Ἡ καθημερινότητα των ἀρχαίων Ἑλλήνων περιελάμβανε καὶ τον τζόγο με τον ὁποῖο οἱ πρόγονοί μας φαίνεται ἦταν παθιασμένοι.
Στὰ κυβεῖα ἡ κυβευτήρια, δηλαδή τις μπαρμπουτιέρες, χάνονταν περιουσίες στὰ ζάρια, ποῦ παίζονταν σε χώρους ποῦ σήμερα θὰ τους λέγαμε κακόφημους.
Το Ἱερὸ της Ἀθηνᾶς Σκιράδος στὴν Ἱερὰ ὁδὸ ἦταν ἕνα ἀπὸ τα πιὸ γνωστά σημεῖα συνάντησης γιὰ τους κυβευτές.
Τα ζάρια ἀνακαλύφθηκαν σύμφωνα με την παράδοση ἀπὸ τον ὁμηρικό ἥρωα Παλαμήδη, κατά τὴ διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας.
Στόν Παλαμήδη ἀποδίδεται καὶ το παιχνίδι του διαγραμμισμοῦ, δηλαδή της ντάμας.
Τὸ μπαρμπούτι ἦταν δημοφιλές καὶ στηνόταν εὔκολα πάνω σε μία κουβέρτα, ἐνῶ ὁποιοσδήποτε μποροῦσε νὰ κουβαλάει τρία ζάρια χωρίς νὰ γίνεται ἀντιληπτός.
Οἱ παῖκτες προσπαθοῦσαν νὰ πετύχουν τὴ «ριξιᾶ της Ἀφροδίτης» καὶ νὰ ἀποφύγουν τὴ «ριξιᾶ του σκύλου», με την ὁποία ἔχαναν τα λεφτά τους.
Τα ζάρια δὲν τα ἔριχναν ποτέ με το χέρι, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ ἕνα ἀγγεῖο, το κήθιον. Γιὰ κάθε περίπτωση πάντως, οἱ κυβευτές εἶχαν καὶ τους προστάτες θεούς, τον Ἔρμή καὶ τον Πάνα.
Ὑπῆρχαν καὶ διάφορες ὀνομασίες γιὰ τις ζαριές, τις ὁποῖες παραθέτει ὁ Πολυδεύκης. Οἱ καλές ζαριές (ευκυβείν) καὶ οἱ κακές (δυσκυβείν).
H καλύτερη ζαριά 3Χ6, ὀνομαζόταν «μίδας» ἡ «Ἀφροδίτη» , λάλες ὀνομάζονταν «εὐδαίμων», «ἀντίτευχος» (εχθρός) , «δάκνων», «Λάκωνες», «Ἀργεῖος» κλπ.
Μερικές ἄλλες ὀνομασίες ταυτίζονταν με τις καλές ζαριές ὅπως «κύων» ή «Χίος» γιὰ τον ἄσσο, «κώος» γιὰ το ἕξι κλπ.
Τα παιδιά ἔπαιζαν καὶ αὐτὰ τυχερά παιχνίδια με ζάρια. Ὁ «Ἀστραγαλισμός» παιζόταν με κύβους ἡ «κόττα», δηλαδή ἀστράγαλοι (κότσια) μικρῶν μηρυκαστικῶν.
Τοποθετοῦσαν μέσα σε κύκλο τα κότσια καὶ τα χτυποῦσαν ἀπὸ κάποια ἀπόσταση. Ὅσα ἔβγαζαν με το χτύπημα ἕξω ἀπὸ τον κύκλο, τόσα κέρδιζαν.
Το ἴδιο παιχνίδι, ὅπως καὶ το παιχνίδι «μονά-ζυγά», παιζόταν με ξηρούς καρπούς, ἀμύγδαλα καὶ καρύδια.
Ὅταν ὑπῆρχαν στοιχήματα μετατρεπόταν αὐτομάτως σε τυχερό παιχνίδι.
Ὁ τζόγος καταγράφεται ἀπὸ τὴ μινωική ἐποχῆ.
Σε ἀνασκαφές ποῦ ἔγιναν στὸ ἀνάκτορο της Ζάκρου, βρέθηκαν δώδεκα πλακίδια ἀπὸ φαγεντιανή, ποῦ πάνω τους εἶχαν ἐπαναλαμβανόμενους γραπτούς χαρακτῆρες, μόνο ἀπὸ τὴ μία ὄψη.
Οἱ μελετητές ὑποστηρίζουν πῶς μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἕνα παιχνίδι παρόμοιο με την πόκα.
Πάθος ὑπῆρχε φυσικά καὶ γιὰ τους ἀγῶνες ζώων.
Οἱ κοκορομαχίες, οἱ ἀγῶνες ὁρτυκιῶν (ὀρτυγοκοπία) καὶ τῶν σκύλων, συγκέντρωναν πολλά στοιχήματα.
Οἱ ἰδιοκτῆτες τους ἐκπαίδευαν τα ζῶα καθαρά γιὰ αὐτὸν τον σκοπό, δίνοντάς τους σκόρδο καὶ κρεμμύδι καὶ δένοντας στὰ πίσω νύχια των πετεινῶν μεταλλικά πλῆκτρα, ὥστε νὰ προκαλοῦν θανάσιμα τραύματα.
Ἕνα ἄλλο ἀρχαιοελληνικό παιχνίδι, ἡ τηλία, ἔφθασε ὡς τις μέρες μας ὡς τάβλι.
Στή ρωμαϊκή ἐποχῇ ἔγινε το παιχνίδι των «12 γραμμῶν», ἡ τάμπουλα καὶ στὸ Βυζάντιο ὀνομάστηκε τάβλιον.
Ἡ ὀστρακίνδα, το σημερινό κορόνα – γράμματα, παιζόταν με ἕνα ὄστρακο στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ στὴ ρωμαϊκή ἐποχῇ με νόμισμα.
Στή Ρώμη ὅταν τα τυχερά παιχνίδια ἐξελίχθηκαν σε κοινωνική μάστιγα, ἐλήφθησαν αὐστηρά μέτρα γιὰ τον περιορισμό τους, προφανῶς χωρίς ἐντυπωσιακό ἀποτέλεσμα.
Στὸ Βυζάντιο, τα περισσότερα ἀρχαιοελληνικά παιχνίδια προσωρινά χάθηκαν, ἀλλὰ τα ζάρια τα ἔριχναν με μανία ὁ Λέων Φωκᾶς, ἀδελφὸς του Νικηφόρου Φωκά, ὁ Ρωμανός Β’, γιὸς του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου καὶ ο Κωνσταντῖνος Η’.
Στὰ κυβεῖα ἡ κυβευτήρια, δηλαδή τις μπαρμπουτιέρες, χάνονταν περιουσίες στὰ ζάρια, ποῦ παίζονταν σε χώρους ποῦ σήμερα θὰ τους λέγαμε κακόφημους.
Το Ἱερὸ της Ἀθηνᾶς Σκιράδος στὴν Ἱερὰ ὁδὸ ἦταν ἕνα ἀπὸ τα πιὸ γνωστά σημεῖα συνάντησης γιὰ τους κυβευτές.
Τα ζάρια ἀνακαλύφθηκαν σύμφωνα με την παράδοση ἀπὸ τον ὁμηρικό ἥρωα Παλαμήδη, κατά τὴ διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας.
Στόν Παλαμήδη ἀποδίδεται καὶ το παιχνίδι του διαγραμμισμοῦ, δηλαδή της ντάμας.
Τὸ μπαρμπούτι ἦταν δημοφιλές καὶ στηνόταν εὔκολα πάνω σε μία κουβέρτα, ἐνῶ ὁποιοσδήποτε μποροῦσε νὰ κουβαλάει τρία ζάρια χωρίς νὰ γίνεται ἀντιληπτός.
Οἱ παῖκτες προσπαθοῦσαν νὰ πετύχουν τὴ «ριξιᾶ της Ἀφροδίτης» καὶ νὰ ἀποφύγουν τὴ «ριξιᾶ του σκύλου», με την ὁποία ἔχαναν τα λεφτά τους.
Τα ζάρια δὲν τα ἔριχναν ποτέ με το χέρι, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ ἕνα ἀγγεῖο, το κήθιον. Γιὰ κάθε περίπτωση πάντως, οἱ κυβευτές εἶχαν καὶ τους προστάτες θεούς, τον Ἔρμή καὶ τον Πάνα.
Ὑπῆρχαν καὶ διάφορες ὀνομασίες γιὰ τις ζαριές, τις ὁποῖες παραθέτει ὁ Πολυδεύκης. Οἱ καλές ζαριές (ευκυβείν) καὶ οἱ κακές (δυσκυβείν).
H καλύτερη ζαριά 3Χ6, ὀνομαζόταν «μίδας» ἡ «Ἀφροδίτη» , λάλες ὀνομάζονταν «εὐδαίμων», «ἀντίτευχος» (εχθρός) , «δάκνων», «Λάκωνες», «Ἀργεῖος» κλπ.
Μερικές ἄλλες ὀνομασίες ταυτίζονταν με τις καλές ζαριές ὅπως «κύων» ή «Χίος» γιὰ τον ἄσσο, «κώος» γιὰ το ἕξι κλπ.
Τα παιδιά ἔπαιζαν καὶ αὐτὰ τυχερά παιχνίδια με ζάρια. Ὁ «Ἀστραγαλισμός» παιζόταν με κύβους ἡ «κόττα», δηλαδή ἀστράγαλοι (κότσια) μικρῶν μηρυκαστικῶν.
Τοποθετοῦσαν μέσα σε κύκλο τα κότσια καὶ τα χτυποῦσαν ἀπὸ κάποια ἀπόσταση. Ὅσα ἔβγαζαν με το χτύπημα ἕξω ἀπὸ τον κύκλο, τόσα κέρδιζαν.
Το ἴδιο παιχνίδι, ὅπως καὶ το παιχνίδι «μονά-ζυγά», παιζόταν με ξηρούς καρπούς, ἀμύγδαλα καὶ καρύδια.
Ὅταν ὑπῆρχαν στοιχήματα μετατρεπόταν αὐτομάτως σε τυχερό παιχνίδι.
Ὁ τζόγος καταγράφεται ἀπὸ τὴ μινωική ἐποχῆ.
Σε ἀνασκαφές ποῦ ἔγιναν στὸ ἀνάκτορο της Ζάκρου, βρέθηκαν δώδεκα πλακίδια ἀπὸ φαγεντιανή, ποῦ πάνω τους εἶχαν ἐπαναλαμβανόμενους γραπτούς χαρακτῆρες, μόνο ἀπὸ τὴ μία ὄψη.
Οἱ μελετητές ὑποστηρίζουν πῶς μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἕνα παιχνίδι παρόμοιο με την πόκα.
Πάθος ὑπῆρχε φυσικά καὶ γιὰ τους ἀγῶνες ζώων.
Οἱ κοκορομαχίες, οἱ ἀγῶνες ὁρτυκιῶν (ὀρτυγοκοπία) καὶ τῶν σκύλων, συγκέντρωναν πολλά στοιχήματα.
Οἱ ἰδιοκτῆτες τους ἐκπαίδευαν τα ζῶα καθαρά γιὰ αὐτὸν τον σκοπό, δίνοντάς τους σκόρδο καὶ κρεμμύδι καὶ δένοντας στὰ πίσω νύχια των πετεινῶν μεταλλικά πλῆκτρα, ὥστε νὰ προκαλοῦν θανάσιμα τραύματα.
Ἕνα ἄλλο ἀρχαιοελληνικό παιχνίδι, ἡ τηλία, ἔφθασε ὡς τις μέρες μας ὡς τάβλι.
Στή ρωμαϊκή ἐποχῇ ἔγινε το παιχνίδι των «12 γραμμῶν», ἡ τάμπουλα καὶ στὸ Βυζάντιο ὀνομάστηκε τάβλιον.
Ἡ ὀστρακίνδα, το σημερινό κορόνα – γράμματα, παιζόταν με ἕνα ὄστρακο στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ στὴ ρωμαϊκή ἐποχῇ με νόμισμα.
Στή Ρώμη ὅταν τα τυχερά παιχνίδια ἐξελίχθηκαν σε κοινωνική μάστιγα, ἐλήφθησαν αὐστηρά μέτρα γιὰ τον περιορισμό τους, προφανῶς χωρίς ἐντυπωσιακό ἀποτέλεσμα.
Στὸ Βυζάντιο, τα περισσότερα ἀρχαιοελληνικά παιχνίδια προσωρινά χάθηκαν, ἀλλὰ τα ζάρια τα ἔριχναν με μανία ὁ Λέων Φωκᾶς, ἀδελφὸς του Νικηφόρου Φωκά, ὁ Ρωμανός Β’, γιὸς του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου καὶ ο Κωνσταντῖνος Η’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου