. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ. Λέγεται πὼς ὅταν ὁ Ἀλὴ Πασᾶς ρώτησε κάποτε τὸν Καραϊσκάκη τί θὰ ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρει, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: "Ἂν μὲ γνωρίζεις ἄξιο γιὰ ἀφέντη, κάνε μὲ ἀφέντη, ἂν γιὰ δοῦλο, κάνε μὲ δοῦλο".
Κατὰ τὴν πρώτη παραμονή του στὴν αὐλὴ τοῦ Πασᾶ παντρεύτηκε τὴ Γκόλφω ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Ψαρογιαννέων ἀπὸ τὸ χωριὸ Σίντου καὶ ἀπέκτησε τὴν πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο τοῦ Ἀνδρέα Νοταρὰ ὑπουργοῦ τοῦ Ὄθωνα. Ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1820 πολιορκήθηκε ὁ Ἀλὴ Πασᾶς ἀπὸ τὰ Σουλτανικὰ στρατεύματα, ὁ Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ αὐτοῦ. Ἀργότερα ὅμως προσχώρησε στοὺς πολιορκητές, ἀλλὰ γρήγορα ἀπομακρύνθηκε καὶ ἀπ' αὐτούς. Κατάφερε δὲ τότε νὰ ἀποσύρει ἀπὸ τὰ πολιορκούμενα Ἰωάννινα τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τὴ στείλει στὴ νῆσο Κάλαμο ποὺ τότε θεωροῦνταν ἀσφαλὲς μέρος γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀμάχους. Κατὰ τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1821 προσπάθησε νὰ ἐξεγείρει σὲ ἐπανάσταση κατὰ τῶν Τούρκων τὴν περιοχή της Βόνιτσας, στὴν ἀρχὴ ἀνεπιτυχῶς διότι οἱ προύχοντες τῆς περιοχῆς θεωροῦσαν πὼς δὲν ἦταν ἀκόμη κατάλληλος ὁ καιρός. Στὴ συνέχεια πῆγε στὰ Τζουμέρκα ὅπου ἐκεῖ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης, ἡ ὁποία διαδόθηκε πολὺ γρήγορα στὶς ὅμορες ἐπαρχίες καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Μακρυνόρος ὅπου καὶ συμμετεῖχε ὁ ἴδιος στὶς γενόμενες ἐκεῖ συμπλοκές.
Δράση 1821 - 1823
Κάτοχος πλέον τῶν Ἀγράφων, στὴν ἀρχὴ ἀπέφυγε νὰ προσβάλει τοὺς Τούρκους, ὑποκρινόμενος ὑποταγὴ στὸν Σουλτᾶνο προκειμένου νὰ ἀποφύγει ἐπιδρομὲς Τούρκων στὴ περιοχή του. Τὸ 1822 ἦλθε σὲ ἔντονες προστριβὲς μὲ τὸν Γιαννάκη Ράγκο ποὺ ἀξίωνε καὶ αὐτὸς τὴν ἀρχηγία τῶν Ἀγράφων. Μὲ τὴν εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴ Στερεὰ Ἑλλάδα (Νοέμβριος 1822) ὁ Καραϊσκάκης εἰδοποίησε ἀπὸ τὰ Ἄγραφα τὸν γέροντα Πανουργιὰ «ὅτι διαπραγματεύθηκε προσωρινὰ μὲ τοὺς Τούρκους νὰ ἀρχηγέψει στὰ Ἄγραφα καὶ ἔτσι αὐτοὶ νὰ μὴν ἔλθουν» ἐνῷ «τὰ "δικαιώματα" θὰ τὰ ἔστελνε ὁ ἴδιος σ' ἐκείνους». Ἔτσι ἑνωμένοι ὁ Καραϊσκάκης μὲ τοὺς Στορνάρη καὶ Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σὲ συμφωνία μὲ τὸν Βαλῇ της Ρούμελης Χουρσὶτ Πασᾶ, ἐξαγοράζοντας τὸν καιρὸ καὶ περιμένοντας τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐκστρατειῶν του κατὰ τοῦ Μεσολογγίου, κατὰ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδας καθὼς καὶ τῆς ἐκστρατείας του Δράμαλη. Καὶ "ἂν χρειάζονται στρατιωτικὴ βοήθεια νὰ τοὺς πέμψει" ἔγραφε τότε ὁ Καραϊσκάκης.Μόλις ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση ὁ Γῶγος Μπακόλας καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἔκαψαν τὸν ὀχυρὸ πύργο τοῦ χωριοῦ Καλύβια του Μάλιου (ἐπαρχία Ραδοβυζίου).
Τὰ Ἄγραφα καὶ τὸ ἀρματολίκι αὐτῶν στὰ τελευταῖα χρόνια πρὶν τὴν Ἐπανάσταση, τὰ κατεῖχαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (ποὺ πέθανε τὸ 1872). Ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία φιλοδοξοῦσε νὰ γίνει κάποια μέρα καπετάνιος τῶν Ἀγράφων καὶ τὸ κατόρθωσε πράγματι τὸ 1821 βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν Γιαννάκη Ράγκο καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν Βαλτινούς, ἀναγνωρισμένος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς Σουλτανικὲς ἀρχὲς τῆς Λάρισας. Μετὰ τὴ λύση τῆς πρώτης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) ὅταν μέρος τοῦ στρατοῦ τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τοῦ Κιουταχῆ χρειάστηκε ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο νὰ μετακινηθεῖ διερχόμενο ἀπὸ τὰ Ἄγραφα, στρατοῦ τοῦ ὁποίου ἡγοῦνταν οἱ Ἰσμαὴλ Πασᾶς Πλιάσας, Ἰσμαὴλ Χατζῆ Μπέντου καὶ Ἄγος, ὁ Καραϊσκάκης προκατέλαβε μὲ χίλιους περίπου ἄνδρες τὴν διάβαση καὶ ἀνάγκασε τοὺς ἐχθροὺς κοντὰ στὸν Ἅγιο Βλάση, νὰ ὀπισθοχωρήσουν στὸ Ἀγρίνιο, μετὰ ἀπὸ πεισματώδη μάχη. Ὁ ἴδιος στὴ συνέχεια ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ Ἄγραφα καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Ἰθάκη προκειμένου νὰ συναντήσει ἔμπειρους γιατροὺς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς φυματίωσης ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε. Οἱ γιατροὶ λίγες ἐλπίδες ζωῆς ἔδωσαν στὸν ἥρωα καὶ τοῦ συνέστησαν νὰ μείνει στὸ νησί.
Ἐπιστροφή - Δίκη
Ὁ Καραϊσκάκης, νοσταλγῶντας τὴ Ρούμελη καὶ τὰ Ἄγραφα, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Ἰθάκη στὸ Μεσολόγγι καὶ ζήτησε ἐπίμονα νὰ διορισθεῖ ἀρχηγὸς τῶν ἑλληνικῶν πλέον ὅπλων τῆς ἐπαρχίας τῶν Ἀγράφων. Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος δὲν δέχθηκε, θεωρῶντας τὸν ἑαυτό του ἱκανὸ καὶ ἄξιο στρατηγὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀντιζηλία γιὰ τὶς ἱκανότητες τοῦ Καραϊσκάκη. Οἱ Τζαβελαῖοι ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ ἦταν ὑπέρ του, ἐνῷ ἐναντίον του ἦταν μόνο ὁ Μαυροκορδάτος, ποὺ ἠθελημένα παραγνώριζε τὸν ἥρωα προκειμένου νὰ ὑποστηρίξει τὸν περὶ αὐτὸν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε καὶ κάποιες συμπλοκὲς μεταξὺ ὀπαδῶν τοῦ Καραϊσκάκη καὶ Μεσολογγιτῶν ὅταν ἐκεῖνοι κατέλαβαν τὸ Αἰτωλικὸ καὶ αἰφνίδια τὸ Βασιλάδι, τὰ ὁποῖα καὶ ἀργότερα περιῆλθαν στὴν ὑπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση τοῦ Μεσολογγίου.
Τότε ὁ Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τὸν Καραϊσκάκη μετὰ ἀπὸ ὁμολογία τοῦ Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὰ Γιάννενα, ὅτι: "ὁ γιὸς τῆς Καλογριᾶς εἶχε στείλει ἐπιστολὴ στὸν Ὀμὲρ Βρυώνη μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ παραδώσει τὸ Μεσολόγγι καὶ τὸ Αἰτωλικό". Ἔτσι διόρισε ἐπιτροπὴ προκειμένου νὰ ἐξετάσει τὴν "ἀποκάλυψη προδοσίας".
Στὶς 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε ἡ παραπάνω ἐπιτροπὴ καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου 1824 (σὲ 3 μέρες) ἐκδόθηκε προκήρυξη τῶν ἐγκλημάτων τοῦ Καραϊσκάκη μὲ τὸν τίτλο «Προσωρινὴ Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος». Κατὰ τὴν προκήρυξη ποὺ ἦταν πράξη διοικητικὴ καὶ ὄχι δικαστική, ἡ ἐν λόγῳ ἐπιτροπὴ ἔκρινε τὸν Καραϊσκάκη ἔνοχο «ἐσχάτης προδοσίας» ἄνευ δίκης. Παρόλα αὐτὰ εἶναι ἀμφίβολο ἂν ἡ ἀπόφαση ἐκείνη τῆς ἐπιτροπῆς δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ὁ ἥρωας στερήθηκε ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ τῶν ἀξιωμάτων του καὶ διατάχθηκε νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Αἰτωλικό. Οἱ δὲ πολῖτες διατάχθηκαν νὰ ἀποφεύγουν κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν «ἐχθρὸ τῆς πατρίδας», τὸν Καραϊσκάκη, ἐφόσον αὐτὸς «δὲν μετανοήσει καὶ προσπέσει στὸ ἔλεος τῶν Ἑλλήνων καὶ ζητήσει συγχώρησιν», θεωρῶντας ὅτι τὸ ἔλεος τῶν Ἑλλήνων τὸ ἐκπροσωποῦσε ὁ Μαυροκορδάτος. Ἀνάλογη ἀπόφαση δὲν εἶχε προηγουμένως ἐκδοθεῖ οὔτε κατὰ τῶν Τούρκων. Ἔτσι στὶς 3 Μαΐου 1824 (ἀνήμερα τῆς ἔκδοσης τῆς προκήρυξης) ὁ Καραϊσκάκης μὲ πολλοὺς ὀπαδούς του ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Αἰτωλικὸ καὶ ἐπιχειρῶντας ἀνεπιτυχῶς νὰ καταλάβει τὰ Ἄγραφα μετέβη στὸ Καρπενήσι. Στὶς 27 Μαΐου τοῦ ἴδιου ἔτους ζήτησε ἐγγράφως συγνώμη ἀπὸ τὸν Α. Μαυροκορδάτο, ποὺ ὅμως δὲν εἰσακούσθηκε. Τελικὰ στὶς 25 Ἰουνίου 1824 κατέφυγε στὸ Ναύπλιο ὅπου ἡ Κυβέρνηση τοῦ ἀναγνώρισε ὅλους τοὺς βαθμοὺς καὶ τὰ ἀξιώματά του.
Ἀρχιστρατηγία
Ὅμως στὰ τέλη τοῦ 1824 καὶ χωρὶς σχετικὴ διαταγὴ τῆς Κυβέρνησης, ὁ Καραϊσκάκης ἔλαβε μέρος μαζὶ μὲ τὸν Κίτσο Τζαβέλλα καὶ ἄλλους Ρουμελιῶτες στὸν 2ο ἐμφύλιο πόλεμο, κατὰ τῶν λεγομένων ἀνταρτῶν, προχωρῶντας ὁ ἴδιος στὴ λεηλασία τῶν οἰκιῶν των Ζαΐμηδων στὴ Κερπινή των Καλαβρύτων. Ἀμέσως μετὰ ἔσπευσε καὶ συμμετεῖχε στὴ μάχη τοῦ Κρομμυδίου (περιοχὴ Μεθώνης). Μετὰ τὸ τέλος τοῦ 2ου ἐμφυλίου πολέμου ὁ Κωλέττης ἐνίσχυσε τὸν Καραϊσκάκη καὶ μ΄ ἄλλους πολλοὺς Στερεοελλαδίτες ἀπὸ τὸ Μωριᾶ καὶ τὴ Ρούμελη, ἐφοδιάζοντάς τον μὲ χρήματα, τρόφιμα καὶ πολεμικὸ ὑλικό.Αμέσως μετὰ τὴν ἀποκατάστασή του ὁ Καραϊσκάκης διατάχθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση νὰ ἐκστρατεύσει στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ ἐπί κεφαλῆς 300 μισθοφόρων. Ἐπίσης, χωρίσθηκε καὶ ἡ περιοχὴ τῶν Ἀγράφων σὲ δύο τμήματα καὶ τὸ μὲν ἀνατολικὸ ἀποδόθηκε στὸν Καραϊσκάκη, τὸ δὲ δυτικὸ στὸν Γιαννάκη Ράγκο. Ἔτσι κοντὰ στὰ Σάλωνα (Ἄμφισσα) συγκροτήθηκε τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ στρατόπεδο, ὁ δὲ Καραϊσκάκης, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει τὴν γενικὴ ἐκτίμηση τῶν ὁπλαρχηγῶν, ἐκλέχθηκε ἀπὸ ἐκείνους "στρατοπεδάρχης ἀπολύτου ἐξουσίας".
Στὶς ἀρχὲς τοῦ Μαΐου τοῦ 1825 ὁ Καραϊσκάκης ἐπανέρχεται στὴ Στερεὰ καὶ κατὰ τὰ μέσα τοῦ καλοκαιριοῦ βρίσκεται σὲ πλήρη δράση διορισμένος ὡς γενικὸς ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἐκτὸς Μεσολογγίου ἑλληνικῶν στρατευμάτων, κατὰ τὸν ἴδιο χρόνο ποὺ αὐτὸ πολιορκεῖτο ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὸν Ἰμπραὴμ Πασᾶ τῆς Αἰγύπτου. Τότε ὁ Καραϊσκάκης μαζὶ μὲ τὸν Τζαβέλλα καταστρώνουν ἕνα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης ἀπὸ ξηρᾶς ὅλων τῶν τῶν Τούρκων ποὺ πολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι, σὲ συνεννόηση πάντα μὲ τοὺς πολιορκημένους. Τὸ περίφημο ἐκεῖνο σχέδιο ἄρχισε νὰ ἐκτελεῖται τμηματικὰ ἀπὸ τὶς 21 μέχρι 25 Ἰουλίου 1825 χωρὶς ὅμως νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Ἐπέφερε ὅμως διακοπὴ τῆς πολιορκίας ἐνῷ οἱ ἀπώλειες τῶν Τούρκων ὑπῆρξαν σοβαρότατες, τὸ δὲ ἠθικὸ τῶν πολιορκημένων ἀναπτερώθηκε. Στὴ συνέχεια ὁ Καραϊσκάκης μὲ 3.000 ἄνδρες ἔσπευσε στὰ Ἄγραφα ὅπου ἐκεῖ ἀποδεκάτισε πολλοὺς Τούρκους καθὼς καὶ τουρκίζοντες χριστιανούς. Ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε στὴ περιοχὴ Βάλτου καὶ μέσῳ τῶν τουρκικῶν ὀχυρωμάτων, διῆλθε τὴν "Λάσπη του Καρβασαρὰ" ὅπου ἔδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) καὶ τελικὰ στρατοπέδευσε στὸ Δραγαμέστο (σημ. Ἀστακός).
Τὴν νύκτα τῆς 10-11 Ἀπριλίου 1826 ὅταν τὸ προπύργιο τῆς ἐπανάστασης, ἡ πόλη τῶν "ἐλεύθερων πολιορκημένων", τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε, ὁ Καραϊσκάκης βρισκόταν ἀσθενὴς στὸν Πλάτανο τῆς Ναυπακτίας. Πάραυτα ἔστειλε στὴ "Γέφυρα τῆς Βαρνάκοβας" παρατηρητὲς νὰ δοῦν πόσοι καὶ ποιοί σώθηκαν ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐκείνη φρουρὰ τοῦ Μεσολογγίου. Παρ' ὅτι ὁ Πλάτανος ἦταν ἔρημος καὶ ὁ ἴδιος ἀσθενὴς σὲ στρῶμα, ἑτοίμασε ψωμὶ καὶ σφακτὰ ποὺ μοίρασε πλουσιοπάροχα στὰ "πειναλέα ἐκεῖνα λείψανα τοῦ Μεσολογγίου".
Στὶς 17 Ἰουνίου ὁ Καραϊσκάκης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐκείνους του μαχητὲς φθάνει στὸ Ναύπλιο. Ἡ Ἐπανάσταση ἤδη στὴ Δυτικὴ Στερεὰ εἶχε σβήσει καὶ στὴν Ἀνατολικὴ μόνο ἡ Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ἡ Κάζα καὶ τὰ Δερβενοχώρια κατέχονταν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Τὸν Ἰούλιο τῆς ἴδιας χρονιᾶς, ἂν καὶ βρισκόταν σὲ προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, ὑπὸ τὴν θεραπεία τοῦ Ἑλβετοῦ γιατροῦ Baily, πρότεινε στὴν ἑδρεύουσα "Διοικητικὴ Ἐπιτροπὴ" νὰ ἀναλάβει ὁ ἴδιος τὸν ἀγῶνα στὴν Στερεά. Εἶχε ὅμως προσκληθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν Κριεζώτη καὶ ἀπὸ τὸν Βάσσο, ποὺ δροῦσαν ἤδη στὴν Ἀττικὴ καὶ στὴν Ἐλευσῖνα. Ὁ Α. Ζαΐμης, πρόεδρος τῆς νεοπαγοῦς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς, θεώρησε τὸν "Γιὸ τῆς Καλογριᾶς" ὡς τὸν ἀξιότερο στρατιωτικὸ γιὰ τὴν γενικὴ ἀρχιστρατηγία καὶ τὸν ἀναγνώρισε ὡς ἀρχιστράτηγο, παρ' ὅτι εἶχε παλαιότερα κατατρεχθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ εἶχε ὑποστεῖ λεηλασία τῆς οἰκίας του.
Στὶς 19 Ἰουλίου 1826 ὁ Καραϊσκάκης ἐπί κεφαλῆς 680 περίπου ἀνδρῶν ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ναύπλιο γιὰ τὴν Στερεὰ στὴν ὁποία εἶχε εἰσβάλει ὁ Ὀμὲρ Πασᾶς (τῆς Καρύστου) καὶ ὁ Κιουταχῆς (ἀπὸ Θήβα). Πολὺ σύντομα ὁ Κιουταχῆς, λόγο τῆς στρατιωτικῆς δεινότητας τοῦ Καραϊσκάκη, βρέθηκε ἀπὸ πολιορκῶν σὲ θέση πολιορκούμενου. Μὲ ὑπόδειξη τοῦ Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στὴν Ἐλευσῖνα γενικὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο. Στὶς 5-7 Αὐγούστου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐπῆλθε ἡ πρώτη ἁψιμαχία στὸ Χαϊδάρι, τὴν ὁποία ἀκολούθησαν κι ἄλλες, φοβούμενος ὁ Κιουταχῆς τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση ἀπὸ τὰ κυκλωτικὰ πάντα σχέδια τοῦ Καραϊσκάκη. Στὶς ἁψιμαχίες ἐκεῖνες ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Φαβιέρος διαφώνησαν περὶ τῆς τακτικῆς τοῦ πολέμου. Ὅταν ὅμως ὁ Κιουταχῆς κατέλαβε τὴν κάτω πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ὁ Καραϊσκάκης ἐνίσχυσε τὴν φρουρὰ τῆς Ἀκρόπολης μὲ περιορισμένο σῶμα ὑπό τον Κριεζώτη ποὺ κατάφερε καὶ εἰσῆλθε στὶς 10 Ὀκτωβρίου 1826. Τὸν ἴδιο μῆνα καὶ 15 μέρες μετὰ (25 Ὀκτωβρίου) ὁ Καραϊσκάκης ἐκστράτευσε στὴ Βοιωτία, στὴ Φθιώτιδα καὶ στὴ Φωκίδα, ἀπ' ὅπου καὶ ἀπέκοψε τὶς τουρκικὲς ἐφοδιοπομπές, ὁλοκληρώνοντας ἔτσι τὸν ἀποκλεισμὸ τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ τῶν Τούρκων.
Στὶς 18 Νοεμβρίου 1826 ὁ ἐπί κεφαλῆς τῶν τουρκαλβανικῶν σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στὴ Δαύλεια δίπλα σὴν Μονὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ προκειμένου νὰ διανυκτερεύσει, προτιθέμενος τὴν ἑπομένη νὰ φθάσει στὴν Ἄμφισσα μέσῳ Ἀράχοβας. Ὁ Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τὶς κινήσεις καὶ τὶς προθέσεις αὐτές, τὴν νύχτα τῆς 18ης πρὸς 19η Νοεμβρίου, σπεύδει μὲ 560 ἄνδρες καὶ προκαταλαμβάνει την Ἀράχοβα, τὴν ὁποία ὀχυρώνει μὲ τὴν ἀμέριστη βοήθεια τῶν κατοίκων. Στὶς ἕξι ἡμέρες ποὺ ἀκολούθησαν (19-24) οἱ μάχες ποὺ δόθηκαν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἀράχοβας ὑπῆρξαν συντριπτικὲς γιὰ τοὺς Τούρκους, ποὺ ἀπὸ 2.000 ποὺ ἦταν, μόλις ποὺ διασώθηκαν περὶ τοὺς 300. Στὶς μάχες ἐκεῖνες σκοτώθηκαν καὶ τέσσερις Τοῦρκοι ἀρχηγοὶ σωμάτων: ὁ Μουσταφάμπεης, ὁ ἀδελφός του Καριοφίλμπεης, ὁ Ἐλζάμπεης καθὼς καὶ ὁ Κεχαγιάμπεης. Δυτικὰ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου της Ἀράχοβας, στὸ τέλος τῶν μαχῶν, ὁ Καραϊσκάκης ἔστησε πυραμίδα ἀπὸ 1.500 κεφάλια τουρκαλβανὼν στρατιωτῶν.Προχωρώντας στὴ συνέχεια στὴν πολιορκία τῶν πύργων της Δόμβραινας, διέταξε νὰ ἀρχίσει καὶ ἡ προσβολὴ τῶν Τούρκων ποὺ βρίσκονταν στὴν πεδιάδα τοῦ χωριοῦ (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετὰ μεταφέρει τὸ στρατόπεδό του ἀπὸ τὴν Δόμβραινα καὶ τὴν Κεκόση στὴ Μονὴ Δομποῦ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Μονὴ τοῦ Ὄσιου Λουκᾶ καὶ στὶς 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στὸ Δίστομο, ἔχοντας ὁλοκληρώσει ἐκκαθαρίσεις σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Τὶς κυκλωτικὲς αὐτὲς κινήσεις ἀντιλαμβάνεται γρήγορα ὁ Κιουταχῆς καὶ εἰδοποιεῖ νὰ σπεύσουν σὲ βοήθειά του ὁ Μουσταφάμπεης ἀπὸ τὴν Ἀταλάντη καὶ ὁ Καχαγιάμπεης ποὺ ἦταν νοτιότερα, οἱ ὁποῖοι καὶ ἑνώνοντας τὶς δυνάμεις τους ἔσπευσαν νὰ καλύψουν τὰ νῶτα τῶν Τούρκων ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν Ἀκρόπολη.
Στὴ συνέχεια, διαβλέποντας πὼς ὁ Κιουταχῆς δὲν θὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει τὴν πολιορκία χωρὶς ἀνεφοδιασμό, συνεχίζει τὶς ἐκκαθαρίσεις τῶν περιοχῶν τῆς Στερεᾶς. Ἀρχὲς Δεκεμβρίου εἰσέρχεται στὸ Τουρκοχώρι τὸ ὁποῖο καὶ καταλαμβάνει ἐνῷ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια φονεύει τὸν Μεχμὲτ Πασᾶ, τὰ δὲ λείψανα τοῦ στρατοῦ ἐκείνου τὰ καταδιώκει μέχρι τὴ Βουδουνίτσα. Στὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου 1827 ἀνάγκασε καὶ τὸν Ὀμὲρ Πασᾶ της Εὔβοιας ποὺ εἶχε σπεύσει ἐναντίον του νὰ παραιτηθεῖ τοῦ ἀγῶνα καὶ νὰ ἐπιστρέψει νικημένος στὴν ἕδρα του.
Στὶς 23 Φεβρουαρίου 1827 ὁ Καραϊσκάκης ἐπιστρέφει στὴν Ἐλευσῖνα ἀφοῦ εἶχε ἐλευθερώσει ὅλη τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, ἐκτὸς τοῦ Μεσολογγίου, τῆς Βόνιτσας καὶ τῆς Ναυπάκτου.
Το Τέλος
Στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1827 προσῆλθαν καὶ οἱ διορισμένοι ἀπὸ τὴν Συνέλευση τῆς Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασῶν τῶν ναυτικῶν δυνάμεων", Κόχραν μαζὶ μὲ τὸν Τσώρτς, "διευθυντὴ χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου νὰ συνδράμουν τὸν Ἀγῶνα. Μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ξένους ὁ Καραϊσκάκης βαθμιαῖα περιῆλθε σὲ ἔριδες, τόσο γιὰ τὴν τακτικὴ τοῦ πολέμου, ὅσο καὶ κατὰ τὴν ὀργάνωση γιὰ τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση. Οἱ διορισμοὶ τῶν ξένων ἐκείνων προσώπων ὑπῆρξαν ἀναμφίβολα τὸ μοιραῖο σφάλμα ποὺ ἀνέτρεψε τὴν ἔκβαση τοῦ Ἀγῶνα. Καὶ τοῦτο διότι προσπαθοῦσαν νὰ ἐφαρμόσουν τακτικὲς ὀργανωμένου στρατοῦ ἀγνοῶντας τὶς τακτικὲς τῶν Ἑλλήνων, τὴν ψυχολογία τους, ἀλλὰ καὶ τὶς μορφολογικὲς δυνατότητες τῆς περιοχῆς, ἐπιζητῶντας τὴν ἔξοδο μὲ κατὰ μέτωπο ἐπίθεση σὲ πεδιάδα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς, δὲν γνώριζαν τὸ εἶδος αὐτὸ τοῦ πολέμου ποὺ ἐπιχειροῦσαν μέχρι τότε οἱ Ἕλληνες. Ἔτσι ἡ ἀνάμιξη αὐτῶν στὶς πολεμικὲς ἐνέργειες μὲ ταυτόχρονες διαταγὲς τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου παρέλυσαν τὶς διαταγὲς τοῦ Καραϊσκάκη.Όταν ὁ Ἀρχιστράτηγος Καραϊσκάκης ἐπέστρεψε μετὰ τὴν τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, ἔχοντας χίλιους περίπου ἄνδρες, στὴν Ἐλευσῖνα, μετέφερε τὸ στρατόπεδό του στὸ Κερατσίνι στὰ ὑψώματα τοῦ ὁποίου ἔχτισε "ταμπούρια" (μικρὲς ὀχυρώσεις) ὅπου ἐπανειλημμένα δέχθηκε ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων, ἰδιαίτερα στὶς 4 Μαρτίου 1827. Τὸν ἴδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τοὺς Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ἄ. ὁπλαρχηγοὺς φθάνουν σὲ ἐπικουρία τοῦ Ἀρχιστρατήγου.
Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.
Ἡ ἐπιχείρηση ὁρίσθηκε νὰ πραγματοποιηθεῖ τὴ νύχτα τῆς 22ας πρὸς τὴν 23η Ἀπριλίου 1827, ἔχοντας συμφωνήσει κανεὶς νὰ μὴν ξεκινήσει ἄκαιρα τοὺς πυροβολισμοὺς πρὶν δοθεῖ τὸ σύνθημα γιὰ γενικὴ ἐπίθεση. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 22ας Ἀπριλίου ἀκούστηκαν πυροβολισμοὶ ἀπὸ ἕνα Κρητικὸ ὀχύρωμα. Οἱ Κρητικοὶ προκαλοῦσαν τοὺς Τούρκους καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ἀπαντοῦσαν οἱ ἐχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ὁ Καραϊσκάκης, παρ' ὅτι ἄρρωστος βαριά, ἔφτασε στὸν τόπο τῆς συμπλοκῆς. Ἐκεῖ μιὰ σφαῖρα τὸν τραυμάτισε θανάσιμα στὸ ὑπογάστριο. Οἱ γιατροὶ ποὺ ἀνέλαβαν τὴν περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ὅτι θὰ κατέληγε. Ὁ ἥρωας μεταφέρθηκε στὸ στρατόπεδό του στὸ Κερατσίνι καὶ ἀφοῦ μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὑπαγόρευσε τὴ διαθήκη του ποὺ ἰδιόχειρα ὑπέγραψε. Ἡ τελευταία κουβέντα ποὺ εἶπε στὸν συμπολεμιστὴ τουΣτρατηγὸ Μακρυγιάννη, ὅταν ὁ τελευταῖος πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ, ἦταν "Ἐγὼ πεθαίνω. Ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα".
Τὴν ἑπομένη στὶς 23 Ἀπριλίου 1827 ὁ Ἀρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης ὑπέκυψε στὸ θανατηφόρο τραῦμα του μέσα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Κερατσίνι, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του. Ἡ σωρός του μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴ Σαλαμῖνα ὅπου ἐτάφη καὶ θρηνήθηκε ἀπὸ τὸ πανελλήνιο. Ἀναφέρεται πὼς ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης ἔμαθε τὸν θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" καὶ μοιρολογοῦσε σὰν γυναῖκα. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη ἀνέλαβαν ὁ Κόχραν μὲ τὸν Τσὼρτς τὴν διοίκηση τῆς διεξαγωγῆς τῆς μάχης στὴ πεδιάδα τοῦ Φαλήρου ὅπου καὶ ἀκολούθησε ἡ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τοῦ Ἀνάλατου, στὴ σημερινὴ περιοχὴ Φλοίσβου (Φαλήρου) ὅπου εἶχαν οἱ Τοῦρκοι παρασύρει τοὺς Ἕλληνες μέχρι ποὺ τοὺς περικύκλωσαν. Ἀκολούθησε ἡ διάλυση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοπέδου τῆς Ἀκρόπολης καὶ ἡ ἀνακατάληψή της καὶ ἡ διάλυση καὶ τοῦ στρατοπέδου του Κερατσινίου.