Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Ὁ μῦθος του Φαέθωντα



Ὁ μῦθος του Φαέθωντα

Ὁ Φαέθοντας ποῦ τον λένε καὶ Φαέθωνα, ἦταν ἕνας ὡραῖος καὶ τολμηρός νέος ποῦ ζοῦσε με τὴ μητέρα του την Κλυμένη στὴ γῆ.

Θαύμαζε τον πατέρα του καὶ τὸ ὡραῖο του ἔργο καὶ πάντα ὀνειρευόταν νὰ βρεῖ μία εὐκαιρία νὰ πετάξει ψηλά στὸν οὐρανό με το ὁλόχρυσο ἅρμα του Ἥλιου. Μία μέρα ὁ Ἔπαφος, ὁ γιὸς του Δία καὶ της Ἰώς, της βασιλοπούλας του Ἀργοῖς, πρόσβαλε το γιὸ της Κλυμένης. Πολύ ὑπερηφανευόταν ὁ Ἔπαφος γιὰ την καταγωγή του καὶ γιὰ νὰ πειράξει τον Φαέθοντα, εἰπέ:

- Ψέμματα σου λέει ἡ μάνα σου. Δὲν εἶσαι γιὸς του Ἥλιου. Καὶ το χειρότερο εἶναι πῶς ποτέ δὲ θὰ μπορέσεις νὰ μάθεις ποιανοῦ θνητοῦ πατέρα εἶσαι γιὸς. Γιὰ τον νεαρό γιὸ της Κλυμένης η προσβολή ἦταν ἀβάστακτη. «Καλύτερα μία σαϊτιά στὸ στῆθος παρά τα λόγια ποῦ ἄκουσα», ψιθύρισε με πόνο κι ἀμέσως ἔτρεξε στὴ μητέρα του καὶ της εἶπε γιὰ τα προσβλητικά λόγια ποῦ του πέταξε ὁ Ἔπαφος.

- Δὲ θὰ το ‘χα ποτέ γιὰ ντροπή νὰ εἶμαι γιὸς ἑνὸς θνητοῦ.

Μὰ ντρέπομαι ἀφάνταστα στὴ σκέψη πῶς μ’ ἔχει κοροϊδέψει ἡ ἴδια μου ἡ μάνα.

- Παιδί μου, τι εἶναι αὐτὰ ποῦ λὲς! Μποροῦσα ἐγὼ ποτέ νὰ σε γελάσω;

Πήγαινε ἀπόψε κιόλας στὸ παλάτι του πατέρα σου, του Ἥλιου, γιὰ νὰ στὸ πεῖ καὶ μόνος του, νὰ μὴ στενοχωριέσαι, γιε μου.

Ἔτρεξε ὁ Φαέθοντας στὰ ὁλόχρυσα παλάτια του φωτεινοῦ θεοῦ καὶ μόλις βλέπει τον πατέρα του, του λέει:

- Ἥλιε λαμπρέ, πατέρα σ’ ἔλεγα πάντα, μὰ δὲν ξέρω ἄν πρέπει νὰ σε λέω ἔτσι κι ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς. Καὶ του εἰπέ γιὰ την ὑποψία ποῦ σφηνώθηκε στὸ νοῦ του.

- Ποιός εἶναι αὐτὸς ποῦ σου ΄πε τέτοια λόγια; Καὶ θὰ τον κάψω ἀμέσως γιὰ νὰ δοῦν ὅλοι πώς δὲν μπορεῖ κανένας νὰ προσβάλλει το γιὸ του Ἥλιου!

- Δὲ θέλω νὰ τον κάψεις πατέρα, μὰ θέλω νὰ μου δώσεις ἀποδείξεις ποῦ θὰ βουλώσουν το στόμα αὐτουνοῦ του παλιό-Έπαφου.

- Χα, χα, χα, ἔκανε ὁ Ἥλιος, ὁ Ἔπαφος, ὁ χωρατατζῆς. Μὰ ἀξίζει νὰ σκᾶς γιὰ ἕνα ἀστεῖο του Ἔπαφου;

- Δὲν ἦταν ἀστεῖο, πατέρα. Μιλοῦσε σοβαρά. Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ τον ξαναντικρίσω.

Καλύτερα νὰ χαθῶ γιὰ πάντα, παρά νὰ με χλευάζουνε και να μου λένε πῶς ποτέ δέ θὰ μπορέσω νὰ μάθω ποιανοῦ πατέρα εἶμαι γιὸς.

- Νὰ το φωνάζεις σ’ ὅλους πῶς εἶσαι γιὸς μου καὶ μάνα σου ἡ Κλυμένη. Αὐτό νὰ κάνεις.

- Ναὶ, ἀλλὰ ἐμένα ποῖος θὰ με πιστέψει;

- Καὶ τι μπορῶ νὰ κάνω γιὰ νὰ σε βοηθήσω; Λέει με πόνο ο Ἥλιος στὸ παιδί του.

- Ὁρκίσου πρῶτα πῶς θὰ μου κάνεις ὄπια χάρη σου ζητήσω.

- Δὲν πιστεύω πῶς ἀξίζει νὰ ὁρκιστῶ, μὰ σε βλέπω τόσο ταραγμένο καὶ γιὰ νὰ ἠρεμήσεις, ναὶ, στ’ οἰκίζομαι.

Ὁρκίζομαι στὰ ἱερὰ νερά της Στύγας πῶς θὰ κάνω ὅ,τι μου ζητήσεις. Καὶ τότε ὁ τολμηρός νέος εἶπε:

- Θέλω νὰ ὁδηγήσω μία μονάχα μέρα το ἅρμα σου μέσα ἀπ’ τον οὐράνιο δρόμο. - Ω! Τι μου ζήτησες, Φαέθοντα, παιδί μου! Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Δίας, ποῦ εἶναι ὁ πιὸ δυνατός ἀπ’ ὅλους τους θεούς, δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει αὐτὸ το ἅρμα. Ό,τι ἄλλο θέλεις ζήτησέ μου. Μη μου γυρεύεις ὅμως το χαμό σου.

- Δὲ ζητῶ το χαμό μου. Νὰ πετάξω θέλω κι ὁρκίστηκες πῶς θὰ μ’ ἀφήσεις.

- Ναὶ, ὁρκίστηκα. Κι ἁπλῆ ὑπόσχεση νὰ εἶχα δώσει δὲ θὰ μποροῦσα νὰ την πάρω πίσω.

Πώς λοιπόν νὰ πάρω πίσω τον ὅρκο ποῦ ἔδωσα πάνω στὰ ἱερὰ νερά της Στύγας; Μὰ ἄλλο σου λέω.

Ἄλλαξε ἐσὺ αὐτὸ ποῦ ζητᾶς. Χιλιάδες εἶναι τα δῶρα ποῦ θὰ μποροῦσα νὰ σου κάνω κι ἐσὺ διάλεξες αὐτὸ ποῦ εἶναι ἡ καταστροφή σου καὶ το τέλος σου.

- Δὲν ἔχω τίποτ’ ἄλλο νὰ ζητήσω. Ἄν εἶμαι γιὸς σου δῶσε μου το ἅρμα νὰ πετάξω ψηλά στὸν οὐρανό, τον κόσμο νὰ φωτίσω κι ἥλιος νὰ γίνω, ἔστω καὶ μία μέρα μόνο. Κι ὑστέρα, αὐτὸ εἶναι σίγουρο, κανένας δὲ θὰ τολμήσει πιά νὰ με προσβάλει.

- Ἔχεις ὁρμὴ καὶ τόλμη, γιέ μου, μὰ εἶσαι παιδί καὶ θὰ χαθείς, καὶ εἶναι κρίμα. Στό λέω ξανά.

Δὲν εἶναι ἀργὰ. Ἄλλαξε γνώμη! Δὲ σ’ ἀκοῦνε αὐτὰ τ’ ἄλογα. Κατάλαβέ το!

Τέρατα απαίσια θα σε τρομάξουν και σαν λοξοδρομήσεις θα τελειώσουν ὅλα.

Μὰ ὁ Φαέθοντας ἔπεσε κλαίγοντας στὰ γόνατα του πατέρα του καὶ τον παρακαλοῦσε.

Κι ἐκεῖνος, που’χε δώσει ὅρκο ἱερὸ, κατάλαβε πώς δὲ μποροῦσε πιὰ νὰ κάνει τίποτ’ ἄλλο παρά μόνο νὰ συντρέξει, ἀλίμονο, στὸ χαμό του γιοῦ του.

Ἄν καὶ δὲν πίστευε πῶς ὑπάρχει τρόπος νὰ τον σώσει, πῆρε μία μαγική ἀλοιφή κι ἄλειψε ὅλο το σῶμα του παιδιοῦ του γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ του κάψουν οἱ φλόγες το κορμί κι ὕστερα, ἀπελπισμένος εἰπέ:

- Σφιχτά νὰ κρατᾶς τα χαλινάρια, μὴν καταλάβουν τ’ ἄλογα πῶς ἔχουν ἀδύναμο ἀναβάτη. Μὴ χρησιμοποιήσεις καθόλου το μαστίγιο καὶ τ’ ἀγριέψεις.

Ὁδήγησέ τα μέσα ἀπὸ τις ἀρματοτροχιές ποῦ θὰ δεῖς στὸν οὐρανό. Πρόσεχε ὅταν θ’ ἀνεβαίνεις, μὴ λοξοδρομήσεις καὶ χαθείς. Σὰν φτάσεις ψηλά, μὴν κοιτᾶς κάτω καὶ ζαλιστεῖς. Καὶ στὸν κατήφορο τράβα δυνατά τα χαλινάρια μὴν κατρακυλήσει το ἅρμα σου καὶ συντριβεῖ στῆ γῆ. Μά ἀνώφελα λόγια εἶναι ὅλα τοῦτα σου λέω. Ἄσε νὰ ὁδηγήσω ἐγὼ το ἅρμα. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φωτίσουμε τὴ γῆ. Νὰ, ἡ Ἠῶ ἄνοιξε την πόρτα.

Γρήγορος ὅμως ὁ Φαέθοντας πηδάει στὸ ἅρμα, ἁρπάζει τα χαλινάρια καὶ τα τραβάει με δύναμη.

Ἀποχαιρετᾶ βιαστικά τον πατέρα του, ἐνῶ τ’ ἄλογα ἀνοίγουν τα λευκά φτερά τους κι ἀλαφροπατώντας βγαίνουν απ΄τη μεγάλη πύλη τῶν παλατιῶν του Ἥλιου. - Πού πᾶς, Φαέθοντα, παιδί μου! Φωνάζει τρέχοντας πίσω του ὁ ΄Ἥλιος. Φαέθοντα! γύρνα πίσω! θὰ χαθείς! Ἄχ, νιάτα, παράτολμα νιάτα! Πώς σας τραβάει το ἄγνωστο, το βάθος τ’ οὐρανοῦ, το φῶς του ἥλιου! Ω, πόσο εἶναι ἄδικο μία τέτοια τόλμη νὰ χαθεῖ μέσα στὸν κατασκότεινο Ἄδη! Φαέθοντα! Φαέθοντα! Μ’ ἀκοῦς; Γύρνα πίσω! Ἐκεῖνος ὅμως δὲν τον ἀκούει πιά. Τ΄ ἄλογα ἀρχίζουν ν’ ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανὸ καὶ ἡ χαρά του δὲ λέγεται. Ὁ Ἔπαφος δὲ θὰ τολμήσει ποτέ νὰ τον ξαναπροσβάλει! Μὰ γι’ αὐτὸ δὲ νοιάζεται πιὰ. Γιὰ κάτι ἄλλο ποῦ ἔχει πιὸ μεγάλη ἀξία τον νοιάζει τώρα καθώς το φωτεινό ἅρμα ἀφήνει τὴ γῆ καὶ οἱ χρυσές ἀχτῖδες του ἥλιου χαρίζουν στὸν κόσμο φῶς, ζεστασιά, ζωή. «Ἀλήθεια, πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα εἶναι νὰ μπορεῖς νὰ κάνεις το καλό», σκέφτεται ὁ Φαέθοντας.

«Αχ, ἄς γινόταν νὰ Ὁδηγοῦσα πιὸ συχνά αὐτὸ το ἅρμα!»

Ἀλλὰ μ’ αὐτὲς τις σκέψεις ὁ γιὸς του Ἥλιου ξεχάστηκε.. Τ΄ ἄλογα νιῶσαν ἀκυβέρνητα.

Κατάλαβαν πῶς το ἅρμα εἶναι πιὸ ἐλαφρὺ κι ἀρχίσαν νὰ τρέχουν καλπάζοντας καὶ βγῆκαν ἀπ’ το δρόμο τους.

Ἔχασε ὁ Φαέθοντας τις ἀρματοτροχιές ἀπὸ τα μάτια του καὶ τότε κατάλαβε τι κίνδυνος τον ἀπειλοῦσε.

Προσπάθησε ν’ ἀλλάξει την πορεία του, μὰ τ’ ἄλογα δὲν τον ἀκοῦν καὶ τρέχουν γιὰ το ἄγνωστο.

Ξαφνικά ἕνας τεράστιος σκορπιός σαλεύει στὸν οὐρανὸ.

Ὁ Φαέθοντας τα χάνει καὶ τρομαγμένος ἀφήνει τα χαλινάρια, κι αὐτὸ ἦταν ἡ ἀρχὴ του τέλους.

Τ΄ ἄλογα λεύτερα τρέχουν ὁποῦ θέλουν. Πότε κατεβαίνουν χαμηλά καὶ τότε ἡ γῆ ἁρπάζει φωτιά, πότε ἀνεβαίνουν ψηλά καὶ τότε πυρπολεῖται ὁ οὐρανός.

Ὁ παράτολμος νέος πνίγεται καθώς ἀναπνέει τον πυρωμένο ἀέρα. Τίποτα πιὰ δὲ μπορεῖ νὰ κάνει. Οὔτε το δρόμο ξέρει, οὔτε τ’ ἄλογά μπορεῖ νὰ δαμάσει. Μετανοεῖ πικρά ποῦ δὲν ἄκουσε τις συμβουλές του πατέρα του, μὰ εἶναι πιὰ πολύ ἀργά. Τώρα ὅλη ἡ πλάση εἶναι μία κόλαση. Ἡ γῆ κάτω καίγεται. Οἱ φλόγες τυλίγουν τον δίκορφο Παρνασσό. Πῆρε φωτιά ἤδη ἥ Ἴδη καὶ το ἰσκιωμένο Πήλιο.

