Δευτέρα 17 Απριλίου 2023
Κλεοπάτρα - Ἡ τελευταία Ἑλληνίδα βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου
Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022
Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ καί οἱ κυνοκέφαλοι στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα!!!
Ἡ ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ἄλλα αὐτὰ βλέποντας ὁ Ἀλέξανδρος καὶ μὲ τὸν φόβο μήπως φύγουν ἀπο ἐκεῖνο τὸ μέρος καὶ ξεχυθοῦν σὲ ὅλη τὴν γῆ καὶ τὴν μολύνουν μὲ τίς βρωμερές τους πράξεις, καὶ τοὺς μάζεψε ὅλους αὐτοὺς μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ τοὺς ἄνδρες καὶ τίς γυναῖκες τους. Καὶ ἀφοῦ μετὰ λοιπόν τους ἔβγαλε ἀπὸ ἐκείνη την γῆ, τοὺς καταδίωξε ἐως ώτου μπῆκαν στὰ μέρη τοῦ βορρᾶ.
Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021
Ποῦ Γεννήθηκε ἡ Ὀλυμπιάδα ;
Ἡ συστηματικὴ ἀνασκαφὴ ἀποκάλυψε στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου στὸ Μεγάλο Γαρδίκι, ὀχυρωμένη θέση, ἐνῶ στοὺς πρόποδές του, βρίσκεται ὁ ἀρχαῖος ναὸς ποὺ ταυτίστηκε μὲ τὸν Ἄρειο Δία.
Ἡ Ὀλυμπιάδα ἦταν κόρη τοῦ Νεοπτόλεμου Β' καὶ γεννήθηκε τὸ 373 π.Χ., πιθανότητα στὴν πρωτεύουσα τῶν Μολοσσῶν, Πασσαρώνα. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴ δυναμικὴ προσωπικότητα εἶχε τὰ ὀνόματα, Πολυξένη στὴν παιδική της ἡλικία, Μυρτάλη ὅταν παντρεύτηκε, ἐνῶ πῆρε τὸ ὄνομα Ὀλυμπιάδα μετὰ τὴ νίκη τοῦ συζύγου της Φιλίππου Β' στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες τὸ 356 π.Χ. στὶς ἀρματοδρομίες.
Ἡ ἔντονη προσωπικότητα τῆς Ὀλυμπιάδας καὶ ἡ ἐπιρροή της, ἀκολούθησαν τὸν γιο της Μέγα Ἀλέξανδρο ὡς τὸ τέλος.
Ὁ προϊστάμενος τῆς Ἐφορείας Ἀρχαιοτήτων Ἰωαννίνων Κώστας Σουέρεφ μίλησε στὸ ΑΠΕ-ΜΠΕ γιὰ τὸν ἱστορικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀλυμπιάδας καὶ τὴν ἀρχαία Μολοσσία.
««Οἱ γυναῖκες καὶ οἱ κόρες τῶν βασιλέων στὴ Μολοσσία ἦταν συνδεδεμένες μὲ τὰ Ἱερὰ τῆς περιοχῆς» ἀναφέρει «γι' αὐτὸ οἱ ἀρχαιολόγοι θεωροῦν ὅτι, πιθανότατα, ἡ Ὀλυμπιάδα εἶχε συνδεθεῖ ἄμεσα μὲ τὸ Ἱερό του Δία καὶ τῆς Διόνης στὴν Δωδώνη..
Συνάντησε τὸν Φίλιππο Β' στὸ Ἱερὸ τῶν Μεγάλων Θεῶν τῆς Σαμοθράκης καὶ οἱ ἱστορικὲς πηγὲς ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη πὼς ἡ Ὀλυμπιάδα μετεῖχε τῆς προβολῆς καὶ τοῦ Μακεδονικοῦ Βασιλείου, στὴ σχέση μὲ τὸν Ἡρακλῆ καὶ τὸν Δία. Ὁ Φίλιππος Β' ὅταν ἦρθε στὴν Ἤπειρο, πρόσθεσε τίς παλιὲς περιοχὲς τῶν ἀποικιῶν στὰ παράλια τοῦ Ἰονίου, ὅπως ἡ Ἀμβρακία, στὸ Βασίλειο τῶν Μολοσσῶν.
Λέγεται ὅτι ἡ Ὀλυμπιάδα, μὲ τὸν μικρό της γιο Ἀλέξανδρο, ἔμειναν στὴν Μολοσσία καὶ τὴ Δωδώνη, ὅταν ὁ Φίλιππος Β', σύμφωνα μὲ τίς συνήθειες τῆς ἐποχῆς, παντρευόταν καὶ ἄλλες γυναῖκες. Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἀνέλαβε τὸν θρόνο, οἱ σχέσεις τῶν Μολοσσῶν καὶ τῶν Μακεδόνων ἦταν ἄριστες. Ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκστρατείας του ἐπισκέφτηκε πρῶτα τὸ Ἱερό του Ἄμμωνα στὴν Αἴγυπτο, τὸ ὁποῖο συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν ἱδρυτικὸ μῦθο τοῦ Μαντείου τῆς Δωδώνης.
Ἐξάλλου, ἡ Ὀλυμπιάδα, σύμφωνα μὲ τίς πηγές, πρόβαλε τὰ χθόνια γυναικεῖα χαρακτηριστικά της Διόνης, ἐκδοχὴ τῆς μητέρας Γῆς, δηλαδὴ τὴν ἐξοικείωσή της μὲ τὰ φίδια. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Δίας ἑνώθηκε μαζί της μὲ τὴν μορφὴ φιδιοῦ, ὁδήγησε τὸν Ἀλέξανδρο νὰ θεωρεῖ πὼς ἦταν γιός του Δία. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἡ Ὀλυμπιάδα ἀγωνίστηκε νὰ κρατήσει τὴ διαδοχὴ στὸ θρόνο γιὰ τὸν ἀνήλικο Ἀλέξανδρο τὸν Δ', γιο τοῦ Μ. Ἀλέξανδρου καὶ τῆς Ρωξάνης.
Ἐξ ὅσων γνωρίζουμε, ἐπισημαίνει ὁ κ. Σουέρεφ, ὁ Κάσσανδρος, συνόδευσε ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα τὸν μικρὸ Ἀλέανδρο Δ' καὶ τὴν Ρωξάνη στὴν Μακεδονία καὶ ἡ Ὀλυμπιάδα ἀνέλαβε νὰ τοὺς προστατέψει μέχρι τὴν ἐνηλικίωση, ἄλλοτε στὴν Ἤπειρο καὶ ἄλλοτε στὴν ὀχυρωμένη Πύδνα. Ἀκολούθησαν αἱματηρὲς ἴντριγκες, γιὰ τὴ διαδοχὴ στὸν θρόνο καὶ ἡ Ὀλυμπιάδα ἐξολόθρευσε πιθανοὺς διεκδικητές.
Ὁ Κάσσανδρος κατόρθωσε νὰ ἐπιβληθεῖ τελικὰ καὶ ἀπὸ ἐπιτηρητὴς τοῦ θρόνου ἔγινε βασιλιᾶς καὶ παντρεύτηκε τὴν ἑτεροθαλῆ ἀδελφὴ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, Θεσσαλονίκη. Ἡ Ὀλυμπιάδα, ἡ ὁποία ὅριζε τὴ Μακεδονικὴ Φρουρά, ὑποχρεώθηκε νὰ παραδώσει τὴν Ἀμφίπολη στὸν Κάσσανδρο, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ὁδήγησε στὸν θάνατο τὴν Ὀλυμπιάδα στὴν Πύδνα, μὲ διαταγὴ νὰ παραμείνει ἄταφη. Λέγεται μάλιστα, ὅτι κάλεσε τοὺς συγγενεῖς τῶν νεκρῶν διεκδικητῶν τοῦ θρόνου νὰ τὴν θανατώσουν μὲ λιθοβολισμό, στὸ τέλος τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνα.
Ἡ Μολοσσία, ἀρχικὰ τοποθετεῖται στὸν εὐρύτερο χῶρο τοῦ λεκανοπέδιου μέχρι τὴ Κόνιτσα, ἐνῶ στὴν συνέχεια περιέλαβε καὶ τὴν Δωδώνη. Ἦταν τὸ βασίλειο τῶν Αἰακιδῶν ἢ Μολοσσῶν. Οἱ πιὸ σημαντικοὶ βασιλεῖς ἦταν ὁ Θαρύπας, ὁ Ἀλκέτας, ὁ Ἀλέξανδρος Α', ὁ Μολοσσός - ἀδελφὸς τῆς Ὀλυμπιάδας, καὶ ὁ Πύρρος, ἀνιψιὸς τῆς Ὀλυμπιάδας ποὺ γεννήθηκε λίγα χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου» καταλήγει ὁ κ. Σουέρεφ.
Κυνάνη, ἡ ἄγνωστη ἀδερφὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου
Ἡ Κυνάνη, ἦταν κόρη τοῦ Φίλιππου Β' τῆς Μακεδονίας ἀπὸ τὴν Ἰλλύρια πριγκίπισσα Αὐδάτη καὶ ἑτεροθαλὴς ἀδερφὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Τὴν βρίσκουμε σὲ διαφορετικὲς ἀρχαῖες πηγὲς μὲ τὰ ὀνόματα Κυνάνη, Κύνα ἢ Κύννα. Ἡ Αὐδάτη, μητέρα τῆς Κυνάνης, ἦταν κόρη τοῦ Ἰλλυριοῦ Βασιλέα Βάρδυλι, τοῦ Ἰλλυριοῦ ἡγέτη ποὺ νίκησε τὸν Περδίκκα Γ΄ τῆς Μακεδονίας τὸ 359 π.Χ. καὶ ἔφερε στὸν θρόνο τὸν Φίλιππο Β΄.
Ἡ κόρη τοῦ Φίλιππου, Κυνάνη, ἦταν πριγκίπισσα τῆς Μακεδονίας, μεγαλωμένη μὲ στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση καὶ μάλιστα πολέμησε γενναῖα στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα της Φιλίππου κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκστρατείας του στὴν Ἰλλυρία. Ἦταν ἐκείνη ποὺ σκότωσε στὴν μάχη τὴν Καέρια, Ἰλλυρὴ Βασίλισσα, καθὼς καὶ σκότωσε μεγάλο ἀριθμὸ Ἰλλυριῶν τὴν στιγμὴ ποὺ ὑποχωροῦσαν. Ὁ πατέρας της Φίλιππος πάντρεψε τὴν κόρη τοῦ Κυνάνη μὲ τὸν ἀνιψιὸ τοῦ Ἀμύντα, γιὸ τοῦ Περδίκκα στὸν ὁποῖο ἡ Κυνάνη χάρισε μιὰ κόρη, τὴν Ἀνταία.
Ὁ Ἀμύντας ἦταν ὁ νόμιμος διάδοχος τοῦ Μακεδονικοῦ θρόνου, ἔχοντας σὰν ἐπίτροπο τοῦ τὸν Φίλιππο, ἀλλὰ μεταγενέστερα ὁ Φίλιππος ἀντικατέστησε τὸν Ἀμύντα σὰν βασιλιᾶ. Μετέπειτα, καὶ κατόπιν τῆς ἀνόδου τοῦ Ἀλεξάνδρου Γ΄ στὸν θρόνο τῆς Μακεδονίας, λέγεται ὅτι ὁ Ἀμύντας προέβαλε ἀξιώσεις γιὰ τὸν θρόνο μὲ συνέπεια τὴν ἐκτέλεση του ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο τὸ 336 π.Χ..
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ἡ Κυνάνη παρέμεινε στὴ Μακεδονία, μεγαλώνοντας τὴν κόρη τῆς Ἀνταία καὶ δίνοντας τῆς παρόμοια στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση μὲ τὴν δική της. Στὰ ἐπακόλουθα τοῦ θανάτου τοῦ ἀδερφοῦ της Ἀλέξανδρου, ἡ Κυνάνη σχεδίασε νὰ παντρέψει τὴν κόρη τῆς Ἀνταία μὲ τὸν Φίλιππο Γ΄ Ἀρριδαῖο, τὸν περιορισμένο πνευματικά, ἑτεροθαλῆ ἀδερφὸ τοῦ Ἀλέξανδρου ποὺ εἶχε ἐπιλεγεῖ σὰν Βασιλέας τὸ 323 π.Χ..
Ὁδηγῶντας στρατὸ καὶ συνοδευόμενη ἀπὸ τὴν κόρη της, ἡ Κυνάνη κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἀσία ἀλλὰ ὁ Περδίκκας, φοβούμενος, διέταξε τὸν ἀδερφὸ τοῦ Ἀλκέτα νὰ τίς σταματήσει παίρνοντας τοὺς τίς ζωές. Τὸ σχέδιο, στὴν οὐσία, πέτυχε κατὰ τὸ ἥμισυ, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν τὸ χειρότερο δυνατὸ τόσο γιὰ τὴ θέση τοῦ ἐπίτροπου ὅσο καὶ γιὰ τὴν ὑστεροφημία του. Ὁ Ἀλκέτας μὲ τοὺς στρατιῶτες του ἀρχικὰ ἐπιτέθηκε στὶς δυὸ πριγκήπισσες καὶ τὴν συνοδεία τους, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν θάνατο τῆς Κυνάνης.
Ὁ στρατὸς τοῦ Ἀλκέτα μόλις ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ ἀδερφὴ τοῦ Ἀλέξανδρου κείτονταν νεκρή, ἀπαίτησε ἡ Ἀνταία, ποὺ ἀργότερα μετονομάστηκε σὲ Εὐρυδίκη, νὰ παντρευτεῖ τὸν Φίλιππο Ἀρριδαῖο. Ὑπῆρχε ἔντονη ἡ ὑπόνοια ἐπανάστασης καὶ ὁ Περδίκκας δὲν εἶχε ἄλλῃ ἐπιλογῇ παρὰ μόνο νὰ συμφωνήσει μὲ τὸ αἴτημά τους.
Χρόνια ἀργότερα ὁ Κάσσανδρος τῆς Μακεδονίας μετάφερε τὰ ὀστᾶ τῆς Κυνάνης καὶ τῆς κόρης τῆς Ἀνταίας Εὐρυδίκης στὶς Αἰγές, στοὺς βασιλικοὺς μακεδονικοὺς τάφους.
Κυριακή 16 Μαΐου 2021
Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου (319 – 272 π.Χ.)
Αυτή ακριβώς την εποχή έλαμψε το άστρο του Πύρρου, ο οποίος με ορμητήριο την άσημη χώρα των Μολοσσών κατόρθωσε να οργανώσει υπό την ηγεσία του το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδος, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και να γεμίσει με το όνομά του τον κόσμο. Κι αν θελήσουμε να συγκρίνουμε τη μορφή του με τις άλλες μεγάλες ιστορικές μορφές, της τότε εποχής του Ελληνισμού, θα δούμε πως μόνο με μία μπορούμε να την παραβάλουμε, με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Και οι αρχαίοι άλλωστε, μόνο τον Πύρρο και κανέναν άλλον, παρομοίαζαν με το Μέγα Αλέξανδρο. Ο Πύρρος υπήρξε «Αλέξανδρος» του τρίτου αιώνα. Οι ομοιότητες μεταξύ τους, οι οποίοι ήσαν και πρώτα εξαδέλφια, ήταν πάμπολλες. Φύσεις μεγαλουργικές και οι δύο, τολμηρά και ανήσυχα πνεύματα, προικισμένοι με στρατηγική ιδιοφυΐα και αφάνταστο ηρωισμό, μεγάλοι στην ψυχή και στα αισθήματα, γεννημένοι στρατηλάτες και αρχηγοί λαών, οπλισμένοι με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα, επεδίωξαν να πραγματοποιήσουν τα πλατύτερα πολιτικά σχέδια, που συνέλαβε ποτέ ο ελληνισμός. Ο ένας εξόρμησε με κατεύθυνση προς την ανατολή, ο άλλος με κατεύθυνση προς τη Δύση. Το τέρμα τους όμως, ήταν κοινό: η δημιουργία ενιαίου μεγάλου ελληνικού κράτους, που να κυριαρχεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Και ο μεν Μέγας Αλέξανδρος ευνοήθηκε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του σχέδιο και να γίνει ο ιδρυτής ενός τεράστιου κράτους, που άρχιζε από την Ελλάδα και έφθανε στην Ινδία. Ο Ηπειρώτης Βασιλιάς όμως δεν το κατόρθωσε. Δεν τον συνόδευσε η ίδια εύνοια της Μοίρας.Ο «Αετός» που εξόριστο παιδί, χωρίς πατέρα και θρόνο, χωρίς δασκάλους σαν τον Αριστοτέλη, με μόνη τη δική του ικανότητα, μπόρεσε να γίνει ο ισχυρός Βασιλιάς της Ηπείρου, δεν ευτύχησε να δει τα όνειρά του να πραγματοποιούνται. Ο «δημιουργός της ίδιας του τύχης», κατά τον επιτυχημένο χαρακτηρισμό του Παπαρρηγόπουλου, έγινε μεν σύμβολο, μορφή, θρύλος, δεν έγινε όμως ο οικοδόμος ενός μεγάλου στερεού πολιτικού οικοδομήματος. Απέτυχε. Ευτύχησε μόνο να πέσει κατά τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε να επιθυμήσει ένας άξιος πολεμιστής πάνω στη μέθη της μάχης και μέσα στην κλαγγή των όπλων.Ο θάνατος σαν από σεβασμό προς τον ήρωα που τόσες φορές αναμετρήθηκε άφοβα μαζί του, απέφυγε να τον χτυπήσει κατάστηθα. Προτίμησε να κινήσει εναντίον του, αντί για το ξίφος ενός γενναίου αντιπάλου, το στοργικό χέρι μιας γριάς μητέρας Αργίτισσας. Λεπτή διάκριση, από μέρους του, για να μη δώσει το δικαίωμα σε κανέναν πολεμιστή να καυχηθεί πως πάλεψε και νίκησε σε αγώνα στήθος με στήθος με τον «Αετό» της Ηπείρου.
Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319 προς το 318 π.Χ., εφτά περίπου χρόνια ύστερα από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η βασιλική οικογένεια των Μολοσσών, στην οποία ανήκε ο Πύρρος, ιστορούσε την καταγωγή της από τον Αχιλλέα, το θρυλικό ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Ο γιός του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, εγκαταστάθηκε στη χώρα που κατοικούσαν οι Μολοσσοί γύρω από τα Γιάννενα και τη Δωδώνη και έγινε ο ιδρυτής της δυναστείας των «Πυρριδών». Τον Νεοπτόλεμο ο λαός τον έλεγε Πύρρο, γιατί ήταν κοκκινομάλλης κι από τότε όλη η δυναστεία του πήρε το όνομα των Πυρριδών.
Στη σειρά της βασιλικής διαδοχής έρχεται ο Πύρρος, εικοστός τρίτος από τον Αχιλλέα, τον αρχηγό του οίκου των Μολοσσών. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς των Μολοσσών Αιακίδης και μάνα του η Φθία, θυγατέρα του Μένωνος από τη Θεσσαλία. Οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανάγκασαν τον μικρό Πύρρο να ζήσει δύο φορές στην εξορία. Μια φορά, ο δωδεκάχρονος Πύρρος στην αυλή του Γλαυκία, στην Ιλλυρία, ο οποίος αργότερα το 307 π.Χ. τον εγκατέστησε ως βασιλιά των Μολοσσών και όταν τον ανέτρεψαν οι Μολοσσοί, για δεύτερη φορά, ο Πύρρος βρέθηκε το 302 π.Χ. (δεκαεφτά χρόνων) εξόριστος στην Ασία, κοντά στον γαμπρό του το Δημήτριο Πολιορκητή και μετά στην αυλή του Πτολεμαίου του Λάγου, βασιλιά της Αιγύπτου, ως όμηρος.
Κοντά στο Δημήτριο Πολιορκητή, ο Πύρρος πήρε τα πρώτα μαθήματα της στρατιωτικής τέχνης. Έμαθε για τις διάφορες πολιορκητικές μηχανές, την τέχνη της πολιορκίας, γνώρισε τους ελέφαντες, ως πολεμικό όπλο και είδε τη νέα στρατιωτική τακτική των Μακεδόνων με τη διάταξη των φαλάγγων, την τακτική εκείνη που με τόση επιτυχία χρησιμοποίησε ο Μέγας Αλέξανδρος για να συντρίψει τους αντιπάλους του. Η ευκαιρία για να αναφανούν οι στρατιωτικές αρετές του νεαρού Πύρρου δεν άργησε να παρουσιαστεί. Στην Ίψο της Φρυγίας, το 301 π.Χ., τέσσερις από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος, ο Κάσσανδρος και ο Πτολεμαίος, επετέθησαν ενωμένοι κατά του Αντιγόνου, του πατέρα του Δημητρίου. Στη μάχη αυτή, αποκαλύφθηκε η απαράμιλλη ανδρεία και οι έξοχες στρατιωτικές αρετές του Πύρρου.
Αν και η μάχη στην Ίψο έληξε με ήττα του Δημητρίου, ο Πύρρος, πιστός στους φίλους του, δεν εγκατέλειψε τον νικημένο γαμπρό του και όταν κλείστηκε συμφωνία μεταξύ του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου και του Δημητρίου και έπρεπε να σταλούν στον Πτολεμαίο όμηροι, ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας, ο Πύρρος, χωρίς να διστάσει, δέχτηκε να πάει στην Αίγυπτο, ώς όμηρος. Στην Αίγυπτο ο Πύρρος συγκέντρωσε τη γενική προσοχή και το γενικό θαυμασμό, για τις περιπέτειες της ζωής του και για τη διάκρισή του στη μάχη στην Ίψο. Γρήγορα έγινε ευνοούμενος του Πτολεμαίου και της Βερενίκης, παντρεύτηκε την Αντιγόνη, κόρη της Βερενίκης και επανέκτησε με τη βοήθεια του Πτολεμαίου, το θρόνο του πατέρα του, το 296 π.Χ.
Με τη δεύτερη και οριστική βασιλεία του Πύρρου, αρχίζει η πραγματική στρατιωτική και πολιτική του σταδιοδρομία, αρχίζουν οι λαμπρές, οι εκθαμβωτικές σελίδες της ιστορικής του ζωής, αρχίζει τέλος να παίζει πρωτεύοντα ρόλο η αφανής, η άδοξη, ως τότε, Ήπειρος. Χώρα φτωχική, με γη κατά μέγα μέρος ορεινή και άγονη, χωρίς κανένα πλούτο , με καθυστέρηση στο εκπολιτιστικό επίπεδο, η Ήπειρος, έδινε το δικαίωμα στους άλλους Έλληνες να αποκαλούν κατά την 5η και 4η π.Χ. εκατονταετία τους Ηπειρώτες βαρβάρους, αν και μιλούσαν την ίδια γλώσσα (Δωρική διάλεκτο), αν και πίστευαν στους ίδιους θεούς και είχαν τα ίδια έθιμα. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν ο Πύρρος με το νεανικό του ενθουσιασμό να ανεχθεί να βλέπει την Ήπειρο σε κατάσταση βαρβαρότητας; Γι αυτό αφοσιώθηκε με όλη του την ψυχή στον εκπολιτισμό της χώρας του, της Ηπείρου.
Ο Πύρρος ένωσε την Ήπειρο κάτω από το σκήπτρο του και δημιούργησε ένα σημαντικό βασίλειο που άρχιζε από τα Κεραύνια βουνά και την Αυλώνα και έφτανε ως τον Αχελώο. Από την εποχή αυτή πήρε και τον τίτλο του βασιλιά της Ηπείρου. Ο Δημήτριος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, το 289 π.Χ., επετέθη αιφνιδιαστικά εναντίον των Αιτωλών συμμάχων του Πύρρου και με σκοπό μετά να εισβάλει στην Ήπειρο και να την υποτάξει. Ο Πύρρος, αντιμετώπισε 10.000 Μακεδόνες με επικεφαλής τον Πάνταυχο, στρατηγό του Δημητρίου, κοντά στο Αμφιλοχικό Άργος, όπου και τον συνέτριψε. Μαθαίνοντας τη συντριβή του Πάνταυχου, ο Δημήτριος με τον υπόλοιπο στράτευμά του επέστρεψε στη Μακεδονία.
Δεν είναι γνωστό ποιος αποκάλεσε τον Πύρρο «Αετό». Ο Πλούταρχος αναφέρει πως οι Ηπειρώτες τον ονόμασαν έτσι κατά την ηρωική μονομαχία του με τον Πάνταυχο. «Αετός» ονομάστηκε ο Πύρρος και ήταν πραγματικά αετός. Όχι μόνο για τις ομοιότητες που είχε με το βασιλιά του φτερωτού κόσμου στην πάλη και στον αγώνα, αλλά και τις ψυχικές του ακόμα ομοιότητες. Γιατί πολύ ψηλά, πολύ πιο πάνω από τα χαμηλά αισθήματα των μικρών ανθρώπων στεκόταν ψυχικά ο Πύρρος. Τόσο ψηλά, όσο ψηλά αρέσκεται να πετάει και να στέκεται ο αετός. Και όπως ο αετός, έτσι και ο Πύρρος είχε έμφυτη την τόλμη για τις μεγάλες πράξεις, για την αστραπιαία ενέργεια.
Με αρκετές επιχειρήσεις που έκανε ο Πύρρος επεξέτεινε την κυριαρχία του προς το βορρά. Το κράτος του άρχιζε από την Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο, περιελάμβανε την Κέρκυρα, ολόκληρη την Ήπειρο κι έφθανε ως τον Αχελώο. Ήταν ένα στερεό, ομοιογενές κράτος. Δεν ήταν όμως, το κράτος που ονειρευόταν, ούτε το κράτος που ανταποκρινόταν στις φιλοδοξίες του. Τα σχέδια του ήταν πολύ μεγαλύτερα. Τα σχέδιά του ήταν: να κατακτήσει την Ιταλία και Σικελία, έπειτα διαδοχικά την κατάκτηση της Λιβύης και της Καρχηδόνας και τέλος, με βάση την κολοσσιαία αυτή δύναμη, εύκολη κατάκτηση της Μακεδονίας και της Ελλάδας. Να το μεγάλο του σχέδιο!!! Η Ήπειρος κοσμοκράτειρα και ο «Αετός» κυρίαρχος της Μεσογείου και των μεσογειακών λαών. Σχέδιο γιγάντιο, μεγαλόπνοο, εφάμιλλο με τους σκοπούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με μόνη τη διαφορά πως στην εκτέλεση ακολουθούσε την αντίστροφη κατεύθυνση.
Ο δρόμος που ακολούθησε ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πρώτα η κατάκτηση της Ελλάδας κι έπειτα η κατάκτηση της Ασίας και της Αφρικής. Ο Πύρρος ακολούθησε αντίθετο δρόμο και αντί να στραφεί προς ανατολάς, στράφηκε προς δυσμάς. Το τέρμα όμως και των δύο αυτών δρόμων ήταν το ίδιο: η δημιουργία ενός τεράστιου και ενιαίου κράτους, η κοσμοκρατορία.
Με τις μεγάλες αυτές ελπίδες ξεκίνησε ο Πύρρος το 280 π.Χ. (σε ηλικία 37 ετών) για την κατάκτηση της Ιταλίας, όταν ο Τάρας, μια από τις πλουσιότερες κι επιφανέστερες ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας, ζήτησε βοήθεια, λόγω της απειλής των Ρωμαίων. Κατατρόπωσε τις Ρωμαϊκές λεγεώνες κοντά στον ποταμό Σίρι, έχοντας ένα «μυστικό» όπλο, τους ελέφαντες, άγνωστο έως τότε στους Ρωμαίους. Το 279 π.Χ. βάδισε κατά της Ρώμης και νίκησε τους Ρωμαίους στο Άσκλο, στους πρόποδες ενός βουνού της Απουλίας, όμως έχασε και ο Πύρρος πολλούς στρατηγούς και 3.500 στρατιώτες (γι αυτό η νίκη του αποκαλείται « Πύρρειος»). Νίκησε τους Καρχηδόνιους στην πόλη Έρυκα της Σικελίας και χωρίς πλέον σοβαρή αντίσταση κατέλαβε ολόκληρη τη Σικελία. Αφού έμεινε στη Σικελία τρία περίπου χρόνια, ο Πύρρος το 276 π.Χ. μάζεψε τον στρατό του και το στόλο του και γύρισε στην Ιταλία.
Στη μάχη του Βενεβέντο, το 274 π.Χ., ο Πύρρος ηττήθηκε από τις λεγεώνες του Μάνιου Κούριου, χάνοντας 33.000 στρατιώτες, οπότε αναγκάστηκε με τον υπόλοιπο στρατό του (8.000 πεζούς και 500 ιππείς) να επιστρέψει στην Ήπειρο. Ο πόλεμος του Πύρρου στην Ιταλία, υπήρξε στην ουσία η πρώτη και τελευταία προσπάθεια της Ελλάδας για την παρεμπόδιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την προστασία της ελευθερίας των Ελλήνων. Το τεράστιο σχέδιο της ιδρύσεως ενός μεγάλου ελληνικού κράτους, που θα περιλάμβανε την Ιταλία, τη Σικελία, την Αφρική και ύστερα την Ασία και την Ελλάδα, ναυάγησε. Το όνειρο με το οποίο ο «Αετός» φτερούγισε από την Ήπειρο στην Ιταλία δεν πραγματοποιήθηκε.
Εφαρμόζοντας το σχέδιο υποχώρησης ο Πύρρος και πολεμώντας σκληρά, σε ένα στενό δρόμο, που οδηγούσε στην πύλη της πόλεως, δέχτηκε στο κεφάλι ένα κεραμίδι, που το πέταξε από τη στέγη του σπιτιού της, μια Αργίτισσα γυναίκα, βλέποντας τον Πύρρο έτοιμο να διατρυπήσει τον γιό 4 της. Ήταν τόσο δυνατό το χτύπημα ώστε να σπάσουν οι σπόνδυλοι του τραχήλου του και να λιποθυμήσει. Ένας στρατιώτης του Αντίγονου, ο Ζώπυρος, τον αναγνώρισε και με το ιλλυρικό μαχαίρι έκοψε το κεφάλι του «Αετού» της Ηπείρου. Έτσι ο «Αετός» δίπλωσε σε ηλικία 46 χρονών για πάντα τα φτερά του. Με το θάνατο του Πύρρου, που συνέβη στα τέλη του 272 π.Χ., έσβησε και η δόξα της Ηπείρου. Όλες οι μακεδονικές και θεσσαλικές κτήσεις του, περιήλθαν στον Αντίγονο. Η Ακαρνανία έγινε πάλι ανεξάρτητη. Μόνο η Αμβρακία αφέθηκε στην κυριαρχία της Ηπείρου, στο θρόνο της οποίας ανέβηκε ο γιός του «Αετού» Αλέξανδρος. Έτσι η Ήπειρος, η άσημη χώρα των κτηνοτρόφων, που πρόβαλε ξαφνικά στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής της Ελλάδας, που κατέλαβε το βασίλειο της Μακεδονίας και το θρόνο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που πάλεψε για την κοσμοκρατορία και την ηγεμονία της Μεσογείου, που αγωνίστηκε μόνη της να πνίξει στη γέννησή του το ρωμαϊκό κράτος, που έγραψε σελίδες δόξας και άφταστου ηρωισμού, ξανάπεσε με το θάνατο του Πύρρου στην παλιά της αφάνεια.
Η Ήπειρος γεννήθηκε με τον Πύρρο, δοξάστηκε μαζί του και έσβησε με το θάνατό του. Πρέπει να κατεβεί κανείς πολλές εκατονταετίες και να φτάσει στην εποχή των Κομνηνών και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, για να ξαναβρεί την Ήπειρο να παίζει πάλι ενδιαφέροντα ρόλο στην Ιστορία. Έως τότε όμως η Ήπειρος μένει άσημη και αφανής, άδοξη και περιφρονημένη, ασήμαντη και φτωχική, όπως ήταν την εποχή που την παρέλαβε ο Πύρρος.
Ο έφιππος ανδριάντας του βασιλιά Πύρρου στην πλατεία Κιλκίς της Άρτας, μας υπενθυμίζει, ότι οι ήρωες , μας κράτησαν και μας κρατούν όρθιους, ενώνουν τον Ελληνισμό, γεμίζουν υπερηφάνεια το λαό μας και μεταδίδουν την ιστορία της Αμβρακίας στους ξένους και ντόπιους επισκέπτες.
Toυ Κώστα Τραχανά
Πηγές: «Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου» Πέτρος Γαρουφαλιάς. Εκδόσεις Μ/Φ Συλλόγου «Ο Σκουφάς» 1966.
«Εγώ ο Πύρρος »Ρήγας-Γεώργιος Σκουτέλας Εκδόσεις Λιβάνη 2003.
«Η ιστορία της Σπάρτης» Σαράντος Καργάκος. Εκδόσεις Gutenberg (Τόμοι Α και Β) 2006.
Τετάρτη 7 Απριλίου 2021
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Ὁ μεγάλος αὐτός Μακεδόνας ἀναγνωρίζεται καθολικῶς καὶ θεωρεῖται ἀπό ὅλους τοὺς ἱστορικούς ὡς ἐκπολιτιστής τῶν ἀρχαίων λαῶν τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ ἔφερε τὰ φῶτα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου ὥς τὰ πέρατα τῆς Ἀσίας, ἱδρύοντας στὸ πέρασμά του πόλεις καὶ οἰκισμούς ποὺ ἀναδείχτηκαν στὴν διαδρομὴ τῶν αἰώνων πολιτιστικὰ κέντρα ἀπεριορίστου ἀκτινοβολίας. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος δὲν ἦταν μονάχα ὁ πιὸ μεγάλος Στρατηγός, ἀλλά καὶ ὁ πιὸ ἔξυπνος καὶ σοφὸς πολιτικός.
Εἶχε δάσκαλο τὸν μεγάλο Ἕλληνα φιλόσοφο Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος ἔδωσε πολλὰ στὸν Μέγα Ἀλέξανδρο. Στὴν πραγματικότητα ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ οἱ συχνὲς του ἐμφανίσεις μπροστά στὰ «δικαστήρια» τῆς ἱστορίας, δὲν κατόρθωσαν νὰ προκαλέσουν ὁμόφωνη ἀπόφαση γιὰ λογαριασμὸ του. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ εἶναι πασίδηλο γεγονὸς γιὰ αὐτόν ποὺ «δίκαζε» τὸν Ἀλέξανδρο, εἶναι ὅτι ἄλλαξε τὴν ὅψη τοῦ Ἑλληνικοῦ καὶ τοῦ Περσικοῦ κόσμου, ὅταν τὴν ἐποχή τοῦ θανάτου του, εἶχε ἐξουσία μεγαλύτερη ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο τῆς ἀρχαιότητος καὶ ὅτι κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος σὲ ὅλη τὴν ἱστορία ἐκτός ἀπὸ μερικοὺς ἱδρυτές θρησκειῶν, δὲν ἔγινε ἀπὸ τόσους δεκτὸς ὡς ὑπερφυσικό πλᾶσμα.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γεννήσεώς του, θεωρήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του ὡς υἱός τοῦ Διός. Πρέπει νὰ ὑπῆρχε στὴν φύση του ἕνα πολὺ ἰσχυρό στοιχεῖο μυστικισμοῦ καὶ θρησκευτικῆς εὐλάβειας. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι φανερό διότι σὲ κάθε βῆμα του, βλέπουμε νὰ θυσιάζῃ στοὺς θεοὺς μὲ ἀληθινὴ ἀφοσίωση.
Ὅταν τὸ 336 π.Χ. ὁ Ἀλέξανδρος ἀνέβηκε στὸν θρόνο τῆς Μακεδονίας, βρισκόταν στὸ εἰκοστό πρῶτο ἔτος του καὶ δώδεκα χρόνια ἀργότερα, ὅταν πέθανε σὲ μία ἡλικία ὅπου οἱ περισσότεροι μεγάλοι ἄνδρες βρίσκονται ἀκόμη στὸ κατώφλι τῆς ἔνδοξης ἱστορικῆς πορείας τους, ὄχι μόνο εἶχε κατακτήσει τὸν ἀρχαῖο κόσμο τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά τὸν εἶχε θέσει σὲ περιστροφὴ γύρω ἀπὸ ἕναν καινούργιο ἄξονα.
Ἡ ὅλη μετέπειτα πορεία τῆς ἱστορίας, ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ πολιτισμικὴ ζωὴ τῶν κατοπινῶν ἐποχῶν δὲν μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ξεχωριστὰ ἀπὸ τὴν πορεία καὶ ἐπίδραση τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Αἰῶνες μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ Ἀππιανός ὁ Ἀλεξάνδρειος παρομοίωσε τὴν σύντομη βασιλεία του μὲ τὴν «φωτεινὴ λάμψη τῆς ἀστραπῆς». Μία λάμψη πραγματικὰ ἐκθαμβωτική.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἐντελῶς «δέσμιος» τῆς μοίρας του καὶ ἀπολύτως ἀφοσιωμένος στὸ ἔργο του. Οἱ φυσικὲς ἀπολαύσεις λίγο τὸν ἐνδιέφεραν. Μὲ τὴν ἐξαίρεση τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν μητέρα του καὶ τὴν τροφό του, ποτὲ δὲν γοητεύτηκε ἀπὸ καμμία γυναῖκα καὶ παρ’ ὅτι νυμφεύθηκε δύο φορὲς καὶ οἱ δύο του γάμοι ἦταν πολιτικῆς καὶ ὄχι ρομαντικῆς φύσεως.
Ποτὲ δὲν εἶχε ἐρωμένη, οὔτε ἦταν ἀνίκανος, οὔτε ὁμοφυλόφιλος ὅπως οἱ ἐπικριτὲς του διέδωσαν γιὰ νὰ τὸν δυσφημίσουν»(Fuller σελ. 103).
Ὁ Ἀρριανός ἔχει πεῖ γι’αὐτὸν ὡς ἄνδρα καὶ ὡς στρατιώτη
Ἦταν πολὺ ὅμορφος στὸ παρουσιαστικὸ καὶ ἀφιερωμένος στὴν ἄσκηση, πολὺ ἐνεργητικός στὸ πνεῦμα, πολὺ ἡρωϊκός στὸ θάρρος, πολὺ σταθερὸς στὴν τιμἠ, ἀγαποῦσε πολὺ τὸν κίνδυνο καὶ τηροῦσε αὐστηρῶς τὰ καθήκοντά του πρὸς τοὺς Θεούς. Ὡς πρὸς τὶς ἀπολαύσεις τοῦ σώματος, εἶχε πλήρη αὐτοέλεγχο, καὶ γι’αὐτές τοῦ πνεύματος ὁ ἔπαινος ἦταν ἡ μόνη γιὰ τὴν ὁποία ἦταν ἀκόρεστος. Εἶχε ἐκπληκτική ὁξυδέρκεια στὸ νὰ ἀναγνωρίζῃ τί ἔπρεπε νὰ γίνῃ, ὅταν ἄλλοι ἐξακολουθοῦσαν νὰ βρίσκονται σὲ ἀβεβαιότητα καὶ διέβλεπε μὲ μεγάλη ἐπιτυχία ἀπὸ τὴν παρατήρηση τῶν γεγονότων τὸ τί πιθανὸν νὰ συμβῇ. Ἦταν πιστὸς στὶς συμφωνίες καὶ στοὺς διακανονισμοὺς ποὺ εἶχε συνάψει καθὼς καὶ φειδωλὸς στὴν δαπάνη χρημάτων γιὰ τὴν ἰκανοποίηση τῶν δικῶν του ἀπολαύσεων, ξόδευε ὅμως ἀφείδωλα χάρῃ τῶν συντρόφων του
Κυριακή 12 Απριλίου 2020
Περσέας: Ὁ τελευταῖος Μακεδὼν
Περσέας: Ὁ τελευταῖος Μακεδὼν
Φωτο:
Ερανιστής
|
Νόμισμα
μέ ήη μορφή τοῦ Περσέα
στὸ Βρετανικό Μουσεῖο. |
Ο
βασιλιάς Περσέας παραδίδεται στον
Αιμίλιο Παύλο.
Πίνακας
του Jean-François-Pierre Peyron,
Βουδαπέστη. |
Πεζέταιρος
της Μακεδονικής φάλαγγας
|
- Στὶς 16 Ιουνίου τοῦ 168π.Χ. ὁ Αἰμίλιος Παῦλος ἑνώνεται μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ ἄλλου διοικητή Σκιπίωνα Νασίκα στὰ δυτικά τῆς σημερινῆς Κατερίνης καὶ βαδίζουν πάνω ἀπό τοὺς λόφους καὶ ὄχι ἀπὸ την πεδιάδα, ὥσπου βρέθηκαν ἀπρόσμενα μπροστά στὴν Πύδνα καὶ τον παραταγμένο Μακεδονικό στρατό. Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος γρήγορα διόρθωσε τὸ σφάλμα του καὶ μὲ ἑλιγμούς ἀποτράβηξε τὸ στράτευμα του. Οἱ Μακεδόνες δέν πρόλαβαν νὰ καλύψουν τὸ ἕνα χιλιόμετρο ποῦ τοὺς χώριζε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους λόγω τοῦ βαρὺ ὁρκισμοῦ τους καὶ τῆς παράταξής τους, ἀφοῦ ἀνέμεναν σὲ στάση ἄμυνας καὶ ὄχι ἐπίθεσης. Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος ἔστησε βιαστικά τὸ στρατόπεδο στὴν πλαγιά ἐνὸς λόφου, ὅπου ἡ φάλαγγα τῶν Μακεδόνων ἔχανε τὸ πλεονέκτημα, καὶ Ἐπιπλέον είχε θέα στὴν πεδιάδα ἀλλὰ δέν είχε άνεφοδιασμό. Ὁ Περσέας, εὐφυῶς, τοποθέτησε τὸ στράτευμα ἀνάμεσα στήν ἀκτὴ καὶ στόν λόφο γιὰ νὰ κόψει τον άνεφοδιασμό. Στὶς 21 Ἰουνίου ἔγινε ἔκλειψη Σελήνης καὶ θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι, πὼς δηλαδή θὰ γίνει καὶ ἔκλειψη ἑνὸς βασιλιά! Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος γνώριζε βέβαια ἀπὸ πριν αὐτό τὸ φυσικό φαινόμενο, ἀλλά δέν μίλησε ἀφοῦ εἰδὲ νὰ ἀναπτερώνεται τὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ του.
Πολύβιος, Ιστορίαι
Παρασκευή 3 Απριλίου 2020
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΥΧΗΣ Η ΑΡΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ Βʹ
- ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΥΧΗΣ Η ΑΡΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ Βʹ
I. Διέφυγεν ἡμᾶς, ὡς ἔοικε, χθὲς εἰπεῖν, ὅτι καὶ τέχνας πολλὰς καὶ φύσεις μεγάλας ὁ κατ´ Ἀλέξανδρον χρόνος ἐνεγκεῖν εὐτύχησεν· ἢ τοῦτο μὲν οὐ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης γέγονεν ἀλλὰ τῆς ἐκείνων, μάρτυρα λαβεῖν καὶ θεατὴν τὸν ἄριστα κρῖναι τὸ κατορθούμενον καὶ μάλιστ´ ἀμείψασθαι δυνάμενον; λέγεται γοῦν, ὅτι χρόνοις ὕστερον, Ἀρχεστράτου γενομένου ποιητοῦ χαρίεντος ἐν δὲ πενίᾳ καὶ ἀδοξίᾳ διάγοντος, εἶπέ τις πρὸς αὐτόν«Ἀλλ´ εἰ κατ´ Ἀλέξανδρον ἐγένου, κατὰ στίχον ἄν σοι Κύπρον ἢ Φοινίκην ἔδωκεν.»
Οἶμαι δὲ καὶ τῶν τότε τεχνιτῶν οὐ κατ´ Ἀλέξανδρον ἀλλὰ δι´ Ἀλέξανδρον τοὺς πρώτους γενέσθαι. Καρπῶν μὲν γὰρ εὐφορίαν εὐκρασία ποιεῖ καὶ λεπτότης τοῦ περιέχοντος ἀέρος, τεχνῶν δὲ καὶ φύσεων ἀγαθῶν αὔξησιν εὐμένεια καὶ τιμὴ καὶ φιλανθρωπία βασιλέως ἐκκαλεῖται· καὶ τοὐναντίον ὑπὸ φθόνου καὶ σμικρολογίας ἢ φιλονεικίας τῶν κρατούντων σβέννυται καὶ φθίνει πᾶν τὸ τοιοῦτον. Διονύσιος γοῦν ὁ τύραννος, ὥς φασι, κιθαρῳδοῦ τινος ἀκούων εὐδοκιμοῦντος ἐπηγγείλατο δωρεὰν αὐτῷ τάλαντον· τῇ δ´ ὑστεραίᾳ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ὑπόσχεσιν ἀπαιτοῦντος«χθές» εἶπεν «εὐφραινόμενος ὑπὸ σοῦ παρ´ ὃν ᾖδες χρόνον εὔφρανα κἀγώ σε ταῖς ἐλπίσιν· ὥστ´ ἀπέχεις τὸν μισθὸν ὧν ἔτερπες ἀντιτερπόμενος.»
Ἀλέξανδρος δ´ ὁ Φεραίων τύραννος (ἔδει δὲ τοῦτο μόνον αὐτὸν καλεῖσθαι καὶ μὴ καταισχύνειν τὴν ἐπωνυμίαν) θεώμενος τραγῳδὸν ἐμπαθέστερον ὑφ´ ἡδονῆς διετέθη πρὸς τὸν οἶκτον. Ἀναπηδήσας οὖν ἐκ τοῦ θεάτρου θᾶττον ἢ βάδην ἀπῄει, δεινὸν εἶναι λέγων, εἰ τοσούτους ἀποσφάττων πολίτας ὀφθήσεται τοῖς Ἑκάβης καὶ Πολυξένης πάθεσιν ἐπιδακρύων. Οὗτος μὲν οὖν μικροῦ καὶ δίκην ἐπράξατο τὸν τραγῳδόν, ὅτι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καθάπερ σίδηρον ἐμάλαξεν. Ἀρχελάῳ δὲ δοκοῦντι γλισχροτέρῳ περὶ τὰς δωρεὰς εἶναι Τιμόθεος ᾄδων ἐνεσήμαινε πολλάκις τουτὶ τὸ κομμάτιον«σὺ δὲ τὸν γηγενέταν ἄργυρον αἰνεῖς.»
Ὁ δ´ Ἀρχέλαος οὐκ ἀμούσως ἀντεφώνησε«σὺ δέ γ´ αἰτεῖς.»
Ὁ δὲ τῶν Σκυθῶν βασιλεὺς Ἀντέας Ἰσμηνίαν τὸν αὐλητὴν λαβὼν αἰχμάλωτον ἐκέλευσεν αὐλῆσαι παρὰ πότον. Θαυμαζόντων δὲ τῶν ἄλλων καὶ κροτούντων, αὐτὸς ὤμοσεν ἀκροᾶσθαι τοῦ ἵππου χρεμετίζοντος ἥδιον. Οὕτω μακρὰν ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν Μουσῶν, καὶ τὴν ψυχὴν ἐν ταῖς φάτναις εἶχεν, οὐχ ἵππων ἀλλ´ ὄνων ἐπιτηδειοτέραν ἀκούειν. Τίς ἂν οὖν παρὰ τοιούτοις βασιλεῦσιν αὔξησις ἢ τιμὴ τέχνης γένοιτο καὶ Μούσης τοιαύτης; ἀλλ´ οὐδὲ παρὰ τοῖς κακοτέχνοις ἐθέλουσιν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο βασκανίᾳ καὶ δυσμενείᾳ τοὺς ἀληθῶς τεχνίτας καθαιροῦσιν. Οἷος ἦν πάλιν αὖ Διονύσιος ὁ τὸν ποιητὴν Φιλόξενον εἰς τὰς λατομίας ἐμβαλών, ὅτι τραγῳδίαν αὐτοῦ διορθῶσαι κελευσθεὶς εὐθὺς ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ὅλην μέχρι τῆς κορωνίδος περιέγραψεν. Ἦν δὲ καὶ Φίλιππος ἐν τούτοις ὑπ´ ὀψιμαθίας ἑαυτοῦ μικρότερος καὶ νεοπρεπέστερος· ὅθεν καί φασι πρός τινα ψάλτην περὶ κρουμάτων αὐτοῦ διαφερομένου καὶ δοκοῦντος ἐξελέγχειν, ἀτρέμα μειδιάσαντα τὸν ἄνθρωπον εἰπεῖν«μὴ γένοιτό σοι, βασιλεῦ, ἀθλίως οὕτως, ἵνα ταῦτ´ ἐμοῦ βέλτιον εἰδῇς.»
II. Ἀλλ´ Ἀλέξανδρος εἰδὼς τίνων δεῖ θεατὴν εἶναι καὶ ἀκροατὴν καὶ τίνων ἀγωνιστὴν καὶ αὐτουργόν, ἤσκει μὲν ἀεὶ διὰ τῶν ὅπλων δεινὸς εἶναι καὶ κατὰ τὸν Αἰσχύλον«Βριθὺς ὁπλιτοπάλας, δάιος ἀντιπάλοις.»
Ταύτην τέχνην ἔχων προγονικὴν ἀπ´ Αἰακιδῶν, ἀφ´ Ἡρακλέους, ταῖς δ´ ἄλλαις τέχναις τὸ τιμᾶν ἄνευ τοῦ ζηλοῦν ἀπεδίδου κατὰ τὸ ἔνδοξον αὐτῶν καὶ χαρίεν, τῷ τέρπειν δ´ οὐκ ἦν εὐάλωτος εἰς τὸ μιμεῖσθαι. Γεγόνασι δὲ κατ´ αὐτὸν τραγῳδοὶ μὲν οἱ περὶ Θετταλὸν καὶ Ἀθηνόδωρον, ὧν ἀνταγωνιζομένων ἀλλήλοις, ἐχορήγουν μὲν οἱ Κύπριοι βασιλεῖς ἔκρινον δ´ οἱ δοκιμώτατοι τῶν στρατηγῶν. Ἐπεὶ δ´ ἐνίκησεν Ἀθηνόδωρος,«Ἐβουλόμην ἄν» ἔφη «μᾶλλον ἀπολωλεκέναι μέρος τῆς βασιλείας ἢ Θετταλὸν ἐπιδεῖν ἡττημένον.»
Ἀλλ´ οὔτ´ ἐνέτυχε τοῖς κριταῖς οὔτε τὴν κρίσιν ἐμέμψατο, πάντων οἰόμενος δεῖν περιεῖναι, τοῦ δικαίου δ´ ἡττᾶσθαι. Κωμῳδοὶ δ´ ἦσαν οἱ περὶ Λύκωνα τὸν Σκαρφέα· τούτῳ δ´ εἴς τινα κωμῳδίαν ἐμβαλόντι στίχον αἰτητικὸν γελάσας ἔδωκε δέκα τάλαντα. Κιθαρῳδοὶ δ´ ἄλλοι τε καὶ Ἀριστόνικος, ὃς ἐν μάχῃ τινὶ προσβοηθήσας ἔπεσε λαμπρῶς ἀγωνισάμενος. Ἐκέλευσεν οὖν αὐτοῦ γενέσθαι χαλκοῦν ἀνδριάντα καὶ σταθῆναι Πυθοῖ, κιθάραν ἔχοντα καὶ δόρυ προβεβλημένον, οὐ τὸν ἄνδρα τιμῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ μουσικὴν κοσμῶν ὡς ἀνδροποιὸν καὶ μάλιστα δὴ πληροῦσαν ἐνθουσιασμοῦ καὶ ὁρμῆς τοὺς γνησίως ἐντρεφομένους. Καὶ γὰρ αὐτός, Ἀντιγενίδου ποτὲ τὸν ἁρμάτειον αὐλοῦντος νόμον, οὕτω παρεξέστη καὶ διεφλέγη τὸν θυμὸν ὑπὸ τῶν μελῶν, ὥστε τοῖς ὅπλοις ᾄξας ἐπιβαλεῖν τὰς χεῖρας ἐγγὺς παρακειμένοις καὶ μαρτυρῆσαι τοῖς Σπαρτιάταις ᾄδουσιν«Ἕρπει γὰρ ἄντα τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίδδειν.»
Ἦν δὲ καὶ Ἀπελλῆς ὁ ζωγράφος καὶ Λύσιππος ὁ πλάστης κατ´ Ἀλέξανδρον· ὧν ὁ μὲν ἔγραψε τὸν κεραυνοφόρον οὕτως ἐναργῶς καὶ κεκραμένως, ὥστε λέγειν, ὅτι δυεῖν Ἀλεξάνδρων ὁ μὲν Φιλίππου γέγονεν ἀνίκητος, ὁ δ´ Ἀπελλοῦ ἀμίμητος. Λυσίππου δὲ τὸ πρῶτον Ἀλέξανδρον πλάσαντος ἄνω βλέποντα τῷ προσώπῳ πρὸς τὸν οὐρανὸν (ὥσπερ αὐτὸς εἰώθει βλέπειν Ἀλέξανδρος ἡσυχῆ παρεγκλίνων τὸν τράχηλον) ἐπέγραψέ τις οὐκ ἀπιθάνως«αὐδασοῦντι δ´ ἔοικεν ὁ χάλκεος εἰς Δία λεύσσων·
Γᾶν ὑπ´ ἐμοὶ τίθεμαι· Ζεῦ, σὺ δ´ Ὄλυμπον ἔχε.»
Διὸ καὶ μόνον Ἀλέξανδρος ἐκέλευε Λύσιππον εἰκόνας αὐτοῦ δημιουργεῖν. Μόνος γὰρ οὗτος, ὡς ἔοικε, κατεμήνυε τῷ χαλκῷ τὸ ἦθος αὐτοῦ καὶ συνεξέφαινε τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν· οἱ δ´ ἄλλοι τὴν ἀποστροφὴν τοῦ τραχήλου καὶ τῶν ὀμμάτων τὴν διάχυσιν καὶ ὑγρότητα μιμεῖσθαι θέλοντες οὐ διεφύλαττον αὐτοῦ τὸ ἀρρενωπὸν καὶ λεοντῶδες. Ἐν δ´ οὖν τοῖς ἄλλοις τεχνίταις καὶ Στασικράτης ἦν ἀρχιτέκτων, οὐδὲν ἀνθηρὸν οὐδ´ ἡδὺ καὶ πιθανὸν τῇ ὄψει διώκων, ἀλλὰ καὶ χειρὶ μεγαλουργῷ καὶ διαθέσει χορηγίας βασιλικῆς οὐκ ἀποδεούσῃ χρώμενος. Οὗτος ἀναβὰς πρὸς Ἀλέξανδρον ἐμέμφετο τὰς γραφομένας εἰκόνας αὐτοῦ καὶ πλαττομένας καὶ γλυφομένας, ὡς ἔργα δειλῶν καὶ ἀγεννῶν τεχνιτῶν·«Ἐγὼ δ´» εἶπεν «εἰς ἄφθαρτον, ὦ βασιλεῦ, καὶ ζῶσαν ὕλην καὶ ῥίζας ἔχουσαν ἀιδίους καὶ βάρος ἀκίνητον καὶ ἀσάλευτον ἔγνωκά σου τὴν ὁμοιότητα καταθέσθαι τοῦ σώματος. Ὁ γὰρ Θρᾴκιος Ἄθως, ᾗ μέγιστος αὐτὸς αὑτοῦ καὶ περιφανέστατος ἐξανέστηκεν, ἔχων ἑαυτῷ σύμμετρα πλάτη καὶ ὕψη καὶ μέλη καὶ ἄρθρα καὶ διαστήματα μορφοειδῆ, δύναται κατεργασθεὶς καὶ σχηματισθεὶς εἰκὼν Ἀλεξάνδρου καλεῖσθαι καὶ εἶναι, ταῖς μὲν βάσεσιν ἁπτομένου τῆς θαλάσσης, τῶν δὲ χειρῶν τῇ μὲν ἐναγκαλιζομένου καὶ φέροντος πόλιν ἐνοικουμένην μυρίανδρον, τῇ δὲ δεξιᾷ ποταμὸν ἀέναον ἐκ φιάλης σπένδοντος εἰς τὴν θάλασσαν ἐκχεόμενον. Χρυσὸν δὲ καὶ χαλκὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ ξύλα καὶ βαφάς, ἐκμαγεῖα μικρὰ καὶ ὠνητὰ καὶ κλεπτόμενα καὶ συγχεόμενα, καταβάλωμεν.»
Ταῦτ´ ἀκούσας Ἀλέξανδρος τὸ μὲν φρόνημα τοῦ τεχνίτου καὶ τὸ θάρσος ἀγασθεὶς ἐπῄνεσεν,«Ἔα δὲ κατὰ χώραν» ἔφη «τὸν Ἄθω μένειν· ἀρκεῖ γὰρ ἑνὸς βασιλέως ἐνυβρίσαντος εἶναι μνημεῖον· ἐμὲ δ´ ὁ Καύκασος δείξει καὶ τὰ Ἠμωδὰ καὶ Τάναϊς καὶ τὸ Κάσπιον πέλαγος· αὗται τῶν ἐμῶν ἔργων εἰκόνες.»
III. Ἀλλὰ φέρε πρὸς θεῶν ἐκτελεσθῆναι καὶ φανῆναι τοιοῦτον ἔργον· ἔσθ´ ὅστις ἂν ἰδὼν ὑπέλαβε κατὰ τύχην γεγονέναι καὶ αὐτομάτως τὸ σχῆμα καὶ τὴν διάθεσιν καὶ τὸ εἶδος; οὐδεὶς ἂν οἶμαι. Τί δέ; Τὸν κεραυνοφόρον; τί δέ; τὸν ἐπὶ τῆς αἰχμῆς προσαγορευόμενον; εἶτ´ ἀνδριάντος μὲν μέγεθος οὐκ ἂν ἄνευ τέχνης ὑπὸ τύχης γένοιτο χρυσὸν καὶ χαλκὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ πολλὴν καὶ πλουσίαν ὕλην καταχεαμένης καὶ παραβαλούσης, ἄνδρα δὲ μέγαν, μᾶλλον δὲ τῶν γεγονότων ἁπάντων μέγιστον, ἐνδέχεται χωρὶς ἀρετῆς ἀποτελεσθῆναι διὰ τύχην, ὅπλα καὶ χρήματα καὶ στόλους καὶ ἵππους παρασκευάσασαν; ἃ τῷ μὴ μαθόντι χρῆσθαι κίνδυνός ἐστιν οὐ δύναμις, οὐδὲ κόσμος ἀλλ´ ἔλεγχος τῆς ἀσθενείας καὶ μικρότητος. Ὀρθῶς γὰρ Ἀντισθένης ἔλεγεν ὅτι «πάντα δεῖ τοῖς πολεμίοις εὔχεσθαι τἀγαθὰ πλὴν ἀνδρείας· γίνεται γὰρ οὕτως οὐ τῶν ἐχόντων, ἀλλὰ τῶν κρατούντων». Διὰ τοῦτό φασι καὶ τὴν φύσιν ἀγεννεστάτῳ ζῴῳ τῷ ἐλάφῳ κέρατα θαυμαστὰ τῷ μεγέθει καὶ τραχύτητι πρὸς ἄμυναν ἐμφῦσαι, διδάσκουσαν ἡμᾶς ὡς οὐδὲν ὠφελεῖ τὸ ἰσχύειν καὶ ὡπλίσθαι τοὺς μένειν καὶ θαρρεῖν μὴ δυναμένους. Οὕτως καὶ ἡ τύχη πολλάκις ἀτόλμοις καὶ ἀνοήτοις προσάπτουσα δυνάμεις καὶ ἀρχάς, αἷς ἐνασχημονοῦσι, κοσμεῖ καὶ συνίστησι τὴν ἀρετὴν ὡς μόνην μέγεθος ἀνδρὸς καὶ κάλλος οὖσαν. Εἰ μὲν γάρ, ὥς φησιν Ἐπίχαρμος,«νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει, τἄλλα δὲ τυφλὰ καὶ κωφά,»
λόγου τυγχάνει δεόμενα. Αἱ γὰρ αἰσθήσεις ἰδίας ἔχειν ἀφορμὰς δοκοῦσιν, ὅτι δὲ νοῦς ὠφελεῖ καὶ νοῦς κοσμεῖ καὶ νοῦς τὸ νικῶν καὶ κρατοῦν καὶ βασιλεῦον, τὰ δ´ ἄλλα τυφλὰ καὶ κωφὰ καὶ ἄψυχα παρέλκει καὶ βαρύνει καὶ καταισχύνει χωρὶς ἀρετῆς τοὺς ἔχοντας, ἀπὸ τῶν πραγμάτων λαβεῖν ἔστι. Τῆς γὰρ αὐτῆς δυνάμεως ὑποκειμένης καὶ ἡγεμονίας Σεμίραμις μὲν οὖσα γυνὴ στόλους ἐπλήρου καὶ φάλαγγας ὥπλιζε καὶ Βαβυλῶνας ἔκτιζε, καὶ περιέπλει τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν Αἰθίοπας καταστρεφομένη καὶ Ἄραβας, Σαρδανάπαλος δ´ ἀνὴρ πεφυκὼς ἔξαινεν οἴκοι πορφύραν, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος· ἀποθανόντος δ´ αὐτοῦ, λιθίνην εἰκόνα κατασκευάσαντες ἐπορχουμένην ἑαυτῇ βαρβαριστὶ καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπὲρ κεφαλῆς οἷον ὑποψοφοῦσαν, ἐπέγραψαν«ἔσθιε, πῖνε, ἀφροδισίαζε· τἄλλα δ´ οὐδέν.»
Ὁ μὲν οὖν Κράτης ἰδὼν χρυσῆν εἰκόνα Φρύνης τῆς ἑταίρας ἑστῶσαν ἐν Δελφοῖς ἀνέκραγεν, ὅτι τοῦτο τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀκρασίας τρόπαιον ἕστηκε· τὸν δὲ Σαρδαναπάλου βίον ἄν τις ἢ τάφον (οὐδὲν γάρ, οἶμαι, διαφέρει) θεασάμενος εἴποι τοῦτο τῶν τῆς Τύχης ἀγαθῶν τρόπαιον εἶναι. Τί οὖν; Ἐάσωμεν τὴν Τύχην Ἀλεξάνδρου μετὰ Σαρδανάπαλον ἅψασθαι καὶ τοῦ μεγέθους ἐκείνου καὶ τῆς δυνάμεως ἀντιποιεῖσθαι; τί γὰρ αὐτῷ πλέον ἔδωκεν ὧν οἱ λοιποὶ βασιλεῖς ἔλαβον παρ´ αὐτῆς; Ὅπλων, ἵππων, βελῶν, χρημάτων, δορυφόρων; ποιησάτω τούτοις ἡ Τύχη μέγαν Ἀριδαῖον, εἰ δύναται· ποιησάτω τούτοις μέγαν {Ἄμασιν ἢ} Ὦχον ἢ Ὀάρσην ἢ Τιγράνην τὸν Ἀρμένιον ἢ τὸν Βιθυνὸν Νικομήδην· ὧν ὁ μὲν τὸ διάδημα τοῖς Πομπηίου ποσὶν ὑπορρίψας αἰσχρῶς τὴν βασιλείαν ἀνέλαβε, λάφυρον γενομένην· Νικομήδης δὲ τὴν κεφαλὴν ξυράμενος καὶ πιλίον ἐπιθέμενος ἀπελεύθερον ἑαυτὸν Ῥωμαίων ἀνηγόρευσεν.
IV. Εἴπωμεν οὖν, ὅτι μικροὺς ἡ Τύχη ποιεῖ καὶ περιδεεῖς καὶ ταπεινόφρονας — ἀλλ´ οὐ δίκαιον οὔτε κακίαν εἰς ἀτυχίαν οὔτ´ ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν εἰς εὐτυχίαν τινὰ τίθεσθαι — , μέγα〈ν δὲ τῷ ἄρχειν Ἀλέξανδρον; - - - ἡ Τύχη; καὶ γὰρ ἔνδοξος ἐν ἐκείνῳ καὶ ἀήττητος καὶ μεγαλόφρων καὶ ἀνύβριστος καὶ φιλάνθρωπος· εἶτ´ ἐκλιπόντος εὐθὺς ὁ Λεωσθένης ἔλεγε τὴν δύναμιν ἐμπλανωμένην ἑαυτῇ καὶ περιπίπτουσαν ἐοικέναι τῷ Κύκλωπι μετὰ τὴν τύφλωσιν ἐκτείνοντι πανταχοῖ τὰς χεῖρας ἐπ´ οὐδένα σκοπὸν φερομένας· οὕτως ἐρρέμβετο κενεμβατοῦν καὶ σφαλλόμενον ὑπ´ ἀναρχίας τὸ μέγεθος αὐτῆς. Μᾶλλον δ´ ὥσπερ τὰ νεκρὰ σώματα, τῆς ψυχῆς ἐκλιπούσης, οὐκέτι συνέστηκεν οὐδὲ συμπέφυκεν, ἀλλ´ ἐξίσταται καὶ διαλύεται {ἀπ´ ἀλλήλων} καὶ ἄπεισι καὶ φεύγει, οὕτως ἀφεῖσα τὸν Ἀλέξανδρον ἡ δύναμις ἤσπαιρεν, ἐπάλλετο, ἐφλέγμαινε Περδίκκαις καὶ Μελεάγροις καὶ Σελεύκοις καὶ Ἀντιγόνοις ὥσπερ πνεύμασι θερμοῖς ἔτι καὶ σφυγμοῖς διᾴττουσι καὶ διαφερομένοις· τέλος δ´ ἀπομαραινομένη καὶ φθίνουσα περὶ αὑτὴν οἷον εὐλάς τινας ἀνέζεσεν ἀγεννῶν βασιλέων καὶ ἡγεμόνων ψυχορραγούντων. Αὐτὸς μὲν οὖν ταῦθ´ ὡς ἔοικεν Ἡφαιστίωνι διενεχθέντι πρὸς Κρατερὸν ἐπιτιμῶν«Τίς δ´» εἶπεν «ἡ σὴ δύναμις ἢ πρᾶξις, ἄν σού τις ἀφέλῃ τὸν Ἀλέξανδρον;»
ἐγὼ δὲ τοῦτ´ εἰπεῖν πρὸς τὴν τότε Τύχην οὐκ ὀκνήσω«Τί σου τὸ μέγεθος, τίς δ´ ἡ δόξα, ποῦ δ´ ἡ δύναμις, ποῦ δὲ τὸ ἀνίκητον, ἄν σού τις ἀφέλῃ τὸν Ἀλέξανδρον;»
τουτέστιν«Ἂν σού τις ἀφέλῃ τῶν ὅπλων τὴν ἐμπειρίαν, τοῦ πλούτου τὴν φιλοτιμίαν, τῆς πολυτελείας τὴν ἐγκράτειαν, ὧν ἀγωνίζῃ τὸ θάρσος, ἐν οἷς κρατεῖς τὴν πραότητα; ποίησον ἄλλον εἰ δύνασαι μέγαν, τοῖς χρήμασι μὴ χαριζόμενον, τοῖς στρατεύμασι μὴ προκινδυνεύοντα, τοὺς φίλους μὴ τιμῶντα, τοὺς αἰχμαλώτους μὴ ἐλεοῦντα, ταῖς ἡδοναῖς μὴ σωφρονοῦντα, τοῖς καιροῖς μὴ ἀγρυπνοῦντα, ταῖς νίκαις μὴ εὐδιάλλακτον, τοῖς κατορθώμασι μὴ φιλάνθρωπον. Τίς μέγας ἐν ἐξουσίαις μετ´ ἀβελτερίας καὶ μοχθηρίας; ἄφελε τὴν ἀρετὴν τοῦ εὐτυχοῦντος, καὶ πανταχοῦ μικρός ἐστιν, ἐν χάρισι διὰ σμικρολογίαν, ἐν πόνοις διὰ μαλακίαν, παρὰ θεοῖς διὰ δεισιδαιμονίαν, πρὸς ἀγαθοὺς διὰ φθόνον, ἐν ἀνδράσι διὰ φόβον, ἐν γυναιξὶ διὰ φιληδονίαν.»
Ὥσπερ γὰρ οἱ φαῦλοι τεχνῖται βάσεις μεγάλας μικροῖς ὑφιστάντες ἀναθήμασιν ἐλέγχουσιν αὐτῶν {καὶ} τὰς μικρότητας, οὕτως ἡ Τύχη ὅταν μικρὸν ἦθος ἐξάρῃ πράγμασιν ἔχουσιν ὄγκον τινὰ καὶ περιφάνειαν, ἐπιδείκνυσι μᾶλλον καὶ καταισχύνει σφαλλόμενον καὶ σαλευόμενον ὑπὸ κουφότητος.
V. Ὅθεν οὐκ ἐν τῇ κτήσει τῶν ἀγαθῶν ἀλλ´ ἐν τῇ χρήσει τὸ μέγ´ ἐστίν, ἐπεὶ καὶ νήπια βρέφη κληρονομεῖ βασιλείας πατρῴας καὶ ἀρχάς, ὡς Χάριλλος, ὃν Λυκοῦργος ἅμα τῷ σπαργάνῳ κομίσας εἰς τὸ φιδίτιον ἀνθ´ ἑαυτοῦ βασιλέα τῆς Σπάρτης ἀνηγόρευσε· καὶ οὐκ ἦν μέγας ὁ νήπιος, ἀλλ´ ὁ τῷ νηπίῳ τὸ πατρῷον ἀποδοὺς γέρας καὶ μὴ σφετερισάμενος μηδ´ ἀποστερήσας. Ἀριδαῖον δὲ τίς ἂν ἐποίησε μέγαν, ὃν οὐδὲν νηπίου διαφέροντα μονονοὺ σπαργανώσας τῇ πορφύρᾳ Μελέαγρος εἰς τὸν Ἀλεξάνδρου θρόνον ἔθηκεν, εὖ γε ποιῶν, ἵν´ ὀφθῇ παρ´ ἡμέρας ὀλίγας, πῶς ἀρετῇ βασιλεύουσιν ἄνθρωποι καὶ πῶς τύχῃ. Ἀγωνιστῇ γὰρ ἡγεμονίας ὑποκριτὴν ἐπεισήγαγε, μᾶλλον δ´ ὡς ἐπὶ σκηνῆς δορυφόρημα κωφὸν διεξῆλθε τῆς οἰκουμένης.«Καί κε γυνὴ φέροι ἄχθος, ἐπεί κεν ἀνὴρ ἀναθείη·»
τοὐναντίον μὲν οὖν εἴποι τις ἄν, ὅτι λαβεῖν καὶ ἀναθέσθαι δύναμιν καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχὴν καὶ γυναικός ἐστι καὶ παιδός· (Ὀάρσῃ καὶ Δαρείῳ Βαγώας ὁ εὐνοῦχος ἀράμενος ἐπέθηκε τὴν Περσῶν βασιλείαν·) τὸ δὲ λαβόντα μεγάλην ἐξουσίαν ἐνεγκεῖν καὶ μεταχειρίσασθαι καὶ μὴ συντριβῆναι μηδὲ διαστραφῆναι τῷ βάρει καὶ μεγέθει τῶν πραγμάτων, ἀνδρός ἐστιν ἀρετὴν καὶ φρόνημα καὶ νοῦν ἔχοντος· ἣν Ἀλέξανδρος ἔσχεν, ᾧ μέθην τινὲς ἐγκαλοῦσι καὶ οἴνωσιν. Ὁ δ´ ἦν μέγας, ἐν τοῖς πράγμασι νήφων καὶ μὴ μεθυσθεὶς μηδὲ βακχευθεὶς ὑπ´ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως, ἧς μικρὸν ἕτεροι μεταλαβόντες καὶ ἀπογευσάμενοι κρατεῖν ἑαυτῶν οὐ δύνανται·«κακοὶ γὰρ ἐμπλησθέντες ἢ νομίσματος, ἢ πόλεος ἐμπεσόντες εἰς τιμάς τινας, σκιρτῶσιν ἀδόκητ´ εὐτυχησάντων δόμων.»
Κλεῖτος ἐν Ἀμοργῷ τρεῖς ἢ τέτταρας Ἑλληνικὰς ἀνατρέψας τριήρεις Ποσειδῶν ἀνηγορεύθη καὶ τρίαιναν ἐφόρει. Δημήτριος δέ, ᾧ τῆς Ἀλεξάνδρου δυνάμεως ἡ Τύχη σμικρὸν ἀποσπάσασα προσέθηκε, Καταιβάτης καλούμενος ἐπήκουε, καὶ πρέσβεις πρὸς αὐτὸν οὐκ ἔπεμπον ἀλλὰ θεωροὺς αἱ πόλεις, καὶ τὰς ἀποκρίσεις χρησμοὺς προσηγόρευον. Λυσίμαχος τὰ περὶ Θρᾴκην ὥσπερ ἐσχατιάς τινας τῆς βασιλείας κατασχὼν εἰς τοσοῦτον ὑπεροψίας ἔφθασε καὶ θρασύτητος, ὥστ´ εἰπεῖν«νῦν Βυζάντιοι πρὸς ἐμὲ ἥκουσιν, ὅτε τῇ λόγχῃ τοῦ οὐρανοῦ ἅπτομαι».
Παρὼν δὲ Πασιάδης ὁ Βυζάντιος«Ὑπάγωμεν» ἔφη «μὴ τῇ ἐπιδορατίδι τὸν οὐρανὸν τρυπήσῃ.»
Καὶ τί ἂν περὶ τούτων λέγοι τις, οἷς ἐξῆν δι´ Ἀλέξανδρον μέγα φρονεῖν, ὅπου Κλέαρχος Ἡρακλείας τύραννος γενόμενος σκηπτὸν ἐφόρει καὶ τῶν υἱῶν ἕνα Κεραυνὸν ὠνόμασε; Διονύσιος δ´ Ἀπόλλωνος υἱὸν ἑαυτὸν ὠνόμασεν, ἐπιγράψας«Δωρίδος ἐκ μητρὸς Φοίβου κοινώμασι βλαστών.»
Ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ τῶν μὲν πολιτῶν μυρίους ἢ καὶ πλείους ἀνελών, προδοὺς δὲ τὸν ἀδελφὸν ὑπὸ φθόνου τοῖς πολεμίοις, οὐκ ἀναμείνας δὲ τὴν μητέρα γραῦν οὖσαν ὀλίγαις ἡμέραις ἀποθανεῖν ὕστερον ἀλλ´ ἀποπνίξας, ἐν δὲ τραγῳδίᾳ γράψας αὐτός«Ἡ γὰρ τυραννὶς ἀδικίας μήτηρ ἔφυ,»
ὅμως τῶν θυγατέρων τὴν μὲν Ἀρετὴν τὴν δὲ Σωφροσύνην ὠνόμασε τὴν δὲ Δικαιοσύνην. Οἱ δ´ Εὐεργέτας οἱ δὲ Καλλινίκους οἱ δὲ Σωτῆρας οἱ δὲ Μεγάλους ἀνηγόρευσαν ἑαυτούς. Γάμους δ´ αὐτῶν ἐπαλλήλους ὥσπερ ἵππων ἐν ἀγέλαις γυναικῶν ἀνέδην διημερευόντων καὶ φθορὰς παίδων καὶ τυμπανισμοὺς ἐν ἀνδρογύνοις καὶ κυβείας μεθημερινὰς καὶ αὐλήσεις ἐν θεάτροις καὶ νύκτα μὲν ἐν δείπνοις ἡμέραν δ´ ἐν ἀρίστοις ἐπιλείπουσαν οὐδεὶς ἂν ἐφίκοιτο τῷ λόγῳ διελθεῖν.
VI. Ἀλλ´ Ἀλέξανδρος ἠρίστα μὲν ὄρθρου καθεζόμενος, ἐδείπνει δὲ πρὸς ἑσπέραν βαθεῖαν, ἔπινε δὲ θύσας τοῖς θεοῖς, ἐκύβευε δὲ πρὸς Μήδιον πυρέττων, ἔπαιζε δ´ ὁδοιπορῶν ἅμα καὶ μανθάνων τοξεύειν καὶ ἀποβαίνειν ἅρματος. Ἔγημε δὲ Ῥωξάνην ἑαυτῷ μόνην ἐρασθείς, τὴν δὲ Δαρείου Στάτειραν τῇ βασιλείᾳ καὶ τοῖς πράγμασι (συνέφερε γὰρ ἡ τῶν γενῶν ἀνάμιξις), τῶν δ´ ἄλλων Περσίδων ἐκράτησε τοσοῦτον σωφροσύνῃ, ὅσον ἀνδρείᾳ Περσῶν· ἄκουσαν μὲν γὰρ οὐδεμίαν εἶδεν, ἃς δ´ εἶδε μᾶλλον ἢ ἃς οὐκ εἶδε παρῆλθε. Καὶ πᾶσιν ὢν τοῖς ἄλλοις φιλάνθρωπος, μόνοις ὑπερηφάνως τοῖς καλοῖς ἐχρῆτο. Περὶ δὲ τῆς Δαρείου γυναικός, εὐπρεπεστάτης γενομένης, οὐδὲ φωνὴν ἐπαινοῦσαν τὸ κάλλος ἤκουσεν· ἀποθανοῦσαν δ´ οὕτω βασιλικῶς ἐκόσμησε καὶ συμπαθῶς ἐδάκρυσεν, ὥστ´ ἄπιστον αὐτοῦ τὸ σῶφρον ἐν τῷ φιλανθρώπῳ γενέσθαι καὶ λαβεῖν ἀδικίας ἔγκλημα τὴν χρηστότητα. Δαρεῖος γὰρ οὕτως ἐκινήθη πρὸς τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἡλικίαν· εἷς γὰρ ἦν καὶ αὐτὸς ἔτι τῶν νομιζόντων διὰ Τύχην κρατεῖν Ἀλέξανδρον· ἐπεὶ δὲ τἀληθὲς ἔγνω βασανίσας πανταχόθεν,«οὐ πάντως» εἶπεν «ἄρα φαύλως ἔχει τὰ Περσῶν, οὐδέ τις ἐρεῖ παντάπασι κακοὺς ἡμᾶς οὐδ´ ἀνάνδρους ὑπὸ τοιούτου κρατηθέντας. Ἔγὼ δ´ εὐτυχίαν μὲν εὔχομαι καὶ κράτος πολέμου παρὰ θεῶν, ἵν´ εὖ ποιῶν Ἀλέξανδρον ὑπερβάλωμαι· καί μέ τις ἔχει φιλοτιμία καὶ ζῆλος ἡμερώτερον αὐτοῦ φανῆναι· εἰ δ´ οἴχεται τὰ ἐμά, Ζεῦ πατρῷε Περσῶν καὶ βασίλειοι θεοί, μηδεὶς εἰς τὸν Κύρου θρόνον ἄλλος ἢ Ἀλέξανδρος καθίσειε.»
Τοῦτ´ εἰσποίησις ἦν Ἀλεξάνδρου διὰ θεῶν μαρτύρων.
VII. Οὕτω νικῶσιν ἀρετῇ. Πρόσγραψον, εἰ βούλει, τῇ Τύχῃ τὰ Ἄρβηλα καὶ τὴν Κιλικίαν, καὶ τἄλλα, ἃ γέγονε βίας ἔργα καὶ πολέμου· Τύχη τὴν Τύρον ἔσεισεν αὐτῷ, καὶ Τύχη τὴν Αἴγυπτον ἀνέῳξε· διὰ Τύχην Ἁλικαρνασσὸς ἔπεσε καὶ Μίλητος ἑάλω καὶ Μαζαῖος Εὐφράτην ἔρημον ἀπέλιπε καὶ νεκρῶν τὸ Βαβυλώνιον ἐπλήσθη πεδίον· ἀλλ´ οὔτι γε σώφρων ἀπὸ Τύχης οὔτ´ ἐγκρατὴς διὰ Τύχην, οὔτ´ ἀνάλωτον ὑφ´ ἡδονῆς ἡ Τύχη καὶ ἄτρωτον ἐπιθυμίαις κατακλείσασα τὴν ψυχὴν ἐφρούρει. Καὶ μὴν ταῦτ´ ἦν, οἷς αὐτὸν ἐτρέψατο Δαρεῖον· τἄλλα δ´ ὅπλων ἦσαν ἧτται καὶ ἵππων καὶ μάχαι καὶ φόνοι καὶ φυγαὶ ἀνδρῶν. Τὴν δὲ μεγάλην καὶ ἀναντίρρητον ἧτταν ἡττήθη Δαρεῖος καὶ ἐνέκλινεν ἀρετῇ καὶ μεγαλοφροσύνῃ καὶ ἀνδρείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, θαυμάσας τὸ ἐν ἡδονῇ καὶ πόνοις καὶ χάρισιν ἀνίκητον. Ἐπεί γ´ ἐν πέλταις καὶ σαρίσσαις καὶ ἀλαλαγμοῖς καὶ συρράξεσιν ὅπλων ἀνίκητος ἦν καὶ Ἀταρρίας ὁ Δεινομένους καὶ Ἀντιγένης ὁ Πελληναῖος καὶ Φιλώτας ὁ Παρμενίωνος, ἀλλὰ πρὸς ἡδονὰς καὶ γύναια καὶ χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐθέν τι βελτίους τῶν αἰχμαλώτων· ἀλλ´ Ἀταρρίας μὲν ὅτε τῶν χρεῶν ἠλευθέρου Μακεδόνας Ἀλέξανδρος καὶ διελύετο τοῖς δανείσασιν ὑπὲρ πάντων, ψευσάμενος ὀφείλειν καὶ δανειστήν τινα φάσκοντα εἶναι τῇ τραπέζῃ προσαγαγών, εἶτα φωραθεὶς ὀλίγου διέφθειρεν αὐτὸς ἑαυτόν· εἰ μὴ γνοὺς Ἀλέξανδρος ἀφῆκε τῆς αἰτίας αὐτὸν καὶ συνεχώρησεν ἔχειν τἀργύριον, ἀναμνησθεὶς ὅτι Φιλίππου προσμαχομένου Περίνθῳ βέλει πληγεὶς εἰς τὸν ὀφθαλμὸν οὐ παρέσχεν οὐδ´ ὑπέμεινεν ἐξαιρεθῆναι τὸ βέλος αὑτοῦ πρὶν ἢ τρέψασθαι τοὺς πολεμίους. Ἀντιγένης δὲ τοῖς ἀποπεμφθεῖσιν εἰς Μακεδονίαν διὰ νόσον καὶ πήρωσιν ἀναμίξας ἑαυτὸν καὶ ἀπογραψάμενος, ὡς ἐλήφθη μηδὲν κακὸν ἔχων, ἀλλὰ προσποιούμενος ἀρρωστίαν τινά, ἀνὴρ πολεμικὸς καὶ τραυμάτων τὸ σῶμα μεστὸς ὀφθεὶς ἠνίασε τὸν Ἀλέξανδρον· πυνθανομένου δὲ τὴν αἰτίαν ὡμολόγησε Τελεσίππας ἐρᾶν καὶ συνακολουθεῖν ἐπὶ θάλασσαν ἀπιούσῃ μὴ δυνάμενος ἀπολειφθῆναι.«Καὶ τίνος» ἔφη «τὸ γύναιόν ἐστιν» ὁ Ἀλέξανδρος «καὶ πρὸς τίνα δεῖ διαλέγεσθαι;»
τοῦ δ´ Ἀντιγένους εἰπόντος ὡς ἐλευθέρα ἐστίν,«Οὐκοῦν» εἶπε «πείθωμεν αὐτὴν καταμένειν, ἐπαγγελλόμενοι καὶ διδόντες.»
Οὕτω παντὶ μᾶλλον ἐρῶντι συγγνώμην εἶχεν ἢ αὑτῷ. Καὶ μὴν καὶ Φιλώτας ὁ Παρμενίωνος τροφόν τινα τῶν κακῶν ἔσχε τὴν ἀκρασίαν. Ἀντιγόνα γὰρ ἦν Πελλαῖον γύναιον ἐν τοῖς περὶ Δαμασκὸν αἰχμαλώτοις, ἡλώκει δ´ ὑπ´ Αὐτοφραδάτου πρότερον εἰς Σαμοθρᾴκην διαπλεύσασα, τὴν δ´ ὄψιν ἦν ἱκανή, καὶ τὸν Φιλώταν ἁψάμενον αὐτῆς εἶχε μάλα. Καὶ δὴ ὁ σιδάρεος ἔκ τινος πεπαινόμενος οὐκ ἐκράτει τῶν λογισμῶν ἐν ταῖς ἡδοναῖς, ἀλλ´ ἀνοιγόμενος ἐξέφερε πολλὰ τῶν ἀπορρήτων πρὸς αὐτήν.«Τί γὰρ ἦν ἐκεῖνος ὁ Φίλιππος, εἰ μὴ Παρμενίων; τί δ´ Ἀλέξανδρος οὗτος, εἰ μὴ Φιλώτας; ποῦ δ´ ὁ Ἄμμων, ποῦ δ´ οἱ δράκοντες, ἂν ἡμεῖς μὴ θέλωμεν;»
Τούτους τοὺς λόγους ἡ Ἀντιγόνα πρός τινα τῶν συνήθων ἐξήνεγκε γυναικῶν, ἐκείνη δὲ πρὸς Κρατερόν· Κρατερὸς δὲ πρὸς Ἀλέξανδρον αὐτὴν εἰσήγαγε τὴν Ἀντιγόναν κρύφα, καὶ τοῦ μὲν σώματος οὐκ ἔθιγεν ἀλλ´ ἀπέσχετο· τὸν δὲ Φιλώταν ὑποικουρῶν δι´ αὐτῆς ὅλον ἐφώρασε, καὶ πλέον ἢ ἑπτὰ ἐτῶν διαγενομένων, οὐκ ἐν οἴνῳ ποτὲ τὴν ὑπόνοιαν ταύτην ἐξέφηνεν ὁ μεθύων, οὐ δι´ ὀργὴν ὁ θυμοειδής, οὐ πρὸς φίλον ὁ πάντα πιστεύων Ἡφαιστίωνι καὶ πάντων μεταδιδούς. Λέγεται γὰρ ὅτι καὶ τῆς μητρὸς ἀπόρρητον ἐπιστολὴν λύσαντος αὐτοῦ καὶ σιωπῇ πρὸς ἑαυτὸν ἀναγινώσκοντος, Ἡφαιστίων ἀτρέμα παραβάλλων τὴν κεφαλὴν συνανεγίνωσκεν· ὁ δὲ κωλῦσαι μὲν οὐχ ὑπέμεινεν, ἐξελὼν δὲ τὸν δακτύλιον προσέθηκε τὴν σφραγῖδα τῷ στόματι τοῦ Ἡφαιστίωνος.
VIII. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἄν τις ἀπείποι λέγων, οἷς ἀποδείκνυται κάλλιστα καὶ βασιλικώτατα τὴν ἐξουσίαν διατιθέμενος. Καὶ γὰρ εἰ διὰ Τύχην μέγας γέγονε, μείζων ἐστίν, ὅτι τῇ Τύχῃ καλῶς κέχρηται· καὶ ὅσῳ τις ἂν μᾶλλον αὐτοῦ τὴν Τύχην ἐπαινῇ, τοσούτῳ μᾶλλον αὔξει τὴν ἀρετήν, δι´ ἣν ἄξιος τῆς Τύχης ἐγένετο. Οὐ μὴν ἀλλ´ ἤδη πρὸς τὰ πρῶτα τῆς αὐξήσεως αὐτοῦ καὶ τὰς ἀρχὰς τῆς δυνάμεως βαδίζω, καὶ σκοπῶ τί τὸ τῆς Τύχης ἔργον ἐν ἐκείνοις γέγονε, δι´ ὅ φασιν Ἀλέξανδρον ὑπὸ τῆς Τύχης μέγαν γεγονέναι. Πῶς γὰρ οὐχί; τὸν ἄτρωτον, ὦ Ζεῦ, τὸν ἀναίμακτον, τὸν ἀστράτευτον, ὃν χρεμετίσας ἵππος εἰς τὸν Κύρου θρόνον ἐκάθισεν, ὡς Δαρεῖον τὸν Ὑστάσπου πρότερον, ἢ κολακευθεὶς ἀνὴρ ὑπὸ τῆς γυναικός, ὡς Ξέρξην Δαρεῖος ὑπ´ Ἀτόσσης; ἐπὶ θύρας αὐτῷ τὸ διάδημα τῆς Ἀσίας ἦλθεν, ὥσπερ Ὀάρσῃ διὰ Βαγώαν, καὶ στολὴν ἐκδυσάμενος ἀστάνδου περιέθετο τὴν βασιλικὴν καὶ ὀρθοπαγῆ κίταριν; ἐξαίφνης καὶ ἀπροσδοκήτως κλήρῳ λαχὼν τῆς οἰκουμένης ἐβασίλευσεν, ὡς Ἀθήνησι κλήρῳ θεσμοθετοῦσι καὶ ἄρχουσι; βούλει μαθεῖν, πῶς βασιλεύουσιν ἄνθρωποι διὰ Τύχην; ἐξέλιπέ ποτ´ Ἀργείοις τὸ Ἡρακλειδῶν γένος, ἐξ οὗ βασιλεύεσθαι πάτριον ἦν αὐτοῖς· ζητοῦσι δὲ καὶ διαπυνθανομένοις ὁ θεὸς ἔχρησεν ἀετὸν δείξειν· καὶ μεθ´ ἡμέρας ὀλίγας ἀετὸς ὑπερφανεὶς καὶ κατάρας ἐπὶ τὴν Αἴγωνος οἰκίαν ἐκάθισε, καὶ βασιλεὺς ᾑρέθη Αἴγων. Πάλιν ἐν Πάφῳ, τοῦ βασιλεύοντος ἀδίκου καὶ πονηροῦ φανέντος, ἐκβαλὼν τοῦτον Ἀλέξανδρος ἕτερον ἐζήτει, τοῦ Κινυραδῶν γένους ἤδη φθίνειν καὶ ἀπολείπειν δοκοῦντος. Ἕνα δ´ οὖν ἔφασαν περιεῖναι πένητα καὶ ἄδοξον ἄνθρωπον ἐν κήπῳ τινὶ παρημελημένως διατρεφόμενον. Ἐπὶ τοῦτον οἱ πεμφθέντες ἧκον, εὑρέθη δὲ πρασιαῖς ὕδωρ ἐπαντλῶν· καὶ διεταράχθη τῶν στρατιωτῶν ἐπιλαμβανομένων αὐτοῦ καὶ βαδίζειν κελευόντων. Ἀχθεὶς δὲ πρὸς Ἀλέξανδρον ἐν εὐτελεῖ σινδονίσκῃ βασιλεὺς ἀνηγορεύθη καὶ πορφύραν ἔλαβε καὶ εἷς ἦν τῶν ἑταίρων προσαγορευομένων· ἐκαλεῖτο δ´ Ἀβδαλώνυμος. Οὕτως αἱ τύχαι ποιοῦσι βασιλεῖς, μεταμφιάζουσι, μεταγράφουσι ταχύ, ῥᾳδίως, μὴ προσδεχομένους μηδ´ ἐλπίζοντας.
IX. Ἀλεξάνδρῳ δὲ τί παρ´ ἀξίαν, τί ἀνιδρωτί, τί ἀναιμωτί, τί προῖκα, τί μὴ πονήσαντι τῶν μεγάλων; αἵματι κεκραμένους ποταμοὺς ἔπιε καὶ νεκροῖς γεγεφυρωμένους διέβη, καὶ πόαν ἔφαγε διὰ λιμὸν ἣν πρώτην εἶδε, καὶ βάθεσι χιόνων κατακεχωσμένα ἔθνη καὶ πόλεις ὑπὸ γῆν δεδυκυίας ἐξώρυξε, καὶ θάλατταν μαχομένην ἔπλευσε, καὶ θῖνας ἀνύδρους τὰς Γεδρωσίων καὶ Ἀραχωσίων ὁδεύων ἐν θαλάσσῃ πρότερον ἢ ἐν γῇ φυτὸν εἶδεν. Εἰ γὰρ ἦν ὡς πρὸς ἄνθρωπον ἀγαγεῖν Παρρησίαν ὑπὲρ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὴν Τύχην, οὐκ ἂν εἶπε«Ποῦ σὺ καὶ πότε ταῖς Ἀλεξάνδρου πράξεσιν ὁδὸν ἔδωκας; ποίαν πέτραν ἀναιμωτὶ διὰ σὲ εἷλε; ποίαν πόλιν ἀφρούρητον αὐτῷ παρέδωκας ἢ ποίαν ἄνοπλον φάλαγγα; τίς εὑρέθη βασιλεὺς ῥᾴθυμος ἢ στρατηγὸς ἀμελὴς ἢ κοιμώμενος πυλωρός; ἀλλ´ οὐδ´ εὔβατος ποταμὸς οὐδὲ χειμὼν μέτριος οὐδὲ θέρος ἄλυπον. Ἄπιθι πρὸς Ἀντίοχον τὸν Σελεύκου, πρὸς Ἀρτοξέρξην τὸν Κύρου ἀδελφόν· ἄπελθε πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Φιλάδελφον. Ἐκείνους ζῶντες οἱ πατέρες βασιλεῖς ἀνηγόρευσαν, ἐκεῖνοι μάχας ἀδακρύτους ἐνίκων, ἐκεῖνοι πανηγυρίζοντες ἐν πομπαῖς καὶ θεάτροις διετέλεσαν, ἐκείνων ἕκαστος δι´ εὐτυχίαν βασιλεύων ἐγήρασεν. Ἀλεξάνδρου δ´ εἰ μηδὲν ἄλλο, τὸ σῶμ´ ἰδοῦ κατατετρωμένον· ἐξ ἄκρας κεφαλῆς ἄχρι ποδῶν διακέκοπται καὶ περιτέθλασται τυπτόμενον ὑπὸ τῶν πολεμίων«ἔγχεΐ τ´ ἄορί τε μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν·»ἐπὶ Γρανίκου ξίφει διακοπεὶς τὸ κράνος ἄχρι τῶν τριχῶν, ἐν Γάζῃ βέλει πληγεὶς τὸν ὦμον, ἐν Μαρακάνδοις τοξεύματι τὴν κνήμην ὥστε τῆς κερκίδος τὸ ὀστέον ἀποκλασθὲν ὑπὸ τῆς πληγῆς ἐξαλέγθαι· περὶ τὴν Ὑρκανίαν λίθῳ τὸν τράχηλον, ἐξ οὗ καὶ τὰς ὄψεις ἀμαυρωθεὶς ἐφ´ ἡμέρας πολλὰς ἐν φόβῳ πηρώσεως ἐγένετο· πρὸς Ἀσσακάνοις Ἰνδικῷ βέλει τὸ σφυρόν, ὅτε καὶ πρὸς τοὺς κόλακας εἶπεν ἐπιμειδιάσας«τουτὶ μὲν αἷμα, οὐκἰχώρ, οἷός πέρ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν·»ἐν Ἰσσῷ ξίφει τὸν μηρόν, ὡς Χάρης φησίν, ὑπὸ Δαρείου τοῦ βασιλέως εἰς χεῖρας αὐτῷ συνδραμόντος· αὐτὸς δ´ Ἀλέξανδρος ἁπλῶς γράφων καὶ μετὰ πάσης ἀληθείας πρὸς Ἀντίπατρον«Συνέβη δέ μοι» φησί «καὶ αὐτῷ ἐγχειριδίῳ πληγῆναι εἰς τὸν μηρόν· ἀλλ´ οὐδὲν ἄτοπον οὔτε παραχρῆμα οὔθ´ ὕστερον ἐκ τῆς πληγῆς ἀπήντησεν.»Ἐν Μαλλοῖς τοξεύματι διπήχει διὰ τοῦ θώρακος εἰς τὸ στῆθος· ὑ- - - πελάσας ἔλαβε κατὰ τοῦ αὐχένος, ὡς Ἀριστόβουλος ἱστόρηκε. Διαβὰς δὲ τὸν Τάναϊν ἐπὶ τοὺς Σκύθας καὶ τρεψάμενος, ἐδίωξεν ἵππῳ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν σταδίους, ὑπὸ διαρροίας ἐνοχλούμενος.»
X. Εὖγ´, ὦ Τύχη, τὸν Ἀλέξανδρον αὔξεις καὶ μέγαν ποιεῖς, διορύττουσα πανταχόθεν, ὑπερείπουσα, πᾶν μέρος ἀνοίγουσα τοῦ σώματος· οὐχ ὥσπερ ἡ Ἀθηνᾶ πρὸ τοῦ Μενελάου τὸ βέλος εἰς τὰ καρτερώτατα τῶν ὅπλων ὑπάγουσα θώρακι καὶ μίτρᾳ καὶ ζωστῆρι τῆς πληγῆς τὸν τόνον ἀφεῖλε θιγούσης τοῦ σώματος, ὅσον αἵματι πρόφασιν ῥυῆναι, ἀλλὰ γυμνὰ παρέχουσα τοῖς βέλεσι τὰ καίρια, καὶ δι´ ὀστέων ἐλαύνουσα τὰς πληγάς, καὶ περιτρέχουσα κύκλῳ τὸ σῶμα, καὶ πολιορκοῦσα τὰς ὄψεις, τὰς βάσεις, ἐμποδίζουσα τὰς διώξεις, περισπῶσα τὰς νίκας, ἀνατρέπουσα τὰς ἐλπίδας». Ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς βαρυτέρᾳ δοκεῖ κεχρῆσθαι Τύχῃ τῶν βασιλέων, καίτοι πολλοῖς ἐνέπεσε σκληρὰ καὶ βάσκανος· ἀλλ´ ὡς σκηπτὸς ἀπέκοψε τοὺς ἄλλους καὶ διέφθειρε, πρὸς δ´ Ἀλέξανδρον αὐτῆς τὸ δυσμενὲς γέγονε φιλόνεικον καὶ δύσερι καὶ δυσεκβίαστον, ὥσπερ πρὸς τὸν Ἡρακλέα. Ποίους γὰρ Τυφῶνας ἢ πελωρίους γίγαντας οὐκ ἀνέστησεν ἀνταγωνιστὰς ἐπ´ αὐτόν; ἢ τίνας οὐκ ὠχύρωσε τῶν πολεμίων πλήθεσιν ὅπλων ἢ βάθεσι ποταμῶν ἢ τραχύτησι κρημνῶν ἢ θηρίων ἀλκαῖς ἀλλοφύλων; εἰ δὲ μὴ μέγ´ ἦν τὸ Ἀλεξάνδρου φρόνημα μηδ´ ἀπ´ ἀρετῆς ὁρμώμενον μεγάλης ἐξανέφερε καὶ διηρείδετο πρὸς τὴν Τύχην, οὐκ ἂν ἔκαμε καὶ ἀπηγόρευσε παραταττόμενος ἐξοπλιζόμενος πολιορκῶν διώκων Βάκτρα Μαράκανδα Σογδιανούς, μετακαλούμενος ἀποστάσεσι μυρίαις, ἀποτροπαῖς σκιρτήσεσιν ἐθνῶν, βασιλέων ἀφηνιασμοῖς, ἐν ἔθνεσιν ἀπίστοις καὶ ἐπιβούλοις ὕδραν τέμνων ἀεί τισι πολέμοις ἐπιβλαστάνουσαν;
XI. Ἄτοπόν τι δόξω λέγειν, ἐρῶ δ´ ἀληθές· μικροῦ διὰ τὴν Τύχην Ἀλέξανδρος ἀπώλεσε τὸ δοκεῖν Ἄμμωνος εἶναι. Τίς γὰρ ἐκ θεῶν γεγονὼς ἐπισφαλεῖς οὕτω καὶ πολυπόνους καὶ τλήμονας ἐξεμόχθησεν ἄθλους πλὴν ὁ Διὸς Ἡρακλῆς; ἀλλ´ ἐκείνῳ μὲν εἷς ἀνὴρ ὑβριστὴς ἐπέταττε λέοντας αἱρεῖν καὶ κάπρους διώκειν καὶ σοβεῖν ὄρνιθας, ἵνα μὴ σχολάζῃ τοῖς μείζοσι περιιών, Ἀνταίους κολάζειν καὶ Βουσίριδας παύειν μιαιφονοῦντας· Ἀλεξάνδρῳ δ´ ἐπέταττε μὲν ἡ Ἀρετὴ τὸν βασιλικὸν καὶ θεῖον ἆθλον, οὗ τέλος ἦν οὐ χρυσὸς ὑπὸ μυρίων καμήλων παρακομιζόμενος οὐδὲ τρυφαὶ Μηδικαὶ καὶ τράπεζαι καὶ γυναῖκες οὐδὲ Χαλυβώνιος οἶνος οὐδ´ Ὑρκανικοὶ ἰχθύες, ἀλλ´ ἑνὶ κόσμῳ κοσμήσαντα πάντας ἀνθρώπους μιᾶς ὑπηκόους ἡγεμονίας καὶ μιᾶς ἐθάδας διαίτης καταστῆσαι. Τοῦτον ἐκ παιδὸς ἔμφυτον ἔχων ἔρωτα συντρεφόμενον καὶ συναυξανόμενον, ὡς ἀφίκοντο πρέσβεις παρὰ τοῦ Περσῶν βασιλέως πρὸς Φίλιππον, ὁ δ´ οὐκ ἔνδημος ἦν, φιλοφρονούμενος καὶ ξενίζων αὐτοὺς Ἀλέξανδρος οὐδὲν ἠρώτα παιδικόν, οἷον οἱ ἄλλοι, περὶ τῆς χρυσῆς ἀναδενδράδος ἢ τῶν κρεμαστῶν κήπων ἢ πῶς ὁ βασιλεὺς κεκόσμηται, ἀλλ´ ὅλος ἐν τοῖς κυριωτάτοις ἦν τῆς ἡγεμονίας, διαπυνθανόμενος πόση δύναμις ἡ Περσῶν, ποῦ τεταγμένος βασιλεὺς ἐν ταῖς μάχαις διαγωνίζεται (καθάπερ Ὀδυσσεὺς ἐκεῖνος«ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται ἀρήια, ποῦ δέ οἱ ἵπποι;»
τίνες ὁδοὶ βραχύταται τοῖς ἄνω πορευομένοις ἀπὸ θαλάττης· ὥστε τοὺς ξένους ἐκπεπλῆχθαι καὶ λέγειν ὡς «ὁ παῖς οὗτος βασιλεὺς μέγας, ὁ δ´ ἡμέτερος πλούσιος». Ἐπεὶ δὲ Φιλίππου τελευτήσαντος ὥρμητο διαβαλεῖν καὶ ταῖς ἐλπίσιν ἤδη καὶ ταῖς παρασκευαῖς ἐμπεφυκὼς ἔσπευδεν ἅψασθαι τῆς Ἀσίας, ἐνίστατο δὴ ἡ Τύχη καὶ ἀπέστρεφε καὶ ἀνθεῖλκεν ὀπίσω καὶ μυρίας περιέβαλλεν ἀσχολίας καὶ διατριβὰς ἐπιλαμβανομένη· ἣ πρῶτον αὐτῷ τὰ βαρβαρικὰ τῶν προσοίκων διετάραξεν, Ἰλλυρικοὺς καὶ Τριβαλλικοὺς μηχανωμένη πολέμους· οἷς μέχρι Σκυθίας τῆς παρ´ Ἴστρον ἀποσπασθεὶς ἀπὸ τῶν ἄνω πράξεων καὶ περιδραμὼν καὶ κατεργασάμενος πάντα κινδύνοις καὶ ἀγῶσι μεγάλοις, αὖθις ὥρμητο καὶ ἔσπευδε πρὸς τὴν διάβασιν {πάλιν}· ἡ δὲ πάλιν αὐτῷ τὰς Θήβας ἐνέσεισε καὶ πόλεμον Ἑλληνικὸν ἐμποδὼν κατέβαλε, καὶ δεινὴν πρὸς ἄνδρας ὁμοφύλους καὶ συγγενεῖς διὰ φόνου καὶ σιδήρου καὶ πυρὸς ἀνάγκην ἀμύνης, ἀτερπέστατον τέλος ἔχουσαν. Ἐκ τούτου διέβαινεν, ὡς μὲν Φύλαρχός φησιν, ἡμερῶν τριάκοντ´ ἔχων ἐφόδιον, ὡς δ´ Ἀριστόβουλος, ἑβδομήκοντα τάλαντα· τῶν δ´ οἴκοι κτημάτων καὶ προσόδων βασιλικῶν διένειμε τὰς πλείστας τοῖς ἑταίροις, μόνος δὲ Περδίκκας οὐδὲν ἔλαβε διδόντος, ἀλλ´ ἠρώτησε«σαυτῷ δὲ τί καταλείπεις, Ἀλέξανδρε;»
τοῦ δ´ εἰπόντος ὅτι«τὰς ἐλπίδας,»«οὐκοῦν» ἔφη «καὶ ἡμεῖς τούτων μεθέξομεν· οὐ γὰρ δίκαιον τὰ σὰ λαμβάνειν ἀλλὰ τὰ Δαρείου περιμένειν.»
XII. Τίνες οὖν ἦσαν αἱ ἐλπίδες, ἐφ´ αἷς διέβαινεν εἰς Ἀσίαν Ἀλέξανδρος; οὐ τείχεσι πόλεων μυριάνδρων ἐκμετρουμένη δύναμις οὐδὲ στόλοι δι´ ὀρῶν πλέοντες, οὐδὲ μάστιγες οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια θαλάσσης, ἀλλὰ τὰ μὲν ἐκτὸς ἐν ὀλίγοις ὅπλοις φιλοτιμία πολλὴ καὶ ζῆλος ἡλικίας παραλλήλου καὶ ἅμιλλα περὶ δόξης καὶ ἀρετῆς ἑταίρων· αὐτὸς δ´ εἶχεν ἐν ἑαυτῷ τὰς μεγάλας ἐλπίδας, εὐσέβειαν περὶ θεοὺς πίστιν πρὸς φίλους, εὐτέλειαν ἐγκράτειαν εὐποιίαν, ἀφοβίαν πρὸς θάνατον εὐψυχίαν, φιλανθρωπίαν ὁμιλίαν εὐάρμοστον, ἀψευδὲς ἦθος εὐστάθειαν ἐν βουλαῖς τάχος ἐν πράξεσιν, ἔρωτα δόξης προαίρεσιν ἐν τῷ καλῷ τελεσιουργόν. Ὅμηρος μὲν γὰρ οὐ πρεπόντως οὐδὲ πιθανῶς τὸ Ἀγαμέμνονος κάλλος ἐκ τριῶν συνήρμοσεν εἰκόνων ὁμοιώσας,«Ὄμματα καὶ κεφαλὴν ἴκελος Διὶ τερπικεραύνῳ,Ἄρεϊ δὲ ζώνην, στέρνον δὲ Ποσειδάωνι.»
Τὴν δ´ Ἀλεξάνδρου φύσιν, εἴπερ ἐκ πολλῶν συνήρμοσε καὶ συνέθηκεν ἀρετῶν ὁ γεννήσας θεός, ἆρ´ οὐκ ἂν εἴποιμεν ἔχειν φρόνημα μὲν τὸ Κύρου, σωφροσύνην δὲ τὴν Ἀγησιλάου, σύνεσιν δὲ τὴν Θεμιστοκλέους, ἐμπειρίαν δὲ τὴν Φιλίππου, τόλμαν δὲ τὴν Βρασίδου, δεινότητα δὲ καὶ πολιτείαν τὴν Περικλέους; τῶν δ´ ἔτι παλαιοτέρων σωφρονέστερος μὲν Ἀγαμέμνονος· ὁ μὲν γὰρ προύκρινε τῆς γαμετῆς τὴν αἰχμάλωτον, ὁ δὲ καὶ πρὶν ἢ γῆμαι τῶν ἁλισκομένων ἀπείχετο. Μεγαλοψυχότερος δ´ Ἀχιλλέως· ὁ μὲν γὰρ χρημάτων ὀλίγων τὸν Ἕκτορος νεκρὸν ἀπελύτρωσεν, ὁ δὲ πολλοῖς χρήμασι Δαρεῖον ἔθαψε· καὶ ὁ μὲν παρὰ τῶν φίλων δῶρα καὶ μισθὸν ἀντὶ τῆς ὀργῆς διαλλαγεὶς ἔλαβεν, ὁ δὲ τοὺς πολεμίους κρατῶν ἐπλούτιζεν. Εὐσεβέστερος δὲ Διομήδους· ὁ μὲν γὰρ μάχεσθαι θεοῖς ἦν ἕτοιμος, ὁ δὲ πάντα τοὺς θεοὺς ἐνόμιζε κατορθοῦν. Ποθεινότερος δὲ τοῖς προσήκουσιν Ὀδυσσέως· ἐκείνου μὲν γὰρ ἡ τεκοῦσα διὰ λύπην ἀπέθανε, τούτῳ δ´ ἡ τοῦ πολεμίου μήτηρ ὑπ´ εὐνοίας συναπέθανε.
Τὸ δ´ ὅλον, εἰ μὲν καὶ Σόλων διὰ Τύχην ἐπολιτεύσατο καὶ Μιλτιάδης διὰ Τύχην ἐστρατήγησε καὶ Ἀριστείδης ἀπὸ Τύχης ἦν δίκαιος, οὐδὲν ἄρα τῆς Ἀρετῆς ἔργον ἐστίν, ἀλλ´ ὄνομα τοῦτο καὶ λόγος ἔχων δόξαν ἄλλως διέξεισι τοῦ βίου, πλαττόμενος ὑπὸ τῶν σοφιστῶν καὶ τῶν νομοθετῶν. Εἰ δὲ τούτων καὶ τῶν ὁμοίων ἀνδρῶν ἕκαστος πένης μὲν ἢ πλούσιος ἢ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρὸς ἢ ἄμορφος ἢ καλὸς ἢ εὔγηρως ἢ ὠκύμορος διὰ τύχην γέγονε, μέγαν δὲ στρατηγὸν καὶ μέγαν νομοθέτην καὶ μέγαν ἐν ἀρχαῖς καὶ πολιτείαις ἕκαστος ἑαυτὸν ἀρετῇ καὶ λόγῳ παρέσχηκε, φέρε θεῶ τὸν Ἀλέξανδρον ἅπασι παραβάλλων. Σόλων χρεῶν ἀποκοπὴν ἐν Ἀθήναις ἐποίησε, σεισάχθειαν προσαγορεύσας· Ἀλέξανδρος δὲ τὰ χρέα τοῖς δανείσασιν ὑπὲρ τῶν ὀφειλόντων αὐτὸς ἐξέτισε. Περικλῆς φορολογήσας τοὺς Ἕλληνας ἐκ τῶν χρημάτων ἐκόσμησεν ἱεροῖς τὴν ἀκρόπολιν· Ἀλέξανδρος δὲ τὰ τῶν Βαρβάρων χρήματα λαβὼν ἔπεμψεν εἰς τὴν Ἑλλάδα, ναοὺς τοῖς θεοῖς ἀπὸ μυρίων ταλάντων οἰκοδομῆσαι κελεύσας. Βρασίδαν ἐν τῇ Ἑλλάδι περιβόητον ἐποίησε τὸ πρὸς Μεθώνῃ διαδραμεῖν τὸ στρατόπεδον τῶν πολεμίων βαλλόμενον παρὰ τὴν θάλασσαν· Ἀλεξάνδρου δ´ ἐν Ὀξυδράκαις τὸ δεινὸν ἐκεῖνο πήδημα καὶ ἄπιστον ἀκούουσι καὶ θεωμένοις φοβερόν, ἐκ τειχῶν ἀφέντος ἑαυτὸν εἰς τοὺς πολεμίους δόρασι καὶ βέλεσι καὶ ξίφεσι γυμνοῖς ἐκδεχομένους, τίνι ἄν τις εἰκάσειεν ἢ πυρὶ κεραυνίῳ ῥαγέντι καὶ φερομένῳ μετὰ πνεύματος, οἷον ἐπὶ γῆν κατέσκηψε «φάσμα Φοίβου φλογοειδέσιν ὅπλοις» περιλαμπόμενον; οἱ δὲ τὸ πρῶτον ἐκπλαγέντες ἅμα φρίκῃ διέτρεσαν καὶ ἀνεχώρησαν, εἶθ´ ὡς ἑώρων ἄνθρωπον ἕνα πολλοῖς ἐπιφερόμενον, ἀντέστησαν. Ἐνταῦθ´ ἄρ´ ἡ Τύχη μεγάλα καὶ λαμπρὰ διέφηνεν ἔργα τῆς πρὸς Ἀλέξανδρον εὐμενείας, ὅτ´ αὐτὸν μὲν εἰς χωρίον ἄσημον καὶ βάρβαρον ἐμβαλοῦσα κατέκλεισε καὶ περιετείχισε, τοὺς δ´ ὑπὸ σπουδῆς ἐπιβοηθοῦντας ἔξωθεν καὶ τῶν τειχῶν ἐφιεμένους, κλάσασα καὶ συντρίψασα τὰς κλίμακας, ὑπεσκέλισε καὶ κατεκρήμνισε. Τριῶν δ´ οἵπερ ἔφθησαν μόνοι τοῦ τείχους λαβέσθαι καὶ καθέντες ἑαυτοὺς παραστῆναι τῷ βασιλεῖ, τὸν μὲν εὐθὺς ἀνήρπασε καὶ προανεῖλεν, ὁ δὲ τοξεύμασι πολλοῖς διαπεπαρμένος, ὅσον ὁρᾶν καὶ συναισθάνεσθαι μόνον ἀπεῖχε τοῦ τεθνάναι· κεναὶ δ´ ἔξωθεν προσδρομαὶ καὶ ἀλαλαγμοὶ Μακεδόνων, οὐ μηχανῆς τινος οὐκ ὀργάνων παρόντων, ἀλλ´ ὑπὸ σπουδῆς ξίφεσι τυπτόντων τὰ τείχη καὶ χερσὶ γυμναῖς περιρρῆξαι καὶ μονονοὺ διαφαγεῖν βιαζομένων. Ὁ δ´ εὐτυχὴς βασιλεὺς καὶ ὑπὸ τῆς Τύχης φυλαττόμενος ἀεὶ καὶ δορυφορούμενος, ὥσπερ θηρίον ἄρκυσιν ἐνσχεθείς, ἔρημος καὶ ἀβοήθητος, οὐχ ὑπὲρ Σούσων οὐδὲ Βαβυλῶνος οὐδὲ τοῦ Βάκτρα λαβεῖν οὐδὲ τοῦ μεγάλου Πώρου κρατῆσαι· τοῖς γὰρ ἐνδόξοις καὶ μεγάλοις ἀγῶσι, κἂν δυστυχῶνται, τὸ γοῦν αἰσχρὸν οὐ πρόσεστιν. Ἀλλ´ οὕτω δύσερις ἦν καὶ βάσκανος ἡ Τύχη καὶ φιλοβάρβαρος καὶ μισαλέξανδρος, ὥστε μὴ τὸ σῶμα μόνον αὐτοῦ μηδὲ τὸν βίον, ἀλλὰ καὶ τὴν δόξαν ἀνελεῖν ὅσον ἐφ´ ἑαυτῇ καὶ διαφθεῖραι τὴν εὔκλειαν. Οὐ γὰρ παρ´ Εὐφράτην Ἀλέξανδρον ἢ Ὑδάσπην πεσόντα κεῖσθαι δεινὸν ἦν, οὐδ´ ἀγεννὲς ἐν χερσὶ Δαρείου γενόμενον καὶ ἵπποις καὶ ξίφεσι καὶ κοπίσι Περσῶν ἀμυνομένων ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ἀποθανεῖν· οὐδὲ τῶν Βαβυλῶνος ἐπιβαίνοντα τειχῶν σφαλῆναι καὶ πεσεῖν ἀπ´ ἐλπίδος μεγάλης. Οὕτω Πελοπίδας καὶ Ἐπαμεινώνδας· ἀρετῆς ὁ τούτων θάνατος ἦν, οὐ δυστυχίας ἐπὶ τηλικούτοις. Τῆς δὲ νῦν ἐξεταζομένης Τύχης οἷον τὸ ἔργον, ἐν ἐσχατιᾷ βαρβάρου παραποταμίας καὶ τείχεσιν ἀδόξου πολίχνης περιβαλούσης καὶ ἀποκρυψάσης τὸν τῆς οἰκουμένης βασιλέα καὶ κύριον ὅπλοις ἀτίμοις καὶ σκεύεσι τοῖς παρατυχοῦσι τυπτόμενον καὶ βαλλόμενον ἀπολέσθαι. Καὶ γὰρ κοπίδι τὴν κεφαλὴν διὰ τοῦ κράνους ἐπλήγη, καὶ βέλει τις ἀπὸ τόξου τὸν θώρακα διέκοψεν, οὗ τοῖς περὶ τὸν μαστὸν ἐνερεισθέντος ὀστέοις καὶ καταπαγέντος ὁ μὲν καυλὸς ἐξεῖχε βαρύνων, τῆς δ´ ἀκίδος ὁ σίδηρος τεσσάρων δακτύλων εὖρος ἔσχε καὶ πέντε μῆκος. Ἔσχατον δὲ τῶν δεινῶν, ὁ μὲν ἠμύνετο τοὺς κατὰ στόμα καὶ τὸν βαλόντα καὶ πελάσαι τολμήσαντα μετὰ ξίφους αὐτὸς τῷ ἐγχειριδίῳ φθάσας κατέβαλε καὶ ἀπέκτεινεν· ἐν τούτῳ δέ τις δραμὼν ἐκ μυλῶνος ὑπέρῳ κατὰ τοῦ αὐχένος ὄπισθεν πληγὴν κατήνεγκεν, ἣ συνέχεε τὴν αἴσθησιν αὐτοῦ σκοτωθέντος· ἡ δ´ Ἀρετὴ παρῆν, θάρσος μὲν αὐτῷ ῥώμην δὲ καὶ σπουδὴν τοῖς περὶ αὐτὸν ἐμποιοῦσα. Λιμναῖοι γὰρ καὶ Πτολεμαῖοι καὶ Λεοννάτοι, καὶ ὅσοι τὸ τεῖχος ὑπερκαταβάντες ἢ ῥήξαντες ἔστησαν πρὸ αὐτοῦ, τεῖχος ἀρετῆς ἦσαν, εὐνοίᾳ καὶ φιλίᾳ τοῦ βασιλέως τὰ σώματα καὶ τὰ πρόσωπα καὶ τὰς ψυχὰς προβαλλόμενοι. Οὐ γὰρ διὰ Τύχην ἀγαθῶν βασιλέων ἑταῖροι προαποθνήσκουσιν ἑκουσίως καὶ προκινδυνεύουσιν, ἀλλ´ ἔρωτι τῆς Ἀρετῆς ὥσπερ ὑπὸ φίλτρων μέλιτται τῷ ἄρχοντι προσέχονται καὶ προσπεφύκασι. Τίς οὖν οὐκ ἂν εἴποι τότε παρὼν ἀκίνδυνος θεατής, ὅτι Τύχης μέγαν ἀγῶνα κατ´ Ἀρετῆς θεᾶται, καὶ τὸ μὲν βάρβαρον παρ´ ἀξίαν ἐπικρατεῖ διὰ Τύχην, τὸ δ´ Ἑλληνικὸν ἀντέχει παρὰ δύναμιν δι´ Ἀρετήν, κἂν μὲν ἐκεῖνοι περιγένωνται, Τύχης καὶ δαίμονος φθονεροῦ καὶ νεμέσεως ἔσται τὸ ἔργον· ἂν δ´ οὗτοι κρατήσωσιν, Ἀρετὴ καὶ τόλμα καὶ φιλία καὶ πίστις ἐξοίσεται τὸ νικητήριον; ταῦτα γὰρ μόνα παρῆν Ἀλεξάνδρῳ, τῆς δ´ ἄλλης δυνάμεως καὶ παρασκευῆς στόλων καὶ ἵππων καὶ στρατοπέδων μέσον ἔθηκεν ἡ Τύχη τὸ τεῖχος. Ἐτρέψαντο μὲν οὖν τοὺς βαρβάρους οἱ Μακεδόνες, καὶ πεσοῦσιν αὐτοῖς ἐπικατέσκαψαν τὴν πόλιν. Ἀλεξάνδρῳ δ´ οὐδὲν ἦν ὄφελος· ἥρπαστο γὰρ μετὰ τοῦ βέλους, καὶ τὸν κάλαμον ἐν τοῖς σπλάγχνοις εἶχε, καὶ δεσμὸς ἦν αὐτῷ καὶ ἧλος τὸ τόξευμα τοῦ θώρακος πρὸς τὸ σῶμα. Καὶ σπάσαι μὲν ὥσπερ ἐκ ῥίζης τοῦ τραύματος βιαζομένοις οὐχ ὑπήκουεν ὁ σίδηρος, ἕδραν ἔχων τὰ πρὸ τῆς καρδίας στερεὰ τοῦ στήθους· ἐκπρῖσαι δὲ τοῦ δόνακος οὐκ ἐθάρρουν τὸ προῦχον, ἀλλ´ ἐφοβοῦντο, μήπως σπαραγμῷ σχιζόμενον τὸ ὀστέον ὑπερβολὰς ἀλγηδόνων παράσχῃ καὶ ῥῆξις αἵματος ἐκ βάθους γένηται. Πολλὴν δ´ ἀπορίαν καὶ διατριβὴν ὁρῶν αὐτὸς ἐπεχείρησεν ἐν χρῷ τοῦ σώματος ἀποτέμνειν τῷ ξιφιδίῳ τὸν οἰστόν· ἠτόνει δ´ ἡ χεὶρ καὶ βάρος εἶχε ναρκῶδες ὑπὸ φλεγμονῆς τοῦ τραύματος. Ἐκέλευεν οὖν ἅπτεσθαι καὶ μὴ δεδιέναι θαρρύνων τοὺς ἀτρώτους· καὶ τοῖς μὲν ἐλοιδορεῖτο κλαίουσι καὶ περιπαθοῦσι, τοὺς δὲ λιποτάκτας ἀπεκάλει, μὴ τολμῶντας αὐτῷ βοηθεῖν· ἐβόα δὲ πρὸς τοὺς ἑταίρους«Μηδεὶς ἔστω μηδ´ ὑπὲρ ἐμοῦ δειλός· ἀπιστοῦμαι μὴ φοβεῖσθαι θάνατον, εἰ τὸν ἐμὸν φοβεῖσθ´ ὑμεῖς.»