Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ

 ΠΕΝΘΕΣΙΛΕΙΑ

2ο μέρος
Η ζωή έσβηνε σιγά-σιγά μέσα στα μάτια της ωραίας πολεμίστριας κι ο Αχιλλέας γέμισε απέραντη θλίψη, που έγινε αντιληπτή από τους παριστάμενους συμπολεμιστές του. Ο μόνος που φάνηκε ασυγκίνητος από το τέλος της Πενθεσίλειας ήταν ο αισχρός Θερσίτης, που περιγέλασε τον Αχιλλέα κι ασχημόνησε πάνω στο σώμα της βασίλισσας καρφώνοντας το δόρυ του στο μάτι της. Αυτό προκάλεσε την οργή του Αχιλλέα που σκότωσε με τις γροθιές του το Θερσίτη.
Στη συνέχεια, σήκωσε απαλά τη βασίλισσα και την έβγαλε από το πεδίο της μάχης. Το σώμα της, μαζί με τα πτώματα 12 άλλων Αμαζόνων, τα παρέδωσαν με ολόκληρο τον οπλισμό τους στους Τρώες. Κι αυτοί τα έκαψαν και έθαψαν τις στάχτες με όλες τις τιμές.
Ο Κόιντος Σμυρναίος για τον αισχρό Θερσίτη και την τιμωρία του από τον Αχιλλέα καθώς και για την ταφή της Πενθεσίλειας από τους Τρώες μας λέει:
[[ Τότε τα γενναία τέκνα των αντρειόκαρδων Αργείων
Τα αιματοβαμμένα όπλα των νεκρών με βιάση παίρναν
αναζητώντας τους παντού. Κι ο Πηλείδης βλέποντας
της κόρης την φανταχτερήν ομορφιά μέσα στη σκόνη
θλίβουνταν· γι’ αυτό δαγκώναν την καρδιά του ολέθριες λύπες,
όπως κι όταν ο Πάτροκλος σκοτώθη ο σύντροφός του.
Τότε στήθηκε ο Θερσίτης μπρος του κ’ είπε εμπαίζοντάς τον:
«Πολυκάτοχε Αχιλλέα, τι είναι αυτό, που σε μαραίνει;
Ποιο πράγμα σε ξεγέλασε γι αυτή τη σιχαμένη
την Αμαζόνα, που κακά πολλά μέσα στο νου της
ανάδευε. Ένας γυναικάς είσαι, που τη γνοιάζεσαι
σαν να ‘τανε πολύφερνη σύζυγός σου, που με δώρα
κόρη την εμνηστεύτηκες γυναίκα να την πάρεις.
Είθε πρώτα μα σ’ εχτύπα με το δόρυ της στη μάχη,
αφού τόσον οι γυναίκες σου αρέσουν κι ούτε γι’ άλλο
ένδοξον έργον ο νους σου ο βλαμμένος νοιάζεται
από τη στιγμή που είδες τη γυναίκα αυτή. Πανάθλιε,
πού ‘ναι τώρα η δύναμή σου και η παλιά σου φρόνηση;
Γιατί από τη γυναίκα άλλη δεν υπάρχει για τον άντρα
ολεθριότερη· ηφονή, που ξεμυαλίζει ακόμη
κι έναν φρόνιμον. Η δόξα τον αγώνα ακολουθεί·
κ’ είναι δόξα για τον άντρα τον πολεμιστή η νίκη
στις μάχες, ο φιλόμαχος τη γυναικεία μισεί κλίνη».
Έτσι περιπαίζοντάς τον είπε κι ο αψυόθυμος
Πηλείδης αγανάκτησε και μια γροθιά του ζάφτει
στο σαγόνι και στ’ αφτί του· κι όλα του δόντια χάμου
έπεσαν και τ’ ανάσκελα σωριάστηκε κι ο ίδιος
κι έβγαζε απ’ το στόμα του αίμα βρύση κ’ η ψυχή του αμέσως
του κοτή, του τιποτένιου άντρα πέταξε απ’ τα στήθη.
Χάρηκαν όλοι οι Δαναοί γιατί φιλονεικούσε
κι έβριζε κατηγορώντας όλους πάντοτε, κι ας ήταν
ο ίδιος επιλήψιμος, των Δαναών το αίσχος!
…………………………………………
Αλλά και οι δυο βασιλιάδες οι Ατρείδες λυπηθήκαν
τη γενναία Πενθεσίλεια και θαμάζοντας κ’ εκείνοι
τα κάλλη της την έδωσαν στους Τρώες να τη φέρουν
στην ένδοξη την Ίλιον μαζί με τ’ άρματά της,
γιατί ένιωσαν πως ο Πρίαμος θα τη ζητούσε· εκείνος
σκέφτουνταν τη λιοντόκαρδη κόρη με τ’ άρματά της
και τον ίππο της να βάλει στον τάφο του μεγάλου,
του πλούσιου Λαομέδοντα· άναψε μπρος απ’ την πόλη
φωτιά μεγάλη πλούσια κι έβαλε την κόρη επάνω
μ’ άλλα δικά της πράγματα πολλά που της αξίζαν
να καούνε με την πλούσια τη βασίλισσα στη φλόγα.
Έτσι του Ήφαιστου η τρανή δύναμη η φλόγα, η φάουσα
την έκαψε κ’ οι γύρω της άλλος αλλούθε οι Τρώες
με γλυκομύριστο κρασί σβήσαν τη φωτιά. Και μάσαν
τα κόκκαλα και μ’ άλειμμα μυρουδάτο μπόλικο
τα ‘λειψαν και σε κασέλα βαθουλή τα θέσαν· λίπος
πάνω τους πρόσθεσαν παχύ λίπος βοδιού, που βόσκει
στα ψηλά βουνά της Ίδης, του κοπαδιού καμάρι.
Οι Τρώες σαν αγαπητή κόρη τους γύρω θλιμμένοι
τη θρηνούσαν και τη θάψαν στο καλόχτιστο το τείχος
όπου κι ο Λαομέδοντας στον ψηλό κοντά τον πύργο
και τον Άρη έτσι ευφραίναν και την Πενθεσίλεια.]] (Κόιντος Σμυρναίος, “Τα μετά τον Όμηρο”, 717- 749 και 782- 803)
Ο μεγάλος ήρωας των Αχαιών, ο γιος της θεάς Θέτιδας Αχιλλέας είχε ερωτευτεί εκείνη που ο ίδιος της πήρε τη ζωή, την Αμαζόνα Πενθεσίλεια. Οι ματιές των δύο νέων συναντήθηκαν σε μια απέλπιδα προσπάθεια ο έρωτας να νικήσει τον θάνατο. Έτσι, γεννήθηκε και πέθανε σε μια στιγμή ένας μεγάλος έρωτας!
Γι’ αυτό ο Οβίδιος γράφει στις “Μεταμορφώσεις” του:
[[ Κι αν σου μελλόταν εσέ σε μάχη με μια γυναίκα να καταπέσεις
θα προτιμούσες απ’ το τσεκούρι της Αμαζόνας κάτω να καταπέσεις.]] (Οβίδιος, “Μεταμορφώσεις”, βιβλ. ΧΙΙ, 610- 611)
Για την Πενθεσίλεια ο Απολλόδωρος κάνει μια μικρή αναφορά:
[[ Η Πενθεσίλεια, κόρη της Οτρηρής και του Άρη, αφού σκότωσε άθελά της την Ιππολύτη και εξαγνίστηκε από τον Πρίαμο, σκότωσε πολλούς στη μάχη, μεταξύ των οποίων και τον Μαχάονα. Αργότερα τη σκότωσε ο Αχιλλέας, ο οποίος ερωτεύτηκε την Αμαζόνα μετά τον θάνατό της και σκότωσε τον Θερσίτη, που τον κορόιδευε.]] (Απολλόδωρος, “Βιβλιοθήκη”, Επιτομή, βιβλ. V, 1)
Από τότε που διαδραματίστηκε η θλιβερή συνάντηση που αντί να οδηγήσει σε ένας έρωτα κατέληξε σε έναν θάνατο, πολλοί επώνυμοι και ανώνυμοι συγγραφείς εμπνεύστηκαν συγκινημένοι από τον άτυχο έρωτα του Μυρμηδόνα και της Αμαζόνας. Το επόμενο κείμενο με τον ίδιο τίτλο “Αχιλλεύς και Πενθεσίλεια” έχει αναρτηθεί από άγνωστο bloger με το όνομα “Άναξ Αυτόν”:
[[ Η Απόλυτη Σύγκρουση που γέννησε μια Αιώνια Αγάπη....
Στέκονται οι νέοι και κοιτούν τον γέρο-Όμηρο να πλησιάζει την ιστορία του στην έλευση των Αμαζόνων...
Και το μυαλό του σταματάει...
Τα μάτια του σα να βρίσκουν το φώς τους και κοιτούν αυτή τη μεγάλη στιγμή που χάραξε μια αιώνια ιστορία...
Οι νέοι παρακολουθούν τα μάτια του γερο-Ομήρου να δακρύζουν μελαγχολικά...
"Ήταν εκείνη η στιγμή που ο καθένας θα μπορούσε κατάρες να στείλει στις Μοίρες για τους δρόμους που χάραξαν σε αυτούς τους δύο νέους... ΄Ηταν εκείνη η στιγμή που ακόμη και οι σκληρόκαρδοι Θεοί δάκρυσαν και λύγισαν μπροστά στο θέαμα... Ήταν εκείνη η στιγμή που ακόμη και ο Άδης δίστασε για μια στιγμή να κάνει το χρέος του...
Η μάχες έξω από τα μεγαλειώδη τείχη της Τροίας έφταναν στην αποκορύφωση τους... Ο νεαρός Αχιλλέας δόξαζε την αθανασία του ονόματος του και στο πλάϊ του τόσοι άλλοι έλληνες βασιλιάδες...
Μα την "ηρεμία" της μάχης, καλπασμοί αλόγων και κραυγές εξωτικές έμελε να ταράξουν...
"Oι Αμαζόνες...." πρόλαβε να φωνάξει κάποιος έλληνας πολεμιστής πρίν, μια από αυτές, του πάρει για λάφυρο το κεφάλι...
Μάχη βγαλμένη από τις Τιτανομαχίες... Ήρωες να πέφτουν άψυχοι και γενναίοι και από τις δυο πλευρές...
Μέχρι που κανείς τίποτα δεν έβλεπε από την σκόνη που σηκώθηκε... Παρά μόνο αλαλαγμούς και άγριες κραυγές άκουγε...
Ώσπου τα πάντα έπαψαν... Σιγή παντού... Ο Μέγας Άρης την σκόνη έδιωξε να δει κι ο ίδιος τι συμβαίνει...
Δυο νέοι έστεκαν αντιμέτωποι... Δυο νέοι που ήταν έτοιμοι ο ένας να διεκδικήσει την ζωή του άλλου...
Ο Αχιλλέας, ο Βασιλιάς των Μυρμηδόνων και η Πενθεσίλεια η Βασίλισσα των Αμαζόνων...
Έστεκαν ακίνητοι. Μόνο τα μεγάλα και όμορφα μάτια τους συναντιόντουσαν...
Ήταν σα να περίμεναν αιώνες οι ψυχές του τη στιγμή αυτή... μόνο που δεν ήξεραν για ποιό λόγο...
Οι ασπίδες έπεσαν... Τα σπαθιά σηκώθηκαν... Τα βλέμματα χτύπησαν πρώτα... Και μετά... τα σώματα...
Εχθροί και σύμμαχοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα μια στιγμή που όμοιά της μόνο στους μύθους γνώριζαν...
Έτρεξε ο Αχιλλέας... Έτρεξε η Πενθεσίλεια... Και τα μέταλλα των σπαθιών τους συναντήθηκαν...
Νόμιζες ότι ο κρότος της επαφής τους ενόχλησε την γή κι εκείνη ταρακουνήθηκε...
Ακόμη και οι Θεοί έμειναν σαν κοινοί θνητοί να παρακολουθούν αυτό το θέαμα...
Ιδρώτας... Πείσμα... Θάρρος... Τέχνη...
Μια απόλυτη σύγκρουση δύο λαμπρών πολεμιστών...
Τα δόντια σφιγμένα... Καμιά κραυγή...
Πότε γινόντουσαν ένα σώμα και πότε χώριζαν για να χτυπηθούν...
Ακόμη κι ο Θεός του Έρωτα θα ζήλευε αυτές τις στιγμές...
Θεοί! Ποτέ κανείς δεν είδε κάτι τέτοιο.... Θεός ή θνητός...
Τα σώματα τους γέμιζαν ουλές, το αίμα έτρεχε και ήταν θεϊκό...
Οι ψυχές χτυπιόντουσαν κι αυτές πάνω από τα σώματα τους...
Βήματα προς τα πίσω...
Χτύπημα των σπαθιών...
Ξανά ένα σώμα...
Ξανά και ξανά...
Μέχρι που ο θεϊκός Αχιλλέας έμπηξε στο στήθος της Πενθεσίλειας την μύτη του σπαθιού του...
Η Βασίλισσα έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή...
Γούρλωσε τα πανέμορφα μάτια της κοιτώντας μέσα στα μάτια του Αχιλλέα...
Ο Κόσμος ολόγυρα σκοτείνιασε... έμειναν μόνοι τους... λίγα δευτερόλεπτα που κράτησαν αιώνες...
Του Αχιλλέα η καρδιά ράγισε ολοκληρωτικά... Ο Έρωτας του την διαπέρασε...
Μα ήταν αργά...
Οι πολεμιστές τριγύρω κοιτούσαν σαν χαμένοι...
Κανένας δεν ζητωκραύγαζε...
Γονάτισε ο Αχιλλέας... και ένιωσε την αγάπη να τον έχει νικήσει...
Τα δάκρυα των ματιών του ενώθηκαν με τα δάκρυα στο πρόσωπο της Βασίλισσας...
Καμιά παράκληση προς τους Θεούς δεν ήταν δυνατή πίσω στην ζωή να την φέρουν...
Η ψυχή του έφευγε αγκαλιά με την ψυχή της πολεμίστριας...
Παρηγοριά πουθενά...
Δυο βλέμματα που ποτέ δεν αποχωρίστηκαν μεταξύ τους...
Δυο ψυχές που ξεκίνησαν το ταξίδι τους...
Μόνο τα κενά σώματα έμειναν στο πεδίο της μάχης...
Πόνος και οργή...
Πόνος και αγάπη...
"Θα συναντηθούμε ξανά... κάτω από άλλες συνθήκες... Αυτές που θα έπρεπε να είχαμε βρεθεί από πριν... Βασίλισσα μου..."
Ήταν τα λόγια που κατάφερε να βγάλει με μια πνοή ο Αχιλλέας...
Σήκωσε το σώμα της και το παρέδωσε στις Αμαζόνες...
Με σκυμμένο το κεφάλι, με το σώμα από την κούραση να μη τον κρατά, αποχώρισε με μια μόνο ευχή... Σύντομα να έρθει η στιγμή που θα την ξαναδεί σε έναν κόσμο όπου ο πόλεμος δεν θα υπάρχει πια...
Σε έναν κόσμο όπου τα σώματα τους θα γίνουν ένα ξανά χωρίς πανοπλίες και σπαθιά...
Και σα να μη του χάλασαν την ευχή οι Θεοί... δεν πέρασε καιρός... και τον έστειλαν την αγαπημένη του να βρεί...
στα σκοτεινά δωμάτια του Άδη... Εκεί που οι δυό τους θα πλημύριζαν με Φώς το Βασίλειο των Σκιών... Ο Ηράκλειτος... είπε... ότι όλα είναι γέννημα της Φωτιάς.
Η ζωή προέρχεται από το Πύρ...
Έτσι κι εδώ... μια Απόλυτη Σύγκρουση γέννησε την Απόλυτη Αγάπη...
Έφτανε μονάχα μια στιγμή για να γεννηθεί μια Αγάπη που κράτησε αιώνια...]]
Παραθέτουμε ακόμη ένα κείμενο από (http://aretimaurogianni17.blogspot.com/.../blog-post_712...):
[[Ο ορισμός του ήρωα, κι ο ορισμός του θανάτου... Βίοι Παράλληλοι, κι ο Πλούταρχος απών... σύντομη ζωή, πρόωρος θάνατος στη μάχη κι η εξίσωση τη λύση της θα βρει... Πλήρες βίαιων συναισθημάτων θα βιαστεί το πεπρωμένο να συναντήσει μα μ' απούσα τη λογική... την έχει εξοστρακίσει άλλωστε προ πολλού η οργή που έχει φωλιάσει στο μυαλό, στην καρδιά, σ' όλο το σώμα. Οργή και θάρρος αδελφωμένα να βαδίζουν, κοντά κι η ζηλευτή η τέχνη του πολεμιστή του να μοιράζει θάνατο, κι αυτά περίτεχνα δεμένα μεταξύ τους...
Σκληρός χαλκός... κασσίτερος, πολύτιμο χρυσάφι κι ασήμι να τον ντύνουν... πέντε οι πτυχές μετάλλων περίτεχνα δεμένες, δοράτων και βελών αιχμές να αποκρούουν... λαμπρό στεφάνι, τρίδιπλο κι αργυρός τελαμώνας να κρέμεται, το σύνολο να δένει... το σώμα Αυτού που έμελλε να την κρατά, αλώβητο ν' αφήσει...
Θνητός κι αθάνατος ο ισόθεος Πηλείδης… Και πόσο τρομερός αυτός ο θυμός που από την αρχή τον κατευθύνει… Μα πόσο πιο τρομερός ο ‘Ερωτας που στα δεσμά του άρματός του θα τον δέσει εκεί που δεν τον περιμένει και σαν του Πριάμου το γιο πίσω του θα τον σέρνει, νεκρό, γυμνό, στο γύρο του θριάμβου…
Νεκρώνεται η σάρκα όταν παραλύει, το θάνατο πλησιάζει… Μα όταν παραλύουν τα συναισθήματα, η αιχμή του βέλους του θεού απλά το στόχο της έχει βρει… Κι ας τυλίγουν τα δώρα των θεών το θείο σώμα του ήρωα, κι ας σπάνε πάνω δόρατα, βέλη ξίφη… αδύναμα, θνητών τα χέρια τα βαστούν και τα εκσφενδονίζουν… Τα λαμπρά τα δώρα των θεών δεν είναι εύκολο από θνητούς να νικηθούν…
Κι εκείνους τους παντοδύναμους θεούς, ο Έρως εξουσιάζει, πόσο τους θνητούς…
Πέντε οι πτυχές μετάλλων στην ασπίδα, στην πανοπλία την αστραφτερή, κι η ομορφιά κι η τρομερή η λάμψη της τον τρόμο γύρω να σκορπά…
Πέντε οι αισθήσεις που παραλύουν όταν η αιχμή του βέλους του θεού, το σώμα διαπεράσει…
Πενθεσίλεια…
Τι θέλησες, τι γύρευες, κόρη του Άρη και βασίλισσα του αλαργινού του Πόντου στη ματωμένη άμμο της Τρωάδος; Χρόνια ατέλειωτα, θνητοί κι αθάνατοι με λύσσα και οργή ζωές σαν τα γιομωμένα στάχια εκεί θερίζουν… και ματωμένος, άχαρος κι ασήμαντος ο λιγοστός καρπός τους…
Ανδρεία εκ του ανδρός… Και πόση η ταπείνωση, η οργή μα κι ο κρυφός ο θαυμασμός για την ανδρεία της Αμαζόνας που τα πλήθη των Αχαιών ως τα καράβια τους θ’ ακολουθήσει η ανδροκτόνος, σκορπώντας μ’ ορμή το θάνατο ανάμεσά τους…
Η περίτεχνη η προσωπίδα της θεάς με το λοφίο που ανεμίζει, μια τρομερή όψη στα μάτια των Αχαιών… Ποιος δαίμονας ξεχύθηκε και τις ζωές αρπάζει, στου Αϊδωνέα την αυλή με βία να τις στέλνει, αέναα να βολοδέρνουν κάτω από το μαύρο, το ανήλεο της γης το χώμα;
Ο άνδρας της ζωής της κι άνδρας που θα της πάρει τη ζωή, όλα σε μια στιγμή πλεγμένα… Η μοίρα τάχει κλώσει, μ’ ασημένια και χρυσή κλωστή δεμένα όλα. Μα πόσος χρυσός, πόσο ασήμι ν’ αναλογεί στον καθένα..;
Ζωές κομμένες γύρω της, δόρατα κι ασπίδες τσακισμένες, ματωμένα σώματα, τσακισμένα μέλη… Βία, οργή… θρήνος. Σαν την μαινάδα που με ξέπλεκα μαλλιά κι ακάλυπτο το σώμα στα δάση θα χαθεί, το δαίμονά της ν’ ακολουθήσει…
Τι νά νιωσες, βασίλισσα, του Πηλέα το γιο αρματωμένο μες το φως σαν είδες; Ούτε στιγμή δε σκέφτηκες, τρελή, ποιος ο θεός μπροστά σου που ορθώθηκε, αφού οι θνητοί σκόρπισαν μπροστά στου δόρατός σου την ορμή;
Στιγμή δε δείλιασες… με δύναμη το δόρυ εκσφενδόνισες, το νήμα της ζωής του φοβερού εχθρού να κόψεις… Τσακίστηκε το όπλο σου, χίλια κομμάτια το κοντάρι πάνω στη φοβερή ασπίδα, την καλοδουλεμένη… πέντε πτυχές, τις δυο θα διαπεράσει… Χρυσός, το δώρο των θεών… η αιχμή το σώμα δε θα αγγίξει… Το δεύτερο κοντάρι του πρώτου την πορεία και την τύχη την πικρή θε ν’ ακολουθήσει…
Τι να σκεφτόσουν, Αμαζόνα, όταν το δόρυ του ισόθεου μ’ ορμή στο στήθος σε χτυπούσε, στη ματωμένη άμμο σ’ έριχνε ένα μ’ αυτή για να γενείς; Ποιες σκέψεις άραγε να πέρασαν σε μια στιγμή μπροστά σου;
Τι ένιωσες, πώς ένιωσες όταν το χέρι του ανδρός που τη ζωή σου πήρε, την κρύα προσωπίδα από το κεφάλι σου τραβάει, το βλέμμα του εχθρού του νικημένου ν’ αντικρίσει; Ποτάμι τα χρυσά μαλλιά – δώρο θεών κι αυτά… κάθε χρυσό – μες το ποτάμι του αίματος βουτηγμένα…
Δύο ρίψεις δόρατος… δύο χαμένες ευκαιρίες το στόχο για να βρεις… Μα ακόμη και στου θανάτου το κατώφλι, ο έρωτας καραδοκεί… Και βρίσκει πάντα στόχο…
Πώς χάνονται οι αισθήσεις; Πώς παγώνει ο χρόνος; Τι είναι αυτό που ανοίγεται όταν τα μάτια συναντιόνται και το βλέμμα σώμα ψυχή τα διαπερνά και στην καρδιά φωλιάζει;
Σκόρπισε ο θυμός, συγκίνηση ευθύς για να καλύψει το κενό απλώνεται… Τίποτα δεν είναι γραφτό του κενό κι αδειανό να μείνει… Λύγισαν τα γόνατα, κι η ασπίδα που σε τύλιγε, στο χώμα πεταμένη… Αγκαλιά μ’ αυτό που αγνοούσες την ύπαρξή του, να του χαϊδεύεις τα μαλλιά, το πρόσωπο, το αίμα από τα μάγουλα πασχίζεις για να διώξεις…
Κόκκινο το αίμα που χάνεται… ροδαλά τα μάγουλα να ξεπροβάλλουν από κάτω… Βλέμματα που χαϊδεύουν το ένα το άλλο, ανάμεσα σε θάνατο και πόνο… Και το μοναδικό μα και στερνό φιλί τα χείλη που θα δέσει, είναι κι αυτό που το κενό ευθύς θα ξαναφέρει… Δάκρυα και συγκίνηση που θα χαθούν, κι η οργή στα γέλια του Θερσίτη πίσω σου, το χρόνο θα κινήσει… ξανά. Και πόσο πιότερη οργή το νου σου θα τυλίξει, όταν το δόρυ του θρασύδειλου, στο μάτι το άψυχο, του έρωτά σου του νεκρού θα καρφωθεί…
Κι οργή τα χέρια σου με το λαιμό του θα τα πλέξει… Άψυχος ο βέβηλος, δίπλα σε ό,τι πιο πολύ αγάπησες κι ας ήταν για μια στιγμή, ένα βλέμμα, μια πνοή, ένα φιλί…
Τι νά νιωσες, ισόθεε, κοιτώντας τα χέρια σου μες τη ζεστή σκηνή σου; Το αίμα κι αν ξεπλύθηκε, μες την ψυχή σου απλώθηκε, την τύλιξε, την κάλυψε, ένα μαζί της έγινε…
Πώς παίζεις, Έρωτα, με τις ψυχές; Συνείδηση δεν έχεις; Τυλίξου με τον φωτεινό μανδύα της περηφάνιας, στο γύρο του θριάμβου να χαθείς… μα μην γυρίσεις πίσω σου να δεις στο άρμα σου ποιους σέρνεις …]]
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Εσείς και 188 ακόμη
4 σχόλια
Μου αρέσει!
Σχόλιο