Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυστίρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυστίρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Οἱ κυνοκέφαλοι στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα!!!


Οἱ κυνοκέφαλοι στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα!!!
 
«Ὁ ἀέρας κινεῖ τὰ καράβια στς θάλασσες καὶ καθαρίζει τήν ἀτμόσφαιρα ἀπὸ τὰ κακά. Αὐτὸς κτυπᾷ καὶ τὴν καμπάνα, ποὺ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔβαλε ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόφους, ὅπου εἶναι, κλεισμένοι οἱ σκυλοκέφαλοι, ποὺ θὰ βγοῦν ἔπειτα ἀπὸ καιρούς».


Μία ἀπὸ τίς πλέον παράδοξες ἐπιβιώσεις ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι τὴ σύγχρονη ἐποχὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀφορᾷ τοὺς κυνοκέφαλους, πλάσματα ἀνθρώπινα ποὺ ἔχουν ὅμως κεφάλι σκύλου, πλάσματα ποὺ ἀναφέρονται συχνὰ καὶ τῶν ὁποίων -παραδόξως- ἔχουμε πολλὲς ἀπεικονίσεις. Φυσικὰ ἔχουν διατυπωθεῖ πολλὲς ἀπόψεις .
 

 
 Ὠς κυνοκέφαλο λάτρευαν οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι τόν θεὸ Ἄνουβι (θεὸ τοῦ θανάτου), οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὸν ταύτιζαν μὲ τὸν ψυχοπομπὸ Ἑρμῆ, ἐνῶ ἕνας χριστιανός ἅγιος, ὁ Ἅγιος Χριστόφορος, ἐμφανίζεται στὶς πηγὲς ὡς κυνοκέφαλος καὶ ὡς τέτοιος ἀπεικονίζεται σὲ πολλές ἀναπαραστάσεις του.


Στήν προχριστιανικὴ ἐποχὴ μποροῦμε νὰ ἀνιχνεύσουμε δύο διαύλους ποὺ ἀφοροῦν τοῦς κυνοκέφαλους
. Ὁ πρῶτος ξεκινᾷ σὲ ἄγνωστη ἐποχή, μὲ μυθολογικές ρίζες στὸ ἀπώτατο ἑλληνικὸ προϊστορικὸ παρελθόν, ἐνσωματωμένος σὲ ἀρχέγονες  θυσιαστικές τελετουργίες καὶ χρονολογικὰ φτάνει μέχρι τον θάνατο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. 
Ὁ δεύτερος δίαυλος εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν προηγούμενο, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται δεχόμενος ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τοῦ μεγάλου στρατηλάτη καθώς σὲ αὐτὸν ἐντάσσεται ἡ μυθιστορία τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ ἀποκτᾷ μεγάλες φιλολογικές καὶ κατ' ἐπέκταση λαογραφικὲς διαστάσεις.
Ἡ τεράστια ἀποδοχὴ τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἀλέξανδρου ἀπὸ πλῆθος λαῶν -φαινόμενο μοναδικὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία- καὶ οἱ πραγματικὲς ἢ μυθολογικὲς περιγραφὲς τῶν κατορθωμάτων του, ὅπως ἐξιστοροῦνται στὴ Φυλλάδα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ἀπὸ τὸν ψευδο-Καλλισθένη συνέβαλλαν στὴν ὅλη ὑπόθεση.
 Μέσῳ αὐτῆς τῆς φιλολογίας οἱ κυνοκέφαλοι «πέρασαν» στὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία ἐνῶ ἡ ἀρχέγονη, ἰδιότυπη μορφὴ τοῦ κυνὸς ἢ καὶ τοῦ λύκου (λὺκ = φῶς) ἀποδόθηκε στὸν Ἅγιο Χριστόφορο.

 
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μυθολογία ἔχει διασώσει πολλὲς πληροφορίες γιὰ τοὺς σκυλόμορφους τῶν προϊστορικῶν χρόνων,  Π.χ. ὁ τρικέφαλος σκύλοςκέρβερος, φύλακας τοῦ Ἅδη, τὸν ὁποῖο οἱ Δωριεῖς συσχέτιζαν μὲ τὸν κυνοκέφαλο αἰγυπτιακὸ θεὸ Ἄνουβι, τὸν ψυχοπομπό. Πίστευαν ὅτι ὁ Κέρβερος, ἐπειδὴ εἶχε τρία κεφάλια ἦταν ἀρχικὰ ἡ θεὰ τοῦ θανάτου Ἐκάτη ἢ Ἑκάβη.

Ἡ θεά, ποὺ καὶ αὐτὴ ἦταν τριπλῆς φύσης, εἰκονιζόταν σὰν σκύλα, ἐπειδὴ τὰ σκυλιὰ τρῶνε σάρκες πτωμάτων καὶ ἀλυχτοῦν στὸ φεγγάρι.
Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς κατεβαίνει στὸν Τάρταρο γιὰ νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν Κέρβερο (12ος ἆθλος), ἦταν ἡ τρικέφαλη Ἐκάτη ποὺ τὸν ὑποδέχθηκε ὡς Κέρβερος.
Θεωροῦνταν θανατηφόρα ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν Κέρβερο ἀφοῦ ὅταν γαύγιζε ράντιζε μὲ τὸ σάλιο του τὰ πράσινα λιβάδια καὶ ἔκανε νὰ φυτρώνει τὸ δηλητηριῶδες φυτὸ στριγγλοβότανο, ποὺ τὸ ὀνόμαζαν καὶ φυτὸ τῆς Ἐκάτης.


Ἡ Ἐκάτη ἢ Ἀγριόπης (=αγριοπρόσωπη), μιὰ πανάρχαια θεὰ τοῦ μητριαρχικοῦ κύκλου, ταυτισμένη ἐν πολλοῖς καὶ μὲ τὴ Σελήνη ἢ τὴν Ἄρτεμη, δύο ἄλλες φεγγαροθεές, εἶχε κόρες τίς Ἔμπουσες (= αὐτὲς ποὺ παραβιάζουν), θηλυκοὺς δαίμονες τῆς ἀποπλάνησης, οἱ ὁποῖες μεταμορφώνονταν (ἀνάμεσα σὲ ἄλλα) καὶ σὲ σκύλες.


Ἡ Ἐκάτη, ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μορφὴ τῆς Σκύλας (= αὐτὴ ποὺ σκίζει), θεωρεῖται ὅτι θήλαζε τὸν Ἀσκληπιό, τὸν ἡμίθεο τῆς Ἰατρικῆς καὶ γι' αὐτὸ ἀπὸ τότε τὸν συνοδεύει σὲ κάθε ἀναπαράσταση ἢ ἀπεικόνιση τοῦ.
Ἄλλη σημαντικὴ ἐκδοχὴ γιὰ τὴν Ἐκάτη εἶναι ὅτι γέννησε μιὰ κληματόβεργα καὶ ἔφερε τὸ ἀμπέλι στὴν Ἑλλάδα, καὶ αὐτὴ ἡ ἐκδοχὴ εἶναι ὁ ἀρχαιότερος ἑλληνικὸς μῦθος γιὰ τὴν πρώτη παρουσία τοῦ κρασιοῦ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο.
Ἡ ταύτιση φαίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλο γεγονός- μιὰ μεταμόρφωση τῆς Ἐκάτης ἦταν σὲ Μαίρα (ἡ ἄλλη ἦταν σὲ «Σκύλα»), ποὺ ἀποτελοῦσε τὸ σύμβολο τῆς Σκύλας στὸν οὐρανό, δηλαδὴ ἦταν ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Μικροῦ Κυνός.

Ἡ ἐξήγηση γι' αὐτὸ ἦταν ἡ ἑξῆς: ὅταν ὁ Διόνυσος θέλησε νὰ ἐξαπλώσει τὴν καλλιέργεια τῆς ἀμπέλου στὴν Ἀττικὴ ἔπεισε τὸν βασιλιᾶ Ἰκάριο νὰ τὸ κάνει. 
Ὅταν ὁ τελευταῖος ἔφτιαξε κρασὶ πρόσφερε ἀπὸ αὐτὸ σὲ βοσκοὺς τῆς Ἀττικῆς γιὰ νὰ τοὺς κάνει νὰ τὸ συνηθίσουν.
Τὸ κρασί, ὅμως, ἦταν ἄκρατος οἶνος (δὲν ἦταν δηλαδὴ κρασὶ ἤτοι ἀνακατεμένο μὲ νερό), ὁπότε γρήγορα τοὺς ζάλισε καὶ νιώθοντας ἄσχημα, νόμισαν ὅτι ὁ Ἰκάριος προσπάθησε νὰ τοὺς δολοφονήσει.
Τότε, μέσα στὴ ζάλη τους, τὸν σκότωσαν καὶ τὸν ἔθαψαν σ' ἕνα μέρος ποὺ κράτησαν μυστικό.
 Ὅμως τὴν ταφὴ εἶδε ἡ σκύλα του Ἰκάριου ἡ Μαίρα, ἡ ὁποία ὁδήγησε ἐκεῖ τὴν κόρη τοῦ Ἠριγόνη ποὺ τὸν ξέθαψε καὶ τὸν ἔθαψε ἀλλοῦ μὲ τίς ἀνάλογες τιμές.
Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστὴ καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν κατάρα τῆς Ἠριγόνης στοὺς Ἀθηναίους. Λόγῳ τῆς πράξης τῆς αὐτῆς ἡ Μαίρα κέρδισε μιὰ θέση στὸν οὐρανὸ καὶ ἔγινε τὸ ἄστρο Μικρὸς Κύων, ποὺ ὅταν ἔβγαινε στὸν οὐρανὸ οἱ βοσκοὶ τοῦ Μαραθῶνα Ἀττικῆς του πρόσφεραν   θυσίες
.
Ἄλλη μεταμόρφωση τῆς Ἐκάτης ἦταν στὴ γνωστὴ Σκύλλα τοῦ ὁμηρικοῦ ἔπους Ὀδύσσεια. Ὁ θρῦλος διηγεῖται ὅτι ἡ Σκύλλα ἦταν κάποτε μιὰ πανέμορφη κοπέλλα. κόρη τῆς Ἐκάτης Κραταιΐδας ἀπὸ τον φόρκυνα ἢ τὸν Φόρβαντα -ἢ τῆς Ἔχιδνας ἀπὸ τὸν Τυφῶνα, τὸν Τρίτωνα ἢ τὸν Τυρρηνό- ἀλλὰ ὕστερα μεταμορφώθηκε σ' ἕνα φοβερὸ σκυλάμορφο τέρας, μὲ ἕξι κεφάλια καὶ δώδεκα πόδια. 
Ἡ Σκύλλα γαύγιζε σὰν μικρὸ κουτάβι καὶ ταυτιζόταν μὲ τὰ κόκκινα σκυλιὰ τοῦ ψυχοπομποῦ Ἄνουβι.
Ἄλλη πληροφορία γιὰ κυνοκέφαλα ὄντα προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Τζέτζη (Εἰς τὸν Λυκόφρονα, 45 καὶ 50), ὁ ὁποῖος «...ἀναφέρει κάτι ποὺ φαίνεται νὰ ἔχει ἐσφαλμένα συναχθεῖ ἀπὸ ἀρχαία,ἀρχαῖα ἀγγειογραφία, ὅπου ἡ Ἀμφιτρίτη στέκεται δίπλα σὲ μιὰ πηγὴ ποὺ τὴν ἔχει καταλάβει ἕνα κυνόμορφο τέρας- ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ ἀγγείου εἶναι ἕνας πνιγμένος ἥρωας ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ δύο τριάδες κυνοκέφαλες θεὲς στὴν εἴσοδο τοῦ Κάτω Κόσμου».
 Μὲ κυνοκέφαλες θεὲς ποὺ τὴ συνοδεύουν ἀπεικονίζεται ἡ Ἐκάτη, τὰ γνωστὰ στὴ φιλολογία ὡς «κυνοκέφαλα φάσματα τῆς Ἐκάτης», ἀπεικονίσεις ποὺ διασώζονται ἀκόμα καὶ σὲ χριστιανικὰ χειρόγραφα καὶ κώδικες, ὅπως π.χ. αὐτὸς τοῦ Παναγίου Τάφου" ἢ τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Παρισιοῦ".

Ἀπό το χῶρο τῆς μυθολογίας καὶ περνῶντας στὸ χῶρο τῆς ἱστορίας καὶ τῆς φιλολογικῆς παράδοσης εἶναι φανερὸ ὅτι ὅσα στοιχεῖα διαθέτουμε προέρχονται ἀπὸ καταγραφὲς ἐκστρατειῶν τῶν διαφόρων ἡρώων καὶ μυθικῶν (;) προσώπων σὲ ἄγνωστους τόπους μακρινούς, ὅπως π.χ. τοῦ Ἡρακλῆ, τοῦ Περσέα, τοῦ Θησέα, τοῦ Ἰάσονα κ.α.
 Εἰδικὰ γιὰ τοὺς σκυλόμορφους («Ἠμίκυνες»), πλάσματα ἀνθρώπινα μὲ κεφάλι σκύλου, γράφει πρῶτος ὁ Ἡσίοδος καὶ κατόπιν ὁ Αἰσχύλος, ποὺ μιλᾷ γιὰ «κυνοκέφαλους», ἐνῶ ἄλλοι περιγράφουν τέτοια τέρατα ποὺ συναντῶνται στὰ ταξίδια τῶν Ἑλλήνων ἀνατολικά, κυρίως στὴν Ἰνδία, σὲ ἐποχὲς ἀκόμα πρὶν τὴν ἄφιξη ἐκεῖ τοῦ Ἀλέξανδρου.

Ἡ ἐπαφὴ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὴν Ἰνδία εἶναι πολὺ παλιά.

Σύμφωνα μὲ το θρῦλο, τὴ χώρα αὐτὴ εἶχε ἐπισκεφτεῖ ὁ θεὸς Διόνυσος καὶ ἡ ἀκολουθία του καὶ εἶχε διδάξει στοὺς κατοίκους της τὴν καλλιέργεια τῆς ἀμπέλου καὶ τὴν παραγωγὴ κρασιοῦ.

Πέρα ἀπό το μῦθο, ὅμως, ἡ ἱστορία ἔχει διασώσει πραγματικὲς ἐπαφὲς μὲ αὐτὴ τὴ χώρα καὶ πρῶτος, ἀπὸ ὅλους ὅσους τὴν ἀναφέρουν, εἶναι ὁ Σκύλαξ ὁ Καρυανδεὺς (520 π.Χ.) στὸ ἔργο τοῦ Γῆς περίοδος. 
Ὁ πρῶτος αὐτὸς Σκύλαξ, γιατί ὑπάρχει καὶ ἕνας νεότερος μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα γύρῳ στὸ 350 π.Χ., κατ' ἐντολὴ τοῦ Δαρείου τοῦ Κοδομανοῦ εἶχε διαπλεύσει τὸν Ἰνδὸ ποταμὸ καὶ ἐκτέλεσε περίπλου ἀπὸ τίς ἐκβολές του ἕως τὴν Ἀραβία καὶ τὸ Σουέζ". Δυστυχῶς ὁ Σκύλαξ δὲν ἀναφέρεται σὲ Κυνοκέφαλους, κάτι ποὺ κάνει ἐκτεταμένα ὁ Κτησίας.


Ὁ Κτησίας ὁ Κνίδιος (5ος-4ος αἰ. π.Χ.) εἶναι ὁ πρῶτος Ἕλληνας συγγραφέας ποὺ ἔγραψε βιβλίο εἰδικὰ γιὰ τὴν Ἰνδία, τὰ Ἰνδικά, τὸ ὁποῖο ἀπωλέσθηκε, ὅπως καὶ τὸ ἄλλο περίφημο ἔργο του τὰ Περσικά.
 Ὅμως τὰ γνωρίζουμε διότι, ἐκτὸς τῶν λίγων ἀποσπασμάτων ποὺ ἔχουν διασώσει διάφοροι συγγραφεῖς -ὅπως ὁ Αἰλιανός-, τὰ περιλαμβάνει ὁ Φώτιος στὴν περίφημη «Βιβλιοθήκη» του, γνωστὴ καὶ ὡς «Μυριόβιβλος». 
Ὁ Φώτιος, μιὰ ἀπὸ τίς μεγάλες πνευματικὲς προσωπικότητες τοῦ Βυζαντίου, διετέλεσε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τίς περιόδους 857-867 καὶ 877-886.

Κάποτε μὲ ἀπόφαση τῆς Βυζαντινῆς Γερουσίας διορίσθηκε «πρέσβης στοὺς Ἀσσυρίους». Προτοῦ ἀναχωρήσει, συνέγραψε τὴ «Βιβλιοθήκη» ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ περίληψη 279 ἀκριβῶς βιβλίων ἀπὸ ὅσα εἶχε διαβάσει ὁ εὐρυμαθὴς Πατριάρχης, στὰ ὁποῖα ἀναφέρθηκε ἀπὸ μνήμης . 

Καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου, τὸ ἔργο τοῦ Κτησία Ἰνδικὰ σαφέστατα εἶναι διαφοροποιημένο καὶ ὄχι ἀκριβές. Ἀντιπαρέρχομαι τὰ ὅσα «θαυμαστὰ» ἀναφέρει ὁ Κτησίας στὸ ἔργο του Ἰνδικὰ καὶ περιορίζομαι στὰ ὅσα ἔγραφε γιὰ τοὺς κυνοκέφαλους:

«Στὰ βουνὰ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ ζοῦν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν κεφάλι σκύλου. 
Τὰ ροῦχα τους εἶναι ἀπὸ δέρμα ἄγριων ζώων.
 Δὲν μιλοῦν καμμιὰ γλῶσσα ἀλλὰ γαυγίζουν σάν τα σκυλιὰ καὶ συνεννοοῦνται μὲ τὸν τρόπο αὐτό.
 Οἱ Ἰνδοί τους ἀποκαλοῦν "Καλύστριους" ποὺ σημαίνει "κυνοκέφαλοι". 
Τὰ δόντια τους εἶναι ἰσχυρότερα ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν σκύλων.
 Τοὺς βρίσκει κανεὶς μέχρι καὶ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ. 
Εἶναι μαῦροι καὶ ἔχουν βαθὺ τὸ αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι Ἰνδοὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἄλλωστε εἶναι σὲ ἐπαφή.
 Καταλαβαίνουν τὴν γλῶσσα τῶν ἄλλων ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ τοὺς μιλήσουν. Συνεννοοῦνται μὲ νοήματα ὅπως οἱ κωφάλαλοι.
το ἔθνος τους ἀριθμεῖ 120.000.»

Οἱ κυνοκέψαλοι ποὺ κατοικοῦν στὰ βουνὰ δὲν κάνουν καμμιὰ δουλειά. 
Ζοῦν ἀπὸ τὸ κυνήγι, τὸ κρέας τοῦ ὁποίου ξηραίνουν στὸν ἥλιο. 
Ἔχουν πρόβατα, κατσίκες καὶ ὄνους. Πίνουν γάλα καὶ ξυνόγαλα. 
Τρῶνε ἐπίσης τὸν καρπὸ τοῦ "σιπταχόρου" ποὺ εἶναι γλυκὸ καὶ ποὺ οἱ Ἰνδοὶ ξεραίνουν ὅπως οἱ Ἕλληνες τὴ σταφίδα.

»Οἱ κυνοκέφαλοι κατασκευάζουν σχεδία στὴν ὁποία φορτώνουν τοὺς ξεροὺς αὐτοὺς καρπούς, τὸ ἄνθος τῆς πορφύρας καθαρισμένο καὶ τὸ ἤλεκτρο, τὰ ὁποῖα ἀνταλλάσονν μὲ τοὺς Ἰνδοὺς ἔναντι ἄρτων, ἀλευριοῦ καὶ βαμβακερῶν ρούχων.
 Ἀγοράζουν ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ξίφη ποὺ χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ κυνηγήσουν ἄγρια θηρία, ἀκόμη δὲ καὶ τόξα καὶ ἀκόντια, στὴ χρήση τῶν ὁποίων εἶναι ἐξαιρετικὰ ἱκανοί. 
Εἶναι ἀήττητοι γιατί ζοῦν στὰ ψηλὰ βουνὰ ποὺ εἶναι ἀπρόσιτα. Κάθε τρία χρόνια ὁ βασιλιᾶς τους χαρίζει 300.000 βέλη, 120.000 ἀσπίδες καὶ 500.000 ξίφη.

»Οἱ κυνοκέφαλοι δὲν ζόuν σὲ σπίτια. Ζοῦν σὲ σπήλαια, κυνηγοῦν θηρία μὲ τόξα καὶ ἀκόντια. Εἶναι τόσο γρήγοροι ὥστε ξεπερνοῦν τὰ θηρία αὐτὰ στὸ τρέξιμο.

»Οἱ γυναῖκες τους λούζονται μιὰ φορά το μῆνα ὅταν ἔλθει ἡ περίοδο τους -ποτὲ ἄλλοτε. 
Οἱ ἄνδρες δὲν λούζονται ἀλλὰ τρίβονται μὲ κάποιο λάδι ποὺ βγάζουν ἀπὸ τὸ γάλα καὶ σκουπίζονται μὲ δέρματα. Ντύνονται μὲ λεπτὰ δέρματα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες.

Οἱ πλουσιότεροι φοροῦν λινὰ ἀλλὰ εἶναι λίγοι.
 Δὲν ἔχουν κρεβάτια. 
Κοιμοῦνται σὲ στρώματα ἀπὸ φύλλα δέντρου.
 Ὁ πλοῦτος ὑπολογίζεται μὲ βάση τὸν ἀριθμὸ τῶν προβάτων. Κατὰ τὰ λοιπὰ ὅμως εἶναι ἀρκετὰ ἰσόνομα κατανεμημένος.

»Ὅλοι τους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἔχουν οὐρὰ ὅπως τα σκυλιά.

Οἱ ἄνδρες ἑνώνονται μὲ τὴν γυναῖκα "τετραποδιστί", ὅπως καὶ πάλι τα σκυλιά. Εἶναι δίκαιοι καὶ ζοῦν μέχρι 200 χρόνια».

ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἑλλήνων ὡς τὸν Πάπα Πιὸ τὸν Β'. Μερικοὶ συγγραφεῖς ἢ καλλιτέχνες περιέγραψαν ἢ ἀπεικόνισαν τέρατα, ποὺ ἀναπαριστοῦσαν ἄλλωστε καὶ τὰ γλυπτὰ τῆς ρωμαϊκῆς ἐποχῆς.

 
Πολὺ συχνὰ πράγματι παρίσταναν ἀνθρώπους μὲ κεφάλια σκύλων, μὲ μακριὰ αὐτιά, ἀνθρώπους φυτά, κενταύρους καὶ ἀνθρώπους κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶα». 
Ἄρα ἦταν φαινόμενο ποὺ παρουσιάστηκε καὶ ἀλλοῦ ἐκτὸς Ἑλλάδος.
 Ὁ Ἠeers ἀναφέρει ὀνομαστικὰ κάποιον Ὀderic De Paderne «...ποῦ εἶχε ἐπισκεφθεῖ ὡρισμένες περιοχὲς τῆς Ἀσίας καὶ ποὺ διηγεῖται ὅτι συνάντησε πυγμαίους τριῶν σπιθαμῶν καὶ κυνοκέφαλους καὶ ἄλλα τερατόμορφα ὄντα...», ἐνῶ προσθετικὰ σημειώνεται καὶ ὁ Μάρκο Πόλο, ποὺ ἀναφέρει ὅτι κυνοκέφαλοι ζοῦσαν στὸ ἀρχιπέλαγος τοῦ Ἀdaman.

Ὅμως δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει κάτι. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κτησία (5ος αἰ. π.Χ.) ἕως τὸ 1500 μ.Χ. (Κολόμβος) μεσολαβοῦν 2000 χρόνια καὶ δεδομένου ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Κτησία Ἰνδικὰ ἀπωλέσθηκε, πρέπει νὰ βροῦμε ἀπὸ ποιά πηγὴ ἀντλήθηκε αὐτὴ ἡ παράδοση γιὰ τὴν ὕπαρξη κυνοκέφαλων ἀνθρώπων. Ἀλλὰ πρὶν φτάσουμε στὸν ἐνδιάμεσο κρίκο, πρέπει νὰ δοῦμε κάτι ἄλλο: τὴ σχέση τοῦ «κυνοκέφαλου» μὲ ἀντίστοιχα αἰγυπτιακὰ πρότυπα.

Πράγματι δὲν μπορεῖ νὰ περάσει ἀπαρατήρητη ἡ ταύτιση καὶ ἡ ὀνομασία.
 Ἡ ἑλληνικὴ λέξη Κυνοκέφαλος σαφέστατα ἀναφερόταν στὸν ἱερὸ μπαμπουΐνο τῆς αἰγυπτιακῆς θρησκείας, ποὺ εἶχε μορφὴ σκύλου, καὶ ὁ Reau στὸ θαυμαστὸ ἔργο του συνδέει τὸν Κυνόμορφο Ἅγιο Χριστόφορο μὲ τὸν Αἰγύπτιο θεὸ Ἄνουβι ποὺ εἶχε κεφάλι τσακαλιοῦ.
 Ὡστόσο ἡ μεταγενέστερη εὐρωπαϊκὴ παράδοση γιὰ τοὺς κυνοκέφαλους δὲν ὀφείλεται σὲ ἑλληνικῆς προέλευσης πηγή, ἀλλὰ στὸν Πλίνιο καὶ στὸ ἔργο του Φυσικὴ Ἱστορία (βιβλ. 7, 2.), στὸ ὁποῖο φυσικὰ προστέθηκαν καὶ ὅσα ἀναφέρονται στὴ σχετικὰ μὲ τὸν Μ. Ἀλέξανδρο φιλολογία, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτὴ καὶ ἀπὸ Ἄραβες λόγιους μεταγενέστερων ἐποχῶν. Καὶ βέβαια αὐτὴ ἡ ἀλληλουχία εἶναι μιὰ θαυμάσια ἀπεικόνιση τῆς διάδοσης τῶν ἰδεῶν (καὶ ἰδεοληψιῶν) ἀπὸ τὸν ἕναν πολιτισμὸ στὸν ἄλλο.


Ἡ μυθιστορία τοῦ Ἀλέξανδρου

 
Στὴ γνωστὴ παραλλαγὴ τοῦ μυθιστορήματος τοῦ Ψευδο-Καλλισθένη Τὸ Μυθιστόρημα τοῦ Ἀλέξανδρου, ποὺ γνωρίζουμε καὶ ὡς Φυλλάδα τὸν Μέγ' Ἀλέξανδρου, θέμα στὸ ὁποῖο ἔχω ἀναφερθεῖ σὲ σχετικὸ ἄρθρο, ἀναφέρεται ἡ συνάντηση τοῦ στρατηλάτη μὲ τοὺς κυνοκέφαλους:


«...Ἀπ' αὐτοῦ ἡμέρας δέκα ἐδιάβη εἰς ἕνα τόπον, ὅπου ῆτον οἱ Σκυλοκέφαλοι. Τούτων τὸ κορμὶ ῆτον ἀνθρώπινον, τὸ κεφάλι σκύλινον, καὶ ἡ φωνή τους ἀνθρώπινη καὶ ἐπεριπατούσαν ὡσὰν σκυλιά. Ἐσκότωσεν ὁ Ἀλέξανδρος πολλοὺς καὶ ἀπὸ ἐκείνους, καὶ μετὰ δέκα ἡμέρας ἀφήνοντας τὸν τόπον τους, ἐπῆγε εἰς ἕνα χωρίον...»....

Αὐτὴ ἡ σύντομη ἀναφορὰ φαινομενικὰ εἶναι ἀρκετὴ ὥστε νὰ δικαιολογήσει τὴν ἔκταση τῆς παρουσίας κυνοκέφαλων στοὺς μεταγενέστερους χρόνους καί την τόσο ἔντονη ἐπιρροή τους στὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία καὶ στὸ Χριστιανισμὸ ἐν γένει.

 

Ὅπως φαίνεται, ὅμως, ἡ μυθιστορία τοῦ Ἀλέξανδρου εἶχε ἄλλη, πολὺ μεγαλύτερη διεισδυτικὴ ἱκανότητα καὶ δὲν ὑπῆρξε ἕνα ἀκόμη ἑλληνικὸ μυθιστόρημα ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ἄλλα τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς.

Αὐτὴ ἡ ὑπὲρ τὰ ὅρια  καὶ ἀποδοχὴ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου  συνέβῃ φυσικὰ. 


Ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικούς, ἐρευνητὲς καὶ μελετητὲς τῆς λογοτεχνίας εἶναι σήμερα ἀποδεκτὴ ἡ ἄποψη ὅτι τὸ λογοτεχνικὸ εἶδος ποὺ γνωρίζουμε ὡς μυθιστόρημα ἀποτελεῖ μιὰ ἑλληνικὴ συνεισφορὰ στὴν παγκόσμια λογοτεχνία.

 



Στὴν παράδοση γιὰ τὴν ἐπαφὴ τοῦ Ἀλέξανδρου μὲ τοὺς κυνοκέφαλους ἀνήκει μιὰ λαογραφικὴ ἀναφορὰ ἀπὸ τὴ Ρουμανία, καὶ εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς διάστασης ἀλλὰ καὶ παραμόρφωσης τοῦ μύθου:

                               

 

«Ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν μέγαν Ἀλέξανδρο νὰ τιμωρήσει τοὺς κακούς. Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἐνίκησε τὸν Βασιλέα Πῶρο, τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἐφυλάκισε μέσα στὰ σκοτεινὰ κοιλώματα μιᾶς λοφοσειράς, ποὺ ἔκλεινε τοὺς σκυλοκέφαλους.

      Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Πῶρος δὲν ἠμπορεῖ νὰ βγεὶ παρὰ στὸν κατοπινὸ καιρό. 

Πάνω ἀπὸ τοὺς λόφους αὐτοὺς ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔμπηξε μιὰ φούρκα (δίκρανο) καὶ τοῦ ἔβαλε μιὰ καμπάνα ποὺ κτυπᾷ μονάχη της μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀέρα.

 Οἱ σκυλοκέφαλοι, ὅταν ἀκοῦνε τὴν καμπάνα, ξέρουν πὼς ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι ἐκεῖ καὶ τοὺς φυλάει. Αὐτοὶ θὰ βγοῦν στὸν κατοπινὸ καιρὸ καὶ θὰ ἀρχίσουν τὴ δουλειὰ ποὺ γι' αὐτοὺς τοὺς προώρισε ὁ θεός. 

Οἱ σκυλοκέφαλοι ἔχουν ἕνα μάτι στὸ μέτωπο κι ἕνα στὸν τράχηλο. 

Εἶναι βίαιοι καὶ ὑπερβολικὰ κακοί. Ἡ ὁμιλία τους εἶναι ἄσχημη. Πιάνουν τοὺς ἀνθρώπους καί, ἀφοῦ τοὺς λιπαίνουν, τοὺς ψήνουν στὸ φοῦρνο καὶ τοὺς τρῶνε».


Τὰ ἴδια περίπου ἀναφέρει καὶ ἡ ἑπόμενη παράδοση:

 

«Ὁ ἀέρας κινεῖ τὰ καράβια στὶς θάλασσες καὶ καθαρίζει τὴν ἀτμόσφαιρα ἀπὸ τὰ κακά. Αὐτὸς κτυπᾷ καὶ τὴν καμπάνα, ποὺ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔβαλε ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόφους, ὅπου εἶναι, κλεισμένοι οἱ σκυλοκέφαλοι, ποὺ θὰ βγοῦν ἔπειτα ἀπὸ καιρούς».

Οἱ δύο αὐτὲς παραδόσεις ποὺ σαφέστατα ἀνήκουν στὸν κύκλο περὶ Μ. Ἀλεξάνδρου, παρουσιάζουν μιὰ νέα ἐκδοχή- εἰσβάλλουν στὴν ὅλη μυθιστορία τῶν μονόφθαλμων-ἀνθρωποφάγων (κύκλωπες;), τοὺς ἐπονομαζόμενους καὶ μονομμάτηδες, ἐνῶ ἕνας μονομμάτης δράκος ἀναφέρεται σὲ παραμύθι ἀπὸ τὴν Κερασούντα. Ἀκόμα μιλοῦν ἢ ὑπαινίσσονται ὄντα μὲ τρία μάτια, γνωστοὺς ὡς Τριαμμάτες, ποὺ καὶ αὐτοὶ σχετίζονται μὲ τοὺς κύκλωπες σύμφωνα μὲ δημώδεις παραδόσεις.

 

                               
Ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ἀnsbacher, ὁ μῦθος τῶν κυνοκέφαλων ὑπάρχει καὶ στὴν ἀραβικὴ φιλολογία, κάτι ποὺ εἶναι φανερὸ στὸ ἔργο τοῦ Ἄραβα λόγιου Ἀl-Qazwini, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται σὲ μιὰ φυλὴ κυνοκέφαλων ποὺ εἶχαν πρόσωπο σκύλου, σῶμα ἀνθρώπινο καὶ φτερά(!), μιὰ παραλλαγὴ τοῦ μύθου ποὺ δὲν συναντᾶμε πουθενὰ ἀλλοῦ. Μιὰ δεύτερη παραλλαγὴ θέλει τοὺς κυνοκέφαλους μὲ δύο σώματα(!) καὶ ὑπάρχουν σχετικὰ ἀπεικονίσεις τους στὰ ἔργα τοῦ Wolfhardt ἢ τοῦ Aldrovandi.

Ὡς ὄντα μὲ διπλὴ σωματικὴ ἐμφάνιση -ἀνθρώπου καὶ σκύλου- οἱ κυνοκέφαλοι ἐμφανίζονται κυρίως στοὺς σλαβικοὺς λαούς, ὅπου ἡ λαϊκὴ φιλολογία τοὺς θεωρεῖ καννίβαλους καὶ μερικὲς φορὲς τοὺς ταύτιζαν μὲ τοὺς Τάρταρους (236), καὶ στὴν Ἑλλάδα ἔχουμε σχετικὲς ἀναφορές, ὅπως ἀναφέρει ὁ Οἰκονομίδης: «Ἐν Θράκῃ διηγοῦνται ὅτι "οἱ κυνοκέφαλοι ἀπ' ἐμπρὸς εἶναι ἄνθρωποι καὶ ἀπὸ πίσω σκύλοι ἀπ' ἐμπρὸς μιλοῦν καὶ ἀπὸ πίσω γαυγίζουνε ἀπ' ἐμπρὸς σὲ καλοπιάνουνε καὶ ἀπὸ πίσω σὲ τρῶνε". Ἐν Λακεδαίμονι παραδίδονται ὅτι οὗτοι κατοικοῦσαν παρὰ τὴν Βουρλιὰν καὶ ἔτρωγαν ἀνθρώπους. Εἰς ἑλληνικὰ τινὰ παραμύθια οἱ κυνοκέφαλοι εἶναι παραπλήσιοι πρὸς δράκους, ποὺ καταπολεμεῖ ὁ παραμυθιακὸς ἥρωας καὶ γίνεται κύριος τῶν θησαυρῶν αὐτῶν».

 
Ὁμοιότητα πρὸς τοὺς κυνοκέφαλους ἔχουν ἡ συκιένεζα τῶν Ἀλβανῶν, ὁ psoglavi τῶν Βουλγάρων καὶ οἱ capcani ἢ catsuni (κατσαοῦνοι) τῶν Ρουμάνων, ἔτσι γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ γενικότερη βαλκανικὴ ἰδέα περὶ κυνοκέφαλων. Ὑποθέτω ὅτι σὲ ἁδρὲς γραμμὲς αὐτὴ εἶναι μιὰ συνολικὴ σκιαγράφιση τοῦ ἱστορικοῦ προβλήματος ποὺ ἀφορᾷ στοὺς κυνοκέφαλους, τοὐλάχιστον μέχρι τὸ τέλος τοῦ Μεσαίωνα, ὁπόταν ἔχουμε καὶ πάλι μιὰ ἰδιάζουσα «ἔξαρση» πληροφοριῶν γύρω ἀπὸ τὸ θέμα, ὅπως ἔχω ἀναφέρει ἤδη.

Ἐκτὸς τοῦ Ὀderic de Paderne, τοῦ Φραγκισκανοῦ καλόγερου, ποὺ ἄλλοι ὀνομάζουν Oderico of Pordenone, τίς ἴδιες θεωρίες πρέσβευε καὶ ὁ John Mandeville, ἐνῶ ἡ ὅλη ἱστορία (ἀναφορὰ δηλ. σὲ τερατόμορφους ἀνθρώπους) ἐπιτάθηκε μὲ τίς ἀνακαλύψεις καὶ ἐξερευνήσεις τον 15ου αἰῶνα. Ὅμως ὅσο τὰ ὅρια τοῦ γνωστοῦ κόσμου ἐπεκτείνονταν λόγῳ αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν ἐξερευνητικῶν ταξιδιῶν, οἱ φῆμες γιὰ τὴν ὕπαρξη κάποιας φυλῆς κυνοκέφαλων ἀνθρώπων ὑπεχώρησαν καὶ οἱ πληροφορίες περιορίστηκαν στὸ μυθολογικὸ παρελθόν.
Προφανῶς αὐτὸ τὸ μυθολογικὸ παρελθὸν ἐπέζησε μέσῳ μιᾶς ἄλλης διαδικασίας: τῆς παρουσίας στὴ χριστιανικὴ ἱστορία καὶ εἰκονογραφία ἑνὸς ἁγίου μὲ κυνοκέφαλη ἐμφάνιση, τοῦ Ἁγίου Χριστόφορου, τοῦ προστάτη τῶν αὐτοκινητιστῶν.

Πῶς συνέβῃ τὸ καθόλα παράδοξο αὐτὸ φαινόμενο;

Ὅταν ὁ Χριστιανισμὸς ἑδραιώθηκε ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους, ποὺ γνωρίζουμε ὡς Βυζάντιο, εἰδικὰ ἀπὸ τὸν 4 ἕως τὸν 6ο αἰῶνα, οἱ λεγόμενοι παγανιστές, δηλαδὴ οἱ Ἐθνικοί, οἱ Ἕλληνες Δωδεκαθεϊστὲς ὑπέστησαν δεινοὺς διωγμοὺς καὶ ἡ θρησκεία τους ἀπαγορεύθηκε τοὐλάχιστον ἐπισήμως διότι ἐν κρυφῷ αὐτὴ ἐπέζησε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἀκόμη.

Καὶ ὄχι μόνο ἐπέζησε, ἀλλὰ διέτρησε τίς λαϊκὲς δοξασίες περὶ χριστιανισμοῦ καὶ ἁγίων ἐμβολιάζοντας τες μὲ διάφορα παγανιστικὰ ἔθιμα, ὅπως τὰ χελιδονίσματα, τὰ λιθοβολία κ.λπ. Στὸ ἐπίπεδο τῆς τέχνης, μεταξὺ τῶν ἄλλων, αὐτὸ ὑλοποιήθηκε κυρίως μὲ τὴν παρουσία τοῦ κυνοκέφαλου Ἁγίου Χριστόφορου, μοναδικοῦ (μὲ τὴν ἔννοια τους παράδοξου) χαρακτηριστικοῦ τῆς βυζαντινῆς τέχνης, ὅπως τὸ παρουσίασε διεξοδικὰ σὲ σχετικὴ ἐργασία του ὁ Χ. Χοτζάκογλου.
                  
                                                              


 

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

Παράδοξα γεγονότα τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας ποὺ δὲν ἀποδέχτηκε ποτὲ ἡ Ἱστορία

Παράδοξα γεγονότα της Αρχαίας Ελλάδας που δεν αποδέχτηκε ποτέ η Ιστορία



Πανάρχαιοι θρῦλοι ποὺ διασώθηκαν γιὰ χιλιάδες χρόνια στόμα μὲ στόμα , κρυμμένοι στὰ βάθη τῶν αἰώνων καὶ γεγονότα ποὺ ἡ ἱστορία ἀρνήθηκε νὰ καταγράψει ὡς ἱστορικά. Μπορεῖ ἡ παγκόσμια ἐπιστημονικὴ κοινότητα νὰ κωφεύει, ἀλλὰ δὲν ἀργεῖ ὁ καιρὸς ποὺ οἱ ἱστορικοὶ θὰ ἀναγκαστοῦν νὰ δεχτοῦν τὴν ἀρχαία ὑπερτεχνολογία τοῦ ἀπώτατου παρελθόντος! 

Πρῶτο παράδοξο 

Ὁ Ἄβαρης πάνω σὲ χρυσὸ μαγικὸ βέλος ταξίδευε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο 
Θαυματοποιός, μάγος καὶ ἰατρὸς τῆς ἀρχαιότητος, υἱὸς τοῦ Σεύθου. Ἦτο ἱερέας τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχε καταστήσει ἱκανὸ νὰ κάνει θαύματα καὶ νὰ ταξιδεύει ἀπὸ τόπο σὲ τόπο διασχίζοντας τὸν ἀέρα πάνω σὲ χρυσὸ μαγικὸ βέλος, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος. 


  
Ὁ Ἄβαρης σὰν ἱππέας ἔκαμε ταξίδια στοὺς αἰθέρες. Μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Ἀπόλλωνος, ἔκανε τὸ γύρω της γῆς χωρὶς νὰ λάβει καμμία τροφὴ σὲ ὅλο τὸ διάστημα τῆς περιφορᾶς, δηλαδὴ τοῦ γύρου τῆς γῆς. Ὅταν ἦλθε στὴν Ἑλλάδα θεράπευσε ἀσθενεῖς, δίδαξε τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, καθάρισε συνειδήσεις, ἔσωσε ψυχές, κατέπληξε τὸν κόσμο μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα του καὶ τὶς προφητεῖες του. 
Σὲ αὐτὸν ἀναφέρονται ὁ Πλάτωνας στὸ ἔργο τοῦ «Χαρμίδης», ὁ Μένδης τῆς Αἰγύπτου στὸ ἔργο τοῦ «Φυσικά», ὁ Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς (ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τοῦ Πόντου) καὶ πολλοὶ ἄλλοι. 
Ὁ Ἡρόδοτος στὸ 4ο βιβλίο του γράφει πολλὲς λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωή του Ἄβαρη. Στὴν ἀρχαιότητα κυκλοφοροῦσαν πολλὰ ἀποκρυφιστικὰ βιβλία, τὰ ὁποῖα ἀποδίδοντο στὸν Ἄβαρη, ὅπως τὰ Σκυθικὰ μυθεύματα καὶ μιὰ Θεογονία σὲ πεζὸ λόγο. 

Δεύτερο παράδοξο 

Οἱ χρυσοῖ καὶ ἀσημένιοι ἀθάνατοι πανίσχυροι μηχανικοὶ σκύλοι τοῦ βασιλέως Ἀλκίνοου. 
Οἱ Θεοὶ ἦταν ἰδιαίτερα εὐχαριστημένοι μὲ τὸν βασιλιᾶ Ἀλκίνοο καὶ μέσῳ τῆς τέχνης τοῦ Ἡφαίστου του χάρισαν χρυσοῦς καὶ ἀσημένιους ἀθάνατους καὶ πανίσχυρους μηχανικοὺς σκύλους γιὰ τὴν προστασία τοῦ παλατιοῦ του. 


Τρίτο παράδοξο 


Οἱ χρυσὲς θεραπαινίδες τοῦ Ἡφαίστου εἰς τὸν Ὄλυμπο γιὰ τοὺς Θεοὺς καὶ τὸν ἴδιο 
Ὁ Ἥφαιστος ἂν καὶ τυπικὰ ἦταν παντρεμένος μὲ τὴν Ἀφροδίτη αἰσθάνετο πολὺ μοναξιὰ καὶ ἀναγκάστηκε νὰ φτιάξει μερικὲς χρυσὲς γυναῖκες - θεραπαινίδες νὰ τὸν βοηθᾶνε στὸ ἐργαστήριο, νὰ τὸν στηρίζουν γιὰ νὰ περπατάει καλύτερα, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἔχει κάποιον νὰ μιλάει. 
Ἐπίσης εἶχε κατασκευάσει γιὰ τοὺς θεούς, κοπέλλες σὰν τὰ «κρύα τὰ νερά», ὅμως ἦτο ἀπὸ χρυσό, καὶ εἶχαν ἕνα πλεονέκτημα, δὲν μιλοῦσαν. 
Ἀλλὰ ὅτι ἤθελαν οἱ θεοὶ τὸ ἔκαμαν, δηλαδὴ φέρε μου, νέκταρ, ἔφερνε νέκταρ. Φέρε μου ἀμβροσία, ἔφερνε ἀμβροσία, ὅτι τὶς ζητοῦσαν ἔκαναν. 
Δηλαδὴ «ὑπηρέτριες» τοῦ Ὀλύμπου, ὅπου δὲν ἦσαν ἄνθρωποι, χρυσές, δηλαδὴ ἄψυχα ὄντα. Μήπως ρομπότ ; πρᾶγμα ποὺ κατὰ τὸν Isaac Asimov ἀποτελεῖ τὴν πρώτη ἀναφορὰ σὲ ρομπότ. [ἄρθρα & Σκέψεις- Γιῶργος Ἐχέδωρος - http://www.elikoncc.info/?p=5140 
Ἐπίσης ὁ Ἥφαιστος εἶχε κατασκευάσει γιὰ τοὺς θεοὺς κάτι σὰν μικρὰ τραπεζάκια, ποὺ κάθε ἕνα εἶχε αὐτὸ ποὺ ἤθελε ὁ κάθε θεός, καὶ τὰ ὁποῖα ἐκινοῦντο μόνα τους, καὶ τὰ ὀνόμαζον αὐτόματον. 

Τέταρτο παράδοξο 

Οἱ βοηθοὶ τοῦ Ἡφαίστου 

Εἶχε κατασκευάσει «αὐτόματα» καὶ γιὰ τὸν ἑαυτόν του, ἄνδρες ἀπὸ χρυσὸ ἢ μπροῦτζο ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐπιστήμονες, τεχνῖτες καὶ ὁποῖοι βοηθοῦσαν τὸν Ἥφαιστο σὲ ὅτι τεχνούργημα ἤθελε νὰ κατασκευάσει. 


Πέμπτο παράδοξο 

Ὁ Τάλως κατασκευὴ τοῦ Ἡφαίστου 

Ὁ Τάλως ἦτο κατασκεύασμα τοῦ Ἡφαίστου, ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας πανύψηλος πολεμιστὴς χάλκινος δῶρο στὸν βασιλέα τῆς Κρήτης τὸν Μίνωα. Ὁ Τάλως ἔκανε τὸν γύρω της Κρήτης 3 φορὲς τὸ 24ωρο. Ὅποιον ἔβλεπε νὰ πλησιάζει καὶ ἦτο ἐπικίνδυνος, τοῦ ἔριχνε βράχια καὶ τοῦ βούλιαζε τὸ καράβι. 
Λέγεται ὁ Ἠφαῖστος θέλοντας νὰ τιμήσει τὸν Τάλω γιὰ τὸν ἄδικο χαμό, εἶχε σπρωχθεῖ ἀπὸ τὸν Δαίδαλο «κατὰ λάθος» ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη. 
Ὁ Δαίδαλος Ὁ Τάλως φαίνεται πὼς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους ἀρχιτέκτονες τῆς ἐποχῆς διότι σὲ αὐτὸν ἀποδίδεται τὸ κτίσιμο τῶν ναῶν τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ποσειδῶνος. Ὁ ναὸς τῆς Ἀθηνᾶς κτίστηκε εἰς τὸν βράχο τῆς Ἀκροπόλεως ὅπου σὲ αὐτὸν μᾶλλον εἶχε τοποθετηθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ξύλινο ἄγαλμα τῆς προστάτιδος θεᾶς τῆς πόλεως. 
 
Ἦτο ἕνας πάρα πολὺ ὄμορφος νέος καὶ λέγεται πὼς αὐτὴ ἡ μεγάλη τοῦ ἐπιτυχία εἶναι ποὺ παρακίνησε τὴν ζηλοφθονία τοῦ Δαίδαλου πρὸς τὸν Τάλω καὶ τὸν γκρέμισε «κατὰ λάθος» ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη μὲ ἀποτέλεσμα τὸν θάνατο τοῦ μεγάλου ἀρχιτέκτονα. 
Ἡ ἱστορία ἀναφέρει πὼς ὁ Ἄρειος Πάγος ποὺ ἀνέλαβε τὴν ὑπόθεση τῆς ἐκδικάσεως τοῦ θανάτου τοῦ Τάλω καταδίκασε τὸν Δαίδαλο ἀφοῦ καὶ σαφῶς δὲν δέχτηκε τὴν δικαιολογία τῆς «κατὰ λάθους» ρίψεώς του ἀρχιτέκτονος ἀπὸ τὸν βράχο τῆς Ἀκροπόλεως. 
Διὰ τὴν ἀποφυγὴ τιμωρίας ὁ Δαίδαλος ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ ὡς φυγὰς πηγαίνει εἰς τὴν Κρήτη. Ἐδῶ ἀρχίζει καὶ ἡ σχέση του μὲ τὸν Μίνωα. 
Ἄλλοι λέγουν ὅτι δὲν εἶχε οὐδεμία σχέση ὁ Τάλως τοῦ Δαιδάλου μὲ τὸν Τάλω τοῦ Ἡφαίστου. 

Ἕκτο παράδοξο 

Μεταλλικὰ ἱπτάμενα ἅρματα 



Ὁ Ὅμηρος, ἐξάλλου, στὰ ἔπη του, περιγράφει τὶς ἀστραπιαῖες μετακινήσεις τῶν ὀλύμπιων θεῶν στὸν αἰθέρα μὲ μεταλλικὰ ἅρματα. Μᾶς δίνει, μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, τὴν ὑπόνοια μιᾶς θεϊκῆς τεχνολογίας πολὺ ἀνώτερης τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. 
Ἀναφέρει ὁ Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα του, πὼς ἡ Ἥρα πέταξε ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο πάνω ἀπὸ τὰ Πιέρια ὄρη, τὴν Ἠμαθία, τὰ βουνὰ τῆς Θράκης χωρὶς νὰ πατᾶνε οἱ φτέρνες της στὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν καὶ ἀπὸ τὸν Ἄθω κατηφόρησε καὶ «κατέβηκε» στὴ Λῆμνο: 

«Ἥρη δ᾽ ἀΐξασα λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο, 225
Πιερίην δ᾽ ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινὴν 226
σεύατ᾽ ἐφ᾽ ἱπποπόλων Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα 227
ἀκροτάτας κορυφάς· οὐδὲ χθόνα μάρπτε ποδοῖιν· 228
ἐξ Ἀθόω δ᾽ ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα, 229
Λῆμνον δ᾽ εἰσαφίκανε πόλιν θείοιο Θόαντος.» 230
Ὁμήρου «Ἰλιὰς» Ραψωδία Ξ καὶ στίοχοι 225-230 
Ὅταν ἔκτισε τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ «Μέγας Κωνσταντῖνος» μετέφερε σὲ αὐτὴν τὸ ἅρμα τοῦ Διὸς ποὺ τὸ ὁδηγοῦσαν πύρινα ἄλογα: 
«Διὸς ἅρμα ἐν τετράσιν ἵπποις πυρίνοις, ἱπτάμενον παρὰ δύο στηλῶν, ἐκ παλαιῶν χρόνων ὑπάρχον» [Scriptores originum Constantinopolitarum 1 - Leipzig 1901, ἀνατ. 1975), σέλ. 41-42.- Ἄρθρα & Σκέψεις- Γιῶργος Ἐχέδωρος -


Ἕβδομο παράδοξο 

Οἱ στυμφαλίδες ὄρνιθες 


Αὐτὲς ἦσαν στὴν λίμνη τῆς Στυμφαλίας, πῆγε ὁ Ἡρακλῆς γιὰ νὰ τὶς ἐξοντώσει. Οἱ στυμφαλίδες ὄρνιθες ἦτο πουλιὰ ὅμως ἦτο μεταλλικὰ καὶ ἀπὸ τὰ νύχια τους ἐκτόξευαν νύχια καὶ κτυποῦσαν τὸν ἀντίπαλό τους (σιδερένιο πουλί ;). 


