Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

28 Αὐγούστου 1922: Η τελευταία μάχη του Πλαστήρα στὸν Τσεσμέ!



28 Αὐγούστου 1922: Η τελευταία μάχη του Πλαστήρα στὸν Τσεσμέ!


Ἡ τελευταία μάχη στὴν Μικρά Ἀσίᾳ δόθηκε ἀπὸ τον Πλαστήρα (τον Καραπιπέρ ὅπως τον ἀποκαλούσαν οἱ Τοῦρκοι) μέ τό Σεϊτάν Ἀσκέρ (τό 5/42 των εὐζώνων του) κοντά στὸν Τσεσμέ, στήν περιοχή Σταυρός (Ζέγκουϊ στά τουρκικά). Ἐκεῖ πολέμησε ὁ Πλαστήρας, σέ μία προσπάθεια νά προστατέψει τά τελευταία τμήματα του στρατοῦ μας πού ὑποχωρούσανε πρός τήν σωτηρία των πλοίων. Οἱ Τσέτες ἀποδεκατίστηκαν καί μάλιστα ἀργότερα, οἱ Τοῦρκοι ἔστησαν μνημεῖο ἐκεῖ πού μάρτυρά τήν τελευταία μάχη καί τόν χαμό 147 Τούρκων ἱππέων!


Ο Γιάννης Καψής περιγράψει την μάχη του Σταυροῦ, σύμφωνα μέ διήγηση του Ἡρωϊκού συνταγματάρχη:


«Το πρωί της 28ης Αὐγούστου το 5/42 ἔφθασε στὸν Σταυρό ἐκεῖ ποὺ ὁ δρόμος χωρίζει πρὸς τον Τσεσμέ. Σ όλη την μαρτυρική πορεία του ἔμενε μακριά ἀπὸ την μᾶζά του Νότιου Συγκροτήματος. Ο πανικός εἶναι μιά ἀσθένεια μεταδοτική καὶ ὁ Πλαστήρας ἦταν ἀποφασισμένος νὰ κρατήσει το Σύνταγμά του μέχρι τέλους. Καὶ το κατόρθωσε, δίνοντας ὁ ἴδιος το παράδειγμα της αὐτοθυσίας.


Γιὰ δέκα πέντε ἡμέρες εἶναι πάνω στ' ἄλογό του. Ἔφιππος τρώγει ὅτι του φέρνουν οἱ ἄνδρες του, κάτι ἐλαχίστῳ – μήπως ἔχουν κι οἱ Τσολιᾶδες μας νὰ φᾶνε; Ἔχουν πετάξει τα πάντα, καζάνια, τρόφιμα, καραβάνες. Μόνον τα ὅπλα καὶ τα φυσίγγια τους κρατοῦν καὶ μαζεύουν στὸν δρόμο φροῦτα, στὰ χωριά κανένα καρβέλι ψωμί – τρώγουν ὁπότε ἔχουν, ἀλλά πολεμοῦν πάντοτε με την ἰδία ὁρμή, ποῦ ἔχει προκαλέσει το δέος, τον τρόμο στοὺς Τούρκους. Κι ὁ Πλαστήρας μένει ἀκλόνητος πάνω στ' ἄλογό του. Παρακολουθεῖ τα πάντα, ἐμψυχώνει τους ἄνδρες του καὶ πολλές φορές την νύκτα τους ἀφήνει νὰ κοιμηθοῦν χωρίς νὰ βγάλουν σκοπιές. Μένει ὁ ἴδιος ἄγρυπνος πάνω στ ἄλογο του, φροντίζοντας γιὰ τα παλληκάρια του – μάρτυρες οἱ ἴδιοι οἱ ἄνδρες του 5/42, ποὺ τον εἶχαν δεῖ με τα μάτια τους στὸ καραούλι. Εἶχε γίνει κάτισχνος, τα ὀστᾶ του προσώπου του ξεχώριζαν κάτω ἀπὸ την ἡλιοκαμένη, την μαυρειδερή ἐπιδερμίδα του. Μόνον το βλέμμα του διατηροῦσε την παλιά ἐκείνη λάμψη… Θὰ πίστευε κανείς, ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ σωριασθεῖ νεκρός.


Ἐκεῖ, στὸν Σταυρό, το 5/42 στάθηκε καὶ πάλι. Οἱ πρόσφυγες εἶχαν βραδυπορήσει, μία ἀτελείωτη φάλαγγα ξεκινοῦσε ἀπὸ την ζωσμένη στὶς φλόγες Σμύρνη ὡς το Τσεσμέ. Κάποιος ἔπρεπε νὰ τους βοηθήσει, να τους προστατεύσει ἀπὸ τους Τσέτες, ποὺ ὀρμούσαν ἐναντίον τους σὰν τα τσακάλια. Ἔπιασαν μετερίζια οἱ Τσολιάδες μας καὶ περίμεναν την φάλαγγα των προσφύγων νὰ περάσει. Κι ἐκεῖ τους ἀπονεμήθηκε το πολυτιμότερο παράσημο, ποὺ μπορεῖ νὰ ποθήσει ἕνας πολεμιστής: Οἱ τρομαγμένοι, οἱ πανικόβλητοι πρόσφυγες αὐτοί, ποὺ ἔφευγαν ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσαν, σταματοῦσαν γιά νὰ φιλήσουν τα πληγιασμένα χέρια των στρατιωτῶν μας. Χαροκαμένες μάνες ἤθελαν ν ἀγκαλιάσουν, νὰ χαϊδέψουν τα φλογισμένα μέτωπα των παιδιῶν ἐκείνων, ποὺ πολεμοῦσαν τόσο μακριά ἀπὸ τα σπίτια τους, τις οἰκογένειές τους. Ἦταν στιγμές γεμᾶτες συγκίνηση, στιγμές τραγικοῦ μεγαλείου, γεμᾶτες ἀνθρωπιά καὶ πόνο.


Στόν Σταυρό περίμενε το «Σεϊτάν – Ασκέρ». Και μέσα στην καταχνιά του πρωινοῦ φάνηκαν οι Τσέτες του Μπεχλιβάν. Κάλπαζαν οὐρλιάζοντας – θύμιζαν τις ὀρδές του Ἀττίλα. Ὁρμούσανε κατά των προσφύγων καὶ τους σπάθιζαν, κάρφωναν στὰ ξίφη τους ματωμένα κεφάλια καὶ τα εξεσφενδόνιζαν στὸν ἀέρα. Δὲν τους ἀρκοῦσε το ξερίζωμα του Ἑλληνισμοῦ, ἤθελαν τον ἀφανισμό του!


Ὁ Πλαστήρας εἶδε τους Τσέτες. Ἦταν συντριπτική ἀριθμητικά ἡ ὑπεροχή, ἦταν ψυχωμένοι ἀπὸ την ἀνέλπιστα μεγάλη νίκη τους, εἶχαν ξαποστάσει στὴν Σμύρνη. Η σωφροσύνη θὰ του ἐπέβαλλε, ἴσως, νὰ ὑποχωρήσει ἀλλὰ τότε οὔτε ἕνας ἀπὸ τους πρόσφυγες δὲν θα διασωζόταν, οἱ Τσέτες θὰ ἔφθαναν στὴν ἀποβάθρα του Τσεσμέ πρὶν από τον Στρατό μας. Κι ἀποφάσισε νὰ δώσει μία ἀκόμη μάχη...


Οἱ ἄνδρες του 5/42, με γρήγορες κινήσεις, σχημάτισαν ἕνα μεγάλο πέταλο κι «ἐλούφαξαν», ἔμειναν ἀκίνητοι, περιμένοντας τους Τούρκους νὰ πέσουν στὶς κάνες τῶν ὅπλων τους. Εἶχαν διαταγή νὰ μὴν πυροβολήσουν, ἂν ὁ Πλαστήρας δὲν ἔδινε το σύνθημα, πυροβολῶντας – πρῶτος. Πειθαρχικοί, ἐμπειροπόλεμοι, ἔβλεπαν τους Τούρκους νὰ πλησιάζουν κι ἔμεναν ἀκίνητοι. Πολλοί ἄκουγαν τις ἀναπνοὲς τους, αἰσθάνθηκαν την μυρωδιά των ἀλόγων τους. Κι ὅμως δέν πυροβόλησαν. Λίγο ἀκόμη κι οἱ Τσέτες θὰ εἶχαν πέσει στὸν κλοιό τους.


Ἀλλὰ ἕνας λοχίας ἔτρεμε ἀπὸ την λύσσα του. Εἶχε δεῖ τους Τσέτες νὰ σφάζουν γυναικόπαιδα καὶ δέν μποροῦσε νὰ συγκρατηθεῖ – ἔσφιγγε το ὅπλο του, δάγκωνε τα χείλη του γιὰ νὰ μὴν φωνάξει καὶ προδοθεῖ. Κι ἔξαφνα ἀκούστηκε ἕνας πυροβολισμός. Σχεδόν ἀμέσως ἕνας καταιγισμός πυρός σάρωσε τους Τούρκους. Οἱ θάμνοι ἀνάψαν, τα πολυβόλα κελάηδησαν ἀνατριχιαστικά. Η κοιλάδα ἀντήχησε στὸ βογγητό τῶν πληγωμένων!


Οἱ Τοῦρκοι ξαφνιάστηκαν, πήδησαν ἀπὸ τ' ἄλογα κι ἔτρεξαν νὰ καλυφθοῦν - θέλησαν νὰ πιάσουν μετερίζια καὶ να πολεμήσουν. Δὲν γνώριζαν ἀκόμη ὅτι εἶχαν ἀπέναντι τους το «Σεϊτάν Ασκέρ». Ἀλλὰ, μετά τον πρῶτον αἰφνιδιασμό, οἱ Τσολιάδες δὲν κρατήθηκαν - δὲν μποροῦσε νὰ τους συγκρατήσει κανείς· οὔτε ὁ Πλαστήρας! Οἱ λόγχες σύρθηκαν καὶ πάλι ἀπὸ τις θῆκες τους. Καὶ γιὰ μία ἀκόμη φορά -την τελευταία- ὅπως τότε σε μία ἐποχῆ ποὺ φαινότανε τόσο μακρινή, ἀκούστηκε η λεβέντικη κραυγή: «Ἀέρα…».


Ἔφυγαν οἱ Τσέτες, ἔφυγαν τρομοκρατημένοι, πανικόβλητοι πήδησαν στ' ἄλογα τους κι ἄλλοι ἔφυγαν τρέχοντας. Ἐπέστρεψαν ἀσθμαίνοντας στὴν Σμύρνη γιὰ νὰ ρίξουν καινούργιο λάδι στό καντήλι του θρύλου, ποὺ θὰ καίει αἰώνια. Εἶναι θρῦλος, ποὺ ἀφηγεῖται ἡ ἀναμνηστική στήλη, ἐκείνη, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα στὸ Ζέγκουϊ – τον Σταυρό.


- Ἄχ, μωρέ… Ἄν δὲν βιαζότανε ἐκεῖνος ὁ λοχίας, θὰ τους εἶχα φάει ὅλους τούς Τσέτες… »

Δεν υπάρχουν σχόλια: