Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΤΟ ΑΚΑΝΘΙΝΟ ΣΤΕΦΑΝΙ, Η ΧΛΑΜΥΔΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ...

2.000 χρόνια μετά, αὐτὰ ὑπάρχουν ἀκόμη γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν τὰ ὅσα πέρασε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ θυσιαστεῖ ἀπὸ ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο.
Στὴν Κωνσταντινούπολη εἶχαν μαζευτεῖ πάρα πολλὰ λείψανα καὶ ἀντικείμενα Ἁγίων, ἀακόμη καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν οἱ Παλαιολόγοι βασίλευαν τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, εἶχαν σὲ μεγάλη ἐκτίμηση τὸν Ὅσιο Λεόντιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπὸ τὴ Μονεμβασιὰ τῆς Πελοπονήσσου.


Ὁ Λεόντιος ἔχτισε τὴν Ἱερὰ Μονὴ Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας, καὶ οἱ Παλαιολόγοι γιὰ νὰ τοῦ δείξουν τὴ μεγάλη τους ἐκτίμηση, μετὰ τὸν θάνατό του, δώρισαν στὴ μονὴ ποὺ εἶχε χτίσει τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὰ ὁποῖα σώζονται ἄθικτα μέχρι σήμερα.


Οἱ πιστοὶ μποροῦν ἀκόμη καὶ σήμερα νὰ προσκυνήσουν μέρος τοῦ Ἀκάνθινου Στεφάνου.
Τὰ Ἄχραντα Πάθη τοῦ Χριστοῦ κατὰ καιροὺς μεταφέρονται καὶ σὲ διάφορους ἄλλους ναούς, σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ πιστοὶ ὅλης τῆς χώρας, νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ παίρνουν δύναμη, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζουν τίς δυσκολίες τῆς ἐποχῆς.


Τέλος, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Αἰγιαλείας ἀνήκουν καὶ ἄλλα λείψανα τὰ ὁποῖα ἀξίζει νὰ προσκυνήσετε, ὅπως τὴ σιαγόνα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, τμῆμα τῆς Κᾶρας τῆς Ἁγίας Κυριακῆς, τμῆμα της Κᾶρας τοῦ Ὁσίου Στεφάνου τοῦ Νέου. Ἐπίσης ἀπὸ κειμήλια ὑπάρχουν καὶ τὰ θαυμάσια χρυσοκέντητα πετραχήλια τῆς κεντήστριας Κοκώνας.




Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Μεγάλη Τετάρτη: Ἡ μετάνοια τῆς ἁμαρτωλῆς "κοινῆς"

Μεγάλη Τετάρτη: Ἡ μετάνοια τῆς ἁμαρτωλῆς "κοινῆς"



H Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμάει τὴ Μεγάλη Τετάρτη τὴ μεταμέλεια καὶ τὴ μετάνοια τῆς ἁμαρτωλῆς "κοινῆς" γυναίκας, ἡ ὁποία ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ μὲ μύρο καὶ τὰ σκούπισε μὲ τὰ μαλλιά της, ζητῶντας συγχώρεση ἁμαρτιῶν.
Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποιεῖ τὸ συγκεκριμένο περιστατικό, συγκρίνοντας τὴ μετάνοια της πόρνης μὲ τὸ φοβερὸ ὀλίσθημα τοῦ Ἰούδα καὶ παραλληλίζει τίς δύο ψυχικὲς καταστάσεις.
Ἡ πόρνη ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ μετανοεῖ, ἐνῶ ὁ Ἰούδας αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὴ φιλαργυρία καὶ ἀποχωρίζεται ἀπ' τὸ Θεό.
Τὴν Τετάρτη, μετὰ τὴν θριαμβευτικὴ εἴσοδό Του στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν στὸ σπίτι τοῦ λεπροῦ Σίμωνα γιὰ νὰ τὸν θεραπέυσει. Ἡ πόρνη πληροφορήθηκε αὐτὸ καὶ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ λεπροῦ, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Κύριο.
Ἐκεῖ, ἔριξε ἐνα μπουκάλι ἀπὸ πανάκριβο μύρο στὰ μαλλιὰ καὶ τὰ πόδια Του καὶ παράλληλα τὰ σκούπιζε μὲ τὰ μαλλιά της.



Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ, θεώρησαν τὴν πράξη αὐτὴ μεγάλη σπατάλη, ἀφοῦ θὰ μποροῦσαν νὰ πουλήσουν τὸ μύρο καὶ μὲ τὰ χρήματα ποὺ θὰ ἔπαιρναν νὰ βοηθοῦσαν τοὺς φτωχούς.
Ὁ Ἰησοῦς παίρνοντας τὸ μέρος τῆς γυναίκας, ἐπίπληξε τοὺς μαθητές του, λέγοντάς τους ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτὴ τοῦ ἔκανε καλό, ἀφοῦ με αὐτὸ τὸ μύρο τὸν ἑτοίμασε γιὰ τὴν ταφή. Τοὺς θύμισε ὅτι τοὺς φτωχοὺς θὰ μποροῦν νὰ τοὺς βοηθοῦν καθ' ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς τους, ἐνῶ Ἐκεῖνον θὰ τὸν ἔχουν γιὰ λίγο ἀκόμα.
Τὴν συγχώρησε γιὰ τίς ἁμαρτίες της καί, προφητικὰ μιλῶντας, εἶπε ὅτι ἡ πράξη της αὐτὴ θὰ ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο ποὺ θὰ κηρυχθεῖ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ἀποτελῶντας, αὐτὴ ἡ ἀναφορά, ἕνα μνημόσυνο γι' αὐτήν.
Μετὰ τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ στὸ σπίτι του Σίμωνα, ὁ Ἰούδας ἔφυγε καὶ πῆγε νὰ συναντήσει τοὺς Ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων.
Τοὺς ρώτησε τί θὰ τοῦ δώσουν γιὰ νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Χριστό, καὶ αὐτοὶ τοῦ ὑποσχέθηκαν τριάντα ἀργύρια.

Τὸ ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Τετάρτης   
τελεῖτέ  στῆς  ἐκκλησίες  μας    τὸ Μυστήριο τοῦ Μεγάλου Εὐχέλαιου

κατὰ τὶ  διάρκεια  τοῦ  ὁποίου  διαβάζονται  ἐπτὰ    εὐαγγέλια  καὶ     ἐπτὰ  εὐχὲς   εὐλογίται    μὲ  αὐτὸ  τόν  τρόπο   τὸ  λάδι   μὲ  τὸ  ὁποῖο  ὁ   ἱερέας    Σταυρόνη   τοῦς  πιστοὺς  στὸ  μέτωπο  στὸ   πηγούνι  στὰ  μάγουλα   καὶ  στῆς  παλάμες  προσφέροντας    Χάρη  καὶ  τὴν  εὐλογία  τοῦ   Ἰησοῦ  καὶ  τοῦ  ἁγίου  πνεύματος  τὸ.   Εὐχέλαιο    θεωρεῖται ὅτι     ἔχει  θεραπευτικὲς    ἰδιότητες  σὲ   κάποιες  περιοχές  τὴς    Ἑλλάδος   οἱ γυναῖκες   πηγαίνουν  στὸ  μεγάλο     Εὐχέλαιο  ἔχοντας   μαζί  τους  μία  σουπιέρα  μὲ  ἀλεύρι,  σὲ  αὐτὸ  στερεῶνουν  τρία  κεριά    τὰ  ὁποῖα  καῖνε  κατὰ  τὴν  διάρκειά  τοῦ  Εὐχελαίου ,  τὸ  ἀλεύρι  αὐτὸ  τὸ  χρισιμοποιοῦνε   γιὰ  νὰ  φιάξουν    τὰ  Κουλούρια  τὴ  ἐπόμενη  ἡμέρα  














Κυριακή 17 Απριλίου 2022

Γιατί λέμε τὴν ἑβδομάδα πρὶν τὴ Μεγάλη, «βουβὴ» ἢ «κουφή»;



H ἕκτη καὶ τελευταία ἑβδομάδα τῆς Μεγ. Σαρακοστῆς ὀνομάζεται "Ἑβδομάδα τῶν Βαϊων". Γιὰ ἕξι μέρες πρὶν τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαϊων ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας ὠθεῖ ν' ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστὸ καθὼς πρῶτος ἀναγγέλει τὸ θάνατο τοῦ φίλου Του καὶ κατόπιν ἀρχίζει τὸ ταξίδι Του στὴ Βηθανία καὶ στὴν Ἱερουσαλήμ.


Στὸ κέντρο τῆς προσοχῆς εἶναι ὁ Λάζαρος - ἡ ἀρρώστεια τοῦ, ὁ θάνατός του, ὁ θρῆνος τῶν συγγενῶν του καὶ ἡ ἀντίδραση τοῦ Χριστοῦ σ' ὅλα αὐτά.


Ἡ τελευταία ἑβδομάδα δηλαδὴ περνάει μὲ πνευματικὴ περισυλλογὴ πάνω στὴν ἐρχόμενη συνάντηση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ θάνατο - πρῶτα στὸ πρόσωπο τοῦ φίλου Του Λαζάρου, ἔπειτα στὸ θάνατο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ.


Πλησιάζει ἡ "ὥρα τοῦ Χριστοῦ" γιὰ τὴν ὁποία τόσο συχνὰ μιλοῦσε καὶ πρὸς αὐτὴν προσανατολιζόταν ὅλη ἡ ἐπίγεια διακονία Του.


Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἔγινε γιὰ νὰ βεβαιωθοῦμε γιὰ "Τὴν κοινὴν ἀνάστασιν". Εἶναι κάτι τὸ συναρπαστικὸ νὰ γιορτάζουμε κάθε μέρα γιὰ μιὰ ὀλοκληρη ἑβδομάδα αὐτὴ τὴ συνάντηση ἀνάμεσα στὴ ζωὴ καί το θάνατο, ποὺ ἀργὰ ἀργὰ πλησιάζει, νὰ γινόμαστε μέρος της, νὰ νιώθουμε μὲ ὅλο τὸ εἶναι μας αὐτὸ ποὺ ὑπονοεῖ ὁ Ἰωάννης μὲ τὰ λόγια του:"Ἰησοῦς ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας... ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν... καὶ ἐδάκρυσεν" (Ἰωάν. 11, 33-35).


Μέσα στὴ λειτουργικὴ ὁρολογία, τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ Κυριακὴ τῶν Βαϊων εἶναι ἡ"ἔναρξη τοῦ Σταυροῦ". (Ι.Μ.Π).


Παρὰ ταῦτα ὁ εὐσεβὴς λαός μας ἀποκαλεῖ τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ «κουφὴ» ἡ «βουβὴ» μὲ μοναδικὴ δικαιολογία ὅτι τὴν Ἑβδομάδα αὐτὴ δὲν τελοῦνται Ἀκολουθίες καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν σημαίνει οὔτε ἡ καμπάνα ὁπότε οὔτε λέμε (Ἀκολουθία) οὔτε ἀκοῦμε (Καμπάνα) αὐτὴν τὴν Ἑβδομάδα.

Ὅμως ἡ πραγματικότητα εἶναι ἄλλη.


Ἀρκεῖ μιὰ ματιὰ στὰ Λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ μᾶς πείσει ὅτι,ὄχι «βουβὴ» καὶ «κουφὴ» δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ Ἑβδομάδα ἀλλὰ ἀντίθετα ὅπως εἴδαμε καὶ πιὸ πάνω εἶναι πλήρης μηνυμάτων καὶ Θεολογικῶν ἐννοιῶν γύρω ἀπὸ τὸ Μυστήριο τοῦ θανάτου.


Παλαιότερα αὐτὸ ἐκαλλιεργεῖτο καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἱερεῖς σὰν μιὰ δικαιολογημένη ἴσως!! προσπάθεια γιὰ λίγη ξεκούραση λίγο πρὶν τὸν μεγάλο κόπο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδος.


Τὸ Τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπαγορεύει καὶ αὐτὴν τὴν Ἑβδομάδα τίς Ἀκολουθίες ποὺ τελοῦνται καθ' ὅλη τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Δηλ. Μεσονυκτικὸ Ὄρθρο, Ὧρες καὶ Ἑσπερινὸ τὸ πρωί,τὸ Μεγάλο Ἀπόδειπνο τὸ ἀπόγευμα, τὴν Προηγιασμένη Θ.Λειτουργία τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευὴ καθὼς καὶ τὸ Μικρὸ Ἀπόδειπνο μὲ τὸν κανόνα τοῦ Ἁγίου Λαζάρου τὴν Παρασκευὴ τὸ ἀπόγευμα.


Ἡ μοναδικὴ Ἀκολουθία ποὺ ἀπουσιάζει εἶναι ἡ Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὴν μοναδικὴ χαρμόσυνη νότα στὴν πένθιμη περίοδο ποὺ διανύουμε.

Τὸ ὅτι δὲν τελεῖται ἡ χαρμόσυνη Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τὴν Ἑβδομάδα αὐτὴ ὁδήγησε στὴν παρεξήγηση ; Ἴσως!

Ἡ τελευταία ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς(ἀφοῦ ἀπὸ τὴν Κυριακὴ ξεκινᾷ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα μὲ τὴν δική της νηστεία), εἶναι ἡ τελικὴ ἀποκάλυψη τοῦ νοήματος τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ποὺ εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ νηστεία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ χαρμολύπη καὶ ἡ ἐπαναβίωση τοῦ λατρευτικοῦ στοιχείου τῆς Ἐκκλησίας!

Ἄς φροντίσουμε νὰ μὴν χάσουμε τὰ ὅσα ἔχει νὰ μᾶς προσφέρει καὶ αὐτὴν τὴν Ἑβδομάδα ἡ Ἐκκλησία μας ξεφεύγοντας ἀπὸ ἐπιπόλαιες καὶ ἀνυπόστατες συμβουλὲς γύρω ἀπὸ τὴν Λατρευτική μας ζωή.


Ἐπίκαιρος καὶ εὔστοχος ὅπως πάντα ὁ λόγος τοῦ π.Μωυσέως τοῦ Ἁγιορείτου γιὰ τίς Ἅγιες Αὐτὲς καὶ Μεγάλες Ἡμέρες. «Πάντα τὴ Μεγάλη Παρασκευή, νά 'σαὶ μόνος σὰν τὸ Χριστὸ προσμένοντας τὸ τελευταῖο καρφί, τὸ ξύδι, τὴ λόγχη. Τίς ζαριὲς ν' ἀκοῦς ἀτάραχα στὸ μοίρασμα τῶν ὑπαρχόντων σου, τίς βλαστῆμιες, τίς προκλήσεις, τὴν ἀδιαφορία. Πρὶν τὴν Παρασκευὴ δὲν ἔρχεται ἡ Κυριακή, τότε λησμονὰς τὰ μαρτύρια τῶν δρόμων τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς τῆς ζωῆς μας. Μὴν ξαφνιαστεῖς, μὴ φοβηθεῖς στ' ἀπρόσμενο σουρούπωμα. Οἱ μπόρες τοῦ οὐρανοῦ δὲ στερεύουν. Ἡ ξαστεριὰ θά 'ρθεὶ τὸ Σαββατόβραδο. Τότε λησμονὰς τὰ μαρτύρια τῶν δρόμων τῆς μεγάλης Παρασκευῆς τῆς ζωῆς μας».





Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Ἡ Ψυχὴ στὴν σωκρατικὴ φιλοσοφία



Ἡ Ψυχὴ στὴν σωκρατικὴ φιλοσοφία
νὰ ἀποκαλυπτικὸ κείμενο γιὰ τὸ πῶς βλέπει τὸ θέμα τῆς ψυχῆς ἡ Ἐπιστήμη, ἀλλὰ καὶ ἡ Θρησκεία, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ὕπαρξη τῆς ψυχῆς εἶναι μία θεμελιώδης καὶ ἀκλόνητη ἀρχή! Κι ὄχι μόνο! Τί πρεσβεύει ἡ σωκρατικὴ φιλοσοφία γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου;
Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι μὲ τὸν ὅρο «ψυχή», καλοῦμε τὴν ζωτικὴ ἀρχή, ποὺ ξεχωρίζει στὴ φύση τὰ ζῶα ἀπὸ τὰ ἄψυχα ὄντα.
Μιὰ παραπέρα διάκριση μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ζώων θέτει τὸ πρόβλημα ἑνὸς πιὸ συγκεκριμένου ὁρισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἑνὸς ὁρισμοῦ ποὺ νὰ ἐξηγεῖ μὲ τὴν παρουσία τῆς ψυχῆς. τὴν πνευματικότητα (λογική, εὐαισθησία, ἠθικὴ κλπ.) ποὺ ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ζῶα.
Τὸ πρόβλημα τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶναι εὐνόητο, τέθηκε ἀπὸ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θρησκεία καὶ αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ θὰ γίνουμε πιὸ διεξοδικοὶ στὴν ἀνάπτυξη τῶν ἐπιχειρημάτων μας.


Ἡ φιλοσοφικὴ ἔννοια τῆς ψυχῆς

Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φυσιοκρατία των προσωκρατικῶν δὲν εἶχε μιὰ πραγματικὴ ἔννοια τῆς ψυχὴ καὶ γι' αὐτὸ δέχτηκε μιὰ οὐσία -ὁ ἀέρας κατὰ τὸν Aναξιμένη ἢ ἡ φωτιὰ κατὰ τὸν Ἡράκλειτο- ὡς ἀρχὴ τῆς ζωῆς τοῦ σύμπαντος καὶ ἑπομένως καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Πλάτωνας διετύπωσε τὴν πλήρη θεωρία της ψυχή: εἶναι οὐσία ἄϋλη, ἄφθαρτη καὶ ἑπομένως ἀθάνατη· ἀπὸ αὐτὴν ἐξαρτῶνται ἡ γνώση καὶ ἡ ἠθικότητα τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Ἀριστοτέλης ὅρισε τὴν ψυχὴ μορφὴ μιᾶς ὕλης, ἔτσι ποὺ τὸ ἄτομο παρουσιάζεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς στενῆς τοὺς ἀλληλοσύνδεσης. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅμως ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει πλέον μετὰ τὸν θάνατο.
Ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν ψυχή, οὐσιαστικὰ πολὺ πλησιέστερη στὴ θεωρία τοῦ Πλάτωνα, προσπάθησε σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ Μεσαίωνα νὰ συμβιβάσει τὸν αρἱστοτελισμὸ μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀθανασίας. Ἀλλὰ ἡ φιλοσοφία τῆς Ἀναγέννησης ἀπέδειξε τὸ ἀσυμβίβαστό τους καὶ ἐπανεξέτασε τὸ ἀριστοτελικὸ κείμενο ἀνεξάρτητα ἀπὸ θρησκευτικὲς προκαταλήψεις.
Ἀπὸ τὸν Ντεκὰρτ ἡ ψυχὴ θεωρήθηκε, κατὰ τὸν τρόπο τοῦ Aγίου Αὐγουστίνου, ὡς ἀτομικὴ συνείδηση στὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν Θεὸ καὶ ὡς πηγὴ κάθε βεβαιότητας. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ντεκὰρτ δέχτηκε τὴν ψυχὴ ὡς πνευματικὴ οὐσία.
Ἡ νομιναλιστικὴ πολεμικὴ ποὺ ἀκολούθησε ἐναντίον τῆς ἔννοιας τῆς οὐσίας, πρῶτα τὸν 17o καὶ ἀργότερα τὸν 18o αἰ., ἀποκάλυψε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ψυχῆς - οὐσίας εἶναι κενὴ καὶ ἀδιανόητη.

 
Συγχρόνως ἡ ἐμπειριοκρατία, μὲ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ ψυχικοῦ συνειρμοῦ, ἐπεξεργάστηκε τὴν ἰδέα της ψυχὴ ὡς δέσμης αἰσθήσεων.
Ἡ κατεύθυνση τῆς ἐμπειριοκρατίας ἐπηρέασε καὶ τὸν Κάντ, ποὺ πίστευε ὅτι ἡ συζήτηση γιὰ τὴν ψυχὴ δὲν μποροῦσε νὰ καταλήξει πουθενά.
Ὁ μετακαντιανὸς ἰδεαλισμὸς μετατόπισε τὸ ἐνδιαφέρον του πρὸς ὑπερατομικὲς ὀντότητες (ἀπόλυτο Ἐγώ, Πνεῦμα, Ἱστορία), ἐνῶ ὁ θετικισμὸς ξαναγύρισε στὴν ἀντίληψη τοῦ συνειρμοῦ, ποὺ ὑποστήριζε ἡ ἐμπειριοκρατία γιὰ τὴν ψυχή.

Ἡ θρησκευτικὴ ἔννοια τῆς ψυχῆς

Ἡ χριστιανικὴ θρησκεία διδάσκει ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι μιὰ οὐσία ἄϋλη, ἀθάνατη, δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ρυθμίζει τὴ ζωὴ τοῦ σώματος.
Ὡστόσο, αἴσθηση προκάλεσε στὸν γράφοντα μία τηλεοπτικὴ ἐκπομπὴ ὑπὸ τὸν τίτλον: «Ἀνιχνεύσεις», ποὺ παρουσιάζει ὁ ἐκλεκτὸς συνάδελφος κ Παντελὴς Σαββίδης στὸν κρατικὸ τηλεοπτικὸ δίαυλο ΕΤ-3, ὅπου ὁ προσκεκλημένος του καὶ γνωστὸς κληρικὸς καὶ θεολόγος κ Νικόλαος Λουδοβίκος, κάτοικος Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ἀνέπτυξε τὴν συγκλονιστικὴ θεωρία περὶ μιᾶς μορφῆς ὕλης τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι συστατικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν προσδοκώμενη ἀνάσταση!
Μάλιστα, γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴν ἐπιχειρηματολογία του, ἀνέφερε διάφορους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ποὺ ἔχει κάνει εἰδικὴ ἀναφορὰ στὴ θεωρία αὐτή!
Παρὰ ταῦτα, νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα: ἡ ψυχὴ εἶναι αὐτόνομη γιατί εἶναι πνεῦμα ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι ὕλη. «Ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ πνευματικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὸς ζεῖ, ἀντιλαμβάνεται καὶ εἶναι ἐλεύθερος».
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς ὑπάρχει ἑνότητα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ ὁ ἄνθρωπος συνθέτει μέσα του, μὲ τὴν ἴδια τὴ σωματική του ὑπόσταση, τὰ στοιχεῖα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἔτσι ποὺ αὐτὰ μέσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο φτάνουν στὴν ἔσχατη τελείωσή τους καὶ ἀποκτοῦν φωνὴ γιὰ νὰ ὑμνήσουν ἐλεύθερα τὸν Δημιουργό.
Μὲ τὸν θάνατο ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει αἰώνια. Ἡ ψυχὴ μὲ τὴν ἀθάνατη φύση της μπορεῖ ἀπὸ μόνη τῆς vα ἀντιπροσωπεύει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, ποὺ εἶναι ὑπεύθυνη ἀπέναντι στὸν Θεὸ γιὰ κάθε πράξη ποὺ ἔκανε στὴ Γῆ.
Ἡ χριστιανικὴ αὐτὴ ἀντίληψη δὲν βρίσκει ἀντιστοιχία σὲ ὅλες τίς θρησκεῖες καὶ ἀκόμα καὶ μέσα στὸν χριστιανικὸ κόσμο μερικὲς λαϊκὲς ἀντιλήψεις προϋποθέτουν ἰδέες περὶ ψυχὴ ποὺ διαφέρουν ἀπὸ τὰ διδάγματα τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν ἱστορία τῶν θρησκειῶν διατυπώθηκαν πολυάριθμες ἀντιλήψεις πάνω στὸ τί κατὰ προσέγγιση μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγεται ψυχή.

Μποροῦμε ὅμως νὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μιὰ τυπολογικὴ ταξινόμηση, ἀνατρέχοντας σὲ δύο στοιχειώδεις ἀντιλήψεις ποὺ μποροῦν νὰ συνδυαστοῦν κατὰ διαφόρους τρόπους: τὴ δυναμικὴ ἀντίληψη καὶ τὴν περσοναλιστικὴ ἀντίληψη.
Δυναμικὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ βλέπει κυρίως τὴν ψυχὴ ὡς ἀπρόσωπη δύναμη ποὺ κάνει τὸ σῶμα νὰ ζεῖ. Μερικὲς φορὲς ἡ δύναμη αὐτὴ ἑδρεύει σὲ ἕνα μέρος τοῦ σώματος ἢ ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ αὐτό.
Ἄλλες φορὲς ἡ ψυχὴ νοεῖται ὡς ζωτικὴ πνοή, ὅπως ἡ ἴδια ἡ ἀναπνοὴ τοῦ ἀνθρώπου: τὸ ἰνδικὸ ἀτμάν, τὸ ἑλληνικὸ ψυχή, τὸ λατινικὸ animus π.χ., ὅλες λέξεις, ποὺ ἐκφράζουν διάφορες ἀντιλήψεις περὶ τῆς ψυχῆς, προέρχονται ἀπὸ ρίζες ποὺ σημαίνουν τὴν πνοὴ τοῦ ἀνέμου ἢ τῆς ἀναπνοῆς.
Ἡ ἴδια ἡ λέξη πνεῦμα (ὅπως καὶ τὸ λατινικὸ spiritus), μὲ τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζεται ἡ οὐσία της ψυχή, σήμαινε ἀρχικὰ τόσο τὸν ἄνεμο ὅσο καὶ τὴν ἀναπνοή.
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε πὼς καὶ στὴ βιβλικὴ περιγραφὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεὸς «ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ (τοῦ ἀνθρώπου) πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γένεσις, Β, 7).
Περσοναλιστικὴ ἀντίληψη, ἀντίθετα, εἶναι αὐτὴ ποὺ θεωρεῖ τὴν ψυχὴ εἰκόνα τοῦ προσώπου, μὲ μορφὲς ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο ἀπεικονίζουν τὸ ζωντανὸ ἄτομο.              Χαρακτηριστικὴ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἡ ψυχὴ σκιά, τῆς ὁποίας μὲ μορφικὰ στοιχεῖα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν πραγματικῶν σκιῶν ποὺ ρίχνουν τὰ σώματα. Μιὰ παρόμοια ἀντίληψη βρίσκουμε π.χ. στὴν ἐτρουσκικὴ θρησκεία.


Ψυχιατρικὴ καὶ ψυχολογία

Ὅπως δείχνει ἡ ἐτυμολογία τῶν λέξεων (ψυχολογία = ἐπιστήμη τῆς ψυχῆς, ψυχιατρικὴ = ἰατρικὴ τῆς ψυχῆς), οἱ ἐπιστῆμες αὐτὲς μελετοῦν τίς ψυχικὲς λειτουργίες (συναίσθημα, νόηση, συνείδηση κλπ.) καὶ τίς ἀμοιβαῖες σχέσεις τους, τὰ διάφορα ἐπίπεδα ὡριμότητας ἢ τίς ἀνωμαλίες.
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι τελευταίως ὅλο καὶ πληθαίνουν οἱ πανεπιστημιακὲς σχολὲς ποὺ μελετοῦν τὸ θέμα τῆς ψυχῆς (γιὰ παράδειγμα, στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ὑπάρχει εἰδικὸ τμῆμα Ψυχολογίας), ἐνῶ ἀκόμη καὶ οἱ τηλεοπτικὲς ἐκπομπὲς θεωροῦν ἀπαραίτητη τὴν παρουσία ἑνὸς ψυχολόγου γιὰ κάθε θέμα ποὺ συζητοῦν.
Καὶ δὲν θὰ μιλήσουμε, ἀσφαλῶς, γιὰ τὴν ψυχιατρικὴ ἐπιστήμη ἡ ὁποία πολλὲς φορὲς καλεῖται νὰ δώσει ἀπαντήσεις καὶ νὰ ἐξηγήσει διάφορες δυσερμήνευτες ἢ δυσεξήγητες συμπεριφορὲς ἀτόμων τῆς κοινωνίας...

Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Πλάτωνος καὶ ἡ θεωρία περὶ ψυχῆς

Διαβάζοντας κανεὶς τὸ βιβλίο «Προσεγγίσεις στὸν Πλάτωνα», ἀπὸ τὴν Ὁμάδα Μελέτης Ἑλλήνων Συγγραφέων τοῦ 1ου Λυκείου Κερατσινίου, θὰ διαπιστώσει ὅτι:
«Τρεῖς εἶναι οἱ σφαῖρες, ποὺ κινεῖται ὁ φιλοσοφικὸς στοχασμὸς τοῦ Πλάτωνος: α) ὁ αἰσθητὸς κόσμος, β) ὁ κόσμος τῶν Ἰδεῶν καὶ γ) ὁ ὑπερβατικὸς κόσμο; τῆς Ἰδέας τοῦ ἀγαθοῦ ἢ τοῦ Θεοῦ.
Κεντρικὴ ἔννοια τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας, ποὺ ἁπλώνεται καὶ στοὺς τρεῖς αὐτοὺς κόσμους εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ψυχῆς.

Ἡ πλατω­νικὴ ἔννοια περὶ ἀνθρώπου, ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ φιλοσόφου, δὲν νοεῖται χωρὶς τὸν ἀγῶνα, ποὺ διεξάγεται στοὺς διάλογους γιὰ τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς καὶ χωρὶς τὴν μέρι­μνα γιὰ τὴν παιδεία της καὶ τὴν μεταφυσική της τύχῃ καὶ σωτηρία.
Ἡ ἔννοια τῆς ψυχῆς ταυτίζεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει μεταφυσι­κὴ ρίζα, καὶ τοῦτο σημαίνει, ὅτι ἡ ψυχὴ ὡς προσωπικὴ μονάδα εἶναι αἰώνια.
Ἡ κατα­νόηση τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς συμπίπτει μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν δυνάμεων, ποὺ τὴν συνι­στοὺν καὶ γενικῶς μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς ὅλης πνευματικῆς ζωῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ψυχὴ καὶ ἡ ἰδέα ἀνταποκρίνονται ἡ μία στὴν ἄλλη, ἡ ἑρμηνεία τῆς ψυχῆς εἶναι ἀδύνατον νὰ γίνει χωρὶς συνεχῆ ἀναφορὰ στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν.
Ὁ ἠθικὸς ἀγῶνας τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν πολιτεία, ὅπως καὶ ὁ μόχθος του γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως, εἶναι κεφάλαια τῆς ψυχικῆς ζωῆς, καὶ αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ κατανοηθοῦν, μόνον ἐφόσον ἀποκτήσουμε σαφῆ γνώση γιὰ τὴν οὐσία τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ τοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἡ ψυχὴ ἐκφράζεται καὶ δρᾷ.
Ὁ Πλάτων ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ψυχή, ἡ ὁποία εἶναι τὸ αἰώνιο στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, παραδέχεται καὶ μία ψυχὴ τοῦ κόσμου, μία ψυχὴ τοῦ σύμπαντος, ἡ ὁποία εἶναι στοιχεῖο καταστατικὸ τῆς δομῆς τοῦ κόσμου.
Ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ψυχῆς τοῦ σύμπαντος εἶναι γνήσια Ἑλληνικὴ καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν προσωκρατικὴ φιλο­σοφία, ἐνῶ ἡ ἔννοια τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς ἔρχεται ἀπὸ τὴν ὀρφικὴ καὶ πυθαγόρεια διδασκαλία. Ὅμως στὸν Πλάτωνα ἡ θρησκευτικὴ αὐτὴ ἰδέα περὶ ἀτομικῆς ψυχῆς μεταβάλλεται σὲ φιλοσοφικὴ καὶ θεμελιώνεται καὶ διαφωτίζεται μὲ κριτήρια λογικά. Ἡ ψυχὴ γίνεται τὸ κέντρο τῆς γνώσης καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας.»


Ἡ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΘΕΩΡΙΑ ΣΤΟΝ «ΦΑΙΔΩΝΑ»

Ἐὰν θελήσουμε τώρα νὰ κάνουμε μία εὐρύτατη περίληψη τοῦ διαλόγου τοῦ Πλάτωνος, ὅπως εἶναι ὁ «Φαίδων», μέσα στὸν ὁποῖο θὰ ἀναζητήσουμε καὶ τίς σκέψεις τοῦ Σωκράτους περὶ ψυχῆς, ἀφοῦ ὁ Πλάτων, κατὰ βάσιν, ἀπεικόνιζε τίς ἀπόψεις τοῦ διδασκάλου του, θὰ παρακολουθήσουμε τίς σκέψεις τῆς Ὁμάδας Μελέτης Ἑλλήνων Συγγραφέων, ἡ ὁποία, μέσα στὸ ἔργο «Προσεγγίσεις στὸν Πλάτωνα» γράφει, μεταξὺ ἄλλων, καὶ τὰ ἑξῆς:
Βρισκόμαστε στὸν Φλειούντα, πόλη στὰ νοτιοδυτικὰ τῆς Κορίνθου, κάπου ἀνάμεσα στὴν Σικυωνίδα καὶ τὴν Ἀργολίδα, δύο ἢ τρεῖς μῆνες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σωκράτους. Ἕνας Φλειάσιος, ὀπαδὸς τοῦ φιλοσόφου Πυθαγόρα, ὁ Ἐρράτης, παρακαλεῖ τὸν Φαίδωνα, μαθητῆ τοῦ Σωκράτους καὶ αὐτόπτη μάρτυρα τῶν τελευταίων στιγμῶν τοῦ μεγάλου δασκάλου, νὰ τοῦ ἀφηγηθεῖ τὸ τέλος τοῦ Σωκράτους καὶ ὅ,τι εἶπε, πρὶν πεθάνει.
Ὁ Φαίδων δέχεται νὰ μιλήσει καὶ ἀρχίζει νὰ ἀφηγεῖται τὴν συζήτηση, ποὺ ἔγινε στὴν φυλακὴ μεταξὺ τῶν Σωκράτους καὶ τῶν μαθητῶν καὶ φίλων του, τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του.
Ἔτσι, ἀρχίζει ἐκθέτοντας τὴν ψυχολογικὴ κατάσταση καὶ τὰ ὀνόματα τῶν παρευρισκομένων (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 1-2).

Οἱ φίλοι καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Σωκράτους ἔρχονται στὴν φυλακή.



Μὲ ἀφορμὴ τὴν θλιβερὴ ἀποχώρηση τῆς γυναίκας τοῦ Ξανθίππης, ὁ Σωκράτης παρατηρεῖ, ὅτι ὁ στε­νὸς σύνδεσμος μεταξὺ τοῦ εὐχάριστου καὶ τοῦ λυπηροῦ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει θέμα κάποιου μύθου τοῦ Αἰσώπου.
Ὁ Κέβης ρωτᾷ τὸν Σωκράτη, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀπορία τοῦ ποιητῆ Εὐήνου, γιατί στιχούργησε τοὺς μύθους τοῦ Αἰσώπου στὴν φυλα­κή.                     Ὁ φιλόσοφος ἀπαντᾷ, ὅτι τὸ ἔκανε, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἐξηγήσει κάποιο ὄνειρο τοῦ καὶ εὔχεται νὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ ὁ Εὔηνος σὲ αὐτὴν τὴν καλλιτεχνικὴ δραστη­ριότητα ὕστερα ἀπὸ λίγο.
Ὁ Σιμμίας ἐξεπλάγῃ, ὅταν ἄκουσε ἀπὸ τὸν φιλόσοφο, ὅτι ἐπιδιώκει τὸν θάνατο, καὶ ρωτᾷ μαζὶ μὲ τὸν Κέβητα τὴν γνώμη τοῦ Σωκράτους γιὰ τὴν αὐτοκτονία.
Ὁ Σωκράτης, τότε ἐξηγεῖ, ὅτι ὁ φιλόσοφος ἀποζητᾷ τὸν θάνατο, χωρὶς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ αὐτοκτονήσει.
Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ ψυχή μας βρίσκεται σὲ μία "φυλακὴ" καὶ ὡς κτήματα τῶν θεῶν ποὺ εἴμαστε, κατὰ τὸν Σωκράτη, δὲν ἐπι­τρέπεται σὲ καμμία περίπτωση νὰ διαπράξουμε αὐθαίρετη ἀπόδραση ἀπὸ αὐτὴν (τὴν φυλακή) (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 3-6).
Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων τοῦ Σωκράτους, ὅτι κανεὶς δὲν πρέπει νὰ αὐτοκτονεῖ, ὁ Κέβης παρατηρεῖ, ὅτι θὰ ἦταν βλακῶδες νὰ θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποχωρίζεται τοὺς θεούς, ποὺ φροντίζουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπιπλέον οἱ ἄνθρωποι ἀποτελοῦν χτή­ματα τούς.
Ρωτάει, ἔτσι, τὸν Σωκράτη, γιατί πρέπει νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸν θάνατο καὶ ἐκεῖνος ἀπαντᾷ, ὅτι ἡ ψυχὴ καὶ στὸν Ἅδη θὰ βρεῖ, πιθανότατα, ἀνθρώπους καλύτε­ρους ἀπὸ αὐτούς, ποὺ εἶναι στὴν γῆ καὶ ἀσφαλῶς θεοὺς ἐπίσης ἀγαθούς.
Παράλληλα, δὲν ὑπακούει σὲ σύσταση τοῦ δημίου, νὰ διακόψει τὴν συζήτηση (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 7-8).

Ὁ Σωκράτης, προσπαθῶντας νὰ ἀποκρούσει φαινομενικὴ ἀντίφαση, λέει, ὅτι ἂν ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι θάνατος, ὁ φιλόσοφος, ἐπειδὴ παραμελεῖ τὸ σῶμα καὶ φροντίζει τὴν ψυχή, ἐπειδὴ χωρίζει δηλαδὴ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχή, διώχνει τὸν θάνατο.

 
Ἔτσι ὁ φιλόσοφος στὴν ζωὴ κυνηγᾷ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας. Σ' αὐτὴν φτάνει ὄχι μὲ τίς αἰσθήσεις, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ξεγελάσουν ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν σκέψη, δηλαδὴ μέσῳ καθαρῆς διανοητικῆς ἐργασίας.
Πράγματι τὸ σῶμα μὲ τίς ἀδυναμίες του μόνον ἐμπόδια φέρνει στὴν ψυχή, ποὺ κυνηγᾷ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας.           Ἑπομένως, ἡ φιλοσοφία εἶναι ἐξάσκηση γιὰ τὸν θάνατο.
Ἡ ἀρετὴ συνίσταται στὴν ἀπαλλαγὴ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τίς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 9-11).
Ἀπὸ τὸ προηγούμενο συμπέρασμα τοῦ, ὁ Σωκράτης ὑποστηρίζει, ὅτι ὁ ἀληθινὸς φιλόσοφος τοῦ ὁποίου ὅλη ἡ ζωὴ εἶναι προετοιμασία γιὰ τὸν θάνατο, χαίρεται, ὅταν πεθαίνει, καθὼς μόνον μετὰ τὸν θάνατο, ὅταν δηλαδὴ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ σῶμα, θὰ βρεῖ τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας.
Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ὁ ἀληθινὸς φιλόσοφο; ἔχει τὴν ἀληθινὴ ἀνδρεία, ἀφοῦ δὲν φοβᾷται τὸν θάνατο, καὶ τὴν ἀληθινὴ σύνεση, ἀφοῦ παραμελεῖ τὸ σῶμα του καὶ τίς ἡδονές, ποὺ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τοῦ πρόσφερα· ἀντίθετα ἡ σύνεση καὶ ἡ ἀνδρεία τῶν πολλῶν εἶναι παρωδίες τῆς ἀρετῆς καί, κατά του ἱδρυτὲς τῶν μυστηρίων, αὐτὸς ποὺ θὰ ἔχει καθαρθεῖ, θὰ κατοικεῖ στὸν Ἄδῃ μὲ τοὺς θεοὺς καὶ μὲ ἀγαθοὺς φίλους.
Ἑπομένως ὁ φιλόσοφος, ποὺ ἐπιζητεῖ τὸν θάνα­το δὲν πρέπει νὰ τὸν φοβᾷται (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 12,13).
Σὲ ἔνσταση τοῦ Κέβητος, ὅτι ἡ χαρὰ τοῦ φιλοσόφου, ὅταν πεθαίνει εἶναι δίκαιολογημένη μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη, ὁ Σωκράτης ἀνα­λαμβάνει νὰ ἀποδείξει, ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Συνακόλουθα ὁ Σωκράτης ὑποστηρίζει, ὅτι, κατὰ γενικὸ κανόνα, τὸ ἀντίθετο δίνει γέννηση στὸ ἀντί­θετο τοῦ καὶ ἐξηγεῖ στὴν συνέχεια, ὅτι κάτι, ποὺ εἶναι μεγάλο, ἔγινε μεγάλο, ἐφόσον ἦταν προηγουμένως πιὸ μικρό.
Ἐὰν αὐτό, λέει, ἀληθεύει, συνεπάγεται, ὅτι τὰ ἀντί­θετα διαδέχονται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο χωρὶς σταμάτημα. Π.χ. ἡ κατάσταση τῆς ζωῆς, ἀντί­θετη στὴν κατάσταση τοῦ θανάτου, διαδέχεται τὸν θάνατο.
Αὐτὸ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν μία κατάσταση σὲ μίαν ἄλλη μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ πρὸς τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη κατεύθυνση, γιατί ἂν ἕνα πέρασμα δὲν πραγματοποιεῖτο παρὰ μόνον πρὸς μία κατεύθυνση, πάντα τὴν ἴδια, το κάθε τί θὰ ἔβρισκε τελικὰ μία σύγχυση σὲ μία ἀκίνη­τη μονάδα.
Ἄρα, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτή, ποὺ ἐφαρμόζεται στὴν ἀντίθεση μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, προκύπτει ὅτι δὲν πρέπει μόνο νὰ ὑπάρχει, ὅπως τὸ δείχνει ἡ ἐμπειρία, πέρασμα μόνο ἀπὸ τὴν ζωὴ πρὸς τὸν θάνατο, ἀλλὰ ἐπίσης πέρασμα καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή.
Ὁ θάνατος, λοιπόν, δὲν εἶναι μιὰ ἐξαφάνιση, ἀφοῦ οἱ ψυχὲς τῶν νεκρῶν βρίσκονται κάπου στὸν Ἅδη, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἐπανέλθουν στὴν ζωή. Ἄν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀναβίωση, ἡ μετεμψύχωση, θὰ εἴχαμε εὐθεῖα γραμμὴ ἀπὸ τὴν ζωὴ στὸν θάνατο, καὶ ὄχι κύκλο, ὁπότε τὰ πάντα θὰ ἐξαφανίζονταν (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 14-17).

0 διάλογος συνεχίζεται μὲ μία παρατήρηση τοῦ Κέβητος, ποὺ θὰ φέρει τὸ δεύτερο ἐπιχείρημα.
Ὁ Κέβης λέει, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν θεωρία τῆς ἀνάμνησης, ἔχουμε ὁπωσδήποτε μάθει παλαιότερα αὐτό, ποὺ ξαναβρίσκει τὸ μυαλό μας στὸ παρόν.
Ὁ Σωκράτης ἐπανέρχεται σὲ αὐτὴν τὴν θεωρία καὶ τονίζει, ὅτι ἡ ἀνάμνηση παρουσιά­ζεται, ὅταν ἀναφερόμαστε σὲ μίαν ἔννοια ἰδεατή, τὴν ὁποία ἴσως γνωρίσαμε, προτοῦ νὰ ζήσουμε σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Αὐτὸ ἀποδεικνύεται, καθὼς οἱ ἄνθρωποι, ὅταν καθοδηγοῦνται σωστά, βρίσκουν μόνοι του τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία ποτὲ πιὸ πρὶν δὲν διδάχτηκαν στὴν ζωή.            Ἄλλωστε κάθε ἀνάμνηση προϋποθέτει προηγούμενη γνώση, ἡ ὁποία ἀνακαλεῖται στὴν μνήμη, ὅταν βλέπουμε ὅμοιες ἢ παρόμοιες παραστάσεις.
Μαζὶ μὲ τὴν ἀνάπλαση ὁμοίων παραστάσεων συνδέεται καὶ ἡ κρίση μας γιὰ τὴν ὁμοιότητα ἢ μὴ αὐτῆς τῆς παράστασης πρὸς τὴν παλιότερη" ἐπειδὴ ἡ λειτουργία τῶν αἰσθήσεων, ἀπὸ τίς ὁποῖες ἀποκτοῦμε τίς παραστάσεις τῶν αἰσθήσεων, ἀρχίζει μὲ τὴν γέννηση, οἱ ἰδέες, μὲ τίς ὁποῖες συγκρίνουμε τὰ αἰσθητά, εἶναι ἤδη γνωστές, ἀπὸ ἐκείνη τὴν στιγμή, καθὼς θὰ ἔχουμε ἀσφαλῶς γνωρίσει αὐτὲς τίς ἰδέες πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση.
Ἄν γνωρίζουμε κάποιες ἰδέες πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση ἢ ἂν ἔχουμε αὐτές, καθὼς γεννιόμαστε καὶ γιὰ ὅλη μας τὴν ζωὴ ἢ ἂν τίς χάσαμε κατὰ τὴν γέννηση, τίς ἀπο­κτοῦμε ὕστερα μὲ τὴν βοήθεια τῶν αἰσθήσεων, μὲ τὴν ἀνάμνηση, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀνά­πλαση ἀπὸ ὅμοια ἢ ἀνόμοια.
Ἄν, λοιπόν, ἡ πρώτη ἀπόδειξη ἦταν σωστή, τότε οἱ ἄνθρωποι γιὰ ὅλη τους τὴν ζωὴ θὰ κατέχουν τὴν γνώση τῆς ἀλήθειας.
Ἡ πεῖρα, ὅμως, διαψεύδει αὐτὸ ἀκριβῶς.            Ἀπὸ ἐδῶ ἀληθεύει ἡ δεύτερη. Οἱ ψυχὲς ἔλαβαν τὴν γνώση πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση μᾶς καί, ὅπως ἤδη ἀποδείχτηκε, ἔχουν γνωστικὴ δύναμη.

Ἄρα προϋπάρχουν τῆς γεννήσεως.           Μία τρίτη ὑπόθεση, ὅτι δηλαδὴ παίρνουμε τὴν γνώση κατὰ τὴν γέννηση καὶ τὴν ἀποβάλλουμε ἀμέσως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς, εἶναι γελοία.,γελοῖα.
Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν λογικὴ ἀναγκαιότητα, κατὰ τὴν ὁποία δεχόμαστε τὴν ὕπαρξη τῶν ἰδεῶν καὶ τὴν γνώση τους πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση μᾶς, νὰ δεχτοῦμε, ὅτι ἡ ψυχή μας, αὐτὴ ποὺ γνωρίζει αὐτά, προϋπῆρξε τῆς γεννήσεως μᾶς (Κεφ. 18-22).
Στὴν ἐρώτηση τοῦ Κέβητος σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατο, ὁ Σωκράτης ἀπαντᾷ, ὅτι, ὅπως ἀποδείξαμε μέχρι τώρα "ἄ,τί ξὴ γεννιέται ἀπ' αὐτό, ποὺ εἶναι πεθαμένο".
Ἄρα, ἂν ἡ ψυχὴ ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ τὴν γέννηση καὶ ἂν γεν­νιέται, ὅταν ἔρχεται στὴν ζωή, αὐτή της ἡ γέννηση δὲν ἔχει ἄλλη προέλευση παρὰ τὴν κατάσταση τοῦ θανάτου.
Τότε πῶς δὲν εἶναι ἀπαραίτητο ἡ ψυχὴ νὰ ὑπάρχει, ἰδίως μετὰ τὸν θάνατο της, μιὰ καὶ ὀφείλει νὰ ξαναγεννηθεί;
Ὁ Σωκράτης κάνει ἐδῶ τὴν σύνδεση τῶν δύο ἐπιχειρημάτων:        Τῶν ἀντιθέτων καὶ τῆς ἀνάμνησης.
Ἄν ἡ ἀνάμνηση ἀποδεικνύει τὴν ὕπαρξη τῶν ψυχῶν, τὸ ἐπιχείρημα τῶν ἀντιθέτων ἀποδεικνύει, ὅτι οἱ ψυχές, ποὺ ἐπιζοῦν, εἶναι ἐκεῖνες τῶν πεθαμένων.
Ἄν ἡ ψυχὴ ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνσώματη ζωὴ καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ ἔρθει στὴν ζωὴ ἀπὸ καμμιὰ ἄλλη κατάσταση παρὰ μόνον ἀπὸ τὸν θάνατο, εἶναι ἀπαραίτητο, ἀφοῦ ἐγκαταλείψει τὸ σῶμα, νὰ συνεχίζει νὰ ζῇ, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ξαναγεννηθεὶ στὴν ζωή.
Ἡ ἀνάμνηση χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ πρώτου ἐπιχειρήματος.
Ἡ ὕπαρξη τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατο χαρακτηρίζεται, ὅπως ἄλλωστε καὶ στὴν πρω­τύτερη ὕπαρξη τῆς, ἀπὸ τὴν ἱκανότητα τῆς σκέψης.

T
ἅ δύο πρῶτα ἐπιχειρήματα ἀποτελοῦν ἕνα σύνολο, ἀλλὰ ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀθα­νασίας της ψυχῆς εἶναι ἀκόμα ἐλλιπής, ὅπως προσδιορίζει ὁ Πλάτων, δείχνοντας, ou ὁ Σιμμίας καὶ ὁ Κέβης δὲν ἔχουν ἀκόμα πειστεῖ, πῶς ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ μετὰ τὸν θάνατο.
Γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ ἡ σκέψη, δὲν μένει παρὰ νὰ ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἡ ψυχὴ ἀνήκει στὴν φύση τῶν ἐννοιῶν, εἶναι ἄρα ἁπλῆ καὶ ἀσώματη (Πλάτωνος Φαίδων, Κέφ.23).
Ἡ βάση, στὴν ὁποία στηρίζεται τὸ τρίτο ἐπιχείρημα εἶναι, ὅτι "τὸ ὅμοιο εἶναι γνω­στὸ ἀπὸ τὸ ὅμοιο".                                Εἶναι ἀνάγκη, ὅμως, νὰ μελετηθεῖ βαθύτερα τὸ θέμα τοῦ θανά­του, μὲ σκοπὸ νὰ νικηθεῖ τελικὰ ὁ φόβος του.
Ὁ Σωκράτης ἐπιχειρεῖ τὴν ἀπόδειξη τοῦ τρίτου ἐπιχειρήματος λέγοντας, πὼς κάθε τί σύνθετο μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ, κάθε ἁπλό, ὅμως, εἶναι ἀδιάλυτο.
Αὐτό, ποὺ ἀλλοιώνεται συνεχῶς, εἶναι σύνθετο, ἐνῶ τὸ ἀναλλοίωτο εἶναι ἁπλό. Tα αἰσθητὰ εἶναι ἀντιληπτὰ μὲ τίς αἰσθήσεις, ἐνῶ οἱ ἰδέες, ποὺ εἶναι ἀόρατες, γίνονται ἀντιληπτὲς μὲ τὸ πνεῦμα.
Ἀπὸ τὰ ὄντα ἄλλα εἶναι ὁρατὰ καὶ ἄλλα ἀόρατα, καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁρατὰ εἶναι μεταβλητά, ἐνῶ τὰ ἀόρατα ἀμετάβλητα καὶ ἀναλλοίωτα.

Ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο συστατι­κὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι: τὸ σῶμα ὁρατὸ καὶ ἡ ψυχὴ ἀόρατη.
Ἐπειδή, ὅμως, τίς ἰδέες τίς ἀντιλαμβανόμαστε μόνο μὲ τὴν ψυχή - καὶ τίς ἀντιλαμβανόμαστε καλύτερα, ὅσο περισσότερο ἡ ψυχὴ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ σώματος - ἡ ψυχὴ εἶναι ὅμοια μὲ τίς ἀθάνατες καὶ ἀναλλοίωτες ἰδέες, ἐνῶ τὸ σῶμα μὲ τὰ αἰσθητά.
Ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ μοιάζει μὲ τὸ θεῖο καὶ τὴν ἀρχικότητα, συνεπάγεται ὅτι, ἀφοῦ εἶναι ὅμοια μὲ τὸ θεῖο καὶ τίς ἰδέες, ἔχει καὶ ὅλες τίς ἰδιότητες τούς. Εἶναι δηλαδὴ θεία, ἀθάνατη, νοητή, ἁπλῆ, ἀδιάλυτος, καθὼς δὲν μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ ἀναλλοίωτη. Τὸ ἀντίθετο εἶναι τὸ σῶμα.
Ἔτσι τὸ σῶμα εἶναι διαλυτό, ἡ ψυχὴ ἀδιάλυτη, ἀλλὰ ἂν κάποια σώματα καὶ ἰδίως κάποια τμήματα τοὺς εἶναι καὶ μετὰ τὸν θάνατο ἀδιάλυτα, ὅπως τὰ ταριχευμένα σώματα, π.χ. τὰ ὀστᾶ, σχεδὸν ἀθάνατα, πολὺ περισσότερο ἀθά­νατη ὀφείλει νὰ εἶναι ἡ ψυχή, καὶ μάλιστα ἂν ἔμενε κατὰ τὴν ζωὴ καθαρὴ ἀπὸ τὸ σῶμα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 24-29).
Στὸ σημεῖο αὐτὸ τίθεται τὸ ζήτημα, τοῦ τί περιμένει τίς ψυχὲς μετὰ τὸν θάνατο, καὶ τῆς μετεμψύχωσης.                  Οἱ ψυχὲς τῶν φαύλων, καθὼς εἶναι συνδεδεμένες μὲ τὰ σώματα καὶ βεβαρημένες ἀπὸ τίς ἐπιθυμίες τους, ἕλκονται στὴν γῆ καὶ μετὰ τὸν θάνατο, ὥσπου νὰ ἐνταχθοῦν σὲ νέο σῶμα.                                 Ἔτσι, οἱ ψυχὲς αὐτῶν ἐντάσσονται σὲ σώματα ζώων, ποὺ ἔχουν ἀνάλογα ἤθη μὲ αὐτές.
Στοὺς θεοὺς φτάνουν μόνον οἱ ἀληθινοὶ φιλόσοφοι, αὐτοὶ ποὺ αὐστηρὰ ἀπέχουν ἀπὸ τίς σωματικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἔχουν καθάρει τὴν ψυχή τους μὲ τὴν φιλοσοφία.
Ἡ φιλοσοφία, ὅταν βρίσκει τὴν ψυχὴ τοῦ φιλοσόφου φυλακισμένη στὸ σῶμα καὶ ἀξιοθρήνητη, ζητᾷ νὰ λύσει τὰ δεσμά της, μὲ τὸ νὰ διδάσκει, ὅτι οἱ αἰσθήσεις εἶναι ἀπατηλές, οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ λῦπες τὴν καθηλώ­νουν στὸ σῶμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγκάζεται νὰ γίνει ὁμόδοξη, ὁμότροπη καὶ ὀμότροφη, ἀνίκανη νὰ ἀνέλθει στὴν κοινωνία τῶν θεῶν.

 
Μόνον ἡ φρόνηση ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια.
Ἡ ψυχή, ποὺ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν φιλοσοφία καὶ ἐπιδιώκει τὴν καθαρὴ ἀλήθεια στὴν ζωή, μετὰ τὸν θάνατο ἀπέρχεται στοὺς θεούς, χωρὶς νὰ φοβᾷται μήπως στὴν πορεία διαλυθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους (Πλάτωνος, Φαίδων, Κεφ. 30-34).
Ἐνῶ ὅλοι σιωποῦν, ὁ Σιμμίας καὶ ὁ Κέβης εἶναι στενοχωρημένοι. Ἀμφιβάλλουν καὶ διστάζουν νὰ μιλήσουν.           Ὁ Σωκράτης, ὅμως, ποὺ τὸ κατάλαβε, τοὺς προτρέπει νὰ μιλήσουν χωρὶς δισταγμό.
Ὁ Σιμμίας, λοιπόν, συγκρίνει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἁρμονία καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴν λύρα καὶ τίς χορδές της. Λέει, ὅτι ἡ ἁρμονία εἶναι πρᾶγμα ἀόρατο, ἀσώματο, τέλειο στὴν κουρδισμένη λύρα, ἀλλὰ ἡ λύρα αὐτὴ καθαυτὴ καὶ οἱ χορδές της εἶναι σώματα, ἑπομένως συγγενικὰ μὲ τὴν θνητὴ φύση.

Ἄς ὑποθέσουμε, ὅτι ἡ λύρα σπάει καὶ ὅτι οἱ χορδές της κόβονται.
Ἡ ἁρμονία θὰ καταστραφεῖ.          Τότε ποιό θὰ εἶναι τὸ πρῶτο πρᾶγμα, ποὺ θὰ δεχτεῖ τὴν φθορά; Ἡ ἁρμονία ἢ ἡ λύρα; (Κεφ. 35-36).
0 Κέβης δέχεται, ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἰσχυρότερη καὶ πιὸ μακρόζωη ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ νομίζει, ὅτι καὶ αὐτὴ στὸ τέλος, καθὼς διέρχεται μέσα ἀπὸ πολλὰ σώματα ἐξα­ντλεῖται καὶ πεθαίνει.
Ὅπως ὁ ὑφαντῆς, ἀφοῦ ὑφάνει πολλὰ ἱμάτια καὶ τὰ κατατρίψει, στὸ τέλος πεθαίνει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἀφοῦ φθαρεῖ σὲ πολλὰ σώματα, στὸ τέλος ἐξαντλεῖται ἡ ἴδια καὶ φθείρεται. Μὲ αὐτὴν τὴν ἀντίρρηση οἱ παρευρισκόμενοι, ἂν καὶ προηγουμένως εἶχαν πεισθεῖ, τώρα ἀρχίζουν νὰ δυσπιστοῦν.
Ὁ Ἐχεκράτης, ποὺ διακόπτει τὸν Φαίδωνα κατὰ τὴν ἀφήγηση τοῦ, δικαιώνει αὐτοὺς (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 37,38).
0 Σωκράτης παραδέχεται, ὅτι τὸ ζήτημα δὲν εἶναι ἁπλὸ καὶ προσπαθεῖ ὅλους νὰ ἴνς ἐνθαρρύνει. Μόνο μία ἀτυχία δὲν πρέπει νὰ τοὺς καταβάλλει:       μεταξὺ τῶν ἐπι­χειρημάτων συμβαίνει, ὅ,τι συμβαίνει καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.

Ἀπὸ αὐτοὺς πολλοὶ εἶναι μέτριοι ἀλλὰ ἐλάχιστοι οἱ ἐξαιρετικοί.           Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ μιλοῦν μὲ μισόλογα, ἀλλὰ νὰ ζητήσουν νέα ἐπιχειρήματα (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 39-40).
Ὁ Σωκράτης ἐπαναλαμβάνει τὴν ἄποψη τοῦ Σιμμία καὶ ἀποδεικνύει: α) ὅτι αὐτὴ βρίσκεται σὲ ἀντίφαση πρὸς τὴν θεωρία τῆς ἀνάμνησης, γιατί ἂν ἡ ψυχὴ ἦταν ἀρμο­νία, δὲν θὰ ἦταν νοητὴ ἡ προΰπαρξη τῆς ψυχῆς, β) ὅτι ἡ ἁρμονία ἔχει διάφορους βαθ­μούς, ἐνῶ ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει, γ) ὅτι ἂν ἡ -ψυχὴ ἦταν ἁρμονία, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθεῖ τὰ μέρη στὰ ὁποῖα βρίσκεται, ἐνῶ ἡ ψυχὴ ἐναντιώνεται στὸ σῶμα.
Ἡ ψυχή, ἄρα εἶναι δύναμη, ἡ ὁποία ἐξουσιάζει καὶ διευθύνει τὸ σῶμα (Κεφ. 41-43).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Σωκράτης ἔρχεται στὴν ἀντίρρηση τοῦ Κέβητος, ὁ ὁποῖος παραδέχεται τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς ἀλλὰ ἀρνεῖται τὴν ἀθανασία της.
Ἔτσι, ὁ μεγά­λος φιλόσοφος ἐκθέτει, πῶς κατέληξε νὰ παραδεχτεῖ τὴν θεωρία τῶν ἰδεῶν.
Ἡ φυσι­κὴ φιλοσοφία τῶν Ἰώνων ἐξετάζει, βέβαια, πλῆθος δευτερευόντων στοιχείων ὡς αἰτίων, ἀλλὰ δὲν φτάνει στὴν πρώτη αἰτία.
Ὁ Ἀναξαγόρας παραδέχεται, βέβαια, ὅτι ὁ νοῦς εἶναι αἰτία ὅλων τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ συγχρόνως ἀπέδιδε τὴν αἰτία στὸν ἀέρα, τὸν αἰθέρα καὶ σὲ ἄλλα.
Ἔτσι ὁ Σωκράτης ἀναγκάστηκε νὰ χαράξει ἴδια πορεία καὶ νὰ λύσει τὸ πρόβλημα, ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ.                                    Αἰτία λοιπὸν τῆς γέννησης καὶ τῆς φθορᾶς ἀλλὰ καὶ τῆς ὕπαρξης εἶναι μόνον ἡ ἰδέα, ἡ ἰδανικὴ καὶ ἡ ἀπόλυτη ὕπαρ­ξη μὲ τὴν παρουσία καὶ κοινωνία τῆς ὁποίας εἶναι ὸ τιδήποτε εἶναι καὶ γίνονται, ὅσα γίνονται (Πλάτωνος, Φαίδων Κεφ. 44-49).
Ἡ δεύτερη ἀπόδειξη τῶν ἀντιθέτων ἔχει ὡς ἑξῆς;   Κάθε πρᾶγμα εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι, μόνον ἐπειδὴ συμμετέχει σὲ μίαν ὁρισμένη ἰδέα. Καμμία ἰδέα δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὸ ἀντίθετο τῆς.
Χωρὶς ἀμφιβολία, ἕνα συγκεκριμένο ὑποκείμενο μπορεῖ νὰ εἶναι μεγάλο ἢ μικρό, ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση, ἀλλὰ ἡ ἰδέα τῆς μεγαλοσύνης σὲ καμμία περίπτωση δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τὴν μικρότητα ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο. Ἔτσι, τὰ συγκεκριμένα καὶ ἀτομικὰ πράγματα, τῶν ὁποίων ἡ οὐσία ὑπονοεῖ μόνον τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο ἀντίθετους ὅρους, εἶναι ἀπρόσιτα τὸ ἕνα στὸ ἄλλο.

Δὲν εἶναι μόνον ἡ ἰδέα τῆς ὁμοιότητας, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δεχτεῖ τὴν ἰδέα τῆς ἀνομοιότητας, ἀλλὰ ἕνας ὁποιοσδήποτε ζυγὸς ἀριθμὸς δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ γίνει μονὸς ἤ, ἀκόμα, to χιόνι δὲν εἶναι περισσότερο προσιτὸ στὴν ζέστη ἀπ' ὅτι ἡ ἰδέα τοῦ κρύου σὲ αὐτὴν τοῦ ζεστοῦ.
Ἄρα ἡ ψυχὴ ἔχει γιὰ οὐσία τὴν ζωή, τὴν ὁποία φέρει παντοῦ μαζί της. Ἀπορρίπτει ἑπομένως τὸ ἀντίθετο τῆς, τὸν θάνατο, καὶ ὅπως δὲν ὑπάρχει ἄλλο δυνα­τὸ ξαναγέννημα τῆς ζωῆς παρὰ μόνο ὁ θάνατος, ἡ "ψυχὴ εἶναι ἄφθαρτη (Πλάτωνος Φαίδων, κεφ. 50-56).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Πλάτων περιγράφει, ὅπως φαντάζεται, τὴν Γῆ ἐσωτερικὰ κὰ ἐξωτερικά, καθὼς καὶ τὴν κρίση τῶν ψυχῶν στὸν Ἅδη.
Ἐκεῖ οἱ ψυχὲς τῶν κακῶν. ἀναλόγως, βέβαια, μὲ τὰ ἐγκλήματα, ποὺ ἔκαναν στὴ ζωή, θὰ τιμωρηθοῦν ἢ θὰ καθαρθοῦν, ἐνῶ οἱ ψυχὲς τῶν ἀγαθῶν θὰ ἀμειφθοῦν καὶ περισσότερο ὅσες καθὰρ θηκαν στὴν Γῆ μὲ τὴν φιλοσοφία (Πλάτωνος, Φαίδων, κεφ. 57-63)
Ἐπειδὴ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τοῦ Σωκράτους πλησίαζε, ὁ Κρίτων ζήτησε ἀπὸ αὐτὸν νὰ τοῦ πεῖ τίς τελευταῖες ἐπιθυμίες του.
Ὁ Σωκράτης ἐγκαταλείπει τὸ δωμάτιο του, γιὰ νὰ λουστεῖ καὶ οἱ μαθητές του θρηνοῦν. Μόλις ἐπέστρεψε, ὁ ὑπηρέτης τῶν ἔνδε­κα τὸν εἰδοποίησε νὰ ἑτοιμαστεῖ.
Ὁ Σωκράτης, χωρὶς νὰ περιμένει τὴν δύση, ζητάει νὰ τοῦ φέρουν τὸ κώνειο. Τὸ πίνει ἀτάραχος, ἐνθαρρύνει του μαθητές του καὶ πεθαίνει ἥσυχος.               Ὁ Φαίδων τελειώνει τὴν ἀφήγηση τοῦ, μιλῶντας μὲ συγκινητικὸ τρόπο γιὰ τὸν δάσκαλο τοῦ (Πλάτωνος Φαίδων, Κεφ. 64-67).

















Τετάρτη 6 Απριλίου 2022

Ἱερὸ νησὶ Δήλου - Γιατί ἀπαγορεύθηκε νὰ γεννιέται καὶ νὰ πεθαίνει κάποιος ἐπάνω σε αὐτό






Αὐγουστιάτικη πανσέληνος,

στὸ νησὶ τοῦ Ἀπόλλωνα καί της της Ἄρτεμις, στὴ Δῆλο
Πολλὰ τὰ ἐρωτήματα: Γιατί o Δαρεῖος ἀπαγόρευσε στὸν ναύαρχό του Δάτη νὰ εἰσβάλει στὴ Δῆλο; Γιατί ὁρίστηκε ἡ ἀπαγόρευση νὰ γεννιέται ἢ νὰ πεθαίνει κανεὶς στὴ Δῆλο; 
Τί σημαίνει ἄραγε ὁ ὅρος «δῆλοι» καὶ τί ἀναφέρει γι' αὐτὸν ἡ Παλιὰ Διαθήκη; 
Πῶς καὶ γιατί οἱ ἀνασκαφὲς ἔδειξαν ὅτι πρὶν λατρευτεῖ o Ἀπόλλωνας, ἡ Δῆλος ἦταν τόπος λατρείας τῆς Ἄρτεμης, γεγονὸς ποὺ μαρτυρὰ μιὰ συνέχεια στὴ λατρεία τῆς μεγάλης προελληνικὴς γυναικείας θεότητας, ἡ ὁποία περιθωριοποιήθηκε μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς λατρείας τοῦ Ἀπόλλωνα; Διαβάστε τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ!.


Ἡ ΔΗΛΟΣ, ὅπως ὅλοι γνωρίζουν, εἶναι ἕνα ὀλοφώτεινο μικρὸ (μέγιστο μῆκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) ἄγονο νησί, ποὺ βρίσκεται σχεδὸν στὸ κέντρο τῶν Κυκλάδων (6 μίλια ἀπὸ τὴ Μύκονο). Ὁ παράλιος ὁμώνυμος οἰκισμὸς (14 κάτ., ὑπάλληλοι τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας) ὑπάγεται διοικητικὰ στὸν δῆμο Μυκόνου τοῦ νομοῦ Κυκλάδων. Πάντως, στὸ νησὶ ἀπαγορεύεται ἡ παραμονὴ ἐπισκεπτῶν μετὰ τὴ δύση τοῦ Ἥλιου.

Στὴ Δῆλο, σύμφωνα μὲ τὴ μυθολογία, γεννήθηκε ὁ Ἀπόλλωνας. Στὴν ἀρχαιότητα, τὸ νησὶ ὑπῆρξε λατρευτικὸ κέντρο μεγάλης σημασίας. Ἀπὸ τὴ λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνα ἀλλὰ καὶ ἄλλων θεοτήτων σώζονται σπουδαῖα δείγματα, καθὼς καὶ μαρτυρίες τοῦ σημαντικοῦ ρόλου ποὺ διαδραμάτισε ἡ Δῆλος στὴν ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας.


Τὸ ψηλότερο σημεῖο τῆς Δήλου (112 μ.) εἶναι ὁ Κύνθος, τὸ ἱερὸ ὅρος στὰ Α τῆς στενῆς πεδιάδας, ὅπου ἐκτεινόταν ἡ ἀρχαία πόλη καὶ τὸ ἱερὸ τοῦ Ἀπόλλωνα. Ἄλλοι μικρότεροι λόφοι ὁρίζουν τὴν πεδιάδα ἀπὸ τὰ B καὶ τὰ Ν.
 Οἱ ἀκτές, ποὺ εἶναι διαβρωμένες ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ γι' αὐτὸ ἀφιλόξενες, ἔχουν δύο μικρὰ λιμάνια στὴ δυτικὴ πλευρά: τὸ ἀρχαῖο, στὸ ὁποῖο ἀποβιβάζονται καὶ σήμερα οἱ ἐπισκέπτες, καὶ τοὺς Φούρνους. Ὑπάρχουν ἀκόμα δύο μικροὶ ὅρμοι, ἡ Γούρνα ΒΑ καὶ ὁ Σκαρδανὰς ΒΔ.
 Ἕνας χείμαρρος, ὁ Ἰνωπός, ποὺ ξεκινᾷ ἀπὸ τὴ δυτικὴ ἄκρη τοῦ Κύνθου, σχηματίζει ἕνα ἕλος, ποὺ στὴν ἀρχαιότητα ἀποτελοῦσε τὴν «Ἱερὰ Λίμνη» τῆς Δ.
 Ἡ βλάστηση εἶναι ἀραιὴ καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ χαμηλοὺς θάμνους· ἀπὸ ἐπιγραφές, ὅμως, προκύπτει πὼς στὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν ἐλιές, συκιές, ἀμπέλια, κῆποι καί, μέσα στὸ τέμενος, ὁλόκληρο ἄλσος. Σήμερα στὸν χῶρο τοῦ ἱεροῦ ὑπάρχει μόνο ἕνας φοίνικας, τὸν ὁποῖο φύτεψαν οἱ ἀρχαιολόγοι ποὺ ἔκαναν τίς ἀνασκαφές τον 19ο αἰ.


Λίγα λόγια γιὰ τὴ Μυθολογία καὶ τὴν Ἱστορία.

Ἡ σημαντικὴ θέση τῆς Δήλου, λόγῳ τῆς ἀσφάλειας ποὺ παρεῖχε σὲ ὅσους ταξίδευαν μεταξὺ Μικρᾶς Ἀσίας, Χίου, Σάμου καὶ κυρίως Ἑλλάδας, προσέλκυσε κατοίκους ἤδη ἀπό την 3η χιλιετία π.Χ. Ἀρχικὰ πρέπει νὰ χρησίμευε ὡς σταθμὸς καὶ ἀργότερα γιὰ μόνιμη ἐγκατάσταση ψαράδων, ναυτικῶν ἀλλὰ καὶ πειρατῶν.


Οἱ πρῶτοι κάτοικοι ἐγκαταστάθηκαν στὸν Κύνθο, γεγονὸς ποὺ μαρτυρὰ ὅτι τὰ παράλια τοῦ νησιοῦ δὲν ἦταν ἀσφαλῆ. Ὁ πρῶτος οἰκισμὸς (περίπου δώδεκα καλύβες) ἱδρύθηκε ἀπὸ ναυτικοὺς ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἴσως Κᾶρες, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Θουκυδίδη.

Μέχρι τὸν 14o αἰ. π.Χ. ἡ Δ. ἦταν ἄσημη, γιατί τὸ ἔδαφός της δὲν προσφερόταν γιὰ ἀνάπτυξη οἰκισμοῦ. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὅμως ἄρχισε ἡ ἐγκατάσταση κατοίκων στὴν παραλία καὶ στὴ θέση τοῦ κατοπινοῦ ἱεροῦ οἰκοδομήθηκαν κάποια λατρευτικὰ κτίρια, ἄγνωστο ποιας θεότητας· εἰκάζεται ὅτι καὶ ἐκεῖ, ὅπως καὶ ἀλλοῦ στὴ Μυκηναϊκὴ Ἑλλάδα, λατρευόταν ἡ μεγάλη γυναικεία θεότητα τῆς γονιμότητας.

Οἱ ἀνασκαφὲς ἔδειξαν ὅτι πρὶν λατρευτεῖ o Ἀπόλλωνας, ἡ Δῆλος ἦταν τόπος λατρείας τῆς Ἄρτεμης, γεγονὸς ποὺ μαρτυρὰ μιὰ συνέχεια στὴ λατρεία τῆς μεγάλης προελληνικὴς γυναικείας θεότητας, ἡ ὁποία περιθωριοποιήθηκε μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς λατρείας τοῦ Ἀπόλλωνα. Στοιχεῖο ἐπιβίωσης τῆς παλιᾶς γυναικείας θεότητας εἶναι καὶ ἡ λατρεία τῆς Λητοῦς ἀλλὰ καὶ τῶν Ὑπερβόρειων Παρθένων, τίς ὁποῖες ἡ ἑλληνικὴ μυθολογία ὑποβίβασε σὲ ἱέρειες τῆς Ἄρτεμης.

Ἡ εἰκόνα τῆς Δ. ἄλλαξε ριζικὰ στὶς ἀρχὲς τῆς 1ης χιλιετίας π.Χ., μὲ τὴν ἐγκατάσταση τῶν Ἰώνων στὸ Αἰγαῖο. Μαζὶ μὲ τοὺς Ἴωνες θὰ πρέπει νὰ μεταφέρθηκε, ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, καὶ ἡ λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνα, τοῦ ὁποίου ἡ μορφὴ κυριάρχησε στὶς γυναικεῖες θεότητες τοῦ νησιοῦ καὶ μετέβαλε τὴ Δῆλο σὲ λατρευτικὸ κέντρο τεράστιας σημασίας. 
Ἔκφραση αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγώνων ποὺ ἔγιναν γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς ἀπολλώνιας λατρείας πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὰ γεγονότα ποὺ ἀναφέρονται στὸν λατρευτικὸ μῦθο τοῦ Ἀπόλλωνα τῆς Δήλου, σχετικὰ μὲ τὴ ζηλοτυπία τῆς Ἥρας γιὰ τὴ Λητώ, τὴ μητέρα τοῦ θεοῦ καὶ τῆς Ἄρτεμης.

Κατὰ τὴν κυρίαρχη ἐκδοχὴ αὐτοῦ τοῦ μύθου, ὅπως δίνεται στὸ πρῶτο μέρος τοῦ ὁμηρικοῦ Ὕμνου στὸν Ἀπόλλωνα (περίπου 700 π.Χ.), ἡ Δ., ποὺ πλανιόταν στὰ κύματα, ἦταν ὁ μόνος τόπος ποὺ δέχτηκε -ὅταν ὅλοι τὴν ἔδιωχναν ἐπειδὴ φοβοῦνταν τὴ ζήλια τῆς Ἥρας- τὴν κυριευμένη ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ καὶ κυνηγημένη ἀπὸ τὴν Ἥρα, Λητώ, γιὰ νὰ γεννήσει ἐκεῖ.
 Σὲ ἀντάλλαγμα, ἡ Λητὼ εἶχε ὑποσχεθεῖ στὴ Δῆλο ὅτι ὁ θεὸς ποὺ θὰ γεννιόταν ἀπὸ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Δία δὲν θὰ περιφρονοῦσε τὴν ἄγονη γῆ τοῦ νησιοῦ.

Μόλις ἡ Λητώ, μὲ τὴ βοήθεια τῆς Εἰλειθυίας καὶ ὅλων τῶν θεῶν ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἥρα φυσικά, ἔφερε στὸν κόσμο τον Ἀπόλλωνα, τὰ πάντα στὴ Δῆλο πλημμύρισαν χρυσὸ φῶς καὶ o τόπος γέμισε λουλούδια.

Ἄλλες ἐκδοχὲς τοῦ μύθου ἀναφέρουν πὼς o ἴδιος ὁ Δίας παρακολούθησε τὴ γέννηση τοῦ Ἀπόλλωνα ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ Κύνθου καὶ ὅτι τὰ πρῶτα δῶρα στὸν Φοῖβο τὰ ἔφεραν νέοι καὶ νέες ἀπὸ τὸν τόπο τῆς εὐλάβειας καὶ τῆς εὐδαιμονίας, τὴ χώρα τῶν Ὑπερβορείων, ὅπου ἔμενε o Ἀπόλλωνας τοὺς χειμερινοὺς μῆνες.

Ἡ λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνα

H λατρεία τοῦ Ἀπόλλωνα, «τοῦ γνησιότερου δημιουργήματος τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος» (Βιλαμόβιτς), κυριάρχησε στὴ Δῆλο ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους, παραμερίζοντας ὅλες τίς ἄλλες λατρεῖες. H μορφὴ τοῦ ἐδῶ ἦταν διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ Δελφική, παρὰ τὰ κοινὰ χαρακτηριστικά. Καὶ στὰ δύο ἱερὰ ἦταν θεὸς τῆς μουσικῆς καὶ τοῦ φωτός!

Ἐνῶ ὅμως στὴ Δῆλο γιορταζόταν μὲ χοροὺς καὶ ὕμνους καὶ τιμοῦσαν κυρίως τὴ γέννησή του, στοὺς Δελφοὺς ὁ θεὸς ἦταν αὐστηρὸς καὶ ὑπέβαλλε τὸν ἄνθρωπο σὲ πολλὲς δοκιμασίες. 
Στὴ Δῆλο, παρότι ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξη μαντείου, δὲν φαίνεται νὰ ἀναπτύχθηκε αὐτὴ ἡ πλευρὰ τῆς προσωπικότητας τοῦ θεοῦ, ἐνῶ στοὺς Δελφοὺς ἦταν ὁ θεὸς ποὺ φανέρωνε μὲ σημάδια (σήμαινε) τὴ θέληση τοῦ πατέρα του Δία, καὶ μὲ τὴ βοήθειά του οἱ ἄνθρωποι ἀποκτοῦσαν πολιτισμένη καὶ ἀνώτερη ζωή.

Μὲ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς λατρείας τοῦ Φοίβου, ἡ Δῆλος ἔγινε σπουδαῖο θρησκευτικὸ κέντρο. Μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ τίς ἀλλαγὲς τῆς ἱστορικῆς πορείας τῶν ἑλληνικῶν πόλεων, ἡ σημασία καὶ o πληθυσμὸς τοῦ νησιοῦ μεγάλωναν, ἐνῶ οἱ Ἴωνες τοῦ Αἰγαίου καὶ τῶν δυτικῶν παραλίων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας συγκεντρώνονταν ἐκεῖ μία φορὰ τὸν χρόνο γιὰ τὰ Δήλια, γιορτὲς πρὸς τιμὴν τοῦ θεοῦ.

Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἀθηναίων

Ἀποφασιστικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ δηλιακοῦ ἱεροῦ ἦταν τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἀθηναίων ἀπὸ τὴν ἀρχαϊκὴ περίοδο. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πεισίστρατου (6ος αἰ. π.Χ.) οἱ Ἀθηναῖοι συνέδεσαν παλιὲς παραδόσεις τους μὲ τὴ Δῆλο: 
οἱ Ὑπερβόρειες Παρθένες πρὶν φτάσουν στὴ Δῆλο πέρασαν ἀπὸ τίς Πρασιὲς (Πόρτο Ράφτη) τῆς Ἀττικῆς· ὁ πρῶτος βασιλιᾶς τῆς Ἀθήνας Ἐρυσίχθων ἦταν ὁ πρῶτος θεωρὸς (προσκυνητὴς) τοῦ ἱεροῦ νησιοῦ κ.ἄ. 
Οἱ Ἀθηναῖοι διαδέχτηκαν στὴν κυριαρχία τῆς Δήλου τὴ Νάξο, ἡ ὁποία πρέπει νὰ εἶχε τὰ πρωτεῖα ἐκεῖ ἕως τον 6ο αἰ., καὶ ἐπικράτησαν ἕως τὸ 314 π.Χ.

Χαρακτηριστικὸ τῆς φήμης τῆς Δήλου εἶναι πὼς o Δαρεῖος ἀπαγόρευσε στὸν ναύαρχό του Δάτη νὰ εἰσβάλει στὸ νησὶ κατὰ τοὺς Μηδικοὺς πολέμους.

Τὸ 476 π.Χ., ὅταν ἱδρύθηκε ἡ Α' Ἀθηναϊκὴ Συμμαχία, ἡ Δ. ὁρίστηκε ἕδρα τῶν συνελεύσεων καὶ τοῦ ταμείου (τὸ 454 π.Χ. μεταφέρθηκε στὴν Ἀθήνα) ὅπου συγκεντρώνονταν οἱ φόροι τῶν συμμάχων.

Τὸ 426-5 π.Χ., μὲ τὴ δεύτερη κάθαρση τῆς Δ. (ἡ πρώτη εἶχε γίνει τὸ 540 π.Χ.), τὴ μεταφορὰ δηλαδὴ τοῦ περιεχομένου ὅλων τῶν τάφων στὴ γειτονικὴ Ρήνεια, ὁρίστηκε ἡ ἀπαγόρευση νὰ γεννιέται ἢ νὰ πεθαίνει κανεὶς στὴ Δῆλο, ἀφοῦ o Ἀπόλλωνας μισεῖ τὸν θάνατο καὶ οἱ νεκροὶ μιαίνουν τὸ ἱερό του.

Τὸ 403 π.Χ. οἱ Ἀθηναῖοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴ Δῆλο, ἐπανῆλθαν τὸ 394 π.Χ., μετὰ τὴ νίκη τοῦ ναυάρχου Κόνωνα καὶ ἀποσύρθηκαν πάλι τὸ 314 π.Χ.

Ἀπὸ τότε ἕως τὸ 166 π.Χ. ποὺ κυριάρχησαν πάλι (περίοδος τῆς λεγόμενης Δηλιακὴς ἀνεξαρτησίας) τὸ ἱερὸ κατακλύστηκε ἀπὸ πλῆθος κτίρια, ἀγάλματα καὶ ἄλλες δωρεὲς τῶν ἰσχυρῶν. Τὴν περιουσία τοῦ ἱεροῦ διαχειρίζονταν οἱ Ἰεροποιοί.

Ἀπὸ τὸ 166 π.Χ. ἕως τὸ τέλος τοῦ ἀρχαίου κόσμου κυριάρχησαν στὴ Δῆλο οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ ὁποῖοι ἐκδίωξαν τοὺς κατοίκους γιὰ νὰ ἐγκαταστήσουν Ἀθηναίους κληρούχους.

Οἱ Ρωμαῖοι ἀργότερα, γιὰ νὰ πλήξουν τὴ Ρόδο, ἀνακήρυξαν τὴ Δῆλο ἐλεύθερο λιμάνι· τότε ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ πολλοὶ ξένοι μεταφέροντας μαζὶ καὶ τίς λατρεῖες τῶν θεῶν τους. Ὕστερα ἀπὸ δύο φοβερὲς ἐχθρικὲς ἐπιθέσεις (88 καὶ 69 π.Χ.) ἡ ζωὴ στὴ Δῆλο ἄρχισε νὰ φθίνει καὶ ὁ συνοικισμός της νὰ περιορίζεται, γιὰ νὰ ἐγκαταλειφθεῖ ἐντελῶς στὰ τέλη τοῦ 5ου αἰ. μ.Χ. Ἀπὸ τότε ἔρημη, ἡ Δῆλος χρησίμευσε μόνο ὡς βοσκότοπος.

Ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση καὶ μετὰ τὴν ἐπισκέφθηκαν διάφοροι περιηγητὲς ἀναζητῶντας ἴχνη τῆς ἀρχαιότητας.

Τί ἀναφέρει ἡ Ἀρχαιολογία

Οἱ ἀνασκαφὲς στὴ Δῆλο -τίς ὁποῖες ξεκίνησε τὸ 1873 ἡ Γαλλικὴ Ἀρχαιολογικὴ Σχολή- ἀποκάλυψαν τὰ σπουδαιότερα σημεῖα τοῦ ἱεροῦ του Ἀπόλλωνα καὶ τῆς ἀρχαίας πόλης. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρείπια, οἱ νεκροὶ δρόμοι, τὰ ἐρειπωμένα σπίτια μὲ τίς αὐλὲς ποὺ διακοσμοῦνται μὲ λαμπρὰ μωσαϊκά, διασώζονται στὴν ἀρχική τους θέσῃ ἀκόμα καὶ σήμερα. 
Πέρα ἀπὸ τὴν εἰδικὴ καλλιτεχνικὴ ἀξία τους, προσφέρουν ἄμεση καὶ χαρακτηριστικὴ αἴσθηση τῆς καθημερινῆς ζωῆς σὲ ἕναν χῶρο ὅπου ἀναπτύχθηκε γιὰ τόσους αἰῶνες μιὰ ἐξαιρετικὰ ποικιλόμορφη καὶ πλούσια δραστηριότητα.

To ἱερὸ τοῦ Ἀπόλλωνα καὶ τὰ δημόσια κτίρια ποὺ τὸ περιστοιχίζουν βρίσκονται στὴ βορειοδυτικὴ πλευρὰ τοῦ νησιοῦ. Τὸ τέμενος τοῦ Ἀπόλλωνα βρίσκεται στὴ θέση ἀμέσως μετὰ τὸ λιμάνι. Μετὰ τὰ προπύλαια τοῦ ἱεροῦ (2ος αἰ. π.Χ.) καὶ τὴν Ἀγορὰ τῶν Κομπεταλιαστῶν (Ἰταλῶν ἐμπόρων ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στὴ Δ.) βρίσκεται ὁ Οἶκος τῶν Ναξίων (560 π.Χ.) καὶ ἀνατολικότερα τὸ κτίριο Γ, μία ἀπὸ τίς πιὸ καλοδιατηρημένες κατασκευὲς τοῦ νησιοῦ.

Ἡ Ἱερὰ ὁδός, πλαισιωμένη ἀπὸ ἀναθηματικὲς βάσεις, ὁδηγεῖ ἐμπρὸς στοὺς τρεῖς ναοὺς τοῦ Ἀπόλλωνα. Γύρω ἀπὸ τὸν ἕναν, τὸν πώρινο, εἶναι χτισμένοι σὲ ἡμικύκλιο πέντε θησαυροί, ἕνας ἀρχαϊκὸς καὶ τέσσερις κλασικοί.

Καὶ οἱ τάφοι τῆς Όπιδας καὶ τῆς Ἄργης, ὅπως καὶ τῶν Ὑπερβόρειων Παρθένων;
Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ περιβόλου του ἱεροῦ ὑπάρχει τὸ Πρυτανεῖο (ἀρχὲς 5ου αἰ. π.Χ.). Τὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ ἱεροῦ διασχίζει ἡ Στοὰ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Μακεδονίας Ἀντίγονου (τέλη 3ου αἰ. π.Χ.), μπροστὰ ἀπὸ τὴν ὁποία βρίσκεται ἡ Θήκη, τάφος τῆς Όπιδας καὶ τῆς Ἄργης, τῶν δύο Ὑπερβόρειων Παρθένων ποὺ παραστάθηκαν στὴ γέννηση τοῦ Ἀπόλλωνα· ὁ τάφος τῶν δύο ἄλλων Ὑπερβόρειων Παρθένων, τῆς Λαοδίκης καὶ τῆς Ὑπερύμης, βρίσκεται στὸ Σῆμα, στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ τεμένους, ἡ ὁποία, ὅπως καὶ ἡ νότια, κλείνει μὲ τὴ Στοὰ τῶν Ναξίων.

Κοντὰ στοὺς ναοὺς τοῦ Ἀπόλλωνα βρίσκεται τὸ Ἀρτεμίσιο, ναὸς τοῦ 7ου αἰ. π.Χ., σὲ ἕναν χῶρο ποὺ ἦταν λατρευτικὸς ἀπό τη 2η χιλιετία π.Χ., ὅπως πιστοποιοῦν πολλὰ μυκηναϊκὰ ἀναθηματικὰ εὑρήματα. Ἐπάνω στὸν ἀρχαϊκὸ ναὸ κατασκευάστηκε ἄλλος κατὰ τὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο.

Βόρεια τοῦ Ἀρτεμισίου βρίσκονται τὸ Ἐκκλησιαστήριο καὶ τὸ Θεσμοφόριο. Βόρεια τοῦ τεμένους τοῦ Ἀπόλλωνα βρίσκονται ἡ συνοικία τῆς Λίμνης, ναὸς ἀφιερωμένος στοὺς 12 θεούς, τὸ ἱερὸ τῆς Λητοῦς καὶ ἡ περίφημη Λεωφόρος τῶν λεόντων. Πρόκειται γιὰ σπουδαῖα δείγματα τῆς ἀρχαϊκῆς τέχνης τῆς Νάξου, μοναδικὰ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο.

Στὴ συνοικία τοῦ θεάτρου, ΝΑ, ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ πολλὲς κατοικίες μὲ ὡραῖα μωσαϊκά. Στὰ Ν προβάλλει ἡ συνοικία τοῦ ποταμοῦ Ἰνωποῦ καὶ ἡ Ταράτσα τῶν Ξένων θεῶν μὲ τὸ Ἠραῖο, τὸν μοναδικὸ ναὸ ἑλληνικῆς θεότητας στὴν περιοχή (!). Μιὰ σκάλα, νοτιότερα, ὁδηγεῖ στὴν κορυφὴ τοῦ Κύνθου καὶ στὸ Ἄντρο, ὅπου κατὰ τὰ ἑλληνιστικὰ χρόνια χτίστηκε ἕνα ἱερὸ τοῦ Ἀπόλλωνα. Στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου ὑπάρχει τὸ Κύνθιο, ἕνα ἀπὸ τὰ ἱερότερα σημεῖα τῆς Δήλου