Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακεδονία καί Μ Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μακεδονία καί Μ Αλέξανδρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Κλεοπάτρα - Ἡ τελευταία Ἑλληνίδα βασίλισσα τῆς Αἰγύπτου





Ἡ Κλεοπάτρα Ζ' Φιλοπάτωρ ἔμελλε νὰ εἶναι ἡ τελευταία Φαραὼ τῆς ἑλληνιστικῆς Αἰγύπτου, πρὶν αὐτὴ μετατραπεῖ σὲ ἐπικράτεια τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.
Ἡ βασιλεία της συνέπεσε μὲ τὸ τέλος τῆς μακεδονικῆς δυναστείας στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο, δίνοντας τέλος στὴν ἑκατοντάχρονη καὶ πλέον ἡγεμονία τῶν Πτολεμαίων στὴν περιοχή.
Οἱ ἱστορίες καὶ οἱ μῦθοι γιὰ τὴ ζωὴ τῆς καλλονῆς βασίλισσας δίνουν καὶ παίρνουν, ἕνα ὡστόσο εἶναι ἀναντίρρητο: ἡ ἐπιρροὴ ποὺ ἄσκησε ἡ γοητεία καὶ ἡ προσωπικότητά της σὲ δυὸ ἀπὸ τοὺς πλέον ἰσχυροὺς ἄντρες τῆς ἐποχῆς, τοὺς πανίσχυρους Ρωμαίους Ἰούλιο Καίσαρα καὶ Μάρκο Ἀντώνιο!
Δαιμόνια τιμονιέρισσα καὶ πνεῦμα κοφτερό, ἡ Κλεοπάτρα θὰ ἐπηρέαζε καθοριστικὰ τὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Ρώμης καὶ θὰ ἔφερνε τὰ πάνω-κάτω στὴν αὐτοκρατορία.
Καὶ βέβαια θὰ ἐνσάρκωνε ὅσο ἴσως καμιὰ τὸ πρότυπο τῆς famme fatale, μὲ τὸ τραγικό της τέλος νὰ προσυπογράφει τὸ μοιραῖο τῆς ζωῆς της...


Πρῶτα χρόνια

Ἡ Κλεοπάτρα Ζ' Φιλοπάτωρ γεννιέται τὸ 69 π.Χ. ὡς κόρη τοῦ ἡγεμόνα τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαίου ΙΒ' Αὐλητῆ καὶ τῆς Κλεοπάτρας Ε' Τρύφαινας (ἀδελφῆς ἢ ξαδέλφης τοῦ ἡγεμόνα), μὲ τὸν βασιλικὸ οἶκο νὰ ἕλκει τὴν καταγωγὴ τοῦ ἀπὸ τὸ 323 π.Χ. καὶ τὸν θάνατο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ὅταν ὁ Μακεδόνας στρατηγὸς Πτολεμαῖος Α' ἀνέλαβε τὴν περιοχὴ μετὰ τὴ μοιρασιὰ τῆς ἀλεξανδρινῆς αὐτοκρατορίας. Τὸ τέλος τῶν Πτολεμαίων στὴν Αἴγυπτο θὰ λάμβανε χώρα λίγο ἀργότερα, τὸ 30 π.Χ., μὲ τὴν προσάρτηση τῆς Aegyptus στὴν παντοδύναμη ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία.
Γιὰ τὰ παιδικὰ χρόνια τῆς Κλεοπάτρας δὲν εἶναι καὶ πολλὰ γνωστά, μεγάλωσε ὅμως σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ τὸ βασίλειο τῆς Αἰγύπτου εἶχε παρακμάσει, μὲ τὴν κυβερνητικὴ διαφθορὰ καὶ τὸν ἐκφυλισμὸ νὰ ἐπικρατοῦν, συγκεντρώνοντας τὴ δυσαρέσκεια τῶν ὑπηκόων. Ταυτοχρόνως, ἡ Αἴγυπτος εἶχε ἀπολέσει τὴν παλιά της αἴγλη, χάνοντας ἐδάφη (Συρία, Κύπρος, Κυρήνη) καὶ γινόμενη ἕρμαιο ἐπιδρομῶν καὶ ρωμαϊκῶν ἐπεμβάσεων στὸ ἐσωτερικό της, κάνοντάς τὴ νὰ μοιάζει ἤδη μὲ ἀνεπίσημη ρωμαϊκὴ ἐπαρχία.
To 51 π.Χ., μὲ τὸν θάνατο τοῦ Πτολεμαίου ΙΒ', ἡ μεγαλύτερη θυγατέρα του, ἡ 18χρονη Κλεοπάτρα, ἀνέρχεται στὸν θρόνο τῆς Αἰγύπτου, ὅπως φυσικὰ καὶ ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ ἀδέλφια τῆς, ὁ μόλις 10 ἐτῶν Πτολεμαῖος ΙΓ'. Σύμφωνα μὲ τὸ ἔθιμο τῆς ἐποχῆς, τὰ δύο παιδιὰ ὄφειλαν νὰ συγκυβερνήσουν, ἐνῶ καὶ ὁ γάμος τους προσταζόταν ρητὰ ἀπὸ τὴν αἰγυπτιακὴ παράδοση.

Ἡ πρώτη αὐτὴ περίοδος βασιλείας τῆς Κλεοπάτρας μαστίστηκε ἀπὸ οἰκονομικὴ δυσπραγία, λιμούς, ἀκόμα καὶ φυσικὲς καταστροφὲς (πλημμύρες).
Τὸ ταραγμένο κλίμα καὶ ὁ ὑποσκελισμός του Πτολεμαίου ΙΓ' ἀπὸ τὸν θρόνο σύντομα ὡστόσο θὰ ὁδηγοῦσε τοὺς δύο ἡγεμόνες (καὶ τοὺς ἀκολούθους τους) σὲ εὐθεῖα σύγκρουση: ἡ Κλεοπάτρα ἐκδιώκεται ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἔπειτα ἀπὸ πλεκτάνη ποὺ στήθηκε σὲ βάρος της, καταφεύγει στὴ Συρία καὶ συγκεντρώνει στρατεύματα γιὰ νὰ ἐπιστρέψει θριαμβευτικὰ στὴν Αἴγυπτο.
Τὸ 48 π.Χ. ἦταν ἕτοιμη νὰ βαδίσει μὲ τὸν μισθοφορικό της στρατὸ κατὰ τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὴν ἐξουσία: ὁ αἰγυπτιακὸς ἐμφύλιος ἦταν πρὸ τῶν πυλῶν...

Ἡ ζωὴ στὸ πλευρὸ τοῦ Καίσαρα

Ὁ αἰγυπτιακὸς ἐμφύλιος δὲν ἦταν ὡστόσο ἡ μόνη ἐμφύλια σύγκρουση ποὺ δονοῦσε τὸν γνωστὸ κόσμο. Γιατί καὶ στὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία τὰ πράγματα δὲν ἦταν καλύτερα: ἤδη ἀπὸ τὴν προηγούμενη χρονιά, τὸ 49 π.Χ., ὁ Πομπήιος, ἀφοῦ ἔλαβε οἰκονομικὴ καὶ στρατιωτικὴ βοήθεια ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Κλεοπάτρα προσωπικὰ (μὲ τὴν ὁποία οἱ φῆμες τους ἤθελαν ζευγάρι), κινήθηκε κατὰ τοῦ Ἰουλίου Καίσαρα, σὲ αὐτὸ ποὺ ἔμελλε νὰ εἶναι ἡ τελευταία περίοδος τῆς ρωμαϊκῆς δημοκρατίας, ἡ ὁποία κατέρρεε μὲ πάταγο.
Τὰ στρατεύματα τοῦ Πομπήιου ἡττήθηκαν τελικὰ στὸν ρωμαϊκὸ ἐμφύλιο (Μάχη τῶν Φαρσάλων - 48 π.Χ.) καὶ ὁ στρατηγὸς κατέφυγε στὴν Αἴγυπτο, στὴν ὁποία εἶχε ἰσχυροὺς δεσμοὺς ἀπὸ παλιά.
Στὸν θρόνο βρῆκε ὡστόσο τὸν Πτολεμαῖο ΙΓ' καὶ ὄχι τὴν Κλεοπάτρα ὅπως ὑπολόγιζε, καὶ ὁ νέος Φαραώ, θέλοντας νὰ καλοπιάσει τὸν Καίσαρα γιὰ νὰ μὴν εἰσβάλει στὴ χώρα του, σκότωσε τὸν ρωμαῖο δελφίνο.
Αὐτὸ βέβαια δὲν ἐμπόδισε τὸν Καίσαρα, ποὺ ἦταν ἤδη στὸ κατόπι του Πομπήιου, νὰ καταφτάσει στὰ αἰγυπτιακὰ ἐδάφη λίγες μέρες ἀργότερα καὶ βλέποντας τὴ βασιλικὴ οἰκογένεια νὰ εἶναι ἕτοιμη γιὰ ἐμφύλια μάχη, μὲ τοὺς δύο στρατοὺς ἤδη παραταγμένους ὁ ἕνας ἀπέναντι στὸν ἄλλο, κατέλαβε την Ἀλεξάνδρεια χωρὶς ἀντίσταση καὶ ἔπαιξε τελικὰ ρυθμιστικὸ ρόλο στὴν ἀδερφικὴ σύγκρουση: προσπαθῶντας βέβαια νὰ συμφιλιώσει τὰ δύο ἀδέρφια, δὲν μπόρεσε παρὰ νὰ ἐρωτευτεῖ τὴν Κλεοπάτρα!
Κλεοπάτρα καὶ Πτολεμαῖος ΙΓ' συγκυβερνοῦσαν πλέον στὸ τιμόνι τῆς Αἰγύπτου, μὲ τὴ δυσαρέσκεια ὡστόσο τοῦ αἰγυπτιακοῦ λαοῦ γιὰ τὴν κατάφωρη παρέμβαση τῆς Ρώμης στὰ ἐσωτερικὰ τοῦ κράτους τοὺς νὰ μὴν ἔχει ὅμοιό της:     σύντομα οἱ ἀναταραχὲς θὰ κλιμακώνονταν σὲ πόλεμο, καθὼς ὁ ἀλεξανδρινὸς στρατὸς τοῦ Πτολεμαίου ΙΓ', ποὺ μετροῦσε 20.000 ἄντρες, εἶχε στρατοπεδεύσει ἐκεῖ κοντά.

Ὑπέρτερος ἀπὸ τίς δυνάμεις τοῦ Καίσαρα, ὁ στρατὸς τοῦ Πτολεμαίου πολιόρκησε την Ἀλεξάνδρεια καὶ τὸν Καίσαρα -ποὺ κρατοῦσε ὡστόσο τὴ βασιλικὴ οἰκογένεια στὴν κατοχή του-, ὁ ὁποῖος βρέθηκε μάλιστα σὲ πολὺ δύσκολη θέση μέχρι νὰ καταφτάσουν οἱ ρωμαϊκὲς ἐνισχύσεις.
Ὁ ρωμαῖος στρατηγὸς ἀπελευθέρωσε τὸν Πτολεμαῖο γιὰ νὰ πετύχει τὴν ὑποσχεθεῖσα κατάπαυση τοῦ πυρός, ὁ νεαρὸς βασιλιᾶς ὅμως τέθηκε αὐτομάτως ἐπικεφαλῆς τοῦ ἀγῶνα κατὰ τῶν Ρωμαίων.
Φθάνοντας οἱ ρωμαϊκὲς λεγεῶνες στὴν Αἴγυπτο, νίκησαν εὔκολα τὸν τακτικὸ αἰγυπτιακὸ στρατὸ στὴ Μάχη τοῦ Νείλου, μὲ τὸν Πτολεμαῖο ΙΓ' νὰ χάνεται μιὰ καὶ καλή, πιθανότατα ἀπὸ βύθισμα τοῦ πλοίου μὲ τὸ ὁποῖο προσπάθησε νὰ διαφύγει.
Ἡ Κλεοπάτρα ἔμεινε ἔτσι ἀδιαφιλονίκητη ἡγέτιδα τῆς Αἰγύπτου, συγκυβερνῶντας πλέον μὲ τὸν μικρότερο ἀδερφό της, τον 12χρονο (πιὰ) Πτολεμαῖο ΙΔ'.
Ὅσο γιὰ τὸν Καίσαρα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀνάγκη νὰ ἐπιστρέψει στὴ Ρώμη ἦταν ἐπιτακτική, αὐτὸς δὲν θὰ βιαζόταν καθόλου νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἀγκαλιὰ τῆς βασίλισσας: ὁ ἴδιος ἄφησε ρωμαϊκὲς λεγεῶνες στὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ περιφρουροῦν τὴν παραμονὴ τῆς Κλεοπάτρας στὸν θρόνο (καθὼς δὲν ἦταν πλέον καθόλου δημοφιλὴς στὸν λαό, ἀφοῦ εἶχε συμμαχήσει μὲ τὸν ἐχθρό), τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τῆς ἔδωσε ὡς δῶρο τὴν Κύπρο, ποὺ ἐπέστρεψε ἔτσι ὑπὸ αἰγυπτιακὴ κατοχή.
Τὸ 47 π.Χ. ἡ ἕνωση Καίσαρα καὶ Κλεοπάτρας θὰ κατέληγε σὲ ἕναν γιο, τὸν Καισαρίωνα (Πτολεμαῖος ΙΕ' Καισαρίωνας), τὸν ὁποῖο βέβαια ποτὲ δὲν θὰ ἀναγνώριζε ὁ Ρωμαῖος ὡς νόμιμο γιο του, μὲ τὴν κατακραυγὴ νὰ εἶναι γενικευμένη σὲ Ρώμη καὶ Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴν ἱστορικὴ ἔριδα νὰ συνεχίζεται ἀκόμα γιὰ τὸ ἂν ἦταν πράγματι αὐτὸς ὁ πατέρας.

Ἐπιστρέφοντας ὁ Ἰούλιος Καίσαρας θριαμβευτὴς στὴ Ρώμη καὶ αὐτοκράτορας πλέον, ἡ Κλεοπάτρα τὸν ἀκολούθησε λίγο ἀργότερα στὴν πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἔχοντας ἕναν καὶ μόνο ἕναν στόχο στὸ μυαλό της: τὴν ὥρα ποὺ ἡ ρωμαϊκὴ δημοκρατία εἶχε καταρρεύσει καὶ ὁ Καίσαρας ἦταν πιὰ ὁ ἀπόλυτος ἡγεμόνας τῆς τεράστιας αὐτοκρατορίας, ἡ Κλεοπάτρα θεώρησε πὼς στὸ πλευρό του θὰ γινόταν ἡ αὐτοκράτειρα τοῦ ἀχανοῦς βασιλείου καὶ ὁ γιος της ὁ νόμιμος διάδοχος τοῦ ρωμαϊκοῦ θρόνου!
Τὸ 44 π.Χ. ὡστόσο τὸ μαχαίρι τοῦ Βρούτου θὰ ἔδινε ἄδοξο τέλος στὰ σχέδια τῆς βασίλισσας καὶ ἡ ἴδια θὰ ἐπέστρεφε ἆρον-ἆρον στὴν Ἀλεξάνδρεια, καθὼς φοβόταν πλέον γιὰ τὴ ζωή της...

Κλεοπάτρα καὶ Μάρκος Ἀντώνιος

Ἡ Κλεοπάτρα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ τῆς Πτολεμαίου ΙΔ' (τὸν ὁποῖο οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς θεώρησαν πὼς δολοφόνησε ἡ Κλεοπάτρα), ἀνακήρυξε συνβασιλέα τὸν γιο της καὶ παρακολούθησε ἀμέτοχη τὰ φονικὰ γεγονότα ποὺ συγκλόνιζαν τὴ Ρώμη, μὲ τὴν οὐδετερότητά της νὰ παίρνει τέλος τὸ 41 π.Χ., ὅταν ὁ Μάρκος Ἀντώνιος καὶ ὁ Ὀκταβιανός, νικητὲς τῆς Μάχης τῶν Φιλίππων (42 π.Χ.), τὴν κάλεσαν νὰ δώσει ἐξηγήσεις γιὰ τὴ στάση καὶ τὴ συμμαχία της μὲ τὸν δολοφονημένο ἡγέτη τῆς Ρώμης.
Ἡ μοιραία συνάντηση Κλεοπάτρας καὶ Μάρκου Ἀντώνιου ἔγινε στὴν Ταρσὸ καὶ ὁ πανίσχυρος ἡγέτης τῶν Ρωμαίων, μαγεμένος ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν προσωπικότητά της, τὴν ἐρωτεύτηκε παράφορα. Σύμφωνα μὲ τὸν Πλούταρχο, ὁ Ἀντώνιος ἐξόντωσε τοὺς πολιτικοὺς ἀντιπάλους τῆς βασίλισσας καὶ ἐγκαθίδρυσε τὴν ἡγεμονία της, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ἡ σχέση τους θὰ ἀπέδιδε καρπούς: ἡ Κλεοπάτρα του χάρισε τὰ δίδυμα Ἀλέξανδρος Ἥλιος καὶ Κλεοπάτρα Σελήνη, ἐνῶ λίγο ἀργότερα, τὸ 36 π.Χ., ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀντώνιου στὴν Αἴγυπτο θὰ κατέληγε σὲ ἀκόμα ἕναν γιο, τὸν Πτολεμαῖο Φιλάδελφο.
Ἡ Κλεοπάτρα συνόδευσε τὸν Ἀντώνιο στὶς ἐπεκτατικές του ἐκστρατεῖες στὰ ἀνατολικά, προσαρτῶντας γιὰ λογαριασμὸ τῆς Αἰγύπτου νέα ἐδάφη, καθὼς παρεῖχε οἰκονομικὴ καὶ πολεμικὴ βοήθεια στὸν Ρωμαῖο.

 Οἱ δυὸ τοὺς ζοῦσαν πλέον σὰν ζευγάρι στὴν Αἴγυπτο, ἀπολαμβάνοντας τιμὲς καὶ πλούτη ζηλευτά.
Οἱ ἀναταραχὲς στὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ὡστόσο γιὰ τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο θὰ ἔδιναν περίεργη τροπὴ στὴ ζωή τους, καθὼς ἡ τελευταία πράξη δὲν εἶχε παιχτεῖ ἀκόμα.
Ὁ παλιὸς σύμμαχος τοῦ Μάρκου Ἀντώνιου, ὁ Ὀκταβιανός, ἦταν ἕτοιμος γιὰ τὴν τελικὴ μάχη ποὺ θὰ ἄφηνε μόνο τὸν ἕναν τους στὸν θρόνο τῆς Ρώμης: ἡ ἀποφασιστικὴ σύγκρουση ἔλαβε χώρα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 31 π.Χ. καὶ πρόκειται γιὰ τὴν περίφημη Ναυμαχία τοῦ Ἀκτίου, στὴν ὁποία οἱ δυνάμεις τοῦ Ἀντώνιου καὶ τῆς Κλεοπάτρας συνετρίβησαν.
Οἱ δυὸ τοὺς κατάφεραν ὡστόσο νὰ γλιτώσουν καὶ ἐπέστρεψαν στὴν Αἴγυπτο, ἀπολαμβάνοντας γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ τὸν ἔρωτά τους, ἂν καὶ ἔνιωθαν ὅτι τὸ τέλος πλησίαζε γοργά: ὁ Ὀκταβιανὸς ὁδήγησε τὸν στρατό του στὴ Αἴγυπτο, στὴν ὁποία εἰσέβαλε χωρὶς σθεναρὴ ἀντίσταση.
Ὁ Ἀντώνιος πληροφορήθηκε στὴ μάχη τὴν αὐτοκτονία τῆς Κλεοπάτρας καὶ δὲν εἶχε ἄλλῃ ἐπιλογῇ παρὰ νὰ δώσει τέλος στὴ ζωή του.
Ἡ Κλεοπάτρα, ἀκολουθῶντας τὴ μοῖρα τοῦ ἐραστῆ της, αὐτοκτόνησε λίγες μέρες ἀργότερα καὶ σίγουρα ἀφοῦ συναντήθηκε μὲ τὸν Ὀκταβιανό, ἂν καὶ γιὰ τὸ ξακουστὸ τέλος της δὲν ὑπάρχει ἱστορικὴ συναίνεση.
Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι πὼς βρέθηκε νεκρὴ λίγο ἀργότερα, ντυμένη μάλιστα μὲ τὰ βασιλικά της ἐνδύματα.
Τὸ μυστήριο παραμένει μέχρι καὶ σήμερα.
Ἦταν 12 Αὐγούστου τοῦ 30 π.Χ. Οἱ δυὸ ἱστορικοὶ ἐραστὲς θάφτηκαν πλάϊ-πλάϊ, σύμφωνα μὲ τίς ἐπιθυμίες τους, καὶ τὸ ἄλλοτε πανίσχυρο αἰγυπτιακὸ βασίλειο μετατράπηκε σὲ ρωμαϊκὴ ἐπικράτεια.
Ἡ μοναδικὴ Κλεοπάτρα καὶ ἡ ἀκόμα μοναδικότερη ζωή της ἀπαθανατίστηκε στοὺς αἰῶνες ποὺ θὰ ἔρχονταν στὸ συλλογικὸ φαντασιακό, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ὁ μοιραῖος δεσμός της μὲ τὸν Μάρκο Ἀντώνιο θὰ λειτουργοῦσε ὡς ἔμπνευση γιὰ λογοτεχνία καὶ κινηματογράφο: ὁ Σέξπιρ θὰ ἔγραφε τὸ θεατρικὸ «Ἀντώνιος καὶ Κλεοπάτρα» (1607) πρὸς τιμήν τους, ἐνῶ οἱ μεταφορὲς τῆς ζωῆς της στὸ σινεμὰ παραεῖναι πολλὲς καὶ μνημειώδεις, μὲ τὴν ἑρμηνεία βεβαίως τῆς Ἐλίζαμπεθ Τέϊλορ ὦ Κλεοπάτρα νὰ παραμένει ἐμβληματική.
Ὅσο γιὰ τὴν ἴδια τὴν Κλεοπάτρα, ἡ ἱστορία της ἀντηχεῖ ἀκόμα στὰ πέρατα τοῦ κόσμου, κυρίως γιὰ τὰ ὅσα ἀντιπροσώπευε ἡ βασίλισσα σὲ ἕναν κόσμο στυγνὰ ἀνδροκρατούμενο: σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ Αἴγυπτος μαστιζόταν ἀπὸ ἐσωτερικὲς συγκρούσεις καὶ δυνατότερους ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς, ἡ ἴδια κατάφερε νὰ κρατήσει τὴ χώρα ἑνωμένη, μὲ τὴ διακυβέρνησή της καὶ τοὺς στρατηγικούς της χειρισμοὺς νὰ μὴν ἔχουν νὰ ζηλέψουν σὲ τίποτα τοὺς ἀντίστοιχους ἀνδρικούς...





Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ καί οἱ κυνοκέφαλοι στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα!!!


Ἡ ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Συνεχίζοντας τὴν σειρὰ ἄρθρων σχετικὰ μὲ τίς ἀποδείξεις τῆς ὕπαρξης τῶν ἀρχαίων θεῶν στὸν κόσμο, τῶν ἢ Γιγάντων ἀλλιῶς, θὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα θέμα ποὺ εἶναι ἐλάχιστα γνωστὸ καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἄγνωστη ἐκστρατεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στὴν ἔρημο Τάκλα Μακὰν ὥστε νὰ νικήσει ὄντα τὰ ὁποῖα μποροῦσαν νὰ ἀπειλήσουν ὁλόκληρο τὸν κόσμο ὅπως τὸ εἶχαν κάνει πολλὰ χρόνια πρὶν ἀφοῦ ὅταν γεννήθηκαν τὸ 40.000 π.Χ περίπου καὶ μετὰ καθὼς ζοῦσαν πλέον ἀνάμεσα μᾶς, ἀποτελοῦσαν μέγα δυνάστη τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Θὰ πεῖ κανείς,μὰ εἶναι ποτὲ δυνατὸν ὁ Ἀλέξανδρος νὰ πολέμησε Νεφελὶμ Ὑπάρχουν πουθενὰ ἀποδείξεις γιὰ τὴν ἐκστρατεία αὐτὴ Φυσικὰ καὶ ὑπάρχουν καὶ θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς δὲν εἶναι καὶ λίγες καὶ ἀποδεικνύουν περίτρανα καὶ τὴν ὕπαρξη τῶν ἀρχαίων θεῶν καὶ τὸν πόλεμο ποὺ ἔκανε ὁ Ἀλέξανδρος ἐναντίον τους.
Ἀκολουθοῦν οἱ πηγές:
1. Ἡ πρώτη πηγὴ βρίσκεται σὲ ἕνα κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου μὲ τίτλο Ὅρασις τοῦ Δανιήλ , Visio Danielis στὰ λατινικὰ ποὺ μᾶς ἔχει σωθεῖ καὶ ἀναφέρει γιά το πὼς συνάντησε ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς Κυνοκέφαλους καὶ ὄχι μόνο αὐτοὺς καὶ ἀφοῦ νίκησε , μετὰ ἀπὸ δέηση στὸν Θεὸ ( ὁ Ἀλέξανδρος πίστευε στὸν ἕνα Θεὸ καὶ θὰ τὸ δεῖτε αὐτὸ στὸ κείμενο ) τοὺς σφράγισε μέσα σὲ χάλκινες πύλες. Καὶ εἰσῆλθεν ἕως τῆς ἐώας γῆς καὶ ἐκεῖ εὗρεν ἔθνος ἀνεξιχνίαστον , πᾶν,πᾷν ζωφίον , μαγάρον , ὄφεις , γάτας , μύιας καὶ πᾶν,πᾷν ἑρπετόν.
Καὶ τοὺς νεκροὺς οὔκ ἔθαπτον ἀλλὰ μᾶλλον ἤσθιον καὶ ἐκτρώματα τῶν γυναικῶν καὶ εἶδος θηρίων. ΄αυτῶν ἐν ἀγροῖς γινομένα δεδοικὼς μήπως πλατυνθῶσιν ἐν τὴν γῆν καὶ ἔνουσιν αὔτην ἐκ τῶν μιαρῶν ἐπιτηδευμάτων ἐδεήθῃ τοῦ Κυρίου ἐκτενῶς καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς ἄνδρας σὺν γυναιξὶν καὶ τέκνοις καὶ εἰπεῖν ἁπλῶς πάσας τα παρεμβολὰς αὐτῶν καὶ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐκ τῆς ἐώας γῆς καὶ κατεδίωξεν αὐτοὺς ἕως εἰσήλθωσαν ἐν τοῖς μέρεσιν τοῦ βορρᾶ Ταῦτα καταθεωρήσας Ἀλέξανδρος ὑπ. Καὶ οὐκ ἐστὶν εἴσοδος ἀπὸ ἀνατολῶν ἢ δυσμῶν.
Αὔθυς οὔν ἐκλιπάρησεν Ἀλέξανδρος τὸν Θεὸν καὶ ἔκλεισεν αὐτοὺς εἰς χαλκᾶς πύλας, ἐπιχρήσας ἀσύγχητον. Ταῦτα οὔν τὰ μυσαρὰ καὶ κίβδηλα ἔθνη πάσαις ταῖς μαγικαῖς κακοτεχνίαις κέχρηνται καὶ ἐν τούτοις αὐτῶν τὴν ρυπαρὰν καὶ μισόθεον γοητείαν κατήργησεν ἡ φύσις τοῦ ἀσυγχήτου. Ἐν τῇ ἐσχάτῃ μέρα τῆς συντελείας τοῦ κόσμου ἐξελεύσονται κυνοκέφαλοι, σαυρομάται, γώγ,μαγώγ, οὗτοι εἰσὶν μετ ΄άλλων οἱ ὸβ βασιλεῖς καθεστήκασιν ἐντὸς τῶν πυλῶν ἂς κατασκεύασεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς ΄
.Μετάφραση. 
Καὶ ἀφοῦ μπῆκε σὲ ἐκείνη τὴν γῆ,βρῆκε ἕνα ἔθνος ἄγνωστο ἀλλὰ καὶ κάθε ζωύφιο βρώμικο καὶ φίδια καὶ γάτες καὶ μῦγες καὶ κάθε ἑρπετό. Καὶ τοὺς νεκρούς τους δὲν τοὺς ἔθαβαν ἀλλὰ τοὺς ἔτρωγαν ὅπως καὶ τὰ προιόντα τῶν ἐκτρώσεων τῶν γυναικῶν ἀλλὰ καὶ κάθε εἶδος θηρίου.


ἄλλα αὐτὰ βλέποντας ὁ Ἀλέξανδρος καὶ μὲ τὸν φόβο μήπως φύγουν ἀπο ἐκεῖνο τὸ μέρος καὶ ξεχυθοῦν σὲ ὅλη τὴν γῆ καὶ τὴν μολύνουν μὲ τίς βρωμερές τους πράξεις, καὶ τοὺς μάζεψε ὅλους αὐτοὺς μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ τοὺς ἄνδρες καὶ τίς γυναῖκες τους. Καὶ ἀφοῦ μετὰ λοιπόν τους ἔβγαλε ἀπὸ ἐκείνη την γῆ, τοὺς καταδίωξε ἐως ώτου μπῆκαν στὰ μέρη τοῦ βορρᾶ.
Καὶ δὲν ὑπῆρχε ἄλλη εἴσοδος οὔτε ἀπὸ ἀνατολὴ οὔτε ἀπὸ δύση. Ἀμέσως παρακάλεσε τὸν Θεὸ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ τοὺς ἔκλεισε αὐτοὺς σὲ χάλκινες πύλες, της ὁποῖες «ἔντυσε¨ μὲ ἀσύγκρητο γυαλὶ (ἐνεργειακὸ πεδίο). Παρά το ὅτι μετὰ τὰ βρωμερὰ αὐτὰ γένη δοκίμασαν ὅλους τοὺς μαγικοὺς τρόπους ποὺ ἤξεραν μέσῳ τῶν κακῶν τους τεχνῶν καὶ τὴν μιαρὴ καὶ μισόθεη δύναμή τους κατέργησε ἡ ἰδιότητα τοῦ γυαλιοῦ αὐτοῦ. Στὶς τελικὲς μέρες πρὸς τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου θὰ βγοὺν οἱ Κυνοκέφαλοι, οἱ Σαυρομάτες, οἱ Γὼγ καὶ οἱ Μαγὼγ καὶ αὐτοὶ εἶναι μαζὶ μὲ ἄλλους οἱ βασιλεῖς 72 (βασιλεῖς τῶν Νεφελὶμ δηλαδὴ οἱ 72) τοὺς ὁποίους ἔκλεισε μέσα σὲ πύλες οἱ βασιλιᾶς Ἀλέξανδρος.

2. Δύο παραδόσεις λαῶν ἀκολουθοῦν σχετικὰ μὲ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ταυτόχρονα τὴν ὕπαρξη τῶν Νεφελίμ. Ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν μέγαν Ἀλέξανδρο νὰ τιμωρήσει τοὺς κακούς. Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἐνίκησε τὸν Βασιλέα Πῶρο, τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἐφυλάκισε μέσα στὰ σκοτεινὰ κοιλώματα μιᾶς λοφοσειράς, ποὺ ἔκλεινε τοὺς σκυλοκέφαλους. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Πῶρος δὲν ἠμπορεῖ νὰ βγεὶ παρὰ στὸν κατοπινὸ καιρό. Πάνω ἀπὸ τοὺς λόφους αὐτοὺς ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔμπηξε μιὰ φούρκα (δίκρανο) καὶ τοῦ ἔβαλε μιὰ καμπάνα ποὺ κτυπᾷ μονάχη της μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀέρα.
 Οἱ σκυλοκέφαλοι, ὅταν ἀκοῦνε τὴν καμπάνα, ξέρουν πὼς ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι ἐκεῖ καὶ τοὺς φυλάει. Αὐτοὶ θὰ βγοῦν στὸν κατοπινὸ καιρὸ καὶ θὰ ἀρχίσουν τὴ δουλειὰ ποὺ γι'αὐτοὺς τοὺς προώρισε ὁ θεός. Οἱ σκυλοκέφαλοι ἔχουν ἕνα μάτι στὸ μέτωπο κι ἕνα στὸν τράχηλο.εῖναι βίαιοι καὶ ὑπερβολικὰ κακοί. Ἡ ὁμιλία τους εἶναι ἄσχημη. Πιάνουν τοὺς ἀνθρώπους καί,ἀφοῦ τοὺς λιπαίνουν, τοὺς ψήνουν στὸ φοῦρνο καὶ τοὺς τρῶνε. Καὶ ἡ δεύτερη. Ὁ ἀέρας κινεῖ τὰ καράβια στὶς θάλασσες καὶ καθαρίζει τὴν ἀτμόσφαιρα ἀπὸ τὰ κακά. Αὐτὸς κτυπᾷ καὶ τὴν καμπάνα, ποὺ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔβαλε ἐπάνω ἀπὸ τοὺς λόφους, ὅπου εἶναι, κλεισμένοι οἱ σκυλοκέφαλοι, ποὺ θὰ βγοῦν ἔπειτα ἀπὸ καιρούς.

3. Ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς προφητείας τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ δια Χριστὸν Σαλοῦ σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξη τῶν ρυπαρῶν γενῶν καὶ τὴν μάχη τους μὲ τὸν Ἀλέξανδρο:
Κατὰ τὸ ἔτος ἔκεῖνο θ'όνοίξη ὸ Κύριος τίς πύλες τὼν Ἴνδιὼν ποῦ ἔκλεισε ὸ βασιλιᾶς τὼν Μακεδόνων Ἄλέξανδρος.θά βγοϋν τότε ἀπ' ἔκεὶ οἴ ἔβδομηκοντα δύο βασιλεῖς μὲ τὸν λαό τους, τὰ λεγόμενα βδελυρὰ ἔθνη, ποῦ εἴ *ναὶ πιὸ σιχαμερὰ ἀπὸ κάθε ἄηδία καὶ δυσωδία. 
Αὔτὰ θὰ διασκορπισθοϋν σ' ὀλο τὸν κόσμο. Θὰ τρῶνε ζωντανοὺς τοὺς ἄνθρώπους καὶ θὰ πίνουν τὸ αἷμα τους. Θὰ καταβροχθίζουν ἔπίσης μὲ μεγὰλπ ἠδoνὴ μῦγες, βατράχους,σκυλιὰ καὶ κάθε ἄκαθαρσία. Ἄλλοίμονο στὶς περιοχές, ἀπ' ὀπου θὰ περάσουν! Ἄν εἶναι δυνατόν, Κύριε, ἂς μὴν ὕπάρχουν τότε Χριστιανοί!
Γνωρίζω δμὼς ὀτι θὰ ὕπάρχουν. «Ἐκεῖνες οἴ ἠμερες θὰ σκοτεινιασουν, σὰν νὰ θρηνοῦν στὸν ἄέρα γιὰ ὀσα ἄποτροπιαστικὰ θὸ διαπράξουν ἔκείνα τὰ σιχαμερὰ ἔθνη. Ό ἥλιος θὰ γίνει σὰν αἷμα, ἔνὼ ν σελήνη κι ὀλα τὸ ἄστρα θὰ σκοτισθοῦν, καθὼς θὰ τὰ βλέπουν ἔπανω ὀτὴ γῆ νὰ συναγωνίζωνται στὴν ἄκαθαρσία. Αὔτοὶ οἴ λαοὶ θὸ κατασκαψουν τὴ γῆ, θὰ κάνουν ἀποχωρητήρια τς θυσιαστήρια, καὶ θὰ βάλουν τὰ ἅγια σκεύη σὲ ἄτιμωτικὴ χρήση.

4. Ἀπὸ ἄγνωστο χειρόγραφο σχετικὰ μὲ τὸ ἴδιο θέμα:

Ἐν τοῖς ἐσχάτοις καροὶς καὶ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος ἐξελεύσεται Γὼγ καὶ Μαγὼγ εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσμαήλ, οἴ εἰσὶν ἔθνη καὶ βασιλεῖς, καὶ ἐξελεύσοναται αἱ ἐποκεκλεισμέναι γλῶσαι κβ: Ἀνοίγ, Ἀνίγ,Ἀχενάζ, Διφάρ, Φωτιναῖοι, Λεσβίοι, Εὔνιοι,Φαριζαῖοι, Δεκλισμοί, Ζαρμάται, Φλιβαῖοι,Ζαρματιανοί,Χανώνιοι, Ἀσαρμάσται, Γαρμιάδαι,Κυνοκέφαλοι, Θάρβιοι, Ἀλᾶνες, Φισολονίκιοι,Ἀρήναοι, Ἀσαρτάνιοι, καὶ Μαγώθ- οὗτοι κβ»βασιλεῖς καθεστήκασιν ἔνδον τῶν Κασπίων πυλῶν, ἂς κατασκεύασεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς. Καὶ ὅτε ἐξελεύσονται ἤγγικεν ἡ συντέλεια καὶ οὔκ ἔσται μῆκος.

                                                                          

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

Ποῦ Γεννήθηκε ἡ Ὀλυμπιάδα ;



Ἡ Ἀρχαία Πασσαρώνα, γενέτειρα τῆς πριγκίπισσας τῶν Μολοσσῶν καὶ μητέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου Ὀλυμπιάδας, τοποθετεῖται, σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαιολόγο τῆς «Ἠπείρου», Σωτήρη Δάκαρη, βορειοδυτικὰ τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Ἰωαννίνων σὲ ἀπόσταση 8 χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν πόλη.

Ἡ συστηματικὴ ἀνασκαφὴ ἀποκάλυψε στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου στὸ Μεγάλο Γαρδίκι, ὀχυρωμένη θέση, ἐνῶ στοὺς πρόποδές του, βρίσκεται ὁ ἀρχαῖος ναὸς ποὺ ταυτίστηκε μὲ τὸν Ἄρειο Δία.

Ἡ Ὀλυμπιάδα ἦταν κόρη τοῦ Νεοπτόλεμου Β' καὶ γεννήθηκε τὸ 373 π.Χ., πιθανότητα στὴν πρωτεύουσα τῶν Μολοσσῶν, Πασσαρώνα. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴ δυναμικὴ προσωπικότητα εἶχε τὰ ὀνόματα, Πολυξένη στὴν παιδική της ἡλικία, Μυρτάλη ὅταν παντρεύτηκε, ἐνῶ πῆρε τὸ ὄνομα Ὀλυμπιάδα μετὰ τὴ νίκη τοῦ συζύγου της Φιλίππου Β' στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες τὸ 356 π.Χ. στὶς ἀρματοδρομίες.


Ἡ ἔντονη προσωπικότητα τῆς Ὀλυμπιάδας καὶ ἡ ἐπιρροή της, ἀκολούθησαν τὸν γιο της Μέγα Ἀλέξανδρο ὡς τὸ τέλος.

Ὁ προϊστάμενος τῆς Ἐφορείας Ἀρχαιοτήτων Ἰωαννίνων Κώστας Σουέρεφ μίλησε στὸ ΑΠΕ-ΜΠΕ γιὰ τὸν ἱστορικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀλυμπιάδας καὶ τὴν ἀρχαία Μολοσσία.

««Οἱ γυναῖκες καὶ οἱ κόρες τῶν βασιλέων στὴ Μολοσσία ἦταν συνδεδεμένες μὲ τὰ Ἱερὰ τῆς περιοχῆς» ἀναφέρει «γι' αὐτὸ οἱ ἀρχαιολόγοι θεωροῦν ὅτι, πιθανότατα, ἡ Ὀλυμπιάδα εἶχε συνδεθεῖ ἄμεσα μὲ τὸ Ἱερό του Δία καὶ τῆς Διόνης στὴν Δωδώνη..


Συνάντησε τὸν Φίλιππο Β' στὸ Ἱερὸ τῶν Μεγάλων Θεῶν τῆς Σαμοθράκης καὶ οἱ ἱστορικὲς πηγὲς ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη πὼς ἡ Ὀλυμπιάδα μετεῖχε τῆς προβολῆς καὶ τοῦ Μακεδονικοῦ Βασιλείου, στὴ σχέση μὲ τὸν Ἡρακλῆ καὶ τὸν Δία. Ὁ Φίλιππος Β' ὅταν ἦρθε στὴν Ἤπειρο, πρόσθεσε τίς παλιὲς περιοχὲς τῶν ἀποικιῶν στὰ παράλια τοῦ Ἰονίου, ὅπως ἡ Ἀμβρακία, στὸ Βασίλειο τῶν Μολοσσῶν.


Λέγεται ὅτι ἡ Ὀλυμπιάδα, μὲ τὸν μικρό της γιο Ἀλέξανδρο, ἔμειναν στὴν Μολοσσία καὶ τὴ Δωδώνη, ὅταν ὁ Φίλιππος Β', σύμφωνα μὲ τίς συνήθειες τῆς ἐποχῆς, παντρευόταν καὶ ἄλλες γυναῖκες. Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἀνέλαβε τὸν θρόνο, οἱ σχέσεις τῶν Μολοσσῶν καὶ τῶν Μακεδόνων ἦταν ἄριστες. Ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκστρατείας του ἐπισκέφτηκε πρῶτα τὸ Ἱερό του Ἄμμωνα στὴν Αἴγυπτο, τὸ ὁποῖο συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν ἱδρυτικὸ μῦθο τοῦ Μαντείου τῆς Δωδώνης.

Ἐξάλλου, ἡ Ὀλυμπιάδα, σύμφωνα μὲ τίς πηγές, πρόβαλε τὰ χθόνια γυναικεῖα χαρακτηριστικά της Διόνης, ἐκδοχὴ τῆς μητέρας Γῆς, δηλαδὴ τὴν ἐξοικείωσή της μὲ τὰ φίδια. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Δίας ἑνώθηκε μαζί της μὲ τὴν μορφὴ φιδιοῦ, ὁδήγησε τὸν Ἀλέξανδρο νὰ θεωρεῖ πὼς ἦταν γιός του Δία. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἡ Ὀλυμπιάδα ἀγωνίστηκε νὰ κρατήσει τὴ διαδοχὴ στὸ θρόνο γιὰ τὸν ἀνήλικο Ἀλέξανδρο τὸν Δ', γιο τοῦ Μ. Ἀλέξανδρου καὶ τῆς Ρωξάνης.

Ἐξ ὅσων γνωρίζουμε, ἐπισημαίνει ὁ κ. Σουέρεφ, ὁ Κάσσανδρος, συνόδευσε ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα τὸν μικρὸ Ἀλέανδρο Δ' καὶ τὴν Ρωξάνη στὴν Μακεδονία καὶ ἡ Ὀλυμπιάδα ἀνέλαβε νὰ τοὺς προστατέψει μέχρι τὴν ἐνηλικίωση, ἄλλοτε στὴν Ἤπειρο καὶ ἄλλοτε στὴν ὀχυρωμένη Πύδνα. Ἀκολούθησαν αἱματηρὲς ἴντριγκες, γιὰ τὴ διαδοχὴ στὸν θρόνο καὶ ἡ Ὀλυμπιάδα ἐξολόθρευσε πιθανοὺς διεκδικητές.


Ὁ Κάσσανδρος κατόρθωσε νὰ ἐπιβληθεῖ τελικὰ καὶ ἀπὸ ἐπιτηρητὴς τοῦ θρόνου ἔγινε βασιλιᾶς καὶ παντρεύτηκε τὴν ἑτεροθαλῆ ἀδελφὴ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, Θεσσαλονίκη. Ἡ Ὀλυμπιάδα, ἡ ὁποία ὅριζε τὴ Μακεδονικὴ Φρουρά, ὑποχρεώθηκε νὰ παραδώσει τὴν Ἀμφίπολη στὸν Κάσσανδρο, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ὁδήγησε στὸν θάνατο τὴν Ὀλυμπιάδα στὴν Πύδνα, μὲ διαταγὴ νὰ παραμείνει ἄταφη. Λέγεται μάλιστα, ὅτι κάλεσε τοὺς συγγενεῖς τῶν νεκρῶν διεκδικητῶν τοῦ θρόνου νὰ τὴν θανατώσουν μὲ λιθοβολισμό, στὸ τέλος τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνα.


Ἡ Μολοσσία, ἀρχικὰ τοποθετεῖται στὸν εὐρύτερο χῶρο τοῦ λεκανοπέδιου μέχρι τὴ Κόνιτσα, ἐνῶ στὴν συνέχεια περιέλαβε καὶ τὴν Δωδώνη. Ἦταν τὸ βασίλειο τῶν Αἰακιδῶν ἢ Μολοσσῶν. Οἱ πιὸ σημαντικοὶ βασιλεῖς ἦταν ὁ Θαρύπας, ὁ Ἀλκέτας, ὁ Ἀλέξανδρος Α', ὁ Μολοσσός - ἀδελφὸς τῆς Ὀλυμπιάδας, καὶ ὁ Πύρρος, ἀνιψιὸς τῆς Ὀλυμπιάδας ποὺ γεννήθηκε λίγα χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου» καταλήγει ὁ κ. Σουέρεφ.



Κυνάνη, ἡ ἄγνωστη ἀδερφὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου


Ἡ Κυνάνη, ἦταν κόρη τοῦ Φίλιππου Β' τῆς Μακεδονίας ἀπὸ τὴν Ἰλλύρια πριγκίπισσα Αὐδάτη καὶ ἑτεροθαλὴς ἀδερφὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Τὴν βρίσκουμε σὲ διαφορετικὲς ἀρχαῖες πηγὲς μὲ τὰ ὀνόματα Κυνάνη, Κύνα ἢ Κύννα. Ἡ Αὐδάτη, μητέρα τῆς Κυνάνης, ἦταν κόρη τοῦ Ἰλλυριοῦ Βασιλέα Βάρδυλι, τοῦ Ἰλλυριοῦ ἡγέτη ποὺ νίκησε τὸν Περδίκκα Γ΄ τῆς Μακεδονίας τὸ 359 π.Χ. καὶ ἔφερε στὸν θρόνο τὸν Φίλιππο Β΄.
Ἡ κόρη τοῦ Φίλιππου, Κυνάνη, ἦταν πριγκίπισσα τῆς Μακεδονίας, μεγαλωμένη μὲ στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση καὶ μάλιστα πολέμησε γενναῖα στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα της Φιλίππου κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκστρατείας του στὴν Ἰλλυρία. Ἦταν ἐκείνη ποὺ σκότωσε στὴν μάχη τὴν Καέρια, Ἰλλυρὴ Βασίλισσα, καθὼς καὶ σκότωσε μεγάλο ἀριθμὸ Ἰλλυριῶν τὴν στιγμὴ ποὺ ὑποχωροῦσαν. Ὁ πατέρας της Φίλιππος πάντρεψε τὴν κόρη τοῦ Κυνάνη μὲ τὸν ἀνιψιὸ τοῦ Ἀμύντα, γιὸ τοῦ Περδίκκα στὸν ὁποῖο ἡ Κυνάνη χάρισε μιὰ κόρη, τὴν Ἀνταία.
Ὁ Ἀμύντας ἦταν ὁ νόμιμος διάδοχος τοῦ Μακεδονικοῦ θρόνου, ἔχοντας σὰν ἐπίτροπο τοῦ τὸν Φίλιππο, ἀλλὰ μεταγενέστερα ὁ Φίλιππος ἀντικατέστησε τὸν Ἀμύντα σὰν βασιλιᾶ. Μετέπειτα, καὶ κατόπιν τῆς ἀνόδου τοῦ Ἀλεξάνδρου Γ΄ στὸν θρόνο τῆς Μακεδονίας, λέγεται ὅτι ὁ Ἀμύντας προέβαλε ἀξιώσεις γιὰ τὸν θρόνο μὲ συνέπεια τὴν ἐκτέλεση του ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο τὸ 336 π.Χ..
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ἡ Κυνάνη παρέμεινε στὴ Μακεδονία, μεγαλώνοντας τὴν κόρη τῆς Ἀνταία καὶ δίνοντας τῆς παρόμοια στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση μὲ τὴν δική της. Στὰ ἐπακόλουθα τοῦ θανάτου τοῦ ἀδερφοῦ της Ἀλέξανδρου, ἡ Κυνάνη σχεδίασε νὰ παντρέψει τὴν κόρη τῆς Ἀνταία μὲ τὸν Φίλιππο Γ΄ Ἀρριδαῖο, τὸν περιορισμένο πνευματικά, ἑτεροθαλῆ ἀδερφὸ τοῦ Ἀλέξανδρου ποὺ εἶχε ἐπιλεγεῖ σὰν Βασιλέας τὸ 323 π.Χ..
Ὁδηγῶντας στρατὸ καὶ συνοδευόμενη ἀπὸ τὴν κόρη της, ἡ Κυνάνη κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἀσία ἀλλὰ ὁ Περδίκκας, φοβούμενος, διέταξε τὸν ἀδερφὸ τοῦ Ἀλκέτα νὰ τίς σταματήσει παίρνοντας τοὺς τίς ζωές. Τὸ σχέδιο, στὴν οὐσία, πέτυχε κατὰ τὸ ἥμισυ, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν τὸ χειρότερο δυνατὸ τόσο γιὰ τὴ θέση τοῦ ἐπίτροπου ὅσο καὶ γιὰ τὴν ὑστεροφημία του. Ὁ Ἀλκέτας μὲ τοὺς στρατιῶτες του ἀρχικὰ ἐπιτέθηκε στὶς δυὸ πριγκήπισσες καὶ τὴν συνοδεία τους, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν θάνατο τῆς Κυνάνης.
Ὁ στρατὸς τοῦ Ἀλκέτα μόλις ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ ἀδερφὴ τοῦ Ἀλέξανδρου κείτονταν νεκρή, ἀπαίτησε ἡ Ἀνταία, ποὺ ἀργότερα μετονομάστηκε σὲ Εὐρυδίκη, νὰ παντρευτεῖ τὸν Φίλιππο Ἀρριδαῖο. Ὑπῆρχε ἔντονη ἡ ὑπόνοια ἐπανάστασης καὶ ὁ Περδίκκας δὲν εἶχε ἄλλῃ ἐπιλογῇ παρὰ μόνο νὰ συμφωνήσει μὲ τὸ αἴτημά τους.
Χρόνια ἀργότερα ὁ Κάσσανδρος τῆς Μακεδονίας μετάφερε τὰ ὀστᾶ τῆς Κυνάνης καὶ τῆς κόρης τῆς Ἀνταίας Εὐρυδίκης στὶς Αἰγές, στοὺς βασιλικοὺς μακεδονικοὺς τάφους.


Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου (319 – 272 π.Χ.)


Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου (319 – 272 π.Χ.)
Οι χρυσές σελίδες της Ιστορίας της Ηπείρου, με κέντρο την Αμβρακία, γράφτηκαν επί βασιλείας του Βασιλιά Πύρρου (296 π.Χ. – 272 π.Χ.). Τότε που ολόκληρη η Ελλάδα εδοκιμάζετο σκληρά από τις φιλοδοξίες των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τους αδελφοκτόνους πολέμους στους οποίους την παρέσυραν.
Αυτή ακριβώς την εποχή έλαμψε το άστρο του Πύρρου, ο οποίος με ορμητήριο την άσημη χώρα των Μολοσσών κατόρθωσε να οργανώσει υπό την ηγεσία του το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδος, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και να γεμίσει με το όνομά του τον κόσμο. Κι αν θελήσουμε να συγκρίνουμε τη μορφή του με τις άλλες μεγάλες ιστορικές μορφές, της τότε εποχής του Ελληνισμού, θα δούμε πως μόνο με μία μπορούμε να την παραβάλουμε, με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Και οι αρχαίοι άλλωστε, μόνο τον Πύρρο και κανέναν άλλον, παρομοίαζαν με το Μέγα Αλέξανδρο. Ο Πύρρος υπήρξε «Αλέξανδρος» του τρίτου αιώνα. Οι ομοιότητες μεταξύ τους, οι οποίοι ήσαν και πρώτα εξαδέλφια, ήταν πάμπολλες. Φύσεις μεγαλουργικές και οι δύο, τολμηρά και ανήσυχα πνεύματα, προικισμένοι με στρατηγική ιδιοφυΐα και αφάνταστο ηρωισμό, μεγάλοι στην ψυχή και στα αισθήματα, γεννημένοι στρατηλάτες και αρχηγοί λαών, οπλισμένοι με ισχυρή θέληση και αποφασιστικότητα, επεδίωξαν να πραγματοποιήσουν τα πλατύτερα πολιτικά σχέδια, που συνέλαβε ποτέ ο ελληνισμός. Ο ένας εξόρμησε με κατεύθυνση προς την ανατολή, ο άλλος με κατεύθυνση προς τη Δύση. Το τέρμα τους όμως, ήταν κοινό: η δημιουργία ενιαίου μεγάλου ελληνικού κράτους, που να κυριαρχεί σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Και ο μεν Μέγας Αλέξανδρος ευνοήθηκε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του σχέδιο και να γίνει ο ιδρυτής ενός τεράστιου κράτους, που άρχιζε από την Ελλάδα και έφθανε στην Ινδία. Ο Ηπειρώτης Βασιλιάς όμως δεν το κατόρθωσε. Δεν τον συνόδευσε η ίδια εύνοια της Μοίρας.Ο «Αετός» που εξόριστο παιδί, χωρίς πατέρα και θρόνο, χωρίς δασκάλους σαν τον Αριστοτέλη, με μόνη τη δική του ικανότητα, μπόρεσε να γίνει ο ισχυρός Βασιλιάς της Ηπείρου, δεν ευτύχησε να δει τα όνειρά του να πραγματοποιούνται. Ο «δημιουργός της ίδιας του τύχης», κατά τον επιτυχημένο χαρακτηρισμό του Παπαρρηγόπουλου, έγινε μεν σύμβολο, μορφή, θρύλος, δεν έγινε όμως ο οικοδόμος ενός μεγάλου στερεού πολιτικού οικοδομήματος. Απέτυχε. Ευτύχησε μόνο να πέσει κατά τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε να επιθυμήσει ένας άξιος πολεμιστής πάνω στη μέθη της μάχης και μέσα στην κλαγγή των όπλων.Ο θάνατος σαν από σεβασμό προς τον ήρωα που τόσες φορές αναμετρήθηκε άφοβα μαζί του, απέφυγε να τον χτυπήσει κατάστηθα. Προτίμησε να κινήσει εναντίον του, αντί για το ξίφος ενός γενναίου αντιπάλου, το στοργικό χέρι μιας γριάς μητέρας Αργίτισσας. Λεπτή διάκριση, από μέρους του, για να μη δώσει το δικαίωμα σε κανέναν πολεμιστή να καυχηθεί πως πάλεψε και νίκησε σε αγώνα στήθος με στήθος με τον «Αετό» της Ηπείρου.
Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319 προς το 318 π.Χ., εφτά περίπου χρόνια ύστερα από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η βασιλική οικογένεια των Μολοσσών, στην οποία ανήκε ο Πύρρος, ιστορούσε την καταγωγή της από τον Αχιλλέα, το θρυλικό ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Ο γιός του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος, εγκαταστάθηκε στη χώρα που κατοικούσαν οι Μολοσσοί γύρω από τα Γιάννενα και τη Δωδώνη και έγινε ο ιδρυτής της δυναστείας των «Πυρριδών». Τον Νεοπτόλεμο ο λαός τον έλεγε Πύρρο, γιατί ήταν κοκκινομάλλης κι από τότε όλη η δυναστεία του πήρε το όνομα των Πυρριδών.
Στη σειρά της βασιλικής διαδοχής έρχεται ο Πύρρος, εικοστός τρίτος από τον Αχιλλέα, τον αρχηγό του οίκου των Μολοσσών. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς των Μολοσσών Αιακίδης και μάνα του η Φθία, θυγατέρα του Μένωνος από τη Θεσσαλία. Οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανάγκασαν τον μικρό Πύρρο να ζήσει δύο φορές στην εξορία. Μια φορά, ο δωδεκάχρονος Πύρρος στην αυλή του Γλαυκία, στην Ιλλυρία, ο οποίος αργότερα το 307 π.Χ. τον εγκατέστησε ως βασιλιά των Μολοσσών και όταν τον ανέτρεψαν οι Μολοσσοί, για δεύτερη φορά, ο Πύρρος βρέθηκε το 302 π.Χ. (δεκαεφτά χρόνων) εξόριστος στην Ασία, κοντά στον γαμπρό του το Δημήτριο Πολιορκητή και μετά στην αυλή του Πτολεμαίου του Λάγου, βασιλιά της Αιγύπτου, ως όμηρος.
Κοντά στο Δημήτριο Πολιορκητή, ο Πύρρος πήρε τα πρώτα μαθήματα της στρατιωτικής τέχνης. Έμαθε για τις διάφορες πολιορκητικές μηχανές, την τέχνη της πολιορκίας, γνώρισε τους ελέφαντες, ως πολεμικό όπλο και είδε τη νέα στρατιωτική τακτική των Μακεδόνων με τη διάταξη των φαλάγγων, την τακτική εκείνη που με τόση επιτυχία χρησιμοποίησε ο Μέγας Αλέξανδρος για να συντρίψει τους αντιπάλους του. Η ευκαιρία για να αναφανούν οι στρατιωτικές αρετές του νεαρού Πύρρου δεν άργησε να παρουσιαστεί. Στην Ίψο της Φρυγίας, το 301 π.Χ., τέσσερις από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος, ο Κάσσανδρος και ο Πτολεμαίος, επετέθησαν ενωμένοι κατά του Αντιγόνου, του πατέρα του Δημητρίου. Στη μάχη αυτή, αποκαλύφθηκε η απαράμιλλη ανδρεία και οι έξοχες στρατιωτικές αρετές του Πύρρου.
Αν και η μάχη στην Ίψο έληξε με ήττα του Δημητρίου, ο Πύρρος, πιστός στους φίλους του, δεν εγκατέλειψε τον νικημένο γαμπρό του και όταν κλείστηκε συμφωνία μεταξύ του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου και του Δημητρίου και έπρεπε να σταλούν στον Πτολεμαίο όμηροι, ως εγγύηση για την τήρηση της συμφωνίας, ο Πύρρος, χωρίς να διστάσει, δέχτηκε να πάει στην Αίγυπτο, ώς όμηρος. Στην Αίγυπτο ο Πύρρος συγκέντρωσε τη γενική προσοχή και το γενικό θαυμασμό, για τις περιπέτειες της ζωής του και για τη διάκρισή του στη μάχη στην Ίψο. Γρήγορα έγινε ευνοούμενος του Πτολεμαίου και της Βερενίκης, παντρεύτηκε την Αντιγόνη, κόρη της Βερενίκης και επανέκτησε με τη βοήθεια του Πτολεμαίου, το θρόνο του πατέρα του, το 296 π.Χ.
Με τη δεύτερη και οριστική βασιλεία του Πύρρου, αρχίζει η πραγματική στρατιωτική και πολιτική του σταδιοδρομία, αρχίζουν οι λαμπρές, οι εκθαμβωτικές σελίδες της ιστορικής του ζωής, αρχίζει τέλος να παίζει πρωτεύοντα ρόλο η αφανής, η άδοξη, ως τότε, Ήπειρος. Χώρα φτωχική, με γη κατά μέγα μέρος ορεινή και άγονη, χωρίς κανένα πλούτο , με καθυστέρηση στο εκπολιτιστικό επίπεδο, η Ήπειρος, έδινε το δικαίωμα στους άλλους Έλληνες να αποκαλούν κατά την 5η και 4η π.Χ. εκατονταετία τους Ηπειρώτες βαρβάρους, αν και μιλούσαν την ίδια γλώσσα (Δωρική διάλεκτο), αν και πίστευαν στους ίδιους θεούς και είχαν τα ίδια έθιμα. Πως ήταν λοιπόν δυνατόν ο Πύρρος με το νεανικό του ενθουσιασμό να ανεχθεί να βλέπει την Ήπειρο σε κατάσταση βαρβαρότητας; Γι αυτό αφοσιώθηκε με όλη του την ψυχή στον εκπολιτισμό της χώρας του, της Ηπείρου.
Άρχισε να εξωραΐζει και να στολίζει με αγάλματα τις πόλεις και να φροντίζει για την εκτέλεση τεχνικών έργων. Έδωσε ώθηση στη διάδοση της Ελληνικής παιδείας. Έκτισε καινούριες πόλεις, με σύγχρονες οικοδομικές αντιλήψεις, όπως τη Βερενικίδα και την Αντιγόνεια. Διακόσμησε την Αμβρακία, όταν την έκανε πρωτεύουσα του κράτους του. Έχτισε μεγαλοπρεπή ανάκτορα στο δυτικό μέρος της πόλεως, τα γνωστά υπό το όνομα «Πύρρειον», οικοδόμησε ναούς, θέατρο, ανήγειρε πολλά μνημεία τέχνης, ανδριάντες, αγάλματα και γενικά δημιούργησε μια πόλη εφάμιλλη με τις άλλες ελληνικές πρωτεύουσες. Τέτοια ήταν η οικονομική άνθηση της Αμβρακίας, ώστε τα νομισματοκοπεία της έκοβαν κατά τη διάρκεια του έτους δύο και τρεις σειρές νομισμάτων.
Ο Πύρρος ένωσε την Ήπειρο κάτω από το σκήπτρο του και δημιούργησε ένα σημαντικό βασίλειο που άρχιζε από τα Κεραύνια βουνά και την Αυλώνα και έφτανε ως τον Αχελώο. Από την εποχή αυτή πήρε και τον τίτλο του βασιλιά της Ηπείρου. Ο Δημήτριος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, το 289 π.Χ., επετέθη αιφνιδιαστικά εναντίον των Αιτωλών συμμάχων του Πύρρου και με σκοπό μετά να εισβάλει στην Ήπειρο και να την υποτάξει. Ο Πύρρος, αντιμετώπισε 10.000 Μακεδόνες με επικεφαλής τον Πάνταυχο, στρατηγό του Δημητρίου, κοντά στο Αμφιλοχικό Άργος, όπου και τον συνέτριψε. Μαθαίνοντας τη συντριβή του Πάνταυχου, ο Δημήτριος με τον υπόλοιπο στράτευμά του επέστρεψε στη Μακεδονία.
Δεν είναι γνωστό ποιος αποκάλεσε τον Πύρρο «Αετό». Ο Πλούταρχος αναφέρει πως οι Ηπειρώτες τον ονόμασαν έτσι κατά την ηρωική μονομαχία του με τον Πάνταυχο. «Αετός» ονομάστηκε ο Πύρρος και ήταν πραγματικά αετός. Όχι μόνο για τις ομοιότητες που είχε με το βασιλιά του φτερωτού κόσμου στην πάλη και στον αγώνα, αλλά και τις ψυχικές του ακόμα ομοιότητες. Γιατί πολύ ψηλά, πολύ πιο πάνω από τα χαμηλά αισθήματα των μικρών ανθρώπων στεκόταν ψυχικά ο Πύρρος. Τόσο ψηλά, όσο ψηλά αρέσκεται να πετάει και να στέκεται ο αετός. Και όπως ο αετός, έτσι και ο Πύρρος είχε έμφυτη την τόλμη για τις μεγάλες πράξεις, για την αστραπιαία ενέργεια.
Με αρκετές επιχειρήσεις που έκανε ο Πύρρος επεξέτεινε την κυριαρχία του προς το βορρά. Το κράτος του άρχιζε από την Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο, περιελάμβανε την Κέρκυρα, ολόκληρη την Ήπειρο κι έφθανε ως τον Αχελώο. Ήταν ένα στερεό, ομοιογενές κράτος. Δεν ήταν όμως, το κράτος που ονειρευόταν, ούτε το κράτος που ανταποκρινόταν στις φιλοδοξίες του. Τα σχέδια του ήταν πολύ μεγαλύτερα. Τα σχέδιά του ήταν: να κατακτήσει την Ιταλία και Σικελία, έπειτα διαδοχικά την κατάκτηση της Λιβύης και της Καρχηδόνας και τέλος, με βάση την κολοσσιαία αυτή δύναμη, εύκολη κατάκτηση της Μακεδονίας και της Ελλάδας. Να το μεγάλο του σχέδιο!!! Η Ήπειρος κοσμοκράτειρα και ο «Αετός» κυρίαρχος της Μεσογείου και των μεσογειακών λαών. Σχέδιο γιγάντιο, μεγαλόπνοο, εφάμιλλο με τους σκοπούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με μόνη τη διαφορά πως στην εκτέλεση ακολουθούσε την αντίστροφη κατεύθυνση.
Ο δρόμος που ακολούθησε ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πρώτα η κατάκτηση της Ελλάδας κι έπειτα η κατάκτηση της Ασίας και της Αφρικής. Ο Πύρρος ακολούθησε αντίθετο δρόμο και αντί να στραφεί προς ανατολάς, στράφηκε προς δυσμάς. Το τέρμα όμως και των δύο αυτών δρόμων ήταν το ίδιο: η δημιουργία ενός τεράστιου και ενιαίου κράτους, η κοσμοκρατορία.
Με τις μεγάλες αυτές ελπίδες ξεκίνησε ο Πύρρος το 280 π.Χ. (σε ηλικία 37 ετών) για την κατάκτηση της Ιταλίας, όταν ο Τάρας, μια από τις πλουσιότερες κι επιφανέστερες ελληνικές πόλεις της Νότιας Ιταλίας, ζήτησε βοήθεια, λόγω της απειλής των Ρωμαίων. Κατατρόπωσε τις Ρωμαϊκές λεγεώνες κοντά στον ποταμό Σίρι, έχοντας ένα «μυστικό» όπλο, τους ελέφαντες, άγνωστο έως τότε στους Ρωμαίους. Το 279 π.Χ. βάδισε κατά της Ρώμης και νίκησε τους Ρωμαίους στο Άσκλο, στους πρόποδες ενός βουνού της Απουλίας, όμως έχασε και ο Πύρρος πολλούς στρατηγούς και 3.500 στρατιώτες (γι αυτό η νίκη του αποκαλείται « Πύρρειος»). Νίκησε τους Καρχηδόνιους στην πόλη Έρυκα της Σικελίας και χωρίς πλέον σοβαρή αντίσταση κατέλαβε ολόκληρη τη Σικελία. Αφού έμεινε στη Σικελία τρία περίπου χρόνια, ο Πύρρος το 276 π.Χ. μάζεψε τον στρατό του και το στόλο του και γύρισε στην Ιταλία.
Στη μάχη του Βενεβέντο, το 274 π.Χ., ο Πύρρος ηττήθηκε από τις λεγεώνες του Μάνιου Κούριου, χάνοντας 33.000 στρατιώτες, οπότε αναγκάστηκε με τον υπόλοιπο στρατό του (8.000 πεζούς και 500 ιππείς) να επιστρέψει στην Ήπειρο. Ο πόλεμος του Πύρρου στην Ιταλία, υπήρξε στην ουσία η πρώτη και τελευταία προσπάθεια της Ελλάδας για την παρεμπόδιση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την προστασία της ελευθερίας των Ελλήνων. Το τεράστιο σχέδιο της ιδρύσεως ενός μεγάλου ελληνικού κράτους, που θα περιλάμβανε την Ιταλία, τη Σικελία, την Αφρική και ύστερα την Ασία και την Ελλάδα, ναυάγησε. Το όνειρο με το οποίο ο «Αετός» φτερούγισε από την Ήπειρο στην Ιταλία δεν πραγματοποιήθηκε.


Δε γνωρίζουμε τα κίνητρα, που ώθησαν τον Πύρρο, να στραφεί εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας, του Αντίγονου Γονατά. Στα στενά του Αώου, νίκησε το στρατό του Αντίγονου, ο οποίος αποτελείτο κυρίως από Γαλάτες. Περιήλθε στην εξουσία του το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας (έφθασε μέχρι την Έδεσσα) και της Θεσσαλίας, όμως δε συνέχισε τον πόλεμο στην Μακεδονία για να διώξει τελείως από αυτήν τον Αντίγονο, αλλά εισβάλει στην Πελοπόννησο, το 273 π.Χ. για να επιτεθεί κατά της Σπάρτης, να αποκαταστήσει στο θρόνο τον Κλεώνυμο και ταυτόχρονα να κατακτήσει ολόκληρη την Πελοπόννησο. Με 25.000 πεζούς, 2.000 ιππείς και 24 ελέφαντες, απεβιβάσθη ο Πύρρος στην Πελοπόννησο και άρχισε η προέλασή του εναντίον της Σπάρτης, με πολύ ευνοϊκές συνθήκες, γιατί ο βασιλιάς της Αρέας έλειπε στην Κρήτη. Έτσι ο Πύρρος έφθασε ως την πεδιάδα του Ευρώτα, δίχως να συναντήσει αντίσταση. Η τάφρος που κατασκεύασαν, οι γυναίκες και τα κορίτσια της Σπάρτης, με επικεφαλής την Αρχιδάμεια ,την κόρη του Βασιλιά της Σπάρτης,το βαλτώδες έδαφος και η γενναία αντίσταση των υπερασπιστών της Σπάρτης, ανάγκασε τον Πύρρο, ο οποίος είχε μεγάλες απώλειες (σκοτώθηκε και ο γιός του Πτολεμαίος), να αντιληφθεί το μάταιο των επιθέσεών του και να στραφεί προς το Άργος , για να προλάβει την κάθοδο του Αντίγονου. Όμως ο Πύρρος, αν και πρόλαβε να προωθήσει νύχτα το στρατό του μέσα στην πόλη του Άργους, η σύρραξη στην αγορά του Άργους και στα στενά δρομάκια, κατέληξε σε μια σφοδρή και παράξενη νυκτομαχία μεταξύ του στρατού του Αντίγονου και των Γαλατών του Πύρρου, αποφάσισε τελικά να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει την πόλη.
Εφαρμόζοντας το σχέδιο υποχώρησης ο Πύρρος και πολεμώντας σκληρά, σε ένα στενό δρόμο, που οδηγούσε στην πύλη της πόλεως, δέχτηκε στο κεφάλι ένα κεραμίδι, που το πέταξε από τη στέγη του σπιτιού της, μια Αργίτισσα γυναίκα, βλέποντας τον Πύρρο έτοιμο να διατρυπήσει τον γιό 4 της. Ήταν τόσο δυνατό το χτύπημα ώστε να σπάσουν οι σπόνδυλοι του τραχήλου του και να λιποθυμήσει. Ένας στρατιώτης του Αντίγονου, ο Ζώπυρος, τον αναγνώρισε και με το ιλλυρικό μαχαίρι έκοψε το κεφάλι του «Αετού» της Ηπείρου. Έτσι ο «Αετός» δίπλωσε σε ηλικία 46 χρονών για πάντα τα φτερά του. Με το θάνατο του Πύρρου, που συνέβη στα τέλη του 272 π.Χ., έσβησε και η δόξα της Ηπείρου. Όλες οι μακεδονικές και θεσσαλικές κτήσεις του, περιήλθαν στον Αντίγονο. Η Ακαρνανία έγινε πάλι ανεξάρτητη. Μόνο η Αμβρακία αφέθηκε στην κυριαρχία της Ηπείρου, στο θρόνο της οποίας ανέβηκε ο γιός του «Αετού» Αλέξανδρος. Έτσι η Ήπειρος, η άσημη χώρα των κτηνοτρόφων, που πρόβαλε ξαφνικά στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής της Ελλάδας, που κατέλαβε το βασίλειο της Μακεδονίας και το θρόνο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που πάλεψε για την κοσμοκρατορία και την ηγεμονία της Μεσογείου, που αγωνίστηκε μόνη της να πνίξει στη γέννησή του το ρωμαϊκό κράτος, που έγραψε σελίδες δόξας και άφταστου ηρωισμού, ξανάπεσε με το θάνατο του Πύρρου στην παλιά της αφάνεια.
Η Ήπειρος γεννήθηκε με τον Πύρρο, δοξάστηκε μαζί του και έσβησε με το θάνατό του. Πρέπει να κατεβεί κανείς πολλές εκατονταετίες και να φτάσει στην εποχή των Κομνηνών και του Δεσποτάτου της Ηπείρου, για να ξαναβρεί την Ήπειρο να παίζει πάλι ενδιαφέροντα ρόλο στην Ιστορία. Έως τότε όμως η Ήπειρος μένει άσημη και αφανής, άδοξη και περιφρονημένη, ασήμαντη και φτωχική, όπως ήταν την εποχή που την παρέλαβε ο Πύρρος.
Ο έφιππος ανδριάντας του βασιλιά Πύρρου στην πλατεία Κιλκίς της Άρτας, μας υπενθυμίζει, ότι οι ήρωες , μας κράτησαν και μας κρατούν όρθιους, ενώνουν τον Ελληνισμό, γεμίζουν υπερηφάνεια το λαό μας και μεταδίδουν την ιστορία της Αμβρακίας στους ξένους και ντόπιους επισκέπτες.
Toυ Κώστα Τραχανά
Πηγές: «Πύρρος ο βασιλιάς της Ηπείρου» Πέτρος Γαρουφαλιάς. Εκδόσεις Μ/Φ Συλλόγου «Ο Σκουφάς» 1966.
«Εγώ ο Πύρρος »Ρήγας-Γεώργιος Σκουτέλας Εκδόσεις Λιβάνη 2003.
«Η ιστορία της Σπάρτης» Σαράντος Καργάκος. Εκδόσεις Gutenberg (Τόμοι Α και Β) 2006.

Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Have archaeologists discovered the grave of Alexander the Great? Experts find enormous marble tomb fit for a king under a massive mound in Greece Archaeologists have uncovered what could be the grave of Alexander the Great at a site near ancient Amphipolis, 370 miles north of Athens Site archaeologist Aikaterini Peristeri has voiced hopes of finding 'a significant individual or individuals' within



Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα θέματα ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη, ἦταν ὁ χαρακτῆρας καὶ ἡ ἠθικὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς θεωρεῖται ὁ τέλειος ἐκπρόσωπος τοῦ ἑλληνικοῦ μεγαλείου

Ὁ μεγάλος αὐτός Μακεδόνας ἀναγνωρίζεται καθολικῶς καὶ θεωρεῖται ἀπό ὅλους τοὺς ἱστορικούς ὡς ἐκπολιτιστής τῶν ἀρχαίων λαῶν τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ ἔφερε τὰ φῶτα τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς προόδου ὥς τὰ πέρατα τῆς Ἀσίας, ἱδρύοντας στὸ πέρασμά του πόλεις καὶ οἰκισμούς ποὺ ἀναδείχτηκαν στὴν διαδρομὴ τῶν αἰώνων πολιτιστικὰ κέντρα ἀπεριορίστου ἀκτινοβολίας. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος δὲν ἦταν μονάχα ὁ πιὸ μεγάλος Στρατηγός, ἀλλά καὶ ὁ πιὸ ἔξυπνος καὶ σοφὸς πολιτικός.

Εἶχε δάσκαλο τὸν μεγάλο Ἕλληνα φιλόσοφο Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος ἔδωσε πολλὰ στὸν Μέγα Ἀλέξανδρο. Στὴν πραγματικότητα ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ οἱ συχνὲς του ἐμφανίσεις μπροστά στὰ «δικαστήρια» τῆς ἱστορίας, δὲν κατόρθωσαν νὰ προκαλέσουν ὁμόφωνη ἀπόφαση γιὰ λογαριασμὸ του. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ εἶναι πασίδηλο γεγονὸς γιὰ αὐτόν ποὺ «δίκαζε» τὸν Ἀλέξανδρο, εἶναι ὅτι ἄλλαξε τὴν ὅψη τοῦ Ἑλληνικοῦ καὶ τοῦ Περσικοῦ κόσμου, ὅταν τὴν ἐποχή τοῦ θανάτου του, εἶχε ἐξουσία μεγαλύτερη ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο τῆς ἀρχαιότητος καὶ ὅτι κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος σὲ ὅλη τὴν ἱστορία ἐκτός ἀπὸ μερικοὺς ἱδρυτές θρησκειῶν, δὲν ἔγινε ἀπὸ τόσους δεκτὸς ὡς ὑπερφυσικό πλᾶσμα.

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γεννήσεώς του, θεωρήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του ὡς υἱός τοῦ Διός. Πρέπει νὰ ὑπῆρχε στὴν φύση του ἕνα πολὺ ἰσχυρό στοιχεῖο μυστικισμοῦ καὶ θρησκευτικῆς εὐλάβειας. Ἄλλωστε αὐτό εἶναι φανερό διότι σὲ κάθε βῆμα του, βλέπουμε νὰ θυσιάζῃ στοὺς θεοὺς μὲ ἀληθινὴ ἀφοσίωση.

 Ὅταν τὸ 336 π.Χ. ὁ Ἀλέξανδρος ἀνέβηκε στὸν θρόνο τῆς Μακεδονίας, βρισκόταν στὸ εἰκοστό πρῶτο ἔτος του καὶ δώδεκα χρόνια ἀργότερα, ὅταν πέθανε σὲ μία ἡλικία ὅπου οἱ περισσότεροι μεγάλοι ἄνδρες βρίσκονται ἀκόμη στὸ κατώφλι τῆς ἔνδοξης ἱστορικῆς πορείας τους, ὄχι μόνο εἶχε κατακτήσει τὸν ἀρχαῖο κόσμο τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά τὸν εἶχε θέσει σὲ περιστροφὴ γύρω ἀπὸ ἕναν καινούργιο ἄξονα.

Ἡ ὅλη μετέπειτα πορεία τῆς ἱστορίας, ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ πολιτισμικὴ ζωὴ τῶν κατοπινῶν ἐποχῶν δὲν μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ξεχωριστὰ ἀπὸ τὴν πορεία καὶ ἐπίδραση τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Αἰῶνες μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ Ἀππιανός ὁ Ἀλεξάνδρειος παρομοίωσε τὴν σύντομη βασιλεία του μὲ τὴν «φωτεινὴ λάμψη τῆς ἀστραπῆς». Μία λάμψη πραγματικὰ ἐκθαμβωτική.

Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἐντελῶς «δέσμιος» τῆς μοίρας του καὶ ἀπολύτως ἀφοσιωμένος  στὸ ἔργο του. Οἱ φυσικὲς ἀπολαύσεις λίγο τὸν ἐνδιέφεραν. Μὲ τὴν ἐξαίρεση τῆς ἀγάπης πρὸς τὴν μητέρα του καὶ τὴν τροφό του, ποτὲ δὲν γοητεύτηκε ἀπὸ καμμία γυναῖκα καὶ παρ’ ὅτι νυμφεύθηκε δύο φορὲς καὶ οἱ δύο του γάμοι ἦταν πολιτικῆς καὶ ὄχι ρομαντικῆς φύσεως.

Ποτὲ δὲν εἶχε ἐρωμένη, οὔτε ἦταν ἀνίκανος, οὔτε ὁμοφυλόφιλος ὅπως οἱ ἐπικριτὲς του διέδωσαν γιὰ νὰ τὸν δυσφημίσουν»(Fuller σελ. 103).

Ὁ Ἀρριανός ἔχει πεῖ γι’αὐτὸν ὡς ἄνδρα καὶ ὡς στρατιώτη 

Ἦταν πολὺ ὅμορφος στὸ παρουσιαστικὸ καὶ ἀφιερωμένος στὴν ἄσκηση, πολὺ ἐνεργητικός στὸ πνεῦμα, πολὺ ἡρωϊκός στὸ θάρρος, πολὺ σταθερὸς στὴν τιμἠ, ἀγαποῦσε πολὺ τὸν κίνδυνο καὶ τηροῦσε αὐστηρῶς τὰ καθήκοντά του πρὸς τοὺς Θεούς. Ὡς πρὸς τὶς ἀπολαύσεις τοῦ σώματος, εἶχε πλήρη αὐτοέλεγχο, καὶ γι’αὐτές τοῦ πνεύματος  ὁ ἔπαινος ἦταν ἡ μόνη γιὰ τὴν ὁποία ἦταν ἀκόρεστος. Εἶχε ἐκπληκτική ὁξυδέρκεια στὸ νὰ ἀναγνωρίζῃ τί ἔπρεπε νὰ γίνῃ, ὅταν ἄλλοι ἐξακολουθοῦσαν νὰ βρίσκονται σὲ ἀβεβαιότητα καὶ διέβλεπε μὲ μεγάλη ἐπιτυχία ἀπὸ τὴν παρατήρηση τῶν γεγονότων τὸ τί πιθανὸν νὰ συμβῇ. Ἦταν πιστὸς στὶς συμφωνίες καὶ στοὺς διακανονισμοὺς ποὺ εἶχε συνάψει καθὼς καὶ φειδωλὸς στὴν δαπάνη χρημάτων γιὰ τὴν ἰκανοποίηση τῶν δικῶν του ἀπολαύσεων, ξόδευε ὅμως ἀφείδωλα χάρῃ τῶν συντρόφων του

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Περσέας: Ὁ τελευταῖος Μακεδὼν

Περσέας: Ὁ τελευταῖος Μακεδὼν

Ἡ μοίρα έλαχε στὸν Περσέα, τον γιό τοῦ Φιλίππου Ε΄, νὰ είναι ὁ τελευταῖος βασιλιάς τῆς ἀρχαίας Μακεδονίας, σφραγίζοντας μία ἐποχὴ ποῦ τοποθετήθηκε εὐλαβικά στό χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας Ἴσως νὰ μὴν είχε τήν εὐφυΐα Καὶ τήν πολιτική ὀξυδέρκεια τοῦ Φιλίππου Β΄, μπορεί νὰ τοῦ ἔλειπε ἡ στρατηγική δεινότητα τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἀκόμη Καὶ η διπλωματική ἱκανότητα τοῦ πατέρα τοῦ, ὡστόσο κανείς δέν θὰ μπορούσε νὰ τοῦ προσάψει ἔλλειψη ἂποφασιστικότητας Καὶ γεγενναιότητας, ὥστε νὰ προσκαλεῖ, ἀκόμα Καὶ σήμερα, συγκίνηση ἡ ἀπέλπιδα προσπάθεια ποῦ κατέβαλε γιὰ νὰ ἀναχαιτίσει τὸ Ρωμαϊκὸ θηρίο!


Ὁ Φίλιππος τῆς Μακεδονίας ἡ Φίλιππος Β΄ ὁ Μακεδὼν, ήταν ὁ βασιλιάς ποῦ ἔκανε τὸ Μακεδονία ἰσχυρά κράτος, ἕνωσε ὑπό τήν ἡγεμονία τοῦ τα ὑπόλοιπα ἑλληνικὰ κράτη Καὶ προετοίμασε στὴν οὐσία τήν κατάκτηση τῆς Περσίας Καὶ τοῦ μεγαλύτερου μέρους τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου ἀπὸ τον γιό τοῦ Μέγα Ἀλέξανδρο Αδριάντας ἀπέναντ ἀπὸ τὸ Λευκό Πύργο τῆς Θεσσαλονίκης.
Φωτο: Ερανιστής
Νά ξεκαθαρίσουμε πῶς οἱ βασικότερες πηγές γιά τήν βασιλεία του προέρχονται ἀπό τοῦς Ρωμαίους Τίτο Λίβιο, Ἱουστίνο, Ἀππιανό Καὶ τον φιλορωμαίο Μεγαλοπολίτη Πολύβιο. Ὄπως καταλαβαίνεται, τὸ πρόσωπο τοῦ Περσέα σπιλώνεται ἀπὸ ὑπερβολικὰ ἄδικες κατηγορίες καὶ εἰρωνεῖες. Εἰδικὰ ὁ Πολύβιος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἄφησε καὶ ἐκεῖνο τὸ περίφημο προοίμιο στήν ἱστορία του σχετικά μέ τὸ χρέος τοῦ ἱστορικοῦ ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια, ἀποδεικνύεται κακόβουλος, κακεντρεχής καί μέ ἔντονα παθογενείς ξάρσεις. Ὡς ἐκ τούτου, καθίστανται ἀμφίβολης ἀξιοπιστίας οἱ ἀναφορές του. Δυστυχῶς, είναι ἡ κυριότερη πηγή καὶ ἀναγκαστικὰ ἀπαραίτητοι. Σὲ ἀντίθεση, ὁ Πλούταρχος, Ποῦ ἄντλησε πληροφορίες καὶ ἀπὸ τὸ χαμένο (τυχαία;) ἔργο τοῦ ἱστορικοῦ Ποσειδώνιου, φαίνεται πιὸ ἀντικειμενικός.
Ὁ Περσέας ἦρθε στὸ κόσμο περίπου τὸ 210π.Χ. καί οἱ λασπολογίες τοῦ Λιβίου καί τοῦ Πολυβίου ξεκινάνε ἀπό την γέννησή του, ποῦ τον παρουσιάζουν νόθο γιό τοῦ Φιλίππου Ε΄ ἀπὸ μία παλλακίδα, μισητό ἀπό τον πατέρα του ,ποῦ ἁρπάζει τόν θρόνο δολοφονῶντας τόν ἐτεροθαλή καί νόμιμο διάδοχο ἀδελφό τοῦ Δημήτριο! Τὰ στοιχεῖα διαψεύδουν τοὺς ὑμνητές ἱστορικούς τῆς Ρώμης. Η μητέρα του Πολυκράτεια ήταν μία ἀπὸ τὶς νόμιμες συζύγου τοῦ Φιλίππου Ε΄ μὲ καταγωγή ἀπὸ τὸ πελοποννησιακό Ἄργος. Ἐπιπλέον, ὁ Περσέας είχε καθοριστεῖ διάδοχος λαμβάνοντας ἀνώτατες θέσεις, ὄπως ἀρχηγὸς σὲ ἐκστρατεῖες. Αύ ήταν μισητός ἀπὸ τον πατέρα του, τότε πῶς ὀριζόταν ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ; Μάλιστα, ὁ Φίλιππος Ε΄ ὀνόμασε μἰα καινούργια πόλη ποῦ ἔχτισε Περσηίδα! Ἔτσι καταρρίπτονται οι ἀνυπόστατες κατηγορίες τῶν Λιβίου καὶ Πολυβίου.
Πάντως, λόγω τῆς τεταμένης ἔντασης με την Ρώμη και με την ἀνάμνησή τῆς βαριάς ἦττας στὶς Κυνός Κεφαλές το 197π.Χ. είχε δημιουργηθεῖ μία μικρὴ ἀντίπαλη παράταξη στὴν μακεδονική αὐλή. Ἔτσι, ἕνας ἀνηψιός τοῦ Φιλίππου Ε΄, ὁ Ἀντίγονος, ἔθεσε τον ἑαυτὸ του ὑποψήφιο βασιλιά, κατά την διάρκεια τῆς ἀσθένειας του Φιλίππου Ε΄. Μόλις πέθανε ὁ Φίλιππος Ε΄, ὁ γιατρός του κράτησε μυστικό τον θάνατό του καί ἔστειλε μήνυμα στὸν Περσέα νὰ ἐπιστρέψει τάχιστα ἀπὸ την εκστρατεία στὴν Θράκη ἐναντίον τῶν Δαρδάνων. Αυτός ἐπέστρεψε γρήγορα στὴν Πέλλα Καὶ διέταξε την ἐκτέλεση τοῦ Ἀντιγόνου μὲ την κατηγορία τῆς ἐσχάτης προδοσίας, κάτι ποῦ ἐπικυρώθηκε ἀπό το Μακεδονικό κοινό, δηλαδή τὴ συνέλευση τοῦ στρατοῦ ποὺ τον ἐξέλεξε βασιλιά. Εἶμαι γνωστό, βεβαίως, πόσο πιστό ήταν τὸ Μακεδονικό Κοινό Στήν νόμιμη κληρονομική βασιλεία Καὶ ἀποδεικνύεται ἡ νομιμότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Περσέα.

Νόμισμα μέ ήη μορφή τοῦ Περσέα
στὸ Βρετανικό Μουσεῖο.
Οἱ πρῶτες του ἐνέργειες ὡς βασιλιάς φανερώνουν ταχύτητα, σύνεση Καὶ πολιτική μεστότητα. Ἀνανέωσε την εὔθραυστη συνθήκη φιλίας μὲ τὴ Ρώμη Καὶ παντρεύτηκε την Λαοδίκη, κόρη τοῦ Σελεύκου Δ΄, ἀποκτῶντας ἕναν ἰσχυρὸ σύμμαχό, ἀν Καὶ δέν ὠφελήθηκε τελικά ἄπο αὐτό. καλλιέργησε καλές σχέσεις μὲ ὅλα σχεδόν τὰ ἑλληνικὰ κράτη Καὶ ἀπελευθέρωσε Ορους φυλακισμένους γιὰ προσβολές οὗ στέμματος. Ἐπιπρόσθετα, κάλεσε πίσω ὅλους Ορους ἐξόριστος, ἐγγυώμενος την ἀσφάλεια Ορους Καὶ την ἐπιστροφή τῆς περιουσίας Ορους ἡ περισσότερα κράτη βορείως τῆς ἀττικὰς μεταστράφηκαν ἐκδηλώνοντας συμπάθεια προς τὴ Μακεδονία, ἀλλάζοντας τὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς τοῦ Φιλίππου Ε΄.
Η φήμη τοῦ ἁπλώθηκε Καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία κερδίζοντας την εὔνοια τῶν εκεί ἑλληνικῶν κρατῶν. Μόνο ἡ Ἀχαϊκή Συμπολιτεία Καὶ ἡ Ἀθήνα ἀντιστέκονταν σὲ αὐτήν την διπλωματική ἐπίθεση φιλίας τοῦ Περσέα. Με αύτό τον τρόπο κατάφερε νὰ ἀνυψώσει την μακεδονική ἐπιρροή στὸν ἑλληνικὸ κόσμο, ἀλλὰ αύτό προξένησε την ἐχθρὰ τῆς Ρώμης. Οἱ Ρωμαῖοι ἀσφαλῶς δέν εἶχαν νὰ διατυπώσουν κάποια κατηγορία ἐναντίον του Καὶ παρακολουθοῦσαν στενά την δραστηριότητά του Περσέα, ὁ ὁποῖος μάζευε τὰ κομμάτια γιὰ την εκ νέου ἰσχυροποίηση τῆς Μακεδονίας.

Η προπαγάνδα ποῦ ἔστησαν οἱ Ρωμαῖοι γιὰ νὰ ξεκινήσουν νέο πόλεμο δὲν είχε ὅρια! Ἐπικαλέστηκαν ἀπίστευτες προφάσεις γιὰ την ὑποτιθέμενη ὕποπτη Καὶ μεμπτή συμπεριφορά τοῦ Περσέα. Τό κατηγορητήριο τῆς Συγκλήτου ήταν ἐνδεικτικό τῶν προθέσεων τῶν Ρωμαίων. Ἀρχικά τον κατηγόρησαν πῶς είχε σκοπό, μὲ τὴ βοήθεια τῶν Γαλατῶν, νὰ σκλαβώσει τοὺς Έλληνες Καὶ ἔπειτα νὰ ἐπιτεθεῖ στὴν Ἰταλία. Επίσης, κατηγορήθηκε ὅτι δῆθεν προσπάθησε νὰ δηλητηριάσει συγκλητικούς! Ἐπιπλέον, σχεδίαζε νὰ ἐπιτεθεῖ στὴν Αἰτωλία, συμμάχου τῶν Ρωμαίων. Καί τὸ πιὸ ἐξωφρενικό, πῶς ἔστησε ἐνέδρα στοὺς Δελφούς γιὰ νὰ δολοφονήσει τον φιλορωμαίο Εὐμένη τῆς Περγάμου! Τὰ σχέδια τῶν Ρωμαίων ήταν ξεκάθαρα: ἡ Σύγκλητος είχε ἀποφασίσει νὰ ἀναγκάσει τον Περσέα νὰ κάνει τέτοιες παραχωρήσεις σὰ νὰ ήταν ὑποτελής τῆς Ρώμης Καὶ ἄν ἀρνιόταν νὰ τον καταστρέψει μὲ πόλεμο! προσπάθησε νὰ γεμίσει μὲ φόβο τους Ρωμαίους πολίτες γιὰ νὰ ψηφίσουν ὑπέρ τοῦ πολέμου. Γρήγορα ἔστησε ἔνα δίκτυο ἀπό συμμαχίες Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι τῆς ξεχύθηκαν σ’ ὅλο τον μεσογειακό χώρο, ἀμαυρώνοντας τὸ ὄνομα τοῦ Περσέα. Οἱ Ρωμαῖοι δέν δέχτηκαν καμιά πρεσβεία τοῦ Περσέα, Ποῦ θὰ είχε τὴ δυνατότητα νὰ ὑπερασπιστεῖ τον ἑαυτὸ του. Ο πόλεμος είχε προαποφασιστεῖ. Ο Περσέας επιζητοῦσε την εἰρήνη , ἀλλὰ μία εἰρήνη τιμητική Καὶ μὲ ἰσχυρή Μακεδονία. Εἶχε σεβαστεῖ ὅλες τὶς ὑποχρεώσει του Καὶ τοὺς ὅρους τῆς συνθήκης μὲ τὴ Ρώμη. Ἐπιπλέον, είχε ἀποκαταστήσει τὸ γόητρο τῆς χώρας του στόν ἑλληνικὸ χώρο Καὶ είχε κερδίσει συμπάθειες, ἐκτοπίζοντας την θέση τῆς Ρώμης ὡς ἐλευθερώτριας Καὶ κατά συνέπεια ἐξουσιάστριας τῶν Ἑλλήνων.
Τον Δεκέμβριο τοῦ 172π.Χ. η Ρώμη κήρυξε, ἀνεπίσημα, τον πόλεμο στὴν Μακεδονία. Ἕνας διπλωματικός ὀργασμός ἔλαβε χώρα σὲ ὅλῃ την Μεσόγειο. Οἵ Ρωμαῖοι ξεκίνησαν νὰ στέλνουν προφυλακές, ἀρχικά στὴν Ἰλλυρία Καὶ ἔπειτα μέσα στὸν ἑλληνικὸ χώρο. Ἕνας ἀπεσταλμένος τῆς Ρώμης, ὁ Μάρκιος Φίλιππος, βρέθηκε στὴν Λάρισα Καὶ ὁ Περσέας, μόλις τὸ πληροφορήθηκε, ζήτησε συνάντηση μαζί του. Ο πατέρας τοῦ Μάρκιου ὑπήρξε φιλοξενούμενος κάποτε τοῦ πατέρα του Περσέα Καὶ ὑπῆρχε οἰκειότητα μεταξύ τους. Κατά την συνάντηση, ὁ Μάρκιος πρότεινε φιλικά, ὅπως πίστευε ὁ Περσέας, νὰ στείλει ἀπεσταλμένους στὴ Ρώμη γιὰ ἕναν διακανονισμό μὲ θεμιτούς ὄρους. Ὁ Περσέας συμφώνησε, ἀλλὰ οἱ πρέσβεις θὰ ἔκαναν ἕνα μῆνα, μέσα στὸ χειμῶνα, γιὰ νὰ φτάσουν. Ο Περσέας είχε ἐξαπατηθεῖ! Η Σύγκλητος ήταν ἀποφασισμένη γιὰ πόλεμο Καὶ προσπαθοῦσε νὰ κερδίσει χρόνο γιὰ νὰ μαζέψει μεγαλύτερες δυνάμεις.


Ο βασιλιάς Περσέας παραδίδεται στον Αιμίλιο Παύλο.
 Πίνακας του Jean-François-Pierre Peyron,
Βουδαπέστη.
Τον Μάρτιο του 171π.Χ. οι απεσταλμένοι του Περσέα απευθύνθηκαν σε ώτα μη ακουόντων! Η Σύγκλητος διέταξε όλους τους Μακεδόνες που βρίσκονταν στην Ιταλία να την εγκαταλείψουν μέσα σε τριάντα μέρες. Στο μεταξύ, ο κύριος όγκος του ρωμαϊκού στρατού πέρασε στην Ιλλυρία. Τα ρωμαϊκά πιόνια ήταν όλα στη θέση τους για το άνοιγμα της σκακιέρας! Τα ελληνικά κράτη, που στην πλειοψηφία τους συμπαθούσαν τον Περσέα, αλλά φοβούνταν την Ρώμη, προσπάθησαν να ουδετεροποιηθούν.
Ο Περσέας τότε βεβαιώθηκε πως είχε εξαπατηθεί και η Ρώμη κέρδιζε στο διπλωματικό παιχνίδι. Το δίκαιο ήταν με το μέρος του: οι Ρωμαίοι είχαν καταπατήσει την ειρήνη! Στο συμβούλιο στα ανάκτορα στην Πέλλα, οι εταίροι θεώρησαν πως οι παραχωρήσεις ήταν ανώφελες και ότι σκοπός της Ρώμης ήταν να εκτοπίσει την Μακεδονία. Στο όνομα της τιμής και της δικαιοσύνης, ο Περσέας αποφάσισε τον πόλεμο. Στην ομιλία του υπογράμμισε τις αδικίες της Ρώμης, την διπροσωπία του Μάρκιου Φιλίππου και την προδοτική κίνηση των ρωμαϊκών στρατευμάτων κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Όταν είπε πως η επιλογή ήταν ανάμεσα στην ελευθερία ή στην σκλαβιά, ο στρατός κραύγασε ζητώντας δράση. Ο κύβος είχε ριφθεί!
Ο ρωμαϊκός στρατός αποτελούνταν από 2.000 ιππείς και 35.000 πεζούς συν τις επικουρίες του Ευμένη που του παρέσχε 1.000 ιππείς και 6.000 πεζούς. Η ρωμαϊκή γραμμή ανεφοδιασμού ξεκινούσε ανατολικά από την Χαλκίδα και την Βοιωτία και δυτικά από την Αμβρακία και κατέληγε στους Γόμφους της Θεσσαλίας.

Πεζέταιρος της Μακεδονικής φάλαγγας
Ο Περσέας ποῦ δέν πρόλαβε νά προωθηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴ μακεδονική ἐπικράτεια, επειδή ἔχασε χρόνο περιμένοντας τὰ ἀποτελέσματα τῆς πρεσβείας, είχε Καὶ αὐτός ἀρκετές δυνάμεις ποῦ στὸ σύνολο τους ἔφτασαν τὶς 43.000. Πιό ἀναλυτικά, ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποῦ ἔχουμε 21.000 Μακεδόνες ἀποτελοῦσαν την περίφημη μακεδονική φάλαγγα μαζί μὲ 5.000 περίπου ἐπιφανεῖς πεζούς. Οἱ ἱππεῖς του ἄγγιζαν τὶς 3.000. Ἐπιπλέον, πήρε ἀπὸ τοῦς συμμάχους του 1.000 ἱππεῖς Ὁδρύσες Θράκες Καὶ ἄλλους 13.000 πεζοῦ ποῦ κατανέμονται ὡς ἐξῆς: 7.000 Ὁδρύσες Θράκες, 3.000 Κρῆτες, 2.000 Γαλάτες, 500 Αἱτωλοῦς καὶ Βοιωτούς καὶ ἄλλους 500 ἀπὸ διάφορα Ἑλληνικά κράτη. Ὁ σαραντάχρονος, περίπου, Περσέας είχε τὴ διοίκηση. Οἱ ἀπώλειες ἀπὸ την πανωλεθρία στὶς Κυνὸς κεφαλές, εἴκοσι ἔξι ἔτη πριν, εἶχαν ἀναπληρωθεῖ ἀπὸ μία νέα γενιά στρατιωτῶν ποῦ είχε ἀποκτήσει ἐμπειρία ἀπὸ τοὺς πολέμους στή Θράκη. Διέθετε πολλά ἀποθέματα σὲ τρόφιμα καὶ ὁπλικά συστήματα καὶ στόχος του ήταν μία μάχη ἐκ παρατάξεως, ὅπου ἡ φάλαγγα θὰ είχε τὸ πλεονέκτημα. Γι’ αύτό φρόντισε νὰ ἀποκλείσει τὰ στενά περάσματα ποῦ ὁδηγοῦσαν ἀπὸ την Θεσσαλία στὴν Μακεδονία, τὰ Τέμπη καὶ την Βολουστάνα (ἀπὸ τὰ σημερινά Σέρβια Κοζᾶνης προς Σαραντάπορο).
Σὲ μία πρώτη μικρὴ μάχη κοντά στὸν Παγασητικό Κόλπο, οι Μακεδόνες διέλυσαν τὸ Ρωμαϊκὸ στράτευμα ποῦ βρισκόταν εκεί, προξενῶντας ἀπώλειες περίπου 2.500 στρατιωτῶν. Ὁ Περσέας ἀμέσως ζήτησε καὶ πάλι εἰρήνη , προθυμοποιήθηκε νὰ ἀποζημιώσει τοὺς Ρωμαίους καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὸ παλαιό status quo. Οἱ Ρωμαῖοι ἀν καὶ “λαβωμένοι” ἀπέρριψαν τὶς προτάσεις. Στὸ μεταξύ ὅλο καὶ περισσότεροι Έλληνες ἔδειχναν συμπάθεια προς τον Περσέα, διότι οἱ Ρωμαῖοι εὐνοοῦσαν συνεχῶς τοὺς ὀλιγαρχικούς καὶ κατέσφαζαν τοὺς διαφωνοῦντες.
Τοὺς ἐπόμενους μῆνες, μονάδες τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ ἔκαναν ἐπίδειξη ἰσχύος καταλαμβάνοντας πόλεις καὶ Ῥωμαϊκὰ ὀχυρά στὴν Ἰλλυρία, κάτι ποῦ φόβισε τοὺς Ρωμαίους, επειδή φοβήθηκαν πὼς θὰ κόβονταν ἡ γραμμή ἀνεφοδιασμοῦ τους. Κάπου ἐδῶ, τὸ καλοκαίρι τοῦ 169π.Χ. σύμφωνα μὲ τον Πολύβιο καὶ τον Λίβιο συμβαίνει κάτι τὸ μεταφυσικό! Ὁ Περσέας ἀπὸ ἱκανός ἡγέτης μεταβάλλεται Ἁπλῶς σὲ ἕνα ἠλίθιο, μία ἀλλαγὴ προσωπικότητας σὲ βαθμό παθολογικό! Ἐξυμνοῦνται ὄλοι οἱ Ρωμαῖοι διοικητές, ἑνῶ ὸ Περσέας είναι ἕνας ἀνόητος ποὺ ἀντιστέκεται καὶ δέν ἔχει καταλάβει πῶς ὁ θρίαμβος τῆς Ρώμης είναι προκαθορισμένος ἀπὸ τὸ πεπρωμένο!
Οἱ Ρωμαῖοι συνέχιζαν συνεχῶς νὰ στέλνουν ενισχύσεις καὶ ὁ Περσέας σφράγισε καὶ τὸ πέρασμα τῆς Πέτρας, ποῦ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τον Κάτω Ὄλυμπο στὴν Πιερία καὶ ἔκανες βάση του τὸ Δίον. Ο Μάρκιος Φίλιππος προσπάθησε νὰ διαβεῖ τὰ στενά τῆς Πέτρας ἀλλὰ μέτρησε πολλές ἀπώλειες καὶ ἀποσύρθηκε. Ὅλο τὸ ἔτος τοῦ 169π.Χ. ἀνῆκε στὸν Περσέα. Εἶχε νικήσει σὲ Ὅλες τὶς άψιμαχίες καὶ είχε προκαλέσει μεγάλες ἀπώλειες στοὺς ἀντιπάλους του. κατάφερε καὶ ἔδιωξε ἀπὸ τὶς ἀκτές τῆς Μακεδονίας τὰ Ἀραμαϊκά πλοῖα καὶ τὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ του ήταν πολύ ὑψηλό. Ὁ Ἰλλυριός Γένθιος συμμάχησε μαζί του καὶ ἔγινε πρόταση καὶ στὴν ἀμφιταλαντευόμενη καὶ ἰσχυρή Ρόδο να συμμαχήσει καὶ αὐτή. Ἀντιθέτως, ὁ Ἀντίοχος καὶ ὁ Εὐμένης ἀπέρριψαν τὶς προτάσεις του. Πρόσδεσε ὦμος στὸ ἄρμα τοῦ την Ἠπειρωτική Συμπολιτεία, κάτι ποὺ θὰ πλήρωναν ἀργότερα οἱ Ἠπειρῶτες, όταν 70.000 ἀπὸ αὐτοὺς θὰ σφάζονταν ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους!
Ἡ λεγεῶνα (λατ. legio) ήταν στρατιωτικὴ μονάδα στὴν αρχαία Ρώμη ποὺ ἀποτελοῦνται ἀπὸ 4.000 - 10.000 ἅνδρες συνήθως. Συγκροτοῦνταν ἀπὸ 30 τάγματα καὶ κάθε τάγμα είχε 2 ἐκατονταρχίες. Συνολικά ἡ λεγεῶνα είχε 60 ἐκατονταρχίες.
Τό 168π.Χ ἀναλαμβάνει νέος ὕπατος τῆς Ρώμης ὁ σπουδαῖος Αἰμίλιος Παῦλος καὶ καταφέρνει νὰ ἐξοικονομήσει ἀπὸ την Σύγκλητο νέες στρατιωτικές δυνάμεις. Με τὶς δυνάμεις αὐτὲς ὑποτάσσει τον Γένθιο καὶ ἀποκτοῦν καὶ πάλι τον ἔλεγχο τῆς Ἰλλυρίας. Οἱ Ρωμαῖοι σταδιακὰ συγκεντρώνονται στὴν Θεσσαλία μὲ 4.000 ἱππεῖς καὶ 40.000 πεζούς. Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος ἐπιβάλλει πειθαρχία καὶ ἀνυψώσει τὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ, τὸ ὁποῖο είχε κλυδωνιστεί ἀπὸ τὶς μέχρι τότε ᾖττες του. Ὁ Περσέας ἐξακολουθοῦσε νὰ ἔχει τοὺς 43.000 στρατιῶτες καὶ ἄλλους 10.000 σὲ ἐπιλεγμένα σημεία τῆς Μακεδονίας γιὰ τον ἔλεγχο τῶν ακτῶν τῆς Εκπαίδευε συνεχῶς καὶ μὲ ἀμείωτους ρυθμούς τοῦς ἄνδρες του, μέχρι καὶ τὰ ἄλογα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς ἐλέφαντες τῶν Ρωμαίων. Ἔτσι ἔφτιαξε ὁμοιώματα ἐλεφάντων, μία ποῦ ὁ Ἴδιος δέν διέθετε. Κάτω ἀπό τον ἐπιβλητικὸ ὄγκο τοῦ Ὀλύμπου, ἡ ἀνθρωπότητα θὰ ζοῦσε μία ἀπὸ τὶς πιὸ καθαριστικές μάχες τῆς ἱστορίας της!
Ὁ Περσέας εἶχε ὀχυρώσει ὅλη τὴ νότια Πιερία καὶ είχε πολύ κοντά τὶς γραμμές τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ του. Φοβούμενος ὦμος μήπως δεχτεῖ ἐπίθεση ἀπό πίσω λόγω ἀποβίβασης τοῦ ἐχθρικού στόλου, μετέφερε τὸ στρατόπεδο του 24χλμ πιὸ πίσω, μπροστά ἀπὸ την Πύδνα (2χλμ νότια τοῦ Μακρυγιάλου). Ήταν καὶ αὐτὴ μία σοφή ἐπιλογὴ γιὰ τὸν (ἠλίθιο, σύμφωνα μὲ τὸ Πολύβιο) Περσέα, ἀφοῦ ἡ περιοχή εἶχε ἀρκετούς χειμάρρους ποὺ παρεῖχαν νερό καὶ ἡ πόλη ἰσχυρά τείχη.
  1. Στὶς 16 Ιουνίου τοῦ 168π.Χ. ὁ Αἰμίλιος Παῦλος ἑνώνεται μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ ἄλλου διοικητή Σκιπίωνα Νασίκα στὰ δυτικά τῆς σημερινῆς Κατερίνης καὶ βαδίζουν πάνω ἀπό τοὺς λόφους καὶ ὄχι ἀπὸ την πεδιάδα, ὥσπου βρέθηκαν ἀπρόσμενα μπροστά στὴν Πύδνα καὶ τον παραταγμένο Μακεδονικό στρατό. Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος γρήγορα διόρθωσε τὸ σφάλμα του καὶ μὲ ἑλιγμούς ἀποτράβηξε τὸ στράτευμα του. Οἱ Μακεδόνες δέν πρόλαβαν νὰ καλύψουν τὸ ἕνα χιλιόμετρο ποῦ τοὺς χώριζε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους λόγω τοῦ βαρὺ ὁρκισμοῦ τους καὶ τῆς παράταξής τους, ἀφοῦ ἀνέμεναν σὲ στάση ἄμυνας καὶ ὄχι ἐπίθεσης. Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος ἔστησε βιαστικά τὸ στρατόπεδο στὴν πλαγιά ἐνὸς λόφου, ὅπου ἡ φάλαγγα τῶν Μακεδόνων ἔχανε τὸ πλεονέκτημα, καὶ Ἐπιπλέον είχε θέα στὴν πεδιάδα ἀλλὰ δέν είχε άνεφοδιασμό. Ὁ Περσέας, εὐφυῶς, τοποθέτησε τὸ στράτευμα ἀνάμεσα στήν ἀκτὴ καὶ στόν λόφο γιὰ νὰ κόψει τον άνεφοδιασμό. Στὶς 21 Ἰουνίου ἔγινε ἔκλειψη Σελήνης καὶ θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι, πὼς δηλαδή θὰ γίνει καὶ ἔκλειψη ἑνὸς βασιλιά! Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος γνώριζε βέβαια ἀπὸ πριν αὐτό τὸ φυσικό φαινόμενο, ἀλλά δέν μίλησε ἀφοῦ εἰδὲ νὰ ἀναπτερώνεται τὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ του.
τελικῶς, στὶς 22 Ἰουνίου, τὸ ἀπόγευμα, μιὰ ἁψιμαχία ὁδήγησε στή μεγάλη μάχη. Η γραμμή τῶν Μακεδόνων είχε πλάτος 3,5χλμ, μὲ την φάλαγγα νὰ καταλαμβάνει τὸ 1,5χλμ καί νὰ ἔχει βάθος 16 ἄνδρες Ο Περσέας τέθηκε ἐπικεφαλῆς τῆς δεξιᾶς πτέρυγας τοῦ ἱππικοῦ. Οἱ Μακεδόνες ἀναπτύχθηκαν γρηγορότερα, μὲ την τρομερή φάλαγγα νὰ ἐπιτίθεται στὴν κακοσυνταγμένη ρωμαϊκή γραμμή. Η Θέα τῆς φάλαγγας, μὲ τὶς σάρισες ὄρθιες καθώς προχωροῦσε γέμισε μὲ τρόμο τον Αἰμίλιο Παῦλος, ποῦ σύμφωνα μὲ τον Λίβιο, θὰ τον θυμόταν γιὰ χρόνια! Μόλις ἔπεσαν οἱ σάρισες καί ὠθήθηκαν μπροστά, οἱ πρῶτες σειρὲς τῶν Ρωμαίων κατακρεουργήθηκαν, ἀλλὰ ἔτσι ὅπως ὑποχωροῦσαν οἱ λεγεωνάριοι καί ἔφτασαν στὴν πλαγιά, ἡ φάλαγγα ἄρχισε νὰ χάνει τον σχηματισμό τῆς Ὁ ὁξύνους Αἰμίλιος Παῦλος τὸ διαπίστωσε ἔγκαιρα καί ἔδωσε διαταγὴ νὰ δημιουργηθούν σπείρες(100 περίπου ἄνδρες) καί νὰ ἐπιτίθενται στὰ κενά τῆς φάλαγγας. Στὴ μάχη σῶμα με σῶμα εὐνοοῦνταν τὸ κοντά ἐγχειρίδιο τῶν λεγεωνάριων, ἀφοῦ ἡ φάλαγγα ήταν τρομερή μόνο σὲ ἐπίπεδο ἔδαφος καί σὲ πυκνό σχηματισμό. Οἱ φαλαγγίτες δέν Μποροῦσαν νὰ ἐλιχτοῦν μὲ την ἐξάμετρη καί βαριά σάρισα. Ἐκείνη τη στιγμή ἡ σάρισα ήταν, ἁπλῶς, βάρος καί ἄχρηστη γιὰ τέτοιου εἴδους μάχη.
Ο Αἰμίλιος Παῦλος τότε ἐξαπέλυσε καί τοὺς ἐλέφαντες πάνω στὸ ἱππικὸ τῶν Μακεδόνων ποῦ είχε ἔρθει νὰ βοηθήσει την φάλαγγα. Η ἐκπαίδευση τῶν ἀλόγων γιὰ την ἀντιμετώπιση τῶν ἐλεφάντων ἀποδείχτηκε ἄχρηστη, ἀφοῦ πανικοβλήθηκαν ἀπὸ την Θέα καί την μυρωδιὰ τῶν τεράστιων ζώων καί σκόρπισαν τον πανικό. Στὸ μεταξύ, ἡ φάλαγγα σφαζόταν ἀνελέητα ἀπὸ ὅλες τὶς μεριές, ἐνῶ όσοι πήγαιναν προς την ἀκτὴ τσαλαπατιούνταν από τοὺς ἐλέφαντες
Με την πτώση τῆς νύχτας, οἱ Μακεδόνες εἶχαν 25.000 νεκρούς! Τίς ἑπόμενες μέρες 5.000 περιπλανώμενοι Μακεδόνες συνελήφθησαν καί 6.000 αἰχμαλωτίστηκαν στὴν Πύδνα. Ο Μακεδονικός στρατός ἔπαψε νὰ ὑπάρξει!
Ἄν στὶς 16 Ἰουνίου, όταν οἱ Ρωμαῖοι βρέθηκαν κατά λάθος μπροστά στον Μακεδονικό στρατό, ο Περσέας ἐπιτιθόταν ποιὸ γρήγορα θὰ είχε τσακίσει τοὺς ἀσύνταχτους Ρωμαίους. Τὴ μέρα τῆς μάχης ὁ Περσέας πάντως ήταν ποιό γρήγορος στὶς κινήσεις τοῦ ἀλλὰ τον Αἰμίλιος Παῦλος τον ἔσωσε τὸ ἀνώμαλο ἔδαφος καί ἡ ἔγκαιρη παρατήρησή τοῦ τῆς διάσπασης τῆς φάλαγγας.
Η Μάχη τῆς Πύδνας ήταν ἡ τελευταία ἀποφασιστική μάχη τοῦ Τρίτου Μακεδονικοῦ πολέμου (171 - 168 π.Χ.) μεταξύ Ρωμαίων καί Μακεδόνων καί ἔγινε στὶς 22 Ἰουνίου τοῦ 168 π.Χ.. Η ἔκβαση τῆς μάχης αὑτῆς σήμανε καί την ὁριστικὴ ὑποταγὴ τῆς Ἑλλάδας Στούς Ρωμαίους.



Οἱ ποιὸ πολλές ἱστορικὲς πηγές δέν ἀναγνωρίζουν την προσπάθεια τοῦ Περσέα καὶ ἐξυμνοῦν τον Αἰμίλιο Παῦλο. Ὁ Περσέας ὀχυρώθηκε θαυμάσια, ἀλλὰ δέν είχε την τύχη τοῦ ἀντιπάλου του. Τό λάθος του ήταν ὁ κακός ὑπολογισμός καὶ ἴσως ἡ διστακτικότητά του. Μόνον ὁ ἱστορικός Ποσειδώνιος ὑπεράσπισε τον Περσέα στὶς ἀναφορές τῶν φιλορωμαίων γιὰ δειλία. ὁ Περσέας καὶ ὁ λαός του πολέμησαν γιὰ την ἐλευθερία, ἔφασαν κοντά στὴ νίκη ἀλλὰ ἡ ἀπαρχαιωμένη φάλαγγα δέν προσαρμόστηκε στὴν τακτική τῶν λεγεώνων.
Ὁ Αἰμίλιος Παῦλον ζήτησε την ἄνευ ὃρων παράδοση καὶ ὅλη την περιουσία τῆς Μακεδονίας. Ὁ Περσέας ἀρνήθηκε καὶ ζήτησε εἰρήνη . Οἱ Ρωμαῖοι ἀπέρριψαν φυσικά την πρόταση καὶ λεηλάτησαν ὅλη την Πιερία, κατέσφαξαν ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους καὶ ὅποιον ἄλλον βρῆκαν. Τό 167 π.Χ. τα λάφυρα, ἀγάλματα, ζωγραφιές, χρυσός, ἀσήμι, ὀρείχαλκος, ἐλεφαντόδοντο ἄφησαν ὅλους ἄφωνους στὸν θρίαμβος ποῦ ἔγινε στή Ρώμη. Ἡ Μακεδονία διασπάστηκε σὲ τέσσερις ἐπαρχίες, μὲ ξεχωριστές διοικήσεις, γιὰ νὰ μὴν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ σηκώσει ξανά κεφάλι. Ἡ κτηνωδία τῆς Συγκλήτου καὶ ἡ ἀρπακτικότητα τῶν Ῥωμαϊκῶν στρατευμάτων φανέρωσαν τοὺς σκοπούς τους: νὰ συντρίψουν ὁποιασδήποτε δύναμη, νὰ τιμωρήσουν τὶς ἐξεγέρσεις, ἀκόμα καὶ την οὐδετερότητα καὶ νὰ ἀσκοῦν παντοῦ τον πλήρη ἔλεγχο.
Ὁ Περσέας, φυγάς πλέον, προσπαθώντας νὰ κατευθυνθεῖ προς την Σαμοθράκη, κατέφυγε στήν Ἀμφίπολη, ὅπου καὶ παραδόθηκε. Ὁ Αἰμίλιος Παῦλος τοῦ συμπεριφέρθηκε ὡς βασιλιά καὶ ἔπειτα ὡς προνομιοῦχο αἰχμάλωτο. Ὁ Περσέας κόσμησε τον θρίαμβο του Ρωμαίου ὑπάτου στὴν Ρώμη, ἁλυσοδεμένος καὶ πέθανε αἰχμάλωτος λίγο ἀργότερα.
Οἱ ἀναφορές τοῦ Πολυβίου για τον Περσέα ήταν διαποτισμένες μὲ κακία καὶ μεροληψία. Πέρα ἀπὸ τὶς κατηγορίες γιὰ μωρία καὶ ἄγνοια, τον χαρακτήρισε ἀναξιοπρεπὴ καὶ ἄνθρωπο μὲ δαιμονισμένη σκέψη σταλμένη ἀπὸ τὸν οὐρανό! Ἄρα, παρανοϊκὸ καὶ ἐπιπόλαιο ὅπως ἔγραψε. Καί πάνω ἀπὸ ὅλα ἠλίθιο, διότι ἀντιστάθηκε στὴ Ρώμη ποῦ ήταν στὸ πεπρωμένο της νὰ κατακτήσει τον κόσμο! Δὲν δεχόμαστε τίποτα ἀπὸ αὐτά, διότι οἱ πράξεις τοῦ Περσέα ἔδειξαν τὰ ἀντίθετα. Κατανοοῦμε, βεβαίως, την παθογένεια τοῦ Πολυβίου, ἀφοῦ την ἱστορία του την ἔγραψε στὴ Ρώμη καὶ γιὰ τὸ Ρωμαϊκὸ κοινό. Δυστυχῶς πολλές φορές την ἱστορία την γράφουν οἱ νικητές. Ὡστόσο, πάντα ὑπάρχουν ῥωγμὲς απ’ ὅπου μπορεί ἡ πραγματικότητα νὰ ξεπηδήσει καὶ νὰ την ἀντικρίσουμε ἀξιολογῶντας την πάνω σὲ πιὸ ἀντικειμενικές βάσεις.

Πολύβιος, Ιστορίαι
Titus Livius, Ab urbem condita
Ἰουστίνος, Ἐπιτομή στὰ Φιλιππικά τοῦ Πομπήιου Τρώγου
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι (Αἰμίλιος Παῦλος – Τιμολέων)
Αππιανός, Μακεδονική καὶ Ιλλυρική
Διόδωρος Σικελιώτης, ἱστορική βιβλιοθήκη
N.G.L. Hammond – F.W. Walbank, ἱστορία τῆς Μακεδονία
ς
http://el.wikipedia.org

Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΥΧΗΣ Η ΑΡΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ Βʹ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΥΧΗΣ Η ΑΡΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ Βʹ


I. Διέφυγεν ἡμᾶς, ὡς ἔοικε, χθὲς εἰπεῖν, ὅτι καὶ τέχνας πολλὰς καὶ φύσεις μεγάλας ὁ κατ´ Ἀλέξανδρον χρόνος ἐνεγκεῖν εὐτύχησεν· ἢ τοῦτο μὲν οὐ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης γέγονεν ἀλλὰ τῆς ἐκείνων, μάρτυρα λαβεῖν καὶ θεατὴν τὸν ἄριστα κρῖναι τὸ κατορθούμενον καὶ μάλιστ´ ἀμείψασθαι δυνάμενον; λέγεται γοῦν, ὅτι χρόνοις ὕστερον, Ἀρχεστράτου γενομένου ποιητοῦ χαρίεντος ἐν δὲ πενίᾳ καὶ ἀδοξίᾳ διάγοντος, εἶπέ τις πρὸς αὐτόν«Ἀλλ´ εἰ κατ´ Ἀλέξανδρον ἐγένου, κατὰ στίχον ἄν σοι Κύπρον ἢ Φοινίκην ἔδωκεν.»

Οἶμαι δὲ καὶ τῶν τότε τεχνιτῶν οὐ κατ´ Ἀλέξανδρον ἀλλὰ δι´ Ἀλέξανδρον τοὺς πρώτους γενέσθαι. Καρπῶν μὲν γὰρ εὐφορίαν εὐκρασία ποιεῖ καὶ λεπτότης τοῦ περιέχοντος ἀέρος, τεχνῶν δὲ καὶ φύσεων ἀγαθῶν αὔξησιν εὐμένεια καὶ τιμὴ καὶ φιλανθρωπία βασιλέως ἐκκαλεῖται· καὶ τοὐναντίον ὑπὸ φθόνου καὶ σμικρολογίας ἢ φιλονεικίας τῶν κρατούντων σβέννυται καὶ φθίνει πᾶν τὸ τοιοῦτον. Διονύσιος γοῦν ὁ τύραννος, ὥς φασι, κιθαρῳδοῦ τινος ἀκούων εὐδοκιμοῦντος ἐπηγγείλατο δωρεὰν αὐτῷ τάλαντον· τῇ δ´ ὑστεραίᾳ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ὑπόσχεσιν ἀπαιτοῦντος«χθές» εἶπεν «εὐφραινόμενος ὑπὸ σοῦ παρ´ ὃν ᾖδες χρόνον εὔφρανα κἀγώ σε ταῖς ἐλπίσιν· ὥστ´ ἀπέχεις τὸν μισθὸν ὧν ἔτερπες ἀντιτερπόμενος.»

Ἀλέξανδρος δ´ ὁ Φεραίων τύραννος (ἔδει δὲ τοῦτο μόνον αὐτὸν καλεῖσθαι καὶ μὴ καταισχύνειν τὴν ἐπωνυμίαν) θεώμενος τραγῳδὸν ἐμπαθέστερον ὑφ´ ἡδονῆς διετέθη πρὸς τὸν οἶκτον. Ἀναπηδήσας οὖν ἐκ τοῦ θεάτρου θᾶττον ἢ βάδην ἀπῄει, δεινὸν εἶναι λέγων, εἰ τοσούτους ἀποσφάττων πολίτας ὀφθήσεται τοῖς Ἑκάβης καὶ Πολυξένης πάθεσιν ἐπιδακρύων. Οὗτος μὲν οὖν μικροῦ καὶ δίκην ἐπράξατο τὸν τραγῳδόν, ὅτι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καθάπερ σίδηρον ἐμάλαξεν. Ἀρχελάῳ δὲ δοκοῦντι γλισχροτέρῳ περὶ τὰς δωρεὰς εἶναι Τιμόθεος ᾄδων ἐνεσήμαινε πολλάκις τουτὶ τὸ κομμάτιον«σὺ δὲ τὸν γηγενέταν ἄργυρον αἰνεῖς.»

Ὁ δ´ Ἀρχέλαος οὐκ ἀμούσως ἀντεφώνησε«σὺ δέ γ´ αἰτεῖς.»

Ὁ δὲ τῶν Σκυθῶν βασιλεὺς Ἀντέας Ἰσμηνίαν τὸν αὐλητὴν λαβὼν αἰχμάλωτον ἐκέλευσεν αὐλῆσαι παρὰ πότον. Θαυμαζόντων δὲ τῶν ἄλλων καὶ κροτούντων, αὐτὸς ὤμοσεν ἀκροᾶσθαι τοῦ ἵππου χρεμετίζοντος ἥδιον. Οὕτω μακρὰν ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν Μουσῶν, καὶ τὴν ψυχὴν ἐν ταῖς φάτναις εἶχεν, οὐχ ἵππων ἀλλ´ ὄνων ἐπιτηδειοτέραν ἀκούειν. Τίς ἂν οὖν παρὰ τοιούτοις βασιλεῦσιν αὔξησις ἢ τιμὴ τέχνης γένοιτο καὶ Μούσης τοιαύτης; ἀλλ´ οὐδὲ παρὰ τοῖς κακοτέχνοις ἐθέλουσιν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο βασκανίᾳ καὶ δυσμενείᾳ τοὺς ἀληθῶς τεχνίτας καθαιροῦσιν. Οἷος ἦν πάλιν αὖ Διονύσιος ὁ τὸν ποιητὴν Φιλόξενον εἰς τὰς λατομίας ἐμβαλών, ὅτι τραγῳδίαν αὐτοῦ διορθῶσαι κελευσθεὶς εὐθὺς ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ὅλην μέχρι τῆς κορωνίδος περιέγραψεν. Ἦν δὲ καὶ Φίλιππος ἐν τούτοις ὑπ´ ὀψιμαθίας ἑαυτοῦ μικρότερος καὶ νεοπρεπέστερος· ὅθεν καί φασι πρός τινα ψάλτην περὶ κρουμάτων αὐτοῦ διαφερομένου καὶ δοκοῦντος ἐξελέγχειν, ἀτρέμα μειδιάσαντα τὸν ἄνθρωπον εἰπεῖν«μὴ γένοιτό σοι, βασιλεῦ, ἀθλίως οὕτως, ἵνα ταῦτ´ ἐμοῦ βέλτιον εἰδῇς.»


II. Ἀλλ´ Ἀλέξανδρος εἰδὼς τίνων δεῖ θεατὴν εἶναι καὶ ἀκροατὴν καὶ τίνων ἀγωνιστὴν καὶ αὐτουργόν, ἤσκει μὲν ἀεὶ διὰ τῶν ὅπλων δεινὸς εἶναι καὶ κατὰ τὸν Αἰσχύλον«Βριθὺς ὁπλιτοπάλας, δάιος ἀντιπάλοις.»

Ταύτην τέχνην ἔχων προγονικὴν ἀπ´ Αἰακιδῶν, ἀφ´ Ἡρακλέους, ταῖς δ´ ἄλλαις τέχναις τὸ τιμᾶν ἄνευ τοῦ ζηλοῦν ἀπεδίδου κατὰ τὸ ἔνδοξον αὐτῶν καὶ χαρίεν, τῷ τέρπειν δ´ οὐκ ἦν εὐάλωτος εἰς τὸ μιμεῖσθαι. Γεγόνασι δὲ κατ´ αὐτὸν τραγῳδοὶ μὲν οἱ περὶ Θετταλὸν καὶ Ἀθηνόδωρον, ὧν ἀνταγωνιζομένων ἀλλήλοις, ἐχορήγουν μὲν οἱ Κύπριοι βασιλεῖς ἔκρινον δ´ οἱ δοκιμώτατοι τῶν στρατηγῶν. Ἐπεὶ δ´ ἐνίκησεν Ἀθηνόδωρος,«Ἐβουλόμην ἄν» ἔφη «μᾶλλον ἀπολωλεκέναι μέρος τῆς βασιλείας ἢ Θετταλὸν ἐπιδεῖν ἡττημένον.»

Ἀλλ´ οὔτ´ ἐνέτυχε τοῖς κριταῖς οὔτε τὴν κρίσιν ἐμέμψατο, πάντων οἰόμενος δεῖν περιεῖναι, τοῦ δικαίου δ´ ἡττᾶσθαι. Κωμῳδοὶ δ´ ἦσαν οἱ περὶ Λύκωνα τὸν Σκαρφέα· τούτῳ δ´ εἴς τινα κωμῳδίαν ἐμβαλόντι στίχον αἰτητικὸν γελάσας ἔδωκε δέκα τάλαντα. Κιθαρῳδοὶ δ´ ἄλλοι τε καὶ Ἀριστόνικος, ὃς ἐν μάχῃ τινὶ προσβοηθήσας ἔπεσε λαμπρῶς ἀγωνισάμενος. Ἐκέλευσεν οὖν αὐτοῦ γενέσθαι χαλκοῦν ἀνδριάντα καὶ σταθῆναι Πυθοῖ, κιθάραν ἔχοντα καὶ δόρυ προβεβλημένον, οὐ τὸν ἄνδρα τιμῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ μουσικὴν κοσμῶν ὡς ἀνδροποιὸν καὶ μάλιστα δὴ πληροῦσαν ἐνθουσιασμοῦ καὶ ὁρμῆς τοὺς γνησίως ἐντρεφομένους. Καὶ γὰρ αὐτός, Ἀντιγενίδου ποτὲ τὸν ἁρμάτειον αὐλοῦντος νόμον, οὕτω παρεξέστη καὶ διεφλέγη τὸν θυμὸν ὑπὸ τῶν μελῶν, ὥστε τοῖς ὅπλοις ᾄξας ἐπιβαλεῖν τὰς χεῖρας ἐγγὺς παρακειμένοις καὶ μαρτυρῆσαι τοῖς Σπαρτιάταις ᾄδουσιν«Ἕρπει γὰρ ἄντα τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίδδειν.»

Ἦν δὲ καὶ Ἀπελλῆς ὁ ζωγράφος καὶ Λύσιππος ὁ πλάστης κατ´ Ἀλέξανδρον· ὧν ὁ μὲν ἔγραψε τὸν κεραυνοφόρον οὕτως ἐναργῶς καὶ κεκραμένως, ὥστε λέγειν, ὅτι δυεῖν Ἀλεξάνδρων ὁ μὲν Φιλίππου γέγονεν ἀνίκητος, ὁ δ´ Ἀπελλοῦ ἀμίμητος. Λυσίππου δὲ τὸ πρῶτον Ἀλέξανδρον πλάσαντος ἄνω βλέποντα τῷ προσώπῳ πρὸς τὸν οὐρανὸν (ὥσπερ αὐτὸς εἰώθει βλέπειν Ἀλέξανδρος ἡσυχῆ παρεγκλίνων τὸν τράχηλον) ἐπέγραψέ τις οὐκ ἀπιθάνως«αὐδασοῦντι δ´ ἔοικεν ὁ χάλκεος εἰς Δία λεύσσων·

Γᾶν ὑπ´ ἐμοὶ τίθεμαι· Ζεῦ, σὺ δ´ Ὄλυμπον ἔχε.»

Διὸ καὶ μόνον Ἀλέξανδρος ἐκέλευε Λύσιππον εἰκόνας αὐτοῦ δημιουργεῖν. Μόνος γὰρ οὗτος, ὡς ἔοικε, κατεμήνυε τῷ χαλκῷ τὸ ἦθος αὐτοῦ καὶ συνεξέφαινε τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν· οἱ δ´ ἄλλοι τὴν ἀποστροφὴν τοῦ τραχήλου καὶ τῶν ὀμμάτων τὴν διάχυσιν καὶ ὑγρότητα μιμεῖσθαι θέλοντες οὐ διεφύλαττον αὐτοῦ τὸ ἀρρενωπὸν καὶ λεοντῶδες. Ἐν δ´ οὖν τοῖς ἄλλοις τεχνίταις καὶ Στασικράτης ἦν ἀρχιτέκτων, οὐδὲν ἀνθηρὸν οὐδ´ ἡδὺ καὶ πιθανὸν τῇ ὄψει διώκων, ἀλλὰ καὶ χειρὶ μεγαλουργῷ καὶ διαθέσει χορηγίας βασιλικῆς οὐκ ἀποδεούσῃ χρώμενος. Οὗτος ἀναβὰς πρὸς Ἀλέξανδρον ἐμέμφετο τὰς γραφομένας εἰκόνας αὐτοῦ καὶ πλαττομένας καὶ γλυφομένας, ὡς ἔργα δειλῶν καὶ ἀγεννῶν τεχνιτῶν·«Ἐγὼ δ´» εἶπεν «εἰς ἄφθαρτον, ὦ βασιλεῦ, καὶ ζῶσαν ὕλην καὶ ῥίζας ἔχουσαν ἀιδίους καὶ βάρος ἀκίνητον καὶ ἀσάλευτον ἔγνωκά σου τὴν ὁμοιότητα καταθέσθαι τοῦ σώματος. Ὁ γὰρ Θρᾴκιος Ἄθως, ᾗ μέγιστος αὐτὸς αὑτοῦ καὶ περιφανέστατος ἐξανέστηκεν, ἔχων ἑαυτῷ σύμμετρα πλάτη καὶ ὕψη καὶ μέλη καὶ ἄρθρα καὶ διαστήματα μορφοειδῆ, δύναται κατεργασθεὶς καὶ σχηματισθεὶς εἰκὼν Ἀλεξάνδρου καλεῖσθαι καὶ εἶναι, ταῖς μὲν βάσεσιν ἁπτομένου τῆς θαλάσσης, τῶν δὲ χειρῶν τῇ μὲν ἐναγκαλιζομένου καὶ φέροντος πόλιν ἐνοικουμένην μυρίανδρον, τῇ δὲ δεξιᾷ ποταμὸν ἀέναον ἐκ φιάλης σπένδοντος εἰς τὴν θάλασσαν ἐκχεόμενον. Χρυσὸν δὲ καὶ χαλκὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ ξύλα καὶ βαφάς, ἐκμαγεῖα μικρὰ καὶ ὠνητὰ καὶ κλεπτόμενα καὶ συγχεόμενα, καταβάλωμεν.»

Ταῦτ´ ἀκούσας Ἀλέξανδρος τὸ μὲν φρόνημα τοῦ τεχνίτου καὶ τὸ θάρσος ἀγασθεὶς ἐπῄνεσεν,«Ἔα δὲ κατὰ χώραν» ἔφη «τὸν Ἄθω μένειν· ἀρκεῖ γὰρ ἑνὸς βασιλέως ἐνυβρίσαντος εἶναι μνημεῖον· ἐμὲ δ´ ὁ Καύκασος δείξει καὶ τὰ Ἠμωδὰ καὶ Τάναϊς καὶ τὸ Κάσπιον πέλαγος· αὗται τῶν ἐμῶν ἔργων εἰκόνες.»


III. Ἀλλὰ φέρε πρὸς θεῶν ἐκτελεσθῆναι καὶ φανῆναι τοιοῦτον ἔργον· ἔσθ´ ὅστις ἂν ἰδὼν ὑπέλαβε κατὰ τύχην γεγονέναι καὶ αὐτομάτως τὸ σχῆμα καὶ τὴν διάθεσιν καὶ τὸ εἶδος; οὐδεὶς ἂν οἶμαι. Τί δέ; Τὸν κεραυνοφόρον; τί δέ; τὸν ἐπὶ τῆς αἰχμῆς προσαγορευόμενον; εἶτ´ ἀνδριάντος μὲν μέγεθος οὐκ ἂν ἄνευ τέχνης ὑπὸ τύχης γένοιτο χρυσὸν καὶ χαλκὸν καὶ ἐλέφαντα καὶ πολλὴν καὶ πλουσίαν ὕλην καταχεαμένης καὶ παραβαλούσης, ἄνδρα δὲ μέγαν, μᾶλλον δὲ τῶν γεγονότων ἁπάντων μέγιστον, ἐνδέχεται χωρὶς ἀρετῆς ἀποτελεσθῆναι διὰ τύχην, ὅπλα καὶ χρήματα καὶ στόλους καὶ ἵππους παρασκευάσασαν; ἃ τῷ μὴ μαθόντι χρῆσθαι κίνδυνός ἐστιν οὐ δύναμις, οὐδὲ κόσμος ἀλλ´ ἔλεγχος τῆς ἀσθενείας καὶ μικρότητος. Ὀρθῶς γὰρ Ἀντισθένης ἔλεγεν ὅτι «πάντα δεῖ τοῖς πολεμίοις εὔχεσθαι τἀγαθὰ πλὴν ἀνδρείας· γίνεται γὰρ οὕτως οὐ τῶν ἐχόντων, ἀλλὰ τῶν κρατούντων». Διὰ τοῦτό φασι καὶ τὴν φύσιν ἀγεννεστάτῳ ζῴῳ τῷ ἐλάφῳ κέρατα θαυμαστὰ τῷ μεγέθει καὶ τραχύτητι πρὸς ἄμυναν ἐμφῦσαι, διδάσκουσαν ἡμᾶς ὡς οὐδὲν ὠφελεῖ τὸ ἰσχύειν καὶ ὡπλίσθαι τοὺς μένειν καὶ θαρρεῖν μὴ δυναμένους. Οὕτως καὶ ἡ τύχη πολλάκις ἀτόλμοις καὶ ἀνοήτοις προσάπτουσα δυνάμεις καὶ ἀρχάς, αἷς ἐνασχημονοῦσι, κοσμεῖ καὶ συνίστησι τὴν ἀρετὴν ὡς μόνην μέγεθος ἀνδρὸς καὶ κάλλος οὖσαν. Εἰ μὲν γάρ, ὥς φησιν Ἐπίχαρμος,«νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει, τἄλλα δὲ τυφλὰ καὶ κωφά,»

λόγου τυγχάνει δεόμενα. Αἱ γὰρ αἰσθήσεις ἰδίας ἔχειν ἀφορμὰς δοκοῦσιν, ὅτι δὲ νοῦς ὠφελεῖ καὶ νοῦς κοσμεῖ καὶ νοῦς τὸ νικῶν καὶ κρατοῦν καὶ βασιλεῦον, τὰ δ´ ἄλλα τυφλὰ καὶ κωφὰ καὶ ἄψυχα παρέλκει καὶ βαρύνει καὶ καταισχύνει χωρὶς ἀρετῆς τοὺς ἔχοντας, ἀπὸ τῶν πραγμάτων λαβεῖν ἔστι. Τῆς γὰρ αὐτῆς δυνάμεως ὑποκειμένης καὶ ἡγεμονίας Σεμίραμις μὲν οὖσα γυνὴ στόλους ἐπλήρου καὶ φάλαγγας ὥπλιζε καὶ Βαβυλῶνας ἔκτιζε, καὶ περιέπλει τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν Αἰθίοπας καταστρεφομένη καὶ Ἄραβας, Σαρδανάπαλος δ´ ἀνὴρ πεφυκὼς ἔξαινεν οἴκοι πορφύραν, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος· ἀποθανόντος δ´ αὐτοῦ, λιθίνην εἰκόνα κατασκευάσαντες ἐπορχουμένην ἑαυτῇ βαρβαριστὶ καὶ τοῖς δακτύλοις ὑπὲρ κεφαλῆς οἷον ὑποψοφοῦσαν, ἐπέγραψαν«ἔσθιε, πῖνε, ἀφροδισίαζε· τἄλλα δ´ οὐδέν.»

Ὁ μὲν οὖν Κράτης ἰδὼν χρυσῆν εἰκόνα Φρύνης τῆς ἑταίρας ἑστῶσαν ἐν Δελφοῖς ἀνέκραγεν, ὅτι τοῦτο τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀκρασίας τρόπαιον ἕστηκε· τὸν δὲ Σαρδαναπάλου βίον ἄν τις ἢ τάφον (οὐδὲν γάρ, οἶμαι, διαφέρει) θεασάμενος εἴποι τοῦτο τῶν τῆς Τύχης ἀγαθῶν τρόπαιον εἶναι. Τί οὖν; Ἐάσωμεν τὴν Τύχην Ἀλεξάνδρου μετὰ Σαρδανάπαλον ἅψασθαι καὶ τοῦ μεγέθους ἐκείνου καὶ τῆς δυνάμεως ἀντιποιεῖσθαι; τί γὰρ αὐτῷ πλέον ἔδωκεν ὧν οἱ λοιποὶ βασιλεῖς ἔλαβον παρ´ αὐτῆς; Ὅπλων, ἵππων, βελῶν, χρημάτων, δορυφόρων; ποιησάτω τούτοις ἡ Τύχη μέγαν Ἀριδαῖον, εἰ δύναται· ποιησάτω τούτοις μέγαν {Ἄμασιν ἢ} Ὦχον ἢ Ὀάρσην ἢ Τιγράνην τὸν Ἀρμένιον ἢ τὸν Βιθυνὸν Νικομήδην· ὧν ὁ μὲν τὸ διάδημα τοῖς Πομπηίου ποσὶν ὑπορρίψας αἰσχρῶς τὴν βασιλείαν ἀνέλαβε, λάφυρον γενομένην· Νικομήδης δὲ τὴν κεφαλὴν ξυράμενος καὶ πιλίον ἐπιθέμενος ἀπελεύθερον ἑαυτὸν Ῥωμαίων ἀνηγόρευσεν.


IV. Εἴπωμεν οὖν, ὅτι μικροὺς ἡ Τύχη ποιεῖ καὶ περιδεεῖς καὶ ταπεινόφρονας — ἀλλ´ οὐ δίκαιον οὔτε κακίαν εἰς ἀτυχίαν οὔτ´ ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν εἰς εὐτυχίαν τινὰ τίθεσθαι — , μέγα〈ν δὲ τῷ ἄρχειν Ἀλέξανδρον; - - - ἡ Τύχη; καὶ γὰρ ἔνδοξος ἐν ἐκείνῳ καὶ ἀήττητος καὶ μεγαλόφρων καὶ ἀνύβριστος καὶ φιλάνθρωπος· εἶτ´ ἐκλιπόντος εὐθὺς ὁ Λεωσθένης ἔλεγε τὴν δύναμιν ἐμπλανωμένην ἑαυτῇ καὶ περιπίπτουσαν ἐοικέναι τῷ Κύκλωπι μετὰ τὴν τύφλωσιν ἐκτείνοντι πανταχοῖ τὰς χεῖρας ἐπ´ οὐδένα σκοπὸν φερομένας· οὕτως ἐρρέμβετο κενεμβατοῦν καὶ σφαλλόμενον ὑπ´ ἀναρχίας τὸ μέγεθος αὐτῆς. Μᾶλλον δ´ ὥσπερ τὰ νεκρὰ σώματα, τῆς ψυχῆς ἐκλιπούσης, οὐκέτι συνέστηκεν οὐδὲ συμπέφυκεν, ἀλλ´ ἐξίσταται καὶ διαλύεται {ἀπ´ ἀλλήλων} καὶ ἄπεισι καὶ φεύγει, οὕτως ἀφεῖσα τὸν Ἀλέξανδρον ἡ δύναμις ἤσπαιρεν, ἐπάλλετο, ἐφλέγμαινε Περδίκκαις καὶ Μελεάγροις καὶ Σελεύκοις καὶ Ἀντιγόνοις ὥσπερ πνεύμασι θερμοῖς ἔτι καὶ σφυγμοῖς διᾴττουσι καὶ διαφερομένοις· τέλος δ´ ἀπομαραινομένη καὶ φθίνουσα περὶ αὑτὴν οἷον εὐλάς τινας ἀνέζεσεν ἀγεννῶν βασιλέων καὶ ἡγεμόνων ψυχορραγούντων. Αὐτὸς μὲν οὖν ταῦθ´ ὡς ἔοικεν Ἡφαιστίωνι διενεχθέντι πρὸς Κρατερὸν ἐπιτιμῶν«Τίς δ´» εἶπεν «ἡ σὴ δύναμις ἢ πρᾶξις, ἄν σού τις ἀφέλῃ τὸν Ἀλέξανδρον;»

ἐγὼ δὲ τοῦτ´ εἰπεῖν πρὸς τὴν τότε Τύχην οὐκ ὀκνήσω«Τί σου τὸ μέγεθος, τίς δ´ ἡ δόξα, ποῦ δ´ ἡ δύναμις, ποῦ δὲ τὸ ἀνίκητον, ἄν σού τις ἀφέλῃ τὸν Ἀλέξανδρον;»

τουτέστιν«Ἂν σού τις ἀφέλῃ τῶν ὅπλων τὴν ἐμπειρίαν, τοῦ πλούτου τὴν φιλοτιμίαν, τῆς πολυτελείας τὴν ἐγκράτειαν, ὧν ἀγωνίζῃ τὸ θάρσος, ἐν οἷς κρατεῖς τὴν πραότητα; ποίησον ἄλλον εἰ δύνασαι μέγαν, τοῖς χρήμασι μὴ χαριζόμενον, τοῖς στρατεύμασι μὴ προκινδυνεύοντα, τοὺς φίλους μὴ τιμῶντα, τοὺς αἰχμαλώτους μὴ ἐλεοῦντα, ταῖς ἡδοναῖς μὴ σωφρονοῦντα, τοῖς καιροῖς μὴ ἀγρυπνοῦντα, ταῖς νίκαις μὴ εὐδιάλλακτον, τοῖς κατορθώμασι μὴ φιλάνθρωπον. Τίς μέγας ἐν ἐξουσίαις μετ´ ἀβελτερίας καὶ μοχθηρίας; ἄφελε τὴν ἀρετὴν τοῦ εὐτυχοῦντος, καὶ πανταχοῦ μικρός ἐστιν, ἐν χάρισι διὰ σμικρολογίαν, ἐν πόνοις διὰ μαλακίαν, παρὰ θεοῖς διὰ δεισιδαιμονίαν, πρὸς ἀγαθοὺς διὰ φθόνον, ἐν ἀνδράσι διὰ φόβον, ἐν γυναιξὶ διὰ φιληδονίαν.»

Ὥσπερ γὰρ οἱ φαῦλοι τεχνῖται βάσεις μεγάλας μικροῖς ὑφιστάντες ἀναθήμασιν ἐλέγχουσιν αὐτῶν {καὶ} τὰς μικρότητας, οὕτως ἡ Τύχη ὅταν μικρὸν ἦθος ἐξάρῃ πράγμασιν ἔχουσιν ὄγκον τινὰ καὶ περιφάνειαν, ἐπιδείκνυσι μᾶλλον καὶ καταισχύνει σφαλλόμενον καὶ σαλευόμενον ὑπὸ κουφότητος.


V. Ὅθεν οὐκ ἐν τῇ κτήσει τῶν ἀγαθῶν ἀλλ´ ἐν τῇ χρήσει τὸ μέγ´ ἐστίν, ἐπεὶ καὶ νήπια βρέφη κληρονομεῖ βασιλείας πατρῴας καὶ ἀρχάς, ὡς Χάριλλος, ὃν Λυκοῦργος ἅμα τῷ σπαργάνῳ κομίσας εἰς τὸ φιδίτιον ἀνθ´ ἑαυτοῦ βασιλέα τῆς Σπάρτης ἀνηγόρευσε· καὶ οὐκ ἦν μέγας ὁ νήπιος, ἀλλ´ ὁ τῷ νηπίῳ τὸ πατρῷον ἀποδοὺς γέρας καὶ μὴ σφετερισάμενος μηδ´ ἀποστερήσας. Ἀριδαῖον δὲ τίς ἂν ἐποίησε μέγαν, ὃν οὐδὲν νηπίου διαφέροντα μονονοὺ σπαργανώσας τῇ πορφύρᾳ Μελέαγρος εἰς τὸν Ἀλεξάνδρου θρόνον ἔθηκεν, εὖ γε ποιῶν, ἵν´ ὀφθῇ παρ´ ἡμέρας ὀλίγας, πῶς ἀρετῇ βασιλεύουσιν ἄνθρωποι καὶ πῶς τύχῃ. Ἀγωνιστῇ γὰρ ἡγεμονίας ὑποκριτὴν ἐπεισήγαγε, μᾶλλον δ´ ὡς ἐπὶ σκηνῆς δορυφόρημα κωφὸν διεξῆλθε τῆς οἰκουμένης.«Καί κε γυνὴ φέροι ἄχθος, ἐπεί κεν ἀνὴρ ἀναθείη·»

τοὐναντίον μὲν οὖν εἴποι τις ἄν, ὅτι λαβεῖν καὶ ἀναθέσθαι δύναμιν καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχὴν καὶ γυναικός ἐστι καὶ παιδός· (Ὀάρσῃ καὶ Δαρείῳ Βαγώας ὁ εὐνοῦχος ἀράμενος ἐπέθηκε τὴν Περσῶν βασιλείαν·) τὸ δὲ λαβόντα μεγάλην ἐξουσίαν ἐνεγκεῖν καὶ μεταχειρίσασθαι καὶ μὴ συντριβῆναι μηδὲ διαστραφῆναι τῷ βάρει καὶ μεγέθει τῶν πραγμάτων, ἀνδρός ἐστιν ἀρετὴν καὶ φρόνημα καὶ νοῦν ἔχοντος· ἣν Ἀλέξανδρος ἔσχεν, ᾧ μέθην τινὲς ἐγκαλοῦσι καὶ οἴνωσιν. Ὁ δ´ ἦν μέγας, ἐν τοῖς πράγμασι νήφων καὶ μὴ μεθυσθεὶς μηδὲ βακχευθεὶς ὑπ´ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως, ἧς μικρὸν ἕτεροι μεταλαβόντες καὶ ἀπογευσάμενοι κρατεῖν ἑαυτῶν οὐ δύνανται·«κακοὶ γὰρ ἐμπλησθέντες ἢ νομίσματος, ἢ πόλεος ἐμπεσόντες εἰς τιμάς τινας, σκιρτῶσιν ἀδόκητ´ εὐτυχησάντων δόμων.»

Κλεῖτος ἐν Ἀμοργῷ τρεῖς ἢ τέτταρας Ἑλληνικὰς ἀνατρέψας τριήρεις Ποσειδῶν ἀνηγορεύθη καὶ τρίαιναν ἐφόρει. Δημήτριος δέ, ᾧ τῆς Ἀλεξάνδρου δυνάμεως ἡ Τύχη σμικρὸν ἀποσπάσασα προσέθηκε, Καταιβάτης καλούμενος ἐπήκουε, καὶ πρέσβεις πρὸς αὐτὸν οὐκ ἔπεμπον ἀλλὰ θεωροὺς αἱ πόλεις, καὶ τὰς ἀποκρίσεις χρησμοὺς προσηγόρευον. Λυσίμαχος τὰ περὶ Θρᾴκην ὥσπερ ἐσχατιάς τινας τῆς βασιλείας κατασχὼν εἰς τοσοῦτον ὑπεροψίας ἔφθασε καὶ θρασύτητος, ὥστ´ εἰπεῖν«νῦν Βυζάντιοι πρὸς ἐμὲ ἥκουσιν, ὅτε τῇ λόγχῃ τοῦ οὐρανοῦ ἅπτομαι».

Παρὼν δὲ Πασιάδης ὁ Βυζάντιος«Ὑπάγωμεν» ἔφη «μὴ τῇ ἐπιδορατίδι τὸν οὐρανὸν τρυπήσῃ.»

Καὶ τί ἂν περὶ τούτων λέγοι τις, οἷς ἐξῆν δι´ Ἀλέξανδρον μέγα φρονεῖν, ὅπου Κλέαρχος Ἡρακλείας τύραννος γενόμενος σκηπτὸν ἐφόρει καὶ τῶν υἱῶν ἕνα Κεραυνὸν ὠνόμασε; Διονύσιος δ´ Ἀπόλλωνος υἱὸν ἑαυτὸν ὠνόμασεν, ἐπιγράψας«Δωρίδος ἐκ μητρὸς Φοίβου κοινώμασι βλαστών.»

Ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ τῶν μὲν πολιτῶν μυρίους ἢ καὶ πλείους ἀνελών, προδοὺς δὲ τὸν ἀδελφὸν ὑπὸ φθόνου τοῖς πολεμίοις, οὐκ ἀναμείνας δὲ τὴν μητέρα γραῦν οὖσαν ὀλίγαις ἡμέραις ἀποθανεῖν ὕστερον ἀλλ´ ἀποπνίξας, ἐν δὲ τραγῳδίᾳ γράψας αὐτός«Ἡ γὰρ τυραννὶς ἀδικίας μήτηρ ἔφυ,»

ὅμως τῶν θυγατέρων τὴν μὲν Ἀρετὴν τὴν δὲ Σωφροσύνην ὠνόμασε τὴν δὲ Δικαιοσύνην. Οἱ δ´ Εὐεργέτας οἱ δὲ Καλλινίκους οἱ δὲ Σωτῆρας οἱ δὲ Μεγάλους ἀνηγόρευσαν ἑαυτούς. Γάμους δ´ αὐτῶν ἐπαλλήλους ὥσπερ ἵππων ἐν ἀγέλαις γυναικῶν ἀνέδην διημερευόντων καὶ φθορὰς παίδων καὶ τυμπανισμοὺς ἐν ἀνδρογύνοις καὶ κυβείας μεθημερινὰς καὶ αὐλήσεις ἐν θεάτροις καὶ νύκτα μὲν ἐν δείπνοις ἡμέραν δ´ ἐν ἀρίστοις ἐπιλείπουσαν οὐδεὶς ἂν ἐφίκοιτο τῷ λόγῳ διελθεῖν.


VI. Ἀλλ´ Ἀλέξανδρος ἠρίστα μὲν ὄρθρου καθεζόμενος, ἐδείπνει δὲ πρὸς ἑσπέραν βαθεῖαν, ἔπινε δὲ θύσας τοῖς θεοῖς, ἐκύβευε δὲ πρὸς Μήδιον πυρέττων, ἔπαιζε δ´ ὁδοιπορῶν ἅμα καὶ μανθάνων τοξεύειν καὶ ἀποβαίνειν ἅρματος. Ἔγημε δὲ Ῥωξάνην ἑαυτῷ μόνην ἐρασθείς, τὴν δὲ Δαρείου Στάτειραν τῇ βασιλείᾳ καὶ τοῖς πράγμασι (συνέφερε γὰρ ἡ τῶν γενῶν ἀνάμιξις), τῶν δ´ ἄλλων Περσίδων ἐκράτησε τοσοῦτον σωφροσύνῃ, ὅσον ἀνδρείᾳ Περσῶν· ἄκουσαν μὲν γὰρ οὐδεμίαν εἶδεν, ἃς δ´ εἶδε μᾶλλον ἢ ἃς οὐκ εἶδε παρῆλθε. Καὶ πᾶσιν ὢν τοῖς ἄλλοις φιλάνθρωπος, μόνοις ὑπερηφάνως τοῖς καλοῖς ἐχρῆτο. Περὶ δὲ τῆς Δαρείου γυναικός, εὐπρεπεστάτης γενομένης, οὐδὲ φωνὴν ἐπαινοῦσαν τὸ κάλλος ἤκουσεν· ἀποθανοῦσαν δ´ οὕτω βασιλικῶς ἐκόσμησε καὶ συμπαθῶς ἐδάκρυσεν, ὥστ´ ἄπιστον αὐτοῦ τὸ σῶφρον ἐν τῷ φιλανθρώπῳ γενέσθαι καὶ λαβεῖν ἀδικίας ἔγκλημα τὴν χρηστότητα. Δαρεῖος γὰρ οὕτως ἐκινήθη πρὸς τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἡλικίαν· εἷς γὰρ ἦν καὶ αὐτὸς ἔτι τῶν νομιζόντων διὰ Τύχην κρατεῖν Ἀλέξανδρον· ἐπεὶ δὲ τἀληθὲς ἔγνω βασανίσας πανταχόθεν,«οὐ πάντως» εἶπεν «ἄρα φαύλως ἔχει τὰ Περσῶν, οὐδέ τις ἐρεῖ παντάπασι κακοὺς ἡμᾶς οὐδ´ ἀνάνδρους ὑπὸ τοιούτου κρατηθέντας. Ἔγὼ δ´ εὐτυχίαν μὲν εὔχομαι καὶ κράτος πολέμου παρὰ θεῶν, ἵν´ εὖ ποιῶν Ἀλέξανδρον ὑπερβάλωμαι· καί μέ τις ἔχει φιλοτιμία καὶ ζῆλος ἡμερώτερον αὐτοῦ φανῆναι· εἰ δ´ οἴχεται τὰ ἐμά, Ζεῦ πατρῷε Περσῶν καὶ βασίλειοι θεοί, μηδεὶς εἰς τὸν Κύρου θρόνον ἄλλος ἢ Ἀλέξανδρος καθίσειε.»

Τοῦτ´ εἰσποίησις ἦν Ἀλεξάνδρου διὰ θεῶν μαρτύρων.


VII. Οὕτω νικῶσιν ἀρετῇ. Πρόσγραψον, εἰ βούλει, τῇ Τύχῃ τὰ Ἄρβηλα καὶ τὴν Κιλικίαν, καὶ τἄλλα, ἃ γέγονε βίας ἔργα καὶ πολέμου· Τύχη τὴν Τύρον ἔσεισεν αὐτῷ, καὶ Τύχη τὴν Αἴγυπτον ἀνέῳξε· διὰ Τύχην Ἁλικαρνασσὸς ἔπεσε καὶ Μίλητος ἑάλω καὶ Μαζαῖος Εὐφράτην ἔρημον ἀπέλιπε καὶ νεκρῶν τὸ Βαβυλώνιον ἐπλήσθη πεδίον· ἀλλ´ οὔτι γε σώφρων ἀπὸ Τύχης οὔτ´ ἐγκρατὴς διὰ Τύχην, οὔτ´ ἀνάλωτον ὑφ´ ἡδονῆς ἡ Τύχη καὶ ἄτρωτον ἐπιθυμίαις κατακλείσασα τὴν ψυχὴν ἐφρούρει. Καὶ μὴν ταῦτ´ ἦν, οἷς αὐτὸν ἐτρέψατο Δαρεῖον· τἄλλα δ´ ὅπλων ἦσαν ἧτται καὶ ἵππων καὶ μάχαι καὶ φόνοι καὶ φυγαὶ ἀνδρῶν. Τὴν δὲ μεγάλην καὶ ἀναντίρρητον ἧτταν ἡττήθη Δαρεῖος καὶ ἐνέκλινεν ἀρετῇ καὶ μεγαλοφροσύνῃ καὶ ἀνδρείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, θαυμάσας τὸ ἐν ἡδονῇ καὶ πόνοις καὶ χάρισιν ἀνίκητον. Ἐπεί γ´ ἐν πέλταις καὶ σαρίσσαις καὶ ἀλαλαγμοῖς καὶ συρράξεσιν ὅπλων ἀνίκητος ἦν καὶ Ἀταρρίας ὁ Δεινομένους καὶ Ἀντιγένης ὁ Πελληναῖος καὶ Φιλώτας ὁ Παρμενίωνος, ἀλλὰ πρὸς ἡδονὰς καὶ γύναια καὶ χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐθέν τι βελτίους τῶν αἰχμαλώτων· ἀλλ´ Ἀταρρίας μὲν ὅτε τῶν χρεῶν ἠλευθέρου Μακεδόνας Ἀλέξανδρος καὶ διελύετο τοῖς δανείσασιν ὑπὲρ πάντων, ψευσάμενος ὀφείλειν καὶ δανειστήν τινα φάσκοντα εἶναι τῇ τραπέζῃ προσαγαγών, εἶτα φωραθεὶς ὀλίγου διέφθειρεν αὐτὸς ἑαυτόν· εἰ μὴ γνοὺς Ἀλέξανδρος ἀφῆκε τῆς αἰτίας αὐτὸν καὶ συνεχώρησεν ἔχειν τἀργύριον, ἀναμνησθεὶς ὅτι Φιλίππου προσμαχομένου Περίνθῳ βέλει πληγεὶς εἰς τὸν ὀφθαλμὸν οὐ παρέσχεν οὐδ´ ὑπέμεινεν ἐξαιρεθῆναι τὸ βέλος αὑτοῦ πρὶν ἢ τρέψασθαι τοὺς πολεμίους. Ἀντιγένης δὲ τοῖς ἀποπεμφθεῖσιν εἰς Μακεδονίαν διὰ νόσον καὶ πήρωσιν ἀναμίξας ἑαυτὸν καὶ ἀπογραψάμενος, ὡς ἐλήφθη μηδὲν κακὸν ἔχων, ἀλλὰ προσποιούμενος ἀρρωστίαν τινά, ἀνὴρ πολεμικὸς καὶ τραυμάτων τὸ σῶμα μεστὸς ὀφθεὶς ἠνίασε τὸν Ἀλέξανδρον· πυνθανομένου δὲ τὴν αἰτίαν ὡμολόγησε Τελεσίππας ἐρᾶν καὶ συνακολουθεῖν ἐπὶ θάλασσαν ἀπιούσῃ μὴ δυνάμενος ἀπολειφθῆναι.«Καὶ τίνος» ἔφη «τὸ γύναιόν ἐστιν» ὁ Ἀλέξανδρος «καὶ πρὸς τίνα δεῖ διαλέγεσθαι;»

τοῦ δ´ Ἀντιγένους εἰπόντος ὡς ἐλευθέρα ἐστίν,«Οὐκοῦν» εἶπε «πείθωμεν αὐτὴν καταμένειν, ἐπαγγελλόμενοι καὶ διδόντες.»

Οὕτω παντὶ μᾶλλον ἐρῶντι συγγνώμην εἶχεν ἢ αὑτῷ. Καὶ μὴν καὶ Φιλώτας ὁ Παρμενίωνος τροφόν τινα τῶν κακῶν ἔσχε τὴν ἀκρασίαν. Ἀντιγόνα γὰρ ἦν Πελλαῖον γύναιον ἐν τοῖς περὶ Δαμασκὸν αἰχμαλώτοις, ἡλώκει δ´ ὑπ´ Αὐτοφραδάτου πρότερον εἰς Σαμοθρᾴκην διαπλεύσασα, τὴν δ´ ὄψιν ἦν ἱκανή, καὶ τὸν Φιλώταν ἁψάμενον αὐτῆς εἶχε μάλα. Καὶ δὴ ὁ σιδάρεος ἔκ τινος πεπαινόμενος οὐκ ἐκράτει τῶν λογισμῶν ἐν ταῖς ἡδοναῖς, ἀλλ´ ἀνοιγόμενος ἐξέφερε πολλὰ τῶν ἀπορρήτων πρὸς αὐτήν.«Τί γὰρ ἦν ἐκεῖνος ὁ Φίλιππος, εἰ μὴ Παρμενίων; τί δ´ Ἀλέξανδρος οὗτος, εἰ μὴ Φιλώτας; ποῦ δ´ ὁ Ἄμμων, ποῦ δ´ οἱ δράκοντες, ἂν ἡμεῖς μὴ θέλωμεν;»

Τούτους τοὺς λόγους ἡ Ἀντιγόνα πρός τινα τῶν συνήθων ἐξήνεγκε γυναικῶν, ἐκείνη δὲ πρὸς Κρατερόν· Κρατερὸς δὲ πρὸς Ἀλέξανδρον αὐτὴν εἰσήγαγε τὴν Ἀντιγόναν κρύφα, καὶ τοῦ μὲν σώματος οὐκ ἔθιγεν ἀλλ´ ἀπέσχετο· τὸν δὲ Φιλώταν ὑποικουρῶν δι´ αὐτῆς ὅλον ἐφώρασε, καὶ πλέον ἢ ἑπτὰ ἐτῶν διαγενομένων, οὐκ ἐν οἴνῳ ποτὲ τὴν ὑπόνοιαν ταύτην ἐξέφηνεν ὁ μεθύων, οὐ δι´ ὀργὴν ὁ θυμοειδής, οὐ πρὸς φίλον ὁ πάντα πιστεύων Ἡφαιστίωνι καὶ πάντων μεταδιδούς. Λέγεται γὰρ ὅτι καὶ τῆς μητρὸς ἀπόρρητον ἐπιστολὴν λύσαντος αὐτοῦ καὶ σιωπῇ πρὸς ἑαυτὸν ἀναγινώσκοντος, Ἡφαιστίων ἀτρέμα παραβάλλων τὴν κεφαλὴν συνανεγίνωσκεν· ὁ δὲ κωλῦσαι μὲν οὐχ ὑπέμεινεν, ἐξελὼν δὲ τὸν δακτύλιον προσέθηκε τὴν σφραγῖδα τῷ στόματι τοῦ Ἡφαιστίωνος.


VIII. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἄν τις ἀπείποι λέγων, οἷς ἀποδείκνυται κάλλιστα καὶ βασιλικώτατα τὴν ἐξουσίαν διατιθέμενος. Καὶ γὰρ εἰ διὰ Τύχην μέγας γέγονε, μείζων ἐστίν, ὅτι τῇ Τύχῃ καλῶς κέχρηται· καὶ ὅσῳ τις ἂν μᾶλλον αὐτοῦ τὴν Τύχην ἐπαινῇ, τοσούτῳ μᾶλλον αὔξει τὴν ἀρετήν, δι´ ἣν ἄξιος τῆς Τύχης ἐγένετο. Οὐ μὴν ἀλλ´ ἤδη πρὸς τὰ πρῶτα τῆς αὐξήσεως αὐτοῦ καὶ τὰς ἀρχὰς τῆς δυνάμεως βαδίζω, καὶ σκοπῶ τί τὸ τῆς Τύχης ἔργον ἐν ἐκείνοις γέγονε, δι´ ὅ φασιν Ἀλέξανδρον ὑπὸ τῆς Τύχης μέγαν γεγονέναι. Πῶς γὰρ οὐχί; τὸν ἄτρωτον, ὦ Ζεῦ, τὸν ἀναίμακτον, τὸν ἀστράτευτον, ὃν χρεμετίσας ἵππος εἰς τὸν Κύρου θρόνον ἐκάθισεν, ὡς Δαρεῖον τὸν Ὑστάσπου πρότερον, ἢ κολακευθεὶς ἀνὴρ ὑπὸ τῆς γυναικός, ὡς Ξέρξην Δαρεῖος ὑπ´ Ἀτόσσης; ἐπὶ θύρας αὐτῷ τὸ διάδημα τῆς Ἀσίας ἦλθεν, ὥσπερ Ὀάρσῃ διὰ Βαγώαν, καὶ στολὴν ἐκδυσάμενος ἀστάνδου περιέθετο τὴν βασιλικὴν καὶ ὀρθοπαγῆ κίταριν; ἐξαίφνης καὶ ἀπροσδοκήτως κλήρῳ λαχὼν τῆς οἰκουμένης ἐβασίλευσεν, ὡς Ἀθήνησι κλήρῳ θεσμοθετοῦσι καὶ ἄρχουσι; βούλει μαθεῖν, πῶς βασιλεύουσιν ἄνθρωποι διὰ Τύχην; ἐξέλιπέ ποτ´ Ἀργείοις τὸ Ἡρακλειδῶν γένος, ἐξ οὗ βασιλεύεσθαι πάτριον ἦν αὐτοῖς· ζητοῦσι δὲ καὶ διαπυνθανομένοις ὁ θεὸς ἔχρησεν ἀετὸν δείξειν· καὶ μεθ´ ἡμέρας ὀλίγας ἀετὸς ὑπερφανεὶς καὶ κατάρας ἐπὶ τὴν Αἴγωνος οἰκίαν ἐκάθισε, καὶ βασιλεὺς ᾑρέθη Αἴγων. Πάλιν ἐν Πάφῳ, τοῦ βασιλεύοντος ἀδίκου καὶ πονηροῦ φανέντος, ἐκβαλὼν τοῦτον Ἀλέξανδρος ἕτερον ἐζήτει, τοῦ Κινυραδῶν γένους ἤδη φθίνειν καὶ ἀπολείπειν δοκοῦντος. Ἕνα δ´ οὖν ἔφασαν περιεῖναι πένητα καὶ ἄδοξον ἄνθρωπον ἐν κήπῳ τινὶ παρημελημένως διατρεφόμενον. Ἐπὶ τοῦτον οἱ πεμφθέντες ἧκον, εὑρέθη δὲ πρασιαῖς ὕδωρ ἐπαντλῶν· καὶ διεταράχθη τῶν στρατιωτῶν ἐπιλαμβανομένων αὐτοῦ καὶ βαδίζειν κελευόντων. Ἀχθεὶς δὲ πρὸς Ἀλέξανδρον ἐν εὐτελεῖ σινδονίσκῃ βασιλεὺς ἀνηγορεύθη καὶ πορφύραν ἔλαβε καὶ εἷς ἦν τῶν ἑταίρων προσαγορευομένων· ἐκαλεῖτο δ´ Ἀβδαλώνυμος. Οὕτως αἱ τύχαι ποιοῦσι βασιλεῖς, μεταμφιάζουσι, μεταγράφουσι ταχύ, ῥᾳδίως, μὴ προσδεχομένους μηδ´ ἐλπίζοντας.


IX. Ἀλεξάνδρῳ δὲ τί παρ´ ἀξίαν, τί ἀνιδρωτί, τί ἀναιμωτί, τί προῖκα, τί μὴ πονήσαντι τῶν μεγάλων; αἵματι κεκραμένους ποταμοὺς ἔπιε καὶ νεκροῖς γεγεφυρωμένους διέβη, καὶ πόαν ἔφαγε διὰ λιμὸν ἣν πρώτην εἶδε, καὶ βάθεσι χιόνων κατακεχωσμένα ἔθνη καὶ πόλεις ὑπὸ γῆν δεδυκυίας ἐξώρυξε, καὶ θάλατταν μαχομένην ἔπλευσε, καὶ θῖνας ἀνύδρους τὰς Γεδρωσίων καὶ Ἀραχωσίων ὁδεύων ἐν θαλάσσῃ πρότερον ἢ ἐν γῇ φυτὸν εἶδεν. Εἰ γὰρ ἦν ὡς πρὸς ἄνθρωπον ἀγαγεῖν Παρρησίαν ὑπὲρ Ἀλεξάνδρου πρὸς τὴν Τύχην, οὐκ ἂν εἶπε«Ποῦ σὺ καὶ πότε ταῖς Ἀλεξάνδρου πράξεσιν ὁδὸν ἔδωκας; ποίαν πέτραν ἀναιμωτὶ διὰ σὲ εἷλε; ποίαν πόλιν ἀφρούρητον αὐτῷ παρέδωκας ἢ ποίαν ἄνοπλον φάλαγγα; τίς εὑρέθη βασιλεὺς ῥᾴθυμος ἢ στρατηγὸς ἀμελὴς ἢ κοιμώμενος πυλωρός; ἀλλ´ οὐδ´ εὔβατος ποταμὸς οὐδὲ χειμὼν μέτριος οὐδὲ θέρος ἄλυπον. Ἄπιθι πρὸς Ἀντίοχον τὸν Σελεύκου, πρὸς Ἀρτοξέρξην τὸν Κύρου ἀδελφόν· ἄπελθε πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Φιλάδελφον. Ἐκείνους ζῶντες οἱ πατέρες βασιλεῖς ἀνηγόρευσαν, ἐκεῖνοι μάχας ἀδακρύτους ἐνίκων, ἐκεῖνοι πανηγυρίζοντες ἐν πομπαῖς καὶ θεάτροις διετέλεσαν, ἐκείνων ἕκαστος δι´ εὐτυχίαν βασιλεύων ἐγήρασεν. Ἀλεξάνδρου δ´ εἰ μηδὲν ἄλλο, τὸ σῶμ´ ἰδοῦ κατατετρωμένον· ἐξ ἄκρας κεφαλῆς ἄχρι ποδῶν διακέκοπται καὶ περιτέθλασται τυπτόμενον ὑπὸ τῶν πολεμίων«ἔγχεΐ τ´ ἄορί τε μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν·»ἐπὶ Γρανίκου ξίφει διακοπεὶς τὸ κράνος ἄχρι τῶν τριχῶν, ἐν Γάζῃ βέλει πληγεὶς τὸν ὦμον, ἐν Μαρακάνδοις τοξεύματι τὴν κνήμην ὥστε τῆς κερκίδος τὸ ὀστέον ἀποκλασθὲν ὑπὸ τῆς πληγῆς ἐξαλέγθαι· περὶ τὴν Ὑρκανίαν λίθῳ τὸν τράχηλον, ἐξ οὗ καὶ τὰς ὄψεις ἀμαυρωθεὶς ἐφ´ ἡμέρας πολλὰς ἐν φόβῳ πηρώσεως ἐγένετο· πρὸς Ἀσσακάνοις Ἰνδικῷ βέλει τὸ σφυρόν, ὅτε καὶ πρὸς τοὺς κόλακας εἶπεν ἐπιμειδιάσας«τουτὶ μὲν αἷμα, οὐκἰχώρ, οἷός πέρ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν·»ἐν Ἰσσῷ ξίφει τὸν μηρόν, ὡς Χάρης φησίν, ὑπὸ Δαρείου τοῦ βασιλέως εἰς χεῖρας αὐτῷ συνδραμόντος· αὐτὸς δ´ Ἀλέξανδρος ἁπλῶς γράφων καὶ μετὰ πάσης ἀληθείας πρὸς Ἀντίπατρον«Συνέβη δέ μοι» φησί «καὶ αὐτῷ ἐγχειριδίῳ πληγῆναι εἰς τὸν μηρόν· ἀλλ´ οὐδὲν ἄτοπον οὔτε παραχρῆμα οὔθ´ ὕστερον ἐκ τῆς πληγῆς ἀπήντησεν.»Ἐν Μαλλοῖς τοξεύματι διπήχει διὰ τοῦ θώρακος εἰς τὸ στῆθος· ὑ- - - πελάσας ἔλαβε κατὰ τοῦ αὐχένος, ὡς Ἀριστόβουλος ἱστόρηκε. Διαβὰς δὲ τὸν Τάναϊν ἐπὶ τοὺς Σκύθας καὶ τρεψάμενος, ἐδίωξεν ἵππῳ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν σταδίους, ὑπὸ διαρροίας ἐνοχλούμενος.»


X. Εὖγ´, ὦ Τύχη, τὸν Ἀλέξανδρον αὔξεις καὶ μέγαν ποιεῖς, διορύττουσα πανταχόθεν, ὑπερείπουσα, πᾶν μέρος ἀνοίγουσα τοῦ σώματος· οὐχ ὥσπερ ἡ Ἀθηνᾶ πρὸ τοῦ Μενελάου τὸ βέλος εἰς τὰ καρτερώτατα τῶν ὅπλων ὑπάγουσα θώρακι καὶ μίτρᾳ καὶ ζωστῆρι τῆς πληγῆς τὸν τόνον ἀφεῖλε θιγούσης τοῦ σώματος, ὅσον αἵματι πρόφασιν ῥυῆναι, ἀλλὰ γυμνὰ παρέχουσα τοῖς βέλεσι τὰ καίρια, καὶ δι´ ὀστέων ἐλαύνουσα τὰς πληγάς, καὶ περιτρέχουσα κύκλῳ τὸ σῶμα, καὶ πολιορκοῦσα τὰς ὄψεις, τὰς βάσεις, ἐμποδίζουσα τὰς διώξεις, περισπῶσα τὰς νίκας, ἀνατρέπουσα τὰς ἐλπίδας». Ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς βαρυτέρᾳ δοκεῖ κεχρῆσθαι Τύχῃ τῶν βασιλέων, καίτοι πολλοῖς ἐνέπεσε σκληρὰ καὶ βάσκανος· ἀλλ´ ὡς σκηπτὸς ἀπέκοψε τοὺς ἄλλους καὶ διέφθειρε, πρὸς δ´ Ἀλέξανδρον αὐτῆς τὸ δυσμενὲς γέγονε φιλόνεικον καὶ δύσερι καὶ δυσεκβίαστον, ὥσπερ πρὸς τὸν Ἡρακλέα. Ποίους γὰρ Τυφῶνας ἢ πελωρίους γίγαντας οὐκ ἀνέστησεν ἀνταγωνιστὰς ἐπ´ αὐτόν; ἢ τίνας οὐκ ὠχύρωσε τῶν πολεμίων πλήθεσιν ὅπλων ἢ βάθεσι ποταμῶν ἢ τραχύτησι κρημνῶν ἢ θηρίων ἀλκαῖς ἀλλοφύλων; εἰ δὲ μὴ μέγ´ ἦν τὸ Ἀλεξάνδρου φρόνημα μηδ´ ἀπ´ ἀρετῆς ὁρμώμενον μεγάλης ἐξανέφερε καὶ διηρείδετο πρὸς τὴν Τύχην, οὐκ ἂν ἔκαμε καὶ ἀπηγόρευσε παραταττόμενος ἐξοπλιζόμενος πολιορκῶν διώκων Βάκτρα Μαράκανδα Σογδιανούς, μετακαλούμενος ἀποστάσεσι μυρίαις, ἀποτροπαῖς σκιρτήσεσιν ἐθνῶν, βασιλέων ἀφηνιασμοῖς, ἐν ἔθνεσιν ἀπίστοις καὶ ἐπιβούλοις ὕδραν τέμνων ἀεί τισι πολέμοις ἐπιβλαστάνουσαν;


XI. Ἄτοπόν τι δόξω λέγειν, ἐρῶ δ´ ἀληθές· μικροῦ διὰ τὴν Τύχην Ἀλέξανδρος ἀπώλεσε τὸ δοκεῖν Ἄμμωνος εἶναι. Τίς γὰρ ἐκ θεῶν γεγονὼς ἐπισφαλεῖς οὕτω καὶ πολυπόνους καὶ τλήμονας ἐξεμόχθησεν ἄθλους πλὴν ὁ Διὸς Ἡρακλῆς; ἀλλ´ ἐκείνῳ μὲν εἷς ἀνὴρ ὑβριστὴς ἐπέταττε λέοντας αἱρεῖν καὶ κάπρους διώκειν καὶ σοβεῖν ὄρνιθας, ἵνα μὴ σχολάζῃ τοῖς μείζοσι περιιών, Ἀνταίους κολάζειν καὶ Βουσίριδας παύειν μιαιφονοῦντας· Ἀλεξάνδρῳ δ´ ἐπέταττε μὲν ἡ Ἀρετὴ τὸν βασιλικὸν καὶ θεῖον ἆθλον, οὗ τέλος ἦν οὐ χρυσὸς ὑπὸ μυρίων καμήλων παρακομιζόμενος οὐδὲ τρυφαὶ Μηδικαὶ καὶ τράπεζαι καὶ γυναῖκες οὐδὲ Χαλυβώνιος οἶνος οὐδ´ Ὑρκανικοὶ ἰχθύες, ἀλλ´ ἑνὶ κόσμῳ κοσμήσαντα πάντας ἀνθρώπους μιᾶς ὑπηκόους ἡγεμονίας καὶ μιᾶς ἐθάδας διαίτης καταστῆσαι. Τοῦτον ἐκ παιδὸς ἔμφυτον ἔχων ἔρωτα συντρεφόμενον καὶ συναυξανόμενον, ὡς ἀφίκοντο πρέσβεις παρὰ τοῦ Περσῶν βασιλέως πρὸς Φίλιππον, ὁ δ´ οὐκ ἔνδημος ἦν, φιλοφρονούμενος καὶ ξενίζων αὐτοὺς Ἀλέξανδρος οὐδὲν ἠρώτα παιδικόν, οἷον οἱ ἄλλοι, περὶ τῆς χρυσῆς ἀναδενδράδος ἢ τῶν κρεμαστῶν κήπων ἢ πῶς ὁ βασιλεὺς κεκόσμηται, ἀλλ´ ὅλος ἐν τοῖς κυριωτάτοις ἦν τῆς ἡγεμονίας, διαπυνθανόμενος πόση δύναμις ἡ Περσῶν, ποῦ τεταγμένος βασιλεὺς ἐν ταῖς μάχαις διαγωνίζεται (καθάπερ Ὀδυσσεὺς ἐκεῖνος«ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται ἀρήια, ποῦ δέ οἱ ἵπποι;»

τίνες ὁδοὶ βραχύταται τοῖς ἄνω πορευομένοις ἀπὸ θαλάττης· ὥστε τοὺς ξένους ἐκπεπλῆχθαι καὶ λέγειν ὡς «ὁ παῖς οὗτος βασιλεὺς μέγας, ὁ δ´ ἡμέτερος πλούσιος». Ἐπεὶ δὲ Φιλίππου τελευτήσαντος ὥρμητο διαβαλεῖν καὶ ταῖς ἐλπίσιν ἤδη καὶ ταῖς παρασκευαῖς ἐμπεφυκὼς ἔσπευδεν ἅψασθαι τῆς Ἀσίας, ἐνίστατο δὴ ἡ Τύχη καὶ ἀπέστρεφε καὶ ἀνθεῖλκεν ὀπίσω καὶ μυρίας περιέβαλλεν ἀσχολίας καὶ διατριβὰς ἐπιλαμβανομένη· ἣ πρῶτον αὐτῷ τὰ βαρβαρικὰ τῶν προσοίκων διετάραξεν, Ἰλλυρικοὺς καὶ Τριβαλλικοὺς μηχανωμένη πολέμους· οἷς μέχρι Σκυθίας τῆς παρ´ Ἴστρον ἀποσπασθεὶς ἀπὸ τῶν ἄνω πράξεων καὶ περιδραμὼν καὶ κατεργασάμενος πάντα κινδύνοις καὶ ἀγῶσι μεγάλοις, αὖθις ὥρμητο καὶ ἔσπευδε πρὸς τὴν διάβασιν {πάλιν}· ἡ δὲ πάλιν αὐτῷ τὰς Θήβας ἐνέσεισε καὶ πόλεμον Ἑλληνικὸν ἐμποδὼν κατέβαλε, καὶ δεινὴν πρὸς ἄνδρας ὁμοφύλους καὶ συγγενεῖς διὰ φόνου καὶ σιδήρου καὶ πυρὸς ἀνάγκην ἀμύνης, ἀτερπέστατον τέλος ἔχουσαν. Ἐκ τούτου διέβαινεν, ὡς μὲν Φύλαρχός φησιν, ἡμερῶν τριάκοντ´ ἔχων ἐφόδιον, ὡς δ´ Ἀριστόβουλος, ἑβδομήκοντα τάλαντα· τῶν δ´ οἴκοι κτημάτων καὶ προσόδων βασιλικῶν διένειμε τὰς πλείστας τοῖς ἑταίροις, μόνος δὲ Περδίκκας οὐδὲν ἔλαβε διδόντος, ἀλλ´ ἠρώτησε«σαυτῷ δὲ τί καταλείπεις, Ἀλέξανδρε;»

τοῦ δ´ εἰπόντος ὅτι«τὰς ἐλπίδας,»«οὐκοῦν» ἔφη «καὶ ἡμεῖς τούτων μεθέξομεν· οὐ γὰρ δίκαιον τὰ σὰ λαμβάνειν ἀλλὰ τὰ Δαρείου περιμένειν.»


XII. Τίνες οὖν ἦσαν αἱ ἐλπίδες, ἐφ´ αἷς διέβαινεν εἰς Ἀσίαν Ἀλέξανδρος; οὐ τείχεσι πόλεων μυριάνδρων ἐκμετρουμένη δύναμις οὐδὲ στόλοι δι´ ὀρῶν πλέοντες, οὐδὲ μάστιγες οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια θαλάσσης, ἀλλὰ τὰ μὲν ἐκτὸς ἐν ὀλίγοις ὅπλοις φιλοτιμία πολλὴ καὶ ζῆλος ἡλικίας παραλλήλου καὶ ἅμιλλα περὶ δόξης καὶ ἀρετῆς ἑταίρων· αὐτὸς δ´ εἶχεν ἐν ἑαυτῷ τὰς μεγάλας ἐλπίδας, εὐσέβειαν περὶ θεοὺς πίστιν πρὸς φίλους, εὐτέλειαν ἐγκράτειαν εὐποιίαν, ἀφοβίαν πρὸς θάνατον εὐψυχίαν, φιλανθρωπίαν ὁμιλίαν εὐάρμοστον, ἀψευδὲς ἦθος εὐστάθειαν ἐν βουλαῖς τάχος ἐν πράξεσιν, ἔρωτα δόξης προαίρεσιν ἐν τῷ καλῷ τελεσιουργόν. Ὅμηρος μὲν γὰρ οὐ πρεπόντως οὐδὲ πιθανῶς τὸ Ἀγαμέμνονος κάλλος ἐκ τριῶν συνήρμοσεν εἰκόνων ὁμοιώσας,«Ὄμματα καὶ κεφαλὴν ἴκελος Διὶ τερπικεραύνῳ,Ἄρεϊ δὲ ζώνην, στέρνον δὲ Ποσειδάωνι.»

Τὴν δ´ Ἀλεξάνδρου φύσιν, εἴπερ ἐκ πολλῶν συνήρμοσε καὶ συνέθηκεν ἀρετῶν ὁ γεννήσας θεός, ἆρ´ οὐκ ἂν εἴποιμεν ἔχειν φρόνημα μὲν τὸ Κύρου, σωφροσύνην δὲ τὴν Ἀγησιλάου, σύνεσιν δὲ τὴν Θεμιστοκλέους, ἐμπειρίαν δὲ τὴν Φιλίππου, τόλμαν δὲ τὴν Βρασίδου, δεινότητα δὲ καὶ πολιτείαν τὴν Περικλέους; τῶν δ´ ἔτι παλαιοτέρων σωφρονέστερος μὲν Ἀγαμέμνονος· ὁ μὲν γὰρ προύκρινε τῆς γαμετῆς τὴν αἰχμάλωτον, ὁ δὲ καὶ πρὶν ἢ γῆμαι τῶν ἁλισκομένων ἀπείχετο. Μεγαλοψυχότερος δ´ Ἀχιλλέως· ὁ μὲν γὰρ χρημάτων ὀλίγων τὸν Ἕκτορος νεκρὸν ἀπελύτρωσεν, ὁ δὲ πολλοῖς χρήμασι Δαρεῖον ἔθαψε· καὶ ὁ μὲν παρὰ τῶν φίλων δῶρα καὶ μισθὸν ἀντὶ τῆς ὀργῆς διαλλαγεὶς ἔλαβεν, ὁ δὲ τοὺς πολεμίους κρατῶν ἐπλούτιζεν. Εὐσεβέστερος δὲ Διομήδους· ὁ μὲν γὰρ μάχεσθαι θεοῖς ἦν ἕτοιμος, ὁ δὲ πάντα τοὺς θεοὺς ἐνόμιζε κατορθοῦν. Ποθεινότερος δὲ τοῖς προσήκουσιν Ὀδυσσέως· ἐκείνου μὲν γὰρ ἡ τεκοῦσα διὰ λύπην ἀπέθανε, τούτῳ δ´ ἡ τοῦ πολεμίου μήτηρ ὑπ´ εὐνοίας συναπέθανε.

Τὸ δ´ ὅλον, εἰ μὲν καὶ Σόλων διὰ Τύχην ἐπολιτεύσατο καὶ Μιλτιάδης διὰ Τύχην ἐστρατήγησε καὶ Ἀριστείδης ἀπὸ Τύχης ἦν δίκαιος, οὐδὲν ἄρα τῆς Ἀρετῆς ἔργον ἐστίν, ἀλλ´ ὄνομα τοῦτο καὶ λόγος ἔχων δόξαν ἄλλως διέξεισι τοῦ βίου, πλαττόμενος ὑπὸ τῶν σοφιστῶν καὶ τῶν νομοθετῶν. Εἰ δὲ τούτων καὶ τῶν ὁμοίων ἀνδρῶν ἕκαστος πένης μὲν ἢ πλούσιος ἢ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρὸς ἢ ἄμορφος ἢ καλὸς ἢ εὔγηρως ἢ ὠκύμορος διὰ τύχην γέγονε, μέγαν δὲ στρατηγὸν καὶ μέγαν νομοθέτην καὶ μέγαν ἐν ἀρχαῖς καὶ πολιτείαις ἕκαστος ἑαυτὸν ἀρετῇ καὶ λόγῳ παρέσχηκε, φέρε θεῶ τὸν Ἀλέξανδρον ἅπασι παραβάλλων. Σόλων χρεῶν ἀποκοπὴν ἐν Ἀθήναις ἐποίησε, σεισάχθειαν προσαγορεύσας· Ἀλέξανδρος δὲ τὰ χρέα τοῖς δανείσασιν ὑπὲρ τῶν ὀφειλόντων αὐτὸς ἐξέτισε. Περικλῆς φορολογήσας τοὺς Ἕλληνας ἐκ τῶν χρημάτων ἐκόσμησεν ἱεροῖς τὴν ἀκρόπολιν· Ἀλέξανδρος δὲ τὰ τῶν Βαρβάρων χρήματα λαβὼν ἔπεμψεν εἰς τὴν Ἑλλάδα, ναοὺς τοῖς θεοῖς ἀπὸ μυρίων ταλάντων οἰκοδομῆσαι κελεύσας. Βρασίδαν ἐν τῇ Ἑλλάδι περιβόητον ἐποίησε τὸ πρὸς Μεθώνῃ διαδραμεῖν τὸ στρατόπεδον τῶν πολεμίων βαλλόμενον παρὰ τὴν θάλασσαν· Ἀλεξάνδρου δ´ ἐν Ὀξυδράκαις τὸ δεινὸν ἐκεῖνο πήδημα καὶ ἄπιστον ἀκούουσι καὶ θεωμένοις φοβερόν, ἐκ τειχῶν ἀφέντος ἑαυτὸν εἰς τοὺς πολεμίους δόρασι καὶ βέλεσι καὶ ξίφεσι γυμνοῖς ἐκδεχομένους, τίνι ἄν τις εἰκάσειεν ἢ πυρὶ κεραυνίῳ ῥαγέντι καὶ φερομένῳ μετὰ πνεύματος, οἷον ἐπὶ γῆν κατέσκηψε «φάσμα Φοίβου φλογοειδέσιν ὅπλοις» περιλαμπόμενον; οἱ δὲ τὸ πρῶτον ἐκπλαγέντες ἅμα φρίκῃ διέτρεσαν καὶ ἀνεχώρησαν, εἶθ´ ὡς ἑώρων ἄνθρωπον ἕνα πολλοῖς ἐπιφερόμενον, ἀντέστησαν. Ἐνταῦθ´ ἄρ´ ἡ Τύχη μεγάλα καὶ λαμπρὰ διέφηνεν ἔργα τῆς πρὸς Ἀλέξανδρον εὐμενείας, ὅτ´ αὐτὸν μὲν εἰς χωρίον ἄσημον καὶ βάρβαρον ἐμβαλοῦσα κατέκλεισε καὶ περιετείχισε, τοὺς δ´ ὑπὸ σπουδῆς ἐπιβοηθοῦντας ἔξωθεν καὶ τῶν τειχῶν ἐφιεμένους, κλάσασα καὶ συντρίψασα τὰς κλίμακας, ὑπεσκέλισε καὶ κατεκρήμνισε. Τριῶν δ´ οἵπερ ἔφθησαν μόνοι τοῦ τείχους λαβέσθαι καὶ καθέντες ἑαυτοὺς παραστῆναι τῷ βασιλεῖ, τὸν μὲν εὐθὺς ἀνήρπασε καὶ προανεῖλεν, ὁ δὲ τοξεύμασι πολλοῖς διαπεπαρμένος, ὅσον ὁρᾶν καὶ συναισθάνεσθαι μόνον ἀπεῖχε τοῦ τεθνάναι· κεναὶ δ´ ἔξωθεν προσδρομαὶ καὶ ἀλαλαγμοὶ Μακεδόνων, οὐ μηχανῆς τινος οὐκ ὀργάνων παρόντων, ἀλλ´ ὑπὸ σπουδῆς ξίφεσι τυπτόντων τὰ τείχη καὶ χερσὶ γυμναῖς περιρρῆξαι καὶ μονονοὺ διαφαγεῖν βιαζομένων. Ὁ δ´ εὐτυχὴς βασιλεὺς καὶ ὑπὸ τῆς Τύχης φυλαττόμενος ἀεὶ καὶ δορυφορούμενος, ὥσπερ θηρίον ἄρκυσιν ἐνσχεθείς, ἔρημος καὶ ἀβοήθητος, οὐχ ὑπὲρ Σούσων οὐδὲ Βαβυλῶνος οὐδὲ τοῦ Βάκτρα λαβεῖν οὐδὲ τοῦ μεγάλου Πώρου κρατῆσαι· τοῖς γὰρ ἐνδόξοις καὶ μεγάλοις ἀγῶσι, κἂν δυστυχῶνται, τὸ γοῦν αἰσχρὸν οὐ πρόσεστιν. Ἀλλ´ οὕτω δύσερις ἦν καὶ βάσκανος ἡ Τύχη καὶ φιλοβάρβαρος καὶ μισαλέξανδρος, ὥστε μὴ τὸ σῶμα μόνον αὐτοῦ μηδὲ τὸν βίον, ἀλλὰ καὶ τὴν δόξαν ἀνελεῖν ὅσον ἐφ´ ἑαυτῇ καὶ διαφθεῖραι τὴν εὔκλειαν. Οὐ γὰρ παρ´ Εὐφράτην Ἀλέξανδρον ἢ Ὑδάσπην πεσόντα κεῖσθαι δεινὸν ἦν, οὐδ´ ἀγεννὲς ἐν χερσὶ Δαρείου γενόμενον καὶ ἵπποις καὶ ξίφεσι καὶ κοπίσι Περσῶν ἀμυνομένων ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ἀποθανεῖν· οὐδὲ τῶν Βαβυλῶνος ἐπιβαίνοντα τειχῶν σφαλῆναι καὶ πεσεῖν ἀπ´ ἐλπίδος μεγάλης. Οὕτω Πελοπίδας καὶ Ἐπαμεινώνδας· ἀρετῆς ὁ τούτων θάνατος ἦν, οὐ δυστυχίας ἐπὶ τηλικούτοις. Τῆς δὲ νῦν ἐξεταζομένης Τύχης οἷον τὸ ἔργον, ἐν ἐσχατιᾷ βαρβάρου παραποταμίας καὶ τείχεσιν ἀδόξου πολίχνης περιβαλούσης καὶ ἀποκρυψάσης τὸν τῆς οἰκουμένης βασιλέα καὶ κύριον ὅπλοις ἀτίμοις καὶ σκεύεσι τοῖς παρατυχοῦσι τυπτόμενον καὶ βαλλόμενον ἀπολέσθαι. Καὶ γὰρ κοπίδι τὴν κεφαλὴν διὰ τοῦ κράνους ἐπλήγη, καὶ βέλει τις ἀπὸ τόξου τὸν θώρακα διέκοψεν, οὗ τοῖς περὶ τὸν μαστὸν ἐνερεισθέντος ὀστέοις καὶ καταπαγέντος ὁ μὲν καυλὸς ἐξεῖχε βαρύνων, τῆς δ´ ἀκίδος ὁ σίδηρος τεσσάρων δακτύλων εὖρος ἔσχε καὶ πέντε μῆκος. Ἔσχατον δὲ τῶν δεινῶν, ὁ μὲν ἠμύνετο τοὺς κατὰ στόμα καὶ τὸν βαλόντα καὶ πελάσαι τολμήσαντα μετὰ ξίφους αὐτὸς τῷ ἐγχειριδίῳ φθάσας κατέβαλε καὶ ἀπέκτεινεν· ἐν τούτῳ δέ τις δραμὼν ἐκ μυλῶνος ὑπέρῳ κατὰ τοῦ αὐχένος ὄπισθεν πληγὴν κατήνεγκεν, ἣ συνέχεε τὴν αἴσθησιν αὐτοῦ σκοτωθέντος· ἡ δ´ Ἀρετὴ παρῆν, θάρσος μὲν αὐτῷ ῥώμην δὲ καὶ σπουδὴν τοῖς περὶ αὐτὸν ἐμποιοῦσα. Λιμναῖοι γὰρ καὶ Πτολεμαῖοι καὶ Λεοννάτοι, καὶ ὅσοι τὸ τεῖχος ὑπερκαταβάντες ἢ ῥήξαντες ἔστησαν πρὸ αὐτοῦ, τεῖχος ἀρετῆς ἦσαν, εὐνοίᾳ καὶ φιλίᾳ τοῦ βασιλέως τὰ σώματα καὶ τὰ πρόσωπα καὶ τὰς ψυχὰς προβαλλόμενοι. Οὐ γὰρ διὰ Τύχην ἀγαθῶν βασιλέων ἑταῖροι προαποθνήσκουσιν ἑκουσίως καὶ προκινδυνεύουσιν, ἀλλ´ ἔρωτι τῆς Ἀρετῆς ὥσπερ ὑπὸ φίλτρων μέλιτται τῷ ἄρχοντι προσέχονται καὶ προσπεφύκασι. Τίς οὖν οὐκ ἂν εἴποι τότε παρὼν ἀκίνδυνος θεατής, ὅτι Τύχης μέγαν ἀγῶνα κατ´ Ἀρετῆς θεᾶται, καὶ τὸ μὲν βάρβαρον παρ´ ἀξίαν ἐπικρατεῖ διὰ Τύχην, τὸ δ´ Ἑλληνικὸν ἀντέχει παρὰ δύναμιν δι´ Ἀρετήν, κἂν μὲν ἐκεῖνοι περιγένωνται, Τύχης καὶ δαίμονος φθονεροῦ καὶ νεμέσεως ἔσται τὸ ἔργον· ἂν δ´ οὗτοι κρατήσωσιν, Ἀρετὴ καὶ τόλμα καὶ φιλία καὶ πίστις ἐξοίσεται τὸ νικητήριον; ταῦτα γὰρ μόνα παρῆν Ἀλεξάνδρῳ, τῆς δ´ ἄλλης δυνάμεως καὶ παρασκευῆς στόλων καὶ ἵππων καὶ στρατοπέδων μέσον ἔθηκεν ἡ Τύχη τὸ τεῖχος. Ἐτρέψαντο μὲν οὖν τοὺς βαρβάρους οἱ Μακεδόνες, καὶ πεσοῦσιν αὐτοῖς ἐπικατέσκαψαν τὴν πόλιν. Ἀλεξάνδρῳ δ´ οὐδὲν ἦν ὄφελος· ἥρπαστο γὰρ μετὰ τοῦ βέλους, καὶ τὸν κάλαμον ἐν τοῖς σπλάγχνοις εἶχε, καὶ δεσμὸς ἦν αὐτῷ καὶ ἧλος τὸ τόξευμα τοῦ θώρακος πρὸς τὸ σῶμα. Καὶ σπάσαι μὲν ὥσπερ ἐκ ῥίζης τοῦ τραύματος βιαζομένοις οὐχ ὑπήκουεν ὁ σίδηρος, ἕδραν ἔχων τὰ πρὸ τῆς καρδίας στερεὰ τοῦ στήθους· ἐκπρῖσαι δὲ τοῦ δόνακος οὐκ ἐθάρρουν τὸ προῦχον, ἀλλ´ ἐφοβοῦντο, μήπως σπαραγμῷ σχιζόμενον τὸ ὀστέον ὑπερβολὰς ἀλγηδόνων παράσχῃ καὶ ῥῆξις αἵματος ἐκ βάθους γένηται. Πολλὴν δ´ ἀπορίαν καὶ διατριβὴν ὁρῶν αὐτὸς ἐπεχείρησεν ἐν χρῷ τοῦ σώματος ἀποτέμνειν τῷ ξιφιδίῳ τὸν οἰστόν· ἠτόνει δ´ ἡ χεὶρ καὶ βάρος εἶχε ναρκῶδες ὑπὸ φλεγμονῆς τοῦ τραύματος. Ἐκέλευεν οὖν ἅπτεσθαι καὶ μὴ δεδιέναι θαρρύνων τοὺς ἀτρώτους· καὶ τοῖς μὲν ἐλοιδορεῖτο κλαίουσι καὶ περιπαθοῦσι, τοὺς δὲ λιποτάκτας ἀπεκάλει, μὴ τολμῶντας αὐτῷ βοηθεῖν· ἐβόα δὲ πρὸς τοὺς ἑταίρους«Μηδεὶς ἔστω μηδ´ ὑπὲρ ἐμοῦ δειλός· ἀπιστοῦμαι μὴ φοβεῖσθαι θάνατον, εἰ τὸν ἐμὸν φοβεῖσθ´ ὑμεῖς.»

Πώς ο Μ. Αλέξανδρος κατατρόπωσε στα Γαυγάμηλα τον στρατό του ...