Ὄγδοο παράδοξο 

Ἡ μεταφορὰ τοῦ Ὀδυσσέως εἰς τὴν πατρίδα του, μὲ πλοῖο τῶν Φαιάκων 



Ὁ Ἀλκίνοος, ζητῶντας ἀπὸ τὸν Ὀδυσσέα πληροφορίες γιὰ τὴν χώρα του καὶ τὸν λαό του, τοῦ λέγει: « Πές μου καὶ τὴν χώρα σου καὶ τὸν λαό σου καὶ τὴν πόλη, γιὰ νὰ ἑτοιμασθοῦν πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ τὰ πλοῖα καὶ νὰ σὲ πᾶνε, γιατί δὲν ὑπάρχουν κυβερνῆτες σὲ αὐτά, οὔτε πηδάλια ποὺ ἔχουν τ' ἄλλα καράβια, διότι αὐτὰ ἀναγνωρίζουν τὶς διαθέσεις καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων καὶ γνωρίζουν τὶς πατρίδες ὅλων καὶ τοὺς εὔφορους ἀγροὺς καὶ σὰν πουλιὰ διαβαίνουν τὶς θαλασσινὲς ἀποστάσεις, σκεπασμένα μὲ σκοτάδι καὶ συννεφιὰ καὶ ποτὲ δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ πάθουν καμμία βλάβη ἢ ν' ἀφανισθοῦν» 
Καὶ φυσικὰ ὁ διάλογος [σὲ ἑρμηνεία ὄχι μετάφραση διὰ τὴν καλύτερη κατανόηση] μεταξὺ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Ἀλκίνοου εἶναι ἐνδιαφέρων διότι ἀναφέρονται τὰ ἀκόλουθα : 
Ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεώς του ἀπὸ τὸ νησί τους, οἱ Φαίακες τοῦ λέγουν : ἔλα ἐδῶ ξένε πές μας ποὺ μένεις, τὴν χώρα σου, καὶ τὴν πόλη σου. Νὰ τὸ ποῦμε στὸ πλοῖο νὰ σὲ πάει. 
Ἀπαντᾶ ὁ Ὀδυσσέας, θὰ τὸ πῶ ἐγὼ στὸν καπετάνιο, ἄ ! τὰ δικά μας τὰ πλοῖα του ἀπαντοῦν οἱ Φαίακες δὲν ἔχουν οὔτε καπετάνιους οὔτε ναῦτες, οὔτε κατάρτια, οὔτε πανιά, οὔτε τιμόνια. 
Ἀπαντᾶ ὁ Ὀδυσσέας, μὰ τί εἴδους πλοῖα εἶναι αὐτά ; 
Πὲς ἐσὺ μὴν σὲ νοιάζει ποὺ πᾶς, νὰ τὸ βάλλει τὸ πλοῖο στὸ «μυαλό του» (ὑπολογιστής ;) καὶ θὰ σὲ πάει, τὸ βάζει στὸ μυαλό του καὶ ἀφοῦ προγραμματισθεῖ ἐκεῖνο σὲ πάει. 
Καὶ πὼς σὲ πάει, ἀφοῦ δὲν ἔχει καπετάνιο, ναῦτες, κατάρτια, πανιὰ καὶ τιμόνια ; 
Σὲ πάει μὲ ἀσφάλεια, χωρὶς νὰ σὲ βλέπει κανείς, πετῶντας στὸ οὐρανὸ ἢ ταξιδεύοντας κάτω ἀπὸ τὸ κῦμα μέσα σὲ Νεφέλη (;). Τὸ πλοῖο καταλαβαίνει τὴν διάθεσή σου καὶ θὰ περάσεις καλὰ στὸν δρόμο. 
 καλὰ στὸν δρόμο. 
Ὁμήρου –«Ὀδύσσεια, κεφάλαιο θ, στίχοι 555-565 

εἰπὲ δέ μοι γαῖάν τε· τεὴν δῆμόν τε πόλιν τε, 555
ὄφρα σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες· 556
οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν, 557
οὐδέ τι πηδάλι᾽ ἔστι, τά τ᾽ ἄλλαι νῆες ἔχουσιν· 558
ἀλλ᾽ αὐταὶ ἴσασι νοήματα καὶ φρένας ἀνδρῶν, 559
καὶ πάντων ἴσασι πόλιας καὶ πίονας ἀγροὺς 560
ἀνθρώπων, καὶ λαῖτμα τάχισθ᾽ ἁλὸς ἐκπερόωσιν 561
ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμέναι· οὐδέ ποτέ σφιν 562
οὔτε τι πημανθῆναι ἔπι δέος οὔτ᾽ ἀπολέσθαι. 563 
ἀλλὰ τόδ᾽ ὥς ποτε πατρὸς ἐγὼν εἰπόντος ἄκουσα 564

Διακρίνεται σαφέστατα στὰ λόγια τοῦ 'Ἀλκινόου ὅτι τὰ πλοῖα τῶν Φαιάκων δὲν εἶχαν καμμία σχέση, οὔτε ἀπὸ ἄποψη μορφῆς, οὔτε ἀπὸ ἄποψη λειτουργίας μὲ τὰ συνηθισμένα ἀρχαῖα πλοῖα. 


Ἔνατο παράδοξο 

Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος 

Ἀρχηγὸς τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου Εὐρυβιάδης, Σπαρτιάτης, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἤξερε τὴν πολεμικὴ τέχνη στὴν θάλασσα καλά, ἦτο ὁ Θεμιστοκλῆς ὁ ὁποῖος εἶχε πάρει καὶ χρησμό, ὅτι ἡ Ἀθήνα θὰ σωθεῖ ἀπὸ τὰ ξύλινα τείχη. Μερικοί, τότε ποὺ εἶχαν ἔρθει οἱ Πέρσες, εἶχε γίνει ἡ μάχη τῶν Θερμοπυλῶν καὶ μετὰ τὴν προδοσία τοῦ Ἐφιάλτου, προχώρησαν πρὸς τὴν Ἀθήνα. 
Ἐν συντομίᾳ, ὅταν οἱ Πέρσες βάδιζαν πρὸς τὴν Ἀθήνα, μαζεύτηκαν οἱ πολιτικοὶ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ στρατιωτικοὶ καὶ λένε οἱ πολιτικοί : νὰ τὰ βροῦμε μὲ τοὺς Πέρσες, γιατί οἱ Πέρσες ἔρχονται καὶ μᾶς κάνουν χρυσοῦς ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω. Καὶ ἀπαντοῦν οἱ πατριῶτες οἱ Ἀθηναῖοι : δὲν ὑπάρχει χρυσὸς πάνω ἀπὸ τὴν γῆ, οὔτε χρυσὸς κάτω ἀπὸ τὴν γῆ ποὺ νὰ μᾶς κάνει νὰ προδώσουμε τὴν πατρίδα μας. 
Τότε παίρνουν τὰ κεφάλια τῶν πολιτικῶν καὶ λένε, θὰ πολεμήσουμε. 
Ὡστόσο ἐπειδὴ ὑπῆρχε χρησμὸς ὥστε νὰ σωθεῖ ἡ Ἀθήνα ἀπὸ τὰ ξύλινα τείχη, μερικοὶ ἔβαλαν ἕνα ξύλινο τεῖχος γύρω – γύρω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν Περσικὴ λαίλαπα, ἐνῷ ὁ Θεμιστοκλῆς εἶπε ὅτι τὰ ξύλινα τείχη εἶναι τὰ πλοῖα. 
Καῖνε οἱ Πέρσες τὰ ξύλινα τείχη, καῖνε καὶ τὴν Ἀθήνα, καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν θεώρησαν τὰ ξύλινα τείχη πέριξ τῆς Ἀκροπόλεως ὅτι αὐτὰ ἦτο ὁ χρησμὸ εἶχαν καταφύγει στὴν Σαλαμῖνα. 
Τότε ὁ ἑλληνικὸς στόλος ἔρχεται στὸ στενὸ μεταξὺ Ἀθήνας καὶ Σαλαμῖνος καὶ ἔρχονται οἱ Πέρσες ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Πειραιῶς καὶ πᾶνε νὰ κάνουν κυκλωτικὴ κίνηση ὥστε νὰ τοὺς κλείσουν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τῆς Ἐλευσῖνος. 
Τότε λέγει ὁ Εὐρυβιάδης νὰ φύγουμε πρὶν μᾶς κλείσουν καὶ μᾶς συνθλίψουν, ὁ Θεμιστοκλῆς ἀπαντᾶ ὄχι θὰ πολεμήσουμε ἐδῶ μέσα στὰ στενά. Φθάνει δὲ στὸ σημεῖο νὰ στείλει τὸ δάσκαλο τῶν παιδιῶν του, ὁ ὁποῖος ἦτο μισὸς Πέρσης καὶ μισὸς Ἕλληνας, νὰ τοὺς εἰδοποιήσει ὅτι οἱ Ἕλληνες θὰ προσπαθήσουν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν πάνω μεριὰ τῆς Σαλαμῖνος, τῆς Ἐλευσῖνος, ὁ ὁποῖος τὸ ὁμολόγησε ὅταν ἦτο σίγουρος ὅτι ὁ δάσκαλος τῶν παιδιῶν του εἶχε κάμει αὐτὸ ποὺ ἤθελε, δηλαδὴ νὰ κλείσουν οἱ Πέρσες τοὺς Ἕλληνες στὸ στενὸ τῆς Σαλαμῖνος. 
Οἱ Πέρσες πᾶνε τότε ἀπὸ τὴν πάνω μεριὰ τῆς Σαλαμῖνος καὶ κλείνουν τοὺς Ἕλληνες στὰ στενά, θεωρῶντας οἱ Πέρσες ὅτι τώρα θὰ τοὺς νικήσουν διότι δὲν ἔχουν ἀπὸ ποῦ νὰ διαφύγουν, ἄρα ἡ νίκη εἶναι δική τους. 

Ἀναφέρουν δυὸ ἀρχαῖοι ἱστορικοί : « καθὼς ἐγένετο ἡ ναυμαχία εἶδαν πολλοὶ μάρτυρες, στὴν Ἐλευσῖνα στὸ Θριάσιο πεδίο ποὺ ὑπῆρχον τὰ ἱερὰ τῶν Ἑλλήνων νὰ ὑψώνονται καπνοὶ καὶ φλόγες καὶ μὲ πολὺ μεγάλη φασαρία νὰ φεύγουν πύρινες γλῶσσες, νὰ ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ πᾶνε νὰ πέφτουν ἐπάνω εἰς τὰ Περσικὰ πλοῖα καὶ νὰ τὰ κατακαίουν (εἶδος πυραύλου ;). 
Ἐπίσης ἀνάμεσα στὰ πλοῖα καθὼς ἐγένετο ἡ ναυμαχία, ἐμφανίσθηκαν μεταλλικοὶ δράκοντες ἐντὸς τῆς θαλάσσης οἱ ὁποῖοι ἑλίσσονται ἀνάμεσα ἑλληνικῶν καὶ περσικῶν πλοίων, ἐμβολίζοντας τὰ περσικὰ (εἶδος ὑποβρυχίου ;) 
Ὁπότε γίνεται κατανοητὸ γιατί ὁ Θεμιστοκλῆς «πρόδωσε» τὸν ἑλληνικὸ στόλο διότι θὰ ἤξερε κάποιο μυστικὸ τῶν ἱερῶν τῆς Ἐλευσῖνος, καὶ γι' αὐτὸ ἤθελε ἡ μάχη νὰ γίνει στὸ στενό ; 
Ἡ ἀνωτέρω ἀναφορὰ γίνεται ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο εἰς τὴν Οὐρανία στίχος 65 : 
65. ἔφη δὲ Δίκαιος ὁ Θεοκύδεος, ἀνὴρ Ἀθηναῖος φυγάς τε καὶ παρὰ Μήδοισι λόγιμος γενόμενος τοῦτον τὸν χρόνον, ἐπείτε ἐκείρετο ἡ Ἀττὶκὴ χώρη ὑπὸ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ τοῦ Ξέρξεω ἐοῦσα ἔρημος Ἀθηναίωντυ, χεῖν τότε ἐὼν ἅμα Δημαρὴτῳ τῷ Λακεδαιμονὶῳ ἐν τῷ Θριασὶῳ πεδίῳ, ἰδεῖν δὲ κονιορτὸν χωρέοντα ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ὡς ἀνδρῶν μάλιστά κῃ τρισμυρίων, ἀποθωμάζειν τε σφέας τὸν κονιορτὸν ὅτεων κὸτὲ εἴη ἀνθρώπων, καὶ πρόκατε φωνῆς ἀκούειν, καὶ οἱ φαίνεσθαι τὴν φὼνὴν εἶναι τὸν μυστικὸν ἴακχον. 
[2] εἶναι δ᾽ ἀδαήμονα τῶν ἱρῶν τῶν ἐν Ἐλευσῖνι γινομένων τὸν Δημάρητον, εἰρέσθαί τε αὐτὸν ὃ τί τὸ φθεγγόμενον εἴη τοῦτο. αὐτὸς δὲ εἰπεῖν «Δημάρητε, οὐκ ἔστι ὅκως οὐ μέγα τί σίνος ἔσται τῇ βασιλέος στρατιῇ· τάδε γὰρ ἀρίδηλα, ἐρήμου ἐούσης τῆς Ἀττικῆς, ὅτι θεῖον τὸ φθεγγόμενον, ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ἰὸν ἐς τιμωρίην Ἀθηναίοισί τε καὶ τοῖσι συμμάχοισι. 
[3] καὶ ἢν μὲν γὲ κατασκὴψῃ ἐς τὴν Πελοπόννησον, κίνδυνος αὐτῷ τε βασιλέϊ καὶ τῇ στρατιῇ τῇ ἐν τῇ ἠπεὶρῳ ἔσται, ἢν δὲ ἐπὶ τὰς νέας τράπηται τὰς ἐν Σαλαμῖνι, τὸν ναυτικὸν στρὰτὸν κινδυνεύσει βασιλεὺς ἀποβαλεῖν. 

[4] τὴν δὲ ὁρτὴν ταύτην ἄγουσι Ἀθηναῖοι ἀνὰ πάντα ἔτεα τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ, καὶ αὐτῶν τε ὁ βουλόμενος καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων μυεῖται· καὶ τὴν φωνὴν τῆς ἀκούεις ἐν ταύτῃ τῇ ὁρτῇ ἰακχάζουσι». πρὸς ταῦτα εἰπεῖν Δημάρητον «σίγα τε καὶ μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λόγον τοῦτον εἴπῃς·
[5] ἢν γάρ τοι ἐς βασιλέα ἀνενειχθῇ τὰ ἔπεα ταῦτα, ἀποβαλέεις τὴν κεφαλήν, καὶ σε οὔτε ἐγὼ δυνήσομαι ῥύσασθαι οὔτ᾽ ἄλλος ἀνθρώπων οὐδὲ εἶς. ἀλλ᾽ ἔχ᾽ ἥσυχος, περὶ δὲ στρατιῆς τῆσδε θεοῖσι μελήσει».
[6] τὸν μὲν δὴ ταῦτα παραινέειν, ἐκ δὲ τοῦ κονιορτοῦ καὶ τῆς φωνῆς γενέσθαι νέφος καὶ μεταρσιωθὲν φέρεσθαι ἐπὶ Σαλαμῖνος ἐπὶ τὸ στρατόπεδον τὸ τῶν Ἑλλήνων. οὕτω δὴ αὐτοὺς μαθεῖν ὅτι τὸ ναυτικὸν τὸ Ξέρξεω ἀπολέεσθαι μέλλοι. ταῦτα μὲν Δίκαιος ὁ Θεοκύδεος ἔλεγε, Δημαρήτου τε καὶ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος.
Εις το ανωτέρω αναφέρεται και ο Πλούταρχος εις το έργο του «Βίοι παράλληλοι - Θεμιστοκλής», στίχος 15,1 :
15. ἐν δὲ τούτῳ τοῦ ἀγῶνος ὄντος φῶς μὲν ἐκλάμψαι μέγα λέγουσιν Ἐλευσινόθεν, ἦχον δὲ καὶ φωνὴν τὸ Θριάσιον κατέχειν πεδίον ἄχρι θαλάττης, ὡς ἀνθρώπων ὁμοῦ πολλῶν τὸν μυστικὸν ἐξαγόντων Ἴακχον. ἐκ δὲ τοῦ πλήθους τῶν φθεγγομένων κατὰ μικρὸν ἀπὸ γῆς ἀναφερόμενον νέφος ἔδοξεν αὖθις ὑπονοστεῖν καὶ κατασκήπτειν εἰς τὰς τριήρεις. ἕτεροι δὲ φάσματα καὶ εἴδωλα καθορᾶν ἔδοξαν ἐνόπλων ἀνδρῶν ἀπ' Αἰγίνης τὰς χεῖρας ἀνεχόντων πρὸ τῶν Ἑλληνικῶν τριηρῶν· οὓς εἴκαζον Αἰακίδας εἶναι παρακεκλημένους εὐχαῖς πρὸ τῆς μάχης ἐπὶ τὴν βοήθειαν.


Δέκατο παράδοξο

Ἡ διὰ μέσου τῆς δρυὸς δυνατότητα νὰ γίνονται ὁρατὰ τὰ κεκρυμμένα τῆς γῆς
 
Ὁ Λυγκεὺς ὁ υἱὸς τοῦ Ἀφαρέως καὶ τῆς Ἀρήνης, περιώνυμος κατὰ τοὺς ἀρχαίους διὰ τὴν ὀξυδέρκειά του. 
Ὁ Πίνδαρος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἠδύνατο νὰ βλέπει καὶ διὰ μέσου στελέχους δρυὸς ἢ κατ' ἄλλους καὶ τὰ ὑπὸ τὴν γῆν κεκρυμμένα ἐκ τούτου καὶ ἡ παροιμία «ὀξύτερον τοῦ Λυγκέως βλέπειν». 
Κατὰ τὸν πόλεμο τῶν Διοσκούρων πρὸς τοὺς Ἀφαρεῖδες, ὁ Λυγκεὺς ἐφονεύθηκε ὑπὸ τοῦ Πολυδεύκου. 



Ἑνδέκατο παράδοξο 

Ἡ ναυμαχία εἰς τὶς Ἀργινοῦσες νήσους. 

Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ναυμαχίας, ὑπῆρχε ἕνα «φωτεινὸ ἀντικείμενο» συνέχεια ἐπάνω ἀπὸ τὸν Περσικὸ στόλο, τὸ ὁποῖο περιστρέφετο εἰς τὸν οὐρανὸ ἐπάνω ἀπὸ τὰ περσικὰ πλοῖα (ἱπτάμενο σκάφος ;) 


Δωδέκατο παράδοξο

Ἡ μάχη τοῦ Μαραθῶνος 

Ἐκεῖ ξέρουμε τὸν πολεμιστὴ ποὺ ἐμφανίσθηκε ἀπὸ τὸ πουθενὰ ἀνάμεσα τῆς παρατάξεως τῶν Ἀθηναίων καὶ ὅταν τελείωσε ἡ μάχη ἔφυγε ἀπὸ πουθενά, ὅπου μετὰ κάθε χρόνο οἱ Ἀθηναῖοι τοῦ ἀπέδιδαν τιμές, καὶ ὁ ὁποῖος κρατοῦσε ἕνα ὑνὶ τὸ ὁποῖο ἔβγαζε φλόγες καὶ μὲ αὐτὸ κατάκαιγε τοὺς Πέρσες. 


Δεκατοτρίτο παράδοξο

Ἡ μάχη της Τύρου ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο 

Ὅταν τὴν πολιόρκησε ὁ Ἀλέξανδρος ἦτο ὁ τρίτος βασιλέας ποὺ τὴν πολιορκοῦσε, ὁ πρῶτος ἦτο ὁ Ναβουχοδονόσωρ ὁ ὁποῖος τὴν πολιορκοῦσε μέχρι νὰ τὴν καταλάβει 12 χρόνια, ὁ δεύτερος μετὰ ἀπὸ 7 χρόνια πολιορκίας, ὁ Ἀλέξανδρος 7 μῆνες. 
Μάλιστα ὅταν εἶδε ὅτι δὲν τοῦ πήγαιναν καλὰ τὰ σχέδια τῆς πολιορκίας, ἔφυγε στὴν ἐνδοχώρα, δηλαδὴ μέσα στὴν Συρία στὴν ἔρημο καὶ ὅταν γύρισε ἐμφανίσθηκαν κάτι ἱπτάμενες ἀσπίδες οἱ ὁποῖες μὲ λάμψεις δυνατὲς κτύπησαν τὰ τείχη, ὅπου μέσα ἀπὸ καπνοὺς καὶ φασαρίες καὶ τὰ τείχη κατέπεσαν. Ἀπὸ τὸ νότιο μέρος της Τύρου, ὅπου ἦτο ἕνα νησάκι, ὀνόματι τοῦ Ἡρακλέους, ὅπου τὸ νησάκι αὐτὸ ἦτο συνδεδεμένο μὲ τὴν Τύρο καὶ ἐκεῖ ὑπῆρχαν τείχη, ὅπου αὐτὰ κτύπησαν οἱ ἱπτάμενες ἀσπίδες, καὶ ἀφοῦ κατέπεσαν ἀπὸ ἐκεῖ μπῆκε ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς καὶ τὴν κατέβαλε. 


Δεκατοτέταρτο παράδοξο

Τὰ ταξίδια τοῦ Λουκιανοῦ εἰς τὴν Σελήνη καὶ τὶς Πλειάδες 

Ὁ Λουκιανὸς εἰς τὸ ἔργο του «Ἀληθὴς Ἱστορία» ἀναφέρεται γιὰ ἕνα ταξίδι εἰς τὴν Σελήνη, ὅπου λέγει : 
«...τὺφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῦν καὶ μετεωρίσας ὅσον ἐπὶ σταδίους τριακοσίους οὐκέτι καθῆκεν εἰς τὸ πέλαγος, ἀλλ᾿ ἄνω μετέωρον» 
Μετάφραση : Δημιουργήθηκε τυφῶνας ποὺ περιέστρεψε τὸ πλοῖο καὶ τὸ σήκωσε στὸν ἀέρα τριακόσια στάδια χωρὶς νὰ ξαναπέσει στὸ πέλαγος, ἀλλὰ ἔμεινε ἐκεῖ μετέωρο. 
Ὁ ὁποῖος μάλιστα μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μὲ τὸ ἀερόπλοιό του, ἔφθασε καὶ σὲ ἕνα οἰκισμὸ ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα Λυχνόπολις. 

Ὁ συγγραφέας ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸ 160 μ.Χ. λέγει ὅτι τὸ ταξίδι αὐτὸ τὸ ἔκαμε ἀπὸ περιέργεια «ἡ τῆς διανοίας περιεργία», ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μάθει τί ὑπάρχει εἰς τὴν ἄκρη τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τί ἄνθρωποι κατοικοῦν : «Τὸ βούλεσθαι μαθεῖν τί τὸ τέλος ἐστὶν τοῦ ὠκεανοῦ καὶ τίνες οἱ πέραν κατοικοῦντες ἄνθρωποι». Ἐκεῖ βρῆκαν μιὰ τεράστια χάλκινη στήλη ποὺ ἦταν γραμμένη στὰ ἑλληνικὰ καὶ ἔλεγε πὼς μέχρι ἐκεῖ εἴχανε φθάσει ὁ Ἡρακλῆς καὶ ὁ Διόνυσος. 
Ὅταν ἐξῆλθαν γιὰ ἀναγνώριση στὸ νησὶ συνάντησαν κι ἕναν ποταμὸ τεράστιο ποὺ δὲν ἔτρεχε νερὸ ἀλλὰ κρασὶ ποὺ ἔβγαινε ἀπ' εὐθείας ἀπὸ τὶς ρίζες τῶν ἀμπελιῶν. Ὑπῆρχαν καὶ ψάρια ποὺ ὅταν τὰ ἔτρωγε κανεὶς μεθοῦσε. Ἔφυγαν ἀπὸ τὸ νησὶ καὶ ὅταν βρεθήκανε στὸ πέλαγος δημιουργήθηκε ξαφνικὰ τυφῶνας ποὺ ἅρπαξε τὸ πλοῖο καὶ τὸ σήκωσε τριακόσια στάδια ἀλλὰ δὲν τὸ ἄφησε νὰ πέσει πάλι στὴ θάλασσα. Ἑπτὰ μέρες καὶ ἑπτὰ νύκτες βρισκόταν στὸν ἀέρα. Τὴν ὄγδοη μέρα εἶδαν μιὰ μεγάλη γῆ στὸν ἀέρα σὰν ἕνα νησὶ λαμπερὸ ποὺ εἶχε σχῆμα σφαίρας μὲ φωτισμὸ μεγάλο. Προσγειώθηκαν σὲ αὐτὴ ὅπου καὶ ἀποβιβάστηκαν. Διερευνῶντας τὴν παράξενη γῆ διαπίστωσαν πὼς ἦταν κατοικήσιμη καὶ καλλιεργημένη. 
Ὁ Λουκιανός μας λέγει πὼς ἡ γῆ ποὺ βρῆκαν τὴν κατοικοῦσαν τερατόμορφα ὄντα. Ἕνα εἶδος ἀπὸ αὐτά τους συνέλαβε καὶ τοὺς ὁδήγησε στὸ βασιλέα τους ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα Ἐνδυμίων. Αὐτὸς κατάλαβε πὼς ἦτο Ἕλληνες ἀπὸ τὴ στολή τους. Ἀπόρρησε πὼς κατάφεραν νὰ ταξιδεύσουν στὸν οὐρανό. Λέγει ἀκριβῶς: «ὁ δὲ θεασάμενος καὶ ἀπὸ τῆς στολῆς εἰκάσας, ῞Ἑλληνες ἆρα, ἔφη, ὑμεῖς, ὦ ξένοι; Πῶς οὖν ἀφίκεσθε, ἔφη, τοσοῦτον ἀέρα διελθόντες;» 
Τοὺς ἐξήγησε μάλιστα πὼς ὁ τόπος ποὺ βρίσκονται εἶναι ἡ σελήνη ποὺ βλέπουν ἀπὸ τὴ γῆ. 
Τότε πληροφορήθηκε πὼς ἐκεῖ, στὸ διάστημα, κατοικοῦσαν ἄλλα ὄντα ἀλλὰ μὲ κοινὰ γνωρίσματα αὐτῶν τῆς γῆς. Μὲ κράτη, μὲ διενέξεις καὶ πολέμους. Ὑπῆρχαν οἱ «Σεληνίτες», καὶ οἱ Ἠλιῶτες ποὺ εἶχαν κοινὴ ἀποικία τὸν Ἑωσφόρο. Εἶχαν ὑπογράψει μάλιστα καὶ συνθήκη εἰρήνης μεταξύ τους. Τὴ συνθήκη αὐτὴν τὴν γράψανε μὲ ἠλεκτρισμὸ καὶ τὴ στήσανε στὸ μέσο του ἀέρα στὰ σύνορά τους : «ἐγγράψαι δὲ τὰς συνθήκας στὴλῃ ἠλεκτρὶνῃ καὶ ἀναστῆσαι ἐν μὲσῳ τῷ ἀέρι ἐπὶ τοῖς μεθορίοις». Ἐπίσης μιλάει γιὰ παράδοξα μᾶς λέγει ὁ Λουκιανὸς πὼς πολλὰ παράδοξα γίνονταν στὴ Σελήνη. Τὰ ἀρσενικὰ ὄντα ἐκεῖ γεννοῦσαν. Δὲν ὑπῆρχε κἂν ὄνομα γυναικεῖο καὶ οἱ γάμοι γίνονταν μεταξὺ ἀνδρῶν. Ὁ κάθε ἕνας μέχρι τὰ εἴκοσὶ πέντε του χρόνια ... πηδιέται , μετά ...πηδάει αὐτός...[!!] «μέχρι μὲν οὖν πέντε καὶ εἴκοσι ἐτῶν γαμεῖται ἕκαστος, ἀπὸ δὲ τούτων γαμεῖ αὐτός». Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ τὸ σεξουαλικὸ παράδοξο ἐκεῖ τα ὄντα ὅταν γερνᾶνε δὲν πεθαίνουν, ὅπως στὴ γῆ, ἀλλὰ σὰν καπνὸς διαλύονται καὶ γίνονται ἀέρας. 

Μᾶς λέγει μὲ τί τρόπο οἱ σεληνίτες ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς γήινους. «Ὑπάρχει ἕνα μεγάλο κάτοπτρο πάνω ἀπὸ ἕνα ἀβαθῆ φρεάτιο. Ἂν κατέβει κάποιος στὸ φρεάτιο ἀκούει ὅλα ὅσα ἐμεῖς λέμε στὴ γῆ. Κι ἐὰν στραφεῖ κάποιος πρὸς τὸ κάτοπτρο βλέπει ὅλες τὶς πόλεις ὅλα τὰ ἔθνη ὅπως βλέπουμε τὸν καθένα. Τότε καὶ ἐγὼ τοὺς συγγενεῖς μοῦ εἶδα καὶ ὅλη τὴν πατρίδα, ἄν, βέβαια, καὶ αὐτοὶ μὲ ἔβλεπαν δὲν μπορῶ μὲ ἀσφάλεια νὰ τὸ πῶ. Καὶ ἂν κάποιος δὲ μὲ πιστεύει ὅταν κάποτε καὶ αὐτὸς πάει ἐκεῖ θὰ διαπιστώσει ὅτι λέω ἀλήθεια...». 
Ἔπειτα μιλάει γιὰ ἕνα ταξίδι εἰς τὶς Πλειάδες. 
Συνεχίζει καὶ λέγει : ἀφοῦ ταξιδεύσαμε, τὴν ἑπομένη ὅλη τὴ νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα, γύρω στὸ ἀπόγευμα φθάσαμε στὴ Λυχνόπολη. Αὐτὴ βρίσκεται μεταξὺ τῶν Πλειάδων καὶ τῶν Ὑάδων. Ἐκεῖ δὲν βρήκαμε κανέναν ἄνθρωπο μόνον «λύχνους» – λάμπες μικρὲς καὶ μεγάλες. 
Ὁ Λουκιανὸς μετὰ τὸ ταξίδι του αὐτὸ ἐπιστρέφει στὴν γῆ προσθαλασσώνεται ἀλλὰ γιὰ κακή του τύχη ὁλόκληρο τὸ πλοῖο του καταπίνεται ἀπὸ ἕνα τεράστιο θαλάσσιο κύτος. Καὶ οἱ περιπέτειες συνεχίζονται μέχρι τὸ θάνατο τοῦ κύτους, μετὰ ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τοὺς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κύτους. Ὁ Λουκιανὸς ὁ Σαμοσατεὺς ἔζησε ἀπὸ τὸ 120 μ.Χ. ἕως τὸ 190 μ.Χ. 
[http://echedorosa.blogspot.com/2009/05/to.html Γράφει ὁ Γιῶργος Ἐχέδωρος]. 
Βάσει ἀστρονομικῶν δεδομένων ποὺ ἀναφέρει ὁ Νόνος στὸ Ἂ στοὺς στίχους 176-197, καὶ στὸ Β στοὺς στίχους 654-659, ἡ Σελήνη ἔγινε δορυφόρος τῆς γῆς τὸ 26.147 π.Χ.. 
Μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα κάτι μᾶς λείπει, διότι παραμένει τὸ αἴνιγμα τῆς καταγωγῆς τῆς Σελήνης. Ἐπειδὴ οἱ τρεῖς θεωρίες ποὺ ἴσχυαν μέχρι πρόσφατα καταρρίφθηκαν ἀφοῦ : α) Ἡ Σελήνη δὲν ἀποτελοῦσε ποτὲ μέρος τῆς Γῆς ἀπὸ τὸ ὁποῖο νὰ ἀποσπάστηκε, β) Ἡ Σελήνη δὲν σχηματίστηκε ἀπὸ τὸ ἴδιο σύννεφο σκόνης καὶ ἀέριων ποὺ σχηματίστηκε ἡ Γῆ, ἀφοῦ δὲν διαθέτει τὴν ἴδια χημικὴ σύσταση ἐδάφους μὲ τὴ γῆ, ὅπως καὶ ὅτι τὰ πετρώματα τῆς Σελήνης εἶναι μεγαλύτερα σὲ ἡλικία κατὰ 1.000.000 ἔτη καί... γ) Ἡ Σελήνη δὲν μπῆκε σὲ τροχιὰ γύρω ἀπὸ τὴ Γῆ, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν θεωρία τῆς προσελκύσεως», ἀφοῦ ἕνα τόσο μεγάλο σῶμα εἶναι ἀδύνατον νὰ μπεῖ κάτω ἀπὸ φυσιολογικὲς συνθῆκες σὲ τροχιὰ γύρω ἀπὸ ἕναν τόσο μικρὸ πλανήτη. 

Ὑπάρχουν ἐνδείξεις γιὰ τὴν κενότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Σελήνης, διότι ὑπάρχει μεγάλη διάφορα πυκνότητος ἀνάμεσα στὴ Γῆ καὶ τὴ Σελήνη. Δηλαδὴ γιὰ τὴν Σελήνη εἶναι 3,33 gr.: cmm³, ἐνῷ γιὰ τὴν Γῆ εἶναι 5,5 gr.: cmm³. 
Ἐνδείξεις γιὰ τὴν ὕπαρξη ἐσωτερικοῦ μεταλλικοῦ περιβλήματος. Κάτω ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ φλοιὸ ὑπάρχει ἐσωτερικὸς μεταλλικὸς φλοιὸς πάχους 32 χιλιόμετρων. 
Ἐνδείξεις γιὰ ἐνισχύσεις στὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια καὶ τὶς σκοτεινὲς περιοχές. Σύσταση τοὺς εἶναι τὸ τιτάνιο, ὁ σίδηρος καὶ σπάνια μέταλλα. 
[οἱ πληροφορίες γιὰ τοὺς γίγαντες ἀλλὰ καὶ οἱ φωτογραφίες αὐτῶν εἶναι ἀπὸ τὶς 

Δεκατοπέμπτο παράδοξο 

Ὁ σωλῆνας ποὺ πέταγε φλόγες 

Σὲ ἀνάγλυφες παραστάσεις βωμοῦ στὴν Πέργαμο ἀπεικονίζεται ἡ Ἐκάτη καὶ ἡ Φοίβη νὰ κρατοῦν ὅπλο σὰν σωλῆνα μὲ φλόγα στὸ μπροστινό του μέρος καὶ νὰ βάλουν ἐναντίον Γίγαντα. Κάτι σὰν τὸ σύγχρονο μπαζούκας ἢ φλογοβόλο ; 
Τὰ ἀνάγλυφα αὐτὰ βρίσκονται στὸ ἀρχαιολογικὸ μουσεῖο τοῦ Βερολίνου. 



Δεκατοέκτο παράδοξο

Τὸ οὐράνιο φλεγόμενο πυθάρι 


Ὁ Πλούταρχος εἰς τὸ ἔργο τοῦ «Λεύκολλος» εἰς τὸ 8ο κεφάλαιο καὶ εἰς τοὺς στίχους 5-6 ἀναφέρει γιὰ τὸν Λούκουλλο, ὅτι ὅταν παράταξε τὰ στρατεύματα τοῦ σὲ θέσεις μάχης καὶ ἦσαν ἕτοιμοι ξαφνικὰ ὁ ἀέρας σχίστηκε καὶ ἀνάμεσα στὰ δυὸ στρατόπεδα φάνηκε νὰ πέφτει ἕνα μεγάλο φλεγόμενο σῶμα, ποὺ σὲ σχῆμα ἔμοιαζε πιθάρι καὶ σὲ χρῶμα μὲ πυρωμένο ἀσήμι. Οἱ δυὸ παρατάξεις χωριστήκαν φοβισμένες ἀπὸ τὸ φαινόμενο αὐτό. Τὸ συμβὰν ἔλαβε μέρος κατὰ τὸν Μιθριδατικὸ πόλεμο, τὸ διάστημα 74-66π.Χ. 
Κεφάλαιο 8ο – στίχοι 5-6 : 
[5] τρισμυρίους, ἱππεῖς δὲ δισχιλίους πεντακοσίους. καταστὰς δ' εἰς ἔποψιν τῶν πολεμίων καὶ θαυμάσας τὸ πλῆθος, ἐβούλετο μὲν ἀπέχεσθαι μάχης καὶ τρίβειν τὸν χρόνον, Μαρίου δ', ὃν Σερτώριος ἐξ Ἰβηρίας ἀπεστάλκει Μιθριδὰτῃ μετὰ δυνάμεως στρατηγόν, ἀπαντήσαντος αὐτῷ καὶ προκαλουμένου, κατέστη μὲν εἰς τάξιν ὡς διαμαχούμενος, ἤδη δ' ὅσον οὔπω συμφερομένων, ἀπ' οὐδεμιᾶς ἐπιφανοῦς μεταβολῆς, ἀλλ' ἐξαίφνης τοῦ ἀέρος ὑπορραγέντος, ὤφθη μέγα σῶμα φλογοειδὲς εἰς μέσον τῶν στρατοπέδων καταφερόμενον, τὸ μὲν σχῆμα πὶθῳ μάλιστα, τὴν δὲ χρόαν ἀργὺρῳ διαπὺρῳ προσεοικός, ὥστε δείσαντας ἀμφοτέρους τὸ φάσμα διακριθῆναι. 
[6] τοῦτο μὲν οὖν φασιν ἐν Φρυγὶᾳ πὲρὶ τὰς λεγομένας Ὀτρύας συμβῆναι τὸ πάθος. 

Δεκατοέβδομο παράδοξο

Ἡ οὐράνια φλεγόμενη λαμπάδα 

Ὁ Διόδωρος Σικελιώτης, ἀναφέρει ὅτι πρὶν τὴ μάχη τῶν Λεύκτρων τὸ ἑξῆς φαινόμενο. Μέχρι τότε οἱ Λακεδαιμόνιοι ἡγεμόνευαν τὴν Ἑλλάδα περίπου 500 χρόνια, τότε ἕνα Θεῖο σημάδι προμήνησε σὲ αὐτοὺς τὴν ἀπώλεια τῆς ἡγεμονίας των. Φάνηκε στὸν οὐρανὸ ἐπὶ πολλὲς νύχτες μιὰ φλεγόμενη λαμπάδα ποὺ ἀπὸ τὸ σχῆμα της ὀνομάστηκε πύρινη δοκός. 


Δέκατοόγδοο παράδοξο

Τα θεϊκά όντα της Σελήνης κατά την αναφορά του Πυθαγόρου

Ὁ Πυθαγόρας μας πληροφορεῖ σχετικὰ μὲ τὴν σελήνη ὅτι κατοικεῖται ἀπὸ θεϊκὰ ὄντα ὅμοια μὲ τοὺς κατοίκους τῆς γῆς. Ὑπάρχουν ὅλα ὅσα βλέπουμε στὴ γῆ μὲ τὴν μοναδικὴ διαφορὰ ὅτι οἱ σεληνιακὲς ἡμέρες εἶναι 15 φορὲς μεγαλύτερες ἀπὸ τὶς γήινες. 
Ὁ Ὀρφέας ἀναφέρει ὅτι ἡ σελήνη ἔχει βουνά, πολιτεῖες καὶ σπίτια. Ἔχει στερεὸ ἔδαφος ὅπως ἡ γῆ καὶ θεϊκοὺς κατοίκους.Τις πληροφορίες αὐτές μας τὶς μεταφέρουν, ὁ Πλούταρχος καὶ ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος. Ὁ Ὀρφέας γνώριζε τὸ σεληνιακὸ ἡμερολόγιο τῶν 12 μηνῶν καὶ τὶς φάσεις τῆς σελήνης. Μιλᾶ γιὰ τὴν περιστροφὴ τῆς γῆς γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὶς εὔκρατες, τροπικὲς καὶ πολικὲς ζῶνες τῆς γῆς, τὶς ἐκλείψεις τῆς σελήνης, τὰ ἡλιοστάσια, τὶς ἰσημερίες, τὶς κινήσεις τῶν πλανητῶν καὶ τὴν παγκόσμια ἕλξη καὶ ἐπιμένει στὸ θέμα τῶν κατοίκων τῆς σελήνης, ὅτι εἶναι αὐτοὶ ποὺ περιπλανήθηκαν ἀπὸ πλανήτη σὲ πλανήτη. 
ὁ Σωκράτης τὴν χαρακτηρίζει: «Μεγάλη κούφια σφαῖρα πὸὺ στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὑπάρχουν θάλασσες καὶ στεριὲς καὶ κατοικοῦν ἄνθρωποι σὰν ἐμᾶς», ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ Ξενοφάνης γιὰ τὸν δάσκαλο του. 


