Ο ΠΕΡΙ ΣΤΥΓΟΣ ΜΥΘΟΣ
Α. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ: Ἡ στὺξ εἶναι τριτόκλιτον οὐρανικόληκτον οὐσιαστικὸν τῆς αὐτῆς ῥίζης καὶ σημασίας μὲ τὸ ῥῆμα στυγέω= μισῶ, ἀποστρέφομαι, φρίττω (στύξ= φρίκη, ἀποτροπιασμός). Κατὰ πληθυντικὸν ἀπαντᾶται ἅπαξ «αἱ στύγες» εἰς τὸν Θεόφραστον (Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, Ε, 14, 4) μὲ τὴν σημασίαν τοῦ παγεροῦ καὶ διαπεραστικοῦ ψύχους. Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης στὺγ παράγεται τὸν ὁμηρικὸν ῥῆμα (Α186 κ.π.ἀ.,) στυγέω, καθὼς καὶ οὐσιαστικὰ καὶ ἐπίθετα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σημειώνομεν τὰ ἀπαντώμενα καὶ εἰς τὴν Κοινὴν Νέαν Ἑλληνικήν: στυγερός, στυγνός. Ἐξ αὐτῶν τὸ πρῶτον εἶναι συχνῶς ἀπαντώμενον εἰς τὸν Ὅμηρον (Γ104) μὲ τὸ ἐπίρρημά του (Π723).
Β. ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΑ: Ὁ Ὅμηρος φέρει τὴν Στύγα ὡς ποταμὸν τοῦ Ἄιδου μὲ ἀποτόμους καὶ ἀποκρήμνους ὄχθας (Β755: Στυγὸς ὕδωρ, αἰπὰ ῥέεθρα), τοῦ ὁποίου ἀπόρροια εἶναι ὁ ποταμὸς Κωκυτός= κλαυθμών (κ514: Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ).
Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Στυγὸς ὡρκίζοντο οἱ θεοὶ τὸν φοβερώτερον καὶ ἱερώτερον ὅρκον (Ο37, ε185 «Στυγὸς ὕδωρ, ὅστε μέγιστος ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι»). Εἰς τὴν Ὀδύσσειαν (ι513-514) ὁ ποιητὴς κάμνει λόγον καὶ περὶ τοῦ ποταμοῦ Πυριφλεγέθοντος, ὁ ὁποῖος ὁμοῦ μετὰ τοῦ Κωκυτοῦ εἰσβάλλουν εἰς τὸν Ἀχέροντα.
Ὁ Ἡσίοδος (Θεογονία, 361) θεωρεῖ τὴν Στύγα μίαν ἐκ τῶν νυμφῶν, θυγατέρα τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, περὶ τῆς ὁποίας γράφει ὅτι εἶναι «προφερεστάτη ἁπασῶν», δηλ., ἡ πλέον ἀξιομνημόνευτος ἁπασῶν τῶν ἄλλων. Ἀναφέρει αὐτὴν τελευταίαν εἰς τὸν κατάλογον τῶν νυμφῶν, παρόλον ποὺ εἰς ἄλλους στίχους (775-777) τὴν θεωρεῖ θεὰν καὶ πρεσβυτέραν εἰς τὴν ἡλικίαν “θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο πρεσβυτάτη” καὶ τὴν θέλει νὰ κατοικῇ εἰς τὸν Ἅιδην. Ἡ Στὺξ κατὰ τὸν αὐτὸν συγγραφέα (Θεογονία, 383-384) ἐγέννησε μὲ τὸν Πάλλαντα (τὸν πατέρα τῆς Σελήνης) τὸν Ζῆλον (προσωποποίησιν τῆς προθυμίας καὶ τῆς φιλοπονίας) καὶ τὴν Νίκην (προσωποποίησιν τῆς νίκης εἰς μάχας καὶ ἀγῶνας).
Γ. ΣΧΟΛΙΑ:Ὁ σχολιαστὴς Κούρτιος θεωρεῖ ὅτι ὁ μῦθος ἐδημιουργήθη ἐξ αἰτἰας τοῦ ὁμωνύμου ποταμοῦ τῆς Ἀρκαδίας, ὁ ὁποῖος ῥέει ἐξ ἑνὸς ὄρους πλησίον τῆς ἀρχαίας πόλεως Νωνάκριδος, διαιρεῖται εἰς δύο βραχίονας, ἐντὸς ἀπὸ ὀρθίας μελαίνης πέτρας κατακρημνίζεται ὡς καταρράκτης καὶ κατόπιν οἱ δύο βραχίονες γίνονται εἷς καὶ εἰσβάλλει εἰς τὸν Κρᾶθιν, μὲ τὸ σημερινὸν ὄνομα «Μαυρονέρια». Τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ ἐθεωρεῖτο ὑπὸ τῶν ἀρχαίων θανατηφόρον, ὅπως ὁ Ἡρόδοτος μαρτυρεῖ (6, 74) «ἐξορκοῦν τὸ Στυγὸς ὕδωρ».
Κατὰ τὸν Ἰ. Πανταζίδη ὁ βοτανολόγος Θεόδωρος Ὀρφανίδης εἶχεν ἐπισκεφθῇ πολλάκις τὸ ὕδωρ τῆς Στυγός καὶ ἔλεγεν ὅτι ἦτο ἐπικίνδυνον πρᾶγμα, ὄχι ἡ πόσις τοῦ ψυχροῦ πράγματι ὕδατος ὑπὸ ἑνὸς ὑγιοῦς ἀτόμου ἀλλὰ ἡ προσπέλασις αὐτοῦ, διότι οἱ πέριξ τόποι εἶναι ἀπρόσιτοι καὶ ἄβατοι. Προσθέτει καὶ τὴν ἑξῆς μαρτυρίαν: Τὸ ὕδωρ τῆς Στυγὸς δὲν εἰσβάλλει εἰς τὸν Κρᾶθιν, ἀλλὰ καταβυθίζεται εἰς καταβόθραν καὶ χύνεται κατά τινα τρόπον εἰς τὸν Ἄιδην.
Ἴσως διὰ τὸ ἀπρόσιτον καὶ φοβερὸν τοπίον ἐμυθολογήθη ὅτι εἶναι ποταμὸς τοῦ Ἄιδου. Φαίνεται ὅμως ὅτι δὲν ἦτο μοναδικὸς ποταμὸς ῥέων κατὰ τοιοῦτον τρόπον ἀπὸ τοιούτου ἐδάφους, διότι καὶ εἰς ἄλλα μέρη ὑπάρχουν τοιοῦτοι ποταμοὶ χυνόμεοι εἰς καταβόθρας ἢ εἰς ἀφανεῖς καταρράκτας καὶ χάνονται εἰς ὑπογείους λίμνας, ἢ καὶ πάλιν ἀναφαίνονται ῥέοντες εἰς ὁμαλὰς ὄχθας.
Ἐμυθολογήθη ὅτι ἡ Θέτις ἐνεβάπτισε τὸν Ἀχιλλέα εἰς τὰ ὕδατα τῆς Στυγὸς κρατοῦσα αὐτὸν ἀπὸ τῆς πτέρνης, προκειμένου νὰ τὸν καταστήσῃ ἀθάνατον. Οὐδεμία ἑλληνικὴ πηγὴ μνημονεύει τοιοῦτόν τι. Αὐτὸς ὁ μῦθος ἐπενοήθη μεταγενέστερον ὑπὸ τοῦ Ῥωμαίου Π. Π. Στατίου (PubliusPapiniusStatius), ποιητοῦ τοῦ 1ου μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, διεδόθη ταχύτατα καὶ διεσώθη μέχρι τῶν ἡμερῶν ἡμῶν. Τὸ ὅτι ἡ πτέρνα ἦτο τὸν τρωτὸν σημεῖον τοῦ ἥρωος, ἐπειδὴ δὲν ἐνεβαπτίσθη εἰς τὸ ὕδωρ, δὲν σημαίνει ὅτι τὸ λοιπὸν σῶμα ἦτο ἀθάνατον. Ὁ Ὅμηρος δὲν ἀναφέρει τὸν ἥρωα ὡς ἀθάνατον, ἀπεναντίας εἰς πολλὰ σημεῖα τῆς Ἰλιάδος προλέγει τὸν θάνατον αὐτοῦ.
Ἡ ἀλήθεια ὅτι ἦτο ἄτρωτος ἀλλὰ ὄχι ἀθάνατος ἀναζητεῖται καὶ ἀνευρίσκεται ἀλλαχοῦ: Ὁ ὁπλισμὸς τοῦ ἥρωος, τόσον ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο ἐδώρισε ὁ πατὴρ καὶ ἔφερε εἰς τὴν Τροίαν, ὅσον καὶ ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖο κατεσκεύασε ὁ Ἥφαιστος κατὰ παραγγελίαν τῆς μητρός, ἦτο ὁ ἀρτιώτερος καὶ τελειότερος πάντων τῶν πολεμιστῶν καὶ δὴ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐμάχοντο ἀπὸ τοῦ καὶ ἐπὶ τοῦ ἅρματος, ὅπως ὁ Ἀχιλλεύς.
Ἡ περικεφαλαία μὲ τὸ ἐπίκρανον, μὲ τὸν φαλὸν καὶ τὰ φάλαρα, ὁ θώραξ μὲ τὸ ζῶμα καὶ τὸν ζωστῆρα, ἡ μίτρα, τὰ προστατευτικὰ τῶν γονάτων, ἡ κνημὶς μὲ τὰ ἐπισφύρια καὶ ἡ ἰδιαιτέρως μεγάλη ἀσπίδα (ὁ σάκος) ἦσαν τόσον καλῶς σχεδιασμένα καὶ συνηρμοσμένα, ὥστε νὰ καλύπτουν πᾶν μέρος τοῦ σώματος. Οὕτως ὁ Ἀχιλλεὺς ἐφαίνετο καὶ ἦταν κατάφρακτος, ὥστε νὰ μὴ δύναται τὸ ἐχθρικὸν βέλος νὰ ἐπιτύχῃ γυμνὸν σημεῖο τοῦ σώματος.
Ὅμως, τὸ πλέον τρωτὸν σημεῖον μιᾶς τοιαύτης πανοπλίας εἶναι ἡ ἀδυναμία τῆς πλήρους καλύψεως καὶ προστασίας τῆς πτέρνης, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἐνέπνεε οὐδεμίαν ἀνησυχίαν καὶ κίνδυνον εἰς τὸν πολεμιστήν, διότι οἱ τοξόται ἐστόχευον εἰς ἄλλα μέρη τοῦ σώματος. Ἦτο δύσκολον καὶ μᾶλλον ἀδύνατον νὰ τοξεύσῃ τις ἐπιτυχῶς τὴν πτέρναν μαχητοῦ εὑρισκομένου ἐπὶ τοῦ ἅρματος.
Οἱ Τρῶες ἔμαθον περὶ τῆς τελείας καὶ ἀψόγου πανοπλίας εἰς τὸ τελευταῖον ἔτος τοῦ πολέμου, ὅτε ὁ Ἕκτωρ ἐφόνευσε τὸν Πάτροκλον καὶ ἐσκύλευσε τὰ ὅπλα αὐτοῦ. Φαίνεται ὅτι ἐμελέτησαν τὸν ὁπλισμὸν τοῦ Ἀχιλλέως καὶ κατέληξαν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ μόνον τρωτὸν σημεῖον ἦταν ἡ πτέρνα, ἢ μᾶλλον καὶ αἱ δύο πτέρναι, διότι δὲν γίνεται ἀναφορὰ εἰς συγκεκριμένην. Εἷς τοξότης, ὁ Πάρις, ἀπὸ τοῦ τείχους ἐστόχευσεν ἐπιτυχῶς τὴν μίαν πτέρναν τοῦ Ἀχιλλέως, ὅτε αὐτὸς πεζὸς κατεδίωκε τοὺς Τρῶας εἰς τὰς Σκαιὰς Πύλας. Ἡ εὐστοχία ἦτο ἀπόλυτος καὶ ἀπεδόθη εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, διότι μόνον θεὸς θὰ ἠδύνατο νὰ τρώσῃ ἢ νὰ κατευθύνῃ τὸ βέλος τοῦ Πάριδος εἰς τὸ πλέον ἀδύνατον λόγῳ μὴ πλήρους καλύψεως σημεῖον, τὴν πτέρναν.
Κατὰ μίαν παραλλαγὴν ὁ Ἀχιλλεὺς ἐβλήθη ὑπὸ τοῦ Πάριδος ἐντὸς τοῦ ναοῦ τοῦ Θυμβραίου Ἀπόλλωνος, διὰ συνεργείας τοῦ θεοῦ. Σώζεται μάλιστα ἀγγειογραφία, εἰς τὴν ὁποίαν παρίσταται ὁ ἥρως νὰ πλησιάζῃ τὸν ναὸν μετὰ πάσης προφυλάξεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου