Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Οἱ κυνοκέφαλοι στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα!!!


Οἱ κυνοκέφαλοι στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα!!!
 
«Ὁ ἀέρας κινεῖ τὰ καράβια στς θάλασσες καὶ καθαρίζει τήν ἀτμόσφαιρα ἀπὸ τὰ κακά. Αὐτὸς κτυπᾷ καὶ τὴν καμπάνα, ποὺ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔβαλε ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόφους, ὅπου εἶναι, κλεισμένοι οἱ σκυλοκέφαλοι, ποὺ θὰ βγοῦν ἔπειτα ἀπὸ καιρούς».


Μία ἀπὸ τίς πλέον παράδοξες ἐπιβιώσεις ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι τὴ σύγχρονη ἐποχὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀφορᾷ τοὺς κυνοκέφαλους, πλάσματα ἀνθρώπινα ποὺ ἔχουν ὅμως κεφάλι σκύλου, πλάσματα ποὺ ἀναφέρονται συχνὰ καὶ τῶν ὁποίων -παραδόξως- ἔχουμε πολλὲς ἀπεικονίσεις. Φυσικὰ ἔχουν διατυπωθεῖ πολλὲς ἀπόψεις .
 

 
 Ὠς κυνοκέφαλο λάτρευαν οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι τόν θεὸ Ἄνουβι (θεὸ τοῦ θανάτου), οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὸν ταύτιζαν μὲ τὸν ψυχοπομπὸ Ἑρμῆ, ἐνῶ ἕνας χριστιανός ἅγιος, ὁ Ἅγιος Χριστόφορος, ἐμφανίζεται στὶς πηγὲς ὡς κυνοκέφαλος καὶ ὡς τέτοιος ἀπεικονίζεται σὲ πολλές ἀναπαραστάσεις του.


Στήν προχριστιανικὴ ἐποχὴ μποροῦμε νὰ ἀνιχνεύσουμε δύο διαύλους ποὺ ἀφοροῦν τοῦς κυνοκέφαλους
. Ὁ πρῶτος ξεκινᾷ σὲ ἄγνωστη ἐποχή, μὲ μυθολογικές ρίζες στὸ ἀπώτατο ἑλληνικὸ προϊστορικὸ παρελθόν, ἐνσωματωμένος σὲ ἀρχέγονες  θυσιαστικές τελετουργίες καὶ χρονολογικὰ φτάνει μέχρι τον θάνατο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. 
Ὁ δεύτερος δίαυλος εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν προηγούμενο, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται δεχόμενος ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τοῦ μεγάλου στρατηλάτη καθώς σὲ αὐτὸν ἐντάσσεται ἡ μυθιστορία τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ ἀποκτᾷ μεγάλες φιλολογικές καὶ κατ' ἐπέκταση λαογραφικὲς διαστάσεις.
Ἡ τεράστια ἀποδοχὴ τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἀλέξανδρου ἀπὸ πλῆθος λαῶν -φαινόμενο μοναδικὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία- καὶ οἱ πραγματικὲς ἢ μυθολογικὲς περιγραφὲς τῶν κατορθωμάτων του, ὅπως ἐξιστοροῦνται στὴ Φυλλάδα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ἀπὸ τὸν ψευδο-Καλλισθένη συνέβαλλαν στὴν ὅλη ὑπόθεση.
 Μέσῳ αὐτῆς τῆς φιλολογίας οἱ κυνοκέφαλοι «πέρασαν» στὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία ἐνῶ ἡ ἀρχέγονη, ἰδιότυπη μορφὴ τοῦ κυνὸς ἢ καὶ τοῦ λύκου (λὺκ = φῶς) ἀποδόθηκε στὸν Ἅγιο Χριστόφορο.

 
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μυθολογία ἔχει διασώσει πολλὲς πληροφορίες γιὰ τοὺς σκυλόμορφους τῶν προϊστορικῶν χρόνων,  Π.χ. ὁ τρικέφαλος σκύλοςκέρβερος, φύλακας τοῦ Ἅδη, τὸν ὁποῖο οἱ Δωριεῖς συσχέτιζαν μὲ τὸν κυνοκέφαλο αἰγυπτιακὸ θεὸ Ἄνουβι, τὸν ψυχοπομπό. Πίστευαν ὅτι ὁ Κέρβερος, ἐπειδὴ εἶχε τρία κεφάλια ἦταν ἀρχικὰ ἡ θεὰ τοῦ θανάτου Ἐκάτη ἢ Ἑκάβη.

Ἡ θεά, ποὺ καὶ αὐτὴ ἦταν τριπλῆς φύσης, εἰκονιζόταν σὰν σκύλα, ἐπειδὴ τὰ σκυλιὰ τρῶνε σάρκες πτωμάτων καὶ ἀλυχτοῦν στὸ φεγγάρι.
Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς κατεβαίνει στὸν Τάρταρο γιὰ νὰ αἰχμαλωτίσει τὸν Κέρβερο (12ος ἆθλος), ἦταν ἡ τρικέφαλη Ἐκάτη ποὺ τὸν ὑποδέχθηκε ὡς Κέρβερος.
Θεωροῦνταν θανατηφόρα ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν Κέρβερο ἀφοῦ ὅταν γαύγιζε ράντιζε μὲ τὸ σάλιο του τὰ πράσινα λιβάδια καὶ ἔκανε νὰ φυτρώνει τὸ δηλητηριῶδες φυτὸ στριγγλοβότανο, ποὺ τὸ ὀνόμαζαν καὶ φυτὸ τῆς Ἐκάτης.


Ἡ Ἐκάτη ἢ Ἀγριόπης (=αγριοπρόσωπη), μιὰ πανάρχαια θεὰ τοῦ μητριαρχικοῦ κύκλου, ταυτισμένη ἐν πολλοῖς καὶ μὲ τὴ Σελήνη ἢ τὴν Ἄρτεμη, δύο ἄλλες φεγγαροθεές, εἶχε κόρες τίς Ἔμπουσες (= αὐτὲς ποὺ παραβιάζουν), θηλυκοὺς δαίμονες τῆς ἀποπλάνησης, οἱ ὁποῖες μεταμορφώνονταν (ἀνάμεσα σὲ ἄλλα) καὶ σὲ σκύλες.


Ἡ Ἐκάτη, ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μορφὴ τῆς Σκύλας (= αὐτὴ ποὺ σκίζει), θεωρεῖται ὅτι θήλαζε τὸν Ἀσκληπιό, τὸν ἡμίθεο τῆς Ἰατρικῆς καὶ γι' αὐτὸ ἀπὸ τότε τὸν συνοδεύει σὲ κάθε ἀναπαράσταση ἢ ἀπεικόνιση τοῦ.
Ἄλλη σημαντικὴ ἐκδοχὴ γιὰ τὴν Ἐκάτη εἶναι ὅτι γέννησε μιὰ κληματόβεργα καὶ ἔφερε τὸ ἀμπέλι στὴν Ἑλλάδα, καὶ αὐτὴ ἡ ἐκδοχὴ εἶναι ὁ ἀρχαιότερος ἑλληνικὸς μῦθος γιὰ τὴν πρώτη παρουσία τοῦ κρασιοῦ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο.
Ἡ ταύτιση φαίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλο γεγονός- μιὰ μεταμόρφωση τῆς Ἐκάτης ἦταν σὲ Μαίρα (ἡ ἄλλη ἦταν σὲ «Σκύλα»), ποὺ ἀποτελοῦσε τὸ σύμβολο τῆς Σκύλας στὸν οὐρανό, δηλαδὴ ἦταν ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Μικροῦ Κυνός.

Ἡ ἐξήγηση γι' αὐτὸ ἦταν ἡ ἑξῆς: ὅταν ὁ Διόνυσος θέλησε νὰ ἐξαπλώσει τὴν καλλιέργεια τῆς ἀμπέλου στὴν Ἀττικὴ ἔπεισε τὸν βασιλιᾶ Ἰκάριο νὰ τὸ κάνει. 
Ὅταν ὁ τελευταῖος ἔφτιαξε κρασὶ πρόσφερε ἀπὸ αὐτὸ σὲ βοσκοὺς τῆς Ἀττικῆς γιὰ νὰ τοὺς κάνει νὰ τὸ συνηθίσουν.
Τὸ κρασί, ὅμως, ἦταν ἄκρατος οἶνος (δὲν ἦταν δηλαδὴ κρασὶ ἤτοι ἀνακατεμένο μὲ νερό), ὁπότε γρήγορα τοὺς ζάλισε καὶ νιώθοντας ἄσχημα, νόμισαν ὅτι ὁ Ἰκάριος προσπάθησε νὰ τοὺς δολοφονήσει.
Τότε, μέσα στὴ ζάλη τους, τὸν σκότωσαν καὶ τὸν ἔθαψαν σ' ἕνα μέρος ποὺ κράτησαν μυστικό.
 Ὅμως τὴν ταφὴ εἶδε ἡ σκύλα του Ἰκάριου ἡ Μαίρα, ἡ ὁποία ὁδήγησε ἐκεῖ τὴν κόρη τοῦ Ἠριγόνη ποὺ τὸν ξέθαψε καὶ τὸν ἔθαψε ἀλλοῦ μὲ τίς ἀνάλογες τιμές.
Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστὴ καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν κατάρα τῆς Ἠριγόνης στοὺς Ἀθηναίους. Λόγῳ τῆς πράξης τῆς αὐτῆς ἡ Μαίρα κέρδισε μιὰ θέση στὸν οὐρανὸ καὶ ἔγινε τὸ ἄστρο Μικρὸς Κύων, ποὺ ὅταν ἔβγαινε στὸν οὐρανὸ οἱ βοσκοὶ τοῦ Μαραθῶνα Ἀττικῆς του πρόσφεραν   θυσίες
.
Ἄλλη μεταμόρφωση τῆς Ἐκάτης ἦταν στὴ γνωστὴ Σκύλλα τοῦ ὁμηρικοῦ ἔπους Ὀδύσσεια. Ὁ θρῦλος διηγεῖται ὅτι ἡ Σκύλλα ἦταν κάποτε μιὰ πανέμορφη κοπέλλα. κόρη τῆς Ἐκάτης Κραταιΐδας ἀπὸ τον φόρκυνα ἢ τὸν Φόρβαντα -ἢ τῆς Ἔχιδνας ἀπὸ τὸν Τυφῶνα, τὸν Τρίτωνα ἢ τὸν Τυρρηνό- ἀλλὰ ὕστερα μεταμορφώθηκε σ' ἕνα φοβερὸ σκυλάμορφο τέρας, μὲ ἕξι κεφάλια καὶ δώδεκα πόδια. 
Ἡ Σκύλλα γαύγιζε σὰν μικρὸ κουτάβι καὶ ταυτιζόταν μὲ τὰ κόκκινα σκυλιὰ τοῦ ψυχοπομποῦ Ἄνουβι.
Ἄλλη πληροφορία γιὰ κυνοκέφαλα ὄντα προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Τζέτζη (Εἰς τὸν Λυκόφρονα, 45 καὶ 50), ὁ ὁποῖος «...ἀναφέρει κάτι ποὺ φαίνεται νὰ ἔχει ἐσφαλμένα συναχθεῖ ἀπὸ ἀρχαία,ἀρχαῖα ἀγγειογραφία, ὅπου ἡ Ἀμφιτρίτη στέκεται δίπλα σὲ μιὰ πηγὴ ποὺ τὴν ἔχει καταλάβει ἕνα κυνόμορφο τέρας- ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ ἀγγείου εἶναι ἕνας πνιγμένος ἥρωας ποὺ περιβάλλεται ἀπὸ δύο τριάδες κυνοκέφαλες θεὲς στὴν εἴσοδο τοῦ Κάτω Κόσμου».
 Μὲ κυνοκέφαλες θεὲς ποὺ τὴ συνοδεύουν ἀπεικονίζεται ἡ Ἐκάτη, τὰ γνωστὰ στὴ φιλολογία ὡς «κυνοκέφαλα φάσματα τῆς Ἐκάτης», ἀπεικονίσεις ποὺ διασώζονται ἀκόμα καὶ σὲ χριστιανικὰ χειρόγραφα καὶ κώδικες, ὅπως π.χ. αὐτὸς τοῦ Παναγίου Τάφου" ἢ τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Παρισιοῦ".

Ἀπό το χῶρο τῆς μυθολογίας καὶ περνῶντας στὸ χῶρο τῆς ἱστορίας καὶ τῆς φιλολογικῆς παράδοσης εἶναι φανερὸ ὅτι ὅσα στοιχεῖα διαθέτουμε προέρχονται ἀπὸ καταγραφὲς ἐκστρατειῶν τῶν διαφόρων ἡρώων καὶ μυθικῶν (;) προσώπων σὲ ἄγνωστους τόπους μακρινούς, ὅπως π.χ. τοῦ Ἡρακλῆ, τοῦ Περσέα, τοῦ Θησέα, τοῦ Ἰάσονα κ.α.
 Εἰδικὰ γιὰ τοὺς σκυλόμορφους («Ἠμίκυνες»), πλάσματα ἀνθρώπινα μὲ κεφάλι σκύλου, γράφει πρῶτος ὁ Ἡσίοδος καὶ κατόπιν ὁ Αἰσχύλος, ποὺ μιλᾷ γιὰ «κυνοκέφαλους», ἐνῶ ἄλλοι περιγράφουν τέτοια τέρατα ποὺ συναντῶνται στὰ ταξίδια τῶν Ἑλλήνων ἀνατολικά, κυρίως στὴν Ἰνδία, σὲ ἐποχὲς ἀκόμα πρὶν τὴν ἄφιξη ἐκεῖ τοῦ Ἀλέξανδρου.

Ἡ ἐπαφὴ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὴν Ἰνδία εἶναι πολὺ παλιά.

Σύμφωνα μὲ το θρῦλο, τὴ χώρα αὐτὴ εἶχε ἐπισκεφτεῖ ὁ θεὸς Διόνυσος καὶ ἡ ἀκολουθία του καὶ εἶχε διδάξει στοὺς κατοίκους της τὴν καλλιέργεια τῆς ἀμπέλου καὶ τὴν παραγωγὴ κρασιοῦ.

Πέρα ἀπό το μῦθο, ὅμως, ἡ ἱστορία ἔχει διασώσει πραγματικὲς ἐπαφὲς μὲ αὐτὴ τὴ χώρα καὶ πρῶτος, ἀπὸ ὅλους ὅσους τὴν ἀναφέρουν, εἶναι ὁ Σκύλαξ ὁ Καρυανδεὺς (520 π.Χ.) στὸ ἔργο τοῦ Γῆς περίοδος. 
Ὁ πρῶτος αὐτὸς Σκύλαξ, γιατί ὑπάρχει καὶ ἕνας νεότερος μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα γύρῳ στὸ 350 π.Χ., κατ' ἐντολὴ τοῦ Δαρείου τοῦ Κοδομανοῦ εἶχε διαπλεύσει τὸν Ἰνδὸ ποταμὸ καὶ ἐκτέλεσε περίπλου ἀπὸ τίς ἐκβολές του ἕως τὴν Ἀραβία καὶ τὸ Σουέζ". Δυστυχῶς ὁ Σκύλαξ δὲν ἀναφέρεται σὲ Κυνοκέφαλους, κάτι ποὺ κάνει ἐκτεταμένα ὁ Κτησίας.


Ὁ Κτησίας ὁ Κνίδιος (5ος-4ος αἰ. π.Χ.) εἶναι ὁ πρῶτος Ἕλληνας συγγραφέας ποὺ ἔγραψε βιβλίο εἰδικὰ γιὰ τὴν Ἰνδία, τὰ Ἰνδικά, τὸ ὁποῖο ἀπωλέσθηκε, ὅπως καὶ τὸ ἄλλο περίφημο ἔργο του τὰ Περσικά.
 Ὅμως τὰ γνωρίζουμε διότι, ἐκτὸς τῶν λίγων ἀποσπασμάτων ποὺ ἔχουν διασώσει διάφοροι συγγραφεῖς -ὅπως ὁ Αἰλιανός-, τὰ περιλαμβάνει ὁ Φώτιος στὴν περίφημη «Βιβλιοθήκη» του, γνωστὴ καὶ ὡς «Μυριόβιβλος». 
Ὁ Φώτιος, μιὰ ἀπὸ τίς μεγάλες πνευματικὲς προσωπικότητες τοῦ Βυζαντίου, διετέλεσε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τίς περιόδους 857-867 καὶ 877-886.

Κάποτε μὲ ἀπόφαση τῆς Βυζαντινῆς Γερουσίας διορίσθηκε «πρέσβης στοὺς Ἀσσυρίους». Προτοῦ ἀναχωρήσει, συνέγραψε τὴ «Βιβλιοθήκη» ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ περίληψη 279 ἀκριβῶς βιβλίων ἀπὸ ὅσα εἶχε διαβάσει ὁ εὐρυμαθὴς Πατριάρχης, στὰ ὁποῖα ἀναφέρθηκε ἀπὸ μνήμης . 

Καὶ ἐπὶ τοῦ προκειμένου, τὸ ἔργο τοῦ Κτησία Ἰνδικὰ σαφέστατα εἶναι διαφοροποιημένο καὶ ὄχι ἀκριβές. Ἀντιπαρέρχομαι τὰ ὅσα «θαυμαστὰ» ἀναφέρει ὁ Κτησίας στὸ ἔργο του Ἰνδικὰ καὶ περιορίζομαι στὰ ὅσα ἔγραφε γιὰ τοὺς κυνοκέφαλους:

«Στὰ βουνὰ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ ζοῦν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν κεφάλι σκύλου. 
Τὰ ροῦχα τους εἶναι ἀπὸ δέρμα ἄγριων ζώων.
 Δὲν μιλοῦν καμμιὰ γλῶσσα ἀλλὰ γαυγίζουν σάν τα σκυλιὰ καὶ συνεννοοῦνται μὲ τὸν τρόπο αὐτό.
 Οἱ Ἰνδοί τους ἀποκαλοῦν "Καλύστριους" ποὺ σημαίνει "κυνοκέφαλοι". 
Τὰ δόντια τους εἶναι ἰσχυρότερα ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν σκύλων.
 Τοὺς βρίσκει κανεὶς μέχρι καὶ τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ. 
Εἶναι μαῦροι καὶ ἔχουν βαθὺ τὸ αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι Ἰνδοὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἄλλωστε εἶναι σὲ ἐπαφή.
 Καταλαβαίνουν τὴν γλῶσσα τῶν ἄλλων ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ τοὺς μιλήσουν. Συνεννοοῦνται μὲ νοήματα ὅπως οἱ κωφάλαλοι.
το ἔθνος τους ἀριθμεῖ 120.000.»

Οἱ κυνοκέψαλοι ποὺ κατοικοῦν στὰ βουνὰ δὲν κάνουν καμμιὰ δουλειά. 
Ζοῦν ἀπὸ τὸ κυνήγι, τὸ κρέας τοῦ ὁποίου ξηραίνουν στὸν ἥλιο. 
Ἔχουν πρόβατα, κατσίκες καὶ ὄνους. Πίνουν γάλα καὶ ξυνόγαλα. 
Τρῶνε ἐπίσης τὸν καρπὸ τοῦ "σιπταχόρου" ποὺ εἶναι γλυκὸ καὶ ποὺ οἱ Ἰνδοὶ ξεραίνουν ὅπως οἱ Ἕλληνες τὴ σταφίδα.

»Οἱ κυνοκέφαλοι κατασκευάζουν σχεδία στὴν ὁποία φορτώνουν τοὺς ξεροὺς αὐτοὺς καρπούς, τὸ ἄνθος τῆς πορφύρας καθαρισμένο καὶ τὸ ἤλεκτρο, τὰ ὁποῖα ἀνταλλάσονν μὲ τοὺς Ἰνδοὺς ἔναντι ἄρτων, ἀλευριοῦ καὶ βαμβακερῶν ρούχων.
 Ἀγοράζουν ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ξίφη ποὺ χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ κυνηγήσουν ἄγρια θηρία, ἀκόμη δὲ καὶ τόξα καὶ ἀκόντια, στὴ χρήση τῶν ὁποίων εἶναι ἐξαιρετικὰ ἱκανοί. 
Εἶναι ἀήττητοι γιατί ζοῦν στὰ ψηλὰ βουνὰ ποὺ εἶναι ἀπρόσιτα. Κάθε τρία χρόνια ὁ βασιλιᾶς τους χαρίζει 300.000 βέλη, 120.000 ἀσπίδες καὶ 500.000 ξίφη.

»Οἱ κυνοκέφαλοι δὲν ζόuν σὲ σπίτια. Ζοῦν σὲ σπήλαια, κυνηγοῦν θηρία μὲ τόξα καὶ ἀκόντια. Εἶναι τόσο γρήγοροι ὥστε ξεπερνοῦν τὰ θηρία αὐτὰ στὸ τρέξιμο.

»Οἱ γυναῖκες τους λούζονται μιὰ φορά το μῆνα ὅταν ἔλθει ἡ περίοδο τους -ποτὲ ἄλλοτε. 
Οἱ ἄνδρες δὲν λούζονται ἀλλὰ τρίβονται μὲ κάποιο λάδι ποὺ βγάζουν ἀπὸ τὸ γάλα καὶ σκουπίζονται μὲ δέρματα. Ντύνονται μὲ λεπτὰ δέρματα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες.

Οἱ πλουσιότεροι φοροῦν λινὰ ἀλλὰ εἶναι λίγοι.
 Δὲν ἔχουν κρεβάτια. 
Κοιμοῦνται σὲ στρώματα ἀπὸ φύλλα δέντρου.
 Ὁ πλοῦτος ὑπολογίζεται μὲ βάση τὸν ἀριθμὸ τῶν προβάτων. Κατὰ τὰ λοιπὰ ὅμως εἶναι ἀρκετὰ ἰσόνομα κατανεμημένος.

»Ὅλοι τους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἔχουν οὐρὰ ὅπως τα σκυλιά.

Οἱ ἄνδρες ἑνώνονται μὲ τὴν γυναῖκα "τετραποδιστί", ὅπως καὶ πάλι τα σκυλιά. Εἶναι δίκαιοι καὶ ζοῦν μέχρι 200 χρόνια».

ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἑλλήνων ὡς τὸν Πάπα Πιὸ τὸν Β'. Μερικοὶ συγγραφεῖς ἢ καλλιτέχνες περιέγραψαν ἢ ἀπεικόνισαν τέρατα, ποὺ ἀναπαριστοῦσαν ἄλλωστε καὶ τὰ γλυπτὰ τῆς ρωμαϊκῆς ἐποχῆς.

 
Πολὺ συχνὰ πράγματι παρίσταναν ἀνθρώπους μὲ κεφάλια σκύλων, μὲ μακριὰ αὐτιά, ἀνθρώπους φυτά, κενταύρους καὶ ἀνθρώπους κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶα». 
Ἄρα ἦταν φαινόμενο ποὺ παρουσιάστηκε καὶ ἀλλοῦ ἐκτὸς Ἑλλάδος.
 Ὁ Ἠeers ἀναφέρει ὀνομαστικὰ κάποιον Ὀderic De Paderne «...ποῦ εἶχε ἐπισκεφθεῖ ὡρισμένες περιοχὲς τῆς Ἀσίας καὶ ποὺ διηγεῖται ὅτι συνάντησε πυγμαίους τριῶν σπιθαμῶν καὶ κυνοκέφαλους καὶ ἄλλα τερατόμορφα ὄντα...», ἐνῶ προσθετικὰ σημειώνεται καὶ ὁ Μάρκο Πόλο, ποὺ ἀναφέρει ὅτι κυνοκέφαλοι ζοῦσαν στὸ ἀρχιπέλαγος τοῦ Ἀdaman.

Ὅμως δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει κάτι. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κτησία (5ος αἰ. π.Χ.) ἕως τὸ 1500 μ.Χ. (Κολόμβος) μεσολαβοῦν 2000 χρόνια καὶ δεδομένου ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Κτησία Ἰνδικὰ ἀπωλέσθηκε, πρέπει νὰ βροῦμε ἀπὸ ποιά πηγὴ ἀντλήθηκε αὐτὴ ἡ παράδοση γιὰ τὴν ὕπαρξη κυνοκέφαλων ἀνθρώπων. Ἀλλὰ πρὶν φτάσουμε στὸν ἐνδιάμεσο κρίκο, πρέπει νὰ δοῦμε κάτι ἄλλο: τὴ σχέση τοῦ «κυνοκέφαλου» μὲ ἀντίστοιχα αἰγυπτιακὰ πρότυπα.

Πράγματι δὲν μπορεῖ νὰ περάσει ἀπαρατήρητη ἡ ταύτιση καὶ ἡ ὀνομασία.
 Ἡ ἑλληνικὴ λέξη Κυνοκέφαλος σαφέστατα ἀναφερόταν στὸν ἱερὸ μπαμπουΐνο τῆς αἰγυπτιακῆς θρησκείας, ποὺ εἶχε μορφὴ σκύλου, καὶ ὁ Reau στὸ θαυμαστὸ ἔργο του συνδέει τὸν Κυνόμορφο Ἅγιο Χριστόφορο μὲ τὸν Αἰγύπτιο θεὸ Ἄνουβι ποὺ εἶχε κεφάλι τσακαλιοῦ.
 Ὡστόσο ἡ μεταγενέστερη εὐρωπαϊκὴ παράδοση γιὰ τοὺς κυνοκέφαλους δὲν ὀφείλεται σὲ ἑλληνικῆς προέλευσης πηγή, ἀλλὰ στὸν Πλίνιο καὶ στὸ ἔργο του Φυσικὴ Ἱστορία (βιβλ. 7, 2.), στὸ ὁποῖο φυσικὰ προστέθηκαν καὶ ὅσα ἀναφέρονται στὴ σχετικὰ μὲ τὸν Μ. Ἀλέξανδρο φιλολογία, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτὴ καὶ ἀπὸ Ἄραβες λόγιους μεταγενέστερων ἐποχῶν. Καὶ βέβαια αὐτὴ ἡ ἀλληλουχία εἶναι μιὰ θαυμάσια ἀπεικόνιση τῆς διάδοσης τῶν ἰδεῶν (καὶ ἰδεοληψιῶν) ἀπὸ τὸν ἕναν πολιτισμὸ στὸν ἄλλο.


Ἡ μυθιστορία τοῦ Ἀλέξανδρου

 
Στὴ γνωστὴ παραλλαγὴ τοῦ μυθιστορήματος τοῦ Ψευδο-Καλλισθένη Τὸ Μυθιστόρημα τοῦ Ἀλέξανδρου, ποὺ γνωρίζουμε καὶ ὡς Φυλλάδα τὸν Μέγ' Ἀλέξανδρου, θέμα στὸ ὁποῖο ἔχω ἀναφερθεῖ σὲ σχετικὸ ἄρθρο, ἀναφέρεται ἡ συνάντηση τοῦ στρατηλάτη μὲ τοὺς κυνοκέφαλους:


«...Ἀπ' αὐτοῦ ἡμέρας δέκα ἐδιάβη εἰς ἕνα τόπον, ὅπου ῆτον οἱ Σκυλοκέφαλοι. Τούτων τὸ κορμὶ ῆτον ἀνθρώπινον, τὸ κεφάλι σκύλινον, καὶ ἡ φωνή τους ἀνθρώπινη καὶ ἐπεριπατούσαν ὡσὰν σκυλιά. Ἐσκότωσεν ὁ Ἀλέξανδρος πολλοὺς καὶ ἀπὸ ἐκείνους, καὶ μετὰ δέκα ἡμέρας ἀφήνοντας τὸν τόπον τους, ἐπῆγε εἰς ἕνα χωρίον...»....

Αὐτὴ ἡ σύντομη ἀναφορὰ φαινομενικὰ εἶναι ἀρκετὴ ὥστε νὰ δικαιολογήσει τὴν ἔκταση τῆς παρουσίας κυνοκέφαλων στοὺς μεταγενέστερους χρόνους καί την τόσο ἔντονη ἐπιρροή τους στὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία καὶ στὸ Χριστιανισμὸ ἐν γένει.

 

Ὅπως φαίνεται, ὅμως, ἡ μυθιστορία τοῦ Ἀλέξανδρου εἶχε ἄλλη, πολὺ μεγαλύτερη διεισδυτικὴ ἱκανότητα καὶ δὲν ὑπῆρξε ἕνα ἀκόμη ἑλληνικὸ μυθιστόρημα ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ἄλλα τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς.

Αὐτὴ ἡ ὑπὲρ τὰ ὅρια  καὶ ἀποδοχὴ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου  συνέβῃ φυσικὰ. 


Ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικούς, ἐρευνητὲς καὶ μελετητὲς τῆς λογοτεχνίας εἶναι σήμερα ἀποδεκτὴ ἡ ἄποψη ὅτι τὸ λογοτεχνικὸ εἶδος ποὺ γνωρίζουμε ὡς μυθιστόρημα ἀποτελεῖ μιὰ ἑλληνικὴ συνεισφορὰ στὴν παγκόσμια λογοτεχνία.

 



Στὴν παράδοση γιὰ τὴν ἐπαφὴ τοῦ Ἀλέξανδρου μὲ τοὺς κυνοκέφαλους ἀνήκει μιὰ λαογραφικὴ ἀναφορὰ ἀπὸ τὴ Ρουμανία, καὶ εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς διάστασης ἀλλὰ καὶ παραμόρφωσης τοῦ μύθου:

                               

 

«Ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν μέγαν Ἀλέξανδρο νὰ τιμωρήσει τοὺς κακούς. Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἐνίκησε τὸν Βασιλέα Πῶρο, τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἐφυλάκισε μέσα στὰ σκοτεινὰ κοιλώματα μιᾶς λοφοσειράς, ποὺ ἔκλεινε τοὺς σκυλοκέφαλους.

      Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Πῶρος δὲν ἠμπορεῖ νὰ βγεὶ παρὰ στὸν κατοπινὸ καιρό. 

Πάνω ἀπὸ τοὺς λόφους αὐτοὺς ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔμπηξε μιὰ φούρκα (δίκρανο) καὶ τοῦ ἔβαλε μιὰ καμπάνα ποὺ κτυπᾷ μονάχη της μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀέρα.

 Οἱ σκυλοκέφαλοι, ὅταν ἀκοῦνε τὴν καμπάνα, ξέρουν πὼς ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι ἐκεῖ καὶ τοὺς φυλάει. Αὐτοὶ θὰ βγοῦν στὸν κατοπινὸ καιρὸ καὶ θὰ ἀρχίσουν τὴ δουλειὰ ποὺ γι' αὐτοὺς τοὺς προώρισε ὁ θεός. 

Οἱ σκυλοκέφαλοι ἔχουν ἕνα μάτι στὸ μέτωπο κι ἕνα στὸν τράχηλο. 

Εἶναι βίαιοι καὶ ὑπερβολικὰ κακοί. Ἡ ὁμιλία τους εἶναι ἄσχημη. Πιάνουν τοὺς ἀνθρώπους καί, ἀφοῦ τοὺς λιπαίνουν, τοὺς ψήνουν στὸ φοῦρνο καὶ τοὺς τρῶνε».


Τὰ ἴδια περίπου ἀναφέρει καὶ ἡ ἑπόμενη παράδοση:

 

«Ὁ ἀέρας κινεῖ τὰ καράβια στὶς θάλασσες καὶ καθαρίζει τὴν ἀτμόσφαιρα ἀπὸ τὰ κακά. Αὐτὸς κτυπᾷ καὶ τὴν καμπάνα, ποὺ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔβαλε ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόφους, ὅπου εἶναι, κλεισμένοι οἱ σκυλοκέφαλοι, ποὺ θὰ βγοῦν ἔπειτα ἀπὸ καιρούς».

Οἱ δύο αὐτὲς παραδόσεις ποὺ σαφέστατα ἀνήκουν στὸν κύκλο περὶ Μ. Ἀλεξάνδρου, παρουσιάζουν μιὰ νέα ἐκδοχή- εἰσβάλλουν στὴν ὅλη μυθιστορία τῶν μονόφθαλμων-ἀνθρωποφάγων (κύκλωπες;), τοὺς ἐπονομαζόμενους καὶ μονομμάτηδες, ἐνῶ ἕνας μονομμάτης δράκος ἀναφέρεται σὲ παραμύθι ἀπὸ τὴν Κερασούντα. Ἀκόμα μιλοῦν ἢ ὑπαινίσσονται ὄντα μὲ τρία μάτια, γνωστοὺς ὡς Τριαμμάτες, ποὺ καὶ αὐτοὶ σχετίζονται μὲ τοὺς κύκλωπες σύμφωνα μὲ δημώδεις παραδόσεις.

 

                               
Ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ἀnsbacher, ὁ μῦθος τῶν κυνοκέφαλων ὑπάρχει καὶ στὴν ἀραβικὴ φιλολογία, κάτι ποὺ εἶναι φανερὸ στὸ ἔργο τοῦ Ἄραβα λόγιου Ἀl-Qazwini, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται σὲ μιὰ φυλὴ κυνοκέφαλων ποὺ εἶχαν πρόσωπο σκύλου, σῶμα ἀνθρώπινο καὶ φτερά(!), μιὰ παραλλαγὴ τοῦ μύθου ποὺ δὲν συναντᾶμε πουθενὰ ἀλλοῦ. Μιὰ δεύτερη παραλλαγὴ θέλει τοὺς κυνοκέφαλους μὲ δύο σώματα(!) καὶ ὑπάρχουν σχετικὰ ἀπεικονίσεις τους στὰ ἔργα τοῦ Wolfhardt ἢ τοῦ Aldrovandi.

Ὡς ὄντα μὲ διπλὴ σωματικὴ ἐμφάνιση -ἀνθρώπου καὶ σκύλου- οἱ κυνοκέφαλοι ἐμφανίζονται κυρίως στοὺς σλαβικοὺς λαούς, ὅπου ἡ λαϊκὴ φιλολογία τοὺς θεωρεῖ καννίβαλους καὶ μερικὲς φορὲς τοὺς ταύτιζαν μὲ τοὺς Τάρταρους (236), καὶ στὴν Ἑλλάδα ἔχουμε σχετικὲς ἀναφορές, ὅπως ἀναφέρει ὁ Οἰκονομίδης: «Ἐν Θράκῃ διηγοῦνται ὅτι "οἱ κυνοκέφαλοι ἀπ' ἐμπρὸς εἶναι ἄνθρωποι καὶ ἀπὸ πίσω σκύλοι ἀπ' ἐμπρὸς μιλοῦν καὶ ἀπὸ πίσω γαυγίζουνε ἀπ' ἐμπρὸς σὲ καλοπιάνουνε καὶ ἀπὸ πίσω σὲ τρῶνε". Ἐν Λακεδαίμονι παραδίδονται ὅτι οὗτοι κατοικοῦσαν παρὰ τὴν Βουρλιὰν καὶ ἔτρωγαν ἀνθρώπους. Εἰς ἑλληνικὰ τινὰ παραμύθια οἱ κυνοκέφαλοι εἶναι παραπλήσιοι πρὸς δράκους, ποὺ καταπολεμεῖ ὁ παραμυθιακὸς ἥρωας καὶ γίνεται κύριος τῶν θησαυρῶν αὐτῶν».

 
Ὁμοιότητα πρὸς τοὺς κυνοκέφαλους ἔχουν ἡ συκιένεζα τῶν Ἀλβανῶν, ὁ psoglavi τῶν Βουλγάρων καὶ οἱ capcani ἢ catsuni (κατσαοῦνοι) τῶν Ρουμάνων, ἔτσι γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ γενικότερη βαλκανικὴ ἰδέα περὶ κυνοκέφαλων. Ὑποθέτω ὅτι σὲ ἁδρὲς γραμμὲς αὐτὴ εἶναι μιὰ συνολικὴ σκιαγράφιση τοῦ ἱστορικοῦ προβλήματος ποὺ ἀφορᾷ στοὺς κυνοκέφαλους, τοὐλάχιστον μέχρι τὸ τέλος τοῦ Μεσαίωνα, ὁπόταν ἔχουμε καὶ πάλι μιὰ ἰδιάζουσα «ἔξαρση» πληροφοριῶν γύρω ἀπὸ τὸ θέμα, ὅπως ἔχω ἀναφέρει ἤδη.

Ἐκτὸς τοῦ Ὀderic de Paderne, τοῦ Φραγκισκανοῦ καλόγερου, ποὺ ἄλλοι ὀνομάζουν Oderico of Pordenone, τίς ἴδιες θεωρίες πρέσβευε καὶ ὁ John Mandeville, ἐνῶ ἡ ὅλη ἱστορία (ἀναφορὰ δηλ. σὲ τερατόμορφους ἀνθρώπους) ἐπιτάθηκε μὲ τίς ἀνακαλύψεις καὶ ἐξερευνήσεις τον 15ου αἰῶνα. Ὅμως ὅσο τὰ ὅρια τοῦ γνωστοῦ κόσμου ἐπεκτείνονταν λόγῳ αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν ἐξερευνητικῶν ταξιδιῶν, οἱ φῆμες γιὰ τὴν ὕπαρξη κάποιας φυλῆς κυνοκέφαλων ἀνθρώπων ὑπεχώρησαν καὶ οἱ πληροφορίες περιορίστηκαν στὸ μυθολογικὸ παρελθόν.
Προφανῶς αὐτὸ τὸ μυθολογικὸ παρελθὸν ἐπέζησε μέσῳ μιᾶς ἄλλης διαδικασίας: τῆς παρουσίας στὴ χριστιανικὴ ἱστορία καὶ εἰκονογραφία ἑνὸς ἁγίου μὲ κυνοκέφαλη ἐμφάνιση, τοῦ Ἁγίου Χριστόφορου, τοῦ προστάτη τῶν αὐτοκινητιστῶν.

Πῶς συνέβῃ τὸ καθόλα παράδοξο αὐτὸ φαινόμενο;

Ὅταν ὁ Χριστιανισμὸς ἑδραιώθηκε ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους, ποὺ γνωρίζουμε ὡς Βυζάντιο, εἰδικὰ ἀπὸ τὸν 4 ἕως τὸν 6ο αἰῶνα, οἱ λεγόμενοι παγανιστές, δηλαδὴ οἱ Ἐθνικοί, οἱ Ἕλληνες Δωδεκαθεϊστὲς ὑπέστησαν δεινοὺς διωγμοὺς καὶ ἡ θρησκεία τους ἀπαγορεύθηκε τοὐλάχιστον ἐπισήμως διότι ἐν κρυφῷ αὐτὴ ἐπέζησε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἀκόμη.

Καὶ ὄχι μόνο ἐπέζησε, ἀλλὰ διέτρησε τίς λαϊκὲς δοξασίες περὶ χριστιανισμοῦ καὶ ἁγίων ἐμβολιάζοντας τες μὲ διάφορα παγανιστικὰ ἔθιμα, ὅπως τὰ χελιδονίσματα, τὰ λιθοβολία κ.λπ. Στὸ ἐπίπεδο τῆς τέχνης, μεταξὺ τῶν ἄλλων, αὐτὸ ὑλοποιήθηκε κυρίως μὲ τὴν παρουσία τοῦ κυνοκέφαλου Ἁγίου Χριστόφορου, μοναδικοῦ (μὲ τὴν ἔννοια τους παράδοξου) χαρακτηριστικοῦ τῆς βυζαντινῆς τέχνης, ὅπως τὸ παρουσίασε διεξοδικὰ σὲ σχετικὴ ἐργασία του ὁ Χ. Χοτζάκογλου.