Ὁ Νόνος ἀναφέρει ὅτι ὁ Φαέθων ἔκανε 30 περιστροφὲς γύρω ἀπὸ τὸ φεγγάρι, ταξίδεψε στὴν Ἀφροδίτη καὶ ἐπισκέπτετο τὸν Βόρειο καὶ Νότιο Πόλο τῆς γῆς. 
Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς εἶναι παράξενα ἢ παράξενα, δὲν ξέρουμε ἀκριβῶς τί ἦσαν ἀλλὰ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀγνοήσουμε. 
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ μεγάλοι ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐπιστήμονες, εἶναι μεγάλοι ἀκόμα καὶ σήμερα, διότι θὰ δοῦμε ὅτι ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε χωρὶς αὐτούς. Διότι οἱ πόλεμοι χωρὶς τὶς τακτικὲς πολέμου βασισμένες σὲ μάχες ἱστορικὲς τοῦ παρελθόντος, δὲν γίνονται ἀφοῦ διδάσκονται σὲ ὅλες τὶς πολεμικὲς σχολὲς τῶν κρατῶν (βλέπε πόλεμο τοῦ Ἰράκ, εἰσβολὴ μὲ δήλωση τοῦ Ἀμερικανοῦ ὑπουργοῦ Ἀμύνης ὅτι ἡ τελευταία μάχη ποὺ ἔκρινε τὴν ἔκβαση τοῦ πολέμου ἦτο βασισμένη στὴν στρατηγικὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου). Ἡ Ἀστροναυτικὴ ἡ ὁποία μετὰ ἀπὸ πολλὲς χιλιάδες χρόνια ἐπαναφέρει τὸ θέμα ὅτι τελικὰ στὴν φύση ὑπάρχει ἕνα στοιχεῖο ποὺ ἀπέρριπταν μέχρι σήμερα τὸν αἰθέρα. Τὸ θέατρο καὶ ὁ κινηματογράφος μεγαλουργεῖ πάνω σὲ ἔργα τῶν ἀρχαίων θεατρικῶν συγγραφέων. Ἡ ἰατρικὴ ποὺ θέλει νὰ βαδίζει ἐμπρὸς πολλὲς «σημερινὲς ἀνακαλύψεις της» εἶναι πράγματα ποὺ εἶχαν εἴπει ἢ βρεῖ ὁ Ἱπποκράτης, ὁ Γαληνός, ὁ Θεόφραστος καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἀλλὰ στὰ ἱστορικὰ κείμενα συναντᾶμε παράξενα ἢ παράδοξα, δηλαδὴ ἀναφορὲς ὅπου ἡ ἔνδειξη τῆς τεχνολογίας μὲ τὴν τεχνολογία τῆς ἐποχῆς δὲν συμβαδίζει. Δὲν ψάχνουμε, ἀλλὰ κατηγοροῦνται οἱ ἱστορικοὶ ἢ ὅτι εἶχαν φαντασιώσεις ἢ τὰ ὀνομάζουν ἔτσι διότι ἦσαν δεισιδαίμονες. 
Ὅμως ξέρει καλὰ ἡ σημερινὴ ἐπιστήμη ὅτι ἕνας ὁ ὁποῖος φοβᾶται δὲν ἀναπτύσσει ἕνα πολιτισμὸ τέτοιο καὶ γνώσεις ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα, οἱ γνώσεις τους εἶναι ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν ἐποχή μας. Ὁπότε δεισιδαίμονες καὶ ἀνάπτυξη τῶν ἐπιστημῶν δὲν γίνεται. 
Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἐξετάσουμε τὰ κείμενα αὐτὰ πιὸ προσεκτικὰ καὶ ὄχι νὰ τὰ ἀπορρίπτουμε, ἁπλὰ νὰ δοῦμε τί ἦσαν ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέρουν. Καὶ ἂν δείχνουν προηγμένο πολιτισμὸ ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν τότε γνωστὴ τεχνολογία ἂς τὸ δοῦμε πιὸ βαθειὰ καὶ μὲ ἀνοικτὸ μυαλό, διότι τὶς περισσότερες φορὲς τὰ συνοδεύουν καὶ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα. 
Διότι εἶναι προτιμότερο νὰ ποῦμε ὅτι δὲν γνωρίζουμε, δὲν ξέρουμε διότι ἡ ἀρχὴ κάθε γνώσεως εἶναι τό : ἐν οἴδᾳ ὅτι οὐδὲν εἶδα. 


Μέσα από την λαογραφία

Ὁ μαγικὸς καθρέπτης [Τροία - Κωνσταντινούπολη] 


Εἰς τοὺς Τρωικοὺς μύθους καὶ τὸ Παλλάδιο ὑπῆρχε μαγικὸ κάτοπτρο ὅπου ἐφαίνοντο τὰ συμβαίνοντα εἰς ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἐπίσης ὁ Ἄμαδις εἰς τὶς διηγήσεις τοῦ εἰς τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἀναφέρει πύργο εἰς τὸν ὁποῖο διὰ μαγικοῦ καθρέπτου ἔβλεπες τὰ συμβαίνοντα εἰς ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. 
Εἰς τὰ ἐν τῇ λατινικῇ διασωθέντα «Κατροπτικά του Ἤρωνος τοῦ Ἀλεξανδρέως», τὰ ὁποῖα εἰς τὸ κεφάλαιο 11 ἕως 18 δεικνύουν πόσο καταπληκτικὰ ὀπτικὰ φαινόμενα παράγουν οἱ παντὸς εἴδους τεχνικοὶ συνδυασμοὶ τῶν ἐπιπέδων καὶ κοίλων κατόπτρων. 
Ὁ μάγος Βιργίλιος δεικνύει εἰς ἕνα πολεμιστὴ τὴν ἀπιστοῦσα σύζυγό του εἰς τὴν οἰκία του καὶ ἡ ὁποία σκευωρεῖ μαζὶ μὲ τὸν ἐραστή της τὸν θάνατο του. Ὁ Μάγος Μέρλιν κατασκευάζει καθρέπτη εἰς τὸν ὁποῖο μιὰ θυγατέρα ἔβλεπε τὴν εἰκόνα τοῦ ἐρωμένου της, ἀναφέρει εἰς τὸν βιβλίο «FaeryQueen» τοῦ Spencer. Ἡ ὕπαρξη μαγικοῦ καθρέπτου εἰς τὰ ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔρχεται μὲ τὸν καταστροφή του ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ τὸν Γ', τὸ ἀπὸ πότε ὑπῆρξε δὲν ὑπάρχουν στοιχεῖα. Τὴν διήγηση τὴν παραλαμβάνουμε ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ βιβλίο τοῦ Ψευδοδωροθέου [σελίδα 343344 τῆς ἐν Βενετίᾳ ἐκδόσεως τοῦ 1750] ὁ βασιλεύς, ἀφοῦ παρευρέθηκε εἰς ἀγῶνες εἰς τὸν ἱππόδρομο, ἐπανῆλθε εἰς τὸ παλάτι μὲ πολὺ καλὴ παρέα διὰ συζήτηση καὶ κρασί. Εἰς τὴν σελίδα 343 ἀναφέρει : καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν μεγάλη χαρὰ καὶ εὐθυμία ὅπου εἶχαν, ἦλθε ὁ γραμματικός του καὶ εἶπε νὰ ξέρεις βασιλέα, ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἑτοιμάζονται μὲ φουσᾶτα καὶ ἔρχονται καταπάνω τῆς βασιλείας σου νὰ σὲ πολεμήσουν. Καὶ νὰ ἀκοῦτε ἀπὸ ποὺ τὸ ἔμαθε ὁ γραμματικός. Ἡ βασιλεία εἶχε ἕνα καθρέπτη μέγα καὶ θαυμαστό, τὸν ὁποῖο τὸν ἔκαμε μὲ θαυμαστὴ τέχνη ὁ Λέων ὁ σοφός [λέγεται ὅτι τὸν εἶχαν καμωμέννο μὲ λεκανομαντεία]. Ἐκεῖ μέσα ἔβλεπες ὅλο τὸν κόσμο, τοὺς βασιλιᾶδες, τοὺς ἀφέντες, τοὺς στρατηγούς, τὰ φουσᾶτα [στρατούς], τὰ ἄλογα, τὰ ἅρματα, τὰ κάστρα, τὶς χῶρες καὶ ὅτι ἄλλο ἤθελες νὰ ἰδῇς εἰς τὸν κόσμο, πήγαινες καὶ τὸ ἔβλεπες εἰς τὸν καθρέπτη τοῦτο, ἂν ἔπαιρνες μιὰ ἀπόφαση ποὺ θὰ ὁδηγοῦσε καὶ εἰδικὰ ὅλες τὶς ἀποφάσεις ποὺ ἔπρεπε νὰ παίρνουν οἱ βασιλεῖς γιὰ ὁτιδήποτε. Καὶ ἔτσι ὁ γραμματικὸς πῆγε καὶ εἶδε τὰ φουσᾶτα τῶν Τούρκων ὅπου μαζεύονταν γιὰ νὰ ἔλθουν νὰ πολεμήσουν τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ πῆγε καὶ τὸ εἶπε εἰς τὸν βασιλέα. Καὶ καθὼς τὸν ἄκουσε ὁ βασιλέας του φάνηκε πολὺ κακὸ γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ εἶχε ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ διὰ νὰ μὴν παύσουν οἱ χοροί, τὰ παιχνίδια καὶ τὸ τραπέζι, ἔστειλλε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ τσακίσουν καὶ νὰ συντρίψουν ὁλοκληρωτικὰ αὐτὸν τὸν πολυτιμότατο καὶ ἀξιέπαινο καθρέπτη. Τὸν δὲ γραμματικὸ τὸν ἔβρισε καὶ τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ παλάτι. 


Ἡ φωτεινὴ νεφέλη ποὺ αἰωρεῖτο κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1453 

[Γεώργιος Φραντσής] 


Εἰς τὸ βιβλίο του «Περὶ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως» ὁ Φραντσὴς στὴν σελίδα 21 ἀναφέρει : 
Ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῆς πολιορκίας ἐφαίνετο ἐκ τοῦ Τουρκικοῦ στρατοπέδου νεφέλη φωτεινή, ἥτις καταβαίνουσα ἐξ πυρανοῦ ἐν καιρῷ νυκτὸς ἐφηπλοῦτο ἄνωθεν τῆς πόλεως. Οἱ Τοῦρκοι ἰδόντες τὸ φῶς τοῦτο τὸ πρῶτον, ἔλεγον, ὅτι ὁ Θεὸς ὠργίσθη κατὰ τῶν χριστιανῶν, καὶ ἔρριψε πῦρ ὅπως κατακαύση αὐτούς. βλέποντες ὅμως ὅτι τὸ μὲν φῶς κατήρχετο πάντοτε χωρὶς νὰ βλάπτη τοὺς χριστιανούς, οὗτοι δὲ πάντοτε ἀπεκρούοντο καὶ ἐκρημνίζοντο ἐκ τῶν τειχῶν, μετέβαλλον ἰδέαν καὶ ἔλγον, ὅτι ὁ Θεὸς μάχεται ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ὅτι οὗτοι δὲν δύνανται νὰ πράξωσιν οὐδὲν ἄνευ θελήματος αὐτοῦ. 

Ἐνῷ δὲ ὁ Σουλτᾶνος καὶ ὅλη ἡ στρατιὰ τῶν βαρβάρων εὑρίσκετο εἰς ἀθυμίαν, αἴφνης ἐφάνη τὸ φῶς ἐκεῖνο καταβαῖνον ἐξ ουρανοῦ, ἀλλὰ δὲν ἐξηπλώθη ὡς συνήθως, ἐφ' ὅλης τῆς πόλεως, ἀλλὰ ρῖψαν στυγερᾶς τινὰς ἀκτῖνας ἐπὶ τοῦ θόλου τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐγένετο ἄφαντον. Ὁ Σουλτᾶνος καὶ ὅλος ὁ στρατὸς ἰδόντες τοῦτο ἐχάρησαν καὶ ἔλεγον, ὅτι ἤδη ἐγκατέλειπεν αὐτοὺς ὁ Θεός. Οἱ δὲ Ἕλληνες ἐξηγοῦντες τὸ σημεῖον τοῦτο, ἔλεγον ὅτι προμηνύει εἰς αὐτοὺς δάκρυα, ἄφευκτον καὶ αἱματοχυσίαν, δεσμὰ καὶ φθοράν. Ταῦτα δὲ ἐγένετο τὴν ἑσπέραν τῆς 27ης Μαΐου. 
Ἡ πρώτη δοξασία μας ἀναφέρει ὅτι ἡ Βαβὲλ μέσα ἀπὸ τὰ λόγια τῶν παππούδων τῆς ἐποχῆς τοῦ 1900 εἰς τὴν Αἰδηψὸ τῆς Εὐβοίας ἔλεγαν ὅτι ἐκεῖ ἦτο ἡ Βαβέλ. Μήπως ἄραγες ἦτο ἐκεῖ ἢ ἦτο ἐκεῖ αὐτὸ ποὺ ἀντικατέστησαν ἀπὸ τὴν ἀρχαία δοξασία, δηλαδὴ ἡ Φορωνίδα ; 
Ὅσο ἀφορᾶ τὴν δεύτερη δοξασία, ἐδῶ θὰ δοῦμε ὅτι ὁ Σαμψῶν ἔζησε στὴν σημερινὴ Παλαιστίνη ἢ σὲ ἑλληνικὸ μέρος ὅπου σημαίνει μιὰ παραχάραξη τῆς ἱστορίας. 
Ἐπίσης ὅσο ἀφορᾶ τὴν Τρίτη δοξασία ὁ Καγιάφας [Καιάφας] τελικὰ πέθανε στὴν Κρήτη γιατί ἐκεῖ ζοῦσε, καὶ ἂν ζοῦσε ἐκεῖ γιὰ πιὰ ἱστορία μιλᾶμε σήμερα. Ἀφοῦ καὶ ἐδῶ ἔχουμε ἄλλη μιὰ περίπτωση ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει παραχάραξη ; ὅσο δὲ ἀφορᾶ τὸν τάφο του Ζηνός, οἱ ἀναφορὲς εἶναι καὶ ἀρχαίων ἱστορικῶν. Ἡ δὲ Τετάρτη δοξασία [περιέχει μέρος τῆς πραγματικότητος] ἢ μῦθος [ἡ ἀληθινὴ προφορικὴ ἱστορία, βλέπε λέξη ἀπὸ λεξικὸ Δορμπαράκη] ἐφόσον ἔγινε τότε ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε ὄχι μόνο πίσω, ἀλλὰ πολὺ πίσω ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους. 


Πηγὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ὁμήρου Ἐρμείδη "Ἕλληνες ἢ Ἑλληνίζοντες χριστιανοὶ" τὸ καλοκαίρι τοῦ 2014 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις "Ἐλεύθερη Σκέψη