Καίγεται ὁ δασωμένος Ἐλικώνας καὶ ὁ ψηλός Ταΰγετος. Πυρπολίζεται κι ὁ Καύκασος μ’ ὅλα τα δάση της Ἀσίας. Ἀφανίζονται πολιτείες και λαοί.

Ξεραίνονται οἱ πηγές καὶ τα ρυάκια, κι οἱ νύμφες τρέχουν νὰ κρυφτοῦν στὶς πιὸ βαθιές σπηλιές. Κοχλάζουν καὶ τα πιὸ μεγάλα ποτάμια, ἀκόμα κι αὐτὸς ὁ Νεῖλος κι ὁ Εὐφράτης. Ὅλη ἡ θάλασσα βράζει κι ἡ γῆ ξεραίνεται καὶ σχίζεται βαθιά, τόσο βαθιά ποῦ οι φλογερές αχτίδες του ήλιου φτάνουν και σ’ αυτόν τον κατασκότεινο Άδη.

Σηκώνεται τότε ἡ θεά Γῆ, ἡ μητέρα ὅλων καὶ βροντοφωνάζει στὸν Ὄλυμπο:

- Δία βασιλιά, ἐσὺ ποῦ κυβερνᾶς αὐτὸν τον κόσμο, δὲ βλέπεις τὴ φωτιά ποῦ τύλιξε τὴ γῆ!

Πρέπει νὰ χαθῶ κι ἐγὼ με τα ποτάμια καὶ τα ἰσκιωμένα δάση! Πρέπει νὰ χαθοῦν ὅλες οἱ φυλές τῶν ἀνθρώπων κι ὅ,τι ζωντανό τρέφεται στὰ χώματά μου! Θέλεις νὰ βασιλέψει πάλι το χάος το πρωταρχικό, κι ὅ,τι ἔγινε ὡς τώρα νὰ χαθεῖ: γῆ κι οὐρανός, θεοί καὶ ἄνθρωποι, ζωή κι ἀγάπη!

Δία τρανέ, κυρίαρχε του κόσμου, σῶσε τώρα τὴ γῆ ἀπ’ τὴ φωτιά, γιατί σε λίγο θὰ εἶναι πιά πολύ ἀργὰ. Καὶ ξαφνικά ξεπροβάλλει πάνω ἀπὸ ἕνα σύννεφο ὁ μεγάλος Δίας.

Καὶ σηκώνοντας το δεξί του χέρι, ἁμολάει μία ἀστραπή, ποῦ ἔσβησε ἀμέσως την πυρκαγιά σ’ ὁλόκληρη τὴ γῆ. Ὕστερα ρίχνει ἕναν κεραυνό ποῦ χτυπᾶ το ἅρμα του Φαέθοντα καί το κάνει συντρίμμια.

Σὰν πεφταστέρι τινάζεται ὁ γιὸς του Ἥλιου καὶ με τα μαλλιά νὰ φλέγονται πέφτει στὸν ποταμό Ἠριδανό στὴν ἄκρη του κόσμου.

Με ἀβάσταχτο πόνο οἱ θεές Ἑσπερίδες τρέξανε καὶ μάζεψαν τον νεκρό Φαέθοντα καὶ με κλάματα τον θάψανε στὴν ἀκροποταμιά.

Την ἄλλη μέρα ὁ λαμπερός Ἥλιος δὲ φάνηκε στὸν οὐρανό.

Θρηνοῦσε το γιὸ του ποῦ ἤθελε νὰ πετάξει ψηλά καὶ χάθηκε γιατί δὲν πίστεψε πῶς του ἔλειπε ἡ δύναμη νὰ το κάνει.

Μά ὁ μεγάλος θεός ἔχει καὶ μία κρυφή περηφάνεια. Ἄν ὁ Φαέθοντας πέθανε, ἡ ἀνάμνησή του θὰ μείνει γιὰ πάντα στὴν καρδιά τὠν ἀνθρώπων.

Ὁ θεός Ἥλιος ξέρει πῶς χάρη στοὺς τολμηρούς καὶ τους ἄφοβους ἔγινε ὅ,τι καλό ὑπάρχει σ’ αὐτὴ τὴ γῆ. Μὰ ἄν ὁ Ἥλιος ἄντεχε τον πόνο του, ἡ μάνα του Φαέθοντα θρηνοῦσε ἀπαρηγόρητα.

Σὰν τρελή ἔψαχνε νὰ βρεῖ το κουφάρι του γιοῦ της. Κάποτε βρῆκε τον τάφο του κι ἀπάνω ἐκεῖ ἔκλαψε ἀπελπισμένα. Οἱ κόρες της, οἱ Ἡλιάδες, οἱ ἀδελφὲς του Φαέθοντα, θρηνοῦσαν κι αὐτὲς με δάκρυα πικρά πλάϊ στὸν τάφο του ἀδερφοῦ τους κι ἐκεῖ κλαίγανε ἀτέλειωτα μερόνυχτα, ὥσπου οἱ θεοί τις λυπήθηκαν καὶ τις μεταμόρφωσαν σε ἰτιές.

Οἱ ἰτιές – Ἡλιάδες ρίζωσαν στὴν ἀκροποταμιά καὶ γεῖραν τα κλαδιά τους πάνω ἀπὸ τις ὄχθες του Ἡριδανούῦ γιὰ νὰ στάζουν τα δάκρυά τους στὸ ποτάμι. Κι εἶναι ἀπὸ τότε ποῦ αὐτὰ τα δέντρα ὀνομάζονται κλαίουσες ἰτιές.

Αὐτὸς εἶναι ὁ μῦθος του Φαέθοντα, του τολμηροῦ νέου ποῦ χάθηκε γιατί δὲν ἄκουσε τὴ συμβουλή του πατέρα του, του παντογνώστη Ἥλιου.


Φωτογραφία του Nikos Soldatos.                        Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
Δείτε περισσότερες αντιδράσει
Σχό

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Ἀρχαία Ἑλλάδα: Τα κυβεία, ἡ ὀστρακίνδα, το τάβλιον, οἱ ὀρτυγοκοπίες καὶ ἡ πόκα!

 Ἡ καθημερινότητα των ἀρχαίων Ἑλλήνων περιελάμβανε καὶ τον τζόγο με τον ὁποῖο οἱ πρόγονοί μας φαίνεται ἦταν παθιασμένοι.

Στὰ κυβεῖα ἡ κυβευτήρια, δηλαδή τις μπαρμπουτιέρες, χάνονταν περιουσίες στὰ ζάρια, ποῦ παίζονταν σε χώρους ποῦ σήμερα θὰ τους λέγαμε κακόφημους.

Το Ἱερὸ της Ἀθηνᾶς Σκιράδος στὴν Ἱερὰ ὁδὸ ἦταν ἕνα ἀπὸ τα πιὸ γνωστά σημεῖα συνάντησης γιὰ τους κυβευτές.

Τα ζάρια ἀνακαλύφθηκαν σύμφωνα με την παράδοση ἀπὸ τον ὁμηρικό ἥρωα Παλαμήδη, κατά τὴ διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας.

Στόν Παλαμήδη ἀποδίδεται καὶ το παιχνίδι του διαγραμμισμοῦ, δηλαδή της ντάμας.

Τὸ μπαρμπούτι ἦταν δημοφιλές καὶ στηνόταν εὔκολα πάνω σε μία κουβέρτα, ἐνῶ ὁποιοσδήποτε μποροῦσε νὰ κουβαλάει τρία ζάρια χωρίς νὰ γίνεται ἀντιληπτός.

Οἱ παῖκτες προσπαθοῦσαν νὰ πετύχουν τὴ «ριξιᾶ της Ἀφροδίτης» καὶ νὰ ἀποφύγουν τὴ «ριξιᾶ του σκύλου», με την ὁποία ἔχαναν τα λεφτά τους.

Τα ζάρια δὲν τα ἔριχναν ποτέ με το χέρι, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ ἕνα ἀγγεῖο, το κήθιον. Γιὰ κάθε περίπτωση πάντως, οἱ κυβευτές εἶχαν καὶ τους προστάτες θεούς, τον Ἔρμή καὶ τον Πάνα.

Ὑπῆρχαν καὶ διάφορες ὀνομασίες γιὰ τις ζαριές, τις ὁποῖες παραθέτει ὁ Πολυδεύκης. Οἱ καλές ζαριές (ευκυβείν) καὶ οἱ κακές (δυσκυβείν).

H καλύτερη ζαριά 3Χ6, ὀνομαζόταν «μίδας» ἡ «Ἀφροδίτη» , λάλες ὀνομάζονταν «εὐδαίμων», «ἀντίτευχος» (εχθρός) , «δάκνων», «Λάκωνες», «Ἀργεῖος» κλπ.

Μερικές ἄλλες ὀνομασίες ταυτίζονταν με τις καλές ζαριές ὅπως «κύων» ή «Χίος» γιὰ τον ἄσσο, «κώος» γιὰ το ἕξι κλπ.

Τα παιδιά ἔπαιζαν καὶ αὐτὰ τυχερά παιχνίδια με ζάρια. Ὁ «Ἀστραγαλισμός» παιζόταν με κύβους ἡ «κόττα», δηλαδή ἀστράγαλοι (κότσια) μικρῶν μηρυκαστικῶν.

Τοποθετοῦσαν μέσα σε κύκλο τα κότσια καὶ τα χτυποῦσαν ἀπὸ κάποια ἀπόσταση. Ὅσα ἔβγαζαν με το χτύπημα ἕξω ἀπὸ τον κύκλο, τόσα κέρδιζαν.

Το ἴδιο παιχνίδι, ὅπως καὶ το παιχνίδι «μονά-ζυγά», παιζόταν με ξηρούς καρπούς, ἀμύγδαλα καὶ καρύδια.

Ὅταν ὑπῆρχαν στοιχήματα μετατρεπόταν αὐτομάτως σε τυχερό παιχνίδι.

Ὁ τζόγος καταγράφεται ἀπὸ τὴ μινωική ἐποχῆ.

Σε ἀνασκαφές ποῦ ἔγιναν στὸ ἀνάκτορο της Ζάκρου, βρέθηκαν δώδεκα πλακίδια ἀπὸ φαγεντιανή, ποῦ πάνω τους εἶχαν ἐπαναλαμβανόμενους γραπτούς χαρακτῆρες, μόνο ἀπὸ τὴ μία ὄψη.

Οἱ μελετητές ὑποστηρίζουν πῶς μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἕνα παιχνίδι παρόμοιο με την πόκα.

Πάθος ὑπῆρχε φυσικά καὶ γιὰ τους ἀγῶνες ζώων.

Οἱ κοκορομαχίες, οἱ ἀγῶνες ὁρτυκιῶν (ὀρτυγοκοπία) καὶ τῶν σκύλων, συγκέντρωναν πολλά στοιχήματα.

Οἱ ἰδιοκτῆτες τους ἐκπαίδευαν τα ζῶα καθαρά γιὰ αὐτὸν τον σκοπό, δίνοντάς τους σκόρδο καὶ κρεμμύδι καὶ δένοντας στὰ πίσω νύχια των πετεινῶν μεταλλικά πλῆκτρα, ὥστε νὰ προκαλοῦν θανάσιμα τραύματα.

Ἕνα ἄλλο ἀρχαιοελληνικό παιχνίδι, ἡ τηλία, ἔφθασε ὡς τις μέρες μας ὡς τάβλι.

Στή ρωμαϊκή ἐποχῇ ἔγινε το παιχνίδι των «12 γραμμῶν», ἡ τάμπουλα καὶ στὸ Βυζάντιο ὀνομάστηκε τάβλιον.

Ἡ ὀστρακίνδα, το σημερινό κορόνα – γράμματα, παιζόταν με ἕνα ὄστρακο στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ στὴ ρωμαϊκή ἐποχῇ με νόμισμα.

Στή Ρώμη ὅταν τα τυχερά παιχνίδια ἐξελίχθηκαν σε κοινωνική μάστιγα, ἐλήφθησαν αὐστηρά μέτρα γιὰ τον περιορισμό τους, προφανῶς χωρίς ἐντυπωσιακό ἀποτέλεσμα.

Στὸ Βυζάντιο, τα περισσότερα ἀρχαιοελληνικά παιχνίδια προσωρινά χάθηκαν, ἀλλὰ τα ζάρια τα ἔριχναν με μανία ὁ Λέων Φωκᾶς, ἀδελφὸς του Νικηφόρου Φωκά, ὁ Ρωμανός Β’, γιὸς του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου καὶ ο Κωνσταντῖνος Η’.

    Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
Δείτε περισσότερες αντιδράσ
Σχ

Τὰ μυστήρια τῆς μεγάλης Θεάς Ρέας - Γῆς καὶ του Κρηταγενή Ἰδαίου Δία



Τα μυστήρια της μεγάλης Θεάς Ρέας - Γῆς καὶ του Κρηταγενή Ἰδαίου Δία

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΘΕΑΣ ΡΕΑΣ - ΓΗΣ

Στὰ μυστήρια αὐτὰ ἔπαιρναν μέρος οἱ Κουρήτες, ἱερεῖς ποῦ διακρίνονταν για τη σοφία τους. Τα μυστήρια ἑαυτά εἶχαν κάποια ὁμοιότητα με τα Ἐλευσίνας μυστήρια. Τον μειούμενο τον ὁδηγούσανε μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο ὁποῦ ἔμενε ἔγκλειστος γιὰ διάστημα 27 συνολικά μέρες.

Ἀφιερωμένα στὴν παραγωγική δύναμη της φύσης, στὴν ἀνανεωτική δηλαδή φροντίδα της με την χαρακτηριστική ἰδιότητά της τὴ ζωή, εἶχαν σ’ αὐτὰ καθώς εἶναι ἑπόμενο, οἱ γυναῖκες ἀρχικὰ την προτεραιότητα στὶς μυήσεις καὶ στὶς τελετές. Τα Μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας ἦταν διαχωρισμένα σε Μεγάλα καὶ Μικρά. Στὰ Μικρά ἔπρεπε νὰ προπαρασκευαστοῦν οἱ νέες γυναῖκες γιὰ νὰ καταστοῦν καθαρές καὶ ἁγνὲς σωματικά καὶ ψυχικά καὶ νὰ προχωρήσουν κατόπιν στὰ Μεγάλα Μυστήρια.

Στὰ Μικρά Μυστήρια διδάσκονταν οἱ παραδόσεις γύρω ἀπὸ τους Θεούς καὶ τους ἥρωες καὶ ἡ ἑρμηνεία τῶν συμβολισμῶν της κυριαρχίας της Μεγάλης Μητέρας, ἡ σχετική πάντοτε με τις φυσικές δυνάμεις καὶ ἰδιότητές της, στὴ γῆ, στῆ θάλασσα, στὸν ἀέρα καὶ στὴ φωτιά, ποῦ ἦταν συμβολικά ὁ ὄφις, ὁ ἰχθῦς, ἡ περιστερά καὶ ὁ λέων. Καὶ σ’ αὐτὰ γινόταν καὶ ἡ μύηση της κατασκευῆς του συμβολικοῦ μίτου της Ἀριάδνης, ποῦ σήμαινε το ὑφάδι της ζωῆς ἡ καὶ την παρθενική ζώνη.

Στὰ Μεγάλα Μυστήρια λειτουργοῦσαν βαθμοί μυστικῶν τελετουργιῶν πρὸς τὴ θεά των ὄφεων, ἡ ὁποία συμβόλιζε τὴ Μεγάλη Μητέρα Θεά.

Προκαταρτικοί της τελικῆς μυστηριακῆς ἱερουργίας ἦταν οἱ ἱεροί χοροί. Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτούς γινόταν ἀκόμη συμβολικές λιτανεῖες ἱερειῶν καὶ ἱερέων, μυστικές συνεστιᾶσεις, λατρευτικές προσφορές καὶ θυσίες μέσα σε σπονδικές φιάλες καὶ ρυτά, ποῦ προσφέρονταν στὸ Ἱερὸ Δέντρο καὶ στὴ Στήλη του Διπλοῦ Πέλεκυ.

Ὁ Διπλός Πέλεκυς βρισκόταν πάντοτε στημένος στὸ κέντρο του ἱεροῦ, εἴτε Ἱερό Σπήλαιο ἦταν αὐτὸ ἡ Ναός, εἴτε Λαβύρινθος ἡ Αἴθουσα του Θρόνου, ναοῦ της λατρείας στὰ Μινωικά ἀνάκτορα, γιὰ νὰ φανερώνει την ἱερότητα καὶ το «ἄβατο» του μέρους αὐτοῦ.

Η μυστική ἱερουργία τῶν Μεγάλων Μυστηρίων της Μητέρας Θεάς, ἦταν μία τεχνική ἐπικοινωνίας καὶ ἐπαφῆς με τὴ Μεγάλη Θεά, γιὰ νὰ δέχονται οἱ μεμυημένες στὰ Μυστήριά της, γυναῖκες, τὴ Θεία Δωρεά της ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὴ Μητέρα Ρέα.

Στὰ Κρητικά Μυστήρια γενικά, ἡ λειτουργική αὐτὴ τέχνη λεγόταν «ἱεροπραξία» γιὰ νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τις ἄλλες ἱερουργίες τους. Καὶ το Ἱερὸ Δέντρο το συνδεδεμένο με τὴ λατρεία της Θεάς Μητέρας, κάτω ἀπὸ το ὁποῖο βρισκόταν ὁ ναός της, ἦταν δρῦς στὶς κορυφές των ὀρέων καὶ ἡ ἐλιὰ στὰ χαμηλότερα μέρη.

Το δέντρο ὡς σύμβολο συμβόλιζε τὴ μητέρα ποῦ προσφέρει τον καρπό της ζωῆς.

Το σημαντικότερο μέρος της ἱεροπραξίας τῶν Μεγάλων Μυστηρίων, με τις ἑνωμένες δυνάμεις της Θεάς Μητέρας καὶ του Θείου συντρόφου της σε μία ἱερὴ ἕνωση, ἦταν ἡ ἀπόκτηση ἀπὸ τους μύστες του χρυσοῦ Διπλοῦ Πέλεκυ.

Σύμβολο της πνευματικῆς ἀθανασίας καὶ της σοφίας του Ἱεροῦ αὐτοῦ ζεύγους καὶ σύμβολο της ἑνωμένης δύναμής τους ἐπάνω στὴ γῆ, βρισκόταν πάντοτε στημένος στὸ κέντρο των ἱερῶν σπηλαίων, στὸ κέντρο ἐπίσης τῶν Λαβυρίνθων ἡ της Αἴθουσας του θρόνου. Καὶ στοὺς ἐσωτερικούς βαθμούς ὅλων τῶν τάξεων τῶν κρητικῶν μυστηρίων, εἶχε την ἴδια σημασία με τὴ Θεά τῶν ὄφεων, δηλαδή τὴ σημασία της συμβολικῆς καὶ οὐσιαστικῆς συνισταμένης στὴν πνευματική δημιουργική ἕνωση τῶν δύο δυνάμεων της Φύσεως, της παραγωγικῆς καὶ της γονιμοποιοῦ.

Καὶ αὐτὰ γιατί οἱ μύστες της Κρητομινωικής θρησκείας, γνώριζαν τους πνευματικούς νόμους, γνώριζαν ὅτι τίποτα δὲ μπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ γιὰ την πνευματική ἀναγέννηση καὶ την πνευματική ἀπελευθέρωση τῶν ἀνθρώπων, χωρίς τὴ διπλή ἱερὴ ἕνωσή, με τις ἑνωμένες δυνάμεις της στὸν καρπό τους, στὸν θεό δηλαδή του πνευματικοῦ φωτός, ποῦ προσφέρεται σὰν Θεία Δωρεά γιὰ ἕναν τέτοιο σκοπό.

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΗΤΑΓΕΝΗ ΙΔΑΙΟΥ ΔΙΑ

Το Ἱερὸ Δέντρο καὶ το Ἱερὸ Σπήλαιο το διαδέχεται στὶς ἱερουργίες, ἡ λατρεία του Ἱεροῦ Λαβύρινθου με τον μέσα σ’ αὐτὸν Μινώταυρο. Του Λαβύρινθου, συμβολισμοῦ καθολοκληρίαν ὅμοιου με τα δύο πρῶτα ἱερὰ αὐτὰ σύμβολα της μητρικῆς λατρείας, ἀλλὰ ποῦ τονίζει ὅμως περισσότερο τον γονιμοποιό ἀρσενικό τύπο, με την παρουσία του Μινώταυρου μέσα σ’ αὐτὸν. Δίνει ἔτσι την προτεραιότητα στὶς ἱεροτελεστίες στὴ γονιμοποιό δύναμη της Φύσεως με τον ἀρσενικό τοῦτον τύπο, χωρίς νὰ παραμερίζει, την ἀπαραίτητη ἄλλωστε ἀναπαραγωγό δύναμή της, ποῦ συμβολίζει την Ἱερὴ Μητέρα.

Στοῦ Κρηταγενή Ἰδαίου Δία τα μυστήρια, λειτουργοῦσαν σε πρώτη τάξη τα Μυστήρια τῶν ἰδαίων Δακτύλων ἡ τα Κορυβαντικά. Τα Κορυβαντικά χαρακτήριζαν οἱ ἐξωτερικές τους τελετές στὶς ὁποῖες ἔπαιρναν μέρος ὅλοι οἱ μεμυημένοι τῶν πρώτων βαθμῶν, ποὺ παρασκευάζονταν γιὰ τις ἀνώτερες μυήσεις. Καὶ αὐτὸ γιατί λειτουργοῦσε καὶ ἄλλη τάξη των ἴδιων Μυστηρίων του Ἰδαίου Δία, Τα Λαβυρινθικά ἡ του ἱεροῦ Διπλοῦ Πέλεκυ.

Στήν τάξη αὐτὴ, στὶς ἱεροπραξίες της πρωτοστατοῦσαν οἱ ἄνδρες ἱερεῖς του Θεοῦ Δία, ὅπως στὰ Μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας Ρέας - Γῆς, πρωτοστατοῦσαν οἱ ἱέρειές της, ἄν καὶ ὅπως προαναφέρθηκε καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἔπαιρναν μέρος γυναῖκες καὶ ἄνδρες.

Κατά τις μινωικές παραδόσεις, οἱ Ἰδαῖοι Δάκτυλοι, οἱ Κορύβαντες καὶ οἱ Κουρήτες, ἦταν οἱ συνοδοί της Ρέας στὸ νησί της Κρήτης καὶ οἱ προστάτες του νεαροῦ κούρου της Δία, γιατί αὐτοὶ τον ἀνέθρεψαν καὶ τον προστάτεψαν ἀπὸ νεογέννητο ἀκόμη.
Φωτογραφία του Nikos Soldatos.

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Λάθε Βιώσας



Λάθε Βιώσας

Λάθε Βιώσας ἡ το κυνήγι της εὐτυχίας κατά τον Ἐπίκουρο

«Την εὐτυχία καὶ τὴ μακαριότητα δὲν τις προκαλοῦν οὔτε τα πολλά πλούτη. οὔτε οἱ πολλές ἀσχολίες, οὔτε το κυνήγι γιὰ την ἐξουσία, οὔτε ἡ πολιτική δύναμη, ἀλλὰ το νὰ μὴν εἶσαι θλιμμένος, ἡ πραότητα των συναισθημάτων καὶ ἡ ψυχική διάθεση ποῦ καθορίζει τα ὅρια της ὕπαρξής μας σύμφωνα με την φύση.» Ἐπίκουρος.

Σκοπός του Βίου εἶναι ἡ «Ἡδονή» καθώς καὶ ἡ ἀποφυγή τῶν σωματικῶν παθών. Κύριο μέσο γιὰ την ἐπίτευξή της θεωρεῖται ἡ Φρόνηση, ἡ ὁποία ἐγγυᾶται ὅτι δὲν θὰ ὑπάρχει κατακυρίευση της ἀπόλαυσης. Ὁ Ἐπίκουρος θεωροῦσε την πνευματική ἡδονῇ πολύ πιὸ σημαντική ἀπὸ τὴ σωματική. Ὁ νοῦς ὄχι μόνο μοιράζεται τις ἡδονικές αἰσθήσεις του σώματος τὴ στιγμή ποῦ τις βιώνει, ἀλλὰ ἀντλεῖ εὐχαρίστηση ἀπὸ την ἀνάμνηση περασμένων ἡδονῶν καὶ την προσδοκία μελλοντικῶν.

Ἡ πνευματική ἡδονὴ μπορεῖ νὰ ὑπερκεράσει τον σωματικό πόνο. Ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ προσβληθεῖ ἀπὸ μὴ ἀναγκαῖες ἐπιθυμίες, κυρίως την ἐπιθυμία γιὰ πλούτη (φιλαργυρία), καὶ την ἐπιθυμία γιὰ δύναμη ἡ γιὰ ἐξουσία καὶ δόξα (φιλοδοξία). Καὶ οἱ δύο δὲν ἔχουν ὅριο. Εἶναι ἀδύνατον νὰ ἱκανοποιηθοῦν, ἄρα συνεπάγονται πόνο καὶ ἑπομένως πρέπει νὰ ἐξαλειφθοῦν. Ἐξ οὐ καὶ ἡ δήλωση του Ἐπίκουρου «ἡ φτώχια, ἄν μετρηθεῖ με βάση τον φυσικό σκοπό της ζωῆς, εἶναι μεγάλος πλοῦτος», ἐνῶ τα ἀμέτρητα πλούτη σημαίνουν μεγάλη φτώχια.

Ἐπίσης ἔλεγε: «φτώχια δὲν εἶναι νὰ ἔχεις λίγα, ἀλλὰ νὰ λαχταρᾶς περισσότερα». Καὶ ἡ συμβουλή του πρὸς τον Ἰδομενέα: «Ἄν θές νὰ κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλῆ, μὴ του δίνεις περισσότερα χρήματα, περιόρισε τις ἐπιθυμίες του». Ἐπίσης, ὁ Ἐπίκουρος συμβούλευε τους μαθητές του νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴ δημόσια ζωή “νὰ μείνουν στὴν ἀφάνεια” καὶ κατ’ ἐπεκτάσει την πολιτική “Λάθε βιώσας” γιατί η συμμετοχή με τα κοινά, θὰ προκαλέσει συμβιβασμούς καὶ ἀντιπαλότητα, με ἀποτέλεσμα νὰ τους πληγώσει καὶ κατά συνέπεια νὰ χάσουν την ἠρεμία τους καὶ την ἀταραξία τους. Βέβαια ὁ δάσκαλος εἶπε ὅτι ἄν κάποιος καίγεται ἀπὸ την ἐπιθυμία ν’ ἀσχοληθεῖ με τα πολιτικά δρώμενα, τότε νὰ το κάνει, γιατί ὁ πόνος της στέρησης θὰ εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτόν της ἐνασχόλησης.

“Λάθε βιώσας” – Πολιτικός Βίος

Δυστυχῶς δὲν ἔχουν διασωθεῖ τα βιβλία του Ἐπίκουρου «Περί Αἱρέσεων καὶ Φυγών» (περί του τι ἐπιλέγουμε καὶ τι ἀποφεύγουμε) καθώς καὶ το «Περί Βίων» (περί τρόπου ζωῆς) στὰ ὁποία ὁ Ἐπίκουρος ἀνέπτυσσε διεξοδικά το λάθε βιώσας. Ἀπὸ τα κείμενα ὅμως ποῦ σώζονται ἄλλων Ἐπικούρειων καὶ μὴ, μποροῦμε νὰ βγάλουμε το συμπέρασμα ὅτι ὁ Δάσκαλος προέτρεπε τους μαθητές του νὰ ἀποφεύγουν τα δημόσια πράγματα καὶ την πολιτική. Το σύνθημα «λάθε βιώσας» δὲν ἦταν ἐπαναστατική καταγγελία της κοινωνίας ἀλλὰ συνταγή γιὰ την κατάκτηση της γαλήνης. Την φράση, ὁ Χαράλαμπος Θεοδωρίδης την ἀποδίδει ὥς ἐξῇς: «Ἀπόφευγε τις ἀνόητες ἐπιδιώξεις, τις πράξεις ποῦ προκαλοῦν ἀντίδραση, ταράζουν τὴ γαλήνη σου καὶ σε κατεβάζουν στὸ ἐπίπεδο τῶν ἀφώτιστων καὶ των χυδαίων. Τιμή καὶ δόξα σὰν ἐκεῖνες δὲν ἔχουν ἀξία».

Μεῖνε στὴν Ἀφάνεια

Ἡ ἀφάνεια σοῦ ἐξασφαλίζει την ἀνωνυμία καὶ την δυνατότητα νὰ εἶσαι αὐτάρκης, δηλαδή ἐλεύθερος, ἐνῶ ἡ διασημότητα δημιουργεῖ ἀντιπαλότητα καὶ μεγάλη ἔχθρα με ἀποτέλεσμα το ἄτομο νὰ μὴν μπορεῖ νὰ βρεῖ την ἀταραξία, πού εἶναι ἡ προϋπόθεση γιὰ το «Ζῆν Ἡδέως». Δὲν πρόκειται ἑπομένως γιὰ ἀντικοινωνική στάση, ἀλλὰ γιὰ καθαρά κοινωνική, ἀφοῦ ἔτσι μόνο μπορεῖς νὰ φθάσεις στὸ ὕψιστό ἀγαθὸ την ΗΔΟΝΗ. Πρέπει νὰ μείνει ὁ σοφός ὅσο γίνεται πιὸ μακριά ἀπὸ τα δημόσια πράγματα, τα ὅποια δὲν εἶναι μόνο ἡ πολιτική, ἀλλὰ ὅλες οἱ μορφές της κοινωνικῆς μας ζωῆς. Ἀξίζει νὰ μείνεις στὴν ἀφάνεια, γιὰ νὰ διαφυλάξεις την ψυχική σου γαλήνη καὶ νὰ καλλιεργήσεις το πνεῦμα σου.

Ὅσον ἀφορᾶ τον πολιτικό βίο. Η στάση του Ἐπίκουρου πρὸς την πολιτική ξεκινᾶ ἀπὸ την πολιτική κατάσταση ποῦ ἐπικρατοῦσε τον καιρό μετά τον θάνατο του Ἀλεξάνδρου του Μακεδόνα καὶ την κατάργηση κάθε μορφῆς δημοκρατίας. Συνυπολογίζει βέβαια καὶ τις συνθῆκες ποῦ ἐπιτρέπουν την ἐπίτευξη της ἀταραξίας. Ὡς πρὸς αὐτὸ, ὁ πολιτικός βίος, εἶναι ἀθέμιτος ἀνταγωνισμός ἡ δεσμωτήριο, ἐκ του ὁποίου καλεῖται νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὅσο γίνεται περισσότερο ὁ σοφός. Το σίγουρο εἶναι ὅτι ὅποιος ἀσχολήθηκε με την πολιτική πληγώθηκε. Ο Χ. Θεοδωρίδης μας μεταφέρει ἀπ’ τα γραπτά του Φιλόδημου ποῦ βρέθηκαν στὸ Ἐρκουλάνο: «Ἄν καλοεξετάσει κανείς τι εἶναι ἐχθρικότερο γιὰ τὴ φιλία καὶ τι παραγωγικότερο γιὰ την ἔχθρα, θὰ βρεῖ την πολιτική, ἐπειδή αὐτή δίνει ἀφορμὴ στὴ ζήλια καὶ γεννᾶ τὴ συντρόφισσά της, την φιλοπρωτία, καὶ τις διαφωνίες καὶ ἀντιθέσεις».

Ἐπίσης ἀπ’ τον Πλούταρχο “Περί εὐθυμίας”

«Ὅσοι φλέγονται ἀπὸ ἐπιθυμία καὶ φιλοδοξία καὶ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν διαφορετικά, ἄς ἀκολουθήσουν τὴ φυσική τους ὁρμὴ γιὰ πολιτική. Γιατί ἡ ἀπραγμοσύνη θὰ τους ταράξει περισσότερο καὶ θὰ τους πληγώσει, ὅσο δὲν τους γίνεται αὐτὸ ποῦ ὀρέγονται».

Τι φέρνει την εὐτυχία; Παραπλανητικό το ἐρώτημα, θὰ ἔλεγε ὁ Ἐπίκουρος, γι’ αὐτὸ καὶ αἰώνια βασανιστικό. Ἀφοῦ σημασία δὲν ἔχει τι φέρνει την εὐτυχία, ἀλλὰ τι εἶναι εὐτυχία. Αὐτὸ δὲ χρειάζεται καὶ πολλή ἀνάλυση. Ἡ εὐτυχία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτα λιγότερο καὶ τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὴ σταθερά καλή διάθεση, αὐτὴν ποῦ βιώνεις μόνιμα καὶ ὄχι παροδικά. Γιατί το μεγάλο πρόβλημα εἶναι ἡ διάρκεια – το θέμα εἶναι νὰ διατηρεῖς τὴ διάθεσή σου ἀκμαία κάθε μέρα. Γι αὐτὸ καὶ το λάθε βιώσας , δηλαδή ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴ δημόσια ζωή (ἐξ αἰτίας της ἀντιπαλότητας, της διαπλοκῆς καὶ τῶν ὑποκριτικῶν ἀνθρώπινων σχέσεων ) καὶ το νὰ ζεῖς τὴ ζωή σου ἀπαρατήρητα, νὰ ἔχεις ἀθόρυβη ζωή, νὰ διαφυλάξεις την ψυχική σου γαλήνη, εἶναι ἴσως ὁ μόνος δρόμος στὴν ἐποχῆ μας νὰ πλησιάσει κανείς την εὐτυχία.

Το ὑπέρτατο ἀγαθὸ λοιπόν στὴν ἐπικούρεια ἠθικὴ εἶναι ἡ εὐτυχισμένη ζωή καὶ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ εὔκολα ἀκολουθῶντας ἕνα σύστημα ἐπιλογῶν καὶ ἀποφυγών. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ αὐτὰ ποῦ ἀντιτίθεται στὴν εὐδαιμονία του, ἡ πληρότητα της εὐτυχίας δίνεται ἀπὸ την ἀπόλυτη ἀπουσία πόνου, σωματικοῦ «ἀπονία» καὶ ψυχικοῦ «ἀταραξία». Το πρῶτο ἐμπόδιο ποῦ ἐμποδίζει την εὐτυχία μας εἶναι ὁ φόβος. Ὁ φόβος τῶν θεῶν καὶ ὁ φόβος του Θανάτου. Ἡ ἀπόρριψη ὁποιασδήποτε ἐπέμβασης τῶν Θεοτήτων στὰ ἀνθρώπινα ζητήματα δίνουν μία προοπτική ἐλευθερίας ἀλλὰ καὶ λύτρωσης. Η ψυχή δὲν εἶναι ἀθάνατη καὶ ὁποιοσδήποτε φόβος μεταθανάτιας τιμωρίας ἡ ἐλπίδας ἀνταμοιβῆς δὲν ἔχει νόημα.

Ὁ Ἐπίκουρος μας καλεῖ νὰ ἀπολαύσουμε αὐτὴν την Ζωή καὶ νὰ μὴν χάσουμε αὐτὴν την μοναδική εὐκαιρία ποῦ μας δίδεται. Πρέπει νὰ ἀπελευθερωθοῦμε ἀπὸ τις δεισιδαιμονίες των Μύθων καὶ τῶν Θρησκειῶν. Ἡ ἠθικὴ του Ἐπίκουρου ἔχει ὥς μέτρο της εὐτυχίας την ἡδονὴ. Ἡ ἡδονὴ ἡ ὁ πόνος εἶναι φυσικό ἐπακόλουθο κάθε ἐπαφῆς μας με πράγματα ἡ ἀνθρώπους. Η φύση του ἀνθρώπου εἶναι φτιαγμένη ἔτσι ὥστε οἱ αἰσθήσεις νὰ μας ὑποδεικνύουν το καλό ή το κακό μιᾶς πράξης διαμέσου του αἰσθήματος της ἡδονῆς ἡ του πόνου.

Ὅτι παράγει ἡδονὴ εἶναι καλό, ὅτι παράγει πόνο εἶναι κακό.

Ἀλλὰ ὁ σοφός ἄνθρωπος διαθέτει φρόνηση -μιά ἀπὸ τις σημαντικότερες ἀρετὲς γιὰ τους ἐπικούρειους- καὶ δὲν παραδίδεται ἀδιακρίτως σε κάθε λογῆς ἡδονές. «Κι ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι το πρωταρχικό καὶ σύμφυτο μ’ ἐμάς ἀγαθὸ, γιὰ τοῦτο δὲν ἐπιλέγουμε ἀδιακρίτως κάθε ἡδονή, ἀλλὰ συμβαίνει ὁρισμένες φορές νὰ γυρίζουμε την πλάτη μας σε πολλές ἡδονές, ὅταν τα προβλήματα ποῦ προκαλοῦν αὐτὲς οἱ ἡδονὲς εἶναι γιὰ μας μεγαλύτερα’ καὶ ὑπάρχουν, ἀπὸ την ἄλλη, πολλοί πόνοι ποῦ τους θεωροῦμε προτιμότερους ἀπὸ τις ἡδονές, ἐφόσον ἡ ἡδονὴ ποῦ θὰ ἀκολουθήσει ἅμα τους ὑπομείνουμε γιὰ κάμποσο θὰ εἶναι γιὰ μας μεγαλύτερη»

Μερικές ἀπὸ τις βασικές ἀρχὲς της φυσικῆς φιλοσοφίας του Ἐπίκουρου

* Τίποτα δὲν δημιουργεῖται ποτέ ἀπὸ το τίποτα.

* Ο κόσμος δὲν δημιουργήθηκε ἀπὸ θεία παρέμβαση.

* Ἀκόμα καὶ ἄν ὑπάρχουν θεοί, αὐτοὶ δὲν ἐπιδροῦν στὸ φυσικό κόσμο.

* Η ὕλη δὲν καταστρέφεται σε τίποτα.

* Πρωταρχικά στοιχεῖα της ὕλης δὲν εἶναι τα ἀριστοτελικά στοιχεῖα πῦρ, ἀήρ, γῆ καὶ ὕδωρ, ἀλλὰ μικρά ἀδιαίρετα ἄφθαρτα σωματίδια (ἄτμητα σωμάτια = ἄτομα).

* Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αἰσθητό ἄν δὲν ἔχει ὑλικὴ ἀπόσταση.

* Τίποτα δὲν ὑπάρχει ἐκτὸς ἀπὸ τα ἄτομα καὶ το κενό ἀνάμεσα τους.

* Ὅλα τα σώματα, εἴτε εἶναι ἄτομα, εἴτε προέρχονται ἀπὸ ἕνωση ἀτόμων.

* Το σύμπαν εἶναι ἀχανές. Δὲν βρισκόμαστε στὸ κέντρο του σύμπαντος, ἀλλὰ εἴμαστε ἕνας ἀπὸ τους ἀναρίθμητους κόσμους του σύμπαντος.

* Τα ἄτομα βρίσκονται σε διαρκῆ κίνηση μέσα στὸ κενό. Μποροῦν νὰ συνεχίσουν σε εὐθεῖα, νὰ συγκρουστοῦν, νὰ ἀλλάξουν κατεύθυνση, νὰ ἑνωθοῦν με ἄλλα ἄτομα στὴ δημιουργία σύνθετων σωμάτων.

* Οἱ κόσμοι καὶ τα ἔμβια ὄντα δημιουργοῦνται ἀπὸ τυχαία γεγονότα λόγω της χαοτικῆς κίνησης τῶν ἀτόμων.

* Αὐτὸ ποῦ ἀποκαλοῦμε «ψυχή» εἶναι σωματική ὀντότητα με ὑλικὰ χαρακτηριστικά καὶ δὲν συνεχίζει νὰ ὑπάρχει μετά τον θάνατο.

* Ἡ αἰσθήση εἶναι ἀξιόπιστη, διότι δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἀπὸ κάτι ἄλλο πιὸ ἀξιόπιστο ἀπὸ αὐτὴν.

Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι αὐτὲς οἱ ἀπόψεις, τις ὁποῖες εἶχε προσεγγίσει διαισθητικά ὁ Ἐπίκουρος, δὲν ἀπέχουν σημαντικά ἀπὸ τα ἐπιστημονικά εὑρήματα καὶ τὴ σημερινή γνώση μας γιὰ τα οὐράνια σώματα καὶ τὴ φύση γενικότερα. Δὲν εἶχε, λοιπόν, ἄδικό ὁ Νίτσε ποῦ διαπίστωνε στὰ τέλη του 19ου αἰῶνα ὅτι: «Ἡ ἐπιστήμη ἔχει βαλθεῖ νὰ ἐπιβεβαιώσει τον Ἐπίκουρο!»



Φωτογραφία του Nikos Soldatos.
Δείτε περισσότ

Λευκάδα - Το νησί των χρωμάτων (Α' β Μέρος)


Λευκάδα - Το νησί των χρωμάτων (Α' Μέρος)

Αποφάσισα να γράψω για τη Λευκάδα, όχι μόνο γιατί είναι η πατρίδα του πατέρα μου, αλλά κι επειδή είναι το νησί με τις χρυσαφένιες παραλίες και τις σμαραγδένιες θάλασσες. Από τη γειτόνισσά της, την Ακαρνανία, τη χωρίζουν μόλις 100 μέτρα και συνδέεται μαζί της εδώ και 23 χρόνια με πλωτή γέφυρα. Η σύνδεση πιο παλιά γινόταν με «σχεδία» που πηγαινοερχόταν αγκυλωμένη σε βίντσια. Μετέφερε 6 έως 7 αυτοκίνητα κάθε φορά στο νησί. Από το 1986 όμως, όταν φτιάχτηκε η γέφυρα, τα πράγματα άλλαξαν. Η Λευκάδα είναι δεκαέξι φορές... νησί, τόσες, όσες ανοίγει η πλωτή γέφυρα κάθε μέρα που αποσύρεται από την ακτή της Ακαρνανίας, για να περάσουν το δίαυλο τα πλοία, μικρά ή μεγάλα. Όχι πως η Λευκάδα δεν είναι νησί, αλλά αυτή η τεχνητή προέκταση της δίνει ένα πλεονέκτημα, αφού για να την επισκεφθεί κανείς δεν χρειάζεται απαραίτητα να πάρει καράβι.
Ο μικρότερος νομός της χώρας με τους περισσότερους πολιτιστικούς συλλόγους και σωματεία. Μια συστάδα 10 νησιών, όπου το ένα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο. Η Λευκάδα βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του Ιονίου πελάγους: νότια της Κέρκυρας και των Παξών και βόρεια της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και είναι το τέταρτο σε μέγεθος νησί των Επτανήσων (μετά την Κεφαλονιά, την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο). Έχει έκταση 302 τετρ. χιλιομέτρων και πληθυσμό 23.000 κατοίκων.
Υπήρξε η γενέτειρα πολλών πνευματικών ανθρώπων, από το 17ο έως και τον 20ο αιώνα. Λευκαδίτες στη καταγωγή ήταν οι ποιητές Ιωάννης Ζαμπέλιος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και Άγγελος Σικελιανός, ο συγγραφέας Λευκάδιος Χερν, ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος και Νίκος Σβορώνος, η μεσόφωνος Αγνή Μπάλτσα κ.ά. Είναι επίσης το μέρος που διάλεξε ο Ωνάσης για να χτίσει το ησυχαστήριό του.
Λίγο μετά τη Βόνιτσα, με το που βλέπετε το Ιόνιο, μπαίνετε και στη στενόμακρη λωρίδα γης και την κινητή γέφυρα που ενώνει το νησί με τη Στερεά Ελλάδα. Αυτό είναι κι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του νησιού. Πας με το αυτοκίνητό σου χωρίς να μπεις σε καράβι. Στη μια άκρη της Αιτωλοακαρνανίας, το επιβλητικό κάστρο της Αγίας Μαύραςκαι στην άλλη, η πόλη της Λευκάδας με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της.
Τα αξιοθέατα του νησιού, εκτός από αυτά της πρωτεύουσας, περιλαμβάνουν ένα ενετικό φρούριο του 14ου αιώνα, που είχε κατασκευαστεί από τον Ιωάννη Ορσίνι και περικλείει την εκκλησία της Αγίας Μαύρας του 13ου αιώνα (από όπου προήλθε κατά την ενετοκρατία και η φράγκικη ονομασία του νησιού Santa Maura, Σάντα Μαύρα), τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα και τη μονή του Αγίου Νικολάου (17ος αιώνας) στη Βασιλική, την ορεινή κωμόπολη Καρυά με τα εξαίρετα υφαντά της και τα έθιμά της, ερείπια της πρώιμης εποχής του Χαλκού (περ.2000 π.Χ.) στο Νυδρί, την εκκλησία της Ανάληψης με τοιχογραφίες του 16ου αιώνα στον Πόρο και το πολύ όμορφο φαράγγι Μέλισσας, κοντά στο χωριό Κάβαλλος.
Από την αρχαιότητα, το όνομά της το οφείλει στο ακρωτήριο Λευκάτα, με τους απόκρημνους ψηλούς βράχους που φτάνουν τα 70 μ. ύψος και είναι στα νότια του νησιού. Το ίδιο μέρος ονομάστηκε και «Κάβος της Κυράς» ή της Νηράς (όπως το προφέρουν οι ντόπιοι) επειδή εκεί, κατά την παράδοση, αυτοκτόνησε η Σαπφώ, όταν ο Φάωνας αρνήθηκε τον έρωτά της. Εκεί βρισκόταν επίσης στην αρχαιότητα το ιερό του Απόλλωνα που, κατά τη μυθολογία, ίδρυσε ο σύντροφος του Οδυσσέα, Λεύκος. Στα κλασικά χρόνια, εκεί δινόταν μια ευκαιρία στους καταδικασμένους σε θάνατο. Αν πέφτοντας από ψηλά επιζούσαν, έπαιρναν χάρη.
Το 70% του νησιού είναι ορεινό. Η ψηλότερη οροσειρά, τα Σταυρωτά(1.182 μ.), βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Η γεωγραφία είναι τέτοια, που σχηματίζονται μικρά, στενά οροπέδια, εύφορες κοιλάδες και φαράγγια γεμάτα βλάστηση, εξαιτίας των πολλών νερών του υπεδάφους, αλλά και των επίγειων που τρέχουν ακόμα και το καλοκαίρι.
Η ανατολική πλευρά του νησιού είναι η πιο ανεπτυγμένη τουριστικά κι οι παραλίες της έχουν τη φιλόξενη ηρεμία της αβαθούς θάλασσας. Απάνεμοι κόλποι για τον ανεφοδιασμό ιστιοπλοϊκών και ταβέρνες δίπλα στο κύμα. Η δυτική πλευρά είναι διαμορφωμένη από μια παλαιοντολογική κατακρήμνιση και έχει ένα υποβλητικό και άγριο μεγαλείο. Οι αμμουδιές πολλές, σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου και του τιρκουάζ. Αλλού λεπτή άμμος, αλλού λίγο πιο χοντρή.

Γεωλογία
Η Λευκάδα ανήκει στην αδριατικο-ιόνια γεωτεκτονική ζώνη της δυτικής Ελλάδας, στην οποία ανήκουν η Ιθάκη, τμήμα της ανατολικής Κεφαλονιάς, καθώς και όλα τα νησάκια κοντά στην ακτή της Ακαρνανίας. Η ομοιότητα της γεωλογικής της κατασκευής με αυτήν της δυτικής Ακαρνανίας οδηγεί στην άποψη ότι το νησί από γεωτεκτονική άποψη αποτελεί κομμάτι που αποχωρίστηκε από την Ακαρνανία με ρήγματα, κατακρημνίσεις και καθιζήσεις, που έγιναν στη διάρκεια της νεογενούς εποχής του καινοζωικού αιώνα. Μετά από τα φαινόμενα αυτά συνέβηκαν εξάρσεις του βυθού και σχηματίστηκαν οι σημερινοί ύφαλοι και τα νησάκια που βρίσκονται μεταξύ της Λευκάδας και της Ακαρνανίας.
Η Λευκάδα, και τα υπόλοιπα Επτάνησα, είναι αποτέλεσμα του μεγάλου παράκτιου ρήγματος που την απομόνωσε από την απέναντι ξηρά. Τεκτονικά η Λευκάδα και η Κεφαλονιά θεωρούνται τα πιο κατακερματισμένα τμήματα του πεδίου καθίζησης Άρτας-Αγρινίου. Μεταξύ Λευκάδας και Παξών διασταυρώνονται τα ρήγματα του Ιονίου με τα ρήγματα του κόλπου της Άρτας. Στο σύστημα των ρηγμάτων αυτών και αυτών που διασταυρώνονται πιο νότια με τις προεκτάσεις των ρηγμάτων του Πατραϊκού κόλπου, ενδημούν σεισμικές εστίες.
Η Λευκάδα μαστίζεται από σεισμικές δονήσεις, που είναι σχεδόν ενδημικές για το νησί και οφείλονται στη γεωτεκτονική της κατασκευή και μάλιστα στις διαρρήξεις, μεταπτώσεις και μετακινήσεις των διαφόρων τμημάτων, που εξακολουθούν ακόμα και σήμερα.

Φυσική Γεωγραφία
Γεννήθηκε το πρόβλημα αν η Λευκάδα ήταν πάντοτε νησί ή χερσόνησος. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα επικρατούσε η γνώμη ότι ήταν πάντοτε χερσόνησος και ότι συνδεόταν με κάποιον ισθμό με την Ακαρνανία. Παλαιοί συγγραφείς[1] αναφέρουν τη Λευκάδα ως χερσόνησο, που συνδεόταν με την Ακαρνανία με ισθμό που υπήρχε στο ΒΑ άκρο της Λευκάδας. Οι Κορίνθιοι σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παραπάνω συγγραφέων, όταν κατέλαβαν τη Λευκάδα έκοψαν τον ισθμό και μετέβαλαν έτσι τη χερσόνησο σε νησί.
Η Λευκάδα είναι το ορεινότερο νησί από τα Επτάνησα, με κυρίαρχο στοιχείο του ανάγλυφου την οροσειρά Σταυρωτά, με την υψηλότερη κορυφή Ελάτη (1.182 μ.). Ο οριζόντιος διαμελισμός της νήσου είναι μέτριος στα Α. και στα Δ. και πιο έντονος στα Ν. όπου σχηματίζονται οι όρμοι Βασιλικής, Αφτέλι, Σύδοτα και Ρούδα. Οι ακτές της έχουν συνολικό μήκος 117 χλμ.
Η Λευκάδα δεν έχει επιφανειακά νερά, σαν τα άλλα Επτάνησα, αλλά μόνο υπόγεια καρστικής προέλευσης, αποτέλεσμα των καρστικών μορφών, που δημιουργούνται μέσα σε ασβεστόλιθους και τους δολομίτες που αποτελούν το υπόβαθρό της. Το κλίμα είναι καλό με ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι.
Γύρω από τη Λευκάδα υπάρχουν και κατάφυτα νησιά (τα λεγόμενα Πριγκιποννήσια από τους ντόπιους) και είναι η Μαδουρή (με το σπίτι του Βαλαωρίτη), ο Σκορπιός (του Ωνάση), το Σκορπίδι, το Χελώνι, η Σπάρτη, η Θηλιά, ο Κύθρος, λίγο πιο πάνω ο Κάλαμος (ο κάτοικος λέγεται Καλαμισιώτης) και ο Καστός και νότια το Μεγανήσι.


Το Μεγανήσι είναι το δεύτερο σε μέγεθος μετά τη Λευκάδα από τα 10 νησιά. Εδώ υπάρχει το σπήλαιο που χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο το υποβρύχιο «Παπανικολής» στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιστορία του νησιού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πιθανόν στα αρχαία χρόνια, αυτό να ήταν το νησί των Ταφίων. Για πρώτη φορά ο Όμηρος αναφέρει το όνομα αυτό, παρμένο από τη μυθολογία που ήθελε τον Τάφιο γιο του Ποσειδώνα και βασιλιά της περιοχής. Κατά τον Όμηρο, ο Οδυσσέας εμπιστεύθηκε τα πλοία του στο βασιλιά Μέντορα των Ταφίων, όταν έφευγε στην Τροία. Άλλοι θεωρούν ότι το Μεγανήσι είναι το νησί Αστερίς, που αναφέρεται επίσης στον Όμηρο.




Ιστορία
Η Λευκάδα, λόγω της θέσης της, υπήρξε πάντα μια χερσόνησος, τμήμα της Ακαρνανίας. Κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια, ενώ τη μυκηναϊκή εποχή είχε αναπτύξει αξιόλογο πολιτισμό (γνωστή η πόλη Νήρικος). Στα αρχαία χρόνια, η Λευκάδα, «Λευκάς Πέτρη» κατά τον Όμηρο, ήταν γνωστή ως Νήρικος. Ο Στράβων την αναφέρει με την ονομασία Λευκαδία ή Λευκαδίων Χερσόνησος. Το 650 π.Χ., οι Ακαρνάνες, που είχαν καταληφθεί από τη Νήρικο, επαναστάτησαν και ζήτησαν τη βοήθεια της Κορίνθου. Οι Κορίνθιοι άρχοντες Γαγάσος και Κύψελος έστειλαν 1.000 άνδρες για να βοηθήσουν τους επαναστάτες, που με τη βοήθεια των Ακαρνάνων κατέλαβαν με τη βία τη Λευκάδα κι από τους κάτοικους άλλους εξόρισαν κι άλλους τους εξόντωσαν. Σαν συνέπεια των γεγονότων, η Νήρικος ξέπεσε. Το νησί από τότε έγινε κορινθιακή αποικία. Όμως η Νήρικος και η Λευκάδα συνήλθαν βαθμιαία, επειδή οι Κορίνθιοι έκαναν έργα διάνοιξης στομίου και προστασίας της διώρυγας, αλλά και άλλα μεγάλα έργα.
Σίγουρα, μετά τη διάνοιξη της διώρυγας από τους Κορίνθιους, η Νήρικος από τη λοφοσειρά μεταφέρθηκε στην πεδιάδα και πήρε το όνομα Λευκάδα, που αργότερα επεκτάθηκε για όλο το νησί. Ο Θουκυδίδης αναφέρει τη Λευκάδα ως χερσόνησο και τον ισθμό της που υπήρχε το 6ο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου. Αναφέρει ακόμα ότι πάνω στον ισθμό βρισκόταν και η πόλη και το ιερό του Απόλλωνα και ότι ο στρατηγός των Αθηναίων Ασώπιος «πλεύσας εις Λευκάδα... και απόβαση εις Νήρικο ποιησάμενος» αναχώρησε. Ίσως, όταν ο Θουκυδίδης τα έγραφε, δεν είχε ερημωθεί τελείως η Νήρικος.
Με τα χρόνια οι Λευκαδίτες αναπτύχθηκαν σε πληθυσμό και έφτασαν τους 20.000. Έγιναν αυτόνομοι, απαλλάχτηκαν από το ζυγό των Κορινθίων και ανέκτησαν την παλιά υπεροχή τους πάνω στους γείτονές του Ακαρνάνες. Οι Κορίνθιοι, όσες φορές είχαν την πολεμική ανάγκη των Λευκαδιτών, δεν τους θεωρούσαν πια υπηκόους, αλλά φίλους. Το πολίτευμα τους αρχικά ολιγαρχικό, βαθμιαία έγινε δημοκρατικό.
Στον πόλεμο κατά των Περσών, οι Λευκαδίτες έλαβαν μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας με τρία πλοία, και στον Πελοποννησιακό πόλεμο συντάχθηκαν με τους Κορίνθιους. Στη ναυμαχία των Κορινθίων κατά των Κερκυραίων (435 π.Χ.), κοντά στο Άκτιο, η Λευκάδα, πιστή στη μητρόπολή της, πήρε το μέρος της και συμμετείχε με 10 πλοία, με συνέπεια, μετά την υποχώρηση των συμμάχων Κορινθίων, να λεηλατηθεί αργότερα όχι μόνο από τους Κερκυραίους, αλλά κι από τους Αθηναίους στρατηγούς στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου.
Πήραν ενεργό μέρος και στην εκστρατεία κατά της Στράτου. Κατά την επιστροφή των αιχμαλώτων της Επιδάμνου, έγινε στάση στην Κόρινθο και οι Κορίνθιοι για να την καταστείλουν έστειλαν 53 πλοία, από τα οποία τα 13 ήταν από τη Λευκάδα και την Αμβρακία. Ο συμμαχικός στόλος νίκησε τον κερκυραϊκό και λεηλάτησε την Κέρκυρα, αλλά τελικά κατέφυγε στη Λευκάδα, επειδή πληροφορήθηκε ότι ισχυρός αθηναϊκός στόλος, από 60 πλοία, έπλεε εναντίον του από την Κόρινθο, τη Λευκάδα και την Αμβρακία. Μετά από αυτά (428 π.Χ.), ο αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης, με στόλο από 30 πλοία, αποβιβάστηκε στη Λευκάδα και κατέλαβε τον Ελλόμενοκαι τους φρουρούς του κατάσφαξαν οι Αθηναίοι. Έπειτα, όταν ενισχύθηκαν από Κεφαλλονίτες και Ζακυνθινούς και από 15 κερκυραϊκά πλοία επιτέθηκαν και στην πόλη της Λευκάδας και λεηλάτησαν τη γύρω ύπαιθρο. Όμως, οι πολιορκούμενοι Λευκαδίτες άντεχαν στις επιθέσεις των πολιορκητών και ο Δημοσθένης, παρά τις αντιρρήσεις των Ακαρνάνων, έλυσε την πολιορκία γιατί βιαζόταν να εκστρατεύσει κατά των Αιτωλών (Θουκ.3,95). Κατά την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία οι Λευκαδίτες έστειλαν βοήθεια στους Λακεδαιμόνιους που πολεμούσαν με τους Συρακούσιους. Το 394 π.Χ. η Λευκάδα συμμετείχε στη συμμαχία Θηβών, Αθηνών και Κορίνθου, αλλά αργότερα πέρασε στο πλευρό των Σπαρτιατών. Το 372 π.Χ. συνδέθηκε με συνθήκη με την Αθήνα.
Στους μακεδονικούς χρόνους, η Λευκάδα προσχώρησε στην Αθηναϊκή συμμαχία κατά του Φιλίππου, αργότερα όμως παραδόθηκε στον Κάσσανδρο και παρέμεινε από τότε στην κυριαρχία των Μακεδόνων. Από το 197 π.Χ. πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων.
Στους ρωμαϊκούς χρόνους έγιναν πολλά δημόσια έργα. Έτσι διασκευάστηκαν τα τείχη της πόλης, επισκευάστηκε η άνοδος προς την Ακρόπολη και συνδέθηκε η πόλη με μεγάλη γέφυρα με την Ακαρνανία. Η γέφυρα αυτή κτίστηκε γύρω στο 190 π.Χ. Κατά τη ναυμαχία του Ακτίου, 29 π.Χ. η Λευκάδα καταλήφθηκε στρατιωτικά από τον Αγρίππα, με εντολή του Αυγούστου, και μετά τη νίκη του Οκταβιανού αποδόθηκαν στους Λευκαδίτες όλα τα πλοία που προηγουμένως είχαν επιτάξει οι Ρωμαίοι. Όταν θεμελιώθηκε η Νικόπολη, πολλοί Λευκαδίτες αναγκάστηκαν να πάνε να κατοικήσουν στην παραλιακή αυτή πόλη και για τη διακόσμησή της πολλά έργα τέχνης πάρθηκαν από τη Λευκάδα και άλλες πόλεις και νησιά.
Τα όσα λέγονται, ότι οι απόστολοι Ακύλας και Ηρωδίωνας υπήρξαν οι πρώτοι που εισήγαγαν τον Χριστιανισμό στη Λευκάδα, με εντολή του αποστόλου Παύλου κι ότι ο ίδιος ο Παύλος πηγαίνοντας στη Ρώμη πέρασε από τη Λευκάδα, όλα αυτά είναι μεταγενέστερα απόκρυφα ιστορήματα. Η Εκκλησία της Λευκάδας δεν ανήκει στις αποστολικές εκκλησίες, δηλαδή αυτές που ίδρυαν οι απόστολοι. Ο Διοκλητιανός αναφέρεται ως ευεργέτης της Λευκάδας. Κατά το β' διωγμό των Χριστιανών, μετά από εντολή του Διοκλητιανού, μαρτύρησε και ο επίσκοπος Λευκάδος Δονάτος.
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που υπάρχουν για τη Λευκάδα κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Το 887 μ.Χ. το νησί ανήκε στο θέμα της Κεφαλληνίας και κατά τα έτη 1099 και 1103 λεηλατήθηκε από τους Πιζάτες. Μετά την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους από τους Σταυροφόρους (1204), η Λευκάδα συμφωνήθηκε να υπαχθεί στους Βενετούς. Όμως περιήλθε στην κυριαρχία του Μιχαήλ Α' Άγγελου Κομνηνού και ακολούθησε την τύχη του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Στη μάχη της Πελαγονίας (ή μάχη της Καστοριάς) (1259), ο Μιχαήλ Β' Άγγελος Κομνηνός, δεσπότης της Ηπείρου, κατέφυγε στη Λευκάδα και την Κεφαλονιά. Μετά το θάνατό του, το δεσποτάτο διαιρέθηκε κι η Λευκάδα έμεινε στο γιο του, τον Νικηφόρο. Την περίοδο 1300-1318 το νησί το κατείχαν ο κόμης της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου. Στη συνέχεια ενώθηκε και πάλι με το δεσποτάτο, όταν ο Ιωάννης Α' Ορσίνι κατέλαβε τμημάτα της Ηπείρου και των περιοχών της.
Το 1294, ο δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Α' Άγγελος Κομνηνός πάντρεψε την κόρη του Μαρία με τον Ιωάννη, γιο του Ριχάρδου Ορσίνι και έδωσε ως προίκα της τη Λευκάδα. Στη συνέχεια, το 1331 το νησί κατέλαβε ο Βάλτερος Βρυέννιος, ο στρατηγός του Ροβέρτου της Νεάπολης, που το παραχώρησε στο Γρατιανό Τζώρτζη (1355). Οι Λευκαδίτες όμως, με την παρακίνηση του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Β', επαναστάτησαν κατά του Τζώρτζη και τον παρέδωσαν στο Νικηφόρο. Ο Τζώρτζης ωστόσο επέστρεψε στη Λευκάδα, την οποία και κυβέρνησε έως το θάνατό του (1362). Τότε η Λευκάδα περιήλθε στον οίκο των Τόκκα (Tocco). Ο τελευταίος από τους δούκες του οίκου, ο Λεονάρδος Γ' Τόκκα, βοήθησε τους Ενετούς στον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας και ευνόησε τους ορθόδοξους για να κερδίσει τη συμπάθεια των κατοίκων του νησιού.
Την περίοδο αυτή κατέφυγαν στη Λευκάδα περίπου 15.000 Έλληνες πρόσφυγες από τη Στερεά Ελλάδα. Όμως, μετά την ενετο-τουρκική συνθήκη ειρήνης, η Ενετία εγκατέλειψε τον Λεονάρδο κι η Λευκάδα καταλήφθηκε από τους Τούρκους (1479). Στην περίοδο εκείνη ανάγεται και η υιοθέτηση της ονομασίας Σάντα Μαύρα.
Ο Μωάμεθ Β', ο κατακτητής, αφού κατέλαβε τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και τα νησιά Λευκάδα, Κεφαλονιά και Ιθάκη, έσφαξε όλους τους άρχοντες που βρίσκονταν στην υπηρεσία του Λεονάρδου Γ' κι απήγαγε πολλούς χωρικούς στην Κωνσταντινούπολη. Στη Λευκάδα η Α' τουρκοκρατία διήρκεσε για πάνω από δύο αιώνες, εκτός από σύντομες διακοπές (1479-1684). Οι Τούρκοι μετέβαλαν την εκκλησία του Αγίου Μάρκου σε τζαμί. Ο πασάς Κεδούκ Αχμέτ πήρε πολλούς Λευκαδίτες ως σκλάβους, οι οποίοι αργότερα πουλήθηκαν σε διάφορα σκλαβοπάζαρα σε εξευτελιστικές τιμές. Διοικητικά η Λευκάδα από την Άλωση της Ναυπάκτου (1499) εξαρτάτο από τον πασά που είχε την έδρα του στην πόλη εκείνη. Στη Λευκάδα εγκαταστάθηκαν Τουρκαλβανοί.
Ισπανικές και ενετικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην Κεφαλονιά, που την κατείχαν οι Τούρκοι και στα τέλη του 1500 την κυρίευσαν. Μετά από δύο περίπου χρόνια (1502) οι Ενετοί κατέλαβαν και τη Λευκάδα, με τη βοήθεια και του παπικού στόλου. Το νησί είχε μεταβληθεί σε κρησφύγετο πειρατών, γι’ αυτό και λεγόταν «Κοιλάδα πειρατών», κατά την κατοχή της από τους Τούρκους. Ιουδαίοι από την Ισπανία είχαν εγκατασταθεί στο νησί. Οι Ενετοί άρχισαν να την οχυρώνουν, αλλά ένα χρόνο μετά την κατάληψή της, αναγκάστηκαν να την εκκενώσουν, επειδή ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β' αρνιόταν να υπογράψει ειρήνη με του Ενετούς χωρίς τη Λευκάδα. Πολλοί Λευκαδίτες μετακόμισαν στην Ιθάκη, όταν το νησί παραδόθηκε και πάλι στους Τούρκους. Πολλές προσπάθειες έγιναν από τους Ενετούς να εγκατασταθούν και πάλι στο νησί, αλλά αυτό το κατόρθωσαν μόνο μετά από πολλές δεκαετηρίδες.

Το νησί παρέμεινε στην κυριαρχία των Τούρκων ως το 1684, οπότε το κατέλαβε ο Ενετός Μοροζίνι. Την τελευταία ενετοκρατία στη Λευκάδα την κατέλυσαν οι Γάλλοι (1797).
 Οι Λευκαδίτες από τότε συμπαραστάθηκαν μέσα και έξω από την πατρίδα τους σε όλες τις εθνικές υποθέσεις της Ελλάδας. Το 1798 η Λευκάδα, όπως και τα άλλα Επτάνησα, κυριεύτηκε από ρωσο-τουρκικό στόλο παρά τη σθεναρή αντίσταση της γαλλικής φρουράς της και αποτέλεσε τμήμα της Ιονίου Πολιτείας υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Μετά τη συνθήκη του Τιλσίτ(1807) περιήλθε και πάλι στη Γαλλία. Από το 1810 άρχισε για το νησί η περίοδος της αγγλικής κυριαρχίας, η οποία διήρκεσε έως το 1864, χρονολογία της ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα.
Όταν ο Ελληνισμός της Στερεάς Ελλάδας δεινοπαθούσε από τους Τούρκους, το νησί χρησίμευσε πολλές φορές ως καταφύγιο για τους κατατρεγμένους κατοίκους της και τις οικογένειές τους. Η Λευκάδα ήταν ένα πρόχειρο άσυλο για τους κατοίκους της Στερεάς, επειδή ήταν πολύ κοντά σ’ αυτήν. Πολλές μάλιστα οικογένειες διακεκριμένων πολεμιστών και άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Λευκάδα, όπως η οικογένεια Βαλαωρίτη.
 Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων έβλεπε με δυσαρέσκεια να φεύγουν οι εκλεκτοί της περιοχής της κυριαρχίας του και έκανε επανειλημμένες συστάσεις στην πολιτεία της Επτανήσου για επάνοδο των φυγάδων. Η πολιτεία της Επτανήσου βέβαια δεν άκουσε τις προσκλήσεις αυτές του Πασά των Ιωαννίνων κι αυτή είναι η αιτία που οδήγησε τον Αλή στην απόφαση να καταλάβει τη Λευκάδα. Για το σκοπό αυτόν συγκέντρωσε μια δύναμη 20.000 ανδρών. Η άμυνα του νησιού ανατέθηκε από την κυβέρνηση των Επτανήσων στον Ιωάννη Καποδίστρια. Αυτός συνδέθηκε και με προσωπική φιλία με τους διακεκριμένους Έλληνες πολεμιστές, όπως τον Φώτο Τζαβέλα, τον Κίτσο και το Νότη Μπότσαρη κι άλλους εκλεκτούς.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας προσκάλεσε όλους αυτούς σε μεγάλη συγκέντρωση στη Λευκάδα, που είχε τη μορφή εθνικής συνέλευσης, κατά την οποία όλοι κλέφτες και αρματολοί έδωσαν όρκο θανάτου για την απελευθέρωση της πατρίδας Ελλάδας. Πιστοί στον όρκο τους οι Λευκαδίτες, αμέσως μετά την κήρυξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης, έτρεξαν μαζί με τους άλλους Επτανήσιους να βοηθήσουν. Το 1864 εκπληρώθηκε η περιπόθητη ένωση των Επτανησίων με τη μητέρα Ελλάδα και από τότε η Λευκάδα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού κράτους.

[1] Μεταξύ των οποίων ο Θουκυδίδης, ο Στράβων, ο Παυσανίας, ο Σκύλαξ και από τους Λατίνους ο Τίτος Λίβιος και άλλοι.
Πόλη που βρισκόταν στη σημερινή πεδιάδα του Εγκλιμενού, πιθανώς πρόκειται για φρούριο των Νηριτίων που βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο.
 Στο μεταξύ, στο διάστημα 10 Οκτωβρίου 1715 – 18 Οκτωβρίου 1716 οι Ενετοί είχαν εγκαταλείψει προσωρινά το νησί για χάρη της Κέρκυρας.




Λευκάδα - Το νησί των χρωμάτων (Β' Μέρος)



Αρχαιολογία και μνημεία

Στους αρχαιοτάτους χρόνους, μια χαμηλή ράχη συνέδεε ακόμα την Ακαρνανία με το ύψωμα το οποίο αργότερα αποτέλεσε την ακρόπολη της Λευκάδας (πάνω από τις αλυκές και νότια από το σημείο όπου υπάρχει σήμερα ο στενότερος διάπλους). Τον ισθμό άνοιξαν πρώτοι οι Κορίνθιοι με μια διώρυγα, το Διορυκτόν, λίγο με τά την ίδρυση της αποικίας τους τον 7ο αιώνα π.Χ. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους υπήρχε μια γέφυρα στο νότιο σημείο του πορθμού. Στη νότια ακτή του νησιού μικρές προεξέχουσες άκρες καταλήγουν στο περίφημο λευκό ακρωτήρι της Λευκάτας (το σημερινό Δουκάτο), το οποίο αποτελούσε τον τρόμο των αρχαίων ναυτικών και αναφέρεται ήδη στον Όμηρο ως είσοδος στον Άδη. Στο ακρωτήριο αυτό βρισκόταν το ιερό του Απόλλωνα, του οποίου όμως δε σώζεται κανένα ίχνος. Στους αρχαίους επικρατούσε η λαϊκή παράδοση ότι ένα πήδημα από αυτό το απόκρημνο ακρωτήρι στη θάλασσα θεράπευε τους ερωτευμένους που δεν εύρισκαν ανταπόκριση στον έρωτά τους. Σύμφωνα με την παράδοση, από εκεί έπεσε στη θάλασσα η Λεσβία ποιήτρια Σαπφώ, ελπίζοντας έτσι να σταματήσει ο έρωτάς της προς τον Φάωνα, αλλά από το πήδημα αυτό αντί για θεραπεία βρήκε το θάνατο.

Προϊστορικά ευρήματα υπάρχουν άφθονα στο νησί από τη νεολιθική εποχή, είναι όμως όλα ασήμαντα. Στο Νυδρί ανέσκαψε ο Γερμανός αρχαιολόγος Wilhelm Dörpfeld και έφερε στο φως κυκλικά οικοδομήματα της πρώιμης εποχής του χαλκού (2000 π.Χ.), τα οποία έχουν το ανάλογό τους στο κυκλικό οικοδόμημα που αποκαλύφθηκε κάτω από το ανάκτορο της Τίρυνθας. Ο Dörpfeld (που μάλιστα πέθανε στο νησί, το 1940) υποστήριζε ότι η Λευκάδα ταυτιζόταν με την Ιθάκη, την πατρίδα του Οδυσσέα, αλλά ο ισχυρισμός του θεωρείται ανυπόστατος, καθώς δε στηρίζεται από αρχαιολογικά ευρήματα.


Η πόλη της Λευκάδας

Είναι «συμπαθέστατη» με ένα ιδιαίτερο «χρώμα». Η αρχιτεκτονική της, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα, είναι επηρεασμένη από τη Δύση, παρόλο που έμεινε στην κυριαρχία των Ενετών πολύ λιγότερο διάστημα από ό,τι τα άλλα νησιά, και πάντως λιγότερο από όσο στην τουρκική κυριαρχία. Η γειτνίασή της με τη Στερεά Ελλάδα συντέλεσε στο να διατηρηθεί αρκετά ισχυρή κι η μεταβυζαντινή παράδοση. Πέρασαν πολλοί κατακτητές, που ίσως επειδή ήξεραν και οι ίδιοι πως δεν θα μείνουν πολύ, δεν άφησαν τίποτα πίσω τους εκτός από οχυρωματικά έργα και ελάχιστα κτίρια.

Στην είσοδό της βρίσκεται το πάρκο των ποιητών και φιλοξενεί τις προτομές του Βαλαωρίτη, του Σικελιανού, του Χερν και της Κλεοπάτρας Δίπλα-Μαλάμου.

Αριστερά του πάρκου απλώνεται η μαρίνα, με σκάφη κυρίως ιστιοπλοϊκά αγκυροβολημένα στην αγκαλιά της. Από της άλλη μεριά ανοίγεται ο «μπροστινός μόλος», όπως τον λένε οι ντόπιοι. Εκεί υπάρχει μια πεζογέφυρα που φτιάχτηκε πριν από 8 περίπου χρόνια και ενώνει το μόλο με τα ιβάρια, όπως ονομάζονται οι ιχθυοκαλλιέργειες με τις ειδικές, παραδοσιακές καλαμωτές, όπου τα ψάρια ζουν και μεγαλώνουν σε φυσικές συνθήκες.

Ανάμεσα στη μαρίνα και το μόλο ανοίγεται ο δρόμος της αγοράς. Ένα από τα πιο ωραία είναι η βόλτα στα σοκάκια της πόλης. Τα χρώματα και το περιβάλλον θα σας «ταξιδέψουν». Στα στενοσόκακα βλέπουμε λιγοστά παλιά αρχοντικά. Το κλασικό λευκαδίτικο σπίτι έχει πέτρινο ισόγειο και ξύλινο ανώγι με μικρή αυλή. Τα σπίτια κολλημένα στο πλάι, κατά το μεσαιωνικό σχέδιο, σχηματίζουν στενά καλντερίμια που έκοβαν τον άνεμο και μπέρδευαν τους μεθυσμένους πειρατές. Καμιά φορά θαρρείς ότι τα γαρίφαλα κι ο βασιλικός του ενός πήδηξαν στο μπαλκόνι του άλλου για απογευματινή βεγγέρα. Πολλά έχουν έγχρωμες προσόψεις σε απαλούς τόνους του ροζ, του πράσινου, του γαλάζιου και άλλα έχουν στέγες χρωματισμένες σε απαλούς τόνους.

Είναι κι αυτές οι κουβέντες των κατοίκων, ήχοι μελωδικοί από τη γλυκιά προφορά τους, που μας συντροφεύουν καθώς περπατάμε ανάμεσά τους. Πότε τραγουδούν, πότε συζητούν και πότε μας απευθύνουν μια δροσερή καλημέρα ή μια ζεστή καλησπέρα. Στέκονται στα πεζούλια, τα μπαλκόνια και τις αυλές. Ρεμβάζουν ή κάνουν τις καθημερινές τους δουλειές με φόντο τα κεντήματα στα παράθυρά τους. Στις εξώπορτες, μικρά και μεγάλα ποδήλατα περιμένουν τη στιγμή που οι επίδοξοι αναβάτες θα τα πάρουν για σεργιάνι στην πόλη. Στις πλατείες μικροί και μεγάλοι βολτάρουν.

Τη σημερινή της μορφή άρχισε να την παίρνει απ’ το 1684, όταν ο Ενετός Μοροζίνι έκανε έξωση στους Λευκαδίτες που έμεναν μέσα στο κάστρο. Η έντονη σεισμική δραστηριότητα εκείνα τα χρόνια, μαζί με τις ελάχιστες οικονομικές δυνατότητες, διαμόρφωσαν καθοριστικά την αρχιτεκτονική των σπιτιών. Χαρακτηριστικό οικιστικό στοιχείο της Λευκάδας είναι τα πολλά ξύλινα ή ξυλόπηκτα σπίτια, εξαιτίας των συχνών καταστρεπτικών σεισμών από τους οποίους υποφέρει το νησί. Συνηθίζεται επίσης η τοποθέτηση ενός ξύλινου σκελετού, κατά μήκος των εσωτερικών τοίχων των κτιρίων, για να εμποδίζεται η προς το εσωτερικό πτώση των τοίχων. Κτίρια μικρά, δίπατα, με ξύλινους εξώστες και κεραμοσκεπές και ανάμεσά τους στενά καντούνια. Το κάτω μέρος ήταν λιθόκτιστο και το πάνω ήταν φτιαγμένο με ξύλο και λάσπη. Μια αντισεισμική αρχιτεκτονική μοναδική στον κόσμο. Με τις συχνές επισκέψεις του Εγκέλαδου, οι κάτοικοι που ξανάφτιαχναν τα σπίτια τους με τα ίδια υλικά φρόντιζαν το πάνω μέρος να είναι ελαφρύ και συχνά το κάλυπταν με λαμαρίνα, που έβαφαν σε διάφορα απαλά χρώματα. Η ίδια τεχνική χρησιμοποιείται και σήμερα. Θα δείτε μέσα στο ιστορικό κέντρο πολλά σπίτια με λαμαρίνες. Τα παραθυρόφυλλα είναι ξύλινα και κινητά και όλα βάφονται σε μπλε ή πράσινο χρώμα. Στη Λευκάδα δε θα συναντήσετε ενετικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως στη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα. Οι Ενετοί δε συνέβαλαν καθόλου στο χτίσιμο της πόλης. Υπάρχουν αρχοντικά στην πόλη και πλούσια σπίτια της εποχής που είναι όλα χτισμένα σε μεγάλο οικόπεδο, είχαν όλα τζάκι, αυλές και εντυπωσιακές εξώθυρες.

Πέρα από τη βόλτα σας στο ιστορικό κέντρο με τα καντούνια του, αξίζει να δείτε το Μουσείο Φωνογράφου, ένα μικρό ιδιωτικό μουσείο με φωνογράφους, δίσκους, σπάνια χρηστικά αντικείμενα, εργαλεία, καρτ-ποστάλ κλπ. Είναι μοναδικό στην Ελλάδα και ιδρύθηκε και συντηρείται από έναν κρεοπώλη, τον Δημήτρη Κατωπόδη ή Ντελημάρη.

Επισκεφτείτε και το Αρχαιολογικό Μουσείο Λευκάδας, που από το 1999 στεγάζεται στο νέο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου. Τα ευρήματα της συλλογής του μπορεί να μην είναι από τα πιο σπουδαία της ελληνικής αρχαιότητας, είναι όμως τόσο έξυπνα τοποθετημένα μέσα και έξω από τις προθήκες και συνοδεύονται από πλούσια και κατατοπιστικά κείμενα, σχέδια, αναπαραστάσεις και φωτογραφίες. Οι 4 συνολικά αίθουσές του περιλαμβάνουν ευρήματα από τις ανασκαφές στο νησί που καλύπτουν μια πολύ μεγάλη χρονική περίοδο, από τη μέση παλαιολιθική εποχή (200000-35000 π.Χ.) έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.

Η 4η αίθουσα, που βρίσκεται δεξιά της πρώτης, είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Γερμανού φιλέλληνα αρχαιολόγου Wilhelm Dörpfeld, που ταύτισε το όνομά του με τη Λευκάδα. Ο Dörpfeld, βοηθός αρχικά του Ερρίκου Σλήμαν (που ύστερα από ανασκαφές το 1878 ταύτισε τη σημερινή με την αρχαία Ιθάκη), συνέχισε τις έρευνες του δασκάλου του, στηριζόμενος κυρίως στο κείμενο της «Οδύσσειας». Πραγματοποίησε τις πρώτες ανασκαφές στη Λευκάδα στις αρχές του 20ου αιώνα, που τις επισκέφτηκε ο φίλος και χρηματοδότης του, αυτοκράτορας της Γερμανίας, Γουλιέλμος Β'. Όταν το 1927 δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ανασκαφών του από το νεκροταφείο στην περιοχή του Στενού, νότια από το Νυδρί, ανέπτυξε μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία η Λευκάδα ήταν η ομηρική Ιθάκη, σε αντίθεση με την άποψη του Σλήμαν. Ο Dörpfeld τοποθετούσε το ανάκτορο του Οδυσσέα στην περιοχή του Στενού στο Νυδρί. Όμως, η χρονολόγηση με σύγχρονες μεθόδους των ευρημάτων από το Στενό, μερικά από τα οποία εκτίθενται στην 4η αίθουσα, στην πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο (2700-2300 π.Χ.) και όχι στην υστεροελλαδική εποχή, εποχή κυριαρχίας των μυκηναίων (1500-1100 π.Χ.), καταρρίπτει αυτή τη θεωρία. Εξάλλου, οι προσπάθειες που έχουν γίνει για την αναγνώριση και τον εντοπισμό των τόπων που αναφέρονται στην «Οδύσσεια», δεν έχουν επιβεβαιώσει καμιά από τις αντιμαχόμενες θεωρίες.

Τέλος αξίζει μια μικρή βόλτα με το αυτοκίνητο στη Γύρα (ο δρόμος γύρω από τη λιμνοθάλασσα) για να δείτε τους παλιούς μύλους, που χτίστηκαν οι παλαιότεροι το 1684 και οι νεώτεροι το 1739. Σώζονται μόνο 4 από τους 12 που υπήρχαν συνολικά. Οι περισσότεροι είχαν ρωσικά ονόματα, όπως Ορλώφ, Μετζίκωφ, Μόσκοβας και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα άλεθαν μεγάλες ποσότητες σταριού, πολλές από τις οποίες έρχονταν από τη Ρωσία. Η ίδια η λιμνοθάλασσα είναι σημαντικός υγροβιότοπος, όπου μπορεί να συναντήσετε πελεκάνους, ερωδιούς, αγριόχηνες, κύκνους κλπ. Και μιας και φτάσατε ως εκεί, δείτε και το κάστρο της Αγίας Μαύρας πάνω στη νησίδα του ισθμού που ενώνει τη Λευκάδα με την Ακαρνανία, που χτίστηκε το 1300 μ.Χ. από τον κόμη Ορσίνι.

Στην πόλη διοργανώνονται επίσης κάθε καλοκαίρι οι πετυχημένες Γιορτές Λόγου και Τέχνης, με ποικίλα δρώμενα.


Ιστορία της πόλης

Η πόλη της Λευκάδας ιδρύθηκε από Κορίνθιους αποίκους τον 7ο αιώνα π.Χ. Ήταν χτισμένη περίπου 2 χλμ. από την τοποθεσία όπου βρίσκεται η σημερινή Λευκάδα και συγκαταλεγόταν στις μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας (περίμετρος τειχών 3 χλμ. και εμβαδόν περίπου 1 τ. χλμ.). Πήρε μέρος στον πόλεμο κατά των Περσών με τρία πλοία και στρατό. Στον πόλεμο για την Επίδαμνο υποστήριξε τους Κορίνθιους, με τους οποίους ήταν σύμμαχος και κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ο Δημοσθένης (343 π.Χ.) έπεισε τους Λευκαδίτες να προσχωρήσουν στη συμμαχία κατά του Φιλίππου. Στο πόλεμο ανάμεσα στον Κάσσανδρο και τον Πολυσπέρχοντα η Λευκάδα υποτάχθηκε στον πρώτο (314 π.Χ.) και διετέλεσε διαδοχικά υπό την κυριαρχία του Αγαθοκλή, του Δημητρίου του Πολιορκητή και του Πύρρου. Μετά την πτώση της ηπειρωτικής μοναρχίας, η Λευκάδα έγινε πρωτεύουσα (230-167 π.Χ.) του Κοινού των Ακαρνάνων κι αγωνίστηκε κατά της Ρώμης ως σύμμαχος των Μακεδόνων. Το 197 π.Χ. κατακτήθηκε από το ρωμαϊκό στρατό του Λ. Φλαμινίνου και 30 χρόνια αργότερα αποσπάστηκε από το Κοινό των Ακαρνάνων.

Η σημερινή Λευκάδα έχει τις ρίζες της στο 1684, όταν ο Ενετός Μοροζίνι προέτρεψε τους κατοίκους του κάστρου να κατοικήσουν έξω από αυτό, για να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τη σεισμική δραστηριότητα από την οποία δοκιμαζόταν το νησί. Η σύγχρονη πόλη χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1948 και του 1953.

Τα χωριά

Πανέμορφο νησί, πανέμορφα και τα χωριά του. Αφήνουμε την πρωτεύουσα με νότια κατεύθυνση, για να γυρίσουμε το υπόλοιπο νησί. Λίγο έξω από την πόλη, μόλις 2 χιλιόμετρα, συναντάμε ένα μικρό οικισμό, το Καλλιγόνι. Στο λόγο του βρίσκονται ερείπια της αρχαίας πρωτεύουσας του νησιού, που ονομαζόταν Νήρικος και άκμασε από το 2ο αιώνα π.Χ. μέχρι τα βυζαντινά χρόνια.

Αφήνουμε πίσω μας τους Καριώτες με τις αλυκές, τη Λυγιά που αποτελεί το μεγαλύτερο αλιευτικό κέντρο του νησιού και τα πανέμορφα ψαροχώρια Επίσκοπο και Νικιάνα, που είναι λουσμένα σε αποχρώσεις πράσινου και μπλε, με ευωδιές βουνού και θάλασσας.

Φτάνουμε στον παραθαλάσσιο οικισμό Περιγιάλι. Τα πεύκα, τα κυπαρίσσια και τα ελαιόδεντρα, που φτάνουν σχεδόν μέχρι τη θάλασσα, μας χαρίζουν τη σκιά τους.

Επόμενη στάση μας είναι το Νυδρί, το πιο τουριστικό μέρος του νησιού, που κάθε καλοκαίρι «ανασταίνεται». Εδώ, όμως, θα κάνουμε μια μικρή παράκαμψη και θα ακολουθήσουμε έναν ανηφορικό δρόμο που οδηγεί μέσα από ένα καταπράσινο τοπίο στον αγροτικό οικισμό Ράχη και να ανακαλύψουμε το γραφικό φαράγγι του Δημοσάρη με τον υπέροχο καταρράκτη του.

Το Νυδρί βρίσκεται στη ΝΑ πλευρά του νησιού. Πριν από λίγα χρόνια η περιοχή αυτή δεν ήταν παρά ένας μικρός οικισμός ψαράδων. Σήμερα, η ραγδαία ανάπτυξη του τουρισμού τού έδωσε άλλο τόνο, μεταβάλλοντας ακόμα και την πληθυσμιακή κατανομή, αφού οι κάτοικοι από τον εσωτερικό ορεινό όγκο μετακινήθηκαν στα παράλια, όπου ανέπτυξαν τουριστικές δραστηριότητες. Από το Νυδρί ξεκινούν και οι θαλάσσιες εκδρομές με προορισμό τα μικρά σμαράγδια του Ιονίου, τα νησάκια και τις ερημονισίδες που πλαισιώνουν τη Λευκάδα.

Λίγα χιλιόμετρα νότια από το κοσμοπολίτικο Νυδρί απλώνεται ένας μεγάλος και απάγκιος όρμος. Ο κόλπος του Βλυχού και η χερσόνησος Γένιανήκουν σ’ εκείνη την ειδική κατηγορία των τοποθεσιών που σε μαγεύουν από την πρώτη στιγμή. Ο μεγάλος όρμος εισχωρεί βαθιά μέσα στην ξηρά, αφήνοντας μια στενή θαλάσσια δίοδο. Αποτελεί καταφύγιο για πολλά σκάφη που ταξιδεύουν στα νερά του Ιονίου. Το ήσυχο παραθαλάσσιο χωριουδάκι του Βλυχού απέχει 20 χλμ. από την πόλη της Λευκάδας και είναι στριμωγμένο ανάμεσα στη θάλασσα και το βουνό. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η εξαιρετική γωνιά του νησιού προστατεύεται για την ιδιαίτερη φυσική ομορφιά της.

Αφήνοντας το Βλυχό κατευθυνόμαστε για το ελκυστικό ακρωτήρι Γένι. Η διαδρομή γύρω από τον κόλπο, ανάμεσα σε αιωνόβιες ελιές, ξετυλίγει ένα ψηφιδωτό από αντιθέσεις. Στο Γένι, ένα γραφικό ψαροχώρι με πλούσια βλάστηση και λιόδεντρα, τελειώνει ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος και αρχίζει ένα χωμάτινο μονοπάτι που οδηγεί στο εκκλησάκι της Αγ. Κυριακής.

Στην κορυφή ενός λόφου μάς αποκαλύπτεται ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του νησιού. Εδώ βρίσκεται ο τάφος του Γερμανού αρχαιολόγου Dörpfeld, του ανθρώπου που με τις ανασκαφές του νότια από το Νυδρί έφερε στο φως ίχνη μεγάλου οικισμού της πρώιμης εποχής του Χαλκού (περίπου 2000 π.Χ.): τάφους με διάφορα κτερίσματα, αγγεία και θεμέλια κυκλικών κτισμάτων.

Κατευθυνόμαστε προς το Μικρό Γιαλό, μέχρι που φτάνουμε στον όρμο Δεσίμη. Από το σημείο αυτό και μέχρι το Μικρό Γιαλό ξεδιπλώνεται η απλοχεριά της φύσης σε όλο το μεγαλείο της: θάλασσα πεντακάθαρη με γαλάζιες και πράσινες αποχρώσεις, συγκατοικεί άλλοτε με δαντελωτές αμμουδιές και άλλοτε με ψηλά ανοιχτόχρωμα βράχια.

Προχωράμε διασχίζοντας τα χωριά Σύβοτα (ένα υπέροχο ψαροχώρι κλεισμένο σ’ έναν όρμο τύπου φιόρδ), Μαραντοχώρι, Καντάραινα, Βασιλική (στον ομώνυμο όρμο, είναι το κεφαλοχώρι της Ν. Λευκάδας, με μια πολλή ωραία παραλία και ένα ακόμα πιο ωραίο λιμανάκι), Πόντη, Άγιο Πέτρο, Άγιο Βασίλειο. Φτάνουμε στο Κομηλιό. Όλα αυτά τα χωριά ανήκουν στο δήμο Απολλωνίων, το μεγαλύτερο σε έκταση δήμο του νησιού, που πήρε το όνομά του από τον «Λευκάτη Απόλλωνα», «τον κύριο του Λευκάτα, του Άσπρου Βράχου», δηλαδή του ακρωτηρίου του Λευκάτα, από όπου δέσποζε στο Ιόνιο πέλαγος για πολλούς αιώνες ο ναός του αρχαίου θεού. Τα χωριά και τους οικισμούς που απαρτίζουν το δήμο, οι κάτοικοι τα ονόμασαν κατ’ ευφημισμό «Ηνωμένες Πολιτείες της Λευκάδας».

Στο Ροδάκι (πιο ψηλά από το Μαραντοχώρι) υπάρχουν λείψανα από αρχαίο ναό, ένα μέρος από πλακοστρωμένο δάπεδο και δείγματα από κιονόκρανα. Ο Dörpfeld κατέληξε ότι εδώ έχουμε ένα δωρικό ναό του 6ου-5ου αιώνα π.Χ. μεγαλύτερο από το ναό του Ηφαίστου στην Αθήνα (Θησείο) και από του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Δε γνωρίζουμε τη μορφή του ούτε σε ποια θεότητα ήταν αφιερωμένος. Οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά πίστευαν ότι ήταν ναός της Δήμητρας.

Πάνω στα λείψανα του αρχαίου ναού χτίστηκε ο ναός του Αϊ-Γιάννη. Στα χρόνια που ο Dörpfeld έκανε τις ανασκαφές στη Λευκάδα (1896-1905), οι χωρικοί πήγαιναν τα σιδερένια τους άροτρα στην εκκλησία για να ευλογηθούν.

Στο Καμηλιό ο δρόμος διακλαδίζεται. Ο ένας καταλήγει στην πόλη της Λευκάδας, ενώ ο άλλος φτάνει στο νοτιότερο σημείο του νησιού, το ακρωτήριο του Λευκάτα. Ακολουθούμε το δρόμο προς τα νότια, για το Αθάνι, ένα ορεινό γραφικό χωριό πάνω από την παραλία Γιαλός. Είναι σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του βουνού, σε ύψος 300 μέτρων. Το πέρασμα μας γίνεται μέσα από ένα επιβλητικό ορεινό τοπίο.

Κατά μία άποψη ονομάστηκε Αθάνι από τους Φράγκους. Γύρω στα 1320 ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ κάποιες οικογένειες Ιταλών από την περιοχή Αζάνι της Κάτω Ιταλίας. Το Αθάνι ήταν γνωστό από τα παλιά χρόνια για το θαυμάσιο θυμαρίσιο μέλι. Στα χωριά που είναι χρισμένα στις πλαγιές του Λευκάτα και των Σταυρωτών, οι κάτοικοι ασχολούνται χρόνια με τη μελισσοκομία λόγω των πολλών φυτών και δέντρων που φύτεψαν στην περιοχή. Ο τρύγος των μελισσιών και η εξαγωγή του μελιού από της κηρήθρες είναι μεγάλο πανηγύρι που κρατάει όλο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.

Πλησιάζουμε στις παραλίες Εγκρεμνοί και Πόρτο Κατσίκι, που μαζί με το Κάθισμα (στη ΒΔ πλευρά του νησιού) είναι από τις καλύτερες του νησιού. Όπου κι αν καθίσετε θα ακούσετε του ντόπιους να τις παινεύουν, κι όχι άδικα, αφού είναι καθαρές σαν γυαλί, με λεπτή άμμο που θυμίζει χρυσόσκονη.




Από το Καμηλιό, ακολουθώντας το δρόμο προς τα βόρεια, συναντάμε τα ορεινά χωριά: Ασπρογερακάτα, Κάβαλλο, Πινακοχώρι, Λαζαράτα και Σπανοχώρι, που ανήκουν στο δήμο Σφακιωτών. Η περιοχή πήρε το όνομα «Σφακιώτες» από την εγκατάσταση Κρητικών από τα Σφακιά, το 16ο ή το 17ο αιώνα, όπως λένε οι ντόπιοι. Δυτικότερα βρίσκεται ο Δρυμώνας, η Εξάνθεια και ο Αϊ Νικήτας.

Από τα ορεινά χωριά θα σας πρότεινα να επισκεφτείτε οπωσδήποτε την Εγκλουβή, τις Καρυές και τους Πηγαδησάνους. Η Εγκλουβήείναι το πιο ορεινό χωριό της Λευκάδας στα 730 μ. Θα δείτε ένα όμορφο χωριό γνωστό για τα ρεβίθια, τα κουκιά και τις φακές του και παλιότερα για τα κρασιά του.

Πάνω από το χωριό σ’ ένα πλάτωμα στα 900 μ. βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Δονάτου, πολλά αλώνια και πολλά πέτρινα καλύβια που λέγονται «βόλτοι». Είναι παλιές αγροτικές καλύβες από την εποχή των Ενετών που χρησιμοποιούσαν για διαμονή οι καλλιεργητές του οροπεδίου. Σώζονται σήμερα περίπου 150 «βόλτοι».

Πιο κάτω βρίσκεται η Καρυά, γνωστή παγκόσμια για τα εξαίρετα κεντήματά της με τα πρωτότυπα σχέδια και τα υφαντά της, καθώς και για το έθιμο της αναβίωσης του παραδοσιακού λευκαδίτικου γάμου με κάθε λεπτομέρεια κάθε 11 Αυγούστου. Κάτω από το χωριό είναι ο κάμπος του με την τεχνητή λίμνη.

Πιο κάτω ακόμα, οι Πηγαδησάνοι, ένα ωραιότατο χωριό με πέτρινα σπίτια χτισμένο στην πλαγιά του βουνού. Θα δείτε το ιππήλατο ελαιοτριβείο, τους ανεμόμυλους και νερόμυλους που έχουν απομείνει και μπορείτε να επισκεφτείτε και τους περίφημους καταρράκτες της Ακόνης.

Ένα άλλο χωριό που θα πρέπει να επισκεφτείτε είναι το Νεοχώρι, όχι μόνο επειδή η θέα από εκεί είναι εξαίσια, αλλά γιατί μπορείτε να δείτε και το «Ελλομένειο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Οργάνων» που στεγάζεται σε ένα αναπαλαιωμένο λιοτρίβι. Τα εκθέματα του Μουσείου είναι πραγματικά μοναδικά.