Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Βιβλίο 5 55-85
5.55
ἀλλ' ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ' ἐοῦσαν,
ἔνθ' ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤϊεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐϋπλόκαμος· τὴν δ' ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ' ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόσε δ' ὀδμὴ
5.60
κέδρου τ' εὐκεάτοιο θύου τ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων· ἡ δ' ἔνδον ἀοιδιάουσ' ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ' ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
5.65
ἔνθα δέ τ' ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ' ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ' αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι.
5.70
κρῆναι δ' ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ' ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.
5.75
ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος Ἀργεϊφόντης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,
αὐτίκ' ἄρ' εἰς εὐρὺ σπέος ἤλυθεν. οὐδέ μιν ἄντην
ἠγνοίησεν ἰδοῦσα Καλυψώ, δῖα θεάων·
οὐ γάρ τ' ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται
5.80
ἀθάνατοι, οὐδ' εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει.
οὐδ' ἄρ' Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ἔνδον ἔτετμεν,
ἀλλ' ὅ γ' ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ,
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Κι ὅποιος στὴν νῆσο ἔφθανε, ἐκεῖ μακριά στὰ ξένα,
ποῦ πρόβαλε σὰν λούλουδο, ἡ στεριά ἀπ’ τον βυθό
μελωδικά, ἐκεῖ ἦταν μέγα σπήλαιο ποῦ μέσα του μία νύμφη
πανώρια κατοικοῦσε. Καὶ αὐτή ἀμέσως τον γοήτευε.
Φλόγα τρανή πάνω σε σχάρα ἄναβαν, καὶ με θυσίες
5.30
καλόκαυτων κέδρου κλαδιῶν, την νῆσο ἀρωμάτιζαν
σὰν καίγονταν. Κι αὐτή ἐκεῖ καθότανε καὶ γλυκοτραγουδούσε
ὑφαίνοντας ἕνα ἱστὸ, με μία χρυσή σαΐτα.
Κι ἀγνάντευε ὁλόγυρα το ἁπλωμένο δάσος, πέρα ἀπὸ το σπήλαιο ,
πού ἦταν με ἰτιὲς, βελανιδιές, κι κυπαρίσσια εὐωδιαστά γεμᾶτο.
5.65
Ἐδῶ πουλιά φωλιάζανε, ποὺ ἁρπακτικά πετοῦσαν,
μπούφοι μικροί καὶ κόρακες, καὶ φλύαρα γλαρόνια
ποὺ μὲς την θάλασσα βουτοῦν ἐκεῖ ὅπου ψαρεύουν.
Καὶ τις σπηλιές τις στολίζονταν κλίματα καὶ σταφύλια
Πού ἦταν χλωρά καὶ νεαρά, ὅλο χυμούς γεμᾶτα.
5.70
Καὶ τέσσερις πηγούλες στὴν σειρά, νεράκι γάργαρο τρέχαν.
καὶ ἀπὸ κεῖ ξεχυνόταν, σ ὅλα τα γύρω μέρη.
Παντοῦ λιβάδια εὔφορα, με σέλινα καὶ βιόλες
ὅπου φυτρώνανε χλωρά. Ἀκόμη καὶ ἀθάνατου ἄν πήγαινε
ἐκεῖ πέρα, θὰ ἠρεμοῦσε ὁ λογισμός ὅταν αὐτὰ κοιτοῦσε.
5.75
Ἔτσι ἐδῶ καὶ ὁ Ἔρμής θαύμασε, πού σκότωσε τον Ἅργο.
Κι εὐθύς μετά ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, ἠρέμησε καὶ μπῆκε στὴν σπηλιά
μέσα ἐκεῖ στὸ βάθος της. Καὶ δὲν μποροῦσε ἡ Καλυψώ
νὰ μὴν τον ἀναγνωρίσει, ἡ ἀθάνατη θεσπέσια.
Γιατί δὲν εἶναι ἄγνωστοι, οἱ θεοί ἀναμεταξύ τους
5.80
ἀφοῦ μαζί συλλειτουργοῦν καὶ ἀπόμακρα σὰν εἶναι.
Μέσα δὲν ἦταν ὁ Ὀδυσσεύς, ποὺ ἦταν ἀνδρειωμένος,
μὰ στὴν ἀκτῆ βρισκότανε, νὰ κλαίει καὶ πάλι καθισμένος
με δάκρυα καὶ στοχασμούς, ποῦ τάραζαν την ψυχή του.

ΣΧΟΛΙΟ:
Οἱ θεοί συνυπάρχουν καὶ συλλειτουργοῦν, ἀκόμη
Καὶ ἄν βρίσκονται σε ἀπομακρυσμένα μέρη.
ΕΙΚΟΝΑ
Ἡ Καλυψώ προσπαθεῖ νὰ πείσει τον Ὀδυσσέα νὰ μείνει κοντά της.

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ



ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

================

ΛΕΜΕ ΄΄ΑΥΓΟ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΩΟΝ΄΄....ΣΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΟΜΩΣ ΛΕΞΕΩΝ ΤΟ ΄΄ΑΥΓΟ΄΄....ΧΑΝΕΤΑΙ...ΚΑΙ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΤΟ ΄΄ΩΟΝ΄΄...ΕΤΣΙ ΛΕΜΕ΄΄ΩΟΘΗΚΕΣ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΑΥΓΟΘΗΚΕΣ΄΄.....


ΛΕΜΕ ΄΄ΩΑΡΙΟΝ΄΄ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΑΥΓΟΑΡΙΟΝ΄΄....ΛΕΜΕ ΄΄ΕΠΩΑΣΙΣ΄΄ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΕΠΑΥΓΩΣΙΣ΄΄.... ΑΡΑ ΤΟ ΄΄ΩΟΝ΄΄ ΩΣ ΛΕΞΙΣ ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ....




ΛΕΜΕ ΄΄ΜΠΟΥΚΑΛΙ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΦΙΑΛΗ΄΄...ΟΜΩΣ ΣΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΛΕΞΕΩΝ ....ΛΕΜΕ ΄΄ΕΜΦΙΑΛΩΣΙΣ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΕΜΠΟΥΚΑΛΩΣΙΣ΄΄...ΖΗΤΟΥΜΕ ΄΄ΕΜΦΙΑΛΩΜΕΝΟ ΝΕΡΟ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΜΠΟΥΚΑΛΩΜΕΝΟ΄΄.


ΛΕΜΕ ΄΄ΨΩΜΙ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΑΡΤΟΣ΄΄....ΟΜΩΣ ΛΕΜΕ ΄΄ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΟΝ΄΄...΄΄ΑΡΤΕΡΓΑΤΑΙ΄΄....ΟΜΩΣ ΤΟ ΄΄ΨΩΜΙ΄΄ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΝ π.χ. ΞΕΝΟΦΩΝ ...ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ Γ.14,5....ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΝ ....ΡΗΤΟΡΙΚΗ ...3,4,3 ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ, ΟΠΟΥ ΄΄ΨΩΜΟΣ΄΄ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΡΤΟΣ ΚΑΙ Η ΜΠΟΥΚΙΑ-ΒΟΥΚΑ- ΑΡΤΟΥ ΕΛΕΓΕΤΟ΄΄ΟΨΟΝ΄΄ ΕΚ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΄΄ΟΨΩΝΙΟΝ΄΄


...ΤΑ ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΄΄ΨΩΝΙΑ΄΄...ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΡΗΜΑ ΟΨΩΝΩ, ΠΟΥ ΕΝΝΟΕΙ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ....


ΕΑΝ ΑΝΕΛΥΑΜΕΝ ΤΑΣ ΛΕΞΕΙΣ ΘΑ ΔΙΕΠΙΣΤΩΝΑΜΕΝ, ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΥΝΕΧΩΣ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ....ΔΗΛ. Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΛΕΞΕΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΕΜΦΑΝΗ ΤΗΝ ΛΕΞΙΠΕΝΙΑΝ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ.


ΛΕΜΕ ΄΄ΠΑΠΟΥΤΣΙ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΥΠΟΔΗΜΑ΄΄....ΑΛΛΑ ΄΄ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΕΙΟΝ΄΄...΄΄ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΟΣ΄΄....


΄΄ΡΟΥΧΟ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΕΝΔΥΜΑ΄΄...ΑΛΛΑ ΛΕΜΕ ΄΄ΕΝΔΥΩ-ΕΠΕΝΔΥΩ΄΄....΄΄ΕΠΕΝΔΥΣΙΣ΄΄....


ΛΕΜΕ΄΄ΚΥΝΗΓΙ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΘΗΡΑ΄΄ ...ΑΛΛΑ ΛΕΜΕ΄΄ΛΑΘΡΟΘΗΡΑΣ΄΄...΄΄ΘΗΡΕΥΩ΄΄....΄΄ΘΗΡΑΜΑ΄΄ΚΑΙ ΄΄ΧΡΥΣΟΘΗΡΑΣ΄΄....


ΛΕΜΕ ΄΄ΠΑΝΤΟΤΕ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΑΕΙ΄΄ ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΗΣ ΛΕΜΕ΄΄ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ΄΄ΚΑΙ ΄΄ΑΕΙΘΑΛΗΣ΄΄...


ΛΕΜΕ ΄΄ΤΑΦΟΣ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΤΥΜΒΟΣ΄΄...ΑΛΛΑ ΛΕΜΕ ΄΄ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΣ΄΄....΄΄ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΣ΄΄..


.ΛΕΜΕ ΄΄ΘΑΛΑΣΣΑ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΠΟΝΤΟΣ΄΄ ....ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΗΣ


ΛΕΜΕ΄΄ΠΟΝΤΟΠΟΡΟΣ΄΄....΄΄ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΟΣ΄΄....΄΄ΠΟΝΤΙΣΙΣ΄΄....


ΛΕΜΕ ΄΄ΒΛΕΠΩ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΔΕΡΚΟΜΑΙ΄΄ , ΑΛΛΑ ΛΕΜΕ ΕΠΙΣΗΣ ΄΄ΟΞΥΔΕΡΚΗΣ΄΄.


ΛΕΜΕ ΄΄ΦΡΟΝΤΙΣ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΚΗΔΟΣ΄΄....ΑΛΛΑ ΛΕΜΕ ΄΄ΚΗΔΕΜΩΝ΄΄....΄΄ΚΗΔΕΙΑ΄΄(ΦΡΟΝΤΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ)...


ΛΕΜΕ ΄΄ΠΟΡΤΑ΄΄ ΚΑΙ ΟΧΙ ΄΄ΘΥΡΑ΄΄...ΑΛΛΑ ΛΕΜΕ ΕΠΙΣΗΣ ΄΄ΠΑΡΑΘΥΡΟ΄΄...΄΄ΘΥΡΩΡΟΣ΄΄....΄΄ΘΥΡΟΚΟΛΛΗΣΙΣ΄΄.

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Περσέας: Ὁ τελευταῖος Μακεδὼν

Περσέας: Ὁ τελευταῖος Μακεδὼν

Ἡ μοίρα έλαχε στὸν Περσέα, τον γιό τοῦ Φιλίππου Ε΄, νὰ είναι ὁ τελευταῖος βασιλιάς τῆς ἀρχαίας Μακεδονίας, σφραγίζοντας μία ἐποχὴ ποῦ τοποθετήθηκε εὐλαβικά στό χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας Ἴσως νὰ μὴν είχε τήν εὐφυΐα Καὶ τήν πολιτική ὀξυδέρκεια τοῦ Φιλίππου Β΄, μπορεί νὰ τοῦ ἔλειπε ἡ στρατηγική δεινότητα τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἀκόμη Καὶ η διπλωματική ἱκανότητα τοῦ πατέρα τοῦ, ὡστόσο κανείς δέν θὰ μπορούσε νὰ τοῦ προσάψει ἔλλειψη ἂποφασιστικότητας Καὶ γεγενναιότητας, ὥστε νὰ προσκαλεῖ, ἀκόμα Καὶ σήμερα, συγκίνηση ἡ ἀπέλπιδα προσπάθεια ποῦ κατέβαλε γιὰ νὰ ἀναχαιτίσει τὸ Ρωμαϊκὸ θηρίο!


Ὁ Φίλιππος τῆς Μακεδονίας ἡ Φίλιππος Β΄ ὁ Μακεδὼν, ήταν ὁ βασιλιάς ποῦ ἔκανε τὸ Μακεδονία ἰσχυρά κράτος, ἕνωσε ὑπό τήν ἡγεμονία τοῦ τα ὑπόλοιπα ἑλληνικὰ κράτη Καὶ προετοίμασε στὴν οὐσία τήν κατάκτηση τῆς Περσίας Καὶ τοῦ μεγαλύτερου μέρους τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου ἀπὸ τον γιό τοῦ Μέγα Ἀλέξανδρο Αδριάντας ἀπέναντ ἀπὸ τὸ Λευκό Πύργο τῆς Θεσσαλονίκης.
Φωτο: Ερανιστής
Νά ξεκαθαρίσουμε πῶς οἱ βασικότερες πηγές γιά τήν βασιλεία του προέρχονται ἀπό τοῦς Ρωμαίους Τίτο Λίβιο, Ἱουστίνο, Ἀππιανό Καὶ τον φιλορωμαίο Μεγαλοπολίτη Πολύβιο. Ὄπως καταλαβαίνεται, τὸ πρόσωπο τοῦ Περσέα σπιλώνεται ἀπὸ ὑπερβολικὰ ἄδικες κατηγορίες καὶ εἰρωνεῖες. Εἰδικὰ ὁ Πολύβιος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἄφησε καὶ ἐκεῖνο τὸ περίφημο προοίμιο στήν ἱστορία του σχετικά μέ τὸ χρέος τοῦ ἱστορικοῦ ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια, ἀποδεικνύεται κακόβουλος, κακεντρεχής καί μέ ἔντονα παθογενείς ξάρσεις. Ὡς ἐκ τούτου, καθίστανται ἀμφίβολης ἀξιοπιστίας οἱ ἀναφορές του. Δυστυχῶς, είναι ἡ κυριότερη πηγή καὶ ἀναγκαστικὰ ἀπαραίτητοι. Σὲ ἀντίθεση, ὁ Πλούταρχος, Ποῦ ἄντλησε πληροφορίες καὶ ἀπὸ τὸ χαμένο (τυχαία;) ἔργο τοῦ ἱστορικοῦ Ποσειδώνιου, φαίνεται πιὸ ἀντικειμενικός.
Ὁ Περσέας ἦρθε στὸ κόσμο περίπου τὸ 210π.Χ. καί οἱ λασπολογίες τοῦ Λιβίου καί τοῦ Πολυβίου ξεκινάνε ἀπό την γέννησή του, ποῦ τον παρουσιάζουν νόθο γιό τοῦ Φιλίππου Ε΄ ἀπὸ μία παλλακίδα, μισητό ἀπό τον πατέρα του ,ποῦ ἁρπάζει τόν θρόνο δολοφονῶντας τόν ἐτεροθαλή καί νόμιμο διάδοχο ἀδελφό τοῦ Δημήτριο! Τὰ στοιχεῖα διαψεύδουν τοὺς ὑμνητές ἱστορικούς τῆς Ρώμης. Η μητέρα του Πολυκράτεια ήταν μία ἀπὸ τὶς νόμιμες συζύγου τοῦ Φιλίππου Ε΄ μὲ καταγωγή ἀπὸ τὸ πελοποννησιακό Ἄργος. Ἐπιπλέον, ὁ Περσέας είχε καθοριστεῖ διάδοχος λαμβάνοντας ἀνώτατες θέσεις, ὄπως ἀρχηγὸς σὲ ἐκστρατεῖες. Αύ ήταν μισητός ἀπὸ τον πατέρα του, τότε πῶς ὀριζόταν ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ; Μάλιστα, ὁ Φίλιππος Ε΄ ὀνόμασε μἰα καινούργια πόλη ποῦ ἔχτισε Περσηίδα! Ἔτσι καταρρίπτονται οι ἀνυπόστατες κατηγορίες τῶν Λιβίου καὶ Πολυβίου.
Πάντως, λόγω τῆς τεταμένης ἔντασης με την Ρώμη και με την ἀνάμνησή τῆς βαριάς ἦττας στὶς Κυνός Κεφαλές το 197π.Χ. είχε δημιουργηθεῖ μία μικρὴ ἀντίπαλη παράταξη στὴν μακεδονική αὐλή. Ἔτσι, ἕνας ἀνηψιός τοῦ Φιλίππου Ε΄, ὁ Ἀντίγονος, ἔθεσε τον ἑαυτὸ του ὑποψήφιο βασιλιά, κατά την διάρκεια τῆς ἀσθένειας του Φιλίππου Ε΄. Μόλις πέθανε ὁ Φίλιππος Ε΄, ὁ γιατρός του κράτησε μυστικό τον θάνατό του καί ἔστειλε μήνυμα στὸν Περσέα νὰ ἐπιστρέψει τάχιστα ἀπὸ την εκστρατεία στὴν Θράκη ἐναντίον τῶν Δαρδάνων. Αυτός ἐπέστρεψε γρήγορα στὴν Πέλλα Καὶ διέταξε την ἐκτέλεση τοῦ Ἀντιγόνου μὲ την κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας, κάτι ποῦ ἐπικυρώθηκε ἀπό το Μακεδονικό κοινό, δηλαδή τὴ συνέλευση τοῦ στρατοῦ ποὺ τον ἐξέλεξε βασιλιά. Εἶμαι γνωστό, βεβαίως, πόσο πιστό ήταν τὸ Μακεδονικό Κοινό Στήν νόμιμη κληρονομική βασιλεία Καὶ ἀποδεικνύεται ἡ νομιμότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Περσέα.

Νόμισμα μέ ήη μορφή τοῦ Περσέα
στὸ Βρετανικό Μουσεῖο.
Οἱ πρῶτες του ἐνέργειες ὡς βασιλιάς φανερώνουν ταχύτητα, σύνεση Καὶ πολιτική μεστότητα. Ἀνανέωσε την εὔθραυστη συνθήκη φιλίας μὲ τὴ Ρώμη Καὶ παντρεύτηκε την Λαοδίκη, κόρη τοῦ Σελεύκου Δ΄, ἀποκτῶντας ἕναν ἰσχυρὸ σύμμαχό, ἀν Καὶ δέν ὠφελήθηκε τελικά ἄπο αὐτό. καλλιέργησε καλές σχέσεις μὲ ὅλα σχεδόν τὰ ἑλληνικὰ κράτη Καὶ ἀπελευθέρωσε Ορους φυλακισμένους γιὰ προσβολές οὗ στέμματος. Ἐπιπρόσθετα, κάλεσε πίσω ὅλους Ορους ἐξόριστος, ἐγγυώμενος την ἀσφάλεια Ορους Καὶ την ἐπιστροφή τῆς περιουσίας Ορους ἡ περισσότερα κράτη βορείως τῆς ἀττικὰς μεταστράφηκαν ἐκδηλώνοντας συμπάθεια προς τὴ Μακεδονία, ἀλλάζοντας τὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς τοῦ Φιλίππου Ε΄.
Η φήμη τοῦ ἁπλώθηκε Καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία κερδίζοντας την εὔνοια τῶν εκεί ἑλληνικῶν κρατῶν. Μόνο ἡ Ἀχαϊκή Συμπολιτεία Καὶ ἡ Ἀθήνα ἀντιστέκονταν σὲ αὐτήν την διπλωματική ἐπίθεση φιλίας τοῦ Περσέα. Με αύτό τον τρόπο κατάφερε νὰ ἀνυψώσει την μακεδονική ἐπιρροή στὸν ἑλληνικὸ κόσμο, ἀλλὰ αύτό προξένησε την ἐχθρὰ τῆς Ρώμης. Οἱ Ρωμαῖοι ἀσφαλῶς δέν εἶχαν νὰ διατυπώσουν κάποια κατηγορία ἐναντίον του Καὶ παρακολουθοῦσαν στενά την δραστηριότητά του Περσέα, ὁ ὁποῖος μάζευε τὰ κομμάτια γιὰ την εκ νέου ἰσχυροποίηση τῆς Μακεδονίας.

Η προπαγάνδα ποῦ ἔστησαν οἱ Ρωμαῖοι γιὰ νὰ ξεκινήσουν νέο πόλεμο δὲν είχε ὅρια! Ἐπικαλέστηκαν ἀπίστευτες προφάσεις γιὰ την ὑποτιθέμενη ὕποπτη Καὶ μεμπτή συμπεριφορά τοῦ Περσέα. Τό κατηγορητήριο τῆς Συγκλήτου ήταν ἐνδεικτικό τῶν προθέσεων τῶν Ρωμαίων. Ἀρχικά τον κατηγόρησαν πῶς είχε σκοπό, μὲ τὴ βοήθεια τῶν Γαλατῶν, νὰ σκλαβώσει τοὺς Έλληνες Καὶ ἔπειτα νὰ ἐπιτεθεῖ στὴν Ἰταλία. Επίσης, κατηγορήθηκε ὅτι δῆθεν προσπάθησε νὰ δηλητηριάσει συγκλητικούς! Ἐπιπλέον, σχεδίαζε νὰ ἐπιτεθεῖ στὴν Αἰτωλία, συμμάχου τῶν Ρωμαίων. Καί τὸ πιὸ ἐξωφρενικό, πῶς ἔστησε ἐνέδρα στοὺς Δελφούς γιὰ νὰ δολοφονήσει τον φιλορωμαίο Εὐμένη τῆς Περγάμου! Τὰ σχέδια τῶν Ρωμαίων ήταν ξεκάθαρα: ἡ Σύγκλητος είχε ἀποφασίσει νὰ ἀναγκάσει τον Περσέα νὰ κάνει τέτοιες παραχωρήσεις σὰ νὰ ήταν ὑποτελής τῆς Ρώμης Καὶ ἄν ἀρνιόταν νὰ τον καταστρέψει μὲ πόλεμο! προσπάθησε νὰ γεμίσει μὲ φόβο τους Ρωμαίους πολίτες γιὰ νὰ ψηφίσουν ὑπέρ τοῦ πολέμου. Γρήγορα ἔστησε ἔνα δίκτυο ἀπό συμμαχίες Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι τῆς ξεχύθηκαν σ’ ὅλο τον μεσογειακό χώρο, ἀμαυρώνοντας τὸ ὄνομα τοῦ Περσέα. Οἱ Ρωμαῖοι δέν δέχτηκαν καμιά πρεσβεία τοῦ Περσέα, Ποῦ θὰ είχε τὴ δυνατότητα νὰ ὑπερασπιστεῖ τον ἑαυτὸ του. Ο πόλεμος είχε προαποφασιστεῖ. Ο Περσέας επιζητοῦσε την εἰρήνη , ἀλλὰ μία εἰρήνη τιμητική Καὶ μὲ ἰσχυρή Μακεδονία. Εἶχε σεβαστεῖ ὅλες τὶς ὑποχρεώσει του Καὶ τοὺς ὅρους τῆς συνθήκης μὲ τὴ Ρώμη. Ἐπιπλέον, είχε ἀποκαταστήσει τὸ γόητρο τῆς χώρας του στόν ἑλληνικὸ χώρο Καὶ είχε κερδίσει συμπάθειες, ἐκτοπίζοντας την θέση τῆς Ρώμης ὡς ἐλευθερώτριας Καὶ κατά συνέπεια ἐξουσιάστριας τῶν Ἑλλήνων.
Τον Δεκέμβριο τοῦ 172π.Χ. η Ρώμη κήρυξε, ἀνεπίσημα, τον πόλεμο στὴν Μακεδονία. Ἕνας διπλωματικός ὀργασμός ἔλαβε χώρα σὲ ὅλῃ την Μεσόγειο. Οἵ Ρωμαῖοι ξεκίνησαν νὰ στέλνουν προφυλακές, ἀρχικά στὴν Ἰλλυρία Καὶ ἔπειτα μέσα στὸν ἑλληνικὸ χώρο. Ἕνας ἀπεσταλμένος τῆς Ρώμης, ὁ Μάρκιος Φίλιππος, βρέθηκε στὴν Λάρισα Καὶ ὁ Περσέας, μόλις τὸ πληροφορήθηκε, ζήτησε συνάντηση μαζί του. Ο πατέρας τοῦ Μάρκιου ὑπήρξε φιλοξενούμενος κάποτε τοῦ πατέρα του Περσέα Καὶ ὑπῆρχε οἰκειότητα μεταξύ τους. Κατά την συνάντηση, ὁ Μάρκιος πρότεινε φιλικά, ὅπως πίστευε ὁ Περσέας, νὰ στείλει ἀπεσταλμένους στὴ Ρώμη γιὰ ἕναν διακανονισμό μὲ θεμιτούς ὄρους. Ὁ Περσέας συμφώνησε, ἀλλὰ οἱ πρέσβεις θὰ ἔκαναν ἕνα μῆνα, μέσα στὸ χειμῶνα, γιὰ νὰ φτάσουν. Ο Περσέας είχε ἐξαπατηθεῖ! Η Σύγκλητος ήταν ἀποφασισμένη γιὰ πόλεμο Καὶ προσπαθοῦσε νὰ κερδίσει χρόνο γιὰ νὰ μαζέψει μεγαλύτερες δυνάμεις.


Ο βασιλιάς Περσέας παραδίδεται στον Αιμίλιο Παύλο.
 Πίνακας του Jean-François-Pierre Peyron,
Βουδαπέστη.
Τον Μάρτιο του 171π.Χ. οι απεσταλμένοι του Περσέα απευθύνθηκαν σε ώτα μη ακουόντων! Η Σύγκλητος διέταξε όλους τους Μακεδόνες που βρίσκονταν στην Ιταλία να την εγκαταλείψουν μέσα σε τριάντα μέρες. Στο μεταξύ, ο κύριος όγκος του ρωμαϊκού στρατού πέρασε στην Ιλλυρία. Τα ρωμαϊκά πιόνια ήταν όλα στη θέση τους για το άνοιγμα της σκακιέρας! Τα ελληνικά κράτη, που στην πλειοψηφία τους συμπαθούσαν τον Περσέα, αλλά φοβούνταν την Ρώμη, προσπάθησαν να ουδετεροποιηθούν.
Ο Περσέας τότε βεβαιώθηκε πως είχε εξαπατηθεί και η Ρώμη κέρδιζε στο διπλωματικό παιχνίδι. Το δίκαιο ήταν με το μέρος του: οι Ρωμαίοι είχαν καταπατήσει την ειρήνη! Στο συμβούλιο στα ανάκτορα στην Πέλλα, οι εταίροι θεώρησαν πως οι παραχωρήσεις ήταν ανώφελες και ότι σκοπός της Ρώμης ήταν να εκτοπίσει την Μακεδονία. Στο όνομα της τιμής και της δικαιοσύνης, ο Περσέας αποφάσισε τον πόλεμο. Στην ομιλία του υπογράμμισε τις αδικίες της Ρώμης, την διπροσωπία του Μάρκιου Φιλίππου και την προδοτική κίνηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Όταν είπε πως η επιλογή ήταν ανάμεσα στην ελευθερία ή στην σκλαβιά, ο στρατός κραύγασε ζητώντας δράση. Ο κύβος είχε ριφθεί!
Ο ρωμαϊκός στρατός αποτελούνταν από 2.000 ιππείς και 35.000 πεζούς συν τις επικουρίες του Ευμένη που του παρέσχε 1.000 ιππείς και 6.000 πεζούς. Η ρωμαϊκή γραμμή ανεφοδιασμού ξεκινούσε ανατολικά από την Χαλκίδα και την Βοιωτία και δυτικά από την Αμβρακία και κατέληγε στους Γόμφους της Θεσσαλίας.

Πεζέταιρος της Μακεδονικής φάλαγγας
Ο Περσέας ποῦ δέν πρόλαβε νά προωθηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴ μακεδονική ἐπικράτεια, επειδή ἔχασε χρόνο περιμένοντας τὰ ἀποτελέσματα τῆς πρεσβείας, είχε Καὶ αὐτός ἀρκετές δυνάμεις ποῦ στὸ σύνολο τους ἔφτασαν τὶς 43.000. Πιό ἀναλυτικά, ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποῦ ἔχουμε 21.000 Μακεδόνες ἀποτελοῦσαν την περίφημη μακεδονική φάλαγγα μαζί μὲ 5.000 περίπου ἐπιφανεῖς πεζούς. Οἱ ἱππεῖς του ἄγγιζαν τὶς 3.000. Ἐπιπλέον, πήρε ἀπὸ τοῦς συμμάχους του 1.000 ἱππεῖς Ὁδρύσες Θράκες Καὶ ἄλλους 13.000 πεζοῦ ποῦ κατανέμονται ὡς ἐξῆς: 7.000 Ὁδρύσες Θράκες, 3.000 Κρῆτες, 2.000 Γαλάτες, 500 Αἱτωλοῦς καὶ Βοιωτούς καὶ ἄλλους 500 ἀπὸ διάφορα Ἑλληνικά κράτη. Ὁ σαραντάχρονος, περίπου, Περσέας είχε τὴ διοίκηση. Οἱ ἀπώλειες ἀπὸ την πανωλεθρία στὶς Κυνὸς κεφαλές, εἴκοσι ἔξι ἔτη πριν, εἶχαν ἀναπληρωθεῖ ἀπὸ μία νέα γενιά στρατιωτῶν ποῦ είχε ἀποκτήσει ἐμπειρία ἀπὸ τοὺς πολέμους στή Θράκη. Διέθετε πολλά ἀποθέματα σὲ τρόφιμα καὶ ὁπλικά συστήματα καὶ στόχος του ήταν μία μάχη ἐκ παρατάξεως, ὅπου ἡ φάλαγγα θὰ είχε τὸ πλεονέκτημα. Γι’ αύτό φρόντισε νὰ ἀποκλείσει τὰ στενά περάσματα ποῦ ὁδηγοῦσαν ἀπὸ την Θεσσαλία στὴν Μακεδονία, τὰ Τέμπη καὶ την Βολουστάνα (ἀπὸ τὰ σημερινά Σέρβια Κοζᾶνης προς Σαραντάπορο).
Σὲ μία πρώτη μικρὴ μάχη κοντά στὸν Παγασητικό Κόλπο, οι Μακεδόνες διέλυσαν τὸ Ρωμαϊκὸ στράτευμα ποῦ βρισκόταν εκεί, προξενῶντας ἀπώλειες περίπου 2.500 στρατιωτῶν. Ὁ Περσέας ἀμέσως ζήτησε καὶ πάλι εἰρήνη , προθυμοποιήθηκε νὰ ἀποζημιώσει τοὺς Ρωμαίους καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸ παλαιό status quo. Οἱ Ρωμαῖοι ἀν καὶ “λαβωμένοι” ἀπέρριψαν τὶς προτάσεις. Στὸ μεταξύ ὅλο καὶ περισσότεροι Έλληνες ἔδειχναν συμπάθεια προς τον Περσέα, διότι οἱ Ρωμαῖοι εὐνοοῦσαν συνεχῶς τοὺς ὀλιγαρχικούς καὶ κατέσφαζαν τοὺς διαφωνοῦντες.
Τοὺς ἐπόμενους μῆνες, μονάδες τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ ἔκαναν ἐπίδειξη ἰσχύος καταλαμβάνοντας πόλεις καὶ Ῥωμαϊκὰ ὀχυρά στὴν Ἰλλυρία, κάτι ποῦ φόβισε τοὺς Ρωμαίους, επειδή φοβήθηκαν πὼς θὰ κόβονταν ἡ γραμμή ἀνεφοδιασμοῦ τους. Κάπου ἐδῶ, τὸ καλοκαίρι τοῦ 169π.Χ. σύμφωνα μὲ τον Πολύβιο καὶ τον Λίβιο συμβαίνει κάτι τὸ μεταφυσικό! Ὁ Περσέας ἀπὸ ἱκανός ἡγέτης μεταβάλλεται Ἁπλῶς σὲ ἕνα ἠλίθιο, μία ἀλλαγὴ προσωπικότητας σὲ βαθμό παθολογικό! Ἐξυμνοῦνται ὄλοι οἱ Ρωμαῖοι διοικητές, ἑνῶ ὸ Περσέας είναι ἕνας ἀνόητος ποὺ ἀντιστέκεται καὶ δέν ἔχει καταλάβει πῶς ὁ θρίαμβος τῆς Ρώμης είναι προκαθορισμένος ἀπὸ τὸ πεπρωμένο!
Οἱ Ρωμαῖοι συνέχιζαν συνεχῶς νὰ στέλνουν ενισχύσεις καὶ ὁ Περσέας σφράγισε καὶ τὸ πέρασμα τῆς Πέτρας, ποῦ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τον Κάτω Ὄλυμπο στὴν Πιερία καὶ ἔκανες βάση του τὸ Δίον. Ο Μάρκιος Φίλιππος προσπάθησε νὰ διαβεῖ τὰ στενά τῆς Πέτρας ἀλλὰ μέτρησε πολλές ἀπώλειες καὶ ἀποσύρθηκε. Ὅλο τὸ ἔτος τοῦ 169π.Χ. ἀνῆκε στὸν Περσέα. Εἶχε νικήσει σὲ Ὅλες τὶς άψιμαχίες καὶ είχε προκαλέσει μεγάλες ἀπώλειες στοὺς ἀντιπάλους του. κατάφερε καὶ ἔδιωξε ἀπὸ τὶς ἀκτές τῆς Μακεδονίας τὰ Ἀραμαϊκά πλοῖα καὶ τὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ του ήταν πολύ ὑψηλό. Ὁ Ἰλλυριός Γένθιος συμμάχησε μαζί του καὶ ἔγινε πρόταση καὶ στὴν ἀμφιταλαντευόμενη καὶ ἰσχυρή Ρόδο να συμμαχήσει καὶ αὐτή. Ἀντιθέτως, ὁ Ἀντίοχος καὶ ὁ Εὐμένης ἀπέρριψαν τὶς προτάσεις του. Πρόσδεσε ὦμος στὸ ἄρμα τοῦ την Ἠπειρωτική Συμπολιτεία, κάτι ποὺ θὰ πλήρωναν ἀργότερα οἱ Ἠπειρῶτες, όταν 70.000 ἀπὸ αὐτοὺς θὰ σφάζονταν ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους!
Ἡ λεγεῶνα (λατ. legio) ήταν στρατιωτικὴ μονάδα στὴν αρχαία Ρώμη ποὺ ἀποτελοῦνται ἀπὸ 4.000 - 10.000 ἅνδρες συνήθως. Συγκροτοῦνταν ἀπὸ 30 τάγματα καὶ κάθε τάγμα είχε 2 ἐκατονταρχίες. Συνολικά ἡ λεγεῶνα είχε 60 ἐκατονταρχίες.
Τό 168π.Χ ἀναλαμβάνει νέος ὕπατος τῆς Ρώμης ὁ σπουδαῖος Αἰμίλιος Παῦλος καὶ καταφέρνει νὰ ἐξοικονομήσει ἀπὸ την Σύγκλητο νέες στρατιωτικές δυνάμεις. Με τὶς δυνάμεις αὐτὲς ὑποτάσσει τον Γένθιο καὶ ἀποκτοῦν καὶ πάλι τον ἔλεγχο τῆς Ἰλλυρίας. Οἱ Ρωμαῖοι σταδιακὰ συγκεντρώνονται στὴν Θεσσαλία μὲ 4.000 ἱππεῖς καὶ 40.000 πεζούς. Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος ἐπιβάλλει πειθαρχία καὶ ἀνυψώσει τὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ, τὸ ὁποῖο είχε κλυδωνιστεί ἀπὸ τὶς μέχρι τότε ᾖττες του. Ὁ Περσέας ἐξακολουθοῦσε νὰ ἔχει τοὺς 43.000 στρατιῶτες καὶ ἄλλους 10.000 σὲ ἐπιλεγμένα σημεία τῆς Μακεδονίας γιὰ τον ἔλεγχο τῶν ακτῶν τῆς Εκπαίδευε συνεχῶς καὶ μὲ ἀμείωτους ρυθμούς τοῦς ἄνδρες του, μέχρι καὶ τὰ ἄλογα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς ἐλέφαντες τῶν Ρωμαίων. Ἔτσι ἔφτιαξε ὁμοιώματα ἐλεφάντων, μία ποῦ ὁ Ἴδιος δέν διέθετε. Κάτω ἀπό τον ἐπιβλητικὸ ὄγκο τοῦ Ὀλύμπου, ἡ ἀνθρωπότητα θὰ ζοῦσε μία ἀπὸ τὶς πιὸ καθαριστικές μάχες τῆς ἱστορίας της!
Ὁ Περσέας εἶχε ὀχυρώσει ὅλη τὴ νότια Πιερία καὶ είχε πολύ κοντά τὶς γραμμές τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ του. Φοβούμενος ὦμος μήπως δεχτεῖ ἐπίθεση ἀπό πίσω λόγω ἀποβίβασης τοῦ ἐχθρικού στόλου, μετέφερε τὸ στρατόπεδο του 24χλμ πιὸ πίσω, μπροστά ἀπὸ την Πύδνα (2χλμ νότια τοῦ Μακρυγιάλου). Ήταν καὶ αὐτὴ μία σοφή ἐπιλογὴ γιὰ τὸν (ἠλίθιο, σύμφωνα μὲ τὸ Πολύβιο) Περσέα, ἀφοῦ ἡ περιοχή εἶχε ἀρκετούς χειμάρρους ποὺ παρεῖχαν νερό καὶ ἡ πόλη ἰσχυρά τείχη.
  1. Στὶς 16 Ιουνίου τοῦ 168π.Χ. ὁ Αἰμίλιος Παῦλος ἑνώνεται μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ ἄλλου διοικητή Σκιπίωνα Νασίκα στὰ δυτικά τῆς σημερινῆς Κατερίνης καὶ βαδίζουν πάνω ἀπό τοὺς λόφους καὶ ὄχι ἀπὸ την πεδιάδα, ὥσπου βρέθηκαν ἀπρόσμενα μπροστά στὴν Πύδνα καὶ τον παραταγμένο Μακεδονικό στρατό. Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος γρήγορα διόρθωσε τὸ σφάλμα του καὶ μὲ ἑλιγμούς ἀποτράβηξε τὸ στράτευμα του. Οἱ Μακεδόνες δέν πρόλαβαν νὰ καλύψουν τὸ ἕνα χιλιόμετρο ποῦ τοὺς χώριζε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους λόγω τοῦ βαρὺ ὁρκισμοῦ τους καὶ τῆς παράταξής τους, ἀφοῦ ἀνέμεναν σὲ στάση ἄμυνας καὶ ὄχι ἐπίθεσης. Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος ἔστησε βιαστικά τὸ στρατόπεδο στὴν πλαγιά ἐνὸς λόφου, ὅπου ἡ φάλαγγα τῶν Μακεδόνων ἔχανε τὸ πλεονέκτημα, καὶ Ἐπιπλέον είχε θέα στὴν πεδιάδα ἀλλὰ δέν είχε άνεφοδιασμό. Ὁ Περσέας, εὐφυῶς, τοποθέτησε τὸ στράτευμα ἀνάμεσα στήν ἀκτὴ καὶ στόν λόφο γιὰ νὰ κόψει τον άνεφοδιασμό. Στὶς 21 Ἰουνίου ἔγινε ἔκλειψη Σελήνης καὶ θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι, πὼς δηλαδή θὰ γίνει καὶ ἔκλειψη ἑνὸς βασιλιά! Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος γνώριζε βέβαια ἀπὸ πριν αὐτό τὸ φυσικό φαινόμενο, ἀλλά δέν μίλησε ἀφοῦ εἰδὲ νὰ ἀναπτερώνεται τὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ του.
τελικῶς, στὶς 22 Ἰουνίου, τὸ ἀπόγευμα, μιὰ ἁψιμαχία ὁδήγησε στή μεγάλη μάχη. Η γραμμή τῶν Μακεδόνων είχε πλάτος 3,5χλμ, μὲ την φάλαγγα νὰ καταλαμβάνει τὸ 1,5χλμ καί νὰ ἔχει βάθος 16 ἄνδρες Ο Περσέας τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῆς δεξιᾶς πτέρυγας τοῦ ἱππικοῦ. Οἱ Μακεδόνες ἀναπτύχθηκαν γρηγορότερα, μὲ την τρομερή φάλαγγα νὰ ἐπιτίθεται στὴν κακοσυνταγμένη ρωμαϊκή γραμμή. Η Θέα τῆς φάλαγγας, μὲ τὶς σάρισες ὄρθιες καθώς προχωροῦσε γέμισε μὲ τρόμο τον Αἰμίλιο Παῦλος, ποῦ σύμφωνα μὲ τον Λίβιο, θὰ τον θυμόταν γιὰ χρόνια! Μόλις ἔπεσαν οἱ σάρισες καί ὠθήθηκαν μπροστά, οἱ πρῶτες σειρὲς τῶν Ρωμαίων κατακρεουργήθηκαν, ἀλλὰ ἔτσι ὅπως ὑποχωροῦσαν οἱ λεγεωνάριοι καί ἔφτασαν στὴν πλαγιά, ἡ φάλαγγα ἄρχισε νὰ χάνει τον σχηματισμό τῆς Ὁ ὁξύνους Αἰμίλιος Παῦλος τὸ διαπίστωσε ἔγκαιρα καί ἔδωσε διαταγὴ νὰ δημιουργηθούν σπείρες(100 περίπου ἄνδρες) καί νὰ ἐπιτίθενται στὰ κενά τῆς φάλαγγας. Στὴ μάχη σῶμα με σῶμα εὐνοοῦνταν τὸ κοντά ἐγχειρίδιο τῶν λεγεωνάριων, ἀφοῦ ἡ φάλαγγα ήταν τρομερή μόνο σὲ ἐπίπεδο ἔδαφος καί σὲ πυκνό σχηματισμό. Οἱ φαλαγγίτες δέν Μποροῦσαν νὰ ἐλιχτοῦν μὲ την ἐξάμετρη καί βαριά σάρισα. Ἐκείνη τη στιγμή ἡ σάρισα ήταν, ἁπλῶς, βάρος καί ἄχρηστη γιὰ τέτοιου εἴδους μάχη.
Ο Αἰμίλιος Παῦλος τότε ἐξαπέλυσε καί τοὺς ἐλέφαντες πάνω στὸ ἱππικὸ τῶν Μακεδόνων ποῦ είχε ἔρθει νὰ βοηθήσει την φάλαγγα. Η ἐκπαίδευση τῶν ἀλόγων γιὰ την ἀντιμετώπιση τῶν ἐλεφάντων ἀποδείχτηκε ἄχρηστη, ἀφοῦ πανικοβλήθηκαν ἀπὸ την Θέα καί την μυρωδιὰ τῶν τεράστιων ζώων καί σκόρπισαν τον πανικό. Στὸ μεταξύ, ἡ φάλαγγα σφαζόταν ἀνελέητα ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἐνῶ όσοι πήγαιναν προς την ἀκτὴ τσαλαπατιούνταν από τοὺς ἐλέφαντες
Με την πτώση τῆς νύχτας, οἱ Μακεδόνες εἶχαν 25.000 νεκρούς! Τίς ἑπόμενες μέρες 5.000 περιπλανώμενοι Μακεδόνες συνελήφθησαν καί 6.000 αἰχμαλωτίστηκαν στὴν Πύδνα. Ο Μακεδονικός στρατός ἔπαψε νὰ ὑπάρξει!
Ἄν στὶς 16 Ἰουνίου, όταν οἱ Ρωμαῖοι βρέθηκαν κατά λάθος μπροστά στον Μακεδονικό στρατό, ο Περσέας ἐπιτιθόταν ποιὸ γρήγορα θὰ είχε τσακίσει τοὺς ἀσύνταχτους Ρωμαίους. Τὴ μέρα τῆς μάχης ὁ Περσέας πάντως ήταν ποιό γρήγορος στὶς κινήσεις τοῦ ἀλλὰ τον Αἰμίλιος Παῦλος τον ἔσωσε τὸ ἀνώμαλο ἔδαφος καί ἡ ἔγκαιρη παρατήρησή τοῦ τῆς διάσπασης τῆς φάλαγγας.
Η Μάχη τῆς Πύδνας ήταν ἡ τελευταία ἀποφασιστική μάχη τοῦ Τρίτου Μακεδονικοῦ πολέμου (171 - 168 π.Χ.) μεταξύ Ρωμαίων καί Μακεδόνων καί ἔγινε στὶς 22 Ἰουνίου τοῦ 168 π.Χ.. Η ἔκβαση τῆς μάχης αὑτῆς σήμανε καί την ὁριστικὴ ὑποταγὴ τῆς Ἑλλάδας Στούς Ρωμαίους.



Οἱ ποιὸ πολλές ἱστορικὲς πηγές δέν ἀναγνωρίζουν την προσπάθεια τοῦ Περσέα καὶ ἐξυμνοῦν τον Αἰμίλιο Παῦλο. Ὁ Περσέας ὀχυρώθηκε θαυμάσια, ἀλλὰ δέν είχε την τύχη τοῦ ἀντιπάλου του. Τό λάθος του ήταν ὁ κακός ὑπολογισμός καὶ ἴσως ἡ διστακτικότητά του. Μόνον ὁ ἱστορικός Ποσειδώνιος ὑπεράσπισε τον Περσέα στὶς ἀναφορές τῶν φιλορωμαίων γιὰ δειλία. ὁ Περσέας καὶ ὁ λαός του πολέμησαν γιὰ την ἐλευθερία, ἔφασαν κοντά στὴ νίκη ἀλλὰ ἡ ἀπαρχαιωμένη φάλαγγα δέν προσαρμόστηκε στὴν τακτική τῶν λεγεώνων.
Ὁ Αἰμίλιος Παῦλον ζήτησε την ἄνευ ὃρων παράδοση καὶ ὅλη την περιουσία τῆς Μακεδονίας. Ὁ Περσέας ἀρνήθηκε καὶ ζήτησε εἰρήνη . Οἱ Ρωμαῖοι ἀπέρριψαν φυσικά την πρόταση καὶ λεηλάτησαν ὅλη την Πιερία, κατέσφαξαν ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους καὶ ὅποιον ἄλλον βρῆκαν. Τό 167 π.Χ. τα λάφυρα, ἀγάλματα, ζωγραφιές, χρυσός, ἀσήμι, ὀρείχαλκος, ἐλεφαντόδοντο ἄφησαν ὅλους ἄφωνους στὸν θρίαμβος ποῦ ἔγινε στή Ρώμη. Ἡ Μακεδονία διασπάστηκε σὲ τέσσερις ἐπαρχίες, μὲ ξεχωριστές διοικήσεις, γιὰ νὰ μὴν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ σηκώσει ξανά κεφάλι. Ἡ κτηνωδία τῆς Συγκλήτου καὶ ἡ ἀρπακτικότητα τῶν Ῥωμαϊκῶν στρατευμάτων φανέρωσαν τοὺς σκοπούς τους: νὰ συντρίψουν ὁποιασδήποτε δύναμη, νὰ τιμωρήσουν τὶς ἐξεγέρσεις, ἀκόμα καὶ την οὐδετερότητα καὶ νὰ ἀσκοῦν παντοῦ τον πλήρη ἔλεγχο.
Ὁ Περσέας, φυγάς πλέον, προσπαθώντας νὰ κατευθυνθεῖ προς την Σαμοθράκη, κατέφυγε στήν Ἀμφίπολη, ὅπου καὶ παραδόθηκε. Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος τοῦ συμπεριφέρθηκε ὡς βασιλιά καὶ ἔπειτα ὡς προνομιοῦχο αἰχμάλωτο. Ὁ Περσέας κόσμησε τον θρίαμβο του Ρωμαίου ὑπάτου στὴν Ρώμη, ἁλυσοδεμένος καὶ πέθανε αἰχμάλωτος λίγο ἀργότερα.
Οἱ ἀναφορές τοῦ Πολυβίου για τον Περσέα ήταν διαποτισμένες μὲ κακία καὶ μεροληψία. Πέρα ἀπὸ τὶς κατηγορίες γιὰ μωρία καὶ ἄγνοια, τον χαρακτήρισε ἀναξιοπρεπὴ καὶ ἄνθρωπο μὲ δαιμονισμένη σκέψη σταλμένη ἀπὸ τὸν οὐρανό! Ἄρα, παρανοϊκὸ καὶ ἐπιπόλαιο ὅπως ἔγραψε. Καί πάνω ἀπὸ ὅλα ἠλίθιο, διότι ἀντιστάθηκε στὴ Ρώμη ποῦ ήταν στὸ πεπρωμένο της νὰ κατακτήσει τον κόσμο! Δὲν δεχόμαστε τίποτα ἀπὸ αὐτά, διότι οἱ πράξεις τοῦ Περσέα ἔδειξαν τὰ ἀντίθετα. Κατανοοῦμε, βεβαίως, την παθογένεια τοῦ Πολυβίου, ἀφοῦ την ἱστορία του την ἔγραψε στὴ Ρώμη καὶ γιὰ τὸ Ρωμαϊκὸ κοινό. Δυστυχῶς πολλές φορές την ἱστορία την γράφουν οἱ νικητές. Ὡστόσο, πάντα ὑπάρχουν ῥωγμὲς απ’ ὅπου μπορεί ἡ πραγματικότητα νὰ ξεπηδήσει καὶ νὰ την ἀντικρίσουμε ἀξιολογῶντας την πάνω σὲ πιὸ ἀντικειμενικές βάσεις.

Πολύβιος, Ιστορίαι
Titus Livius, Ab urbem condita
Ἰουστίνος, Ἐπιτομή στὰ Φιλιππικά τοῦ Πομπήιου Τρώγου
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι (Αἰμίλιος Παῦλος – Τιμολέων)
Αππιανός, Μακεδονική καὶ Ιλλυρική
Διόδωρος Σικελιώτης, ἱστορική βιβλιοθήκη
N.G.L. Hammond – F.W. Walbank, ἱστορία τῆς Μακεδονία
ς
http://el.wikipedia.org

Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΥΧΗΣ Η ΑΡΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ Βʹ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΥΧΗΣ Η ΑΡΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ Βʹ


I. Διέφυγεν ἡμᾶς, ὡς ἔοικε, χθὲς εἰπεῖν, ὅτι καὶ τέχνας πολλὰς καὶ φύσεις μεγάλας ὁ κατ´ Ἀλέξανδρον χρόνος ἐνεγκεῖν εὐτύχησεν· ἢ τοῦτο μὲν οὐ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης γέγονεν ἀλλὰ τῆς ἐκείνων, μάρτυρα λαβεῖν καὶ θεατὴν τὸν ἄριστα κρῖναι τὸ κατορθούμενον καὶ μάλιστ´ ἀμείψασθαι δυνάμενον; λέγεται γοῦν, ὅτι χρόνοις ὕστερον, Ἀρχεστράτου γενομένου ποιητοῦ χαρίεντος ἐν δὲ πενίᾳ καὶ ἀδοξίᾳ διάγοντος, εἶπέ τις πρὸς αὐτόν«Ἀλλ´ εἰ κατ´ Ἀλέξανδρον ἐγένου, κατὰ στίχον ἄν σοι Κύπρον ἢ Φοινίκην ἔδωκεν.»

Οἶμαι δὲ καὶ τῶν τότε τεχνιτῶν οὐ κατ´ Ἀλέξανδρον ἀλλὰ δι´ Ἀλέξανδρον τοὺς πρώτους γενέσθαι. Καρπῶν μὲν γὰρ εὐφορίαν εὐκρασία ποιεῖ καὶ λεπτότης τοῦ περιέχοντος ἀέρος, τεχνῶν δὲ καὶ φύσεων ἀγαθῶν αὔξησιν εὐμένεια καὶ τιμὴ καὶ φιλανθρωπία βασιλέως ἐκκαλεῖται· καὶ τοὐναντίον ὑπὸ φθόνου καὶ σμικρολογίας ἢ φιλονεικίας τῶν κρατούντων σβέννυται καὶ φθίνει πᾶν τὸ τοιοῦτον. Διονύσιος γοῦν ὁ τύραννος, ὥς φασι, κιθαρῳδοῦ τινος ἀκούων εὐδοκιμοῦντος ἐπηγγείλατο δωρεὰν αὐτῷ τάλαντον· τῇ δ´ ὑστεραίᾳ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ὑπόσχεσιν ἀπαιτοῦντος«χθές» εἶπεν «εὐφραινόμενος ὑπὸ σοῦ παρ´ ὃν ᾖδες χρόνον εὔφρανα κἀγώ σε ταῖς ἐλπίσιν· ὥστ´ ἀπέχεις τὸν μισθὸν ὧν ἔτερπες ἀντιτερπόμενος.»

Ἀλέξανδρος δ´ ὁ Φεραίων τύραννος (ἔδει δὲ τοῦτο μόνον αὐτὸν καλεῖσθαι καὶ μὴ καταισχύνειν τὴν ἐπωνυμίαν) θεώμενος τραγῳδὸν ἐμπαθέστερον ὑφ´ ἡδονῆς διετέθη πρὸς τὸν οἶκτον. Ἀναπηδήσας οὖν ἐκ τοῦ θεάτρου θᾶττον ἢ βάδην ἀπῄει, δεινὸν εἶναι λέγων, εἰ τοσούτους ἀποσφάττων πολίτας ὀφθήσεται τοῖς Ἑκάβης καὶ Πολυξένης πάθεσιν ἐπιδακρύων. Οὗτος μὲν οὖν μικροῦ καὶ δίκην ἐπράξατο τὸν τραγῳδόν, ὅτι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καθάπερ σίδηρον ἐμάλαξεν. Ἀρχελάῳ δὲ δοκοῦντι γλισχροτέρῳ περὶ τὰς δωρεὰς εἶναι Τιμόθεος ᾄδων ἐνεσήμαινε πολλάκις τουτὶ τὸ κομμάτιον«σὺ δὲ τὸν γηγενέταν ἄργυρον αἰνεῖς.»

Ὁ δ´ Ἀρχέλαος οὐκ ἀμούσως ἀντεφώνησε«σὺ δέ γ´ αἰτεῖς.»

Ὁ δὲ τῶν Σκυθῶν βασιλεὺς Ἀντέας Ἰσμηνίαν τὸν αὐλητὴν λαβὼν αἰχμάλωτον ἐκέλευσεν αὐλῆσαι παρὰ πότον. Θαυμαζόντων δὲ τῶν ἄλλων καὶ κροτούντων, αὐτὸς ὤμοσεν ἀκροᾶσθαι τοῦ ἵππου χρεμετίζοντος ἥδιον. Οὕτω μακρὰν ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν Μουσῶν, καὶ τὴν ψυχὴν ἐν ταῖς φάτναις εἶχεν, οὐχ ἵππων ἀλλ´ ὄνων ἐπιτηδειοτέραν ἀκούειν. Τίς ἂν οὖν παρὰ τοιούτοις βασιλεῦσιν αὔξησις ἢ τιμὴ τέχνης γένοιτο καὶ Μούσης τοιαύτης; ἀλλ´ οὐδὲ παρὰ τοῖς κακοτέχνοις ἐθέλουσιν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο βασκανίᾳ καὶ δυσμενείᾳ τοὺς ἀληθῶς τεχνίτας καθαιροῦσιν. Οἷος ἦν πάλιν αὖ Διονύσιος ὁ τὸν ποιητὴν Φιλόξενον εἰς τὰς λατομίας ἐμβαλών, ὅτι τραγῳδίαν αὐτοῦ διορθῶσαι κελευσθεὶς εὐθὺς ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ὅλην μέχρι τῆς κορωνίδος περιέγραψεν. Ἦν δὲ καὶ Φίλιππος ἐν τούτοις ὑπ´ ὀψιμαθίας ἑαυτοῦ μικρότερος καὶ νεοπρεπέστερος· ὅθεν καί φασι πρός τινα ψάλτην περὶ κρουμάτων αὐτοῦ διαφερομένου καὶ δοκοῦντος ἐξελέγχειν, ἀτρέμα μειδιάσαντα τὸν ἄνθρωπον εἰπεῖν«μὴ γένοιτό σοι, βασιλεῦ, ἀθλίως οὕτως, ἵνα ταῦτ´ ἐμοῦ βέλτιον εἰδῇς.»


II. Ἀλλ´ Ἀλέξανδρος εἰδὼς τίνων δεῖ θεατὴν εἶναι καὶ ἀκροατὴν καὶ τίνων ἀγωνιστὴν καὶ αὐτουργόν, ἤσκει μὲν ἀεὶ διὰ τῶν ὅπλων δεινὸς εἶναι καὶ κατὰ τὸν Αἰσχύλον«Βριθὺς ὁπλιτοπάλας, δάιος ἀντιπάλοις.»

Ταύτην τέχνην ἔχων προγονικὴν ἀπ´ Αἰακιδῶν, ἀφ´ Ἡρακλέους, ταῖς δ´ ἄλλαις τέχναις τὸ τιμᾶν ἄνευ τοῦ ζηλοῦν ἀπεδίδου κατὰ τὸ ἔνδοξον αὐτῶν καὶ χαρίεν, τῷ τέρπειν δ´ οὐκ ἦν εὐάλωτος εἰς τὸ μιμεῖσθαι. Γεγόνασι δὲ κατ´ αὐτὸν τραγῳδοὶ μὲν οἱ περὶ Θετταλὸν καὶ Ἀθηνόδωρον, ὧν ἀνταγωνιζομένων ἀλλήλοις, ἐχορήγουν μὲν οἱ Κύπριοι βασιλεῖς ἔκρινον δ´ οἱ δοκιμώτατοι τῶν στρατηγῶν. Ἐπεὶ δ´ ἐνίκησεν Ἀθηνόδωρος,«Ἐβουλόμην ἄν» ἔφη «μᾶλλον ἀπολωλεκέναι μέρος τῆς βασιλείας ἢ Θετταλὸν ἐπιδεῖν ἡττημένον.»

Ἀλλ´ οὔτ´ ἐνέτυχε τοῖς κριταῖς οὔτε τὴν κρίσιν ἐμέμψατο, πάντων οἰόμενος δεῖν περιεῖναι, τοῦ δικαίου δ´ ἡττᾶσθαι. Κωμῳδοὶ δ´ ἦσαν οἱ περὶ Λύκωνα τὸν Σκαρφέα· τούτῳ δ´ εἴς τινα κωμῳδίαν ἐμβαλόντι στίχον αἰτητικὸν γελάσας ἔδωκε δέκα τάλαντα. Κιθαρῳδοὶ δ´ ἄλλοι τε καὶ Ἀριστόνικος, ὃς ἐν μάχῃ τινὶ προσβοηθήσας ἔπεσε λαμπρῶς ἀγωνισάμενος. Ἐκέλευσεν οὖν αὐτοῦ γενέσθαι χαλκοῦν ἀνδριάντα καὶ σταθῆναι Πυθοῖ, κιθάραν ἔχοντα καὶ δόρυ προβεβλημένον, οὐ τὸν ἄνδρα τιμῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ μουσικὴν κοσμῶν ὡς ἀνδροποιὸν καὶ μάλιστα δὴ πληροῦσαν ἐνθουσιασμοῦ καὶ ὁρμῆς τοὺς γνησίως ἐντρεφομένους. Καὶ γὰρ αὐτός, Ἀντιγενίδου ποτὲ τὸν ἁρμάτειον αὐλοῦντος νόμον, οὕτω παρεξέστη καὶ διεφλέγη τὸν θυμὸν ὑπὸ τῶν μελῶν, ὥστε τοῖς ὅπλοις ᾄξας ἐπιβαλεῖν τὰς χεῖρας ἐγγὺς παρακειμένοις καὶ μαρτυρῆσαι τοῖς Σπαρτιάταις ᾄδουσιν«Ἕρπει γὰρ ἄντα τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίδδειν.»

Ἦν δὲ καὶ Ἀπελλῆς ὁ ζωγράφος καὶ Λύσιππος ὁ πλάστης κατ´ Ἀλέξανδρον· ὧν ὁ μὲν ἔγραψε τὸν κεραυνοφόρον οὕτως ἐναργῶς καὶ κεκραμένως, ὥστε λέγειν, ὅτι δυεῖν Ἀλεξάνδρων ὁ μὲν Φιλίππου γέγονεν ἀνίκητος, ὁ δ´ Ἀπελλοῦ ἀμίμητος. Λυσίππου δὲ τὸ πρῶτον Ἀλέξανδρον πλάσαντος ἄνω βλέποντα τῷ προσώπῳ πρὸς τὸν οὐρανὸν (ὥσπερ αὐτὸς εἰώθει βλέπειν Ἀλέξανδρος ἡσυχῆ παρεγκλίνων τὸν τράχηλον) ἐπέγραψέ τις οὐκ ἀπιθάνως«αὐδασοῦντι δ´ ἔοικεν ὁ χάλκεος εἰς Δία λεύσσων·

Γᾶν ὑπ´ ἐμοὶ τίθεμαι· Ζεῦ, σὺ δ´ Ὄλυμπον ἔχε.»

Διὸ καὶ μόνον Ἀλέξανδρος ἐκέλευε Λύσιππον εἰκόνας αὐτοῦ δημιουργεῖν. Μόνος γὰρ οὗτος, ὡς ἔοικε, κατεμήνυε τῷ χαλκῷ τὸ ἦθος αὐτοῦ καὶ συνεξέφαινε τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν· οἱ δ´ ἄλλοι τὴν ἀποστροφὴν τοῦ τραχήλου καὶ τῶν ὀμμάτων τὴν διάχυσιν καὶ ὑγρότητα μιμεῖσθαι θέλοντες οὐ διεφύλαττον αὐτοῦ τὸ ἀρρενωπὸν καὶ λεοντῶδες. Ἐν δ´ οὖν τοῖς ἄλλοις τεχνίταις καὶ Στασικράτης ἦν ἀρχιτέκτων, οὐδὲν ἀνθηρὸν οὐδ´ ἡδὺ καὶ πιθανὸν τῇ ὄψει διώκων, ἀλλὰ καὶ χειρὶ μεγαλουργῷ καὶ διαθέσει χορηγίας βασιλικῆς οὐκ ἀποδεούσῃ χρώμενος. Οὗτος ἀναβὰς πρὸς Ἀλέξανδρον ἐμέμφετο τὰς γραφομένας εἰκόνας αὐτοῦ καὶ πλαττομένας καὶ γλυφομένας, ὡς ἔργα δειλῶν καὶ ἀγεννῶν τεχνιτῶν·«Ἐγὼ δ´» εἶπεν «εἰς ἄφθαρτον, ὦ βασιλεῦ, καὶ ζῶσαν ὕλην καὶ ῥίζας ἔχουσαν ἀιδίους καὶ βάρος ἀκίνητον καὶ ἀσάλευτον ἔγνωκά σου τὴν ὁμοιότητα καταθέσθαι τοῦ σώματος. Ὁ γὰρ Θρᾴκιος Ἄθως, ᾗ μέγιστος αὐτὸς αὑτοῦ καὶ περιφανέστατος ἐξανέστηκεν, ἔχων ἑαυτῷ σύμμετρα πλάτη καὶ ὕψη καὶ μέλη καὶ ἄρθρα καὶ διαστήματα μορφοειδῆ, δύναται κατεργασθεὶς καὶ σχηματισθεὶς εἰκὼν Ἀλεξάνδρου καλεῖσθαι καὶ εἶναι, ταῖς μὲν βάσεσιν ἁπτομένου τῆς θαλάσσης, τῶν δὲ χειρῶν τῇ μὲν ἐναγκαλιζομένου καὶ φέροντος πόλιν ἐνοικουμένην μυρίανδρον, τῇ δὲ δεξιᾷ ποταμὸν ἀέναον ἐκ φιάλης σπένδοντος εἰς τὴν θάλασσαν ἐκχεόμενον. Χρυσὸν δὲ καὶ χαλκὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ ξύλα καὶ βαφάς, ἐκμαγεῖα μικρὰ καὶ ὠνητὰ καὶ κλεπτόμενα καὶ συγχεόμενα, καταβάλωμεν.»

Ταῦτ´ ἀκούσας Ἀλέξανδρος τὸ μὲν φρόνημα τοῦ τεχνίτου καὶ τὸ θάρσος ἀγασθεὶς ἐπῄνεσεν,«Ἔα δὲ κατὰ χώραν» ἔφη «τὸν Ἄθω μένειν· ἀρκεῖ γὰρ ἑνὸς βασιλέως ἐνυβρίσαντος εἶναι μνημεῖον· ἐμὲ δ´ ὁ Καύκασος δείξει καὶ τὰ Ἠμωδὰ καὶ Τάναϊς καὶ τὸ Κάσπιον πέλαγος· αὗται τῶν ἐμῶν ἔργων εἰκόνες.»


III. Ἀλλὰ φέρε πρὸς θεῶν ἐκτελεσθῆναι καὶ φανῆναι τοιοῦτον ἔργον· ἔσθ´ ὅστις ἂν ἰδὼν ὑπέλαβε κατὰ τύχην γεγονέναι καὶ αὐτομάτως τὸ σχῆμα καὶ τὴν διάθεσιν καὶ τὸ εἶδος; οὐδεὶς ἂν οἶμαι. Τί δέ; Τὸν κεραυνοφόρον; τί δέ; τὸν ἐπὶ τῆς αἰχμῆς προσαγορευόμενον; εἶτ´ ἀνδριάντος μὲν μέγεθος οὐκ ἂν ἄνευ τέχνης ὑπὸ τύχης γένοιτο χρυσὸν καὶ χαλκὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ πολλὴν καὶ πλουσίαν ὕλην καταχεαμένης καὶ παραβαλούσης, ἄνδρα δὲ μέγαν, μᾶλλον δὲ τῶν γεγονότων ἁπάντων μέγιστον, ἐνδέχεται χωρὶς ἀρετῆς ἀποτελεσθῆναι διὰ τύχην, ὅπλα καὶ χρήματα καὶ στόλους καὶ ἵππους παρασκευάσασαν; ἃ τῷ μὴ μαθόντι χρῆσθαι κίνδυνός ἐστιν οὐ δύναμις, οὐδὲ κόσμος ἀλλ´ ἔλεγχος τῆς ἀσθενείας καὶ μικρότητος. Ὀρθῶς γὰρ Ἀντισθένης ἔλεγεν ὅτι «πάντα δεῖ τοῖς πολεμίοις εὔχεσθαι τἀγαθὰ πλὴν ἀνδρείας· γίνεται γὰρ οὕτως οὐ τῶν ἐχόντων, ἀλλὰ τῶν κρατούντων». Διὰ τοῦτό φασι καὶ τὴν φύσιν ἀγεννεστάτῳ ζῴῳ τῷ ἐλάφῳ κέρατα θαυμαστὰ τῷ μεγέθει καὶ τραχύτητι πρὸς ἄμυναν ἐμφῦσαι, διδάσκουσαν ἡμᾶς ὡς οὐδὲν ὠφελεῖ τὸ ἰσχύειν καὶ ὡπλίσθαι τοὺς μένειν καὶ θαρρεῖν μὴ δυναμένους. Οὕτως καὶ ἡ τύχη πολλάκις ἀτόλμοις καὶ ἀνοήτοις προσάπτουσα δυνάμεις καὶ ἀρχάς, αἷς ἐνασχημονοῦσι, κοσμεῖ καὶ συνίστησι τὴν ἀρετὴν ὡς μόνην μέγεθος ἀνδρὸς καὶ κάλλος οὖσαν. Εἰ μὲν γάρ, ὥς φησιν Ἐπίχαρμος,«νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει, τἄλλα δὲ τυφλὰ καὶ κωφά,»

λόγου τυγχάνει δεόμενα. Αἱ γὰρ αἰσθήσεις ἰδίας ἔχειν ἀφορμὰς δοκοῦσιν, ὅτι δὲ νοῦς ὠφελεῖ καὶ νοῦς κοσμεῖ καὶ νοῦς τὸ νικῶν καὶ κρατοῦν καὶ βασιλεῦον, τὰ δ´ ἄλλα τυφλὰ καὶ κωφὰ καὶ ἄψυχα παρέλκει καὶ βαρύνει καὶ καταισχύνει χωρὶς ἀρετῆς τοὺς ἔχοντας, ἀπὸ τῶν πραγμάτων λαβεῖν ἔστι. Τῆς γὰρ αὐτῆς δυνάμεως ὑποκειμένης καὶ ἡγεμονίας Σεμίραμις μὲν οὖσα γυνὴ στόλους ἐπλήρου καὶ φάλαγγας ὥπλιζε καὶ Βαβυλῶνας ἔκτιζε, καὶ περιέπλει τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν Αἰθίοπας καταστρεφομένη καὶ Ἄραβας, Σαρδανάπαλος δ´ ἀνὴρ πεφυκὼς ἔξαινεν οἴκοι πορφύραν, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος· ἀποθανόντος δ´ αὐτοῦ, λιθίνην εἰκόνα κατασκευάσαντες ἐπορχουμένην ἑαυτῇ βαρβαριστὶ καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπὲρ κεφαλῆς οἷον ὑποψοφοῦσαν, ἐπέγραψαν«ἔσθιε, πῖνε, ἀφροδισίαζε· τἄλλα δ´ οὐδέν.»

Ὁ μὲν οὖν Κράτης ἰδὼν χρυσῆν εἰκόνα Φρύνης τῆς ἑταίρας ἑστῶσαν ἐν Δελφοῖς ἀνέκραγεν, ὅτι τοῦτο τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀκρασίας τρόπαιον ἕστηκε· τὸν δὲ Σαρδαναπάλου βίον ἄν τις ἢ τάφον (οὐδὲν γάρ, οἶμαι, διαφέρει) θεασάμενος εἴποι τοῦτο τῶν τῆς Τύχης ἀγαθῶν τρόπαιον εἶναι. Τί οὖν; Ἐάσωμεν τὴν Τύχην Ἀλεξάνδρου μετὰ Σαρδανάπαλον ἅψασθαι καὶ τοῦ μεγέθους ἐκείνου καὶ τῆς δυνάμεως ἀντιποιεῖσθαι; τί γὰρ αὐτῷ πλέον ἔδωκεν ὧν οἱ λοιποὶ βασιλεῖς ἔλαβον παρ´ αὐτῆς; Ὅπλων, ἵππων, βελῶν, χρημάτων, δορυφόρων; ποιησάτω τούτοις ἡ Τύχη μέγαν Ἀριδαῖον, εἰ δύναται· ποιησάτω τούτοις μέγαν {Ἄμασιν ἢ} Ὦχον ἢ Ὀάρσην ἢ Τιγράνην τὸν Ἀρμένιον ἢ τὸν Βιθυνὸν Νικομήδην· ὧν ὁ μὲν τὸ διάδημα τοῖς Πομπηίου ποσὶν ὑπορρίψας αἰσχρῶς τὴν βασιλείαν ἀνέλαβε, λάφυρον γενομένην· Νικομήδης δὲ τὴν κεφαλὴν ξυράμενος καὶ πιλίον ἐπιθέμενος ἀπελεύθερον ἑαυτὸν Ῥωμαίων ἀνηγόρευσεν.


IV. Εἴπωμεν οὖν, ὅτι μικροὺς ἡ Τύχη ποιεῖ καὶ περιδεεῖς καὶ ταπεινόφρονας — ἀλλ´ οὐ δίκαιον οὔτε κακίαν εἰς ἀτυχίαν οὔτ´ ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν εἰς εὐτυχίαν τινὰ τίθεσθαι — , μέγα〈ν δὲ τῷ ἄρχειν Ἀλέξανδρον; - - - ἡ Τύχη; καὶ γὰρ ἔνδοξος ἐν ἐκείνῳ καὶ ἀήττητος καὶ μεγαλόφρων καὶ ἀνύβριστος καὶ φιλάνθρωπος· εἶτ´ ἐκλιπόντος εὐθὺς ὁ Λεωσθένης ἔλεγε τὴν δύναμιν ἐμπλανωμένην ἑαυτῇ καὶ περιπίπτουσαν ἐοικέναι τῷ Κύκλωπι μετὰ τὴν τύφλωσιν ἐκτείνοντι πανταχοῖ τὰς χεῖρας ἐπ´ οὐδένα σκοπὸν φερομένας· οὕτως ἐρρέμβετο κενεμβατοῦν καὶ σφαλλόμενον ὑπ´ ἀναρχίας τὸ μέγεθος αὐτῆς. Μᾶλλον δ´ ὥσπερ τὰ νεκρὰ σώματα, τῆς ψυχῆς ἐκλιπούσης, οὐκέτι συνέστηκεν οὐδὲ συμπέφυκεν, ἀλλ´ ἐξίσταται καὶ διαλύεται {ἀπ´ ἀλλήλων} καὶ ἄπεισι καὶ φεύγει, οὕτως ἀφεῖσα τὸν Ἀλέξανδρον ἡ δύναμις ἤσπαιρεν, ἐπάλλετο, ἐφλέγμαινε Περδίκκαις καὶ Μελεάγροις καὶ Σελεύκοις καὶ Ἀντιγόνοις ὥσπερ πνεύμασι θερμοῖς ἔτι καὶ σφυγμοῖς διᾴττουσι καὶ διαφερομένοις· τέλος δ´ ἀπομαραινομένη καὶ φθίνουσα περὶ αὑτὴν οἷον εὐλάς τινας ἀνέζεσεν ἀγεννῶν βασιλέων καὶ ἡγεμόνων ψυχορραγούντων. Αὐτὸς μὲν οὖν ταῦθ´ ὡς ἔοικεν Ἡφαιστίωνι διενεχθέντι πρὸς Κρατερὸν ἐπιτιμῶν«Τίς δ´» εἶπεν «ἡ σὴ δύναμις ἢ πρᾶξις, ἄν σού τις ἀφέλῃ τὸν Ἀλέξανδρον;»

ἐγὼ δὲ τοῦτ´ εἰπεῖν πρὸς τὴν τότε Τύχην οὐκ ὀκνήσω«Τί σου τὸ μέγεθος, τίς δ´ ἡ δόξα, ποῦ δ´ ἡ δύναμις, ποῦ δὲ τὸ ἀνίκητον, ἄν σού τις ἀφέλῃ τὸν Ἀλέξανδρον;»

τουτέστιν«Ἂν σού τις ἀφέλῃ τῶν ὅπλων τὴν ἐμπειρίαν, τοῦ πλούτου τὴν φιλοτιμίαν, τῆς πολυτελείας τὴν ἐγκράτειαν, ὧν ἀγωνίζῃ τὸ θάρσος, ἐν οἷς κρατεῖς τὴν πραότητα; ποίησον ἄλλον εἰ δύνασαι μέγαν, τοῖς χρήμασι μὴ χαριζόμενον, τοῖς στρατεύμασι μὴ προκινδυνεύοντα, τοὺς φίλους μὴ τιμῶντα, τοὺς αἰχμαλώτους μὴ ἐλεοῦντα, ταῖς ἡδοναῖς μὴ σωφρονοῦντα, τοῖς καιροῖς μὴ ἀγρυπνοῦντα, ταῖς νίκαις μὴ εὐδιάλλακτον, τοῖς κατορθώμασι μὴ φιλάνθρωπον. Τίς μέγας ἐν ἐξουσίαις μετ´ ἀβελτερίας καὶ μοχθηρίας; ἄφελε τὴν ἀρετὴν τοῦ εὐτυχοῦντος, καὶ πανταχοῦ μικρός ἐστιν, ἐν χάρισι διὰ σμικρολογίαν, ἐν πόνοις διὰ μαλακίαν, παρὰ θεοῖς διὰ δεισιδαιμονίαν, πρὸς ἀγαθοὺς διὰ φθόνον, ἐν ἀνδράσι διὰ φόβον, ἐν γυναιξὶ διὰ φιληδονίαν.»

Ὥσπερ γὰρ οἱ φαῦλοι τεχνῖται βάσεις μεγάλας μικροῖς ὑφιστάντες ἀναθήμασιν ἐλέγχουσιν αὐτῶν {καὶ} τὰς μικρότητας, οὕτως ἡ Τύχη ὅταν μικρὸν ἦθος ἐξάρῃ πράγμασιν ἔχουσιν ὄγκον τινὰ καὶ περιφάνειαν, ἐπιδείκνυσι μᾶλλον καὶ καταισχύνει σφαλλόμενον καὶ σαλευόμενον ὑπὸ κουφότητος.


V. Ὅθεν οὐκ ἐν τῇ κτήσει τῶν ἀγαθῶν ἀλλ´ ἐν τῇ χρήσει τὸ μέγ´ ἐστίν, ἐπεὶ καὶ νήπια βρέφη κληρονομεῖ βασιλείας πατρῴας καὶ ἀρχάς, ὡς Χάριλλος, ὃν Λυκοῦργος ἅμα τῷ σπαργάνῳ κομίσας εἰς τὸ φιδίτιον ἀνθ´ ἑαυτοῦ βασιλέα τῆς Σπάρτης ἀνηγόρευσε· καὶ οὐκ ἦν μέγας ὁ νήπιος, ἀλλ´ ὁ τῷ νηπίῳ τὸ πατρῷον ἀποδοὺς γέρας καὶ μὴ σφετερισάμενος μηδ´ ἀποστερήσας. Ἀριδαῖον δὲ τίς ἂν ἐποίησε μέγαν, ὃν οὐδὲν νηπίου διαφέροντα μονονοὺ σπαργανώσας τῇ πορφύρᾳ Μελέαγρος εἰς τὸν Ἀλεξάνδρου θρόνον ἔθηκεν, εὖ γε ποιῶν, ἵν´ ὀφθῇ παρ´ ἡμέρας ὀλίγας, πῶς ἀρετῇ βασιλεύουσιν ἄνθρωποι καὶ πῶς τύχῃ. Ἀγωνιστῇ γὰρ ἡγεμονίας ὑποκριτὴν ἐπεισήγαγε, μᾶλλον δ´ ὡς ἐπὶ σκηνῆς δορυφόρημα κωφὸν διεξῆλθε τῆς οἰκουμένης.«Καί κε γυνὴ φέροι ἄχθος, ἐπεί κεν ἀνὴρ ἀναθείη·»

τοὐναντίον μὲν οὖν εἴποι τις ἄν, ὅτι λαβεῖν καὶ ἀναθέσθαι δύναμιν καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχὴν καὶ γυναικός ἐστι καὶ παιδός· (Ὀάρσῃ καὶ Δαρείῳ Βαγώας ὁ εὐνοῦχος ἀράμενος ἐπέθηκε τὴν Περσῶν βασιλείαν·) τὸ δὲ λαβόντα μεγάλην ἐξουσίαν ἐνεγκεῖν καὶ μεταχειρίσασθαι καὶ μὴ συντριβῆναι μηδὲ διαστραφῆναι τῷ βάρει καὶ μεγέθει τῶν πραγμάτων, ἀνδρός ἐστιν ἀρετὴν καὶ φρόνημα καὶ νοῦν ἔχοντος· ἣν Ἀλέξανδρος ἔσχεν, ᾧ μέθην τινὲς ἐγκαλοῦσι καὶ οἴνωσιν. Ὁ δ´ ἦν μέγας, ἐν τοῖς πράγμασι νήφων καὶ μὴ μεθυσθεὶς μηδὲ βακχευθεὶς ὑπ´ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως, ἧς μικρὸν ἕτεροι μεταλαβόντες καὶ ἀπογευσάμενοι κρατεῖν ἑαυτῶν οὐ δύνανται·«κακοὶ γὰρ ἐμπλησθέντες ἢ νομίσματος, ἢ πόλεος ἐμπεσόντες εἰς τιμάς τινας, σκιρτῶσιν ἀδόκητ´ εὐτυχησάντων δόμων.»

Κλεῖτος ἐν Ἀμοργῷ τρεῖς ἢ τέτταρας Ἑλληνικὰς ἀνατρέψας τριήρεις Ποσειδῶν ἀνηγορεύθη καὶ τρίαιναν ἐφόρει. Δημήτριος δέ, ᾧ τῆς Ἀλεξάνδρου δυνάμεως ἡ Τύχη σμικρὸν ἀποσπάσασα προσέθηκε, Καταιβάτης καλούμενος ἐπήκουε, καὶ πρέσβεις πρὸς αὐτὸν οὐκ ἔπεμπον ἀλλὰ θεωροὺς αἱ πόλεις, καὶ τὰς ἀποκρίσεις χρησμοὺς προσηγόρευον. Λυσίμαχος τὰ περὶ Θρᾴκην ὥσπερ ἐσχατιάς τινας τῆς βασιλείας κατασχὼν εἰς τοσοῦτον ὑπεροψίας ἔφθασε καὶ θρασύτητος, ὥστ´ εἰπεῖν«νῦν Βυζάντιοι πρὸς ἐμὲ ἥκουσιν, ὅτε τῇ λόγχῃ τοῦ οὐρανοῦ ἅπτομαι».

Παρὼν δὲ Πασιάδης ὁ Βυζάντιος«Ὑπάγωμεν» ἔφη «μὴ τῇ ἐπιδορατίδι τὸν οὐρανὸν τρυπήσῃ.»

Καὶ τί ἂν περὶ τούτων λέγοι τις, οἷς ἐξῆν δι´ Ἀλέξανδρον μέγα φρονεῖν, ὅπου Κλέαρχος Ἡρακλείας τύραννος γενόμενος σκηπτὸν ἐφόρει καὶ τῶν υἱῶν ἕνα Κεραυνὸν ὠνόμασε; Διονύσιος δ´ Ἀπόλλωνος υἱὸν ἑαυτὸν ὠνόμασεν, ἐπιγράψας«Δωρίδος ἐκ μητρὸς Φοίβου κοινώμασι βλαστών.»

Ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ τῶν μὲν πολιτῶν μυρίους ἢ καὶ πλείους ἀνελών, προδοὺς δὲ τὸν ἀδελφὸν ὑπὸ φθόνου τοῖς πολεμίοις, οὐκ ἀναμείνας δὲ τὴν μητέρα γραῦν οὖσαν ὀλίγαις ἡμέραις ἀποθανεῖν ὕστερον ἀλλ´ ἀποπνίξας, ἐν δὲ τραγῳδίᾳ γράψας αὐτός«Ἡ γὰρ τυραννὶς ἀδικίας μήτηρ ἔφυ,»

ὅμως τῶν θυγατέρων τὴν μὲν Ἀρετὴν τὴν δὲ Σωφροσύνην ὠνόμασε τὴν δὲ Δικαιοσύνην. Οἱ δ´ Εὐεργέτας οἱ δὲ Καλλινίκους οἱ δὲ Σωτῆρας οἱ δὲ Μεγάλους ἀνηγόρευσαν ἑαυτούς. Γάμους δ´ αὐτῶν ἐπαλλήλους ὥσπερ ἵππων ἐν ἀγέλαις γυναικῶν ἀνέδην διημερευόντων καὶ φθορὰς παίδων καὶ τυμπανισμοὺς ἐν ἀνδρογύνοις καὶ κυβείας μεθημερινὰς καὶ αὐλήσεις ἐν θεάτροις καὶ νύκτα μὲν ἐν δείπνοις ἡμέραν δ´ ἐν ἀρίστοις ἐπιλείπουσαν οὐδεὶς ἂν ἐφίκοιτο τῷ λόγῳ διελθεῖν.


VI. Ἀλλ´ Ἀλέξανδρος ἠρίστα μὲν ὄρθρου καθεζόμενος, ἐδείπνει δὲ πρὸς ἑσπέραν βαθεῖαν, ἔπινε δὲ θύσας τοῖς θεοῖς, ἐκύβευε δὲ πρὸς Μήδιον πυρέττων, ἔπαιζε δ´ ὁδοιπορῶν ἅμα καὶ μανθάνων τοξεύειν καὶ ἀποβαίνειν ἅρματος. Ἔγημε δὲ Ῥωξάνην ἑαυτῷ μόνην ἐρασθείς, τὴν δὲ Δαρείου Στάτειραν τῇ βασιλείᾳ καὶ τοῖς πράγμασι (συνέφερε γὰρ ἡ τῶν γενῶν ἀνάμιξις), τῶν δ´ ἄλλων Περσίδων ἐκράτησε τοσοῦτον σωφροσύνῃ, ὅσον ἀνδρείᾳ Περσῶν· ἄκουσαν μὲν γὰρ οὐδεμίαν εἶδεν, ἃς δ´ εἶδε μᾶλλον ἢ ἃς οὐκ εἶδε παρῆλθε. Καὶ πᾶσιν ὢν τοῖς ἄλλοις φιλάνθρωπος, μόνοις ὑπερηφάνως τοῖς καλοῖς ἐχρῆτο. Περὶ δὲ τῆς Δαρείου γυναικός, εὐπρεπεστάτης γενομένης, οὐδὲ φωνὴν ἐπαινοῦσαν τὸ κάλλος ἤκουσεν· ἀποθανοῦσαν δ´ οὕτω βασιλικῶς ἐκόσμησε καὶ συμπαθῶς ἐδάκρυσεν, ὥστ´ ἄπιστον αὐτοῦ τὸ σῶφρον ἐν τῷ φιλανθρώπῳ γενέσθαι καὶ λαβεῖν ἀδικίας ἔγκλημα τὴν χρηστότητα. Δαρεῖος γὰρ οὕτως ἐκινήθη πρὸς τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἡλικίαν· εἷς γὰρ ἦν καὶ αὐτὸς ἔτι τῶν νομιζόντων διὰ Τύχην κρατεῖν Ἀλέξανδρον· ἐπεὶ δὲ τἀληθὲς ἔγνω βασανίσας πανταχόθεν,«οὐ πάντως» εἶπεν «ἄρα φαύλως ἔχει τὰ Περσῶν, οὐδέ τις ἐρεῖ παντάπασι κακοὺς ἡμᾶς οὐδ´ ἀνάνδρους ὑπὸ τοιούτου κρατηθέντας. Ἔγὼ δ´ εὐτυχίαν μὲν εὔχομαι καὶ κράτος πολέμου παρὰ θεῶν, ἵν´ εὖ ποιῶν Ἀλέξανδρον ὑπερβάλωμαι· καί μέ τις ἔχει φιλοτιμία καὶ ζῆλος ἡμερώτερον αὐτοῦ φανῆναι· εἰ δ´ οἴχεται τὰ ἐμά, Ζεῦ πατρῷε Περσῶν καὶ βασίλειοι θεοί, μηδεὶς εἰς τὸν Κύρου θρόνον ἄλλος ἢ Ἀλέξανδρος καθίσειε.»

Τοῦτ´ εἰσποίησις ἦν Ἀλεξάνδρου διὰ θεῶν μαρτύρων.


VII. Οὕτω νικῶσιν ἀρετῇ. Πρόσγραψον, εἰ βούλει, τῇ Τύχῃ τὰ Ἄρβηλα καὶ τὴν Κιλικίαν, καὶ τἄλλα, ἃ γέγονε βίας ἔργα καὶ πολέμου· Τύχη τὴν Τύρον ἔσεισεν αὐτῷ, καὶ Τύχη τὴν Αἴγυπτον ἀνέῳξε· διὰ Τύχην Ἁλικαρνασσὸς ἔπεσε καὶ Μίλητος ἑάλω καὶ Μαζαῖος Εὐφράτην ἔρημον ἀπέλιπε καὶ νεκρῶν τὸ Βαβυλώνιον ἐπλήσθη πεδίον· ἀλλ´ οὔτι γε σώφρων ἀπὸ Τύχης οὔτ´ ἐγκρατὴς διὰ Τύχην, οὔτ´ ἀνάλωτον ὑφ´ ἡδονῆς ἡ Τύχη καὶ ἄτρωτον ἐπιθυμίαις κατακλείσασα τὴν ψυχὴν ἐφρούρει. Καὶ μὴν ταῦτ´ ἦν, οἷς αὐτὸν ἐτρέψατο Δαρεῖον· τἄλλα δ´ ὅπλων ἦσαν ἧτται καὶ ἵππων καὶ μάχαι καὶ φόνοι καὶ φυγαὶ ἀνδρῶν. Τὴν δὲ μεγάλην καὶ ἀναντίρρητον ἧτταν ἡττήθη Δαρεῖος καὶ ἐνέκλινεν ἀρετῇ καὶ μεγαλοφροσύνῃ καὶ ἀνδρείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, θαυμάσας τὸ ἐν ἡδονῇ καὶ πόνοις καὶ χάρισιν ἀνίκητον. Ἐπεί γ´ ἐν πέλταις καὶ σαρίσσαις καὶ ἀλαλαγμοῖς καὶ συρράξεσιν ὅπλων ἀνίκητος ἦν καὶ Ἀταρρίας ὁ Δεινομένους καὶ Ἀντιγένης ὁ Πελληναῖος καὶ Φιλώτας ὁ Παρμενίωνος, ἀλλὰ πρὸς ἡδονὰς καὶ γύναια καὶ χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐθέν τι βελτίους τῶν αἰχμαλώτων· ἀλλ´ Ἀταρρίας μὲν ὅτε τῶν χρεῶν ἠλευθέρου Μακεδόνας Ἀλέξανδρος καὶ διελύετο τοῖς δανείσασιν ὑπὲρ πάντων, ψευσάμενος ὀφείλειν καὶ δανειστήν τινα φάσκοντα εἶναι τῇ τραπέζῃ προσαγαγών, εἶτα φωραθεὶς ὀλίγου διέφθειρεν αὐτὸς ἑαυτόν· εἰ μὴ γνοὺς Ἀλέξανδρος ἀφῆκε τῆς αἰτίας αὐτὸν καὶ συνεχώρησεν ἔχειν τἀργύριον, ἀναμνησθεὶς ὅτι Φιλίππου προσμαχομένου Περίνθῳ βέλει πληγεὶς εἰς τὸν ὀφθαλμὸν οὐ παρέσχεν οὐδ´ ὑπέμεινεν ἐξαιρεθῆναι τὸ βέλος αὑτοῦ πρὶν ἢ τρέψασθαι τοὺς πολεμίους. Ἀντιγένης δὲ τοῖς ἀποπεμφθεῖσιν εἰς Μακεδονίαν διὰ νόσον καὶ πήρωσιν ἀναμίξας ἑαυτὸν καὶ ἀπογραψάμενος, ὡς ἐλήφθη μηδὲν κακὸν ἔχων, ἀλλὰ προσποιούμενος ἀρρωστίαν τινά, ἀνὴρ πολεμικὸς καὶ τραυμάτων τὸ σῶμα μεστὸς ὀφθεὶς ἠνίασε τὸν Ἀλέξανδρον· πυνθανομένου δὲ τὴν αἰτίαν ὡμολόγησε Τελεσίππας ἐρᾶν καὶ συνακολουθεῖν ἐπὶ θάλασσαν ἀπιούσῃ μὴ δυνάμενος ἀπολειφθῆναι.«Καὶ τίνος» ἔφη «τὸ γύναιόν ἐστιν» ὁ Ἀλέξανδρος «καὶ πρὸς τίνα δεῖ διαλέγεσθαι;»

τοῦ δ´ Ἀντιγένους εἰπόντος ὡς ἐλευθέρα ἐστίν,«Οὐκοῦν» εἶπε «πείθωμεν αὐτὴν καταμένειν, ἐπαγγελλόμενοι καὶ διδόντες.»

Οὕτω παντὶ μᾶλλον ἐρῶντι συγγνώμην εἶχεν ἢ αὑτῷ. Καὶ μὴν καὶ Φιλώτας ὁ Παρμενίωνος τροφόν τινα τῶν κακῶν ἔσχε τὴν ἀκρασίαν. Ἀντιγόνα γὰρ ἦν Πελλαῖον γύναιον ἐν τοῖς περὶ Δαμασκὸν αἰχμαλώτοις, ἡλώκει δ´ ὑπ´ Αὐτοφραδάτου πρότερον εἰς Σαμοθρᾴκην διαπλεύσασα, τὴν δ´ ὄψιν ἦν ἱκανή, καὶ τὸν Φιλώταν ἁψάμενον αὐτῆς εἶχε μάλα. Καὶ δὴ ὁ σιδάρεος ἔκ τινος πεπαινόμενος οὐκ ἐκράτει τῶν λογισμῶν ἐν ταῖς ἡδοναῖς, ἀλλ´ ἀνοιγόμενος ἐξέφερε πολλὰ τῶν ἀπορρήτων πρὸς αὐτήν.«Τί γὰρ ἦν ἐκεῖνος ὁ Φίλιππος, εἰ μὴ Παρμενίων; τί δ´ Ἀλέξανδρος οὗτος, εἰ μὴ Φιλώτας; ποῦ δ´ ὁ Ἄμμων, ποῦ δ´ οἱ δράκοντες, ἂν ἡμεῖς μὴ θέλωμεν;»

Τούτους τοὺς λόγους ἡ Ἀντιγόνα πρός τινα τῶν συνήθων ἐξήνεγκε γυναικῶν, ἐκείνη δὲ πρὸς Κρατερόν· Κρατερὸς δὲ πρὸς Ἀλέξανδρον αὐτὴν εἰσήγαγε τὴν Ἀντιγόναν κρύφα, καὶ τοῦ μὲν σώματος οὐκ ἔθιγεν ἀλλ´ ἀπέσχετο· τὸν δὲ Φιλώταν ὑποικουρῶν δι´ αὐτῆς ὅλον ἐφώρασε, καὶ πλέον ἢ ἑπτὰ ἐτῶν διαγενομένων, οὐκ ἐν οἴνῳ ποτὲ τὴν ὑπόνοιαν ταύτην ἐξέφηνεν ὁ μεθύων, οὐ δι´ ὀργὴν ὁ θυμοειδής, οὐ πρὸς φίλον ὁ πάντα πιστεύων Ἡφαιστίωνι καὶ πάντων μεταδιδούς. Λέγεται γὰρ ὅτι καὶ τῆς μητρὸς ἀπόρρητον ἐπιστολὴν λύσαντος αὐτοῦ καὶ σιωπῇ πρὸς ἑαυτὸν ἀναγινώσκοντος, Ἡφαιστίων ἀτρέμα παραβάλλων τὴν κεφαλὴν συνανεγίνωσκεν· ὁ δὲ κωλῦσαι μὲν οὐχ ὑπέμεινεν, ἐξελὼν δὲ τὸν δακτύλιον προσέθηκε τὴν σφραγῖδα τῷ στόματι τοῦ Ἡφαιστίωνος.


VIII. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἄν τις ἀπείποι λέγων, οἷς ἀποδείκνυται κάλλιστα καὶ βασιλικώτατα τὴν ἐξουσίαν διατιθέμενος. Καὶ γὰρ εἰ διὰ Τύχην μέγας γέγονε, μείζων ἐστίν, ὅτι τῇ Τύχῃ καλῶς κέχρηται· καὶ ὅσῳ τις ἂν μᾶλλον αὐτοῦ τὴν Τύχην ἐπαινῇ, τοσούτῳ μᾶλλον αὔξει τὴν ἀρετήν, δι´ ἣν ἄξιος τῆς Τύχης ἐγένετο. Οὐ μὴν ἀλλ´ ἤδη πρὸς τὰ πρῶτα τῆς αὐξήσεως αὐτοῦ καὶ τὰς ἀρχὰς τῆς δυνάμεως βαδίζω, καὶ σκοπῶ τί τὸ τῆς Τύχης ἔργον ἐν ἐκείνοις γέγονε, δι´ ὅ φασιν Ἀλέξανδρον ὑπὸ τῆς Τύχης μέγαν γεγονέναι. Πῶς γὰρ οὐχί; τὸν ἄτρωτον, ὦ Ζεῦ, τὸν ἀναίμακτον, τὸν ἀστράτευτον, ὃν χρεμετίσας ἵππος εἰς τὸν Κύρου θρόνον ἐκάθισεν, ὡς Δαρεῖον τὸν Ὑστάσπου πρότερον, ἢ κολακευθεὶς ἀνὴρ ὑπὸ τῆς γυναικός, ὡς Ξέρξην Δαρεῖος ὑπ´ Ἀτόσσης; ἐπὶ θύρας αὐτῷ τὸ διάδημα τῆς Ἀσίας ἦλθεν, ὥσπερ Ὀάρσῃ διὰ Βαγώαν, καὶ στολὴν ἐκδυσάμενος ἀστάνδου περιέθετο τὴν βασιλικὴν καὶ ὀρθοπαγῆ κίταριν; ἐξαίφνης καὶ ἀπροσδοκήτως κλήρῳ λαχὼν τῆς οἰκουμένης ἐβασίλευσεν, ὡς Ἀθήνησι κλήρῳ θεσμοθετοῦσι καὶ ἄρχουσι; βούλει μαθεῖν, πῶς βασιλεύουσιν ἄνθρωποι διὰ Τύχην; ἐξέλιπέ ποτ´ Ἀργείοις τὸ Ἡρακλειδῶν γένος, ἐξ οὗ βασιλεύεσθαι πάτριον ἦν αὐτοῖς· ζητοῦσι δὲ καὶ διαπυνθανομένοις ὁ θεὸς ἔχρησεν ἀετὸν δείξειν· καὶ μεθ´ ἡμέρας ὀλίγας ἀετὸς ὑπερφανεὶς καὶ κατάρας ἐπὶ τὴν Αἴγωνος οἰκίαν ἐκάθισε, καὶ βασιλεὺς ᾑρέθη Αἴγων. Πάλιν ἐν Πάφῳ, τοῦ βασιλεύοντος ἀδίκου καὶ πονηροῦ φανέντος, ἐκβαλὼν τοῦτον Ἀλέξανδρος ἕτερον ἐζήτει, τοῦ Κινυραδῶν γένους ἤδη φθίνειν καὶ ἀπολείπειν δοκοῦντος. Ἕνα δ´ οὖν ἔφασαν περιεῖναι πένητα καὶ ἄδοξον ἄνθρωπον ἐν κήπῳ τινὶ παρημελημένως διατρεφόμενον. Ἐπὶ τοῦτον οἱ πεμφθέντες ἧκον, εὑρέθη δὲ πρασιαῖς ὕδωρ ἐπαντλῶν· καὶ διεταράχθη τῶν στρατιωτῶν ἐπιλαμβανομένων αὐτοῦ καὶ βαδίζειν κελευόντων. Ἀχθεὶς δὲ πρὸς Ἀλέξανδρον ἐν εὐτελεῖ σινδονίσκῃ βασιλεὺς ἀνηγορεύθη καὶ πορφύραν ἔλαβε καὶ εἷς ἦν τῶν ἑταίρων προσαγορευομένων· ἐκαλεῖτο δ´ Ἀβδαλώνυμος. Οὕτως αἱ τύχαι ποιοῦσι βασιλεῖς, μεταμφιάζουσι, μεταγράφουσι ταχύ, ῥᾳδίως, μὴ προσδεχομένους μηδ´ ἐλπίζοντας.


IX. Ἀλεξάνδρῳ δὲ τί παρ´ ἀξίαν, τί ἀνιδρωτί, τί ἀναιμωτί, τί προῖκα, τί μὴ πονήσαντι τῶν μεγάλων; αἵματι κεκραμένους ποταμοὺς ἔπιε καὶ νεκροῖς γεγεφυρωμένους διέβη, καὶ πόαν ἔφαγε διὰ λιμὸν ἣν πρώτην εἶδε, καὶ βάθεσι χιόνων κατακεχωσμένα ἔθνη καὶ πόλεις ὑπὸ γῆν δεδυκυίας ἐξώρυξε, καὶ θάλατταν μαχομένην ἔπλευσε, καὶ θῖνας ἀνύδρους τὰς Γεδρωσίων καὶ Ἀραχωσίων ὁδεύων ἐν θαλάσσῃ πρότερον ἢ ἐν γῇ φυτὸν εἶδεν. Εἰ γὰρ ἦν ὡς πρὸς ἄνθρωπον ἀγαγεῖν Παρρησίαν ὑπὲρ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὴν Τύχην, οὐκ ἂν εἶπε«Ποῦ σὺ καὶ πότε ταῖς Ἀλεξάνδρου πράξεσιν ὁδὸν ἔδωκας; ποίαν πέτραν ἀναιμωτὶ διὰ σὲ εἷλε; ποίαν πόλιν ἀφρούρητον αὐτῷ παρέδωκας ἢ ποίαν ἄνοπλον φάλαγγα; τίς εὑρέθη βασιλεὺς ῥᾴθυμος ἢ στρατηγὸς ἀμελὴς ἢ κοιμώμενος πυλωρός; ἀλλ´ οὐδ´ εὔβατος ποταμὸς οὐδὲ χειμὼν μέτριος οὐδὲ θέρος ἄλυπον. Ἄπιθι πρὸς Ἀντίοχον τὸν Σελεύκου, πρὸς Ἀρτοξέρξην τὸν Κύρου ἀδελφόν· ἄπελθε πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Φιλάδελφον. Ἐκείνους ζῶντες οἱ πατέρες βασιλεῖς ἀνηγόρευσαν, ἐκεῖνοι μάχας ἀδακρύτους ἐνίκων, ἐκεῖνοι πανηγυρίζοντες ἐν πομπαῖς καὶ θεάτροις διετέλεσαν, ἐκείνων ἕκαστος δι´ εὐτυχίαν βασιλεύων ἐγήρασεν. Ἀλεξάνδρου δ´ εἰ μηδὲν ἄλλο, τὸ σῶμ´ ἰδοῦ κατατετρωμένον· ἐξ ἄκρας κεφαλῆς ἄχρι ποδῶν διακέκοπται καὶ περιτέθλασται τυπτόμενον ὑπὸ τῶν πολεμίων«ἔγχεΐ τ´ ἄορί τε μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν·»ἐπὶ Γρανίκου ξίφει διακοπεὶς τὸ κράνος ἄχρι τῶν τριχῶν, ἐν Γάζῃ βέλει πληγεὶς τὸν ὦμον, ἐν Μαρακάνδοις τοξεύματι τὴν κνήμην ὥστε τῆς κερκίδος τὸ ὀστέον ἀποκλασθὲν ὑπὸ τῆς πληγῆς ἐξαλέγθαι· περὶ τὴν Ὑρκανίαν λίθῳ τὸν τράχηλον, ἐξ οὗ καὶ τὰς ὄψεις ἀμαυρωθεὶς ἐφ´ ἡμέρας πολλὰς ἐν φόβῳ πηρώσεως ἐγένετο· πρὸς Ἀσσακάνοις Ἰνδικῷ βέλει τὸ σφυρόν, ὅτε καὶ πρὸς τοὺς κόλακας εἶπεν ἐπιμειδιάσας«τουτὶ μὲν αἷμα, οὐκἰχώρ, οἷός πέρ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν·»ἐν Ἰσσῷ ξίφει τὸν μηρόν, ὡς Χάρης φησίν, ὑπὸ Δαρείου τοῦ βασιλέως εἰς χεῖρας αὐτῷ συνδραμόντος· αὐτὸς δ´ Ἀλέξανδρος ἁπλῶς γράφων καὶ μετὰ πάσης ἀληθείας πρὸς Ἀντίπατρον«Συνέβη δέ μοι» φησί «καὶ αὐτῷ ἐγχειριδίῳ πληγῆναι εἰς τὸν μηρόν· ἀλλ´ οὐδὲν ἄτοπον οὔτε παραχρῆμα οὔθ´ ὕστερον ἐκ τῆς πληγῆς ἀπήντησεν.»Ἐν Μαλλοῖς τοξεύματι διπήχει διὰ τοῦ θώρακος εἰς τὸ στῆθος· ὑ- - - πελάσας ἔλαβε κατὰ τοῦ αὐχένος, ὡς Ἀριστόβουλος ἱστόρηκε. Διαβὰς δὲ τὸν Τάναϊν ἐπὶ τοὺς Σκύθας καὶ τρεψάμενος, ἐδίωξεν ἵππῳ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν σταδίους, ὑπὸ διαρροίας ἐνοχλούμενος.»


X. Εὖγ´, ὦ Τύχη, τὸν Ἀλέξανδρον αὔξεις καὶ μέγαν ποιεῖς, διορύττουσα πανταχόθεν, ὑπερείπουσα, πᾶν μέρος ἀνοίγουσα τοῦ σώματος· οὐχ ὥσπερ ἡ Ἀθηνᾶ πρὸ τοῦ Μενελάου τὸ βέλος εἰς τὰ καρτερώτατα τῶν ὅπλων ὑπάγουσα θώρακι καὶ μίτρᾳ καὶ ζωστῆρι τῆς πληγῆς τὸν τόνον ἀφεῖλε θιγούσης τοῦ σώματος, ὅσον αἵματι πρόφασιν ῥυῆναι, ἀλλὰ γυμνὰ παρέχουσα τοῖς βέλεσι τὰ καίρια, καὶ δι´ ὀστέων ἐλαύνουσα τὰς πληγάς, καὶ περιτρέχουσα κύκλῳ τὸ σῶμα, καὶ πολιορκοῦσα τὰς ὄψεις, τὰς βάσεις, ἐμποδίζουσα τὰς διώξεις, περισπῶσα τὰς νίκας, ἀνατρέπουσα τὰς ἐλπίδας». Ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς βαρυτέρᾳ δοκεῖ κεχρῆσθαι Τύχῃ τῶν βασιλέων, καίτοι πολλοῖς ἐνέπεσε σκληρὰ καὶ βάσκανος· ἀλλ´ ὡς σκηπτὸς ἀπέκοψε τοὺς ἄλλους καὶ διέφθειρε, πρὸς δ´ Ἀλέξανδρον αὐτῆς τὸ δυσμενὲς γέγονε φιλόνεικον καὶ δύσερι καὶ δυσεκβίαστον, ὥσπερ πρὸς τὸν Ἡρακλέα. Ποίους γὰρ Τυφῶνας ἢ πελωρίους γίγαντας οὐκ ἀνέστησεν ἀνταγωνιστὰς ἐπ´ αὐτόν; ἢ τίνας οὐκ ὠχύρωσε τῶν πολεμίων πλήθεσιν ὅπλων ἢ βάθεσι ποταμῶν ἢ τραχύτησι κρημνῶν ἢ θηρίων ἀλκαῖς ἀλλοφύλων; εἰ δὲ μὴ μέγ´ ἦν τὸ Ἀλεξάνδρου φρόνημα μηδ´ ἀπ´ ἀρετῆς ὁρμώμενον μεγάλης ἐξανέφερε καὶ διηρείδετο πρὸς τὴν Τύχην, οὐκ ἂν ἔκαμε καὶ ἀπηγόρευσε παραταττόμενος ἐξοπλιζόμενος πολιορκῶν διώκων Βάκτρα Μαράκανδα Σογδιανούς, μετακαλούμενος ἀποστάσεσι μυρίαις, ἀποτροπαῖς σκιρτήσεσιν ἐθνῶν, βασιλέων ἀφηνιασμοῖς, ἐν ἔθνεσιν ἀπίστοις καὶ ἐπιβούλοις ὕδραν τέμνων ἀεί τισι πολέμοις ἐπιβλαστάνουσαν;


XI. Ἄτοπόν τι δόξω λέγειν, ἐρῶ δ´ ἀληθές· μικροῦ διὰ τὴν Τύχην Ἀλέξανδρος ἀπώλεσε τὸ δοκεῖν Ἄμμωνος εἶναι. Τίς γὰρ ἐκ θεῶν γεγονὼς ἐπισφαλεῖς οὕτω καὶ πολυπόνους καὶ τλήμονας ἐξεμόχθησεν ἄθλους πλὴν ὁ Διὸς Ἡρακλῆς; ἀλλ´ ἐκείνῳ μὲν εἷς ἀνὴρ ὑβριστὴς ἐπέταττε λέοντας αἱρεῖν καὶ κάπρους διώκειν καὶ σοβεῖν ὄρνιθας, ἵνα μὴ σχολάζῃ τοῖς μείζοσι περιιών, Ἀνταίους κολάζειν καὶ Βουσίριδας παύειν μιαιφονοῦντας· Ἀλεξάνδρῳ δ´ ἐπέταττε μὲν ἡ Ἀρετὴ τὸν βασιλικὸν καὶ θεῖον ἆθλον, οὗ τέλος ἦν οὐ χρυσὸς ὑπὸ μυρίων καμήλων παρακομιζόμενος οὐδὲ τρυφαὶ Μηδικαὶ καὶ τράπεζαι καὶ γυναῖκες οὐδὲ Χαλυβώνιος οἶνος οὐδ´ Ὑρκανικοὶ ἰχθύες, ἀλλ´ ἑνὶ κόσμῳ κοσμήσαντα πάντας ἀνθρώπους μιᾶς ὑπηκόους ἡγεμονίας καὶ μιᾶς ἐθάδας διαίτης καταστῆσαι. Τοῦτον ἐκ παιδὸς ἔμφυτον ἔχων ἔρωτα συντρεφόμενον καὶ συναυξανόμενον, ὡς ἀφίκοντο πρέσβεις παρὰ τοῦ Περσῶν βασιλέως πρὸς Φίλιππον, ὁ δ´ οὐκ ἔνδημος ἦν, φιλοφρονούμενος καὶ ξενίζων αὐτοὺς Ἀλέξανδρος οὐδὲν ἠρώτα παιδικόν, οἷον οἱ ἄλλοι, περὶ τῆς χρυσῆς ἀναδενδράδος ἢ τῶν κρεμαστῶν κήπων ἢ πῶς ὁ βασιλεὺς κεκόσμηται, ἀλλ´ ὅλος ἐν τοῖς κυριωτάτοις ἦν τῆς ἡγεμονίας, διαπυνθανόμενος πόση δύναμις ἡ Περσῶν, ποῦ τεταγμένος βασιλεὺς ἐν ταῖς μάχαις διαγωνίζεται (καθάπερ Ὀδυσσεὺς ἐκεῖνος«ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται ἀρήια, ποῦ δέ οἱ ἵπποι;»

τίνες ὁδοὶ βραχύταται τοῖς ἄνω πορευομένοις ἀπὸ θαλάττης· ὥστε τοὺς ξένους ἐκπεπλῆχθαι καὶ λέγειν ὡς «ὁ παῖς οὗτος βασιλεὺς μέγας, ὁ δ´ ἡμέτερος πλούσιος». Ἐπεὶ δὲ Φιλίππου τελευτήσαντος ὥρμητο διαβαλεῖν καὶ ταῖς ἐλπίσιν ἤδη καὶ ταῖς παρασκευαῖς ἐμπεφυκὼς ἔσπευδεν ἅψασθαι τῆς Ἀσίας, ἐνίστατο δὴ ἡ Τύχη καὶ ἀπέστρεφε καὶ ἀνθεῖλκεν ὀπίσω καὶ μυρίας περιέβαλλεν ἀσχολίας καὶ διατριβὰς ἐπιλαμβανομένη· ἣ πρῶτον αὐτῷ τὰ βαρβαρικὰ τῶν προσοίκων διετάραξεν, Ἰλλυρικοὺς καὶ Τριβαλλικοὺς μηχανωμένη πολέμους· οἷς μέχρι Σκυθίας τῆς παρ´ Ἴστρον ἀποσπασθεὶς ἀπὸ τῶν ἄνω πράξεων καὶ περιδραμὼν καὶ κατεργασάμενος πάντα κινδύνοις καὶ ἀγῶσι μεγάλοις, αὖθις ὥρμητο καὶ ἔσπευδε πρὸς τὴν διάβασιν {πάλιν}· ἡ δὲ πάλιν αὐτῷ τὰς Θήβας ἐνέσεισε καὶ πόλεμον Ἑλληνικὸν ἐμποδὼν κατέβαλε, καὶ δεινὴν πρὸς ἄνδρας ὁμοφύλους καὶ συγγενεῖς διὰ φόνου καὶ σιδήρου καὶ πυρὸς ἀνάγκην ἀμύνης, ἀτερπέστατον τέλος ἔχουσαν. Ἐκ τούτου διέβαινεν, ὡς μὲν Φύλαρχός φησιν, ἡμερῶν τριάκοντ´ ἔχων ἐφόδιον, ὡς δ´ Ἀριστόβουλος, ἑβδομήκοντα τάλαντα· τῶν δ´ οἴκοι κτημάτων καὶ προσόδων βασιλικῶν διένειμε τὰς πλείστας τοῖς ἑταίροις, μόνος δὲ Περδίκκας οὐδὲν ἔλαβε διδόντος, ἀλλ´ ἠρώτησε«σαυτῷ δὲ τί καταλείπεις, Ἀλέξανδρε;»

τοῦ δ´ εἰπόντος ὅτι«τὰς ἐλπίδας,»«οὐκοῦν» ἔφη «καὶ ἡμεῖς τούτων μεθέξομεν· οὐ γὰρ δίκαιον τὰ σὰ λαμβάνειν ἀλλὰ τὰ Δαρείου περιμένειν.»


XII. Τίνες οὖν ἦσαν αἱ ἐλπίδες, ἐφ´ αἷς διέβαινεν εἰς Ἀσίαν Ἀλέξανδρος; οὐ τείχεσι πόλεων μυριάνδρων ἐκμετρουμένη δύναμις οὐδὲ στόλοι δι´ ὀρῶν πλέοντες, οὐδὲ μάστιγες οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια θαλάσσης, ἀλλὰ τὰ μὲν ἐκτὸς ἐν ὀλίγοις ὅπλοις φιλοτιμία πολλὴ καὶ ζῆλος ἡλικίας παραλλήλου καὶ ἅμιλλα περὶ δόξης καὶ ἀρετῆς ἑταίρων· αὐτὸς δ´ εἶχεν ἐν ἑαυτῷ τὰς μεγάλας ἐλπίδας, εὐσέβειαν περὶ θεοὺς πίστιν πρὸς φίλους, εὐτέλειαν ἐγκράτειαν εὐποιίαν, ἀφοβίαν πρὸς θάνατον εὐψυχίαν, φιλανθρωπίαν ὁμιλίαν εὐάρμοστον, ἀψευδὲς ἦθος εὐστάθειαν ἐν βουλαῖς τάχος ἐν πράξεσιν, ἔρωτα δόξης προαίρεσιν ἐν τῷ καλῷ τελεσιουργόν. Ὅμηρος μὲν γὰρ οὐ πρεπόντως οὐδὲ πιθανῶς τὸ Ἀγαμέμνονος κάλλος ἐκ τριῶν συνήρμοσεν εἰκόνων ὁμοιώσας,«Ὄμματα καὶ κεφαλὴν ἴκελος Διὶ τερπικεραύνῳ,Ἄρεϊ δὲ ζώνην, στέρνον δὲ Ποσειδάωνι.»

Τὴν δ´ Ἀλεξάνδρου φύσιν, εἴπερ ἐκ πολλῶν συνήρμοσε καὶ συνέθηκεν ἀρετῶν ὁ γεννήσας θεός, ἆρ´ οὐκ ἂν εἴποιμεν ἔχειν φρόνημα μὲν τὸ Κύρου, σωφροσύνην δὲ τὴν Ἀγησιλάου, σύνεσιν δὲ τὴν Θεμιστοκλέους, ἐμπειρίαν δὲ τὴν Φιλίππου, τόλμαν δὲ τὴν Βρασίδου, δεινότητα δὲ καὶ πολιτείαν τὴν Περικλέους; τῶν δ´ ἔτι παλαιοτέρων σωφρονέστερος μὲν Ἀγαμέμνονος· ὁ μὲν γὰρ προύκρινε τῆς γαμετῆς τὴν αἰχμάλωτον, ὁ δὲ καὶ πρὶν ἢ γῆμαι τῶν ἁλισκομένων ἀπείχετο. Μεγαλοψυχότερος δ´ Ἀχιλλέως· ὁ μὲν γὰρ χρημάτων ὀλίγων τὸν Ἕκτορος νεκρὸν ἀπελύτρωσεν, ὁ δὲ πολλοῖς χρήμασι Δαρεῖον ἔθαψε· καὶ ὁ μὲν παρὰ τῶν φίλων δῶρα καὶ μισθὸν ἀντὶ τῆς ὀργῆς διαλλαγεὶς ἔλαβεν, ὁ δὲ τοὺς πολεμίους κρατῶν ἐπλούτιζεν. Εὐσεβέστερος δὲ Διομήδους· ὁ μὲν γὰρ μάχεσθαι θεοῖς ἦν ἕτοιμος, ὁ δὲ πάντα τοὺς θεοὺς ἐνόμιζε κατορθοῦν. Ποθεινότερος δὲ τοῖς προσήκουσιν Ὀδυσσέως· ἐκείνου μὲν γὰρ ἡ τεκοῦσα διὰ λύπην ἀπέθανε, τούτῳ δ´ ἡ τοῦ πολεμίου μήτηρ ὑπ´ εὐνοίας συναπέθανε.

Τὸ δ´ ὅλον, εἰ μὲν καὶ Σόλων διὰ Τύχην ἐπολιτεύσατο καὶ Μιλτιάδης διὰ Τύχην ἐστρατήγησε καὶ Ἀριστείδης ἀπὸ Τύχης ἦν δίκαιος, οὐδὲν ἄρα τῆς Ἀρετῆς ἔργον ἐστίν, ἀλλ´ ὄνομα τοῦτο καὶ λόγος ἔχων δόξαν ἄλλως διέξεισι τοῦ βίου, πλαττόμενος ὑπὸ τῶν σοφιστῶν καὶ τῶν νομοθετῶν. Εἰ δὲ τούτων καὶ τῶν ὁμοίων ἀνδρῶν ἕκαστος πένης μὲν ἢ πλούσιος ἢ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρὸς ἢ ἄμορφος ἢ καλὸς ἢ εὔγηρως ἢ ὠκύμορος διὰ τύχην γέγονε, μέγαν δὲ στρατηγὸν καὶ μέγαν νομοθέτην καὶ μέγαν ἐν ἀρχαῖς καὶ πολιτείαις ἕκαστος ἑαυτὸν ἀρετῇ καὶ λόγῳ παρέσχηκε, φέρε θεῶ τὸν Ἀλέξανδρον ἅπασι παραβάλλων. Σόλων χρεῶν ἀποκοπὴν ἐν Ἀθήναις ἐποίησε, σεισάχθειαν προσαγορεύσας· Ἀλέξανδρος δὲ τὰ χρέα τοῖς δανείσασιν ὑπὲρ τῶν ὀφειλόντων αὐτὸς ἐξέτισε. Περικλῆς φορολογήσας τοὺς Ἕλληνας ἐκ τῶν χρημάτων ἐκόσμησεν ἱεροῖς τὴν ἀκρόπολιν· Ἀλέξανδρος δὲ τὰ τῶν Βαρβάρων χρήματα λαβὼν ἔπεμψεν εἰς τὴν Ἑλλάδα, ναοὺς τοῖς θεοῖς ἀπὸ μυρίων ταλάντων οἰκοδομῆσαι κελεύσας. Βρασίδαν ἐν τῇ Ἑλλάδι περιβόητον ἐποίησε τὸ πρὸς Μεθώνῃ διαδραμεῖν τὸ στρατόπεδον τῶν πολεμίων βαλλόμενον παρὰ τὴν θάλασσαν· Ἀλεξάνδρου δ´ ἐν Ὀξυδράκαις τὸ δεινὸν ἐκεῖνο πήδημα καὶ ἄπιστον ἀκούουσι καὶ θεωμένοις φοβερόν, ἐκ τειχῶν ἀφέντος ἑαυτὸν εἰς τοὺς πολεμίους δόρασι καὶ βέλεσι καὶ ξίφεσι γυμνοῖς ἐκδεχομένους, τίνι ἄν τις εἰκάσειεν ἢ πυρὶ κεραυνίῳ ῥαγέντι καὶ φερομένῳ μετὰ πνεύματος, οἷον ἐπὶ γῆν κατέσκηψε «φάσμα Φοίβου φλογοειδέσιν ὅπλοις» περιλαμπόμενον; οἱ δὲ τὸ πρῶτον ἐκπλαγέντες ἅμα φρίκῃ διέτρεσαν καὶ ἀνεχώρησαν, εἶθ´ ὡς ἑώρων ἄνθρωπον ἕνα πολλοῖς ἐπιφερόμενον, ἀντέστησαν. Ἐνταῦθ´ ἄρ´ ἡ Τύχη μεγάλα καὶ λαμπρὰ διέφηνεν ἔργα τῆς πρὸς Ἀλέξανδρον εὐμενείας, ὅτ´ αὐτὸν μὲν εἰς χωρίον ἄσημον καὶ βάρβαρον ἐμβαλοῦσα κατέκλεισε καὶ περιετείχισε, τοὺς δ´ ὑπὸ σπουδῆς ἐπιβοηθοῦντας ἔξωθεν καὶ τῶν τειχῶν ἐφιεμένους, κλάσασα καὶ συντρίψασα τὰς κλίμακας, ὑπεσκέλισε καὶ κατεκρήμνισε. Τριῶν δ´ οἵπερ ἔφθησαν μόνοι τοῦ τείχους λαβέσθαι καὶ καθέντες ἑαυτοὺς παραστῆναι τῷ βασιλεῖ, τὸν μὲν εὐθὺς ἀνήρπασε καὶ προανεῖλεν, ὁ δὲ τοξεύμασι πολλοῖς διαπεπαρμένος, ὅσον ὁρᾶν καὶ συναισθάνεσθαι μόνον ἀπεῖχε τοῦ τεθνάναι· κεναὶ δ´ ἔξωθεν προσδρομαὶ καὶ ἀλαλαγμοὶ Μακεδόνων, οὐ μηχανῆς τινος οὐκ ὀργάνων παρόντων, ἀλλ´ ὑπὸ σπουδῆς ξίφεσι τυπτόντων τὰ τείχη καὶ χερσὶ γυμναῖς περιρρῆξαι καὶ μονονοὺ διαφαγεῖν βιαζομένων. Ὁ δ´ εὐτυχὴς βασιλεὺς καὶ ὑπὸ τῆς Τύχης φυλαττόμενος ἀεὶ καὶ δορυφορούμενος, ὥσπερ θηρίον ἄρκυσιν ἐνσχεθείς, ἔρημος καὶ ἀβοήθητος, οὐχ ὑπὲρ Σούσων οὐδὲ Βαβυλῶνος οὐδὲ τοῦ Βάκτρα λαβεῖν οὐδὲ τοῦ μεγάλου Πώρου κρατῆσαι· τοῖς γὰρ ἐνδόξοις καὶ μεγάλοις ἀγῶσι, κἂν δυστυχῶνται, τὸ γοῦν αἰσχρὸν οὐ πρόσεστιν. Ἀλλ´ οὕτω δύσερις ἦν καὶ βάσκανος ἡ Τύχη καὶ φιλοβάρβαρος καὶ μισαλέξανδρος, ὥστε μὴ τὸ σῶμα μόνον αὐτοῦ μηδὲ τὸν βίον, ἀλλὰ καὶ τὴν δόξαν ἀνελεῖν ὅσον ἐφ´ ἑαυτῇ καὶ διαφθεῖραι τὴν εὔκλειαν. Οὐ γὰρ παρ´ Εὐφράτην Ἀλέξανδρον ἢ Ὑδάσπην πεσόντα κεῖσθαι δεινὸν ἦν, οὐδ´ ἀγεννὲς ἐν χερσὶ Δαρείου γενόμενον καὶ ἵπποις καὶ ξίφεσι καὶ κοπίσι Περσῶν ἀμυνομένων ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ἀποθανεῖν· οὐδὲ τῶν Βαβυλῶνος ἐπιβαίνοντα τειχῶν σφαλῆναι καὶ πεσεῖν ἀπ´ ἐλπίδος μεγάλης. Οὕτω Πελοπίδας καὶ Ἐπαμεινώνδας· ἀρετῆς ὁ τούτων θάνατος ἦν, οὐ δυστυχίας ἐπὶ τηλικούτοις. Τῆς δὲ νῦν ἐξεταζομένης Τύχης οἷον τὸ ἔργον, ἐν ἐσχατιᾷ βαρβάρου παραποταμίας καὶ τείχεσιν ἀδόξου πολίχνης περιβαλούσης καὶ ἀποκρυψάσης τὸν τῆς οἰκουμένης βασιλέα καὶ κύριον ὅπλοις ἀτίμοις καὶ σκεύεσι τοῖς παρατυχοῦσι τυπτόμενον καὶ βαλλόμενον ἀπολέσθαι. Καὶ γὰρ κοπίδι τὴν κεφαλὴν διὰ τοῦ κράνους ἐπλήγη, καὶ βέλει τις ἀπὸ τόξου τὸν θώρακα διέκοψεν, οὗ τοῖς περὶ τὸν μαστὸν ἐνερεισθέντος ὀστέοις καὶ καταπαγέντος ὁ μὲν καυλὸς ἐξεῖχε βαρύνων, τῆς δ´ ἀκίδος ὁ σίδηρος τεσσάρων δακτύλων εὖρος ἔσχε καὶ πέντε μῆκος. Ἔσχατον δὲ τῶν δεινῶν, ὁ μὲν ἠμύνετο τοὺς κατὰ στόμα καὶ τὸν βαλόντα καὶ πελάσαι τολμήσαντα μετὰ ξίφους αὐτὸς τῷ ἐγχειριδίῳ φθάσας κατέβαλε καὶ ἀπέκτεινεν· ἐν τούτῳ δέ τις δραμὼν ἐκ μυλῶνος ὑπέρῳ κατὰ τοῦ αὐχένος ὄπισθεν πληγὴν κατήνεγκεν, ἣ συνέχεε τὴν αἴσθησιν αὐτοῦ σκοτωθέντος· ἡ δ´ Ἀρετὴ παρῆν, θάρσος μὲν αὐτῷ ῥώμην δὲ καὶ σπουδὴν τοῖς περὶ αὐτὸν ἐμποιοῦσα. Λιμναῖοι γὰρ καὶ Πτολεμαῖοι καὶ Λεοννάτοι, καὶ ὅσοι τὸ τεῖχος ὑπερκαταβάντες ἢ ῥήξαντες ἔστησαν πρὸ αὐτοῦ, τεῖχος ἀρετῆς ἦσαν, εὐνοίᾳ καὶ φιλίᾳ τοῦ βασιλέως τὰ σώματα καὶ τὰ πρόσωπα καὶ τὰς ψυχὰς προβαλλόμενοι. Οὐ γὰρ διὰ Τύχην ἀγαθῶν βασιλέων ἑταῖροι προαποθνήσκουσιν ἑκουσίως καὶ προκινδυνεύουσιν, ἀλλ´ ἔρωτι τῆς Ἀρετῆς ὥσπερ ὑπὸ φίλτρων μέλιτται τῷ ἄρχοντι προσέχονται καὶ προσπεφύκασι. Τίς οὖν οὐκ ἂν εἴποι τότε παρὼν ἀκίνδυνος θεατής, ὅτι Τύχης μέγαν ἀγῶνα κατ´ Ἀρετῆς θεᾶται, καὶ τὸ μὲν βάρβαρον παρ´ ἀξίαν ἐπικρατεῖ διὰ Τύχην, τὸ δ´ Ἑλληνικὸν ἀντέχει παρὰ δύναμιν δι´ Ἀρετήν, κἂν μὲν ἐκεῖνοι περιγένωνται, Τύχης καὶ δαίμονος φθονεροῦ καὶ νεμέσεως ἔσται τὸ ἔργον· ἂν δ´ οὗτοι κρατήσωσιν, Ἀρετὴ καὶ τόλμα καὶ φιλία καὶ πίστις ἐξοίσεται τὸ νικητήριον; ταῦτα γὰρ μόνα παρῆν Ἀλεξάνδρῳ, τῆς δ´ ἄλλης δυνάμεως καὶ παρασκευῆς στόλων καὶ ἵππων καὶ στρατοπέδων μέσον ἔθηκεν ἡ Τύχη τὸ τεῖχος. Ἐτρέψαντο μὲν οὖν τοὺς βαρβάρους οἱ Μακεδόνες, καὶ πεσοῦσιν αὐτοῖς ἐπικατέσκαψαν τὴν πόλιν. Ἀλεξάνδρῳ δ´ οὐδὲν ἦν ὄφελος· ἥρπαστο γὰρ μετὰ τοῦ βέλους, καὶ τὸν κάλαμον ἐν τοῖς σπλάγχνοις εἶχε, καὶ δεσμὸς ἦν αὐτῷ καὶ ἧλος τὸ τόξευμα τοῦ θώρακος πρὸς τὸ σῶμα. Καὶ σπάσαι μὲν ὥσπερ ἐκ ῥίζης τοῦ τραύματος βιαζομένοις οὐχ ὑπήκουεν ὁ σίδηρος, ἕδραν ἔχων τὰ πρὸ τῆς καρδίας στερεὰ τοῦ στήθους· ἐκπρῖσαι δὲ τοῦ δόνακος οὐκ ἐθάρρουν τὸ προῦχον, ἀλλ´ ἐφοβοῦντο, μήπως σπαραγμῷ σχιζόμενον τὸ ὀστέον ὑπερβολὰς ἀλγηδόνων παράσχῃ καὶ ῥῆξις αἵματος ἐκ βάθους γένηται. Πολλὴν δ´ ἀπορίαν καὶ διατριβὴν ὁρῶν αὐτὸς ἐπεχείρησεν ἐν χρῷ τοῦ σώματος ἀποτέμνειν τῷ ξιφιδίῳ τὸν οἰστόν· ἠτόνει δ´ ἡ χεὶρ καὶ βάρος εἶχε ναρκῶδες ὑπὸ φλεγμονῆς τοῦ τραύματος. Ἐκέλευεν οὖν ἅπτεσθαι καὶ μὴ δεδιέναι θαρρύνων τοὺς ἀτρώτους· καὶ τοῖς μὲν ἐλοιδορεῖτο κλαίουσι καὶ περιπαθοῦσι, τοὺς δὲ λιποτάκτας ἀπεκάλει, μὴ τολμῶντας αὐτῷ βοηθεῖν· ἐβόα δὲ πρὸς τοὺς ἑταίρους«Μηδεὶς ἔστω μηδ´ ὑπὲρ ἐμοῦ δειλός· ἀπιστοῦμαι μὴ φοβεῖσθαι θάνατον, εἰ τὸν ἐμὸν φοβεῖσθ´ ὑμεῖς.»

Πώς ο Μ. Αλέξανδρος κατατρόπωσε στα Γαυγάμηλα τον στρατό του ...

Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς – Λόγος Α΄ Συγγραφέας: Πλούταρχος Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΥΧΗΣ Η ΑΡΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ Αʹ


I. Οὗτος ὁ τῆς Τύχης λόγος ἐστίν, ἴδιον καὶ μόνης αὑτῆς ἔργον ἀποφαινομένης Ἀλέξανδρον. Δεῖ δ´ ἀντειπεῖν ὑπὲρ φιλοσοφίας, μᾶλλον δ´ ὑπὲρ Ἀλεξάνδρου δυσχεραίνοντος καὶ ἀγανακτοῦντος, εἰ προῖκα δόξει καὶ παρὰ τῆς Τύχης λαβεῖν τὴν ἡγεμονίαν, ἣν ὤνιον αἵματος πολλοῦ καὶ τραυμάτων ἐπαλλήλων κτώμενος


«Πολλὰς μὲν ἀύπνους νύκτας ἴαυεν, ἤματα δ´ αἱματόεντα διέπρησσεν πολεμίζων»
Πρὸς ἀμάχους δυνάμεις καὶ ἄπειρα φῦλα καὶ ποταμοὺς ἀπεράτους καὶ πέτρας ἀτοξεύτους, εὐβουλίᾳ καὶ ἀνδρείᾳ καὶ καρτερίᾳ καὶ σωφροσύνῃ παραπεμπόμενος.




II. Οἶμαι δ´ ἂν αὐτὸν εἰπεῖν πρὸς τὴν Τύχην τοῖς κατορθώμασιν αὑτὴν ἐπιγράφουσαν


«Μή μου διάβαλλε τὴν ἀρετὴν μηδ´ ἀφαιροῦ περισπῶσα τὴν δόξαν. Δαρεῖος ἦν σὸν ἔργον, ὃν ἐκ δούλου καὶ ἀστάνδου βασιλέως κύριον Περσῶν ἐποίησας· καὶ Σαρδανάπαλος, ᾧ τὸ διάδημα τῆς βασιλείας πορφύραν ξαίνοντι περιέθηκας. Ἐγὼ δ´ εἰς Σοῦσα νικῶν δι´ Ἀρβήλων ἀναβέβηκα, καὶ Κιλικία μοι πλατεῖαν ἀνέῳξεν Αἴγυπτον, Κιλικίαν δὲ Γράνικος, ὃν Μιθριδάτῃ καὶ Σπιθριδάτῃ νεκροῖς ἐπιβὰς διεπέρασα. Κόσμει σεαυτὴν καὶ σεμνύνου βασιλεῦσιν ἀτρώτοις καὶ ἀναιμάκτοις· ἐκεῖνοι γὰρ εὐτυχεῖς ἦσαν, Ὦχοι καὶ Ἀρτοξέρξαι, οὓς εὐθὺς ἐκ γενετῆς τῷ Κύρου θρόνῳ ἐνίδρυσας. Τοὐμὸν δὲ σῶμα πολλὰ σύμβολα φέρει Τύχης ἀνταγωνιζομένης οὐ συμμαχούσης. Πρῶτον ἐν Ἰλλυριοῖς λίθῳ τὴν κεφαλὴν ὑπέρῳ δὲ τὸν τράχηλον ἠλοήθην· ἔπειτα περὶ Γράνικον τὴν κεφαλὴν βαρβαρικῇ μαχαίρᾳ διεκόπην, ἐν δ´ Ἰσσῷ ξίφει τὸν μηρόν· πρὸς δὲ Γάζῃ τὸ μὲν σφυρὸν ἐτοξεύθην, τὸν δ´ ὦμον ἐμπεσὼν βῶλος ἐξ ἕδρας περιεδίνησε· πρὸς δὲ Μαρακανδάνοις τοξεύμασι τὸ τῆς κνήμης ὀστέον διεσχίσθην· τὰ λοιπὰ δ´ Ἰνδῶν πληγαὶ καὶ βίαι - - - θυμῶν· ἐν Ἀσπασίοις ἐτοξεύθην τὸν ὦμον, ἐν δὲ Γανδρίδαις τὸ σκέλος· ἐν Μαλλοῖς βέλει μὲν ἀπὸ τόξου τὸ στέρνον ἐνερεισθέντι καὶ καταδύσαντι τὸν σίδηρον, ὑπέρου δὲ πληγῇ παρὰ τὸν τράχηλον, ὅτε προστεθεῖσαι τοῖς τείχεσιν αἱ κλίμακες ἐκλάσθησαν, ἐμὲ δ´ ἡ Τύχη μόνον συνεῖρξεν οὐδὲ λαμπροῖς ἀνταγωνισταῖς, ἀλλὰ βαρβάροις ἀσήμοις χαριζομένη τηλικοῦτον ἔργον· εἰ δὲ μὴ Πτολεμαῖος ὑπερέσχε τὴν πέλτην, Λιμναῖος δὲ πρὸ ἐμοῦ τοῖς μυρίοις ἀπαντήσας βέλεσιν ἔπεσεν, ἤρειψαν δὲ θυμῷ καὶ βίᾳ Μακεδόνες τὸ τεῖχος, ἔδει τάφον Ἀλεξάνδρου τὴν βάρβαρον ἐκείνην καὶ ἀνώνυμον κώμην γενέσθαι.»


III. Καὶ μὴν τὰ μὲν αὐτῆς τῆς στρατείας χειμῶνες, αὐχμοί, βάθη ποταμῶν, ἄορνα ὕψη, θηρίων ὑπερφυεῖς ὄψεις, ἄγριοι δίαιται, μεταβολαὶ δυναστῶν, παλιμπροδοσίαι· τὰ δὲ πρὸ τῆς στρατείας, ἐπεὶ τοῖς Φιλιππικοῖς πολέμοις ἐπέσπαιρεν ἡ Ἑλλάς, ἀπεσείοντο δ´ αἱ Θῆβαι τῶν ὅπλων τὴν Χαιρωνικὴν κόνιν ἐκ τοῦ πτώματος ἀνιστάμεναι, καὶ συνῆπτον αἱ Ἀθῆναι τὰς χεῖρας ὀρέγουσαι, πᾶσα δ´ ὕπουλος ἦν ἡ Μακεδονία πρὸς Ἀμύνταν ἀποβλέπουσα καὶ τοὺς Ἀερόπου παῖδας, ἀνερρήγνυντο δ´ Ἰλλυριοί, καὶ τὰ Σκυθῶν ἐπῃωρεῖτο τοῖς προσοίκοις νεωτερίζουσι, τὸ δὲ Περσικὸν χρυσίον διὰ τῶν ἑκασταχοῦ δημαγωγῶν ῥέον ἐκίνει τὴν Πελοπόννησον, κενοὶ δ´ οἱ Φιλίππου θησαυροὶ χρημάτων, καὶ προσῆν ἔτι δάνειον, ὡς Ὀνησίκριτος ἱστορεῖ, διακοσίων ταλάντων. Ἐν τοσαύτῃ πενίᾳ καὶ πράγμασι ταραχὰς ἔχουσι μειράκιον ἄρτι τὴν παιδικὴν παραλλάττον ἡλικίαν ἐθάρρησεν ἐλπίσαι Βαβυλῶνα καὶ Σοῦσα, μᾶλλον δὲ τὴν πάντων ἀνθρώπων ἀρχὴν εἰς νοῦν ἐμβαλέσθαι, τοῖς τρισμυρίοις, οἶμαι, πεζοῖς καὶ τετρακισχιλίοις ἱππεῦσι πιστεύσας· τοσοῦτοι γὰρ ἦσαν, ὡς Ἀριστόβουλός φησιν· ὡς δὲ Πτολεμαῖος ὁ βασιλεύς, τρισμύριοι πεζοὶ πεντακισχίλιοι δ´ ἱππεῖς· ὡς δ´ Ἀναξιμένης, τετρακισμύριοι πεζοὶ καὶ τρισχίλιοι, πεντακισχίλιοι δὲ καὶ πεντακόσιοι ἱππεῖς. Τὸ δὲ λαμπρὸν αὐτῷ καὶ μέγα παρασκευασθὲν ὑπὸ τῆς Τύχης ἐφόδιον ἑβδομήκοντα τάλαντ´ ἦν, ὥς φησιν Ἀριστόβουλος· ὡς δὲ Δοῦρις, τριάκοντα μόνον ἡμερῶν ἐπισιτισμός.




IV. Ἄβουλος οὖν καὶ προπετὴς Ἀλέξανδρος ἐξ εὐτελῶν οὕτως ἐπὶ τηλικαύτην δύναμιν ὁρμώμενος; Οὐ μὲν οὖν. Τίς γὰρ ἀπὸ μειζόνων ἢ καλλιόνων ἀφορμῶν ἀνήγετο μεγαλοψυχίας, συνέσεως, σωφροσύνης, ἀνδραγαθίας, αἷς αὐτὸν ἐφωδίαζε φιλοσοφία πρὸς τὴν στρατείαν; Καὶ πλείονας παρ´ Ἀριστοτέλους τοῦ καθηγητοῦ ἢ παρὰ Φιλίππου τοῦ πατρὸς ἀφορμὰς ἔχων διέβαινεν ἐπὶ Πέρσας. Ἀλλὰ τοῖς μὲν γράφουσιν, ὡς Ἀλέξανδρος ἔφη ποτὲ τὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσειαν ἀκολουθεῖν αὐτῷ τῆς στρατείας ἐφόδιον, πιστεύομεν, Ὅμηρον σεμνύνοντες· ἂν δέ τις φῇ τὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσειαν παραμύθια πόνου καὶ διατριβὴν ἕπεσθαι σχολῆς γλυκείας, ἐφόδιον δ´ ἀληθῶς γεγονέναι τὸν ἐκ φιλοσοφίας λόγον καὶ τοὺς περὶ ἀφοβίας καὶ ἀνδρείας ἔτι δὲ σωφροσύνης καὶ μεγαλοψυχίας ὑπομνηματισμούς, καταφρονοῦμεν· ὅτι δηλαδὴ περὶ συλλογισμῶν οὐδὲν οὐδὲ περὶ ἀξιωμάτων ἔγραψεν, οὐδ´ ἐν Λυκείῳ περίπατον συνέσχεν οὐδ´ ἐν Ἀκαδημείᾳ θέσεις εἶπεν· τούτοις γὰρ ὁρίζουσι φιλοσοφίαν οἱ λόγον αὐτὴν οὐκ ἔργον νομίζοντες. Καίτοι γ´ οὐδὲ Πυθαγόρας ἔγραψεν οὐδὲν οὐδὲ Σωκράτης οὐδ´ Ἀρκεσίλαος οὐδὲ Καρνεάδης, οἱ δοκιμώτατοι τῶν φιλοσόφων· καὶ οὐκ ἠσχολοῦντο περὶ πολέμους ἐκεῖνοι τηλικούτους, οὐδὲ βασιλεῖς βαρβάρους ἡμεροῦντες οὐδὲ πόλεις Ἑλληνίδας ἐγκτίζοντες ἀγρίοις ἔθνεσιν οὐδ´ ἄθεσμα καὶ ἀνήκοα φῦλα νόμους διδάσκοντες καὶ εἰρήνην τὴν γῆν ἐπῄεσαν, ἀλλὰ καὶ σχολάζοντες τὸ γράφειν παρίεσαν τοῖς σοφισταῖς. Πόθεν οὖν ἐπιστεύθησαν ἐκεῖνοι φιλοσοφεῖν; Ἀφ´ ὧν εἶπον ἢ ἀφ´ ὧν ἐβίωσαν ἢ ἀφ´ ὧν ἐδίδαξαν. Ἀπὸ τούτων κρινέσθω καὶ Ἀλέξανδρος· ὀφθήσεται γὰρ οἷς εἶπεν οἷς ἔπραξεν οἷς ἐπαίδευσε φιλόσοφος.

V. Καὶ πρῶτον τὸ παραδοξότατον, εἰ βούλει, σκόπει, τοὺς Ἀλεξάνδρου μαθητὰς τοῖς Πλάτωνος, τοῖς Σωκράτους ἀντιπαραβάλλων. Εὐφυεῖς οὗτοι καὶ ὁμογλώσσους ἐπαίδευον, εἰ μηδὲν ἄλλο, φωνῆς Ἑλληνίδος συνιέντας· καὶ πολλοὺς οὐκ ἔπεισαν, ἀλλὰ Κριτίαι καὶ Ἀλκιβιάδαι καὶ Κλειτοφῶντες, ὥσπερ χαλινὸν τὸν λόγον ἐκπτύσαντες, ἄλλῃ πη παρετράπησαν. Τὴν δ´ Ἀλεξάνδρου παιδείαν ἂν ἐπιβλέπῃς, Ὑρκανοὺς γαμεῖν ἐπαίδευσε καὶ γεωργεῖν ἐδίδαξεν Ἀραχωσίους, καὶ Σογδιανοὺς ἔπεισε πατέρας τρέφειν καὶ μὴ φονεύειν, καὶ Πέρσας σέβεσθαι μητέρας ἀλλὰ μὴ γαμεῖν. Ὢ θαυμαστῆς φιλοσοφίας, δι´ ἣν Ἰνδοὶ θεοὺς Ἑλληνικοὺς προσκυνοῦσι, Σκύθαι θάπτουσι τοὺς ἀποθανόντας οὐ κατεσθίουσι. Θαυμάζομεν τὴν Καρνεάδου δύναμιν, εἰ Κλειτόμαχον, Ἀσδρούβαν καλούμενον πρότερον καὶ Καρχηδόνιον τὸ γένος, ἑλληνίζειν ἐποίησε, θαυμάζομεν τὴν διάθεσιν Ζήνωνος, εἰ Διογένη τὸν Βαβυλώνιον ἔπεισε φιλοσοφεῖν· ἀλλ´ Ἀλεξάνδρου τὴν Ἀσίαν ἐξημεροῦντος Ὅμηρος ἦν ἀνάγνωσμα, Περσῶν καὶ Σουσιανῶν καὶ Γεδρωσίων παῖδες τὰς Εὐριπίδου καὶ Σοφοκλέους τραγῳδίας ᾖδον. Καὶ Σωκράτης μὲν ξένα παρεισάγων δαιμόνια δίκην τοῖς Ἀθήνησιν ὠφλίσκανε συκοφάνταις· διὰ δ´ Ἀλέξανδρον τοὺς Ἑλλήνων θεοὺς Βάκτρα καὶ Καύκασος προσεκύνησε. Πλάτων μὲν γὰρ μίαν γράψας πολιτείαν οὐδένα πέπεικεν αὐτῇ χρῆσθαι διὰ τὸ αὐστηρόν, Ἀλέξανδρος δ´ ὑπὲρ ἑβδομήκοντα πόλεις βαρβάροις ἔθνεσιν ἐγκτίσας καὶ κατασπείρας τὴν Ἀσίαν Ἑλληνικοῖς τέλεσι τῆς ἀνημέρου καὶ θηριώδους ἐκράτησε διαίτης. Καὶ τοὺς μὲν Πλάτωνος ὀλίγοι νόμους ἀναγιγνώσκομεν, τοῖς δ´ Ἀλεξάνδρου μυριάδες ἀνθρώπων ἐχρήσαντο καὶ χρῶνται, μακαριώτεροι τῶν διαφυγόντων Ἀλέξανδρον οἱ κρατηθέντες γενόμενοι· τοὺς μὲν γὰρ οὐδεὶς ἔπαυσεν ἀθλίως ζῶντας, τοὺς δ´ ἠνάγκασεν εὐδαιμονεῖν ὁ νικήσας. Ὥσθ´ ὅπερ εἶπε Θεμιστοκλῆς, ὁπηνίκα φυγὼν ἔτυχε δωρεῶν μεγάλων παρὰ βασιλέως καὶ τρεῖς πόλεις ὑποφόρους ἔλαβε, τὴν μὲν εἰς σῖτον τὴν δ´ εἰς οἶνον τὴν δ´ εἰς ὄψον,


«Ὦ παῖδες, ἀπωλόμεθ´ ἄν, εἰ μὴ ἀπωλόμεθα,»


τοῦτο περὶ τῶν ἁλόντων ὑπ´ Ἀλεξάνδρου δικαιότερόν ἐστιν εἰπεῖν·


«Οὐκ ἂν ἡμερώθησαν, εἰ μὴ ἐκρατήθησαν.»


Οὐκ ἂν εἶχεν Ἀλεξάνδρειαν Αἴγυπτος οὐδὲ Μεσοποταμία Σελεύκειαν οὐδὲ Προφθασίαν Σογδιανὴ οὐδ´ Ἰνδία Βουκεφαλίαν οὐδὲ πόλιν Ἑλλάδα Καύκασος παροικοῦσαν, αἷς ἐμπολισθείσαις ἐσβέσθη τὸ ἄγριον καὶ μετέβαλε τὸ χεῖρον ὑπὸ τοῦ κρείττονος ἐθιζόμενον. Εἰ τοίνυν μέγιστον μὲν οἱ φιλόσοφοι φρονοῦσιν ἐπὶ τῷ τὰ σκληρὰ καὶ ἀπαίδευτα τῶν ἠθῶν ἐξημεροῦν καὶ μεθαρμόζειν, μυρία δὲ φαίνεται γένη καὶ φύσεις θηριώδεις μεταβαλὼν Ἀλέξανδρος, εἰκότως ἂν φιλοσοφώτατος νομίζοιτο.




VI. Καὶ μὴν ἡ πολὺ θαυμαζομένη πολιτεία τοῦ τὴν Στωικῶν αἵρεσιν καταβαλομένου Ζήνωνος εἰς ἓν τοῦτο συντείνει κεφάλαιον, ἵνα μὴ κατὰ πόλεις μηδὲ δήμους οἰκῶμεν ἰδίοις ἕκαστοι διωρισμένοι δικαίοις, ἀλλὰ πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καὶ πολίτας, εἷς δὲ βίος ᾖ καὶ κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης. Τοῦτο Ζήνων μὲν ἔγραψεν ὥσπερ ὄναρ ἢ εἴδωλον εὐνομίας φιλοσόφου καὶ πολιτείας ἀνατυπωσάμενος, Ἀλέξανδρος δὲ τῷ λόγῳ τὸ ἔργον παρέσχεν. Οὐ γάρ, ὡς Ἀριστοτέλης συνεβούλευεν αὐτῷ, τοῖς μὲν Ἕλλησιν ἡγεμονικῶς τοῖς δὲ βαρβάροις δεσποτικῶς χρώμενος, καὶ τῶν μὲν ὡς φίλων καὶ οἰκείων ἐπιμελόμενος τοῖς δ´ ὡς ζῴοις ἢ φυτοῖς προσφερόμενος, πολέμων πολλῶν καὶ φυγῶν ἐνέπλησε καὶ στάσεων ὑπούλων τὴν ἡγεμονίαν, ἀλλὰ κοινὸς ἥκειν θεόθεν ἁρμοστὴς καὶ διαλλακτὴς τῶν ὅλων νομίζων, οὓς τῷ λόγῳ μὴ συνῆγε τοῖς ὅπλοις βιαζόμενος καὶ εἰς ταὐτὸ συνενεγκὼν τὰ πανταχόθεν, ὥσπερ ἐν κρατῆρι φιλοτησίῳ μίξας τοὺς βίους καὶ τὰ ἤθη καὶ τοὺς γάμους καὶ τὰς διαίτας, πατρίδα μὲν τὴν οἰκουμένην προσέταξεν ἡγεῖσθαι πάντας, ἀκρόπολιν δὲ καὶ φρουρὰν τὸ στρατόπεδον, συγγενεῖς δὲ τοὺς ἀγαθούς, ἀλλοφύλους δὲ τοὺς πονηρούς· τὸ δ´ Ἑλληνικὸν καὶ βαρβαρικὸν μὴ χλαμύδι μηδὲ πέλτῃ μηδ´ ἀκινάκῃ μηδὲ κάνδυι διορίζειν, ἀλλὰ τὸ μὲν Ἑλληνικὸν ἀρετῇ τὸ δὲ βαρβαρικὸν κακίᾳ τεκμαίρεσθαι, κοινὰς δ´ ἐσθῆτας ἡγεῖσθαι καὶ τραπέζας καὶ γάμους καὶ διαίτας, δι´ αἵματος καὶ τέκνων ἀνακεραννυμένους.




VII. Δημάρατος μὲν οὖν ὁ Κορίνθιος εἷς ὢν τῶν Φιλίππου ξένων καὶ φίλων, ὅτ´ Ἀλέξανδρον εἶδεν ἐν Σούσοις, περιχαρὴς γενόμενος καὶ δακρύσας μεγάλης ἔφη χαρᾶς ἐστερῆσθαι τοὺς ἔμπροσθεν τεθνηκότας Ἕλληνας, ὅτι Ἀλέξανδρον οὐκ εἶδον ἐν τῷ Δαρείου θρόνῳ καθεζόμενον· ἐγὼ δ´ οὐδὲ τούτου μὰ Δία τοῦ θεάματος ζηλῶ τοὺς ἰδόντας, ὃ καὶ τύχης ἦν καὶ κοινὸν ἑτέρων βασιλέων· ἀλλ´ ἐκείνης ἡδέως ἄν μοι δοκῶ γενέσθαι τῆς καλῆς καὶ ἱερᾶς νυμφαγωγίας θεατής, ὅτε μιᾷ σκηνῇ χρυσωρόφῳ περιλαβών, ἐφ´ ἑστίας κοινῆς καὶ τραπέζης, ἑκατὸν Περσίδας νύμφας καὶ ἑκατὸν νυμφίους Μακεδόνας καὶ Ἕλληνας, αὐτὸς ἐστεφανωμένος πρῶτος ἀναμέλπων τὸν ὑμέναιον, ὥσπερ φιλοτήσιον ἐπᾴδων μέλος εἰς κοινωνίαν συνιοῦσι τοῖς μεγίστοις καὶ δυνατωτάτοις γένεσι, μιᾶς νυμφίος, πασῶν δὲ νυμφαγωγὸς ἅμα καὶ πατὴρ καὶ ἁρμοστὴς κατὰ ζυγὰ συνῆπτεν. Ἡδέως γὰρ ἂν εἶπον


«Ὦ βάρβαρε Ξέρξη καὶ ἀνόητε καὶ μάτην πολλὰ περὶ τὴν Ἑλλησποντίαν πονηθεὶς γέφυραν, οὕτως ἔμφρονες βασιλεῖς Ἀσίαν Εὐρώπῃ συνάπτουσιν, οὐ ξύλοις οὐδὲ σχεδίαις οὐδ´ ἀψύχοις καὶ ἀσυμπαθέσι δεσμοῖς, ἀλλ´ ἔρωτι νομίμῳ καὶ γάμοις σώφροσι καὶ κοινωνίαις παίδων τὰ γένη συνάπτοντες.»


VIII. Πρὸς τοῦτον ἀποβλέπων τὸν κόσμον Ἀλέξανδρος οὐ τὴν ἐσθῆτα προσήκατο τὴν Μηδικήν, ἀλλὰ τὴν Περσικὴν πολλῷ τῆς Μηδικῆς εὐτελεστέραν οὖσαν. Τὰ γὰρ ἔξαλλα καὶ τραγικὰ τοῦ βαρβαρικοῦ κόσμου παραιτησάμενος, οἷον τιάραν καὶ κάνδυν καὶ ἀναξυρίδας, ἐκ τοῦ Περσικοῦ καὶ Μακεδονικοῦ τρόπου μεμιγμένην τινὰ στολὴν ἐφόρει, καθάπερ Ἐρατοσθένης ἱστόρηκεν, ὡς μὲν φιλόσοφος τοῖς ἀδιαφόροις χρώμενος, ὡς δ´ ἡγεμὼν κοινὸς καὶ βασιλεὺς φιλάνθρωπος τῇ περὶ τὴν ἐσθῆτα τιμῇ τὴν τῶν κεκρατημένων ἀνακτώμενος εὔνοιαν, ἵνα βεβαίως παραμένωσιν ἀγαπῶντες ὡς ἄρχοντας Μακεδόνας, μὴ μισοῦντες ὡς πολεμίους. Τοὐναντίον γὰρ ἦν ἀσόφου καὶ τετυφωμένης ψυχῆς τὴν μὲν αὐτόχρουν χλαμύδα θαυμάζειν τὸν δὲ παραπόρφυρον χιτῶνα δυσχεραίνειν, ἢ πάλιν ἐκεῖνα μὲν ἀτιμάζειν τούτοις δ´ ἐκπεπλῆχθαι, δίκην νηπίου παιδὸς φυλάττοντα τὴν περιβολήν, ἣν ἡ πάτριος αὐτῷ συνήθεια καθάπερ τίτθη περιέθηκε. Ζῷα θηρεύοντες ἄνθρωποι δορὰς ἐλάφων περιτίθενται καὶ πτερωτοῖς ἀμπέχονται χιτωνίσκοις ἄγραις ἐπιχειροῦντες ὀρνίθων καὶ φυλάττονται ταύροις ὀφθῆναι φοινικίδας ἔχοντες, ἐλέφασι δὲ λευκοὺς χιτῶνας· ἐρεθίζεται γὰρ ὑπὸ τῶν χρωμάτων τὰ ζῷα τούτων καὶ διαθηριοῦται. Εἰ δὲ βασιλεὺς μέγας ἔθνη δυσκάθεκτα καὶ μαχόμενα καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μειλισσόμενος ἐσθῆσιν οἰκείαις καὶ συνήθεσιν ἐξεπράυνε διαίταις καὶ κατέστελλεν, οἰκειούμενος αὐτῶν τὸ δύσθυμον καὶ παρηγορῶν τὸ σκυθρωπόν, ἐγκαλοῦσιν, οὐχὶ θαυμάζουσι τὴν σοφίαν, ὅτι τῷ τυχόντι μετασχηματισμῷ τὴν Ἀσίαν ἐδημαγώγησε, τοῖς μὲν ὅπλοις τῶν σωμάτων ἐπικρατήσας, τῇ δ´ ἐσθῆτι τὰς ψυχὰς προσαγαγόμενος; καίτοι γ´ Ἀρίστιππον θαυμάζουσι τὸν Σωκρατικόν, ὅτι καὶ τρίβωνι λιτῷ καὶ Μιλησίᾳ χλανίδι χρώμενος δι´ ἀμφοτέρων ἐτήρει τὸ εὔσχημον· Ἀλεξάνδρῳ δ´ ἐγκαλοῦσιν, ὅτι τὴν πάτριον ἐσθῆτα κοσμῶν οὐδὲ τὴν δορίκτητον ὑπερεῖδε, μεγάλων πραγμάτων καταβαλλόμενος ἀρχάς. Οὐ γὰρ λῃστρικῶς τὴν Ἀσίαν καταδραμὼν οὐδ´ ὥσπερ ἅρπαγμα καὶ λάφυρον εὐτυχίας ἀνελπίστου σπαράξαι καὶ ἀνασύρασθαι διανοηθείς, καθάπερ ὕστερον μὲν Ἀννίβας Ἰταλίαν, πρότερον δὲ Τρῆρες Ἰωνίαν καὶ Σκύθαι Μηδίαν ἐπῆλθον· ἀλλ´ ἑνὸς ὑπήκοα λόγου τὰ ἐπὶ γῆς καὶ μιᾶς πολιτείας, ἕνα δῆμον ἀνθρώπους ἅπαντας ἀποφῆναι βουλόμενος, οὕτως ἑαυτὸν ἐσχημάτιζεν· εἰ δὲ μὴ ταχέως ὁ δεῦρο καταπέμψας τὴν Ἀλεξάνδρου ψυχὴν ἀνεκαλέσατο δαίμων, εἷς ἂν νόμος ἅπαντας ἀνθρώπους διῳκεῖτο καὶ πρὸς ἓν δίκαιον ὡς πρὸς κοινὸν ἐπέβλεπον φῶς. Νῦν δὲ τῆς γῆς ἀνήλιον μέρος ἔμεινεν, ὅσον Ἀλέξανδρον οὐκ εἶδεν.




IX. Οὐκοῦν πρώτη μὲν ἡ τῆς στρατείας ὑπόθεσις φιλόσοφον τὸν ἄνδρα συνίστησιν, οὐχ ἑαυτῷ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν ἀλλὰ πᾶσιν ἀνθρώποις ὁμόνοιαν καὶ εἰρήνην καὶ κοινωνίαν πρὸς ἀλλήλους παρασκευάσαι διανοηθέντα. Δεύτερον δ´ αὐτοῦ καὶ τὰς φωνὰς ἴδωμεν, ἐπεὶ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἤθη βασιλέων καὶ δυναστῶν μάλιστα ταῖς φωναῖς αἱ ψυχαὶ προβάλλουσιν. Ἀντίγονος ὁ γέρων, σοφιστοῦ τινος αὐτῷ σύγγραμμα προσδόντος περὶ δικαιοσύνης,


«Ἀβέλτερος εἶ» εἶπεν «ὃς ὁρῶν με τὰς ἀλλοτρίας πόλεις τύπτοντα λέγεις περὶ δικαιοσύνης.»
Διονύσιος δ´ ὁ τύραννος ἐκέλευε τοὺς μὲν παῖδας ἀστραγάλοις τοὺς δ´ ἄνδρας ὅρκοις ἐξαπατᾶν. Τοῖς δὲ Σαρδαναπάλου μνημείοις ἐπιγέγραπται


«Ταῦτ´ ἔχω ὅσς´ ἔφαγον καὶ ἐφύβρισα.»
Τίς οὐκ ἂν εἴποι τῶν ἀποφθεγμάτων τούτων τῷ μὲν ἐμφαίνεσθαι φιληδονίαν, τῷ δ´ ἀθεότητα, τῷ δ´ ἀδικίαν καὶ πλεονεξίαν; τῶν δ´ Ἀλεξάνδρου φωνῶν ἂν ἀφέλῃς τὸ διάδημα καὶ τὸν Ἄμμωνα καὶ τὴν εὐγένειαν, Σωκράτους ἢ Πλάτωνος ἢ Πυθαγόρου σοι φανοῦνται. Μὴ γὰρ ἃς οἱ ποιηταὶ ταῖς εἰκόσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἀνδριᾶσι μεγαληγορίας ἐπεχάραττον, οὐ τῆς μετριότητος ἀλλὰ τῆς δυνάμεως τῆς Ἀλεξάνδρου στοχαζόμενοι, σκοπῶμεν·


«Αὐδασοῦντι δ´ ἔοικεν ὁ χάλκεος εἰς Δία λεύσσων·
Γᾶν ὑπ´ ἐμοὶ τίθεμαι· Ζεῦ, σὺ δ´ Ὄλυμπον ἔχε.»
Καὶ


«Ἀλέξανδρος ἐγὼ Διὸς μὲν υἱός.»
Ταῦτα μὲν οὖν. Ὡς ἔφην, οἱ ποιηταὶ κολακεύοντες αὐτοῦ τὴν τύχην προσεῖπον· τῶν δ´ ἀληθινῶν ἀποφθεγμάτων Ἀλεξάνδρου πρῶτον ἄν τις τὰ παιδικὰ διέλθοι. Ποδωκέστατος γὰρ τῶν ἐφ´ ἡλικίας νέων γενόμενος καὶ τῶν ἑταίρων αὐτὸν ἐπ´ Ὀλύμπια παρορμώντων, ἠρώτησεν εἰ βασιλεῖς ἀγωνίζονται· τῶν δ´ «Οὔ» φαμένων ἄδικον εἶπεν εἶναι τὴν ἅμιλλαν, ἐν ᾗ νικήσει μὲν ἰδιώτας νικηθήσεται δὲ βασιλεύς. Τοῦ δὲ πατρὸς Φιλίππου λόγχῃ τὸν μηρὸν ἐν Τριβαλλοῖς διαπαρέντος καὶ τὸν μὲν κίνδυνον διαφυγόντος ἀχθομένου δὲ τῇ χωλότητι, «θάρρει πάτερ» ἔφη «καὶ πρόιθι φαιδρῶς, ἵνα τῆς ἀρετῆς κατὰ βῆμα μνημονεύῃς».


Ταῦτ´ οὐκ ἔστι διανοίας φιλοσόφου καὶ διὰ τὸν ἐπὶ τοῖς καλοῖς ἐνθουσιασμὸν ἤδη τῶν τοῦ σώματος ἐλαττωμάτων κατεξανισταμένης; πῶς γὰρ αὐτὸν οἴει τοῖς ἰδίοις ἀγάλλεσθαι τραύμασι, καθ´ ἕκαστον μέρος ἔθνους μνημονεύοντα καὶ νίκης καὶ πόλεων ἁλισκομένων καὶ βασιλέων παραδιδόντων, οὐκ ἐγκαλυπτόμενον οὐδὲ κατακρύπτοντα τὰς οὐλάς, ἀλλ´ ὥσπερ εἰκόνας ἐγκεχαραγμένας ἀρετῆς καὶ ἀνδραγαθίας περιφέροντα;




X. Καὶ μὴν εἴ ποτε γένοιτο τῶν Ὁμήρου σύγκρισις ἐπῶν ἐν ταῖς διατριβαῖς ἢ παρὰ τὰ συμπόσια, ἄλλον ἄλλου στίχον προκρίνοντος, αὐτὸς ὡς διαφέροντα πάντων ἐνέκρινε τοῦτον,


«ἀμφότερον βασιλεύς τ´ ἀγαθὸς κρατερός τ´ αἰχμητής·»
ὃν ἄλλος ἔπαινον τῷ χρόνῳ προέλαβε, τοῦτον αὑτῷ νόμον κεῖσθαι λογιζόμενος, ὥστ´ εἰπεῖν Ὅμηρον ὅτι τῷ αὐτῷ μέτρῳ τὴν μὲν Ἀγαμέμνονος ἀνδραγαθίαν κεκόσμηκε, τὴν δ´ Ἀλεξάνδρου μεμάντευται. Διαβὰς τοίνυν τὸν Ἑλλήσποντον ἐθεᾶτο τὴν Τροίαν ἀνατυπούμενος τὰς ἡρωικὰς πράξεις· καί τινος αὐτῷ τῶν ἐγχωρίων ὑποσχομένου τὴν Πάριδος λύραν εἰ βούλοιτο δώσειν


«Οὐδέν» ἔφη «τῆς ἐκείνου δέομαι· τὴν γὰρ Ἀχιλλέως κέκτημαι, πρὸς ἣν ἐκεῖνος ἀνεπαύετο
ἄειδε δ´ ἄρα κλέα ἀνδρῶν·
ἡ δὲ Πάριδος πάντως μαλακήν τινα καὶ θήλειαν ἁρμονίαν ἐρωτικοῖς ἔψαλλε μέλεσι.»
Φιλοσόφου τοίνυν ἐστὶ ψυχῆς σοφίας ἐρᾶν καὶ σοφοὺς ἄνδρας θαυμάζειν μάλιστα· τοῦτο δ´ Ἀλεξάνδρῳ προσῆν ὡς οὐδενὶ τῶν βασιλέων. Καὶ πῶς μὲν εἶχε πρὸς Ἀριστοτέλην εἴρηται καὶ ὅτι τὸν μὲν ἁρμονικὸν Ἀνάξαρχον ἐντιμότατον τῶν φίλων ἐνόμιζε· Πύρρωνι δὲ τῷ Ἠλείῳ πρῶτον ἐντυχόντι μυρίους χρυσοῦς ἔδωκε, Ξενοκράτει δὲ τῷ Πλάτωνος συνήθει πεντήκοντα τάλαντα δωρεὰν ἔπεμψεν· Ὀνησίκριτον δὲ τὸν Διογένους τοῦ Κυνὸς μαθητὴν ὅτι ἄρχοντα τῶν κυβερνητῶν κατέστησεν, ὑπὸ πλειόνων ἱστόρηται. Διογένει δ´ αὐτῷ περὶ Κόρινθον εἰς λόγους ἐλθὼν οὕτως ἔφριξε καὶ κατεπλάγη τὸν βίον καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνδρός, ὥστε πολλάκις αὐτοῦ μνημονεύων λέγειν


«εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην,»
τουτέστιν


«ἠσχολούμην ἂν περὶ λόγους, εἰ μὴ δι´ ἔργων ἐφιλοσόφουν.»
Οὐκ εἶπεν


«εἰ μὴ βασιλεὺς ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην,»
οὐδ´


«εἰ μὴ πλούσιος καὶ Ἀργεάδης·»
οὐ γὰρ προέκρινε τὴν τύχην τῆς σοφίας οὐδὲ τὴν πορφύραν καὶ τὸ διάδημα τῆς πήρας καὶ τοῦ τρίβωνος· ἀλλ´ εἶπεν


«εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην,»
τουτέστιν


«εἰ μὴ τὰ βαρβαρικὰ τοῖς Ἑλληνικοῖς κεράσαι διενοούμην καὶ πᾶσαν ἤπειρον ἐπιὼν ἐξημερῶσαι, καὶ πέρατα γῆς ἀνερευνῶν καὶ θαλάττης ὠκεανῷ προσερεῖσαι Μακεδονίαν, καὶ τὴν Ἑλλάδα σπεῖραι καὶ καταχέασθαι γένους παντὸς εὐδικίαν καὶ εἰρήνην, οὐκ ἂν ἐν ἀπράκτῳ τρυφῶν ἐξουσίᾳ καθήμην, ἀλλ´ ἐζήλουν ἂν τὴν Διογένους εὐτέλειαν. Νῦν δὲ σύγγνωθι, Διόγενες, Ἡρακλέα μιμοῦμαι καὶ Περσέα ζηλῶ, καὶ τὰ Διονύσου μετιὼν ἴχνη, θεοῦ γενάρχου καὶ προπάτορος, βούλομαι πάλιν ἐν Ἰνδίᾳ νικῶντας Ἕλληνας ἐγχορεῦσαι καὶ τοὺς ὑπὲρ Καύκασον ὀρείους καὶ ἀγρίους τῶν βακχικῶν κώμων ἀναμνῆσαι. Κἀκεῖ τινες εἶναι λέγονται στερρᾶς καὶ γυμνήτιδος σοφίας ἐθάδες ἄνδρες ἱεροὶ καὶ αὐτόνομοι, θεῷ σχολάζοντες, εὐτελέστεροι Διογένους, οὐδὲν πήρας δεόμενοι· τροφὴν γὰρ οὐκ ἀποτίθενται, πρόσφατον ἀεὶ καὶ νέαν ἀπὸ γῆς ἔχοντες· ποτὸν δὲ ποταμοὶ ῥέουσι· φύλλα δ´ αὐτοῖς δένδρων ἀποχυθέντα καὶ πόα γῆς ἐγκατακλιθῆναι. Δι´ ἐμὲ κἀκεῖνοι Διογένη γνώσονται καὶ Διογένης ἐκείνους. Δεῖ κἀμὲ νόμισμα παρακόψαι καὶ παραχαράξαι τὸ βαρβαρικὸν Ἑλληνικῇ πολιτείᾳ».


XI. Εἶεν· αἱ δὲ δὴ πράξεις αὐτοῦ πότερον αὐτοματισμὸν ἐπιφαίνουσι τύχης καὶ βίαν πολεμικὴν καὶ χειροκρατίαν ἢ πολλὴν μὲν ἀνδρείαν καὶ δικαιοσύνην πολλὴν δὲ σωφροσύνην καὶ πραότητα μετὰ κόσμου καὶ συνέσεως, νήφοντι καὶ πεπνυμένῳ τῷ λογισμῷ πάντα πράττοντος; οὐ γὰρ ἔστιν εἰπεῖν διακρίναντά με μὰ τοὺς θεούς, ὅτι τοῦτο μὲν ἀνδρείας, τοῦτο δὲ φιλανθρωπίας, τοῦτο δ´ ἐγκρατείας· ἀλλὰ πᾶν ἔργον ἐκ πασῶν ἔοικε τῶν ἀρετῶν μεμῖχθαι, βεβαιοῦντος αὐτοῦ τὸν Στωικὸν ἐκεῖνον λόγον, ὅτι πᾶν, ὃ ἂν δρᾷ ὁ σοφός, κατὰ πᾶσαν ἀρετὴν ἐνεργεῖ, καὶ μία μέν, ὡς ἔοικεν, ἀρετὴ πρωταγωνιστεῖ πράξεως ἑκάστης, παρακαλεῖ δὲ τὰς ἄλλας καὶ συνεντείνει πρὸς τὸ τέλος. Ἰδεῖν γοῦν ἔστιν ἐν Ἀλεξάνδρῳ τὸ μὲν πολεμικὸν φιλάνθρωπον, τὸ δὲ πρᾶον ἀνδρῶδες, τὸ δὲ χαριστικὸν οἰκονομικόν, τὸ δὲ θυμικὸν εὐδιάλλακτον, τὸ δ´ ἐρωτικὸν σῶφρον, τὸ δ´ ἀνειμένον οὐκ ἀργόν, τὸ δ´ ἐπίπονον οὐκ ἀπαραμύθητον. Τίς ἔμιξε πολέμοις ἑορτάς; τίς δὲ κώμοις στρατείας; τίς δὲ πολιορκίαις καὶ παρατάξεσι βακχείας καὶ γάμους καὶ ὑμεναίους; τίς ἀδικοῦσιν ἐχθρότερος ἢ δυστυχοῦσιν ἡμερώτερος; τίς μαχομένοις βαρύτερος ἢ δεομένοις εὐγνωμονέστερος; ἔπεισί μοι τὸ τοῦ Πώρου δεῦρο μετενεγκεῖν. Ἐκεῖνος γὰρ ὡς ἤχθη πρὸς Ἀλέξανδρον αἰχμάλωτος, πυθομένου πῶς αὐτῷ χρήσηται,


«βασιλικῶς» εἶπεν «ὦ Ἀλέξανδρε.»
Πάλιν δ´ ἐπερομένου


«μή τι ἄλλο;»
«οὐδέν» εἶπε «πάντα γὰρ ἐστιν ἐν τῷ βασιλικῶς.»
Κἀμοὶ δὴ ταῖς Ἀλεξάνδρου πράξεσιν ἔπεισιν ἐπιφωνεῖν ἀεί «φιλοσόφως»· ἐν τούτῳ γὰρ πάντ´ ἔνεστι. Ῥωξάνης ἐρασθεὶς τῆς Ὀξυάρτου θυγατρὸς ἐν ταῖς αἰχμαλωτίσι χορευούσης οὐχ ὕβρισεν ἀλλ´ ἔγημε· φιλοσόφως. Δαρεῖον ἰδὼν κατηκοντισμένον οὐκ ἔθυσεν οὐδ´ ἐπαιάνισεν ὡς τοῦ μακροῦ πολέμου τέλος ἔχοντος, ἀλλὰ τὴν χλαμύδα τὴν ἑαυτοῦ περιελὼν ἐπέρριψε τῷ νεκρῷ καθάπερ τινὰ τύχης βασιλικῆς νέμεσιν συγκαλύπτων· φιλοσόφως. Ἐπιστολὴν δέ ποτε τῆς μητρὸς ἀπόρρητον διερχόμενος, Ἡφαιστίωνος ὡς ἔτυχε παρακαθημένου καὶ ἁπλῶς συναναγινώσκοντος, οὐκ ἐκώλυσεν, ἀλλὰ τὸν δακτύλιον ἑαυτοῦ τῷ στόματι προσέθηκεν αὐτοῦ, κατασφραγισάμενος φιλικῇ πίστει τὴν σιωπήν· φιλοσόφως. Εἰ γὰρ ταῦτ´ οὐκ ἔστι φιλοσόφως, τίν´ ἐστὶν ἄλλα;




XII. Παραθῶμεν τὰ τῶν ὁμολογουμένων φιλοσόφων. Σωκράτης ἠνέσχετο συγκοιμηθέντος Ἀλκιβιάδου· Ἀλέξανδρος δέ, Φιλοξένου τοῦ τῆς παραλίας ὑπάρχου γράψαντος, ὅτι παῖς ἐν Ἰωνίᾳ γέγονεν οἷος οὐκ ἄλλος ὥραν καὶ εἶδος, καὶ πυνθανομένου διὰ τῶν γραμμάτων εἰ ἀναπέμψῃ, πικρῶς ἀντέγραψεν


«Ὦ κάκιστ´ ἀνθρώπων, τί μοι πώποτε τοιοῦτον συνέγνως, ἵνα τοιαύταις με κολακεύσῃς ἡδοναῖς;»
Ξενοκράτην, πεντήκοντα τάλαντα δωρεὰν Ἀλεξάνδρου πέμψαντος, ὅτι οὐκ ἔλαβε θαυμάζομεν· τὸ δὲ δοῦναι, οὔ; ἢ οὐχ ὁμοίως καταφρονεῖν χρημάτων δοκοῦμεν τὸν μὴ προσιέμενον καὶ τὸν χαριζόμενον; οὐκ ἐδεῖτο πλούτου Ξενοκράτης διὰ φιλοσοφίαν, Ἀλέξανδρος δ´ ἐδεῖτο διὰ φιλοσοφίαν, ἵνα τοιούτοις χαρίζηται. - - Τοῦτο ποσάκις Ἀλέξανδρος εἶπε βαλλόμενος, ἐκβιαζόμενος; καίτοι κρίσεις μὲν ὀρθὰς πᾶσιν ἐνυπάρχειν ἀνθρώποις νομίζομεν (ἡ γὰρ φύσις ἀγωγός ἐστιν ἀφ´ ἑαυτῆς πρὸς τὸ καλόν), οἱ δὲ φιλόσοφοι τῶν πολλῶν διαφέρουσι τῷ τὰς κρίσεις ἔχειν ἐρρωμένας παρὰ τὰ δεινὰ καὶ πεπηγυίας· ἐπεὶ οὐ μετὰ τῶν τοιούτων προλήψεων

«Εἷς οἰωνὸς ἄριστος»
καί
«Πέρας μέν ἐστιν ἅπασιν ἀνθρώποις ὁ θάνατος.»
Ἀλλὰ θραύουσιν οἱ καιροὶ παρὰ τὰ δεινὰ τοὺς λογισμούς, καὶ τὰς κρίσεις ἐκκρούουσιν αἱ φαντασίαι τῶν κινδύνων ἐγγὺς γενομένων. «Φόβος γάρ οὐ» μόνον «μνήμην ἐκπλήττει» κατὰ τὸν Θουκυδίδην, ἀλλὰ καὶ προαίρεσιν πᾶσαν καὶ φιλοτιμίαν καὶ ὁρμήν, εἰ μὴ μηρίνθους φιλοσοφία περιτέθεικεν. - -
Η Μάχη των Γαυγαμήλων : Ο Μέγας Αλέξανδρος γίνεται κυρίαρχος της ...