ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Βιβλίο 5 55-85
5.55
ἀλλ' ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ' ἐοῦσαν,
ἔνθ' ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤϊεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐϋπλόκαμος· τὴν δ' ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ' ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόσε δ' ὀδμὴ
5.60
κέδρου τ' εὐκεάτοιο θύου τ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων· ἡ δ' ἔνδον ἀοιδιάουσ' ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ' ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
5.65
ἔνθα δέ τ' ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ' ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ' αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι.
5.70
κρῆναι δ' ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ' ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.
5.75
ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος Ἀργεϊφόντης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,
αὐτίκ' ἄρ' εἰς εὐρὺ σπέος ἤλυθεν. οὐδέ μιν ἄντην
ἠγνοίησεν ἰδοῦσα Καλυψώ, δῖα θεάων·
οὐ γάρ τ' ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται
5.80
ἀθάνατοι, οὐδ' εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει.
οὐδ' ἄρ' Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ἔνδον ἔτετμεν,
ἀλλ' ὅ γ' ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ,
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Κι ὅποιος στὴν νῆσο ἔφθανε, ἐκεῖ μακριά στὰ ξένα,
ποῦ πρόβαλε σὰν λούλουδο, ἡ στεριά ἀπ’ τον βυθό
μελωδικά, ἐκεῖ ἦταν μέγα σπήλαιο ποῦ μέσα του μία νύμφη
πανώρια κατοικοῦσε. Καὶ αὐτή ἀμέσως τον γοήτευε.
Φλόγα τρανή πάνω σε σχάρα ἄναβαν, καὶ με θυσίες
5.30
καλόκαυτων κέδρου κλαδιῶν, την νῆσο ἀρωμάτιζαν
σὰν καίγονταν. Κι αὐτή ἐκεῖ καθότανε καὶ γλυκοτραγουδούσε
ὑφαίνοντας ἕνα ἱστὸ, με μία χρυσή σαΐτα.
Κι ἀγνάντευε ὁλόγυρα το ἁπλωμένο δάσος, πέρα ἀπὸ το σπήλαιο ,
πού ἦταν με ἰτιὲς, βελανιδιές, κι κυπαρίσσια εὐωδιαστά γεμᾶτο.
5.65
Ἐδῶ πουλιά φωλιάζανε, ποὺ ἁρπακτικά πετοῦσαν,
μπούφοι μικροί καὶ κόρακες, καὶ φλύαρα γλαρόνια
ποὺ μὲς την θάλασσα βουτοῦν ἐκεῖ ὅπου ψαρεύουν.
Καὶ τις σπηλιές τις στολίζονταν κλίματα καὶ σταφύλια
Πού ἦταν χλωρά καὶ νεαρά, ὅλο χυμούς γεμᾶτα.
5.70
Καὶ τέσσερις πηγούλες στὴν σειρά, νεράκι γάργαρο τρέχαν.
καὶ ἀπὸ κεῖ ξεχυνόταν, σ ὅλα τα γύρω μέρη.
Παντοῦ λιβάδια εὔφορα, με σέλινα καὶ βιόλες
ὅπου φυτρώνανε χλωρά. Ἀκόμη καὶ ἀθάνατου ἄν πήγαινε
ἐκεῖ πέρα, θὰ ἠρεμοῦσε ὁ λογισμός ὅταν αὐτὰ κοιτοῦσε.
5.75
Ἔτσι ἐδῶ καὶ ὁ Ἔρμής θαύμασε, πού σκότωσε τον Ἅργο.
Κι εὐθύς μετά ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, ἠρέμησε καὶ μπῆκε στὴν σπηλιά
μέσα ἐκεῖ στὸ βάθος της. Καὶ δὲν μποροῦσε ἡ Καλυψώ
νὰ μὴν τον ἀναγνωρίσει, ἡ ἀθάνατη θεσπέσια.
Γιατί δὲν εἶναι ἄγνωστοι, οἱ θεοί ἀναμεταξύ τους
5.80
ἀφοῦ μαζί συλλειτουργοῦν καὶ ἀπόμακρα σὰν εἶναι.
Μέσα δὲν ἦταν ὁ Ὀδυσσεύς, ποὺ ἦταν ἀνδρειωμένος,
μὰ στὴν ἀκτῆ βρισκότανε, νὰ κλαίει καὶ πάλι καθισμένος
με δάκρυα καὶ στοχασμούς, ποῦ τάραζαν την ψυχή του.
ΣΧΟΛΙΟ:
Οἱ θεοί συνυπάρχουν καὶ συλλειτουργοῦν, ἀκόμη
Καὶ ἄν βρίσκονται σε ἀπομακρυσμένα μέρη.
ΕΙΚΟΝΑ
Ἡ Καλυψώ προσπαθεῖ νὰ πείσει τον Ὀδυσσέα νὰ μείνει κοντά της.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Βιβλίο 5 55-85
5.55
ἀλλ' ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἀφίκετο τηλόθ' ἐοῦσαν,
ἔνθ' ἐκ πόντου βὰς ἰοειδέος ἤπειρόνδε
ἤϊεν, ὄφρα μέγα σπέος ἵκετο, τῷ ἔνι νύμφη
ναῖεν ἐϋπλόκαμος· τὴν δ' ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν.
πῦρ μὲν ἐπ' ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόσε δ' ὀδμὴ
5.60
κέδρου τ' εὐκεάτοιο θύου τ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει
δαιομένων· ἡ δ' ἔνδον ἀοιδιάουσ' ὀπὶ καλῇ
ἱστὸν ἐποιχομένη χρυσείῃ κερκίδ' ὕφαινεν.
ὕλη δὲ σπέος ἀμφὶ πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος.
5.65
ἔνθα δέ τ' ὄρνιθες τανυσίπτεροι εὐνάζοντο,
σκῶπές τ' ἴρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορῶναι
εἰνάλιαι, τῇσίν τε θαλάσσια ἔργα μέμηλεν.
ἡ δ' αὐτοῦ τετάνυστο περὶ σπείους γλαφυροῖο
ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι.
5.70
κρῆναι δ' ἑξείης πίσυρες ῥέον ὕδατι λευκῷ,
πλησίαι ἀλλήλων τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη.
ἀμφὶ δὲ λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου
θήλεον. ἔνθα κ' ἔπειτα καὶ ἀθάνατός περ ἐπελθὼν
θηήσαιτο ἰδὼν καὶ τερφθείη φρεσὶν ᾗσιν.
5.75
ἔνθα στὰς θηεῖτο διάκτορος Ἀργεϊφόντης.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ,
αὐτίκ' ἄρ' εἰς εὐρὺ σπέος ἤλυθεν. οὐδέ μιν ἄντην
ἠγνοίησεν ἰδοῦσα Καλυψώ, δῖα θεάων·
οὐ γάρ τ' ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται
5.80
ἀθάνατοι, οὐδ' εἴ τις ἀπόπροθι δώματα ναίει.
οὐδ' ἄρ' Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ἔνδον ἔτετμεν,
ἀλλ' ὅ γ' ἐπ' ἀκτῆς κλαῖε καθήμενος, ἔνθα πάρος περ,
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Κι ὅποιος στὴν νῆσο ἔφθανε, ἐκεῖ μακριά στὰ ξένα,
ποῦ πρόβαλε σὰν λούλουδο, ἡ στεριά ἀπ’ τον βυθό
μελωδικά, ἐκεῖ ἦταν μέγα σπήλαιο ποῦ μέσα του μία νύμφη
πανώρια κατοικοῦσε. Καὶ αὐτή ἀμέσως τον γοήτευε.
Φλόγα τρανή πάνω σε σχάρα ἄναβαν, καὶ με θυσίες
5.30
καλόκαυτων κέδρου κλαδιῶν, την νῆσο ἀρωμάτιζαν
σὰν καίγονταν. Κι αὐτή ἐκεῖ καθότανε καὶ γλυκοτραγουδούσε
ὑφαίνοντας ἕνα ἱστὸ, με μία χρυσή σαΐτα.
Κι ἀγνάντευε ὁλόγυρα το ἁπλωμένο δάσος, πέρα ἀπὸ το σπήλαιο ,
πού ἦταν με ἰτιὲς, βελανιδιές, κι κυπαρίσσια εὐωδιαστά γεμᾶτο.
5.65
Ἐδῶ πουλιά φωλιάζανε, ποὺ ἁρπακτικά πετοῦσαν,
μπούφοι μικροί καὶ κόρακες, καὶ φλύαρα γλαρόνια
ποὺ μὲς την θάλασσα βουτοῦν ἐκεῖ ὅπου ψαρεύουν.
Καὶ τις σπηλιές τις στολίζονταν κλίματα καὶ σταφύλια
Πού ἦταν χλωρά καὶ νεαρά, ὅλο χυμούς γεμᾶτα.
5.70
Καὶ τέσσερις πηγούλες στὴν σειρά, νεράκι γάργαρο τρέχαν.
καὶ ἀπὸ κεῖ ξεχυνόταν, σ ὅλα τα γύρω μέρη.
Παντοῦ λιβάδια εὔφορα, με σέλινα καὶ βιόλες
ὅπου φυτρώνανε χλωρά. Ἀκόμη καὶ ἀθάνατου ἄν πήγαινε
ἐκεῖ πέρα, θὰ ἠρεμοῦσε ὁ λογισμός ὅταν αὐτὰ κοιτοῦσε.
5.75
Ἔτσι ἐδῶ καὶ ὁ Ἔρμής θαύμασε, πού σκότωσε τον Ἅργο.
Κι εὐθύς μετά ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, ἠρέμησε καὶ μπῆκε στὴν σπηλιά
μέσα ἐκεῖ στὸ βάθος της. Καὶ δὲν μποροῦσε ἡ Καλυψώ
νὰ μὴν τον ἀναγνωρίσει, ἡ ἀθάνατη θεσπέσια.
Γιατί δὲν εἶναι ἄγνωστοι, οἱ θεοί ἀναμεταξύ τους
5.80
ἀφοῦ μαζί συλλειτουργοῦν καὶ ἀπόμακρα σὰν εἶναι.
Μέσα δὲν ἦταν ὁ Ὀδυσσεύς, ποὺ ἦταν ἀνδρειωμένος,
μὰ στὴν ἀκτῆ βρισκότανε, νὰ κλαίει καὶ πάλι καθισμένος
με δάκρυα καὶ στοχασμούς, ποῦ τάραζαν την ψυχή του.
ΣΧΟΛΙΟ:
Οἱ θεοί συνυπάρχουν καὶ συλλειτουργοῦν, ἀκόμη
Καὶ ἄν βρίσκονται σε ἀπομακρυσμένα μέρη.
ΕΙΚΟΝΑ
Ἡ Καλυψώ προσπαθεῖ νὰ πείσει τον Ὀδυσσέα νὰ μείνει κοντά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου