Ὁ ἀγῶνας γιὰ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων ὑπῆρξε ἡ σημαντικότερη στρατιωτική ἀντιπαράθεση μεταξύ Ἑλλάδας καὶ Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας στὸ μέτωπο της Ἠπείρου,
κατά τὴ διάρκεια του Α' Βαλκανικοῦ Πολέμου (5 Ὀκτωβρίου 1912- 18 Μαΐου 1913). Ἡ πολεμική ἀναμέτρηση γιὰ την κατάληψη της πρωτεύουσας της Ἠπείρου κράτησε σχεδόν τρεῖς μῆνες, ἀπὸ τις 29 Νοεμβρίου 1912 ἕως τις 21 Φεβρουαρίου 1913, ὁπότε οἱ ὀθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στὸν διάδοχο Κωνσταντῖνο, ποῦ ἡγεῖτο τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων.
Με το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικοῦ Πολέμου, τα ἑλληνικά στρατεύματα, ποῦ εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν περιοχή της Ἄρτας ὑπὸ τον ἀντιστράτηγο Κωνσταντῖνο Σαπουντζάκη (1846-1931), κράτησαν ἀρχικὰ ἀμυντική στάση, με στόχο νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ μεθόριο. Οἱ ἑλληνικές δυνάμεις στὸ μέγεθος μεραρχίας ἀπολείπονταν τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων, ποῦ διέθεταν γιὰ την ὑπεράσπιση της περιοχῆς δύο μεραρχίες ὑπὸ την διοίκηση του Ἐσάτ Πασᾶ (1862-1952), ἑνὸς Ὀθωμανοῦ στρατηγοῦ ποῦ εἶχε γεννηθεῖ στὰ Ἰωάννινα. Το σχέδιο προέβλεπε ὅτι μετά την ὁλοκλήρωση τῶν ἐπιχειρήσεων στὴ Μακεδονία, θὰ ἐλευθερώνονταν στρατεύματα γιὰ την ἀναλήψη ἐπιθετικῆς πρωτοβουλίας στὴν Ἤπειρο.
Ἀλλὰ ἀπὸ τις 6 Ὀκτωβρίου κιόλας ἀρχίσαν οἱ ἁψιμαχίες. Γρήγορα, ὁ ἑλληνικός στρατός ἀνέλαβε ἐπιθετικές πρωτοβουλίες καὶ τις ἑπόμενες ἡμέρες κατέλαβε τὴ Φιλιππιάδα (12 Ὀκτωβρίου) καὶ την Πρέβεζα (21 Ὀκτωβρίου). Στή συνέχεια κινήθηκε πρὸς την πεδιάδα τῶν Ἰωαννίνων, ὁποῦ εἶχε συγκεντρωθεῖ ὁ κύριος ὄγκος τῶν τουρκικῶν δυνάμεων, ποῦ ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ἐνισχυθεῖ με νέες δυνάμεις ἀπὸ την περιοχή του Μοναστηρίου. Ἔτσι, ἐξαιτίας αὐτοῦ του γεγονότος, ἀλλὰ καὶ τῶν δυσμενῶν καιρικῶν συνθηκῶν, ἡ προέλαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἀνακόπηκε.
Ἡ κατάληψη τῶν Ἰωαννίνων φάνταζε δύσκολή ὑπόθεση, καθότι ὁ ἑλληνικός στρατός ἔπρεπε νὰ ἐκπορθήσει τα ὀχυρὰ του Μπιζανίου. Ὁ ὀρεινός ὄγκος του Μπιζανίου, ποῦ δεσπόζει νότια τῶν Ἰωαννίνων, ἀποτελοῦσε ἐξαιρετικά ἰσχυρή ἀμυντική τοποθεσία, ποῦ ἐπιπλέον εἶχε ἐνισχυθεῖ πρόσφατα με πέντε μόνιμα πυροβολεῖα, κατασκευασμένα ὑπὸ την ἐπιβλέψη γερμανῶν εἰδικῶν.
Ἡ κυβέρνηση Βενιζέλου ἐπιζητοῦσε τὴ γρήγορη ἀπελευθέρωση της Ἠπείρου, πρὶν ἀπὸ τὴ σύναψη συνθήκης εἰρήνης μεταξύ τῶν ἐμπολέμων στὴ Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, ποῦ βρισκόταν σε ἐξελίξη. Ἔτσι, ὁ στρατός της Ἠπείρου ἐνισχύθηκε με μία ἀκόμη μεραρχία ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὑπὸ την ἡγεσία του ἀντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη ἀνέλαβε την πρώτη σημαντική ἐπιθετική ἐνέργεια κατά των ὀχυρῶν του Μπιζανίου στὶς 29 Νοεμβρίου 1912, ἡ ὁποῖα ἀπέτυχε πρὸς μεγάλη ἀνησυχία της ἑλληνικῆς κυβέρνησης.
Στὶς 8 Δεκεμβρίου ἀποφασίστηκε ἡ ἀποστολή δύο ἀκόμη μεραρχιῶν στὴν περιοχή, ἐνῶ την ἑπομένη ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος με τηλεγράφημά του πρὸς την πολιτική ἡγεσία ἔθετε θέμα ἀντικατάστασης του ἀντιστράτηγου Σαπουντζάκη, τον ὁποῖον χαρακτήριζε «ἀδέξιον». Το ἴδιο βράδυ, το Ὑπουργικό Συμβούλιο ἀποφάσισε νὰ ἀναθέσει την ἡγεσία του Στρατοῦ της Ἠπείρου στὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος παρά τις ἀρχικὲς ἀντιρρήσεις του δέχτηκε. Στὶς 3 Ἰανουαρίου 1913 ἡ σχετική διαταγή ἔφθασε στὸ Στρατηγεῖο Ἠπείρου, ἡ ὁποία περιλάμβανε καὶ τὴ ρητή ἀπαγόρευση πρὸς τον στρατό της Ἠπείρου νὰ ἐνεργήσει ὁποιαδήποτε ἐπιθετική ἐνέργεια πρὶν ἀπὸ την ἄφιξη του Κωνσταντίνου.
Ἕνα ἀπρόοπτο γεγονός ἄλλαξε τὴ φορά των πραγμάτων. Ἕνα αὐτοκίνητο με δύο ἄνδρες αὐτομόλησε πρὸς τις τουρκικές γραμμές. Ὁ Σαπουντζάκης, ποῦ ἤθελε νὰ ἀποκαταστήσει το στρατιωτικό του γόητρο, ἐξέφρασε τους φόβους του πρὸς το Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν ὅτι οἱ ἐπιβάτες του αὐτοκινήτου θὰ πρόδιδαν στοὺς Τούρκους τὴ διάταξη τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων καὶ διατύπωσε τὴ γνώμη ὅτι μία αἰφνιδιαστική ἐπιθέση πρὶν ἀπὸ την ἄφιξη του διαδόχου θὰ ἀπέφερε οὐσιαστικά ἀποτελέσματα. Το αἴτημα του ἔγινε δεκτό ἀπὸ το ἐπιτελεῖο καὶ ἡ νέα ἐπίθεση κατά τῶν ὀχυρῶν του Μπιζανίου ξεκίνησε το πρωί της 7ης Ἰανουαρίου 1913. Οἱ ἀμυνόμενοι κατόρθωσαν νὰ ἀποκρούσουν καὶ αὐτὴ την ἐπίθεση, προκαλῶντας ἀπώλειες στοὺς Ἕλληνες ἐπιτιθέμενους.
Τὸ ἀπόγευμα της 10ης Ἰανουαρίου 1913 ἔφθασε στὸ μέτωπο ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος μετά την ἐνημέρωσή του ἀπὸ τον ἀντιστράτηγο Σαπουντζάκη, ἔδωσε ἐντολὴ την ἑπόμενη ἡμέρα γιὰ κατάπαυση του πυρός. Ὁ νέος ἀρχηγὸς βρῆκε ἀποδεκατισμένο τον στρατό, ὄχι τόσο ἀπὸ τις ἀπώλειες στὴ μάχη, ὅσο ἀπὸ τα ἐπακόλουθα του σκληροῦ χειμῶνα (ψύξεις, κρυοπαγήματα) καὶ της ὑπερκόπωσης τῶν ἀνδρῶν. Οἱ μάχιμοι ἀπὸ 40.000 εἶχαν περιοριστεῖ στὶς 28.000 ἄνδρες, δύναμη μικρή γιὰ τον Κωνσταντῖνο, προκειμένου νὰ ἐπιχειρήσει την τρίτη ἐπίθεση γιὰ την κατάληψη του Μπιζανίου, ποῦ θὰ σήμαινε καὶ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων. Στίς 30 Ἰανουαρίου ὁ Κωνσταντῖνος ζήτησε ἐνισχύσεις, ἀλλὰ ὁ Βενιζέλος ποῦ ἐπισκέφθηκε το μέτωπο ἀπέρριψε το αἴτημα του, καθώς δὲν μποροῦσαν νὰ διατεθοῦν μονάδες ἀπὸ τὴ Μακεδονία. Το σχέδιο ποῦ ἐκπόνησε ὁ Κωνσταντῖνος καὶ οἱ ἐπιτελεῖς του γιὰ την ἐκπόρθηση του Μπιζανίου προέβλεπε την ἐκδήλωση της κύριας ἐπίθεσης στὶς 20 Φεβρουαρίου 1913. Νωρίτερα, στὶς 17 Ἰανουαρίου, με ἐπιστολή του πρὸς τον Ἐσᾶτ Πασᾶ τοῦ εἶχε ζητήσει την παράδοση τῶν Ἰωαννίνων γιὰ λόγους ἀνθρωπιστικούς, μιᾶς καὶ ἡ Τουρκία εἶχε οὐσιαστικά χάσει τον πόλεμο. Ἡ ἀπάντηση του Τούρκου διοικητή ἦταν ἀρνητική.
Στὶς 19 Φεβρουαρίου 1913, την παραμονή της γενικῆς ἐπίθεσης, ὁ Κωνσταντῖνος με κάποιες ἐνισχύσεις της τελευταίας στιγμῆς, διέθετε 41.000 ἑτοιμοπόλεμους ἄνδρες καὶ 105 κανόνια, τα ὁποία ἄρχισαν νὰ βάλουν με ἐπιτυχία κατά των τουρκικῶν θέσεων στὸ Μπιζάνι. Ὁ Ἐσᾶτ Πασᾶς παρέταξε 35.000 στρατιῶτες, ἄγνωστο ἀριθμὸ ἀτάκτων καὶ 162 κανόνια. Η γενική ἑλληνική ἐπιθέση ἐκδηλώθηκε τις πρωινές ὧρες της 20ης Φεβρουαρίου καὶ μέχρι τις πρῶτες βραδυνὲς ὧρες της ἴδιας ἡμέρας τα ἑλληνικά στρατεύματα με ἐφ’ ὅπλου λόγχη καὶ μάχες ἐκ του συστάδην εἶχαν φθάσει στὶς παρυφές τῶν Ἰωαννίνων, στὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Καθοριστική συμβολή στὴν ἐξελίξη αὐτὴ εἶχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Εὐζώνων ὑπὸ τον ταγματάρχη Ἰωάννη Βελισσαρίου, ποῦ ὑπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις καὶ βρέθηκε στὰ μετόπισθεν του ἐχθροῦ. Οἱ εὔζωνες φρόντισαν νὰ καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας την ἐπικοινωνία της τουρκικῆς διοίκησης με τον στρατό της, ποῦ παρέμενε ἀποκομμένος, ἀλλὰ ἄθικτος στὸ Μπιζάνι.
Ἡ παράδοση ἦταν πλέον μονόδρομος γιὰ τον Ἐσᾶτ Πασᾶ. Στὶς 11 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου ἔφθασε στὶς προφυλακές του 9ου Τάγματος Εὐζώνων ἕνα αὐτοκίνητο, στὸ ὁποῖο ἐπέβαιναν ὁ ἐπίσκοπος Δωδώνης, ὁ ὑπολοχαγός Ρεούφ καὶ ἀνθυπολοχαγός Ταλαάτ. Ἔφεραν μαζί τους ἐπιστολή, ποῦ ἀπογραφόταν ἀπὸ τους προξένους στὰ Ἰωάννινα της Ρωσίας, Αὐστρο-Οὐγγαρίας, Γαλλίας καὶ Ρουμανίας καὶ περιεῖχε πρόταση του Ἐσᾶτ Πασᾶ πρὸς τον Κωνσταντῖνο γιὰ ἄμεση καὶ χωρίς ὄρους παράδοση τῶν Ἰωαννίνων καὶ του Μπιζανίου.
Στὶς 2 π.μ. της 21ης Φεβρουαρίου 1913 οἱ τρεῖς ἀπεσταλμένοι, συνοδευόμενοι ἀπὸ τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, ἔφθασαν στὸ στρατηγεῖο της 2ας Μεραρχίας. Ἐκεῖ περίμεναν την ἄφιξη ἑνὸς αὐτοκινήτου, ποῦ τους ὁδήγησε στὶς 4:30 π.μ. στο χάνι του Ἐμίν Ἀγά, ὅπου ἕδρευε το ἑλληνικό στρατηγεῖο. Ὁ Κωνσταντῖνος συμφώνησε με το περιεχόμενο της ἐπιστολῆς καὶ στὶς 5:30 το πρωί δόθηκε ἐντολὴ κατάπαυσης του πυρός σε ὅλες τις μονάδες. Στή διήμερη μάχη γιὰ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων ὁ ἑλληνικός στρατός εἶχε 284 νεκρούς καὶ τραυματίες. Οἱ ἀπώλειες γιὰ τους Τούρκους ἦταν 2.800 νεκροί καὶ 8.600 αἰχμάλωτοι.
Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οἱ πρῶτες μονάδες του ἑλληνικοῦ στρατοῦ παρέλασαν στὴν πόλη ὑπὸ τις ἐπευφημίες τῶν κατοίκων. Τα Ἰωάννινα, μετά ἀπὸ 483 χρόνια δουλείας, ἦταν καὶ πάλι ἐλεύθερα. Το χαρμόσυνο ἄγγελμα γιὰ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων ἔγινε ἀμέσως γνωστό στὴν Ἀθήνα, σκορπῶντας φρενίτιδα ἐνθουσιασμοῦ. Ὁ Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στὸ Ρωμιό το ἀκόλουθο ποίημα:
Τα πήραμε τα Γιάννινα
μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε,
ὅπου γελοῦν καὶ κλαῖνε.
Το λέν πουλιά τῶν Γρεβενῶν
κατά τὴ διάρκεια του Α' Βαλκανικοῦ Πολέμου (5 Ὀκτωβρίου 1912- 18 Μαΐου 1913). Ἡ πολεμική ἀναμέτρηση γιὰ την κατάληψη της πρωτεύουσας της Ἠπείρου κράτησε σχεδόν τρεῖς μῆνες, ἀπὸ τις 29 Νοεμβρίου 1912 ἕως τις 21 Φεβρουαρίου 1913, ὁπότε οἱ ὀθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στὸν διάδοχο Κωνσταντῖνο, ποῦ ἡγεῖτο τῶν ἑλληνικῶν ὅπλων.
Με το ξέσπασμα του Α' Βαλκανικοῦ Πολέμου, τα ἑλληνικά στρατεύματα, ποῦ εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν περιοχή της Ἄρτας ὑπὸ τον ἀντιστράτηγο Κωνσταντῖνο Σαπουντζάκη (1846-1931), κράτησαν ἀρχικὰ ἀμυντική στάση, με στόχο νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ μεθόριο. Οἱ ἑλληνικές δυνάμεις στὸ μέγεθος μεραρχίας ἀπολείπονταν τῶν ὀθωμανικῶν δυνάμεων, ποῦ διέθεταν γιὰ την ὑπεράσπιση της περιοχῆς δύο μεραρχίες ὑπὸ την διοίκηση του Ἐσάτ Πασᾶ (1862-1952), ἑνὸς Ὀθωμανοῦ στρατηγοῦ ποῦ εἶχε γεννηθεῖ στὰ Ἰωάννινα. Το σχέδιο προέβλεπε ὅτι μετά την ὁλοκλήρωση τῶν ἐπιχειρήσεων στὴ Μακεδονία, θὰ ἐλευθερώνονταν στρατεύματα γιὰ την ἀναλήψη ἐπιθετικῆς πρωτοβουλίας στὴν Ἤπειρο.
Ἀλλὰ ἀπὸ τις 6 Ὀκτωβρίου κιόλας ἀρχίσαν οἱ ἁψιμαχίες. Γρήγορα, ὁ ἑλληνικός στρατός ἀνέλαβε ἐπιθετικές πρωτοβουλίες καὶ τις ἑπόμενες ἡμέρες κατέλαβε τὴ Φιλιππιάδα (12 Ὀκτωβρίου) καὶ την Πρέβεζα (21 Ὀκτωβρίου). Στή συνέχεια κινήθηκε πρὸς την πεδιάδα τῶν Ἰωαννίνων, ὁποῦ εἶχε συγκεντρωθεῖ ὁ κύριος ὄγκος τῶν τουρκικῶν δυνάμεων, ποῦ ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ἐνισχυθεῖ με νέες δυνάμεις ἀπὸ την περιοχή του Μοναστηρίου. Ἔτσι, ἐξαιτίας αὐτοῦ του γεγονότος, ἀλλὰ καὶ τῶν δυσμενῶν καιρικῶν συνθηκῶν, ἡ προέλαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἀνακόπηκε.
Ἡ κατάληψη τῶν Ἰωαννίνων φάνταζε δύσκολή ὑπόθεση, καθότι ὁ ἑλληνικός στρατός ἔπρεπε νὰ ἐκπορθήσει τα ὀχυρὰ του Μπιζανίου. Ὁ ὀρεινός ὄγκος του Μπιζανίου, ποῦ δεσπόζει νότια τῶν Ἰωαννίνων, ἀποτελοῦσε ἐξαιρετικά ἰσχυρή ἀμυντική τοποθεσία, ποῦ ἐπιπλέον εἶχε ἐνισχυθεῖ πρόσφατα με πέντε μόνιμα πυροβολεῖα, κατασκευασμένα ὑπὸ την ἐπιβλέψη γερμανῶν εἰδικῶν.
Ἡ κυβέρνηση Βενιζέλου ἐπιζητοῦσε τὴ γρήγορη ἀπελευθέρωση της Ἠπείρου, πρὶν ἀπὸ τὴ σύναψη συνθήκης εἰρήνης μεταξύ τῶν ἐμπολέμων στὴ Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, ποῦ βρισκόταν σε ἐξελίξη. Ἔτσι, ὁ στρατός της Ἠπείρου ἐνισχύθηκε με μία ἀκόμη μεραρχία ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὑπὸ την ἡγεσία του ἀντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη ἀνέλαβε την πρώτη σημαντική ἐπιθετική ἐνέργεια κατά των ὀχυρῶν του Μπιζανίου στὶς 29 Νοεμβρίου 1912, ἡ ὁποῖα ἀπέτυχε πρὸς μεγάλη ἀνησυχία της ἑλληνικῆς κυβέρνησης.
Στὶς 8 Δεκεμβρίου ἀποφασίστηκε ἡ ἀποστολή δύο ἀκόμη μεραρχιῶν στὴν περιοχή, ἐνῶ την ἑπομένη ὁ διάδοχος Κωνσταντῖνος με τηλεγράφημά του πρὸς την πολιτική ἡγεσία ἔθετε θέμα ἀντικατάστασης του ἀντιστράτηγου Σαπουντζάκη, τον ὁποῖον χαρακτήριζε «ἀδέξιον». Το ἴδιο βράδυ, το Ὑπουργικό Συμβούλιο ἀποφάσισε νὰ ἀναθέσει την ἡγεσία του Στρατοῦ της Ἠπείρου στὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος παρά τις ἀρχικὲς ἀντιρρήσεις του δέχτηκε. Στὶς 3 Ἰανουαρίου 1913 ἡ σχετική διαταγή ἔφθασε στὸ Στρατηγεῖο Ἠπείρου, ἡ ὁποία περιλάμβανε καὶ τὴ ρητή ἀπαγόρευση πρὸς τον στρατό της Ἠπείρου νὰ ἐνεργήσει ὁποιαδήποτε ἐπιθετική ἐνέργεια πρὶν ἀπὸ την ἄφιξη του Κωνσταντίνου.
Ἕνα ἀπρόοπτο γεγονός ἄλλαξε τὴ φορά των πραγμάτων. Ἕνα αὐτοκίνητο με δύο ἄνδρες αὐτομόλησε πρὸς τις τουρκικές γραμμές. Ὁ Σαπουντζάκης, ποῦ ἤθελε νὰ ἀποκαταστήσει το στρατιωτικό του γόητρο, ἐξέφρασε τους φόβους του πρὸς το Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν ὅτι οἱ ἐπιβάτες του αὐτοκινήτου θὰ πρόδιδαν στοὺς Τούρκους τὴ διάταξη τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων καὶ διατύπωσε τὴ γνώμη ὅτι μία αἰφνιδιαστική ἐπιθέση πρὶν ἀπὸ την ἄφιξη του διαδόχου θὰ ἀπέφερε οὐσιαστικά ἀποτελέσματα. Το αἴτημα του ἔγινε δεκτό ἀπὸ το ἐπιτελεῖο καὶ ἡ νέα ἐπίθεση κατά τῶν ὀχυρῶν του Μπιζανίου ξεκίνησε το πρωί της 7ης Ἰανουαρίου 1913. Οἱ ἀμυνόμενοι κατόρθωσαν νὰ ἀποκρούσουν καὶ αὐτὴ την ἐπίθεση, προκαλῶντας ἀπώλειες στοὺς Ἕλληνες ἐπιτιθέμενους.
Τὸ ἀπόγευμα της 10ης Ἰανουαρίου 1913 ἔφθασε στὸ μέτωπο ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος μετά την ἐνημέρωσή του ἀπὸ τον ἀντιστράτηγο Σαπουντζάκη, ἔδωσε ἐντολὴ την ἑπόμενη ἡμέρα γιὰ κατάπαυση του πυρός. Ὁ νέος ἀρχηγὸς βρῆκε ἀποδεκατισμένο τον στρατό, ὄχι τόσο ἀπὸ τις ἀπώλειες στὴ μάχη, ὅσο ἀπὸ τα ἐπακόλουθα του σκληροῦ χειμῶνα (ψύξεις, κρυοπαγήματα) καὶ της ὑπερκόπωσης τῶν ἀνδρῶν. Οἱ μάχιμοι ἀπὸ 40.000 εἶχαν περιοριστεῖ στὶς 28.000 ἄνδρες, δύναμη μικρή γιὰ τον Κωνσταντῖνο, προκειμένου νὰ ἐπιχειρήσει την τρίτη ἐπίθεση γιὰ την κατάληψη του Μπιζανίου, ποῦ θὰ σήμαινε καὶ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων. Στίς 30 Ἰανουαρίου ὁ Κωνσταντῖνος ζήτησε ἐνισχύσεις, ἀλλὰ ὁ Βενιζέλος ποῦ ἐπισκέφθηκε το μέτωπο ἀπέρριψε το αἴτημα του, καθώς δὲν μποροῦσαν νὰ διατεθοῦν μονάδες ἀπὸ τὴ Μακεδονία. Το σχέδιο ποῦ ἐκπόνησε ὁ Κωνσταντῖνος καὶ οἱ ἐπιτελεῖς του γιὰ την ἐκπόρθηση του Μπιζανίου προέβλεπε την ἐκδήλωση της κύριας ἐπίθεσης στὶς 20 Φεβρουαρίου 1913. Νωρίτερα, στὶς 17 Ἰανουαρίου, με ἐπιστολή του πρὸς τον Ἐσᾶτ Πασᾶ τοῦ εἶχε ζητήσει την παράδοση τῶν Ἰωαννίνων γιὰ λόγους ἀνθρωπιστικούς, μιᾶς καὶ ἡ Τουρκία εἶχε οὐσιαστικά χάσει τον πόλεμο. Ἡ ἀπάντηση του Τούρκου διοικητή ἦταν ἀρνητική.
Στὶς 19 Φεβρουαρίου 1913, την παραμονή της γενικῆς ἐπίθεσης, ὁ Κωνσταντῖνος με κάποιες ἐνισχύσεις της τελευταίας στιγμῆς, διέθετε 41.000 ἑτοιμοπόλεμους ἄνδρες καὶ 105 κανόνια, τα ὁποία ἄρχισαν νὰ βάλουν με ἐπιτυχία κατά των τουρκικῶν θέσεων στὸ Μπιζάνι. Ὁ Ἐσᾶτ Πασᾶς παρέταξε 35.000 στρατιῶτες, ἄγνωστο ἀριθμὸ ἀτάκτων καὶ 162 κανόνια. Η γενική ἑλληνική ἐπιθέση ἐκδηλώθηκε τις πρωινές ὧρες της 20ης Φεβρουαρίου καὶ μέχρι τις πρῶτες βραδυνὲς ὧρες της ἴδιας ἡμέρας τα ἑλληνικά στρατεύματα με ἐφ’ ὅπλου λόγχη καὶ μάχες ἐκ του συστάδην εἶχαν φθάσει στὶς παρυφές τῶν Ἰωαννίνων, στὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Καθοριστική συμβολή στὴν ἐξελίξη αὐτὴ εἶχε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Εὐζώνων ὑπὸ τον ταγματάρχη Ἰωάννη Βελισσαρίου, ποῦ ὑπερκέρασε τις τουρκικές δυνάμεις καὶ βρέθηκε στὰ μετόπισθεν του ἐχθροῦ. Οἱ εὔζωνες φρόντισαν νὰ καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας την ἐπικοινωνία της τουρκικῆς διοίκησης με τον στρατό της, ποῦ παρέμενε ἀποκομμένος, ἀλλὰ ἄθικτος στὸ Μπιζάνι.
Ἡ παράδοση ἦταν πλέον μονόδρομος γιὰ τον Ἐσᾶτ Πασᾶ. Στὶς 11 το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου ἔφθασε στὶς προφυλακές του 9ου Τάγματος Εὐζώνων ἕνα αὐτοκίνητο, στὸ ὁποῖο ἐπέβαιναν ὁ ἐπίσκοπος Δωδώνης, ὁ ὑπολοχαγός Ρεούφ καὶ ἀνθυπολοχαγός Ταλαάτ. Ἔφεραν μαζί τους ἐπιστολή, ποῦ ἀπογραφόταν ἀπὸ τους προξένους στὰ Ἰωάννινα της Ρωσίας, Αὐστρο-Οὐγγαρίας, Γαλλίας καὶ Ρουμανίας καὶ περιεῖχε πρόταση του Ἐσᾶτ Πασᾶ πρὸς τον Κωνσταντῖνο γιὰ ἄμεση καὶ χωρίς ὄρους παράδοση τῶν Ἰωαννίνων καὶ του Μπιζανίου.
Στὶς 2 π.μ. της 21ης Φεβρουαρίου 1913 οἱ τρεῖς ἀπεσταλμένοι, συνοδευόμενοι ἀπὸ τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, ἔφθασαν στὸ στρατηγεῖο της 2ας Μεραρχίας. Ἐκεῖ περίμεναν την ἄφιξη ἑνὸς αὐτοκινήτου, ποῦ τους ὁδήγησε στὶς 4:30 π.μ. στο χάνι του Ἐμίν Ἀγά, ὅπου ἕδρευε το ἑλληνικό στρατηγεῖο. Ὁ Κωνσταντῖνος συμφώνησε με το περιεχόμενο της ἐπιστολῆς καὶ στὶς 5:30 το πρωί δόθηκε ἐντολὴ κατάπαυσης του πυρός σε ὅλες τις μονάδες. Στή διήμερη μάχη γιὰ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων ὁ ἑλληνικός στρατός εἶχε 284 νεκρούς καὶ τραυματίες. Οἱ ἀπώλειες γιὰ τους Τούρκους ἦταν 2.800 νεκροί καὶ 8.600 αἰχμάλωτοι.
Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οἱ πρῶτες μονάδες του ἑλληνικοῦ στρατοῦ παρέλασαν στὴν πόλη ὑπὸ τις ἐπευφημίες τῶν κατοίκων. Τα Ἰωάννινα, μετά ἀπὸ 483 χρόνια δουλείας, ἦταν καὶ πάλι ἐλεύθερα. Το χαρμόσυνο ἄγγελμα γιὰ την ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων ἔγινε ἀμέσως γνωστό στὴν Ἀθήνα, σκορπῶντας φρενίτιδα ἐνθουσιασμοῦ. Ὁ Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στὸ Ρωμιό το ἀκόλουθο ποίημα:
Τα πήραμε τα Γιάννινα
μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε,
ὅπου γελοῦν καὶ κλαῖνε.
Το λέν πουλιά τῶν Γρεβενῶν
κι ἀηδόνια του Μετσόβου,
ποῦ τα ἔκαψεν ἡ παγωνιά
κι ἀνατριχίλα φόβου.
κι ἀνατριχίλα φόβου.
Το λένε χτύποι καὶ βροντές,
το λένε κι οἱ καμπάνες,
το λένε καὶ χαρούμενες
οἱ μαυροφόρες μάνες.
Το λένε καὶ Γιαννιῶτισσες
ποῦ ζοῦσαν χρόνια βόγγου,
το λένε κι Σουλιῶτισσες
στὶς ράχες του Ζαλόγγου.
Ἡ ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων, πέρα ἀπὸ την ἐξουδετέρωση κάθε σοβαρῆς τουρκικῆς ἀπειλῆς στὴν Ἤπειρο καὶ την κυρίευση σημαντικοῦ πολεμικοῦ ὑλικοῦ, εἶχε ἐπίδραση στὸ ἑλληνικό γόητρο, το ὁποῖο μετά την ἐπιτυχία αὐτή ἐξυψώθηκε διεθνῶς. Οἱ ἐπιχειρήσεις στὸ Μπιζάνι σήμαναν οὐσιαστικά καὶ τη λήξη του Α' Βαλκανικοῦ Πολέμου στὸ στρατιωτικό πεδίο. Τις ἑπόμενες ἡμέρες ὁ ἑλληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα καὶ ὡς τις 5 Μαρτίου 1913 εἶχε ἀπελευθερώσει τὴ Βόρειο Ἤπειρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου