Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιητές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιητές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Σαν σήμερα γεννήθηκε και πέθανε ο Κ.Π.Καβάφης



Σαν σήμερα γεννήθηκε και πέθανε ο Κ.Π.Καβάφης

Ο Κ.Π.Καβάφης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής, γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 και πέθανε 70 χρόνια αργότερα, στα

γενέθλιά του στις 29 Απριλίου 1933.

O Kωστής Πέτρου Φωτιάδης Kαβάφης, γιος του Πέτρου-Iωάννη Iωάννου Kαβάφη και της Xαρίκλειας Γεωργάκη Φωτιάδη, γεννήθηκε στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου. Oι γονείς του ήταν Kωνσταντινουπολίτες, και ο Kωνσταντίνος υπερηφανευόταν για την καταγωγή του και για τους διαπρεπείς προγόνους του.

Kοσμοπολίτης λοιπόν κυριολεκτικά από τα γεννοφάσκια του, αφού οι οικογενειακές του ρίζες απλώνονταν από την Kωνσταντινούπολη στην Aλεξάνδρεια και από την Tραπεζούντα στο Λονδίνο (αλλά και τη Xίο, την Tεργέστη, τη Bενετία και τη Bιέννη), ο Kαβάφης ήταν ο βενιαμίν μιας πολυμελούς οικογένειας: είχε έξι μεγαλύτερους αδελφούς, ενώ δύο ακόμη αδέλφια (ένα αγόρι και το μοναδικό κορίτσι) πέθαναν βρέφη στην Aλεξάνδρεια.

O πατέρας του Πέτρος-Iωάννης είχε αποκτήσει διπλή υπηκοότητα, Eλληνική και Bρετανική. Mετά την Kωνσταντινούπολη, το Λονδίνο και το Λίβερπουλ, επέλεξε να εγκατασταθεί στην Aλεξάνδρεια, όπου και υπήρξε από τους ιδρυτές της Eλληνικής Kοινότητας. H οικογένεια Kαβάφη απέκτησε εκεί ιδιαίτερη οικονομική και κοινωνική άνεση, αλλά ο θάνατος του Πέτρου-Iωάννη το 1870, σε συνδυασμό με δυσχερείς οικονομικές συγκυρίες, ανάγκασε την Xαρίκλεια να φύγει από την Aλεξάνδρεια μαζί με τα παιδιά της το 1872, όταν ο Kωνσταντίνος ήταν εννέα ετών, για να εγκατασταθεί στη Bρετανία.

H μητέρα του Xαρίκλεια ήταν πρακτικός άνθρωπος. Mικροπαντρεύτηκε, περίπου δεκατεσσάρων ετών. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του έμεινε για δύο σχεδόν χρόνια στο Λίβερπουλ, στη συνέχεια για περίπου δύο χρόνια στο Λονδίνο και ύστερα για λιγότερο από έναν χρόνο ξανά στο Λίβερπουλ. Aυτές οι μετακομίσεις είχαν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας.

Τα παιδικά χρόνια

Η δεύτερη παραμονή του Kαβάφη στην Aλεξάνδρεια διακόπηκε βιαίως πριν περάσουν πέντε χρόνια, εξ αιτίας των ταραχών που ακολούθησαν ένα εθνικιστικό στρατιωτικό κίνημα. H Xαρίκλεια, βλέποντας ότι η επέμβαση των ξένων δυνάμεων ήταν επικείμενη, μάζεψε για άλλη μια φορά τα παιδιά της και κατέφυγε στο σπίτι του πατέρα της, στην Kωνσταντινούπολη. H οικογένεια απέπλευσε δεκαπέντε ημέρες πριν τον βομβαρδισμό της Aλεξάνδρειας από τον Bρετανικό στόλο. Στην πυρκαϊά που ακολούθησε, καταστράφηκε το σπίτι της οικογένειας με όλα τα υπάρχοντα, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων και των χειρογράφων του Kωνσταντίνου. Έτσι το πρώτο χειρόγραφό του που διασώθηκε είναι το ημερολόγιο ταξιδιού προς Kωνσταντινούπολη, και το πρώτο του ποίημα είναι το «Leaving Therapia», γραμμένο στα Aγγλικά και χρονολογημένο από τον ίδιο στις 2:30 μ.μ. της 16ης Iουλίου 1882, όταν η οικογένεια εγκατέλειπε το ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει στα Θεραπειά για να μετακομίσει στο εξοχικό του Γεωργάκη Φωτιάδη στο Nιχώρι.

Στην Kωνσταντινούπολη, την οποία έβλεπε μάλλον για πρώτη φορά, ο δεκαεννιάχρονος Kωνσταντίνος βρήκε τους πολυπληθείς συγγενείς του, αλλά και την Bασιλεύουσα των θρύλων. Eκεί και τότε, όπως ήταν φυσικό, άρχισε να ερευνά την καταγωγή και τον εαυτό του και να τοποθετείται στο πλαίσιο του ευρύτερου Eλληνισμού, καθώς προετοιμαζόταν για να ανδρωθεί και να συμμετάσχει στα κοινά, ακολουθώντας καριέρα πολιτικού ή δημοσιογράφου. Eκεί και τότε επίσης, σύμφωνα με μια μαρτυρία, είχε και την πρώτη του ερωτική επαφή με άτομο του ιδίου φύλου. «Mέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο μορφώνονταν βουλές της ποιήσεώς μου, σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή», θα γράψει μετά από πολλά χρόνια.

Όταν υπεγράφη η συνθήκη Bρετανικής και Oθωμανικής Aυτοκρατορίας που όριζε Bρετανό και Oθωμανό αρμοστές στην Aίγυπτο, ο Kωνσταντίνος αποποιήθηκε την Bρετανική υπηκοότητα που είχε και από τους δύο γονείς του και κράτησε μόνον την Eλληνική.

Η επαγγελματική δραστηριότητα του Καβάφη

Aυτή η πράξη δεν ήταν χωρίς συνέπειες στο Bρετανικό προτεκτοράτο της Aιγύπτου: όταν ο Kωνσταντίνος κατόρθωσε το 1892 να προσληφθεί στον Tρίτο Kύκλο Aρδεύσεων του Yπουργείου Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου, πήρε θέση έκτακτου υπαλλήλου, καθώς δεν είχε Aιγυπτιακή ή Bρετανική υπηκοότητα. Ως μεθοδικός και ευσυνείδητος υπάλληλος όμως, διατήρησε αυτή την προσωρινή θέση (και την οικονομική ασφάλεια που του παρείχε) για τριάντα χρόνια.

Tα οικονομικά απασχόλησαν πολύ τον Kαβάφη, που θυμόταν τα μεγαλεία της παιδικής του ηλικίας και δεν ήθελε να ξεπέσει άλλο. Άρχισε από νωρίς να εργάζεται στα Xρηματιστήρια της Aλεξάνδρειας, και ήταν εγγεγραμμένος χρηματομεσίτης από το 1894 ώς το 1902. Tαυτόχρονα έπαιζε τυχερά παιχνίδια, κρατώντας «σημειώσεις τζόγου» ως το 1909. Aυτή η παράλληλη δραστηριότητα του επέτρεψε να ζει με σχετική άνεση ως το θάνατό του.

H άλλη παράλληλη δραστηριότητα που ξεκίνησε στην Aλεξάνδρεια ήταν οι δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών: το πρώτο του δημοσίευμα ήταν το άρθρο «Tο κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν» στην εφημερίδα Kωνσταντινούπολις, στις 3 Iανουαρίου 1886.

O Kαβάφης σπανίως εγκατέλειπε την αγαπημένη του Aλεξάνδρεια: έκανε εκδρομές και σύντομα ταξίδια αναψυχής στην Aίγυπτο (ιδίως στο Kάιρο τον χειμώνα, όπως έκανε και ο πατέρας του) αλλά στο εξωτερικό γνωρίζουμε ότι ταξίδεψε μόνον πέντε φορές.

Ο Kωνσταντίνος έμεινε μόνος για πρώτη φορά το 1908, σε ηλικία 45 ετών. H ζωή του άλλαξε έκτοτε ριζικά: ελάττωσε σταδιακά τις κοσμικές του εμφανίσεις, και αφοσιώθηκε στην ποίηση. Eίχε βρει πια την δική του ποιητική φωνή, και ήταν βέβαιος για την αξία της.

Η προσωπική ζωή

Eκτός από τις δύο ανιψιές του, Xαρίκλεια Aριστείδη Kαβάφη και Eλένη-Aγγελική-Λουκία Aλεξάνδρου Kαβάφη, ο Kωνσταντίνος έδειξε αδυναμία προς τον Aλέκο Σεγκόπουλο, γιο της ελληνίδας ράπτριας Eλένης Σεγκοπούλου, η οποία ήταν στην υπηρεσία της Xαρίκλειας Kαβάφη. H ασυνήθιστη φροντίδα του Kαβάφη για τον Σεγκόπουλο (μετέπειτα κληρονόμο του), καθώς και η πανθομολογουμένη φυσιογνωμική ομοιότητά τους, οδήγησαν πολλούς στο συμπέρασμα ότι ο Σεγκόπουλος ήταν γιος του Kαβάφη, ενδεχόμενο το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού (σύμφωνα με την πρώτη σύζυγο του Σεγκόπουλου, Pίκα) ο Kωνσταντίνος δεν ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος. Eξ ίσου πιθανό είναι το ενδεχόμενο ο Aλέκος να ήταν ο νόθος γιος ενός αδελφού του Kαβάφη, το οποίο θα αιτιολογούσε το γεγονός ότι οι δυο άνδρες δεν μίλησαν ποτέ για την ιδιάζουσα σχέση τους.

Καβάφης ο ποιητής

Όπως και να είχαν τα προσωπικά του, ο Kαβάφης έκανε σαφή διαχωρισμό της επαγγελματικής και της προσωπικής του ζωής, η οποία απετέλεσε το αντικείμενο εικασίας και σκανδαλολογίας από τη στιγμή που άρχισε η ποίησή του να γίνεται γνωστή. Ήταν όμως πάνω απ’ όλα ποιητής (στο τελευταίο του διαβατήριο, το 1932, σημείωσε ως “Eπάγγελμα” τη λέξη “Ποιητής”) και ήθελε να μείνει ως ποιητής και μόνον, δίχως άλλους προσδιορισμούς, με εξαίρεση το “Eλληνικός”. Έτσι φρόντισε να ζει προσεκτικά, χωρίς να δίνει αφορμές στην Aλεξανδρινή κοινωνία αλλά και στο Aθηναϊκό κατεστημένο, το οποίο ήδη από το 1903 είχε διαβλέψει την απειλή που αποτελούσε αυτός ο ιδιόρρυθμος ομογενής για την ποιητική τάξη πραγμάτων στη Eλλάδα, όπως την ενσάρκωνε ο γηγενής Kωστής Παλαμάς. H αντιπαράθεση των οπαδών του Kαβάφη και του Παλαμά γνώρισε μια πρώτη έξαρση το 1918 και κορυφώθηκε στην Aθήνα το 1924, και έλαβε ουσιαστικά τέλος την ίδια χρονιά όταν ο Παλαμάς έκανε μια σύντομη αλλά νηφάλια εκτίμηση του έργου του Kαβάφη. Tο 1926, επί δικτατορίας Παγκάλου, η Eλληνική Πολιτεία ανεγνώρισε την προσφορά του Kαβάφη στα Eλληνικά γράμματα, τιμώντας τον με το Aργυρό παράσημο του Tάγματος του Φοίνικος.

Η ασθένεια

Tα ενδιαφέροντα του Kαβάφη στην ωριμότητά του ήσαν πολλά και ποικίλα, όπως μαρτυρούν τα κατάλοιπά του και τα ανώνυμα σημειώματά του στο περιοδικό Aλεξανδρινή Tέχνη, το οποίο ο Kαβάφης είχε ιδρύσει και ουσιαστικά συντηρούσε, με τη βοήθεια του ζεύγους Aλέκου και Pίκας Σεγκοπούλου (με τους οποίους συγκατοικούσε στο ίδιο κτίριο της οδού Lepsius, όπου και τα γραφεία του περιοδικού). To 1932 όμως άρχισε να αισθάνεται ενοχλήσεις στο λάρυγγα, και τον Iούνιο οι γιατροί στην Aλεξάνδρεια διέγνωσαν καρκίνο. O Kαβάφης ταξίδεψε στην Aθήνα για θεραπεία, η οποία δεν απέδωσε. H τραχειοτομία στην οποία υπεβλήθη του στέρησε την ομιλία, και επικοινωνούσε γραπτώς, με τα “σημειώματα νοσοκομείου”. Eπέστρεψε στην Aλεξάνδρεια για να πεθάνει λίγους μήνες αργότερα στο ελληνικό νοσοκομείο που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του (όταν είχε μετακομίσει εκεί, είχε πει προφητικά «Πού θα μπορούσα να ζήσω καλύτερα; Κάτω από μένα ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας. Κι εκεί είναι η εκκλησία όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες. Και παρακάτω το νοσοκομείο όπου πεθαίνουμε»).

Οι εκδόσεις

H εκδοτική πρακτική που ακολούθησε ο Kαβάφης ήταν πρωτοφανής. Δεν τύπωσε ποτέ τα ποιήματά του σε βιβλίο, και μάλιστα αρνήθηκε δύο σχετικές προτάσεις που του έγιναν, μία για ελληνική έκδοση και μία για αγγλική μετάφραση των ποιημάτων του. Προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, και να τα τυπώνει ιδιωτικά σε μονόφυλλα, κάνοντας στη συνέχεια αυτοσχέδιες συλλογές που μοίραζε στους ενδιαφερόμενους. Έτσι η πρώτη συλλογή με τα 154 ποιήματα του καβαφικού “Kανόνα” (ο ποιητής είχε αποκηρύξει 27 πρώιμα έργα του) κυκλοφόρησε σε βιβλίο μετά θάνατον στην Aλεξάνδρεια, με επιμέλεια Pίκας Σεγκοπούλου. Στην Eλλάδα η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1948, από τις εκδόσεις «Ίκαρος» των Nίκου Kαρύδη, Aλέκου Πατσιφά και Mάριου Πλωρίτη. Aπό τον ίδιο εκδοτικό οίκο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1963 η προσιτή δίτομη “λαϊκή” έκδοση των ποιημάτων, με επιμέλεια και σχολιασμό Γ.Π. Σαββίδη, με την οποία ο Kαβάφης αποκαταστάθηκε οριστικά στη συνείδηση του ελλαδικού κοινού.

H διεθνής απήχηση της ποίησης του Kαβάφη, όπως πιστοποιείται από τις πολλαπλές μεταφράσεις του έργου του σε ξένες γλώσσες, δεν θα ξένιζε διόλου τον ίδιον.














Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Λευκάδα - Το νησί των χρωμάτων (Α' β Μέρος)


Λευκάδα - Το νησί των χρωμάτων (Α' Μέρος)

Αποφάσισα να γράψω για τη Λευκάδα, όχι μόνο γιατί είναι η πατρίδα του πατέρα μου, αλλά κι επειδή είναι το νησί με τις χρυσαφένιες παραλίες και τις σμαραγδένιες θάλασσες. Από τη γειτόνισσά της, την Ακαρνανία, τη χωρίζουν μόλις 100 μέτρα και συνδέεται μαζί της εδώ και 23 χρόνια με πλωτή γέφυρα. Η σύνδεση πιο παλιά γινόταν με «σχεδία» που πηγαινοερχόταν αγκυλωμένη σε βίντσια. Μετέφερε 6 έως 7 αυτοκίνητα κάθε φορά στο νησί. Από το 1986 όμως, όταν φτιάχτηκε η γέφυρα, τα πράγματα άλλαξαν. Η Λευκάδα είναι δεκαέξι φορές... νησί, τόσες, όσες ανοίγει η πλωτή γέφυρα κάθε μέρα που αποσύρεται από την ακτή της Ακαρνανίας, για να περάσουν το δίαυλο τα πλοία, μικρά ή μεγάλα. Όχι πως η Λευκάδα δεν είναι νησί, αλλά αυτή η τεχνητή προέκταση της δίνει ένα πλεονέκτημα, αφού για να την επισκεφθεί κανείς δεν χρειάζεται απαραίτητα να πάρει καράβι.
Ο μικρότερος νομός της χώρας με τους περισσότερους πολιτιστικούς συλλόγους και σωματεία. Μια συστάδα 10 νησιών, όπου το ένα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο. Η Λευκάδα βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του Ιονίου πελάγους: νότια της Κέρκυρας και των Παξών και βόρεια της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης και είναι το τέταρτο σε μέγεθος νησί των Επτανήσων (μετά την Κεφαλονιά, την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο). Έχει έκταση 302 τετρ. χιλιομέτρων και πληθυσμό 23.000 κατοίκων.
Υπήρξε η γενέτειρα πολλών πνευματικών ανθρώπων, από το 17ο έως και τον 20ο αιώνα. Λευκαδίτες στη καταγωγή ήταν οι ποιητές Ιωάννης Ζαμπέλιος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και Άγγελος Σικελιανός, ο συγγραφέας Λευκάδιος Χερν, ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος και Νίκος Σβορώνος, η μεσόφωνος Αγνή Μπάλτσα κ.ά. Είναι επίσης το μέρος που διάλεξε ο Ωνάσης για να χτίσει το ησυχαστήριό του.
Λίγο μετά τη Βόνιτσα, με το που βλέπετε το Ιόνιο, μπαίνετε και στη στενόμακρη λωρίδα γης και την κινητή γέφυρα που ενώνει το νησί με τη Στερεά Ελλάδα. Αυτό είναι κι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του νησιού. Πας με το αυτοκίνητό σου χωρίς να μπεις σε καράβι. Στη μια άκρη της Αιτωλοακαρνανίας, το επιβλητικό κάστρο της Αγίας Μαύραςκαι στην άλλη, η πόλη της Λευκάδας με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της.
Τα αξιοθέατα του νησιού, εκτός από αυτά της πρωτεύουσας, περιλαμβάνουν ένα ενετικό φρούριο του 14ου αιώνα, που είχε κατασκευαστεί από τον Ιωάννη Ορσίνι και περικλείει την εκκλησία της Αγίας Μαύρας του 13ου αιώνα (από όπου προήλθε κατά την ενετοκρατία και η φράγκικη ονομασία του νησιού Santa Maura, Σάντα Μαύρα), τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα και τη μονή του Αγίου Νικολάου (17ος αιώνας) στη Βασιλική, την ορεινή κωμόπολη Καρυά με τα εξαίρετα υφαντά της και τα έθιμά της, ερείπια της πρώιμης εποχής του Χαλκού (περ.2000 π.Χ.) στο Νυδρί, την εκκλησία της Ανάληψης με τοιχογραφίες του 16ου αιώνα στον Πόρο και το πολύ όμορφο φαράγγι Μέλισσας, κοντά στο χωριό Κάβαλλος.
Από την αρχαιότητα, το όνομά της το οφείλει στο ακρωτήριο Λευκάτα, με τους απόκρημνους ψηλούς βράχους που φτάνουν τα 70 μ. ύψος και είναι στα νότια του νησιού. Το ίδιο μέρος ονομάστηκε και «Κάβος της Κυράς» ή της Νηράς (όπως το προφέρουν οι ντόπιοι) επειδή εκεί, κατά την παράδοση, αυτοκτόνησε η Σαπφώ, όταν ο Φάωνας αρνήθηκε τον έρωτά της. Εκεί βρισκόταν επίσης στην αρχαιότητα το ιερό του Απόλλωνα που, κατά τη μυθολογία, ίδρυσε ο σύντροφος του Οδυσσέα, Λεύκος. Στα κλασικά χρόνια, εκεί δινόταν μια ευκαιρία στους καταδικασμένους σε θάνατο. Αν πέφτοντας από ψηλά επιζούσαν, έπαιρναν χάρη.
Το 70% του νησιού είναι ορεινό. Η ψηλότερη οροσειρά, τα Σταυρωτά(1.182 μ.), βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Η γεωγραφία είναι τέτοια, που σχηματίζονται μικρά, στενά οροπέδια, εύφορες κοιλάδες και φαράγγια γεμάτα βλάστηση, εξαιτίας των πολλών νερών του υπεδάφους, αλλά και των επίγειων που τρέχουν ακόμα και το καλοκαίρι.
Η ανατολική πλευρά του νησιού είναι η πιο ανεπτυγμένη τουριστικά κι οι παραλίες της έχουν τη φιλόξενη ηρεμία της αβαθούς θάλασσας. Απάνεμοι κόλποι για τον ανεφοδιασμό ιστιοπλοϊκών και ταβέρνες δίπλα στο κύμα. Η δυτική πλευρά είναι διαμορφωμένη από μια παλαιοντολογική κατακρήμνιση και έχει ένα υποβλητικό και άγριο μεγαλείο. Οι αμμουδιές πολλές, σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου και του τιρκουάζ. Αλλού λεπτή άμμος, αλλού λίγο πιο χοντρή.

Γεωλογία
Η Λευκάδα ανήκει στην αδριατικο-ιόνια γεωτεκτονική ζώνη της δυτικής Ελλάδας, στην οποία ανήκουν η Ιθάκη, τμήμα της ανατολικής Κεφαλονιάς, καθώς και όλα τα νησάκια κοντά στην ακτή της Ακαρνανίας. Η ομοιότητα της γεωλογικής της κατασκευής με αυτήν της δυτικής Ακαρνανίας οδηγεί στην άποψη ότι το νησί από γεωτεκτονική άποψη αποτελεί κομμάτι που αποχωρίστηκε από την Ακαρνανία με ρήγματα, κατακρημνίσεις και καθιζήσεις, που έγιναν στη διάρκεια της νεογενούς εποχής του καινοζωικού αιώνα. Μετά από τα φαινόμενα αυτά συνέβηκαν εξάρσεις του βυθού και σχηματίστηκαν οι σημερινοί ύφαλοι και τα νησάκια που βρίσκονται μεταξύ της Λευκάδας και της Ακαρνανίας.
Η Λευκάδα, και τα υπόλοιπα Επτάνησα, είναι αποτέλεσμα του μεγάλου παράκτιου ρήγματος που την απομόνωσε από την απέναντι ξηρά. Τεκτονικά η Λευκάδα και η Κεφαλονιά θεωρούνται τα πιο κατακερματισμένα τμήματα του πεδίου καθίζησης Άρτας-Αγρινίου. Μεταξύ Λευκάδας και Παξών διασταυρώνονται τα ρήγματα του Ιονίου με τα ρήγματα του κόλπου της Άρτας. Στο σύστημα των ρηγμάτων αυτών και αυτών που διασταυρώνονται πιο νότια με τις προεκτάσεις των ρηγμάτων του Πατραϊκού κόλπου, ενδημούν σεισμικές εστίες.
Η Λευκάδα μαστίζεται από σεισμικές δονήσεις, που είναι σχεδόν ενδημικές για το νησί και οφείλονται στη γεωτεκτονική της κατασκευή και μάλιστα στις διαρρήξεις, μεταπτώσεις και μετακινήσεις των διαφόρων τμημάτων, που εξακολουθούν ακόμα και σήμερα.

Φυσική Γεωγραφία
Γεννήθηκε το πρόβλημα αν η Λευκάδα ήταν πάντοτε νησί ή χερσόνησος. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα επικρατούσε η γνώμη ότι ήταν πάντοτε χερσόνησος και ότι συνδεόταν με κάποιον ισθμό με την Ακαρνανία. Παλαιοί συγγραφείς[1] αναφέρουν τη Λευκάδα ως χερσόνησο, που συνδεόταν με την Ακαρνανία με ισθμό που υπήρχε στο ΒΑ άκρο της Λευκάδας. Οι Κορίνθιοι σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παραπάνω συγγραφέων, όταν κατέλαβαν τη Λευκάδα έκοψαν τον ισθμό και μετέβαλαν έτσι τη χερσόνησο σε νησί.
Η Λευκάδα είναι το ορεινότερο νησί από τα Επτάνησα, με κυρίαρχο στοιχείο του ανάγλυφου την οροσειρά Σταυρωτά, με την υψηλότερη κορυφή Ελάτη (1.182 μ.). Ο οριζόντιος διαμελισμός της νήσου είναι μέτριος στα Α. και στα Δ. και πιο έντονος στα Ν. όπου σχηματίζονται οι όρμοι Βασιλικής, Αφτέλι, Σύδοτα και Ρούδα. Οι ακτές της έχουν συνολικό μήκος 117 χλμ.
Η Λευκάδα δεν έχει επιφανειακά νερά, σαν τα άλλα Επτάνησα, αλλά μόνο υπόγεια καρστικής προέλευσης, αποτέλεσμα των καρστικών μορφών, που δημιουργούνται μέσα σε ασβεστόλιθους και τους δολομίτες που αποτελούν το υπόβαθρό της. Το κλίμα είναι καλό με ήπιο χειμώνα και δροσερό καλοκαίρι.
Γύρω από τη Λευκάδα υπάρχουν και κατάφυτα νησιά (τα λεγόμενα Πριγκιποννήσια από τους ντόπιους) και είναι η Μαδουρή (με το σπίτι του Βαλαωρίτη), ο Σκορπιός (του Ωνάση), το Σκορπίδι, το Χελώνι, η Σπάρτη, η Θηλιά, ο Κύθρος, λίγο πιο πάνω ο Κάλαμος (ο κάτοικος λέγεται Καλαμισιώτης) και ο Καστός και νότια το Μεγανήσι.


Το Μεγανήσι είναι το δεύτερο σε μέγεθος μετά τη Λευκάδα από τα 10 νησιά. Εδώ υπάρχει το σπήλαιο που χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο το υποβρύχιο «Παπανικολής» στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιστορία του νησιού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πιθανόν στα αρχαία χρόνια, αυτό να ήταν το νησί των Ταφίων. Για πρώτη φορά ο Όμηρος αναφέρει το όνομα αυτό, παρμένο από τη μυθολογία που ήθελε τον Τάφιο γιο του Ποσειδώνα και βασιλιά της περιοχής. Κατά τον Όμηρο, ο Οδυσσέας εμπιστεύθηκε τα πλοία του στο βασιλιά Μέντορα των Ταφίων, όταν έφευγε στην Τροία. Άλλοι θεωρούν ότι το Μεγανήσι είναι το νησί Αστερίς, που αναφέρεται επίσης στον Όμηρο.




Ιστορία
Η Λευκάδα, λόγω της θέσης της, υπήρξε πάντα μια χερσόνησος, τμήμα της Ακαρνανίας. Κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια, ενώ τη μυκηναϊκή εποχή είχε αναπτύξει αξιόλογο πολιτισμό (γνωστή η πόλη Νήρικος). Στα αρχαία χρόνια, η Λευκάδα, «Λευκάς Πέτρη» κατά τον Όμηρο, ήταν γνωστή ως Νήρικος. Ο Στράβων την αναφέρει με την ονομασία Λευκαδία ή Λευκαδίων Χερσόνησος. Το 650 π.Χ., οι Ακαρνάνες, που είχαν καταληφθεί από τη Νήρικο, επαναστάτησαν και ζήτησαν τη βοήθεια της Κορίνθου. Οι Κορίνθιοι άρχοντες Γαγάσος και Κύψελος έστειλαν 1.000 άνδρες για να βοηθήσουν τους επαναστάτες, που με τη βοήθεια των Ακαρνάνων κατέλαβαν με τη βία τη Λευκάδα κι από τους κάτοικους άλλους εξόρισαν κι άλλους τους εξόντωσαν. Σαν συνέπεια των γεγονότων, η Νήρικος ξέπεσε. Το νησί από τότε έγινε κορινθιακή αποικία. Όμως η Νήρικος και η Λευκάδα συνήλθαν βαθμιαία, επειδή οι Κορίνθιοι έκαναν έργα διάνοιξης στομίου και προστασίας της διώρυγας, αλλά και άλλα μεγάλα έργα.
Σίγουρα, μετά τη διάνοιξη της διώρυγας από τους Κορίνθιους, η Νήρικος από τη λοφοσειρά μεταφέρθηκε στην πεδιάδα και πήρε το όνομα Λευκάδα, που αργότερα επεκτάθηκε για όλο το νησί. Ο Θουκυδίδης αναφέρει τη Λευκάδα ως χερσόνησο και τον ισθμό της που υπήρχε το 6ο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου. Αναφέρει ακόμα ότι πάνω στον ισθμό βρισκόταν και η πόλη και το ιερό του Απόλλωνα και ότι ο στρατηγός των Αθηναίων Ασώπιος «πλεύσας εις Λευκάδα... και απόβαση εις Νήρικο ποιησάμενος» αναχώρησε. Ίσως, όταν ο Θουκυδίδης τα έγραφε, δεν είχε ερημωθεί τελείως η Νήρικος.
Με τα χρόνια οι Λευκαδίτες αναπτύχθηκαν σε πληθυσμό και έφτασαν τους 20.000. Έγιναν αυτόνομοι, απαλλάχτηκαν από το ζυγό των Κορινθίων και ανέκτησαν την παλιά υπεροχή τους πάνω στους γείτονές του Ακαρνάνες. Οι Κορίνθιοι, όσες φορές είχαν την πολεμική ανάγκη των Λευκαδιτών, δεν τους θεωρούσαν πια υπηκόους, αλλά φίλους. Το πολίτευμα τους αρχικά ολιγαρχικό, βαθμιαία έγινε δημοκρατικό.
Στον πόλεμο κατά των Περσών, οι Λευκαδίτες έλαβαν μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας με τρία πλοία, και στον Πελοποννησιακό πόλεμο συντάχθηκαν με τους Κορίνθιους. Στη ναυμαχία των Κορινθίων κατά των Κερκυραίων (435 π.Χ.), κοντά στο Άκτιο, η Λευκάδα, πιστή στη μητρόπολή της, πήρε το μέρος της και συμμετείχε με 10 πλοία, με συνέπεια, μετά την υποχώρηση των συμμάχων Κορινθίων, να λεηλατηθεί αργότερα όχι μόνο από τους Κερκυραίους, αλλά κι από τους Αθηναίους στρατηγούς στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου.
Πήραν ενεργό μέρος και στην εκστρατεία κατά της Στράτου. Κατά την επιστροφή των αιχμαλώτων της Επιδάμνου, έγινε στάση στην Κόρινθο και οι Κορίνθιοι για να την καταστείλουν έστειλαν 53 πλοία, από τα οποία τα 13 ήταν από τη Λευκάδα και την Αμβρακία. Ο συμμαχικός στόλος νίκησε τον κερκυραϊκό και λεηλάτησε την Κέρκυρα, αλλά τελικά κατέφυγε στη Λευκάδα, επειδή πληροφορήθηκε ότι ισχυρός αθηναϊκός στόλος, από 60 πλοία, έπλεε εναντίον του από την Κόρινθο, τη Λευκάδα και την Αμβρακία. Μετά από αυτά (428 π.Χ.), ο αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης, με στόλο από 30 πλοία, αποβιβάστηκε στη Λευκάδα και κατέλαβε τον Ελλόμενοκαι τους φρουρούς του κατάσφαξαν οι Αθηναίοι. Έπειτα, όταν ενισχύθηκαν από Κεφαλλονίτες και Ζακυνθινούς και από 15 κερκυραϊκά πλοία επιτέθηκαν και στην πόλη της Λευκάδας και λεηλάτησαν τη γύρω ύπαιθρο. Όμως, οι πολιορκούμενοι Λευκαδίτες άντεχαν στις επιθέσεις των πολιορκητών και ο Δημοσθένης, παρά τις αντιρρήσεις των Ακαρνάνων, έλυσε την πολιορκία γιατί βιαζόταν να εκστρατεύσει κατά των Αιτωλών (Θουκ.3,95). Κατά την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία οι Λευκαδίτες έστειλαν βοήθεια στους Λακεδαιμόνιους που πολεμούσαν με τους Συρακούσιους. Το 394 π.Χ. η Λευκάδα συμμετείχε στη συμμαχία Θηβών, Αθηνών και Κορίνθου, αλλά αργότερα πέρασε στο πλευρό των Σπαρτιατών. Το 372 π.Χ. συνδέθηκε με συνθήκη με την Αθήνα.
Στους μακεδονικούς χρόνους, η Λευκάδα προσχώρησε στην Αθηναϊκή συμμαχία κατά του Φιλίππου, αργότερα όμως παραδόθηκε στον Κάσσανδρο και παρέμεινε από τότε στην κυριαρχία των Μακεδόνων. Από το 197 π.Χ. πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων.
Στους ρωμαϊκούς χρόνους έγιναν πολλά δημόσια έργα. Έτσι διασκευάστηκαν τα τείχη της πόλης, επισκευάστηκε η άνοδος προς την Ακρόπολη και συνδέθηκε η πόλη με μεγάλη γέφυρα με την Ακαρνανία. Η γέφυρα αυτή κτίστηκε γύρω στο 190 π.Χ. Κατά τη ναυμαχία του Ακτίου, 29 π.Χ. η Λευκάδα καταλήφθηκε στρατιωτικά από τον Αγρίππα, με εντολή του Αυγούστου, και μετά τη νίκη του Οκταβιανού αποδόθηκαν στους Λευκαδίτες όλα τα πλοία που προηγουμένως είχαν επιτάξει οι Ρωμαίοι. Όταν θεμελιώθηκε η Νικόπολη, πολλοί Λευκαδίτες αναγκάστηκαν να πάνε να κατοικήσουν στην παραλιακή αυτή πόλη και για τη διακόσμησή της πολλά έργα τέχνης πάρθηκαν από τη Λευκάδα και άλλες πόλεις και νησιά.
Τα όσα λέγονται, ότι οι απόστολοι Ακύλας και Ηρωδίωνας υπήρξαν οι πρώτοι που εισήγαγαν τον Χριστιανισμό στη Λευκάδα, με εντολή του αποστόλου Παύλου κι ότι ο ίδιος ο Παύλος πηγαίνοντας στη Ρώμη πέρασε από τη Λευκάδα, όλα αυτά είναι μεταγενέστερα απόκρυφα ιστορήματα. Η Εκκλησία της Λευκάδας δεν ανήκει στις αποστολικές εκκλησίες, δηλαδή αυτές που ίδρυαν οι απόστολοι. Ο Διοκλητιανός αναφέρεται ως ευεργέτης της Λευκάδας. Κατά το β' διωγμό των Χριστιανών, μετά από εντολή του Διοκλητιανού, μαρτύρησε και ο επίσκοπος Λευκάδος Δονάτος.
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που υπάρχουν για τη Λευκάδα κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Το 887 μ.Χ. το νησί ανήκε στο θέμα της Κεφαλληνίας και κατά τα έτη 1099 και 1103 λεηλατήθηκε από τους Πιζάτες. Μετά την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους από τους Σταυροφόρους (1204), η Λευκάδα συμφωνήθηκε να υπαχθεί στους Βενετούς. Όμως περιήλθε στην κυριαρχία του Μιχαήλ Α' Άγγελου Κομνηνού και ακολούθησε την τύχη του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Στη μάχη της Πελαγονίας (ή μάχη της Καστοριάς) (1259), ο Μιχαήλ Β' Άγγελος Κομνηνός, δεσπότης της Ηπείρου, κατέφυγε στη Λευκάδα και την Κεφαλονιά. Μετά το θάνατό του, το δεσποτάτο διαιρέθηκε κι η Λευκάδα έμεινε στο γιο του, τον Νικηφόρο. Την περίοδο 1300-1318 το νησί το κατείχαν ο κόμης της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου. Στη συνέχεια ενώθηκε και πάλι με το δεσποτάτο, όταν ο Ιωάννης Α' Ορσίνι κατέλαβε τμημάτα της Ηπείρου και των περιοχών της.
Το 1294, ο δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Α' Άγγελος Κομνηνός πάντρεψε την κόρη του Μαρία με τον Ιωάννη, γιο του Ριχάρδου Ορσίνι και έδωσε ως προίκα της τη Λευκάδα. Στη συνέχεια, το 1331 το νησί κατέλαβε ο Βάλτερος Βρυέννιος, ο στρατηγός του Ροβέρτου της Νεάπολης, που το παραχώρησε στο Γρατιανό Τζώρτζη (1355). Οι Λευκαδίτες όμως, με την παρακίνηση του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Β', επαναστάτησαν κατά του Τζώρτζη και τον παρέδωσαν στο Νικηφόρο. Ο Τζώρτζης ωστόσο επέστρεψε στη Λευκάδα, την οποία και κυβέρνησε έως το θάνατό του (1362). Τότε η Λευκάδα περιήλθε στον οίκο των Τόκκα (Tocco). Ο τελευταίος από τους δούκες του οίκου, ο Λεονάρδος Γ' Τόκκα, βοήθησε τους Ενετούς στον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας και ευνόησε τους ορθόδοξους για να κερδίσει τη συμπάθεια των κατοίκων του νησιού.
Την περίοδο αυτή κατέφυγαν στη Λευκάδα περίπου 15.000 Έλληνες πρόσφυγες από τη Στερεά Ελλάδα. Όμως, μετά την ενετο-τουρκική συνθήκη ειρήνης, η Ενετία εγκατέλειψε τον Λεονάρδο κι η Λευκάδα καταλήφθηκε από τους Τούρκους (1479). Στην περίοδο εκείνη ανάγεται και η υιοθέτηση της ονομασίας Σάντα Μαύρα.
Ο Μωάμεθ Β', ο κατακτητής, αφού κατέλαβε τα τελευταία υπολείμματα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και τα νησιά Λευκάδα, Κεφαλονιά και Ιθάκη, έσφαξε όλους τους άρχοντες που βρίσκονταν στην υπηρεσία του Λεονάρδου Γ' κι απήγαγε πολλούς χωρικούς στην Κωνσταντινούπολη. Στη Λευκάδα η Α' τουρκοκρατία διήρκεσε για πάνω από δύο αιώνες, εκτός από σύντομες διακοπές (1479-1684). Οι Τούρκοι μετέβαλαν την εκκλησία του Αγίου Μάρκου σε τζαμί. Ο πασάς Κεδούκ Αχμέτ πήρε πολλούς Λευκαδίτες ως σκλάβους, οι οποίοι αργότερα πουλήθηκαν σε διάφορα σκλαβοπάζαρα σε εξευτελιστικές τιμές. Διοικητικά η Λευκάδα από την Άλωση της Ναυπάκτου (1499) εξαρτάτο από τον πασά που είχε την έδρα του στην πόλη εκείνη. Στη Λευκάδα εγκαταστάθηκαν Τουρκαλβανοί.
Ισπανικές και ενετικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην Κεφαλονιά, που την κατείχαν οι Τούρκοι και στα τέλη του 1500 την κυρίευσαν. Μετά από δύο περίπου χρόνια (1502) οι Ενετοί κατέλαβαν και τη Λευκάδα, με τη βοήθεια και του παπικού στόλου. Το νησί είχε μεταβληθεί σε κρησφύγετο πειρατών, γι’ αυτό και λεγόταν «Κοιλάδα πειρατών», κατά την κατοχή της από τους Τούρκους. Ιουδαίοι από την Ισπανία είχαν εγκατασταθεί στο νησί. Οι Ενετοί άρχισαν να την οχυρώνουν, αλλά ένα χρόνο μετά την κατάληψή της, αναγκάστηκαν να την εκκενώσουν, επειδή ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β' αρνιόταν να υπογράψει ειρήνη με του Ενετούς χωρίς τη Λευκάδα. Πολλοί Λευκαδίτες μετακόμισαν στην Ιθάκη, όταν το νησί παραδόθηκε και πάλι στους Τούρκους. Πολλές προσπάθειες έγιναν από τους Ενετούς να εγκατασταθούν και πάλι στο νησί, αλλά αυτό το κατόρθωσαν μόνο μετά από πολλές δεκαετηρίδες.

Το νησί παρέμεινε στην κυριαρχία των Τούρκων ως το 1684, οπότε το κατέλαβε ο Ενετός Μοροζίνι. Την τελευταία ενετοκρατία στη Λευκάδα την κατέλυσαν οι Γάλλοι (1797).
 Οι Λευκαδίτες από τότε συμπαραστάθηκαν μέσα και έξω από την πατρίδα τους σε όλες τις εθνικές υποθέσεις της Ελλάδας. Το 1798 η Λευκάδα, όπως και τα άλλα Επτάνησα, κυριεύτηκε από ρωσο-τουρκικό στόλο παρά τη σθεναρή αντίσταση της γαλλικής φρουράς της και αποτέλεσε τμήμα της Ιονίου Πολιτείας υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Μετά τη συνθήκη του Τιλσίτ(1807) περιήλθε και πάλι στη Γαλλία. Από το 1810 άρχισε για το νησί η περίοδος της αγγλικής κυριαρχίας, η οποία διήρκεσε έως το 1864, χρονολογία της ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα.
Όταν ο Ελληνισμός της Στερεάς Ελλάδας δεινοπαθούσε από τους Τούρκους, το νησί χρησίμευσε πολλές φορές ως καταφύγιο για τους κατατρεγμένους κατοίκους της και τις οικογένειές τους. Η Λευκάδα ήταν ένα πρόχειρο άσυλο για τους κατοίκους της Στερεάς, επειδή ήταν πολύ κοντά σ’ αυτήν. Πολλές μάλιστα οικογένειες διακεκριμένων πολεμιστών και άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Λευκάδα, όπως η οικογένεια Βαλαωρίτη.
 Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων έβλεπε με δυσαρέσκεια να φεύγουν οι εκλεκτοί της περιοχής της κυριαρχίας του και έκανε επανειλημμένες συστάσεις στην πολιτεία της Επτανήσου για επάνοδο των φυγάδων. Η πολιτεία της Επτανήσου βέβαια δεν άκουσε τις προσκλήσεις αυτές του Πασά των Ιωαννίνων κι αυτή είναι η αιτία που οδήγησε τον Αλή στην απόφαση να καταλάβει τη Λευκάδα. Για το σκοπό αυτόν συγκέντρωσε μια δύναμη 20.000 ανδρών. Η άμυνα του νησιού ανατέθηκε από την κυβέρνηση των Επτανήσων στον Ιωάννη Καποδίστρια. Αυτός συνδέθηκε και με προσωπική φιλία με τους διακεκριμένους Έλληνες πολεμιστές, όπως τον Φώτο Τζαβέλα, τον Κίτσο και το Νότη Μπότσαρη κι άλλους εκλεκτούς.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας προσκάλεσε όλους αυτούς σε μεγάλη συγκέντρωση στη Λευκάδα, που είχε τη μορφή εθνικής συνέλευσης, κατά την οποία όλοι κλέφτες και αρματολοί έδωσαν όρκο θανάτου για την απελευθέρωση της πατρίδας Ελλάδας. Πιστοί στον όρκο τους οι Λευκαδίτες, αμέσως μετά την κήρυξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης, έτρεξαν μαζί με τους άλλους Επτανήσιους να βοηθήσουν. Το 1864 εκπληρώθηκε η περιπόθητη ένωση των Επτανησίων με τη μητέρα Ελλάδα και από τότε η Λευκάδα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού κράτους.

[1] Μεταξύ των οποίων ο Θουκυδίδης, ο Στράβων, ο Παυσανίας, ο Σκύλαξ και από τους Λατίνους ο Τίτος Λίβιος και άλλοι.
Πόλη που βρισκόταν στη σημερινή πεδιάδα του Εγκλιμενού, πιθανώς πρόκειται για φρούριο των Νηριτίων που βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο.
 Στο μεταξύ, στο διάστημα 10 Οκτωβρίου 1715 – 18 Οκτωβρίου 1716 οι Ενετοί είχαν εγκαταλείψει προσωρινά το νησί για χάρη της Κέρκυρας.




Λευκάδα - Το νησί των χρωμάτων (Β' Μέρος)



Αρχαιολογία και μνημεία

Στους αρχαιοτάτους χρόνους, μια χαμηλή ράχη συνέδεε ακόμα την Ακαρνανία με το ύψωμα το οποίο αργότερα αποτέλεσε την ακρόπολη της Λευκάδας (πάνω από τις αλυκές και νότια από το σημείο όπου υπάρχει σήμερα ο στενότερος διάπλους). Τον ισθμό άνοιξαν πρώτοι οι Κορίνθιοι με μια διώρυγα, το Διορυκτόν, λίγο με τά την ίδρυση της αποικίας τους τον 7ο αιώνα π.Χ. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους υπήρχε μια γέφυρα στο νότιο σημείο του πορθμού. Στη νότια ακτή του νησιού μικρές προεξέχουσες άκρες καταλήγουν στο περίφημο λευκό ακρωτήρι της Λευκάτας (το σημερινό Δουκάτο), το οποίο αποτελούσε τον τρόμο των αρχαίων ναυτικών και αναφέρεται ήδη στον Όμηρο ως είσοδος στον Άδη. Στο ακρωτήριο αυτό βρισκόταν το ιερό του Απόλλωνα, του οποίου όμως δε σώζεται κανένα ίχνος. Στους αρχαίους επικρατούσε η λαϊκή παράδοση ότι ένα πήδημα από αυτό το απόκρημνο ακρωτήρι στη θάλασσα θεράπευε τους ερωτευμένους που δεν εύρισκαν ανταπόκριση στον έρωτά τους. Σύμφωνα με την παράδοση, από εκεί έπεσε στη θάλασσα η Λεσβία ποιήτρια Σαπφώ, ελπίζοντας έτσι να σταματήσει ο έρωτάς της προς τον Φάωνα, αλλά από το πήδημα αυτό αντί για θεραπεία βρήκε το θάνατο.

Προϊστορικά ευρήματα υπάρχουν άφθονα στο νησί από τη νεολιθική εποχή, είναι όμως όλα ασήμαντα. Στο Νυδρί ανέσκαψε ο Γερμανός αρχαιολόγος Wilhelm Dörpfeld και έφερε στο φως κυκλικά οικοδομήματα της πρώιμης εποχής του χαλκού (2000 π.Χ.), τα οποία έχουν το ανάλογό τους στο κυκλικό οικοδόμημα που αποκαλύφθηκε κάτω από το ανάκτορο της Τίρυνθας. Ο Dörpfeld (που μάλιστα πέθανε στο νησί, το 1940) υποστήριζε ότι η Λευκάδα ταυτιζόταν με την Ιθάκη, την πατρίδα του Οδυσσέα, αλλά ο ισχυρισμός του θεωρείται ανυπόστατος, καθώς δε στηρίζεται από αρχαιολογικά ευρήματα.


Η πόλη της Λευκάδας

Είναι «συμπαθέστατη» με ένα ιδιαίτερο «χρώμα». Η αρχιτεκτονική της, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα, είναι επηρεασμένη από τη Δύση, παρόλο που έμεινε στην κυριαρχία των Ενετών πολύ λιγότερο διάστημα από ό,τι τα άλλα νησιά, και πάντως λιγότερο από όσο στην τουρκική κυριαρχία. Η γειτνίασή της με τη Στερεά Ελλάδα συντέλεσε στο να διατηρηθεί αρκετά ισχυρή κι η μεταβυζαντινή παράδοση. Πέρασαν πολλοί κατακτητές, που ίσως επειδή ήξεραν και οι ίδιοι πως δεν θα μείνουν πολύ, δεν άφησαν τίποτα πίσω τους εκτός από οχυρωματικά έργα και ελάχιστα κτίρια.

Στην είσοδό της βρίσκεται το πάρκο των ποιητών και φιλοξενεί τις προτομές του Βαλαωρίτη, του Σικελιανού, του Χερν και της Κλεοπάτρας Δίπλα-Μαλάμου.

Αριστερά του πάρκου απλώνεται η μαρίνα, με σκάφη κυρίως ιστιοπλοϊκά αγκυροβολημένα στην αγκαλιά της. Από της άλλη μεριά ανοίγεται ο «μπροστινός μόλος», όπως τον λένε οι ντόπιοι. Εκεί υπάρχει μια πεζογέφυρα που φτιάχτηκε πριν από 8 περίπου χρόνια και ενώνει το μόλο με τα ιβάρια, όπως ονομάζονται οι ιχθυοκαλλιέργειες με τις ειδικές, παραδοσιακές καλαμωτές, όπου τα ψάρια ζουν και μεγαλώνουν σε φυσικές συνθήκες.

Ανάμεσα στη μαρίνα και το μόλο ανοίγεται ο δρόμος της αγοράς. Ένα από τα πιο ωραία είναι η βόλτα στα σοκάκια της πόλης. Τα χρώματα και το περιβάλλον θα σας «ταξιδέψουν». Στα στενοσόκακα βλέπουμε λιγοστά παλιά αρχοντικά. Το κλασικό λευκαδίτικο σπίτι έχει πέτρινο ισόγειο και ξύλινο ανώγι με μικρή αυλή. Τα σπίτια κολλημένα στο πλάι, κατά το μεσαιωνικό σχέδιο, σχηματίζουν στενά καλντερίμια που έκοβαν τον άνεμο και μπέρδευαν τους μεθυσμένους πειρατές. Καμιά φορά θαρρείς ότι τα γαρίφαλα κι ο βασιλικός του ενός πήδηξαν στο μπαλκόνι του άλλου για απογευματινή βεγγέρα. Πολλά έχουν έγχρωμες προσόψεις σε απαλούς τόνους του ροζ, του πράσινου, του γαλάζιου και άλλα έχουν στέγες χρωματισμένες σε απαλούς τόνους.

Είναι κι αυτές οι κουβέντες των κατοίκων, ήχοι μελωδικοί από τη γλυκιά προφορά τους, που μας συντροφεύουν καθώς περπατάμε ανάμεσά τους. Πότε τραγουδούν, πότε συζητούν και πότε μας απευθύνουν μια δροσερή καλημέρα ή μια ζεστή καλησπέρα. Στέκονται στα πεζούλια, τα μπαλκόνια και τις αυλές. Ρεμβάζουν ή κάνουν τις καθημερινές τους δουλειές με φόντο τα κεντήματα στα παράθυρά τους. Στις εξώπορτες, μικρά και μεγάλα ποδήλατα περιμένουν τη στιγμή που οι επίδοξοι αναβάτες θα τα πάρουν για σεργιάνι στην πόλη. Στις πλατείες μικροί και μεγάλοι βολτάρουν.

Τη σημερινή της μορφή άρχισε να την παίρνει απ’ το 1684, όταν ο Ενετός Μοροζίνι έκανε έξωση στους Λευκαδίτες που έμεναν μέσα στο κάστρο. Η έντονη σεισμική δραστηριότητα εκείνα τα χρόνια, μαζί με τις ελάχιστες οικονομικές δυνατότητες, διαμόρφωσαν καθοριστικά την αρχιτεκτονική των σπιτιών. Χαρακτηριστικό οικιστικό στοιχείο της Λευκάδας είναι τα πολλά ξύλινα ή ξυλόπηκτα σπίτια, εξαιτίας των συχνών καταστρεπτικών σεισμών από τους οποίους υποφέρει το νησί. Συνηθίζεται επίσης η τοποθέτηση ενός ξύλινου σκελετού, κατά μήκος των εσωτερικών τοίχων των κτιρίων, για να εμποδίζεται η προς το εσωτερικό πτώση των τοίχων. Κτίρια μικρά, δίπατα, με ξύλινους εξώστες και κεραμοσκεπές και ανάμεσά τους στενά καντούνια. Το κάτω μέρος ήταν λιθόκτιστο και το πάνω ήταν φτιαγμένο με ξύλο και λάσπη. Μια αντισεισμική αρχιτεκτονική μοναδική στον κόσμο. Με τις συχνές επισκέψεις του Εγκέλαδου, οι κάτοικοι που ξανάφτιαχναν τα σπίτια τους με τα ίδια υλικά φρόντιζαν το πάνω μέρος να είναι ελαφρύ και συχνά το κάλυπταν με λαμαρίνα, που έβαφαν σε διάφορα απαλά χρώματα. Η ίδια τεχνική χρησιμοποιείται και σήμερα. Θα δείτε μέσα στο ιστορικό κέντρο πολλά σπίτια με λαμαρίνες. Τα παραθυρόφυλλα είναι ξύλινα και κινητά και όλα βάφονται σε μπλε ή πράσινο χρώμα. Στη Λευκάδα δε θα συναντήσετε ενετικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως στη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα. Οι Ενετοί δε συνέβαλαν καθόλου στο χτίσιμο της πόλης. Υπάρχουν αρχοντικά στην πόλη και πλούσια σπίτια της εποχής που είναι όλα χτισμένα σε μεγάλο οικόπεδο, είχαν όλα τζάκι, αυλές και εντυπωσιακές εξώθυρες.

Πέρα από τη βόλτα σας στο ιστορικό κέντρο με τα καντούνια του, αξίζει να δείτε το Μουσείο Φωνογράφου, ένα μικρό ιδιωτικό μουσείο με φωνογράφους, δίσκους, σπάνια χρηστικά αντικείμενα, εργαλεία, καρτ-ποστάλ κλπ. Είναι μοναδικό στην Ελλάδα και ιδρύθηκε και συντηρείται από έναν κρεοπώλη, τον Δημήτρη Κατωπόδη ή Ντελημάρη.

Επισκεφτείτε και το Αρχαιολογικό Μουσείο Λευκάδας, που από το 1999 στεγάζεται στο νέο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου. Τα ευρήματα της συλλογής του μπορεί να μην είναι από τα πιο σπουδαία της ελληνικής αρχαιότητας, είναι όμως τόσο έξυπνα τοποθετημένα μέσα και έξω από τις προθήκες και συνοδεύονται από πλούσια και κατατοπιστικά κείμενα, σχέδια, αναπαραστάσεις και φωτογραφίες. Οι 4 συνολικά αίθουσές του περιλαμβάνουν ευρήματα από τις ανασκαφές στο νησί που καλύπτουν μια πολύ μεγάλη χρονική περίοδο, από τη μέση παλαιολιθική εποχή (200000-35000 π.Χ.) έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.

Η 4η αίθουσα, που βρίσκεται δεξιά της πρώτης, είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Γερμανού φιλέλληνα αρχαιολόγου Wilhelm Dörpfeld, που ταύτισε το όνομά του με τη Λευκάδα. Ο Dörpfeld, βοηθός αρχικά του Ερρίκου Σλήμαν (που ύστερα από ανασκαφές το 1878 ταύτισε τη σημερινή με την αρχαία Ιθάκη), συνέχισε τις έρευνες του δασκάλου του, στηριζόμενος κυρίως στο κείμενο της «Οδύσσειας». Πραγματοποίησε τις πρώτες ανασκαφές στη Λευκάδα στις αρχές του 20ου αιώνα, που τις επισκέφτηκε ο φίλος και χρηματοδότης του, αυτοκράτορας της Γερμανίας, Γουλιέλμος Β'. Όταν το 1927 δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ανασκαφών του από το νεκροταφείο στην περιοχή του Στενού, νότια από το Νυδρί, ανέπτυξε μια θεωρία, σύμφωνα με την οποία η Λευκάδα ήταν η ομηρική Ιθάκη, σε αντίθεση με την άποψη του Σλήμαν. Ο Dörpfeld τοποθετούσε το ανάκτορο του Οδυσσέα στην περιοχή του Στενού στο Νυδρί. Όμως, η χρονολόγηση με σύγχρονες μεθόδους των ευρημάτων από το Στενό, μερικά από τα οποία εκτίθενται στην 4η αίθουσα, στην πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο (2700-2300 π.Χ.) και όχι στην υστεροελλαδική εποχή, εποχή κυριαρχίας των μυκηναίων (1500-1100 π.Χ.), καταρρίπτει αυτή τη θεωρία. Εξάλλου, οι προσπάθειες που έχουν γίνει για την αναγνώριση και τον εντοπισμό των τόπων που αναφέρονται στην «Οδύσσεια», δεν έχουν επιβεβαιώσει καμιά από τις αντιμαχόμενες θεωρίες.

Τέλος αξίζει μια μικρή βόλτα με το αυτοκίνητο στη Γύρα (ο δρόμος γύρω από τη λιμνοθάλασσα) για να δείτε τους παλιούς μύλους, που χτίστηκαν οι παλαιότεροι το 1684 και οι νεώτεροι το 1739. Σώζονται μόνο 4 από τους 12 που υπήρχαν συνολικά. Οι περισσότεροι είχαν ρωσικά ονόματα, όπως Ορλώφ, Μετζίκωφ, Μόσκοβας και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα άλεθαν μεγάλες ποσότητες σταριού, πολλές από τις οποίες έρχονταν από τη Ρωσία. Η ίδια η λιμνοθάλασσα είναι σημαντικός υγροβιότοπος, όπου μπορεί να συναντήσετε πελεκάνους, ερωδιούς, αγριόχηνες, κύκνους κλπ. Και μιας και φτάσατε ως εκεί, δείτε και το κάστρο της Αγίας Μαύρας πάνω στη νησίδα του ισθμού που ενώνει τη Λευκάδα με την Ακαρνανία, που χτίστηκε το 1300 μ.Χ. από τον κόμη Ορσίνι.

Στην πόλη διοργανώνονται επίσης κάθε καλοκαίρι οι πετυχημένες Γιορτές Λόγου και Τέχνης, με ποικίλα δρώμενα.


Ιστορία της πόλης

Η πόλη της Λευκάδας ιδρύθηκε από Κορίνθιους αποίκους τον 7ο αιώνα π.Χ. Ήταν χτισμένη περίπου 2 χλμ. από την τοποθεσία όπου βρίσκεται η σημερινή Λευκάδα και συγκαταλεγόταν στις μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας (περίμετρος τειχών 3 χλμ. και εμβαδόν περίπου 1 τ. χλμ.). Πήρε μέρος στον πόλεμο κατά των Περσών με τρία πλοία και στρατό. Στον πόλεμο για την Επίδαμνο υποστήριξε τους Κορίνθιους, με τους οποίους ήταν σύμμαχος και κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ο Δημοσθένης (343 π.Χ.) έπεισε τους Λευκαδίτες να προσχωρήσουν στη συμμαχία κατά του Φιλίππου. Στο πόλεμο ανάμεσα στον Κάσσανδρο και τον Πολυσπέρχοντα η Λευκάδα υποτάχθηκε στον πρώτο (314 π.Χ.) και διετέλεσε διαδοχικά υπό την κυριαρχία του Αγαθοκλή, του Δημητρίου του Πολιορκητή και του Πύρρου. Μετά την πτώση της ηπειρωτικής μοναρχίας, η Λευκάδα έγινε πρωτεύουσα (230-167 π.Χ.) του Κοινού των Ακαρνάνων κι αγωνίστηκε κατά της Ρώμης ως σύμμαχος των Μακεδόνων. Το 197 π.Χ. κατακτήθηκε από το ρωμαϊκό στρατό του Λ. Φλαμινίνου και 30 χρόνια αργότερα αποσπάστηκε από το Κοινό των Ακαρνάνων.

Η σημερινή Λευκάδα έχει τις ρίζες της στο 1684, όταν ο Ενετός Μοροζίνι προέτρεψε τους κατοίκους του κάστρου να κατοικήσουν έξω από αυτό, για να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τη σεισμική δραστηριότητα από την οποία δοκιμαζόταν το νησί. Η σύγχρονη πόλη χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1948 και του 1953.

Τα χωριά

Πανέμορφο νησί, πανέμορφα και τα χωριά του. Αφήνουμε την πρωτεύουσα με νότια κατεύθυνση, για να γυρίσουμε το υπόλοιπο νησί. Λίγο έξω από την πόλη, μόλις 2 χιλιόμετρα, συναντάμε ένα μικρό οικισμό, το Καλλιγόνι. Στο λόγο του βρίσκονται ερείπια της αρχαίας πρωτεύουσας του νησιού, που ονομαζόταν Νήρικος και άκμασε από το 2ο αιώνα π.Χ. μέχρι τα βυζαντινά χρόνια.

Αφήνουμε πίσω μας τους Καριώτες με τις αλυκές, τη Λυγιά που αποτελεί το μεγαλύτερο αλιευτικό κέντρο του νησιού και τα πανέμορφα ψαροχώρια Επίσκοπο και Νικιάνα, που είναι λουσμένα σε αποχρώσεις πράσινου και μπλε, με ευωδιές βουνού και θάλασσας.

Φτάνουμε στον παραθαλάσσιο οικισμό Περιγιάλι. Τα πεύκα, τα κυπαρίσσια και τα ελαιόδεντρα, που φτάνουν σχεδόν μέχρι τη θάλασσα, μας χαρίζουν τη σκιά τους.

Επόμενη στάση μας είναι το Νυδρί, το πιο τουριστικό μέρος του νησιού, που κάθε καλοκαίρι «ανασταίνεται». Εδώ, όμως, θα κάνουμε μια μικρή παράκαμψη και θα ακολουθήσουμε έναν ανηφορικό δρόμο που οδηγεί μέσα από ένα καταπράσινο τοπίο στον αγροτικό οικισμό Ράχη και να ανακαλύψουμε το γραφικό φαράγγι του Δημοσάρη με τον υπέροχο καταρράκτη του.

Το Νυδρί βρίσκεται στη ΝΑ πλευρά του νησιού. Πριν από λίγα χρόνια η περιοχή αυτή δεν ήταν παρά ένας μικρός οικισμός ψαράδων. Σήμερα, η ραγδαία ανάπτυξη του τουρισμού τού έδωσε άλλο τόνο, μεταβάλλοντας ακόμα και την πληθυσμιακή κατανομή, αφού οι κάτοικοι από τον εσωτερικό ορεινό όγκο μετακινήθηκαν στα παράλια, όπου ανέπτυξαν τουριστικές δραστηριότητες. Από το Νυδρί ξεκινούν και οι θαλάσσιες εκδρομές με προορισμό τα μικρά σμαράγδια του Ιονίου, τα νησάκια και τις ερημονισίδες που πλαισιώνουν τη Λευκάδα.

Λίγα χιλιόμετρα νότια από το κοσμοπολίτικο Νυδρί απλώνεται ένας μεγάλος και απάγκιος όρμος. Ο κόλπος του Βλυχού και η χερσόνησος Γένιανήκουν σ’ εκείνη την ειδική κατηγορία των τοποθεσιών που σε μαγεύουν από την πρώτη στιγμή. Ο μεγάλος όρμος εισχωρεί βαθιά μέσα στην ξηρά, αφήνοντας μια στενή θαλάσσια δίοδο. Αποτελεί καταφύγιο για πολλά σκάφη που ταξιδεύουν στα νερά του Ιονίου. Το ήσυχο παραθαλάσσιο χωριουδάκι του Βλυχού απέχει 20 χλμ. από την πόλη της Λευκάδας και είναι στριμωγμένο ανάμεσα στη θάλασσα και το βουνό. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η εξαιρετική γωνιά του νησιού προστατεύεται για την ιδιαίτερη φυσική ομορφιά της.

Αφήνοντας το Βλυχό κατευθυνόμαστε για το ελκυστικό ακρωτήρι Γένι. Η διαδρομή γύρω από τον κόλπο, ανάμεσα σε αιωνόβιες ελιές, ξετυλίγει ένα ψηφιδωτό από αντιθέσεις. Στο Γένι, ένα γραφικό ψαροχώρι με πλούσια βλάστηση και λιόδεντρα, τελειώνει ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος και αρχίζει ένα χωμάτινο μονοπάτι που οδηγεί στο εκκλησάκι της Αγ. Κυριακής.

Στην κορυφή ενός λόφου μάς αποκαλύπτεται ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του νησιού. Εδώ βρίσκεται ο τάφος του Γερμανού αρχαιολόγου Dörpfeld, του ανθρώπου που με τις ανασκαφές του νότια από το Νυδρί έφερε στο φως ίχνη μεγάλου οικισμού της πρώιμης εποχής του Χαλκού (περίπου 2000 π.Χ.): τάφους με διάφορα κτερίσματα, αγγεία και θεμέλια κυκλικών κτισμάτων.

Κατευθυνόμαστε προς το Μικρό Γιαλό, μέχρι που φτάνουμε στον όρμο Δεσίμη. Από το σημείο αυτό και μέχρι το Μικρό Γιαλό ξεδιπλώνεται η απλοχεριά της φύσης σε όλο το μεγαλείο της: θάλασσα πεντακάθαρη με γαλάζιες και πράσινες αποχρώσεις, συγκατοικεί άλλοτε με δαντελωτές αμμουδιές και άλλοτε με ψηλά ανοιχτόχρωμα βράχια.

Προχωράμε διασχίζοντας τα χωριά Σύβοτα (ένα υπέροχο ψαροχώρι κλεισμένο σ’ έναν όρμο τύπου φιόρδ), Μαραντοχώρι, Καντάραινα, Βασιλική (στον ομώνυμο όρμο, είναι το κεφαλοχώρι της Ν. Λευκάδας, με μια πολλή ωραία παραλία και ένα ακόμα πιο ωραίο λιμανάκι), Πόντη, Άγιο Πέτρο, Άγιο Βασίλειο. Φτάνουμε στο Κομηλιό. Όλα αυτά τα χωριά ανήκουν στο δήμο Απολλωνίων, το μεγαλύτερο σε έκταση δήμο του νησιού, που πήρε το όνομά του από τον «Λευκάτη Απόλλωνα», «τον κύριο του Λευκάτα, του Άσπρου Βράχου», δηλαδή του ακρωτηρίου του Λευκάτα, από όπου δέσποζε στο Ιόνιο πέλαγος για πολλούς αιώνες ο ναός του αρχαίου θεού. Τα χωριά και τους οικισμούς που απαρτίζουν το δήμο, οι κάτοικοι τα ονόμασαν κατ’ ευφημισμό «Ηνωμένες Πολιτείες της Λευκάδας».

Στο Ροδάκι (πιο ψηλά από το Μαραντοχώρι) υπάρχουν λείψανα από αρχαίο ναό, ένα μέρος από πλακοστρωμένο δάπεδο και δείγματα από κιονόκρανα. Ο Dörpfeld κατέληξε ότι εδώ έχουμε ένα δωρικό ναό του 6ου-5ου αιώνα π.Χ. μεγαλύτερο από το ναό του Ηφαίστου στην Αθήνα (Θησείο) και από του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Δε γνωρίζουμε τη μορφή του ούτε σε ποια θεότητα ήταν αφιερωμένος. Οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά πίστευαν ότι ήταν ναός της Δήμητρας.

Πάνω στα λείψανα του αρχαίου ναού χτίστηκε ο ναός του Αϊ-Γιάννη. Στα χρόνια που ο Dörpfeld έκανε τις ανασκαφές στη Λευκάδα (1896-1905), οι χωρικοί πήγαιναν τα σιδερένια τους άροτρα στην εκκλησία για να ευλογηθούν.

Στο Καμηλιό ο δρόμος διακλαδίζεται. Ο ένας καταλήγει στην πόλη της Λευκάδας, ενώ ο άλλος φτάνει στο νοτιότερο σημείο του νησιού, το ακρωτήριο του Λευκάτα. Ακολουθούμε το δρόμο προς τα νότια, για το Αθάνι, ένα ορεινό γραφικό χωριό πάνω από την παραλία Γιαλός. Είναι σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του βουνού, σε ύψος 300 μέτρων. Το πέρασμα μας γίνεται μέσα από ένα επιβλητικό ορεινό τοπίο.

Κατά μία άποψη ονομάστηκε Αθάνι από τους Φράγκους. Γύρω στα 1320 ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ κάποιες οικογένειες Ιταλών από την περιοχή Αζάνι της Κάτω Ιταλίας. Το Αθάνι ήταν γνωστό από τα παλιά χρόνια για το θαυμάσιο θυμαρίσιο μέλι. Στα χωριά που είναι χρισμένα στις πλαγιές του Λευκάτα και των Σταυρωτών, οι κάτοικοι ασχολούνται χρόνια με τη μελισσοκομία λόγω των πολλών φυτών και δέντρων που φύτεψαν στην περιοχή. Ο τρύγος των μελισσιών και η εξαγωγή του μελιού από της κηρήθρες είναι μεγάλο πανηγύρι που κρατάει όλο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.

Πλησιάζουμε στις παραλίες Εγκρεμνοί και Πόρτο Κατσίκι, που μαζί με το Κάθισμα (στη ΒΔ πλευρά του νησιού) είναι από τις καλύτερες του νησιού. Όπου κι αν καθίσετε θα ακούσετε του ντόπιους να τις παινεύουν, κι όχι άδικα, αφού είναι καθαρές σαν γυαλί, με λεπτή άμμο που θυμίζει χρυσόσκονη.




Από το Καμηλιό, ακολουθώντας το δρόμο προς τα βόρεια, συναντάμε τα ορεινά χωριά: Ασπρογερακάτα, Κάβαλλο, Πινακοχώρι, Λαζαράτα και Σπανοχώρι, που ανήκουν στο δήμο Σφακιωτών. Η περιοχή πήρε το όνομα «Σφακιώτες» από την εγκατάσταση Κρητικών από τα Σφακιά, το 16ο ή το 17ο αιώνα, όπως λένε οι ντόπιοι. Δυτικότερα βρίσκεται ο Δρυμώνας, η Εξάνθεια και ο Αϊ Νικήτας.

Από τα ορεινά χωριά θα σας πρότεινα να επισκεφτείτε οπωσδήποτε την Εγκλουβή, τις Καρυές και τους Πηγαδησάνους. Η Εγκλουβήείναι το πιο ορεινό χωριό της Λευκάδας στα 730 μ. Θα δείτε ένα όμορφο χωριό γνωστό για τα ρεβίθια, τα κουκιά και τις φακές του και παλιότερα για τα κρασιά του.

Πάνω από το χωριό σ’ ένα πλάτωμα στα 900 μ. βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Δονάτου, πολλά αλώνια και πολλά πέτρινα καλύβια που λέγονται «βόλτοι». Είναι παλιές αγροτικές καλύβες από την εποχή των Ενετών που χρησιμοποιούσαν για διαμονή οι καλλιεργητές του οροπεδίου. Σώζονται σήμερα περίπου 150 «βόλτοι».

Πιο κάτω βρίσκεται η Καρυά, γνωστή παγκόσμια για τα εξαίρετα κεντήματά της με τα πρωτότυπα σχέδια και τα υφαντά της, καθώς και για το έθιμο της αναβίωσης του παραδοσιακού λευκαδίτικου γάμου με κάθε λεπτομέρεια κάθε 11 Αυγούστου. Κάτω από το χωριό είναι ο κάμπος του με την τεχνητή λίμνη.

Πιο κάτω ακόμα, οι Πηγαδησάνοι, ένα ωραιότατο χωριό με πέτρινα σπίτια χτισμένο στην πλαγιά του βουνού. Θα δείτε το ιππήλατο ελαιοτριβείο, τους ανεμόμυλους και νερόμυλους που έχουν απομείνει και μπορείτε να επισκεφτείτε και τους περίφημους καταρράκτες της Ακόνης.

Ένα άλλο χωριό που θα πρέπει να επισκεφτείτε είναι το Νεοχώρι, όχι μόνο επειδή η θέα από εκεί είναι εξαίσια, αλλά γιατί μπορείτε να δείτε και το «Ελλομένειο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Οργάνων» που στεγάζεται σε ένα αναπαλαιωμένο λιοτρίβι. Τα εκθέματα του Μουσείου είναι πραγματικά μοναδικά.











Διάσημοι Λευκαδίτες

Διάσημοι Λευκαδίτες



Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού και ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824, γιος του επιχειρηματία και γερουσιαστή Ιωάννη Βαλαωρίτη, ηπειρωτικής καταγωγής και της Αναστασίας το γένος Τυπάλδου Φορέστη.

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Λύκειο της Λευκάδας (1830-1837), κατόπιν φοίτησε στην Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα (1838-1841) και ταξίδεψε στην Ιταλία και την ελεύθερη Ελλάδα (1841-1842). Ακολούθησαν σπουδές στη Γενεύη (όπου πήρε πτυχίο προλήτη Φραμμάτων και Επιστημών από το εκεί Κολλέγιο), στο Παρίσι (νομικά) και τέλος στην Πίζα της Ιταλίας, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ νομικής στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Το επάγγελμα του δικηγόρου δεν το εξάσκησε ποτέ. Αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση.

Το 1846 προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό κι επέστρεψε στη Λευκάδα. Αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία και την Αυστρία, όπου με κίνδυνο της ζωής του πήρε μέρος σε ενέργειες υπέρ της ελληνικής απελευθέρωσης. Παράλληλα, μελέτησε γερμανική φιλολογία και το 1847 είχε ήδη τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Στιχουργήματα στην Κέρκυρα». Ακολούθησε μια περίοδος περιπλάνησής του στην Ιταλία, κυρίως στη Βενετία.

Εκεί πήρε μέρος σε φοιτητικές κινητοποιήσεις και γνώρισε την κόρη του λογίου της Βενετίας Αιμιλίου Τυπάλδου, την Ελοΐζα. Το 1852, σε ηλικία 25 ετών, την παντρεύτηκε και την υπεραγαπούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το γάμο του απέκτησε τρεις κόρες (τη Μαρία, που πέθανε το 1855 σε βρεφική ηλικία, μια δεύτερη, επίσης Μαρία, που πέθανε το 1866 και τη Ναθαλία, που πέθανε το 1875 στη Βενετία) και δυο γιους, το Νάνο και τον Αιμίλιο.

Μετά το γάμο του ταξίδεψε στην Ευρώπη για ένα χρόνο και όταν επέστρεψε στη Λευκάδα ενίσχυσε το επαναστατικό κίνημα της Ηπείρου με άνδρες και χρήματα, με αποτέλεσμα να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του τότε Άγγλου αρμοστή και να αναγκαστεί να φύγει ξανά στην Ιταλία. Το 1856 πέθανε ο πατέρας τους και η μητέρα του. Το 1857 δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Μνημόσυνα», που τιμήθηκε από τον Όθωνα με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος. Την ίδια χρονιά απέκτησε το δεύτερο γιο του, τον Αιμίλιο. Παράλληλα με την ποίση επιδόθηκε και στην πολιτική. Εξελέγη βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή, επτά ολόκληρα χρόνια (1857 έως το 1864) και αγωνίστηκε για τα δίκαια των επτά νησιών.

Το 1864 επισκέφθηκε την Αθήνα μαζί με τον πρόεδρο της Ιονίου Βουλής και άλλους επιφανείς πολιτικούς και συνέταξε το σχέδιο για το ψήφισμα της Ένωσης. Η εμφάνισή του στην Εθνοσυνέλευση στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία. Μετά την ένωση των Επτανήσων, έδρασε ως βουλευτής στην Αθήνα. Εκλέχθηκε δυο φορές βουλευτής στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου (1865 και 1868), αρνήθηκε όμως να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα. Οι αγορεύσεις του είχαν ποιητικό χαρακτήρα και η ρητορική του δεινότητα έμεινε αλησμόνητη. Μετά τις εκλογές του 1868, απογοητευμένος από την πολιτική αποσύρθηκε και απομονώθηκε στη Μαδουρή, ένα μικρό γραφικό νησάκι κοντά στη Λευκάδα, για να δοθεί ολοκληρωτικά στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.

Εκεί συνέθεσε το ποίημα «Διάκος» και τον «Αστραπόγιαννο», έργα που τύπωσε μαζί το 1867. Μετά από πρόσκληση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1871 έγραψε και απήγγειλε με μεγάλη επιτυχία ένα ποίημα για τον Πατριάρχη στην αποκάλυψη του ανδριάντα του. Πέθανε στη Λευκάδα το 1879 από καρδιακή πάθηση. Λίγο πριν το θάνατό του έγραψε τα τρία πρώτα άσματα του «Φωτεινού», έργου που έμεινε ημιτελές, λόγω του θανάτου του. Ο «Φωτεινός» εντάχθηκε στο δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των έργων του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1891. Έγραψε επίσης λίγες μεταφράσεις («Η Λίμνη» του Λαμαρτίνου, το 33ο άσμα της «Κόλασης» του Δάντη κ.α.) και δημοσίευσε άρθρα πολιτικού και ιστορικού προβληματισμού.

Στο έργο του Βαλαωρίτη συναντιέται η γλωσσική τεχνοτροπία της Επτανησιακής Σχολής με εκείνη της Αθηναϊκής. Μελέτησε πολύ τη γνήσια γλώσσα του λαού και την έκανε όργανο, για να εκφράσει τις ιδέες του. Τα ποιητικά του έργα είναι γραμμένα σε απλή γλώσσα, ενώ τα πεζά του στην καθαρεύουσα. Χρησιμοποιώντας επικολυρικό στίχο, ο Βαλαωρίτης έγραψε για τους άθλους των αγωνιστών του '21. Τα ποιήματά του αγαπήθηκαν στην εποχή τους, αλλά εξακολουθούν να εκτιμώνται ακόμη και σήμερα. Ο επικός χαρακτήρας των έργων του, καθώς και οι αγώνες του για την πατρίδα, του χάρισαν τον τιμητικό τίτλο του εθνικού ποιητή, ενόσω ήταν ακόμα στη ζωή, ως ο πρώτος που έσκυψε «στις εγχώριες πηγές με την απόφαση να κάνει ελληνική ποίηση».

Η κριτική διχάστηκε στην περίπτωση του Βαλαωρίτη και ποικίλει από την πλήρη αποδοχή (Παλαμάς, Ριΐδης, Σικελιανός), έως την πλήρη άρνηση (Πολυλάς, Πανάς, Βερναρδάκης).

Έγραψε πολλά ποιήματα στα οποία διακρίνει κανείς μια πατριωτική ρωμαλεότητα, έναν ασυγκράτητο πατριωτισμό και μια αχαλίνωτη φαντασία.

Έργα:
Ποιήματα

Η Κυρά Φροσύνη (1859)

Αθανάσιος Διάκος (1867)

Θανάσης Βάγιας (1867)

Αστραπόγιαννος (1867)

Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε (1872)

Ο Φωτεινός (ημιτελές)

Συλλογές

Στιχουργήματα (1847)

Μνημόσυνα (1857)

Διάφορα

Ποιήματα (δίτομο) (1891)

Εργα (1893)

Βίος και έργα (τρίτομο) (1907)

Ποιήματα ανέκδοτα (1937)

Τα άπαντα (δίτομο) (1968)

Σπυρίδων Ζαμπέλιος (Λευκάδα 1815 – Ελβετία 1881)


Iστορικός και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1815, από εύπορη και αριστοκρατική οικογένεια, απώτερης ιταλικής καταγωγής. Ο πατέρας του, Ιωάννης, ήταν δικαστικός, λόγιος και δραματικός ποιητής. Ο Σπυρίδων παρακολούθησε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στη Λευκάδα και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας (όπου γνωρίστηκε με το Σολωμό, πιθανόν και με τον Κάλβο). Όταν αποφοίτησε από την Ιόνιο Ακαδημία πήγε στην Ιταλία, όπου συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Πίζας (όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ του εκεί Πανεπιστημίου). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του ταξίδεψε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και στη Γερμανία, όπου φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και παρακολούθησε παραδόσεις του Hegel, από τον οποίο επηρεάστηκε.

Η γνωριμία του με το μεσαιωνολόγο Ανδρέα Μουστοξύδη τον ώθησε στη μελέτη μεσαιωνικών και γλωσσολογικών χειρογράφων στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης και της Τουρκίας. Αποτέλεσμα του ενδιαφέροντός του για την μεσαιωνική ιστορία ήταν και το μεγάλο έργο του «Βυζαντιναί Μελέται», που έγραψε αργότερα.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1845 και έμεινε στην Κέρκυρα, όπου δημοσίευσε ανώνυμα το ποίημα «Η ύστερη νυχτιά του καταδίκου» (1845).

Στη συνέχεια έφυγε ξανά για την Ευρώπη για νέες μελέτες και επέστρεψε το 1856, λόγω του θανάτου του πατέρα του. Τα χρόνια εκείνα άρχισε και το συγγραφικό του έργο που κάλυπτε κυρίως ιστορικά θέματα, με υλικό που είχε συγκεντρώσει από τα ταξίδια του στην Ευρώπη και στην Τουρκία. Το 1852 δημοσίευσε έκδοση ελληνικών δημοτικών τραγουδιών «Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος». Ως εκδότης όμως των δημοτικών τραγουδιών επικρίθηκε για τις αυθείρετες επεμβάσεις του στα κείμενα, ενώ κρίθηκε ως μέτρια και η επίδοσή του στη λογοτεχνία.

Το 1857 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τη σύζυγό του Λουκία και δημοσίευσε την ιστορική μελέτη «Αι βυζαντιναί μελέται» («Περί πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ.»), το κυριότερο ιστορικό-φιλολογικό του έργο. Στην εκτενή εισαγωγή διατύπωσε την άποψη για την ιστορική και γλωσσική ενότητα του ελληνικού έθνους από την εποχή του Ομήρου μέχρι τη σύγχρονη εποχή, με συνδετικό κρίκο το Βυζάντιο και εισηγήθηκε την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας σε αρχαία, μεσαιωνική και νέα.

Το 1859 δημοσίευσε το φυλλάδιο «Καθίδρυσις Πατριαρχείου εν Ρωσία». Στην περίοδο 1859-1860 τοποθετείται και η σημαντική για την ιστορία της νεοελληνικής κριτικής διαμάχη Ζαμπελίου - Πολυλά. Ο Ζαμπέλιος ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, σε επίπεδο κριτικής, και δημοσίευσε το φυλλάδιο «Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ;» και «Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως», με αφορμή την έκδοση των «Ευρισκομένων» του Σολωμού από τον Πολυλά, υποστηρίζοντας τον ελεγειακό χαρακτήρα των έργων της ώριμης περιόδου του Σολωμού. Η άποψή του ανασκευάστηκε από τον Πολυλά στο φυλλάδιο «Πόθεν η μυστικοφοβία του κ. Σ. Ζαμπελίου» (Κέρκυρα 1860).

Με αφορμή τις ιστορικές περιπέτειες της Κρήτης έγραψε τα ιστορικά μυθιστορηματικά έργα «Ιστορικά σκηνογραφήματα» (1860) και «Οι Κρητικοί γάμοι» (1871), με υποθέσεις από την ιστορία της Ενετοκρατίας στο νησί. Το 1864 δημοσίευσε στην Αθήνα τη γλωσσολογική μελέτη «Ιταλοελληνικά». Δημοσίευσε επίσης το ιταλόφωνο μυθιστόρημα «Αναμνήσεις μοναχής». Προς το τέλος της ζωής του ξεκίνησε να γράφει ένα ετυμολογικό ελληνικό λεξικό, του οποίου το πρώτο μέρος εκδόθηκε στο Παρίσι το 1879 με τίτλο «Parlers grecs et romains». Εντάχθηκε στην πολιτική παράταξη των Μεταρρυθμιστών και στις εκλογές του 1850 υπέβαλε υποψηφιότητα και εκλέχτηκε βουλευτής Λευκάδας με το κόμμα των Μεταρρυθμιστών στη Θ΄ Βουλή των Επτανήσων. Υπήρξε συνεργάτης της κερκυραϊκής πολιτικής εφημερίδας «Πατρίς του Βραΐλα» και της εφημερίδας του Μουστοξύδη «Το μέλλον».

Αποσύρθηκε από την πολιτική, ταξίδεψε στην Αθήνα και προς το τέλος της ζωής του (1870) εγκαταστάθηκε σε μια επαρχιακή έπαυλη στο Λιβόρνο για δέκα χρόνια. Πέθανε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Zug της Ελβετίας το 1881.

Τα κυριότερα έργα του

. Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος [Εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Μεσαιωνικού Ελληνισμού (1852)]

. Βυζαντιναί Μελέται [Περί πηγών Νεοελληνικής Εθνότητος από Η΄ άχρι Ι΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ. (1857)]

. Πόθεν η κοινή λέξις τραγουδώ; [Σκέψεις περί ελληνικής ποιήσεως (1859)]

. Ιστορικά Σκηνογραφήματα (1860)

. Ιταλλοελληνικά [κριτική πραγματεία περί των εν τοις αρχείοις Νεαπόλεως ανεκδότων ελλληνικών περγαμηνών (1864)]

. Οι Κρητικοί Γάμοι [Ανέκδοτον επεισόδιον της Κρητικής Ιστορίας επί Βενετών (1570) (1871)]

. Parlers Grecs et Romans, leur point de contact préhistorique (1880)

. Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου, Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης [συμπληρωθείσα υπό Ιωάννου Δ. Κονδυλάκη (1897]


Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)

Ο Άγγελος Σικελιανός είναι ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λυρικούς ποιητές του 20ου αιώνα. Στα ποιήματά του τονίζει την ελληνική ιστορία, το θρησκευτικό συμβολισμό και την παγκόσμια αρμονία. Το έργο του διακρίνεται από έναν έντονο λυρισμό και έναν ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.


«Άρχοντα της λαλιάς μας» τον αποκάλεσε ο νομπελίστας ποιητής μας Σεφέρης. Ο Δημαράς μιλά για «ρουμελιώτικη αίσθηση του γλωσσικού οργάνου, άνεση, ωριμότητα, δύναμη, αισθητική αφομοίωση της παράδοσης Σολωμού».

Βιογραφία
Στις 15 Μαρτίου του 1884, γεννιέται στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια, το έβδομο και τελευταίο παιδί της Χαρίκλειας και του Ιωάννη Σικελιανού, δασκάλου των Γαλλικών. Το όνομά του Άγγελος. Και του ταίριαξε. Θα μπορούσε να ονομαστεί και Απόλλωνας ή Ορφέας και αυτά τα ονόματα θα του πήγαιναν. Οι γονείς του, άνθρωποι καλλιεργημένοι και γλωσσομαθείς θα μεταδώσουν στα παιδιά τους αγάπη και σεβασμό για τους ήρωες της ελληνικής Επανάστασης. Πρόγονοι της οικογένειας δεν είχαν διστάσει να διαθέσουν την περιουσία τους στον Αγώνα και αυτοί θα γίνουν φωτεινό παράδειγμα για όλη τη ζωή του Αγγελου, που δεν θα πάψει ποτέ να τους μνημονεύει με θαυμασμό. Σημαντικό ρόλο στην ανατροφή του θα παίξει και η παραμάνα του, θεία Μαρία. Αυτή η απλοϊκή γυναίκα με τη θέρμη της αγάπης της και του λόγου της θα ποτίσει τον Αγγελο με γεύσεις, αρώματα και λέξεις, που ο ποιητής θα τα κρατήσει για πάντα φυλαγμένα μέσα του. Πολύ αργότερα, θα της αφιερώσει κάποιες σελίδες από το ημερολόγιό του, ενώ θα βρίσκεται στο Αγιο Ορος («Κόλλυβα για τη θεία Μαρία»). Αξέχαστοι και καθοριστικοί για την ανάπτυξη και τον μετέπειτα προσανατολισμό του ήταν και οι περίπατοι με τον πατέρα του στους λευκαδίτικους ελαιώνες. Εδώ ο πατέρας θα τον μυήσει στην αρχαία ελληνική μυθολογία, στην απόλυτη σχέση της με την ελληνική φύση και θα τον εισαγάγει με πολύ φυσικό τρόπο στην Ιστορία και τον πολιτισμό της αρχαιότητας.

Στη Λευκάδα διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο. Εκεί έγραψε σε ηλικία μόλις 13 ετών και τα πρώτα του ποιήματα. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο έρχεται στην Αθήνα για να φοιτήσει στη Νομική Σχολή, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του. Στρέφει το ενδιαφέρον του σε λογοτεχνικές αναζητήσεις, στην ποίηση, στο θέτρο και στα ταξίδια. Θα μείνει αυτοδίδακτος. Από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο, αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες, όπως Νίτσε και τον Ιταλό ποιητή Ντ' Αννούντσιο (στον οποίο θα αναγνωρίσει μια συγγένεια ύφους). Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Ήταν γεννημένος να γίνει ποιητής και άρχισε να δημοσιεύει από καιρό σε καιρό ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής (Νουμάς και Παναθήναια). Η γνωριμία του με τον πρωτοπόρο ανανεωτή του νεοελληνικού θεάτρου Κωνσταντίνο Χρηστομάνη τον οδηγεί να παίζει ρόλους σε αρχαίες τραγωδίες στη «Νέα Σκηνή» που αυτός είχε δημιουργήσει. Αυτό ίσως και να συνέβαλε αργότερα στην ιδέα του Σικελιανού για την αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις «Δελφικές Εορτές».

Το 1905 γνωρίζεται με την πλούσια Αμερικανίδα Eva Parlmer, που σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία, πράγμα που θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή του και στην εκπλήρωση των πόθων του. Η συνάντηση με την αρχαιολάτρη Αμερικανίδα γίνεται στο σπίτι της Ισιδώρας Ντάνκαν, στον Κοπανά. Η ένωση είναι άμεση και ενδιαφέρουσα, μια που και οι δύο τρέφονται από την ίδια αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό. Ομως ο γάμος αναβάλλεται, γιατί ο Αγγελος έχει ήδη προγραμματίσει ένα ταξίδι στην Αίγυπτο. Ο Σικελιανός αγαπούσε τα ταξίδια και στην Αίγυπτο σε μια έξαρση νοσταλγίας για την πατρίδα θα γράψει το 1907 σε ηλικία 23 ετών, «μέσα σε μια εβδομάδα» όπως λέει ο ίδιος, την πρώτη του μεστή ποιητική συλλογή, τον «Αλαφροΐσκιωτο», που ο τίτλος του είναι παρμένος από το έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού. Σε πλήρη απομόνωση, νηστικός, σ’ έκσταση σχεδόν, όπως εξάλλου συνήθιζε να εργάζεται, θα συνθέσει αυτό το μεγάλο συνθετικό ποίημα σαν να επρόκειτο για μια λυρική αυτοβιογραφία. Το έργο δημοσιεύεται τελικά το 1909 και προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωρίζεται ως έργο σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων και καταλαμβάνει το δικό του χώρο στην ελληνική ποίηση.

Στο μεταξύ, η Εύα περιμένει τον Άγγελο στο πατρικό του σπίτι, στη Λευκάδα. Οταν αυτός επιστρέφει, θα ορίσουν το γάμο τους, ο οποίος θα τελεστεί το 1907 στην Αμερική και ήταν σημαντικός σταθμός στη ζωή του ποιητή. Την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, ενώ το 1909, έτος έκδοσης του «Αλαφροΐσκιωτου» θα γεννηθεί και ο γιος τους, ο Γλαύκος. Η Εύα ήταν η πρώτη γυναίκα του, που του αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά και στήριξε οικονομικά όλα του τα οράματα. Εκτών των άλλων, αντιμετώπισε μεγαλόψυχα τις ερωτικές απιστίες του Σικελιανού και αργότερα τον έρωτά του με την Άννα Καραμάνη, δίνοντας τη συγκατάθεσή της για το γάμο τους που έγινε το 1940.

Σημαντικός σταθμός στη ζωή και το έργο του ποιητή είναι η γνωριμία του με τον Νίκο Καζαντζάκη, το 1914, στο στρατό. Εμειναν μαζί 40 μέρες στο Αγιον Ορος, επισκέφθηκαν τις μονές, έζησαν όπως οι μοναχοί. Ηδη από το 1910, ο Σικελιανός είχε συλλάβει την ιδέα των «Συνειδήσεων», του έργου που θα πραγματοποιήσει αργότερα. Η γνωριμία με τον Καζαντζάκη, η κοινή τους αναζήτηση, η περιπλάνησή τους στην Ελλάδα από το 1914-1917 με σκοπό να συνειδητοποιήσουν τη Γη και τη φυλή τους, θα συμβάλει σημαντικά στην πραγματοποίηση του έργου του ποιητή που αφορά τις συνειδήσεις. Οι δύο συγγραφείς ήταν συγγενικά πνεύματα, αλλά και πολύ διαφορετικοί στις απόψεις τους για τη ζωή. Ο Σικελιανός ήταν ένας κοσμικός άνθρωπος, γεμάτος αισιοδοξία και με σταθερή πίστη στις συγγραφικές του ικανότητες. Ο Καζαντζάκης, αντίθετα, ήταν λιγόλογος και ερημίτης, γεμάτος αμφιβολίες και είχε, όπως ο ίδιος παραδεχόταν, μια τάση να επικεντρώνεται στην ουσία των γεγονότων, πέρα από την επιφάνεια. Όμως και οι δυο συμμερίζονταν το αμοιβαίο ενδιαφέρον στη προσπάθεια εξευγενισμού και ανύψωσης του ανθρώπινου πνεύμα μέσω καλλιτεχνικών επιδιώξεων. Η θρησκευτικότητα του Αγίου Ορους θα βρει εύφορο έδαφος στην ψυχή του. Μετά την παραμονή του εκεί θα γράψει ένα από τα πιο σημαντικά του ποιήματα, το «Μήτηρ Θεού». Η μορφή της μητέρας είναι ένα από τα βασικά θέματα στην ποίησή του, όπως και η μορφή της γυναίκας, γενικώς. Η ερωτική της εκδοχή κορυφώνεται στο ποίημα «Θαλερό» και στη φιγούρα της αρχοντοθυγατέρας, μιας κοπέλας που πραγματικά γνώρισε ο ποιητής, σε ένα ταξίδι του στη Σικυώνα, το 1915. Αρχοντοθυγατέρα είναι η νεαρή Μαρία Παύλου που έβλεπε συχνά τον Σικελιανό και τη γυναίκα του Εύα, να φτάνουν στο Θαλερό, ένα μικρό χωριό της Κορινθίας, συνοδευόμενοι και από άλλες κοπέλες των καλύτερων οικογενειών της περιοχής. Οταν η μικρή, δεκαεξάχρονη τότε, Μαρία θα λάβει από κάποιον γνωστό την τοπική εφημερίδα με το ποίημα του Σικελιανού και τους στίχους που την αφορούν, σπεύδει να σκίσει τη σελίδα, κυριευμένη από φόβο μήπως ο πατέρας της διαβάσει την τολμηρή αναφορά.

Η περίοδος της έντονης αναζήτησης καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής «Πρόλογος στη Ζωή» με τις 5 περίφημες «Συνειδήσεις»: «Η Συνείδηση της Γης μου» (1915), «Η Συνείδηση της Φυλής μου» (1915), «Η Συνείδηση της Γυναίκας» (1916) και «Η Συνείδηση της Πίστης» (1917). Ο «Πρόλογος στη Ζωή» ολοκληρώθηκε αργότερα με τη «Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας». Ακολουθεί η τρίτη συλλογή του με τον τίτλο «Στίχοι» και μετέπειτα τα χαρακτηριστικά ποιήματα «Το Πάσχα των Ελλήνων» και «Μήτηρ Θεού» (1917 – 1920), καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Με την έκδοση των έργων του «Ακριτικά» και «Αντίδωρο» ο Σικελιανός συγκέντρωσε όλο το ποιητικό του έργο σε 3 τόμους με τον τίτλο «Λυρικός Βίος».


Δελφική Ιδέα

Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών. Για το σκοπό αυτό, το Μάϊο του 1927, ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και οικονομική βοήθεια της γυναίκας του, ξεκίνησε μια φιλόδοξη προσπάθεια αναβίωσης των «Δελφικών Εορτών», σαν ένα μέρος του οράματός του για την αναβίωση της «Δελφικής Ιδέας». Σ’ αυτήν την προσπάθεια αφιερώθηκε ολοκληρωτικά για πάνω από 10 χρόνια. Ο ποιητής δούλεψε όσο και όπως μπορούσε, με άρθρα, μελέτες και διαλέξεις. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς που περιλάμβαναν Ολυμπιακούς αγώνες, ένα κονσέρτο Βυζαντινής μουσικής, μια έκθεση λαϊκής τέχνης όπως και την παράσταση της τραγωδίας του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης» στο αρχαίο θέατρο. Η προσπάθεια ήταν πολλή πετυχημένη και παρά την έλλειψη κρατικής υποστήριξης, επαναλήφθηκε και το επόμενο έτος. Το 1930 ανεβάζει και το έργο «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Πίστευε ότι τα αρχαία ιδανικά που διαμόρφωσαν τον κλασικό πολιτισμό, αν επανεξετάζονταν, θα μπορούσαν να προσφέρουν πνευματική ανεξαρτησία και θα χρησίμευαν ως μέσα επικοινωνίας μεταξύ των λαών. Από τότε καθιερώθηκε για πρώτη φορά να παίζονται τα έργα των κλασικών τραγωδών σε αρχαία θέατρα. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο ζεύγος αργυρά μετάλια «δια την γενναίαν προσπάθειαν...». Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι «Δελφικές Εορτές». Από το 1932 ο Σικελιανός ασχολείται και με τη συγγραφή τραγωδίας. Αν και οι προσπάθειες του Σικελιανού σημείωσαν επιτυχία και είχαν απήχηση, ωστόσο η προσέλευση των θεατών, αν εξαιρέσουμε τους προσκεκλημένους, τόσο στις πρώτες όσο και στις δεύτερες γιορτές, ήταν ελάχιστη. Το όραμά του δεν είχε συνέχεια. Κάποια στιγμή ματαιώθηκε, κυρίως κάτω από το βάρος των οικονομικών συνθηκών. Μετά την οικονομική καταστροφή ήρθε κι ο χωρισμός του ζεύγους, αφού η Eva Parlmer εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά το θάνατο του ποιητή.

Το 1934 η Βουλή αποφασίζει την ανάθεση των Δελφικών Εορτών σε είκοσι δύο μέλη, εξοστρακίζοντας το ζεύγος Σικελιανού από την ιδέα που οι ίδιοι είχαν συλλάβει. Ο ποιητής θα αναρτήσει έξω από την πόρτα του γραφείου του μια φράση του Νίτσε: «Εκεί που τελειώνει το κράτος εκεί αρχίζει ο άνθρωπος».

Γύρω στο 1938, ο ποιητής γνωρίζει την Άννα Καραμάνη που θα γίνει η δεύτερη γυναίκα του. Ο γάμος του στην Αμερική θεωρείται άκυρος από τον ελληνικό νόμο, όμως η Άννα είναι παντρεμένη και θα χρειαστεί να περάσει αρκετός καιρός και να χυθούν πολλά δάκρυα πριν το ζευγάρι μπορέσει τελικά να ενωθεί. Η Άννα Σικελιανού περιγράφει πολύ όμορφα και τρυφερά την ιστορία τους στο βιβλίο «Ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός» (εκδ. Ικαρος): «Μείναμε λίγες μέρες στο άσπρο σπιτάκι να ετοιμάσουμε το ταξίδι για τη Φτέρη Αιγίου, που μας το είχε συστήσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος καθώς και το σπιτάκι. Κι όπως πάντα μικρό και φτωχικό χωρίς φως, χωρίς νερό αλλά που αγνάντευες μέσα από τα έλατα όλο τον κόσμο. Το αγαπήσαμε και ετοίμασα ένα βασιλικό κελί για τον Άγγελο με μπλε υφάσματα και ασημένια καντηλέρια. Εκεί έγραψε για πρώτη φορά την τραγωδία του «Σιβύλλα» που την είχε ήδη αναγγείλει στον Ed. Shure το 1926. Μου έδινε τόση ευτυχία να περιμένω ώρες έξω από το πορτάκι του κελιού ότι θα γράψει για να μου το διαβάσει. Και το απόβραδο πηγαίναμε στο ξάγναντο του ξενοδοχείου και βλέπαμε τα φώτα της πόλεως».

Η κατοχή

Στις μέρες της γερμανικής κατοχής που είναι δραματικές για όλους, ο Σικελιανός γίνεται πηγή έμπνευσης κι αναφοράς για τους Έλληνες και διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην αντίσταση του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), ενώ δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα έντυπα του ΕΑΜ για το «Νέο Εικοσιένα», όπως αποκαλεί το ΕΑΜ στο επίγραμμά του «Ανάσταση» (1942). Τότε έγραψε και τα σπουδαία θεατρικά του έργα μεταξύ των οποίων η «Σίβυλλα» και το κορυφαίο του «Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα» με αντιστασιακό περιεχόμενο. Ο Σικελιανός απευθύνει και γραπτή έκκληση μέσω του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στους Γερμανούς για να σώσουν τις ζωές των Ελλήνων Εβραίων. Η επιστολή υπογράφεται και από πολλούς επιφανείς Ελληνες πολίτες για την υπεράσπιση των Εβραίων που καταδιώκονταν. Δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο έγγραφο διαμαρτυρίας κατά των Ναζί στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που να ήρθε στο φως, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Σε όλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Σικελιανός δίνει διαλέξεις με κεντρικό θέμα τη λευτεριά, ενώ το 1943, βλέποντας την επικείμενη τραγωδία του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού γράφει το ποίημα «Το μήνυμά της». Στην κηδεία του Παλαμά, το 1943, θα απαγγείλει το γνωστό στίχο: «Σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», γεγονός που φανερώνει την ευαισθησία και την αγωνία του για την τύχη του ελληνικού λαού στα χρόνια του πολέμου. Σε εκδήλωση στο Ηρώδειο τον Αύγουστο του 1944 απαγγέλλει με την βροντώδη κρυστάλλινη φωνή του τον αντάρτη «Αστραπόγιαννό» του.

Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1949 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ στη Λογοτεχνία. Η δεύτερή του γυναίκα Άννα Σικελιανού είπε πριν λίγα χρόνια για το θέμα αυτό σε συνέντευξή της: «Αυτοί που πολέμησαν με όλους τους τρόπους, για να μην πάρει Νόμπελ ο Σικελιανός, ήταν ο Σπύρος Μελάς, ο Ντίνος Τσαλδάρης, οι οποίοι τα συμφώνησαν με τον Σουηδό πρεσβευτή. Πήγε ο ίδιος ο Μελάς στη Σουηδία. Ενώ υπήρχαν πολλοί Σουηδοί λογοτέχνες που υποστήριζαν τον Άγγελο. Ένας απ’ αυτούς μου είπε: ‘Ξέρετε, συμβαίνει κάτι πρωτοφανές. Η αντίδραση για την απονομή του Νόμπελ στον Σικελιανό έρχεται από την Ελλάδα’...».

Ο επιφανής λυρικός ποιητής και πεζογράφος μας, Άγγελος Σικελιανός, άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου του 1951, μετά από μακρόχρονη ασθένεια και τάφηκε στους Δελφούς.

Το ποίημά του «Πνευματικό εμβατήριο» μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκε από τους Ελληνες στον καιρό της δικτατορίας.


Ο ποιητής

Ο Σικελιανός είναι ποιητική φύση ολότελα διαφορετική από αυτή του Παλαμά και του Καβάφη. Το γεγονός ότι ήταν Επτανήσιος και πως το πατρικό του σπίτι βρίσκονταν στην Λευκάδα, συντέλεσαν σημαντικά έτσι ώστε να έχει ζωντανή μέσα του την παράδοση της Επτανησιακής Σχολής, βαθύτατη αίσθηση και γνώση της λαϊκής γλώσσας, αλλά και οικείωση με τις ξένες λογοτεχνίες. Ο Σικελιανός είναι ο κατεξοχήν ποιητής της Ελληνικής παράδοσης. Κανένας άλλος ίσως νεοέλληνας λογοτέχνης δε γνώρισε και δεν έζησε ποτέ με τέτοιο πάθος το Ελληνικό πνεύμα στη μακραίωνη ιστορία του. Η ψυχή του διακατέχεται από έντονο πάθος για την Ελληνική γη. Θεωρεί πως η απομάκρυνση από τη φύση αποτελεί σημαντικό λόγο της πτώσης του ανθρώπου και πως καθίσταται επιτακτική η επιστροφή του σ' αυτή. Στην ποίησή του η επαφή με τη φύση και το θείο είναι μυστική, τελετουργική.

Ο Σικελιανός βρίσκει μεγάλο ενδιαφέρον με τα Ορφικά και Ελευσίνια μυστήρια, το Απολλώνιο και Διονυσιακό πνεύμα των αρχαίων, με την φιλοσοφία των Ιώνων. Μέσα από τα ποιήματα του Σικελιανού ξεδιπλώνεται η αγάπη του για τη φύση, η αγνή φύση του νησιού των παιδικών του χρόνων, η λατρεία του για την Ελλάδα, η Δελφική ιδέα, καθώς και μια μυστηριακή ατμόσφαιρα που συνεπαίρνει τον αναγνώστη.

O Σικελιανός λοιπόν μέσα στην ποίηση του συνδέει τον Έλληνα και κάθε άνθρωπο, με τις αρχέγονες και τις πανανθρώπινες δυνάμεις της φύσης και του σύμπαντος. Αυτές εκφράστηκαν μέσα από τον αρχαίο μυστικισμό και τις θρησκευτικές δοξασίες με κέντρο πάντα την ελληνική πνευματική παρουσία ανά τους αιώνες. Ένας βαθύς λυρισμός διαπνέει τα ποιήματά του. Τον συνθέτουν εικόνες μυστηριακής γαλήνης και ηρεμίας που παραπέμπουν στο μεγαλόπνοο στοιχείο της ποίησης του.

Γενικά ο Σικελιανός είναι ο ποιητής που κατάφερε με την λυρικότητα της έκφρασης και των συναισθημάτων να παρουσιάσει μια αυτόνομη σχεδόν και ξέχωρη λογοτεχνική παρουσία και να αποτελέσει ένα καινούργιο κεφάλαιο της ελληνικής ποίησης. Ο πόθος του να δημιουργήσει ένα σημείο ένωσης των λαών και πολιτιστικής ανταλλαγής με κέντρο τους Δελφούς, όσο ανεδαφικός και αν υπήρξε ή όσο μη πραγματοποιήσιμος αποδείχτηκε στην πορεία, φανερώνει την πρόθεση ολόκληρης της ποίησης και της φιλοσοφίας του.

Διάφορα


Ο Σικελιανός είχε εξοχική κατοικία στη Σαλαμίνα μπροστά από τη Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνας. Εκεί ο Βασιλεύς Παύλος επισκέπτοταν τον ποιητή κάθε φορά που μετέβαινε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Διατηρούσε επίσης εξοχική κατοικία στη Συκιά Κορινθίας.

Για να τιμήσει τη μνήμη του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού, το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο των Δελφών αγόρασε και αποκατάστησε το σπίτι τους στους Δελφους. Που σήμερα είναι το Μουσείο των Φεστιβάλ σων Δελφών.

Το σπίτι που γεννήθηκε ο Σικελιανός στη Λευκάδα αγοράστηκε από την Εθνική Τράπεζα με δωρεά υπέρ του Δήμου Λευκάδας έναντι του ποσού των 280.000 ευρώ. Η Διοίκηση της Τράπεζας διέθετε επιπλέον το ποσό των 150.000 ευρώ για την αποκατάσταση της οικίας Σικελιανού. Ο Δήμος Λευκάδας όφειλε να συμβάλλει στην ολοκλήρωση της αποκατάστασης και στην ανάληψη της διαχείρισης της όλης δαπάνης του έργου. Ο Δήμος όμως από την πλευρά του δεν έκανε τίποτα, μη μπορώντας να εξασφαλίσει και άλλα κονδύλια που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση του έργου. Αργότερα η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας δια μέσου του Μορφωτικού της Ιδρύματος αποφάσισε να γίνει όλο το έργο με δικιά της χορηγία και να δημιουργηθεί «Μουσείο Επιφανών Λευκαδίων» μιας και δεν υπάρχει η απαιτούμενη ποσότητα εκθεμάτων (πολλά από τα προσωπικά αντικείμενα του ποιητή βρίσκονται ήδη στην ιδιοκτησία του Δήμου Δελφών και στο Μπενάκειο Μουσείο) για την μετατροπή της οικίας αποκλειστικά σε Μουσείο Άγγελου Σικελιανού. Το κόστος της όλης δαπάνης υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 1.300.000 ευρώ και ότι το έργο θα έχει ολοκληρωθεί σε τρία έως τέσσερα χρόνια, οπότε και θα αποδοθεί από την Εθνική Τράπεζα στο Δήμο και τους Λευκαδίτες.

Έργο
Ποιήματα


Ο ποιητής εξέδωσε ο ίδιος τα έργα του σε τρεις τόμους με τον τίτλο «Λυρικός Βίος» (1946 Α και Β, 1947 Γ), αφήνοντας έξω κάποια έργα που δεν θεώρησε απαραίτητο να συμπεριλάβει.

Το 1965 άρχισε η έκδοση των «Απάντων» του με επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη. Εκδόθηκαν 5 τόμοι με το έργο που είχε δημοσιεύσει ο ποιητής (1965-1968) και έκτος τόμος (1969) με όσα ποιήματα είχε αφήσει εκτός του Λυρικού Βίου.

Πεζά κείμενα


Συγκεντρωτική έκδοση των «Απάντων»:


Πεζός Λόγος Α (1978)


Πεζός Λόγος Β (1980)


Πεζός Λόγος Γ (1981)


Πεζός Λόγος Δ (1983)


Πεζός Λόγος Ε (1985)



Τραγωδίες


Ο Διθύραμβος του Ρόδου (1932)


Σίβυλλα (1940)


Ο Δαίδαλος στην Κρήτη (1942)


Ο Χριστός στη Ρώμη (1946)


Ο Θάνατος του Διγενή (1947)


Ασκληπιός (ημιτελής)


Συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους με τον τίτλο «Θυμέλη», Α και Β 1950, Γ 1954

Κομμάτια από τα έργα του:

«Αλαφροΐσκιωτος»

«Ακούστε, ακούστε με! Αν ετρέμανε
στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που ‘χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;»

Στη μνήμη του Κωστή Παλαμά

«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο
κι ως την Όσσα
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλεί, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
Μα Εσύ, Λαέ, που τη φτωχή Σου τη μιλιά,
Ήρωας, την πήρε και την ύψωσε ως στ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας Δόξας Του, ανασήκωσ’ Τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο, κι απάνω κι από μας
που Τον υμνούμε, με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «ο Παλαμάς!»
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά Του η Οικουμένη!
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…
Βογκήστε, βούκινα πολέμου… Οι ιερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά Νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!»

Το πνευματικό εμβατήριο

«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα.
Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο!
Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες το αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν’ ανέβει ο ήλιος
σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
‘Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του,
ομπρός, ομπρός, κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!
Ομπρός, οι δημιουργοί!… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στηλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!»


Λευκάδιος Χερν (Patricio Lefcadio Tessima Carlos Hearn)

Άγγλος συγγραφέας, ελληνικής καταγωγής, που χαρακτηρίστηκε «Παπαδιαμάντης της Άπω Ανατολής». Γεννήθηκε στη Λευκάδα, στις 27 Ιουνίου του 1850 και πέθανε στο Οκούμπο της Ιαπωνίας, το 1904. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε στη Δύση γνωστό τον ιαπωνικό πολιτισμό.

Δεύτερος γιος του Ιρλανδού Charles Hearn και της Ρόζας Κασιμάτη. Η μητέρα του ήταν ευγενούς καταγωγής, κόρη του Αντωνίου Κασιμάτη από τα Κύθηρα, ενώ ο πατέρας του στρατιωτικός γιατρός (χειρουργός) από το Δουβλίνο και υπηρετούσε στο Βρετανικό Σώμα των Επτανήσων. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στα Κύθηρα υπάρχει ακόμα και σήμερα.

Το 1856 ο πατέρας του πήρε μετάθεση για τις δυτικές Ινδίες και έτσι δυο χρονιά αργότερα ο μικρός Λευκάδιος ταξιδέψε με τη μητέρα του στο Δουβλίνο για να ζήσουν με την οικογένεια του πατέρα του. Η μητέρα του αντιμετώπιζε δυσκολίες προσαρμογής στην ξένη χωρά αλλά και στο σπίτι της οικογένειας του άντρα της και έτσι μετακόμισε στην Σάρα Μπρέναν, συγγενικό πρόσωπο που έδειχνε συμπάθεια στον Λευκάδιο και τη μητέρα του. Μετά από ένα διάστημα συμβίωσης με τον πατέρα του, η μητέρα του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα, καθώς ο Κάρολος Χερν εκμεταλλεύτηκε ένα νομικό κενό και έθεσε εκτός ισχύος τον γάμο του.

Έτσι, σε ηλικία 5 ετών ο Λευκάδιος Χερν αποχωρίστηκε από τη μητέρα του χωρίς να την δει ποτέ ξανά. Στην ηλικία αυτή ένιωθε φόβο για τα φαντάσματα και τα στοιχειά. Η θεία του για να τον κάνει να ξεπεράσει τις φοβίες του αυτές τον κλείδωνε στο υπόγειο.

Όταν έφτασε σε σχολική ηλικία και άρχισε να διαβάζει, κάποια στιγμή ανακάλυψε ένα βιβλίο για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και δήλωσε ενθουσιασμένος. Όπως είπε αργότερα ο ίδιος: «Εισήλθα στη δική μου αναγέννηση». Αργότερα, και αφού είχε περάσει από το γαλλικό κολλέγιο του Υβενό στάλθηκε στο κολλέγιο Σαίντ Κούθμπερτ (Ushaw Roman Catholic College). Στα 16 του χρόνια, στη διάρκεια ενός παιχνιδιού έχασε την όρασή του από το αριστερό του μάτι. Από τότε κλείστηκε στον εαυτό του. Λίγο αργότερα, ο πατέρας του πέθανε και λόγω οικονομικών δυσχερειών αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο.

Σε ηλικία 19 ετών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Εγκαταστάθηκε στο Σινσινάτι, όπου για κάποιο χρονικό διάστημα έζησε κάτω από συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Όταν γνώρισε τον Χένρυ Γουώτκιν βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Με τη βοήθεια του βρήκε δουλειά σε μια εφημερίδα. Σιγά - σιγά άρχισε να δουλεύει σε υψηλότερες θέσεις και έφτασε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα του Σινσινάτι (Cincinnati Daily Enquirer). Την ίδια εποχή άρχισε και η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία.

Το 1877 μετακόμισε στη Νέα Ορλεάνη για μια σειρά άρθρων και παρέμεινε εκεί για 10 χρόνια, μεταφράζοντας έργα ξένων λογοτεχνών. Το 1887 η εκδοτική εταιρεία, για την οποία δούλευε, τον έστειλε στις Γαλλικές Αντίλλες και συγκεκριμένα στη Μαρτινίκα, όπου παρέμεινε έως το 1889. Τις εμπειρίες του από την εκεί διαμονή του περιέλαβε στο βιβλίο «Δυο χρόνια στις γαλλικές δυτικές Ινδίες» (1890).

Το 1890 στάλθηκε ως ανταποκριτής στην Ιαπωνία. Πολύ σύντομα παραιτήθηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη χώρα αυτή. Αργότερα και με τη βοήθεια του Μπάζιλ Τσάμπερλαιν και του Ίτζιτο Χαττόρι βρήκε θέση καθηγητή της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη ΒΔ Ιαπωνία.

Στο 15ο μήνα διαμονής του στην Ιαπωνία παντρεύτηκε τη Σετζούκο Κοϊζούμι. Κόρη μίας οικογένειας σαμουράι, των Κοϊζούμι που είχαν ξεπέσει με την καταστροφή που επέφερε σε αυτήν την κοινωνική τάξη η νέα πορεία της Ιαπωνίας.

Μετά το γάμο του έγινε Ιάπωνας υπήκοος και υιοθέτησε το όνομα της συζύγου του και από Λευκάδιος Χερν ονομάζεται Κοϊζούμι Γιάκουμο (小泉八雲).[1] Μαζί της έκανε τέσσερα παιδιά. Ταυτόχρονα απαρνήθηκε τον χριστιανισμό και ασπάστηκε τον Βουδισμό.

Το Δεκέμβριο του 1896, το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του πρόσφερε την έδρα του καθηγητή της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, την οποία κράτησε μέχρι το θάνατό του. Στην Ιαπωνία ο Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Έγινε ο εθνικός συγγραφέας της Ιαπωνίας. Κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίστηκε ως ο πιο αυθεντικός ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση, ενώ το βιβλίο του «Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία» διδασκόταν σε όλα τα σχολεία της χώρας για δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα, υπάρχουν 8 μουσεία προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία, ενώ το άγαλμά του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο και μνημεία του έχουν στηθεί σε κάθε γωνιά τις Ιαπωνίας απ’ όπου πέρασε.

Ο Λευκάδιος Χερν πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1904 ύστερα από πνευμονικό οίδημα. Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σωρό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελεύθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της. Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για το νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο: Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο.

Έγραψε αρκετά μυθιστορήματα και ταξιδιωτικά διηγήματα και θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας. Τα πιο γνωστά του έργα είναι: «Εντός του κύκλου των ψυχών», «Η χώρα των χρυσανθέμων» (εκδόσεις Κέδρος), «Ιαπωνικοί Θρύλοι» (εκδόσεις Σιδέρη), «Ηλέκτρα», «Καϊνταν», «Κείμενα από την Ιαπωνία» (εκδόσεις Ίνδικτος), «Όλεθρος και άλλα διηγήματα», «Το αγόρι που ζωγράφιζε γάτες και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Εστία), «Εντός του Κύκλου των Ψυχών» (εκδόσεις Ίνδικτος).

[1] Η μετάφραση του ιαπωνικού του ονόματος του είναι πολύ ποιητική, σημαίνει: «το μέρος όπου γεννιούνται τα σύννεφα».