Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

28 Αὐγούστου 1922: Η τελευταία μάχη του Πλαστήρα στὸν Τσεσμέ!



28 Αὐγούστου 1922: Η τελευταία μάχη του Πλαστήρα στὸν Τσεσμέ!


Ἡ τελευταία μάχη στὴν Μικρά Ἀσίᾳ δόθηκε ἀπὸ τον Πλαστήρα (τον Καραπιπέρ ὅπως τον ἀποκαλούσαν οἱ Τοῦρκοι) μέ τό Σεϊτάν Ἀσκέρ (τό 5/42 των εὐζώνων του) κοντά στὸν Τσεσμέ, στήν περιοχή Σταυρός (Ζέγκουϊ στά τουρκικά). Ἐκεῖ πολέμησε ὁ Πλαστήρας, σέ μία προσπάθεια νά προστατέψει τά τελευταία τμήματα του στρατοῦ μας πού ὑποχωρούσανε πρός τήν σωτηρία των πλοίων. Οἱ Τσέτες ἀποδεκατίστηκαν καί μάλιστα ἀργότερα, οἱ Τοῦρκοι ἔστησαν μνημεῖο ἐκεῖ πού μάρτυρά τήν τελευταία μάχη καί τόν χαμό 147 Τούρκων ἱππέων!


Ο Γιάννης Καψής περιγράψει την μάχη του Σταυροῦ, σύμφωνα μέ διήγηση του Ἡρωϊκού συνταγματάρχη:


«Το πρωί της 28ης Αὐγούστου το 5/42 ἔφθασε στὸν Σταυρό ἐκεῖ ποὺ ὁ δρόμος χωρίζει πρὸς τον Τσεσμέ. Σ όλη την μαρτυρική πορεία του ἔμενε μακριά ἀπὸ την μᾶζά του Νότιου Συγκροτήματος. Ο πανικός εἶναι μιά ἀσθένεια μεταδοτική καὶ ὁ Πλαστήρας ἦταν ἀποφασισμένος νὰ κρατήσει το Σύνταγμά του μέχρι τέλους. Καὶ το κατόρθωσε, δίνοντας ὁ ἴδιος το παράδειγμα της αὐτοθυσίας.


Γιὰ δέκα πέντε ἡμέρες εἶναι πάνω στ' ἄλογό του. Ἔφιππος τρώγει ὅτι του φέρνουν οἱ ἄνδρες του, κάτι ἐλαχίστῳ – μήπως ἔχουν κι οἱ Τσολιᾶδες μας νὰ φᾶνε; Ἔχουν πετάξει τα πάντα, καζάνια, τρόφιμα, καραβάνες. Μόνον τα ὅπλα καὶ τα φυσίγγια τους κρατοῦν καὶ μαζεύουν στὸν δρόμο φροῦτα, στὰ χωριά κανένα καρβέλι ψωμί – τρώγουν ὁπότε ἔχουν, ἀλλά πολεμοῦν πάντοτε με την ἰδία ὁρμή, ποῦ ἔχει προκαλέσει το δέος, τον τρόμο στοὺς Τούρκους. Κι ὁ Πλαστήρας μένει ἀκλόνητος πάνω στ' ἄλογό του. Παρακολουθεῖ τα πάντα, ἐμψυχώνει τους ἄνδρες του καὶ πολλές φορές την νύκτα τους ἀφήνει νὰ κοιμηθοῦν χωρίς νὰ βγάλουν σκοπιές. Μένει ὁ ἴδιος ἄγρυπνος πάνω στ ἄλογο του, φροντίζοντας γιὰ τα παλληκάρια του – μάρτυρες οἱ ἴδιοι οἱ ἄνδρες του 5/42, ποὺ τον εἶχαν δεῖ με τα μάτια τους στὸ καραούλι. Εἶχε γίνει κάτισχνος, τα ὀστᾶ του προσώπου του ξεχώριζαν κάτω ἀπὸ την ἡλιοκαμένη, την μαυρειδερή ἐπιδερμίδα του. Μόνον το βλέμμα του διατηροῦσε την παλιά ἐκείνη λάμψη… Θὰ πίστευε κανείς, ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ σωριασθεῖ νεκρός.


Ἐκεῖ, στὸν Σταυρό, το 5/42 στάθηκε καὶ πάλι. Οἱ πρόσφυγες εἶχαν βραδυπορήσει, μία ἀτελείωτη φάλαγγα ξεκινοῦσε ἀπὸ την ζωσμένη στὶς φλόγες Σμύρνη ὡς το Τσεσμέ. Κάποιος ἔπρεπε νὰ τους βοηθήσει, να τους προστατεύσει ἀπὸ τους Τσέτες, ποὺ ὀρμούσαν ἐναντίον τους σὰν τα τσακάλια. Ἔπιασαν μετερίζια οἱ Τσολιάδες μας καὶ περίμεναν την φάλαγγα των προσφύγων νὰ περάσει. Κι ἐκεῖ τους ἀπονεμήθηκε το πολυτιμότερο παράσημο, ποὺ μπορεῖ νὰ ποθήσει ἕνας πολεμιστής: Οἱ τρομαγμένοι, οἱ πανικόβλητοι πρόσφυγες αὐτοί, ποὺ ἔφευγαν ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσαν, σταματοῦσαν γιά νὰ φιλήσουν τα πληγιασμένα χέρια των στρατιωτῶν μας. Χαροκαμένες μάνες ἤθελαν ν ἀγκαλιάσουν, νὰ χαϊδέψουν τα φλογισμένα μέτωπα των παιδιῶν ἐκείνων, ποὺ πολεμοῦσαν τόσο μακριά ἀπὸ τα σπίτια τους, τις οἰκογένειές τους. Ἦταν στιγμές γεμᾶτες συγκίνηση, στιγμές τραγικοῦ μεγαλείου, γεμᾶτες ἀνθρωπιά καὶ πόνο.


Στόν Σταυρό περίμενε το «Σεϊτάν – Ασκέρ». Και μέσα στην καταχνιά του πρωινοῦ φάνηκαν οι Τσέτες του Μπεχλιβάν. Κάλπαζαν οὐρλιάζοντας – θύμιζαν τις ὀρδές του Ἀττίλα. Ὁρμούσανε κατά των προσφύγων καὶ τους σπάθιζαν, κάρφωναν στὰ ξίφη τους ματωμένα κεφάλια καὶ τα εξεσφενδόνιζαν στὸν ἀέρα. Δὲν τους ἀρκοῦσε το ξερίζωμα του Ἑλληνισμοῦ, ἤθελαν τον ἀφανισμό του!


Ὁ Πλαστήρας εἶδε τους Τσέτες. Ἦταν συντριπτική ἀριθμητικά ἡ ὑπεροχή, ἦταν ψυχωμένοι ἀπὸ την ἀνέλπιστα μεγάλη νίκη τους, εἶχαν ξαποστάσει στὴν Σμύρνη. Η σωφροσύνη θὰ του ἐπέβαλλε, ἴσως, νὰ ὑποχωρήσει ἀλλὰ τότε οὔτε ἕνας ἀπὸ τους πρόσφυγες δὲν θα διασωζόταν, οἱ Τσέτες θὰ ἔφθαναν στὴν ἀποβάθρα του Τσεσμέ πρὶν από τον Στρατό μας. Κι ἀποφάσισε νὰ δώσει μία ἀκόμη μάχη...


Οἱ ἄνδρες του 5/42, με γρήγορες κινήσεις, σχημάτισαν ἕνα μεγάλο πέταλο κι «ἐλούφαξαν», ἔμειναν ἀκίνητοι, περιμένοντας τους Τούρκους νὰ πέσουν στὶς κάνες τῶν ὅπλων τους. Εἶχαν διαταγή νὰ μὴν πυροβολήσουν, ἂν ὁ Πλαστήρας δὲν ἔδινε το σύνθημα, πυροβολῶντας – πρῶτος. Πειθαρχικοί, ἐμπειροπόλεμοι, ἔβλεπαν τους Τούρκους νὰ πλησιάζουν κι ἔμεναν ἀκίνητοι. Πολλοί ἄκουγαν τις ἀναπνοὲς τους, αἰσθάνθηκαν την μυρωδιά των ἀλόγων τους. Κι ὅμως δέν πυροβόλησαν. Λίγο ἀκόμη κι οἱ Τσέτες θὰ εἶχαν πέσει στὸν κλοιό τους.


Ἀλλὰ ἕνας λοχίας ἔτρεμε ἀπὸ την λύσσα του. Εἶχε δεῖ τους Τσέτες νὰ σφάζουν γυναικόπαιδα καὶ δέν μποροῦσε νὰ συγκρατηθεῖ – ἔσφιγγε το ὅπλο του, δάγκωνε τα χείλη του γιὰ νὰ μὴν φωνάξει καὶ προδοθεῖ. Κι ἔξαφνα ἀκούστηκε ἕνας πυροβολισμός. Σχεδόν ἀμέσως ἕνας καταιγισμός πυρός σάρωσε τους Τούρκους. Οἱ θάμνοι ἀνάψαν, τα πολυβόλα κελάηδησαν ἀνατριχιαστικά. Η κοιλάδα ἀντήχησε στὸ βογγητό τῶν πληγωμένων!


Οἱ Τοῦρκοι ξαφνιάστηκαν, πήδησαν ἀπὸ τ' ἄλογα κι ἔτρεξαν νὰ καλυφθοῦν - θέλησαν νὰ πιάσουν μετερίζια καὶ να πολεμήσουν. Δὲν γνώριζαν ἀκόμη ὅτι εἶχαν ἀπέναντι τους το «Σεϊτάν Ασκέρ». Ἀλλὰ, μετά τον πρῶτον αἰφνιδιασμό, οἱ Τσολιάδες δὲν κρατήθηκαν - δὲν μποροῦσε νὰ τους συγκρατήσει κανείς· οὔτε ὁ Πλαστήρας! Οἱ λόγχες σύρθηκαν καὶ πάλι ἀπὸ τις θῆκες τους. Καὶ γιὰ μία ἀκόμη φορά -την τελευταία- ὅπως τότε σε μία ἐποχῆ ποὺ φαινότανε τόσο μακρινή, ἀκούστηκε η λεβέντικη κραυγή: «Ἀέρα…».


Ἔφυγαν οἱ Τσέτες, ἔφυγαν τρομοκρατημένοι, πανικόβλητοι πήδησαν στ' ἄλογα τους κι ἄλλοι ἔφυγαν τρέχοντας. Ἐπέστρεψαν ἀσθμαίνοντας στὴν Σμύρνη γιὰ νὰ ρίξουν καινούργιο λάδι στό καντήλι του θρύλου, ποὺ θὰ καίει αἰώνια. Εἶναι θρῦλος, ποὺ ἀφηγεῖται ἡ ἀναμνηστική στήλη, ἐκείνη, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα στὸ Ζέγκουϊ – τον Σταυρό.


- Ἄχ, μωρέ… Ἄν δὲν βιαζότανε ἐκεῖνος ὁ λοχίας, θὰ τους εἶχα φάει ὅλους τούς Τσέτες… »

Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Ἐγὼ, ἡ Παλλάς Ἀθηνᾶ.



Ἐγὼ, ἡ Παλλάς Ἀθηνᾶ.

"Εἶμαι ἡ Σοφία. Εἶναι δύσκολο γιὰ τους ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ γιὰ τους καλύτερους νὰ με ἀναγνωρίσουν ἀμέσως, με τους πέπλους ποῦ με σκεπάζουν καὶ γιατί, σὰν τον οὐρανό, εἶμαι θύελλα συνάμα καὶ γαλήνη. Ἀλλὰ ἐσὺ, καλέ μου Ἄριε, με ἀναζήτησες πάντα καὶ κάθε φορά ποῦ με συνάντησες..

ἔβαλες τα δυνατά σου, με ὅλο σου το πνεῦμα καὶ ὅλη την καρδιά σου γιὰ νὰ με ἀναγνωρίσεις. Ό,τι ἔγραψες γιὰ μένα, ὦ ποιητή, εἶναι ἀληθινό. Ἡ ἑλληνική μεγαλοφυία μ' ἔκανε νὰ κατέβω στὴ γῆ καὶ την ἐγκατέλειψα ὅταν παρέδωσε το πνεῦμα της. Οἱ βάρβαροι, ποῦ εἰσέβαλαν στὸν κόσμο της τάξεως ποῦ ἔδωσαν οἱ νόμοι μου, ἀγνοοῦσαν το μέτρο καὶ την ἁρμονία. Ἡ ομορφιά τούς προκαλούσε φόβο και τους φαινόταν σαν κάτι κακό. Βλέποντας πως ήμουν όμορφη, δεν πίστεψαν ότι ήμουν η Σοφία.

Μ' έδιωξαν. Όταν, σκορπίζοντας μια νύχτα δέκα αἰώνων, φάνηκε ἥ αὐγή της Ἀναγεννήσεως, ξανακατέβηκα στή γῆ. Ἐπισκέφθηκα τους ἀνθρωπιστές καὶ τους φιλόσοφους μέσα στὰ κελιά τους, ὅπου με πάθος φύλαγαν στὸ βάθος τῶν συρταριῶν τους μερικά βιβλία, τους ζωγράφους καὶ τους γλύπτες στὰ ἐργαστήριά τους, ποῦ δὲν ἦταν παρά φτωχικά μαγαζάκια τεχνιτῶν. Μερικοί προτίμησαν νὰ καοῦν ζωντανοί, παρά νὰ με ἀπαρνηθοῦν. Ἄλλοι, ὅπως ὁ Ἕρασμος, διέφυγαν ἀπὸ τους ἠλίθιους ἀντιπάλους τους με την εἰρωνεία. Ἀπὸ τότε, ἀπὸ τὴ στιγμή ποῦ ἡ σκέψη, στὰ ἀνωτέρα ἐπίπεδα της, εἶναι ἐλεύθερη, εἶμαι ἀκατάπαυστα ἀντικείμενο σεβασμοῦ των ἐπιστημόνων, των καλλιτεχνῶν καὶ των φιλοσόφων.

Ἀλλὰ ἀπὸ σένα δέχθηκα την πιὸ τρυφερή καὶ την πιὸ λιτή ἴσως λατρεία. Ἀπὸ σένα καὶ τις πιὸ ἁγνές καὶ γεμᾶτες πίστη προσευχές. Πάνω στὴν ἱερὴ μου Ἀκρόπολη, μπροστά στὸν ἐρειπωμένο Παρθενῶνα μου, με χαιρέτισες με τα ὡραιότερα λόγια ποῦ εἰπώθηκαν ποτέ σ' αὐτὸν τον κόσμο, ἀπὸ την ἐποχῆ ποῦ οἱ μέλισσές μου ἀπ ἔθεταν το μέλι τους στὰ χείλη του Σοφοκλέους καὶ του Πλάτωνος. Οἱ ἀθάνατοι ὀφείλουν περισσότερα ἀπ' ὅσα νομίζεται σ' αὐτούς πού τους λατρεύουν. Τους ὀφείλουν τὴ ζωή. Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα μυστήριο στὸ ὁποῖο μυήθηκες. Οἱ θεοί παίρνουν την τροφή τους ἀπὸ τους ἀνθρώπους. Τρέφονται ἀπὸ τον καπνό πού ἀνεβαίνει ἀπὸ το αἷμα των θυσιῶν τους. Ξέρεις ὅτι αὐτὸ σημαίνει πῶς ἡ οὐσία τους ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅλες τις σκέψεις καὶ ἀπ’ ὅλα τα αἰσθήματα των ἀνθρώπων. Οἱ σπονδές των ἀγαθῶν ἀνθρώπων τρέφουν τους ἀγαθούς θεούς. Οἱ μαύρες θυσίες της ἄγνοιας καὶ του μίσους παχαίνουν τους ἀγροίκους θεούς.

Το ἔχεις πεῖ: Οἱ θεοί δὲν εἶναι πιὸ ἀθάνατοι ἀπὸ τους ἴδιους τους ἀνθρώπους. Ὑπάρχουν αὐτοί ποῦ ζοῦν ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια, βραχύβιοι ἂν συγκριθοῦν με τα χρόνια της γῆς, ἡ ἔστω της ἀνθρωπότητας, ἐλάχιστη καὶ ἀδιόρατη στιγμή της ζωῆς του σύμπαντος. Σε δύο χιλιάδες χρόνια, οἱ φλογεροί ἥλιοι ποῦ ἐκτοξεύονται στὸ διάστημα, δὲν φαίνονται κἄν νὰ ἔχουν μετακινηθεῖ. Ἐγώ, ἡ Παλλάς Ἀθηνᾶ, ἡ θεά με τα Ἀνοιχτόχρωμα μάτια, σε σένα ὀφείλω το ὅτι ζῶ ἀκόμη. Ἀλλὰ ἦταν λίγο πρᾶγμα ἡ παράταση της ζωῆς μου. Λυπᾶμαι τους θεούς ποῦ σέρνονται μέσα στοὺς ἄχρωμους καπνούς ἑνός ὑπολείμματος λιβανιοῦ, την χλωμή καὶ θλιμμένη παρακμή τους. Μ' ἔκανες πιὸ ὄμορφη καὶ πιὸ μεγάλη ἀπ’ ὅσο ἤμουν. Με ἔθρεψες με την δύναμή σου καὶ με την ἰδεολογία σου καὶ διὰ μέσου ἐσού καὶ αὐτῶν πού σου μοιάζουν, το πνεῦμα μου πλάτυνε τόσο, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ συμπεριλαμβάνει το σύμπαν του Κέπλερ καὶ του Νεύτωνος."

ΑΝΑΤΟΛ ΦΡΑΝΣ

Φράσεις της ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας ποῦ ἀπέζησαν μέχρι σήμερα



Φράσεις της ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας ποῦ ἀπέζησαν μέχρι σήμερα

•Αἰδώς Ἀργεῖοι: ὅταν θέλουμε νὰ καταδείξουμε αἰσθήματα ντροπῆς ἀναφερόμενοι σε κάποιον ἄλλο.

Εἰπώθηκε από τον Στέντορα (σε ἔντονο ὕφος) πρὸς τους Ἀργείους κατά τὴ διάρκεια του Τρωικοῦ πολέμου, με σκοπό νὰ τους ἀνυψώσει το ἠθικὸ ὅταν ὁ Ἀχιλλέας ἀποχώρησε ἀπὸ τὴ μάχη. (Ὁμήρου Ἰλιάδα – Ε 787)

•Ἀντίπαλον δέος: ὅταν ἀναφερόμαστε σε ἰσχυρό ἀντίπαλο. (Θουκυδίδης – Γ 11)

•Ἀπὸ μηχανῆς θεός: μὴ ἀναμενόμενη βοήθεια – λύση – συνδρομή σε κάποιο πρόβλημα ἡ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται ἀπὸ θεατρικό τέχνασμα στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ποῦ χρησιμοποιοῦσαν οἱ τραγικοί ποιητές ὅταν ἤθελαν νὰ δώσουν διέξοδο στὴ πλοκή του ἔργου καὶ στὸ ὁποῖο κατά τὴ διάρκεια της παράστασης ἐμφανιζόταν ἕνας Θεός ἐπάνω σε ἐναέρια κατασκευή (γερανός).

•- Ἀρχὴ ἄνδρα δείκνυσι: ὅταν οἱ πράξεις – ἔργα χαρακτηρίζουν τον ἄνθρωπο στὸν ὁποῖο ἀναφερόμαστε. (Βίας ὁ Πριηνεύς – Σοφοκλῆς.... Ἀντιγόνη 62)

•Ἀσκός του Αἰόλου: σε περιπτώσεις ἐπικείμενων δεινῶν – καταστροφῶν. Ὁ Αἴολος ἔδωσε ἕναν ἀσκὸ στὸν Ὀδυσσέα ὁ ὁποῖος περιεῖχε ἀνέμους. Ὅταν λοιπόν οἱ σύντροφοι του Ὀδυσσέα ἄνοιξαν τον ἀσκὸ, ἀπελευθερώθηκαν οἱ ἄνεμοι καὶ παρέσυραν το πλοῖο στὸ νησί των Λαιστρυγόνων. (Ὁμήρου Ὀδύσσεια Κ 1-56)

Σήμερα χρησιμοποιοῦμε αὐτούσιες, παρεφθαρμένες ἡ ἕν συνθέσει, πάνω ἀπῶ 5000 ὁμηρικές λέξεις.



Σήμερα χρησιμοποιοῦμε αὐτούσιες, παρεφθαρμένες ἡ ἕν συνθέσει, πάνω ἀπῶ 5000 ὁμηρικές λέξεις. Μικρό παράδειγμα:ἀλήθεια, ἀρετή, γελῶ, θρηνῶ, νεότης, πατρίς, πέλαγος, δίκαιος, σκέπτομαι, ὅπλο, ὅρκος, βουλή, πόλεμος, αἰχμή του δόρατος. Ἐπιπλέον, ὑπάρχει ἕνας πολύ μεγάλος ἀριθμὸς λέξεων ποῦ, ἐνῶ δὲν ἔχουν διασωθεῖ αὐτούσιες, κρύβονται μέσα σε σύνθετα ἡ σε διάφορα παράγωγα. Ἄλλες πάλι ἔχουν τόσο παραφθαρεῖ, ὥστε δύσκολα ἀναγνωρίζονται.

Μπορεῖ νὰ μὴν ὀνομάζουμε "αὐδή" τὴ φωνή, λέμε ὅμως ἔμεινα "ἄναυδος" ἡ "ἀπηύδησα". Ἡ γῆ σήμερα δὲν λέγεται "ἄρουρα" οὔτε "χθών", το ἱμάτιον δὲν ὀνομάζεται "λώπη". Ἔχουμε ὅμως καὶ "ἀρουραίους" καὶ "ὑποχθόνιους" καὶ "λωποδύτες". Δὲν λέμε "κυνῶ" το "φιλῶ", οὔτε "κύσα" το "φίλησα". Λέμε ὅμως "προσκυνῶ" το εἰκόνισμα, ἐνῶ το "φιλῶ" ἀγγλικά εἶναι "kiss". Δὲν ὀνομάζουμε το κρεββάτι "λέκτρον" ή "λέχος", λέμε ὅμως η "λεχώ". Οἱ Ἱσπανοί το ὀνομάζουν LECHO, οἱ Ἰταλοί LETTO, LIT οἱ Γάλλοι καὶ LAGER οἱ Γερμανοί. Το συχνά δὲν το λέμε "θαμά", ἐκεῖνος ὅμως που συχνάζει κάπου ἀποκαλεῖται "θαμών". Το γεῦμα ἡ το δεῖπνο δὲν εἶναι πλέον ¨δόρπον", ὅμως αὐτὸ δὲν μας ἐμποδίζει νὰ γευτοῦμε κάποιο ¨ἐπιδόρπιο". Καὶ ἐὰν το σκουπίζω, φροντίζω δὲν το λέμε "κορέω", στοὺς ναούς ὑπάρχει πάντα ὁ "νεωκόρος".

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα εἶναι ὄμορφη σὰν τον οὐρανὸ με τα ἄστρα.»

«Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα εἶναι ὄμορφη σὰν τον οὐρανὸ με τα ἄστρα.»
Ιρίνα Κοβάλεβα (Σύγχρονη Ρωσίδα καθηγήτρια στὸ πανεπιστήμιο Λομονόσωφ)

Ὀφείλω χάριτας στὴν θεία πρόνοια, διότι εὐδόκησε νὰ διδαχθῶ τα ἀρχαία Ἑλληνικά



«Ὀφείλω χάριτας στὴν θεία πρόνοια, διότι εὐδόκησε νὰ διδαχθῶ τα ἀρχαία Ἑλληνικά, ποῦ με βοήθησαν νὰ διεισδύσω βαθύτερα στὸ νόημα των θετικῶν ἐπιστημῶν.»



««Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα γιὰ μένα εἶναι σὰν κοσμογονία.



««Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα γιὰ μένα εἶναι σὰν κοσμογονία. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μιά γλῶσσα…» R.H. Robins, Ἄγγλος γλωσσολόγος
Η εικόνα ίσως περιέχει: άτομα στέκονται, σύννεφο, ουρανός και υπαίθριες δραστηριότητες

Βολταιρος

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο