Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Ἡ θνητή φύσις - Πλούταρχος ὁ Χαιρωνεύς



Ἡ θνητή φύσις - Πλούταρχος ὁ Χαιρωνεύς

Ὁ Χαιρωνεύς Πλούταρχος στὸ ἔργο του “Περί του ΕΙ του ἐν Δελφοῖς, 392.A.10 – 392.E.6” σχετικά με την ὑπόσταση της θνητῆς φύσις μας ἀναφέρει το ἐξῆς :

“Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε δὲν ἔχουμε κανένα μερίδιο στὸ ὄντως Εἶναι, ἀλλὰ κάθε θνητή φύση βρίσκεται μεταξύ της γενέσεως καὶ της φθοράς καὶ παρέχει μόνο ἕνα φάσμα καὶ μία ἀμυδρὴ καὶ ἀβέβαιη εἰκόνα του ἐαυτού της. Ἄν τώρα προσηλώσεις την διάνοιά σου ἐπιθυμῶντας νὰ τὴ συλλάβεις : ὅπως το δυνατό δράξιμο του ὕδατος κάνει νὰ χαθεῖ το περιεχόμενο διαρρέοντας με την πίεση καὶ τὴ συγκέντρωση του ὕδατος στὸ ἴδιο σημειῶ, ἔτσι καὶ ἡ λογική ἀποτυγχάνει , ὅταν την ἄκρα σαφήνεια γιὰ κάθε πρᾶγμα ἀπὸ ἐκεῖνα ποῦ μποροῦν νὰ ἀλλοιωθοῦν καὶ νὰ μεταβληθοῦν, ἐπειδή ἄλλοτε ἐξετάζει το γιγνόμενο καὶ ἄλλοτε το φθορά του, με ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορεῖ νὰ κατανοήσει τίποτα ἀπὸ τα σταθερά καὶ ὄντως Ὄντα.

“Ἀδύνατον νὰ μπεῖς δύο φορές στὸ ἴδιο ποτάμι”, κατά τον Ἡράκλειτο, οὔτε νὰ ἀγγίξεις θνητή οὐσία δύο φορές στὴν ἴδια κατάσταση, ἀλλὰ ἐξαιτίας της ὀξύτητας καὶ της ταχύτητας της μεταβολῆς “σκορπᾶ καὶ πάλι μαζεύεται”, ἡ καλύτερα οὔτε πάλι οὔτε ὑστέρα, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ συγκεντρώνεται καὶ διαλύεται καὶ “ἔρχεται καὶ φεύγει”. Γιὰ αὐτὸ τον λόγο καὶ δὲν ὁδηγεῖ στὸ Εἶναι το γιγνόμενο ἀπὸ αὐτὴ ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ γένεσι ποτέ δὲν σταματᾶ οὔτε στέκεται, ἀλλὰ μεταβάλλοντας το ἀδιάκοπα, ἀπὸ τότε ποῦ εἶναι ἀκόμα σπέρμα, δημιουργεῖ το ἔμβρυο, ἔπειτα το βρέφος, μετά τομ παίδα, κατόπιν στὴ σειρά το μειράκιο, τον νεανίσκο ἔπειτα, τον ἄνδρα, τον ὥριμό ἄνθρωπο, τον γέροντα, καταστρέφοντας τις πρῶτες γενέσεις καὶ ἡλικίες με τις ἑπόμενες. Κι ἐμεῖς με τρόπο γελοῖο φοβόμαστε ἕνα καὶ μόνο θάνατο, τὴ στιγμή ποῦ ἔχουμε πεθάνει καὶ πεθαίνουμε τόσους θανάτους! Γιατί δὲν ἰσχύει μόνο, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος, ὅτι “ὁ θάνατος του πυρός εἶναι γένεσι ἀέρος καὶ ὁ θάνατος του ἀέρος εἶναι γέννεσι του ὕδατος”, ἀλλὰ ἀκόμα σαφέστερα στὴ δική μας περίπτωση ὁ ἄνθρωπος ποῦ βρίσκεται στὴν ἀκμὴ του καταστρέφει ὅταν γεννιέται ὁ γέροντας, καταστρέφεται ὁ νέος μεταπίπτοντας στὸν ἀκμάζοντα, ὁ παῖς σε νέον, το νήπιο στὸν παῖδα.

Ὁ χθεσινός ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει μεταπίπτοντας στὸν σημερινό, ἐνῶ ὁ σημερινός ἔχει πεθάνει μεταπίπτοντας στὸν αὐριανό. Κανείς δὲν μένει ὁ ἴδιος καὶ κανείς δὲν εἶναι ἕνας, ἀλλὰ γιγνόμεθα πολλοί, καθώς ἡ ὕλη περιστρέφεται καὶ γλιστρᾶ γύρω ἀπὸ ἕνα φάντασμα καὶ ἕνα κοινό ἐκμαγεῖο. Γιατί πῶς παραμένουμε οἱ ἴδιοι, ἐνῶ χαιρόμαστε τώρα με ἀλλὰ πράγματα, πρωτύτερα με ἄλλα, ἐνῶ ἀγαπᾶμε καὶ μισοῦμε, θαυμάζουμε καὶ ψέγουμε κάθε φορά ἀντίθετα πράγματα, ἐνῶ διαθέτουμε διαφορετικά λόγια καὶ διαφορετικά συναισθήματα, χωρίς νὰ διατηροῦμε το ἴδιο εἶδος, την ἴδια μορφή, οὔτε κἄν την ἴδια διάνοια ;; Γιατί οὔτε εἶναι λογικό νὰ νιώθει κανείς διαφορετικά συναισθήματα ἄνευ μεταβολῆς, οὔτε καὶ κανείς ἄν μεταβληθεῖ μένει ὁ ἴδιος. Ἄν, τώρα, κανείς δὲν εἶναι πάντα ὁ ἴδιος, τότε οὔτε καὶ ὑπάρχει, ἀλλὰ μεταβάλλει την ἴδια του την φύση καθώς γίνεται ἄλλος ἀπὸ ἄλλον. Καὶ ἡ αἰσθήση, ἐπειδή ἀγνοεῖ το ΟΝ, ἀποφαίνεται λανθασμένα ὅτι αὐτὸ ποῦ φαίνεται ὑπάρχει στὰ ἀλήθεια.




“Ἡμῖν μὲν γὰρ ὄντως τοῦ εἶναι μέτεστιν οὐδέν, ἀλλὰ πᾶσα θνητὴ φύσις ἐν μέσῳ γενέσεως καὶ φθορᾶς γενομένη φάσμα παρέχει καὶ δόκησιν ἀμυδρὰν καὶ ἀβέβαιον αὑτῆς· ἂν δὲ τὴν διάνοιαν ἐπερείσῃς λαβέσθαι βουλόμενος, ὥσπερ ἡ σφοδρὰ περίδραξις ὕδατος τῷ πιέζειν καὶ εἰς ταὐτὸ συνάγειν διαρρέον ἀπόλλυσι τὸ περιλαμβανόμενον, οὕτω τῶν παθητῶν καὶ μεταβλητῶν ἑκάστου τὴν ἄγαν ἐνάργειαν ὁ λόγος διώκων ἀποσφάλλεται τῇ μὲν εἰς τὸ γιγνόμενον αὐτοῦ τῇ δ᾽ εἰς τὸ φθειρόμενον, οὐδενὸς λαβέσθαι μένοντος οὐδ᾽ ὄντως ὄντος δυνάμενος.

“ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ” καθ᾽ Ἡράκλειτον (fr. 91) οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν· ἀλλ᾽ ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς “σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει”, μᾶλλον δ᾽ οὐδὲ πάλιν οὐδ᾽ ὕστερον ἀλλ᾽ ἅμα συνίσταται καὶ ἀπολείπει καὶ “πρόσεισι καὶ ἄπεισιν”. ὅθεν οὐδ᾽ εἰς τὸ εἶναι περαίνει τὸ γιγνόμενον αὐτῆς τῷ μηδέποτε λήγειν μηδ᾽ ἵστασθαι τὴν γένεσιν, ἀλλ᾽ ἀπὸ σπέρματος ἀεὶ μεταβάλλουσαν ἔμβρυον ποιεῖν εἶτα βρέφος εἶτα παῖδα, μειράκιον ἐφεξῆς, νεανίσκον, εἶτ᾽ ἄνδρα, πρεσβύτην, γέροντα, τὰς πρώτας φθείρουσαν γενέσεις καὶ ἡλικίας ταῖς ἐπιγιγνομέναις. ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἕνα φοβούμεθα γελοίως θάνατον, ἤδη τοσούτους τεθνηκότες καὶ θνήσκοντες. οὐ γὰρ μόνον, ὡς Ἡράκλειτος (fr. 76) ἔλεγε, “πυρὸς θάνατος ἀέρι γένεσις, καὶ ἀέρος θάνατος ὕδατι γένεσις,” ἀλλ᾽ ἔτι σαφέστερον ἐπ᾽ αὐτῶν ἡμῶν φθείρεται μὲν ὁ ἀκμάζων γινομένου γέροντος, ἐφθάρη δ᾽ ὁ νέος εἰς τὸν ἀκμάζοντα, καὶ ὁ παῖς εἰς τὸν νέον, εἰς δὲ τὸν παῖδα τὸ νήπιον·

ὅ τ᾽ ἐχθὲς εἰς τὸν σήμερον τέθνηκεν, ὁ δὲ σήμερον εἰς τὸν αὔριον ἀποθνήσκει· μένει δ᾽ οὐδεὶς οὐδ᾽ ἔστιν εἷς, ἀλλὰ γιγνόμεθα πολλοί, περὶ ἕν τι φάντασμα καὶ κοινὸν ἐκμαγεῖον ὕλης περιελαυνομένης καὶ ὀλισθανούσης. ἐπεὶ πῶς οἱ αὐτοὶ μένοντες ἑτέροις χαίρομεν νῦν, ἑτέροις πρότερον, τἀναντία φιλοῦμεν καὶ μισοῦμεν καὶ θαυμάζομεν καὶ ψέγομεν, ἄλλοις χρώμεθα λόγοις ἄλλοις πάθεσιν, οὐκ εἶδος οὐ μορφὴν οὐ διάνοιαν ἔτι τὴν αὐτὴν ἔχοντες; οὔτε γὰρ ἄνευ μεταβολῆς ἕτερα πάσχειν εἰκός, οὔτε μεταβάλλων <οὐδεὶς> ὁ αὐτός ἐστιν· εἰ δ᾽ ὁ αὐτὸς οὐκ ἔστιν, οὐδ᾽ ἔστιν, ἀλλὰ τοῦτ᾽ αὐτὸ μεταβάλλει γιγνόμενος ἕτερος ἐξ ἑτέρου. ψεύδεται δ᾽ ἡ αἴσθησις ἀγνοίᾳ τοῦ ὄντος εἶναι τὸ φαινόμενον“


Δεν υπάρχουν σχόλια: