Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΡΙΛΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΡΙΛΙΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Απριλίου 2019

Σαν σήμερα 23 Απριλίου 1827 πέθανε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ηγετική μορφή του απελευθερωτικού αγώνα






Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε το 1780 στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, αδελφής του κλέφτη Κώστα Ντιμισκή και εξαδέλφης του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα. Μεγάλωσε με τους θετούς γονείς του, μία οικογένεια Σαρακατσάνων, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε μη αντέχοντας τον διασυρμό μιας παράνομης σχέσης και πέθανε όταν ήταν οκτώ ετών. Από τη μητέρα του, ο «γιος της καλογριάς» κληρονόμησε τον ανυπότακτο χαρακτήρα του και την παροιμιώδη βωμολοχία του.


Στα 15 του ο Γεώργιος Καραϊσκάκης εγκαταλείπει τους θετούς του γονείς και σχηματίζει κλέφτικη ομάδα από συνομηλίκους του. Τρία χρόνια αργότερα πέφτει στα χέρια του Αλή Πασά, ο οποίος εκτιμώντας τον ισχυρό του χαρακτήρα τον προσλαμβάνει στη σωματοφυλακή του. Στην Αυλή των Ιωαννίνων όχι μόνο έμαθε τη στρατιωτική τέχνη, αλλά και στοιχειώδη γράμματα, γραφή και ανάγνωση.

Τον Μάρτιο του 1798 ακολουθεί τον Αλή Πασά στην εκστρατεία του κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου κι έρχεται σε μυστικές διαπραγματεύσεις μαζί του. Περί το 1804 εγκαταλείπει τον Αλή Πασά κι ενώνεται με το σώμα του περίφημου κλέφτη Κατσαντώνη. Συμμετέχει και διακρίνεται σε πολλές μάχες κατά του πρώην αφεντικού του και γίνεται το πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη.

Την άνοιξη του 1807 ο Κατσαντώνης δέχεται να βοηθήσει τη ρωσοκρατούμενη Λευκάδα, που αντιμετώπιζε τον κίνδυνο επίθεσης από τον Αλή Πασά. Εκεί, ο Καραϊσκάκης γνωρίζεται με άλλους οπλαρχηγούς και συναντά τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά την κατάληψη της Λευκάδας από του Γάλλους, τον Ιούλιο του 1807, ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στ’ Άγραφα με τους άνδρες τού Κατσαντώνη.

Τον Αύγουστο του 1807 ο Κατσαντώνης συλλαμβάνεται από τον Αλή Πασά και θανατώνεται. Την αρχηγία της ομάδας αναλαμβάνει ο αδελφό του Λεπενιώτης και μαζί του ο Καραϊσκάκης συνεχίζει τη δράση του ως κλέφτης. Το 1809 εντάσσεται στα ελληνικά τάγματα που είχαν συστήσει οι Βρετανοί υπό τον Ριχάρδο Τσορτς, με σκοπό να εκτοπίσουν τους Γάλλους από τα Επτάνησα.

Το 1812 μετά τη διάλυση της ομάδας Λεπενιώτη από τον Αλή Πασά δηλώνει υποταγή και επιστρέφει στα Γιάννινα. Την περίοδο αυτή έγινε και ο γάμος του με την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον στρατιωτικό και πολιτικό Σπυρίδωνα Καραϊσκάκη (1826-1898).

Περί τα μέσα του 1820, όταν ο Αλή Πασάς κηρύχθηκε αποστάτης από τον Σουλτάνο, ο Καραϊσκάκης τον βοήθησε αρχικά, αλλά όταν διαπίστωσε το μάταιο του αγώνα τον εγκατέλειψε με τον Ανδρούτσο και άλλους Έλληνες και δήλωσε υποταγή στο Σουλτάνο. Τον Ιανουάριο του 1821 συμμετείχε στη σύσκεψη της Λευκάδας, στην οποία αποφασίστηκε η προετοιμασία της εξέγερσης στη Στερεά Ελλάδα.

Τον Απρίλιο του 1821 αποτυγχάνει να ξεσηκώσει τους Ακαρνάνες και καταφεύγει στα χωριά των Τζουμέρκων. Τον Μάιο οργανώνει στρατόπεδο με άλλους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς στο Πέτα της Άρτας. Συμμετέχει στις μάχες κατά των Τούρκων στο Κομπότι (30 Μαΐου και 8 Ιουνίου), αλλά τραυματίζεται και αποσύρεται για θεραπεία.

Τον Σεπτέμβριο μαζί με άλλους οπλαρχηγούς καταλαμβάνει την Άρτα, σε σύμπραξη με τους Αρβανίτες. Το 1822 εμπλέκεται σε διαμάχη με τον κλεφτοκαπετάνιο Γιαννάκη Ράγκο (1790-1870), εκλεκτό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, για το αρματολίκι των Αγράφων. Από τότε χρονολογείται και η διένεξή του με τον φαναριώτη πολιτικό.

Στις 15 Ιανουάριου του 1823, ο Καραϊσκάκης σημειώνει την πρώτη του μεγάλη νίκη κατά των Τούρκων στη Μάχη του Σοβολάκου. Στα μέσα του 1823 προάγεται σε στρατηγό, αλλά η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται από τη φυματίωση και καταφεύγει για ανάπαυση στο μοναστήρι του Προυσού.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου, ο Μαυροκορδάτος τον κατηγορεί για πράξη εσχάτης προδοσίας και τον σύρει σε δίκη στο Αιτωλικό (1 Απριλίου 1824). Παρότι διαπιστώνεται η ανακρίβεια των κατηγοριών, ο Καραϊσκάκης θα αποστερηθεί όλων των αξιωμάτων του και θα αναγκασθεί να καταφύγει στο Καρπενήσι. Στα μέσα του 1824 μεταβαίνει στο Ναύπλιο, έδρα της κυβέρνησης, με σκοπό να αποδείξει την αθωότητά του.

Τον Δεκέμβριο του 1824 συμμετέχει στο ρουμελιώτικο σώμα που εκστράτευσε στην Πελοπόννησο, με σκοπό να βοηθήσει τους «κυβερνητικούς» στη διαμάχη τους με τους «αντικυβερνητικούς» (δεύτερος εμφύλιος πόλεμος). Ο Καραϊσκάκης θα λάβει μέρος στο πλιάτσικο στην περιοχή των Καλαβρύτων, που αποτελεί μία από τις ατυχέστερες στιγμές του ήρωα στην επανάσταση του ‘21. Στις 7 Απριλίου του 1825 συμμετέχει χωρίς ηγετικό ρόλο στη μάχη στο Κρεμμύδι, όπου οι Έλληνες αντιμετώπισαν για πρώτη φορά το στρατό του Ιμπραήμ και ηττήθηκαν κατά κράτος.

Η επανάσταση κινδυνεύει και η κυβέρνηση αποφασίζει να στείλει τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, για να αναζωπυρώσει τις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Τον Μάιο του 1825 φθάνει στο Δίστομο και αποτρέπει την κατάληψη του χωριού από τους Τούρκους της Άμφισσας.
Στο Μεσολόγγι

Στη συνέχεια προσπαθεί να βοηθήσει τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου με κινήσεις αντιπερισπασμού, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου και την καταστολή της επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, ο Καραϊσκάκης θα μεταβεί στο Ναύπλιο και θα ζητήσει από την κυβέρνηση οικονομική ενίσχυση για να απελευθερώσει τη Στερεά Ελλάδα.

Τον Ιούλιο του 1826 διορίζεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης, με πλήρη δικαιοδοσία. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να ανακουφίσει τους πολιορκημένους της Ακρόπολης της Αθήνας. Στις 6 Αυγούστου νικά τους Τούρκους στο Χαϊδάρι και θα επαναλάβει τη νίκη του δύο ημέρες αργότερα.

Παρότι σοβαρά άρρωστος, θα επιχειρήσει εκστρατεία προς τη Δόμβραινα τον Οκτώβριο για να αποκόψει τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη. Θα εκκαθαρίσει την περιοχή και στις 24 Νοεμβρίου του 1826 θα σημειώσει μεγαλειώδη νίκη επί των Τούρκων στην Αράχωβα, σε μία πολυήμερη μάχη, που θα αναδείξει τις στρατηγικές του ικανότητες. Για τους κατακτητές ήταν η δεύτερη μεγάλη καταστροφή μετά τα Δερβενάκια.

Μετά τη διασφάλιση της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας επιστρέφει στην Αττική για να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή, που συνεχίζει την πολιορκία της Ακρόπολης (28 Φεβρουαρίου 1827). Θα σημειώσει δύο σπουδαίες νίκες, στο Κερατσίνι (4 Μαρτίου) και στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (13 Απριλίου).

Στις 21 Απριλίου του 1827 οι ελληνικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στο Φάληρο για να αντιμετωπίσουν σε μία ακόμη μάχη τον Κιουταχή. Την αρχιστρατηγία είχαν αναλάβει οι άγγλοι φιλέλληνες Ριχάρδος Τσορτς και ο Τόμας Κόχραν, με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας. Ο Καραϊσκάκης είχε διαφωνήσει με το σχέδιο της κατά μέτωπον επίθεσης και είχε αποσυρθεί στη σκηνή του άρρωστος.
Τραυματισμός

Την επομένη κάποιοι έλληνες στρατιώτες επιτέθηκαν χωρίς διαταγή κατά του στρατοπέδου του Κιουταχή. Για να μη γενικευθεί η σύγκρουση, ο Καραϊσκάκης βγήκε από τη σκηνή του και κατευθύνθηκε έφιππος προς το σημείο της συμπλοκής γύρω στις 4 το απόγευμα. Μία σφαίρα, όμως, τον βρήκε στο υπογάστριο και τον τραυμάτισε σοβαρά. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, ο Καραϊσκάκης άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 το πρωί της 23ης Απριλίου 1827, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο θάνατος του Καραϊσκάκη οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια είτε με υποκίνηση των Άγγλων, που ήθελαν τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, είτε του μεγάλου αντιπάλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.

Την επομένη, οι Έλληνες με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη Μάχη του Αναλάτου από τον Κιουταχή, ο οποίος πολύ γρήγορα κατέστειλε την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.

Το έθνος θρήνησε το χαμό του ήρωα. Και δικαίως, διότι η απώλειά του υπήρξε ανεπανόρθωτη. Ο Καραϊσκάκης ήταν αδύνατος, φιλάσθενος (έπασχε από φυματίωση), μέτριος το ανάστημα, ιδιαίτερα νευρικός, οξύθυμος, βωμολόχος και υβριστής. Αλλά είχε χαλύβδινη θέληση, δύναμη σκέψης και κριτικής και ιδιαίτερη ικανότητα στην ταχύτατη λήψη αποφάσεων και εκτέλεση αυτών. Με μία λέξη, ήταν ηγέτης. Άλλο ζήτημα αν, όπως έλεγε ο ίδιος, ο χαρακτήρας του τον έκανε να είναι άλλοτε άγγελος και άλλοτε διάβολος.


Οι βωμολοχίες του

Την 1ην Ιουλίου 1823 ο Μαχμούτ πασάς έστειλε στον Καραϊσκάκη επιστολή:

«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».

Σε Τούρκο συνομιλητή του λέει «Ιδού οι Έλληνες! Αυτοί σας χ@ζουν και τώρα και πάντα».

Ο Καραϊσκάκης απάντησε με άλλη επιστολή:

«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω

κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτ@ον μου τον ίδιον

κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω

κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»



Λίγο πριν μια επίθεση των Τούρκων στο Μεσολόγγι γίνηκε ο παρακάτω διάλογος :

– Έχει ωρέ ο κοτζαμπάσης κόρη;

– Έχει

– Έχει και ο παπάς κόρη;

– Και ποια είναι η ομορφότερη;

– Κ οι δύο όμορφες είναι.

– Αμέ τότες να τους πεις να πλυθούν.

– Γιατί ωρέ Τούρκε;

– Γιατί αύριο ισαλά θα μπω και δεν θέλω να τις βρω άπλυτες.

Και φυσικά μετά από αυτό άρχισε το τουφεκίδι .

Διάλογος στο Μεσολόγγι :

– Αχ ντουφέκι να το’ χα εγώ καημένε

– Τι το θες ωρέ

– Γιατί εμένα μου πρέπει να τόχω. Ξέρεις Αγά;

– Τι

– Να μου το φυλάξεις και σου χαρίζω τη ζωή άμα σε πιάσω.

– Τι λες μωρέ καημένε ; είσαι παλαβός ;

– Κλ@νε λίγο έτσι να δω τι σημάδια έχεις ;

– Το κεφάλι θα σου πάρω.

– Καλά αγά εγώ έχω τα χέρια μου και δε σ αφήνω .

– Πρώτα θα σου πάρω το τουφέκι κ ύστερα το κεφάλι.

– Αμ έχω και μπιστόλες αγά.

– Και αυτές θα στις πάρω.

– Αμ έχω το γιαταγάνι αγά.

– Με το φτυάρι και το χώμα θα σε κυνηγώ ως τους Κορφούς και τότε στα παίρνω όλα.

– Φύλαξέ μου το τουφέκι, είδα όνειρο πως θα σου το πάρω.

– Να μου φας το σκατ@κερατά!

Και άρχισε το τουφεκίδι.

Στο Μεσολόγγι ένας Τουρκοκρητικός πλησίαζε με την βάρκα και φώναζε «Μωρέ θέλω την νύφη του Παπά».

Ο Καραϊσκάκης όταν ήταν άρρωστος προκειμένου να διαπιστώσει τις ιατρικές ικανότητες ενός Ευρωπαίου ιατρού, μέσα στο κρεβάτι του έβαλε ένα από τα παλικαριά του , αυτό λοιπόν έδωσε το χέρι του για να πάρει τον σφυγμό ο ιατρός, ο οποίος μετά από πολύ περίσκεψη έβγαλε την διάγνωση

– Οι δυνάμεις σου στρατηγέ πέσανε πολύ.

Τότε τίναξε τα σκεπάσματα και ο γιατρός έμεινε ξερός βλέποντας το χέρι του παλικαριού

– Ο πούτ@ος μου έπεσε ωρέ κι όχι οι δυνάμεις μου.

Διήγηση του Μακρυγιάννη :

Πήρα κ’ εγώ καμπόσους του Νοταρά ανθρώπους και του Σισίνη.

Ο Κουντουργιώτης πήγε εις τη Νύδρα κι’ άφησε εις το ποδάρι του τον Αναγνώστη Οικονόμο Νυδραίο.

Του είπα να μου δώση αυτούς τους μιστούς να πλερώσω τους ανθρώπους και να λάβω κι’ ό,τι έδωσα.

Λέγει του Παπαφλέσσα, μου δίνει τους παράδες, ό,τι μο’ κανε όμως να του χαρίσω τις πιστιόλες μου, ότι τις λιμπίστη.

Του παράγγειλα κ’ εγώ «να του γαμ@σω το κέρατο, όχι θα του δώσω τ’ άρματά μου, οπού τα ‘χω από δεκοχτώ χρονών παιδί». Τον μούτζωσα και δεν του ξαναμίλησα. Πήγε κι’ ο Κωσταντής Λευκάδιος και του ζήτησε τους μιστούς, και του πήρε τις πιστιόλες του. Κ’ είχε ξύλινες ‘σ το ζουνάρι του τον ρώτησα και μου το είπε. «Ορίστε κι’ Αρβανίτικη αρετή. Ως τώρα είχαμε Βλάχικη, Κεφαλλωνίτικη, Φαναργιώτικη ορίστε κι’ Αρβανίτικη. Να δικαιοσύνη, να κυβερνήται των νέων Ελλήνων»!

Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Ἡ Μάχη του Λεβιδίου









Ἀποφασιστική μάχη γιὰ την ἀνύψωση του ἠθικοῦ τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων,

ποῦ δόθηκε στὶς 14 Ἀπριλίου 1821 στὸ Λεβίδι, ἕνα χωριό ποῦ εἶναι χτισμένο στὶς ἀνατολικές πλαγιές του Μαινάλου, 25 χιλιόμετρα βόρεια της Τρίπολης.

Στὶς ἀρχὲς Ἀπριλίου του 1821 εἶχε σχεδόν ἐπικρατήσει το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη, ποῦ στόχευε στὴν κατάληψη της Τριπολιτσάς, του διοικητικοῦ κέντρου του Ὀθωμανικοῦ Μωριᾶ. Γι’ αὐτὸ, γύρω ἀπὸ την Τριπολιτσά εἶχαν ἀρχίσει νὰ δημιουργοῦνται ἑλληνικά στρατόπεδα, γιὰ νὰ την ἀποκόψουν ἀπὸ την ὑπόλοιπη Πελοπόννησο καὶ νὰ καταστήσουν εὐκολότερη την ἅλωση της. Ὅμως, με τὴ θέα τῶν Τούρκων οἱ στρατολογημένοι Ἕλληνες το ἔβαζαν στὰ πόδια, χωρίς νὰ ρίξουν οὔτε μία τουφεκιά, με ἀποτέλεσμα ἕνα μετά το ἄλλο τα στρατόπεδα νὰ διαλύονται.

Τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς καὶ ραγιαδισμοῦ εἶχαν κάνει πολλούς Ἕλληνες νὰ σκύβουν το κεφάλι, ὅταν ἔβλεπαν Τοῦρκο καὶ νὰ ὑπομένουν μοιρολατρικά τον αὐταρχισμό του. Ἄλλωστε, ὅσοι εἶχαν σηκώσει ἀνάστημα κατά του δυνάστη συχνά το πλήρωναν με το κεφάλι τους.

Στὸ Λεβίδι, ὅμως, ὅταν ἀκούσθηκε ὅτι φθάνει τουρκικός στρατός ἀπὸ την Τριπολιτσά κανείς δὲν ἔφυγε. Ἦταν το πρῶτο στρατόπεδο ποῦ δὲν διαλύθηκε στὸ ἄκουσμα της εἴδησης ὅτι 3.000 πεζοί καὶ ἱππεῖς ἔχουν ἐκστρατεύσει ἐναντίον τους. Το στρατόπεδο του Λεβιδίου εἶχε συσταθεῖ ἀπὸ τους Καλαβρυτινούς καὶ τους ντόπιους ὁπλαρχηγούς Παναγιώτη Ἀρβάλη καὶ Γεώργιο Μπηλίδα. Ἤδη ἀπὸ τις 12 Ἀπριλίου το στρατόπεδο εἶχε ἐνισχυθεῖ με τους ὁπλαρχηγούς Σωτήριο Χαραλάμπη, Σωτήριο Θεοχαρόπουλο, Νικόλαο Σολιώτη καὶ Ἀναγνώστη Στριφτόμπολα. Οἱ Τοῦρκοι ξεκίνησαν ἀπὸ την Τριπολιτσά με κατεύθυνση το Λεβίδι το βράδυ της 13ης Ἀπριλίου.

Μόλις πληροφορήθηκαν την ἐπικείμενη ἄφιξή του τουρκικοῦ στρατοῦ συγκεντρώθηκαν στὸ σπίτι, ὅπου διέμενε ὁ καλαβρυτινός Σωτήρης Χαραλάμπης καὶ ἀποφάσισαν κατά πρῶτο νὰ ζητήσουν βοήθεια ἀπὸ τα γειτονικά στρατόπεδα της Ἀλωνίσταινας καὶ του Κακουρίου καὶ κατά δεύτερο να πιάσουν τις εισόδους του Λεβιδίου, ώστε να εμποδίσουν τους Τούρκους να εισέλθουν στο χωριό. Ὁ Σωτήρης Χαραλάμπης ταμπουρώθηκε σε μία ράχη κοντά στὸ Λεβίδι, ἐνῶ πιὸ κάτω βρέθηκε ὁ Ἀναγνώστης Στριφτόμπολας.

Τις πρωινές ὧρες της 14ης Ἀπριλίου, ὅταν κυκλοφόρησε ἡ φήμη ὅτι το τουρκικό ἱππικὸ πλησιάζει το Λεβίδι, πολλοί ἄνδρες πανικοβλήθηκαν. Ἐγκατέλειψαν τις θέσεις τους, παρά τις προσπάθειες τῶν ὁπλαρχηγῶν νὰ τους συγκρατήσουν καὶ κατέφυγαν στὸ βουνό. Τότε ὁ Στριφτόμπολας με 70 ἄνδρες ἀποφάσισε νὰ δώσει τὴ μάχη μέσα στὸ χωριό.

Οἱ Τοῦρκοι ὅρμησαν με ἄγριες διαθέσεις κατά των ὀχυρωμένων Ἑλλήνων, ἀλλὰ ἀντιμετώπισαν τὴ σθεναρή ἀντίστασή τους. Χαρακτηριστικοί εἶναι οἱ στίχοι του λαϊκοῦ ποιητή Παναγιώτη Κάλα ἡ Τσοπανάκου (1789-1825) «… στὸ Βαλτέτσι στὸ Λεβίδι / πέφτει ἀλύπητο λεπίδι…»

Πραγματική μάχη δόθηκε ἔξω ἀπὸ το σπίτι ποῦ βρισκόταν ὁ Στριφτόμπολας. Ἐκεῖ ἔπεσαν οἱ περισσότεροι Τοῦρκοι, ἀλλὰ καὶ ὁ ἡρωικός ὁπλαρχηγός ἀπὸ τα Καλάβρυτα. Ἐν τῷ μεταξύ, εἶχαν ἀρχίσει νὰ καταφθάνουν οἱ ἐνισχύσεις ἀπὸ τα διπλανά στρατόπεδα ὑπὸ τους Δημήτριο Πλαπούτα, Ἠλία Τσαλαφατίνο, Νικόλαο Πετμεζά, Σταῦρο Δημητρακόπουλο καὶ Ἀσημάκη Σκαλτσά. Τότε, οἱ ἀμυνόμενοι βγῆκαν ἀπὸ τα σπίτια καὶ ὅρμησαν κατά των Τούρκων, ποῦ πανικόβλητοι ἐγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, ἀφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς.



Ἡ νίκη τῶν Ἑλλήνων στὸ Λεβίδι ἀποτέλεσε το σημαντικότερο ὡς τότε γεγονός του Ἀγῶνα. Οἱ ραγιᾶδες ἔβλεπαν πλέον ὅτι οἱ Τοῦρκοι δὲν ἦταν ἀνίκητοι!





Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Σὰν σήμερα ἡ πρώτη ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους τῆς Δύσης




Σὰν σήμερα ἡ πρώτη ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους τῆς Δύσης
ὁ ἀρχηγὸς της Δ' Σταυροφορίας, Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός. 
Ἡ Δ' Σταυροφορία ξεκίνησε μὲ πρωτοβουλία τοῦ Πάπα Ἰννοκέντιου Γ' τὸ 1201, γιὰ τὴν κατάληψη τῶν ἁγίων Τόπων, ποῦ κατεῖχαν οἱ Μουσουλμᾶνοι. ὁλοκληρώθηκε στὶς 12 Ἀπριλίου 1204, μὲ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τὴν προσωρινὴ κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, χωρὶς τὴ θέληση τοῦ Ποντίφικα.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς τρίτης Σταυροφορίας (1189-1192) γιὰ τὴν κατάληψη τῶν ἁγίων Τόπων, τὸ ἐνδιαφέρον τῶν δυτικοευρωπαίων ἀτόνησε. 
Τὴν ἱερουσαλήμ, ὅπως καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Συρίας καὶ της Αἰγύπτου, ἤλεγχε ἡ μουσουλμανικὴ δυναστεία τῶν Ἀγιουβιδών.       
Τὸ λατινικὸ Βασίλειο τῆς ἱερουσαλὴμ μόνο κατ' ὄνομα ὑπῆρχε, περιορισμένο σὲ λίγες πόλεις στὶς ἀκτὲς τῆς Παλαιστίνης.
Τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ μία νέα σταυροφορία ἀνακίνησε ὁ πάπας ἱνοκέντιος Γ' τὸ 1198. Στὴν ἀρχὴ συνάντησε τὴ γενικὴ ἀδιαφορία τῶν ἐστεμμένων της Εὐρώπης, ποῦ εἶχαν τὰ δικά τους προβλήματα νὰ ἐπιλύσουν.
Τὸν ἑπόμενο χρόνο, κάποιοι εὐγενεῖς, κυρίως ἀπὸ τὰ ἐδάφη της σημερινῆς Γαλλίας, πείσθηκαν νὰ συγκροτήσουν ἕνα ἐκστρατευτικὸ σῶμα, μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν Κόμη Τιμπὸ τῆς Καμπανίας. ὁ Τιμπὸ πέθανε τὸν ἑπόμενο χρόνο καὶ ἀρχηγὸς της Δ' Σταυροφορίας ἀνακηρύχθηκε ὁ ἰταλὸς κόμης Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός. 
Τὸ σχέδιο προέβλεπε τὴ συγκέντρωση τῶν Σταυροφόρων στὴ Βενετία καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ κατευθύνονταν στὴν Αἴγυπτο, ὅπου θὰ ἄρχιζαν τίς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις, μὲ σκοπὸ τὴν κατάληψη τῆς ἱερουσαλήμ.

Τὴ δύναμη τῶν Σταυροφόρων συγκροτοῦσαν 33.500 ἄνδρες καὶ 4.500 ἄλογα καὶ τὴ διεκπεραίωσή τους στὴν Αἴγυπτο ἀνέλαβαν ἔναντι ἀνταλλαγμάτων οἱ Ἐνετοὶ τὸ 1200. Ζήτησαν 85.000 ἀργυρᾶ μάρκα, τὰ μισὰ ἐδάφη ποῦ θὰ κατακτοῦσαν οἱ Σταυροφόροι καὶ προθεσμία ἑνὸς ἔτους γιὰ τίς ἑτοιμασίες τῆς φιλόδοξης ἐκστρατείας. 
Τὸ 1201 τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν Σταυροφόρων ἔφθασε στὴ Βενετία. Ὅμως, οἱ ἡγέτες τους δὲν τήρησαν τὴ συμφωνία καὶ μόλις καὶ μετὰ βίας συγκέντρωσαν 51.000 ἀργυρᾶ μάρκα. 
Οἱ Ἐνετοὶ ἐξοργίσθηκαν καὶ τους φυλάκισαν στὸ νησάκι Λίντο, ἑως ὅτου ἀποφασίσουν γιὰ τὴν τύχη τους.
ὁ γηραιὸς δόγης Ἐρρίκος Δάνδολος ἀποφάσισε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὴν περίσταση καὶ νὰ χρησιμοποιήσει τοὺς Σταυροφόρους γιὰ τοὺς δικούς του σκοπούς. Στὴ Βασιλικὴ τοῦ ἁγίου Μάρκου, ὅπου ἔγινε ἡ ἐπίσημη τελετὴ ὑποδοχή τους, ὁ δόγης πρότεινε στοὺς ἀρχηγούς τους νὰ ἐπιτεθοῦν πρῶτα στὸ λιμάνι τῆς Ζάρας στὴ Δαλματία (σημερινὴ Κροατία), προκειμένου νὰ ξεπληρώσουν τὰ χρέη τους. 
Ἡ Ζάρα, ποῦ προμήθευε μὲ ξυλεία τὸν στόλο τοῦ δόγη, εἶχε ἀποσκιρτήσει ἀπὸ τὴ Βενετία καὶ βρισκόταν ὑπὸ προστασία τοῦ βασιλιᾶ τῶν Οὕγγρων Ἔμερικ. Οἱ κάτοικοί της ἦταν χριστιανοὶ καὶ μάλιστα καθολικοί.

Γιὰ την ἐπιχείρηση συμφώνησε ἀπρόθυμα ὁ παπικός ἀντιπρόσωπος Καρδινάλιος Καπουάνο, ὄχι ὅμως καὶ ὁ Πάπας Ἰνοκέντιος, ποῦ ἀπείλησε με ἀφορισμό ὅσους σταυροφόρους στραφοῦν ἐναντίον χριστιανῶν.
 Τὴ σχετική ἐπιστολή του φρόντισαν νὰ την κρατήσουν μυστική οἱ ἐπὶ κεφαλῆς της ἐκστρατείας. Ἡ ἐπιχείρηση τελικά πραγματοποιήθηκε. Η πόλη της Ζάρας καταλήφθηκε, ὕστερα ἀπὸ σύντομη πολιορκία καὶ ὁ Πάπας Ἰνοκέντιος Γ' πραγματοποίησε την ἀπειλή του.

Ἡ εἴσοδος τῶν Σταυροφόρων στὴν Κωνσταντινούπολη (Εὐγένιος Ντελακρουά, 1840)
 
Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Σταυροφόρων Βονιφάτιος ὁ Μομφερατικός δὲν πῆρε μέρος στὴν ἐκστρατεία κατά της Ζάρα, φοβούμενος ἴσως τις παπικές κυρώσεις.
 Πῆγε νὰ ἐπισκεφθεῖ τον ἐξάδελφο του Φίλιππο της Σουηβίας, ὁ ὁποῖος φιλοξενοῦσε τον συγγενῆ του βυζαντινό πρίγκηπα Ἀλέξιο Ἄγγελο, γιὸ του ἀνατραπέντος αὐτοκράτορα Ἰσαάκιου Β' Ἀγγέλου. 
Ὁ Ἀλέξιος Ἄγγελος ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τον Βονιφάτιο γιὰ νὰ ἀνατρέψει τον θεῖο του αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Γ' Ἄγγελο καὶ νὰ ἐπαναφέρει στὸν θρόνο τον τυφλό πατέρα του. Στὰ ἀνταλλάγματα ποῦ προσέφερε ἦταν ἕνα μεγάλο χρηματικό ποσό, στρατιωτικές δυνάμεις γιὰ την ἐνίσχυση της ἐκστρατείας τῶν Σταυροφόρων στὴν Αἴγυπτο καὶ την ὑποταγή της Ἐκκλησίας της Κωνσταντινούπολης στὸν Πάπα.
 
Ὁ Βονιφάτιος θεώρησε δελεαστική την πρόταση καὶ μαζί με τον Ἀλέξιο Ἄγγελο μετέβησαν στὴν Κέρκυρα γιὰ νὰ συναντήσουν τους Σταυροφόρους ποῦ συμμετεῖχαν στὴν κατάληψη της Ζάρα καὶ νὰ ἐνημερώσουν τους ἀρχηγούς της Σταυροφορίας.
 Κάποιοι συμφώνησαν με την ἐκτροπὴ της Σταυροφορίας, ἄλλοι διαφώνησαν καὶ ἀποχώρησαν, ἐπιστρέφοντας στὶς πατρίδες τους.
Ἀνάμεσα σε αὐτούς ποῦ εἶδαν με καλό μάτι την πρόταση του Ἀλέξιου ἦταν καὶ οἱ Ἐνετοί. Λαός ναυτικός, ἐπιζητοῦσαν την αὐξήση της ἐπιρροῆς τους στὴν Ἀνατολή εἰς βάρος της Γένουας καὶ της Πίζας, ποῦ ἦταν οἱ κύριοι ἀνταγωνιστές τους.
 Ἐπιπροσθέτως, τους μισοῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ πάρουν ἐκδίκηση γιὰ τὴ σφαγή τῶν συμπατριωτῶν τους, στὴ διάρκεια τῶν ἀντιπαπικών ταραχῶν στὴν Κωνσταντινούπολη το 1182. Ἀπὸ την ἄλλη πλευρά, το Βυζάντιο σπαρασσόταν ἀπὸ ἐμφύλιες διαμάχες καὶ την καταστροφική πολιτική τῶν τελευταίων Κομνηνῶν καὶ της δυναστείας τῶν Ἀγγέλων.
 Βρισκόταν σε προφανῆ παρακμή, ἐνῶ εἶχαν ἀρχίσει οἱ ἀποσχιστικές τάσεις ἀπὸ φιλόδοξους τοπάρχες. Ὁ λαός στέναζε ἀπὸ τὴ βαριά φορολογία.
Ὁ στόλος τῶν Ἐνετῶν καὶ Σταυροφόρων ἔφθασε πρὸ τῶν τειχῶν της Κωνσταντινούπολης στὶς 23 Ἰουνίου 1203
. Οἱ νεοφερμένοι ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπὸ ὅσα ἔβλεπαν τα μάτια τους: «Δὲν μποροῦσαν νὰ φαντασθοῦν ὅτι ὑπῆρχε στὸν κόσμο τόσο ὀχυρή πόλη. Εἶδαν τα ὑψηλὰ τείχη, τους ἰσχυρούς πύργους, τα θαυμαστά παλάτια, τις μεγάλες ἐκκλησίες, ποῦ ἦταν τόσες πολλές ὥστε κανείς δὲν θὰ το πίστευε ἄν δὲν τις ἔβλεπε με τα μάτια του.          Το μῆκος της, το πλάτος της, ἔδειχναν πώς ἦταν βασιλεύουσα». Με τα λόγια αὐτὰ περιγράφει τις πρῶτες του ἐντυπώσεις ὁ ἱστορικός καὶ ἐκ τῶν ἡγετῶν της Σταυροφορίας Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος.
Ἀρχικὸς τους στόχος ἦταν νὰ ἀποκαταστήσουν στὸν θρόνο τον Ἰσαάκιο Β' Ἄγγελο.
 Οἱ κάτοικοι της Πόλης τους ὑποδέχθηκαν ἐχθρικά, παρά τις περί του ἀντιθέτου διαβεβαιώσεις του Ἀλέξιου Ἀγγέλου. Στὶς 17 Ἰουλίου οἱ Σταυροφόροι ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριά καὶ ἐπιτέθηκαν ἀπὸ τὴ νοτιοανατολική πλευρά της Πόλης. 
Ἔβαλαν μία μεγάλη φωτιά, ποῦ προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στὴν Πόλη. Οἱ κάτοικοι στράφηκαν κατά του αὐτοκράτορα Ἀλέξιου Γ' Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος ἔφυγε την ἴδιά νύχτα ἀπὸ την Πόλη.
 Ο Ισαάκιος Β' Άγγελος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἀποκαταστάθηκε στὸ θρόνο του. Την 1η Αὐγούστου ὁ γιὸς του Ἀλέξιος Ἄγγελος ἀναγορεύθηκε σε αὐτοκράτορα, ὡς Ἀλέξιος Δ' Ἄγγελος. Το Βυζάντιο βρισκόταν καὶ πάλι σε κατάσταση ἐμφυλίου πολέμου, ἀφοῦ ὑπῆρχαν δύο νόμιμοι αὐτοκράτορες (Ἀλέξιος Γ' Ἄγγελος καὶ Ἀλέξιος Δ' Ἄγγελος).

Ἡ πολιορκία της Κωνσταντινούπολης
 
Ὁ νέος ἡγεμόνας βρῆκε τα ταμεῖα ἀδείᾳ καὶ γρήγορα συνειδητοποίησε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τις δεσμεύσεις του πρὸς τους Σταυροφόρους. Διέταξε τότε νὰ καταστραφοῦν εἰκόνες καὶ ἀντικείμενα λατρείας, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ πάρει τον χρυσό καὶ τον ἀργυρὸ ποῦ περιεῖχαν. 
Ὁ λαός ἐξαγριώθηκε καὶ θεώρησε ἱεροσυλία την ἀπόφαση αὐτὴ του αὐτοκράτορα. 
Ὁ αὐλικός Ἀλέξιος Δούκας, γνωστός καὶ ὡς Μούρτζουφλος, ἐξαιτίας τῶν πυκνῶν φρυδιῶν του, ἐκμεταλλεύτηκε την κατάσταση.      Τον ἀνέτρεψε καὶ τον στραγγάλισε. 
Ὁ Αλέξιος Δούκας ἀνέβηκε στὸ θρόνο ὡς Ἀλέξιος Ε'. 
Ο πρώην αὐτοκράτορας Ἰσαάκιος Β' Ἄγγελος πέθανε ὕστερα ἀπὸ λίγο, ἀπὸ φυσικά αἴτια.
Οἱ Σταυροφόροι καὶ οἱ Βενετοί, χωρίς προστάτες πλέον σε μία ἐχθρικὴ γι' αὐτούς περιοχή, βρέθηκαν πρὸς στιγμή σε ἀμηχανία. Πάντως, στὶς 8 Ἀπριλίου 1204 ἐπιτέθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ μία ἀκόμη φορά, προκειμένου νὰ τιμωρήσουν τον δολοφόνο του Ἀλέξιου Δ' Άγγελου. Ὁ Ἀλέξιος Ε' ἀντέταξε ἰσχυρή ἄμυνα, με σύμμαχο τον ἄσχημο καιρό.
 Οἱ ἐπιτιθέμενοι το θεώρησαν θεϊκό σημάδι καὶ θέλησαν νὰ λύσουν την πολιορκία. Οἱ καθολικοί κληρικοί ποῦ τους συνόδευαν κατόρθωσαν νὰ τους πείσουν νὰ παραμείνουν καὶ νὰ καταλάβουν την Πόλη, με τα ἐπιχειρήματα ὅτι οι Βυζαντινοί εἶναι προδότες καὶ δολοφόνοι ἐπειδή σκότωσαν τον σεβαστό Ἀλέξιο Δ' καὶ ὅτι εἶναι χειρότεροι ἀπὸ τους Ἑβραίους.
 Ὁ Πάπας Ἰνοκέντιος Γ', γιὰ μία ἀκόμη φορά, εἶχε διαμηνύσει στοὺς Σταυροφόρους νὰ μὴν ἐπιτεθοῦν καὶ νὰ μὴν σκοτώσουν οὔτε ἕνα χριστιανό, ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ σχετική ἐπιστολή του ἀπεκρύβη ἀπὸ τους παπικούς ἀπεσταλμένους.
Στὶς 12 Ἀπριλίου 1204, οἱ Σταυροφόροι πραγματοποίησαν την τελική τους ἔφοδο κατά της Κωνσταντινούπολης, βοηθούμενοι καὶ ἀπὸ τον καλό καιρό. 
Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Ε' Μούρτζουφλος την εἶχε ἐγκαταλείψει κι ἔτσι την κατέλαβαν με σχετική εὐκολία, παρά την ἀντίσταση της αὐτοκρατορικῆς φρουράς, ποῦ την ἀποτελοῦσαν οἱ σκανδιναβοί Βάραγγοι. 
Γιὰ τρεῖς μέρες οἱ «Στρατιῶτες του Χριστοῦ» ἐπιδόθηκαν σε παντός εἴδους βανδαλισμούς καὶ φρικαλεότητες. Δὲν δίστασαν νὰ βεβηλώσουν ἀκόμη καὶ ἱερούς χώρους, ἀνεβάζοντας στὸν πατριαρχικό θρόνο μία πόρνη, σύμφωνα με τον ἱστορικό Νικήτα Χωνιάτη. 
Ὅταν ὁ Πάπας ἔμαθε γιὰ τις βδελυρές πράξεις τῶν Σταυροφόρων ἐξέφρασε την ντροπή καὶ τον ἀποτροπιασμό του.

Γιὰ τα ἑπόμενα 59 χρόνια ὁ ἑλλαδικός χῶρος θὰ ζήσει ὑπὸ καθεστώς Φραγκοκρατίας. Η τάξη θὰ ἀποκατασταθεῖ το 1261, με την ἐκδίωξη των Λατίνων καὶ την ἀνασύσταση της Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο.
Ἡ Τέταρτη Σταυροφορία, μόνο κατ' ὄνομα ὑπῆρξε. Σχεδόν κανένας ἀπὸ τους λατίνους μαχητές δὲν πάτησε το πόδι του στοὺς Ἁγίους Τόπους, παρά μόνο διοχέτευσαν ὅλη τους την ἐνέργεια στὴν καταστροφή του Βυζαντίου.
Ἡ κληρονομιά ποῦ ἄφησε πίσω της ἡ Τέταρτη Σταυροφορίας εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση του Σχίσματος μεταξύ Καθολικῆς Δύσης καὶ Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς καὶ ὁ τεμαχισμός της Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας σε λατινικά (Πριγκιπᾶτο της Ἀχαΐας,   Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, Βασίλειο των Ἀθηνῶν, Βασίλειο του Αἰγαίου, Ἡγεμονία της Κωνσταντινούπολης) καὶ ἑλληνικά κρατίδια (Δεσποτάτο της Ἠπείρου, Αὐτοκρατορία της Τραπεζοῦντας,
 Αὐτοκρατορία της Νικαίας). Ἡ ἀποτυχία του νὰ ἐλέγξει του Σταυροφόρους ἔγινε μάθημα στὸν Ἰνοκέντιο καὶ τους διαδόχους του στὴν Ἁγία Ἔδρα κι ἔτσι δὲν ὑποστήριξαν ἀμέσως καμία ἀπὸ τις ἑπόμενες Σταυροφορίες.
Ὀκτακόσια χρόνια ἀργότερα, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β' ἐξέφρασε τὴ λύπη του γιὰ τις ὠμότητες τῶν Σταυροφόρων, οἱ ὁποῖοι «ἐστράφησαν ἐναντίον τῶν ἐν Χρηστῷ ἀδελφῶν μας»,    ὅπως ἀνέφερε το 2001 σε ἐπιστολή του πρὸς τον Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Ἀνάλογη ἦταν καὶ η συγγνώμη του πρὸς τον Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο Α', κατά τὴ συνάντησή τους στὸ Βατικανό το 2004.













                                                                           





                                                                        

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Ἀπρίλης 1947: Ὁ ἱερέας Γεώργιος Σκρέκας ΚΡΕΜΑΤΑΙ ΕΠΙ ΞΥΛΟΥ ἀπὸ τοὺς ἄθεους τοῦ ΕΑΜ/ΕΛΑΣ!



Μέσα στοὺς ἑκατοντάδες Ἕλληνες ἱερεῖς ποὺ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο στὰ αἱμοσταγῆ χέρια τῶν ντόπιων ἀντίχριστων, ξεχωριστὴ θέση κατέχει ὁ ἱερέας Γεώργιος Σκρέκας. Σίγουρα, ὁ πανταχοῦ παρὼν Χριστὸς θὰ ἔχει τὴν ψυχὴ τοῦ Μάρτυρα δίπλα Του, στὸν Παράδεισο. Καθὼς πλησιάζει τὸ Πάσχα, ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀληθινοὺς σύγχρονους Ἅγιους τῆς Ἑλλάδας μας καὶ ἂς ἀνάψουμε ἕνα κερὶ στὴ Μνήμη τους.

H ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΣΚΡΕΚΑ

H Μεγάρχη εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ὄμορφα καὶ μεγάλα χωριά, (κάτοικοι 1301 κατὰ τὴν ἀπογραφὴ τοῦ 1951), του Νομοῦ Τρικάλων. Ἔχει καὶ αὕτη τὴν δική της τραγικὴ ἱστορία. Τὴν ἱστορία ποῦ ἔγραψε μὲ τὸ αἷμα του καὶ τὴν ὑπέρτατη θυσία του, στὸν Βωμὸ τοῦ καθήκοντος, ὁ ΓΕΩΡΓΙΟΣ παπᾶ ΣΚΡΕΚΑΣ, καὶ παραμένει ἔκτοτε τὸ αἰώνιο σύμβολο ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΕΩΣ τῆς Πατρίδος του.

O Γεώργιος παπᾶ Σκρέκας, γεννήθηκε τὸ 1910 στὴν Μεγάρχη ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, οἱ ὅποιοι τὸν ἐγαλούχησαν μὲ τὰ Ἔλληνο - Χριστιανικὰ Ἰδεώδη. Στὸ χωριό του διδάχθηκε τὴν στοιχειώδη μόρφωση καὶ κατόπιν φοίτησε στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο Τρικάλων. Ἀπὸ μαθητὴς ἀκόμη ἐξεδήλωσε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀφοσιωθῇ στὴν ἐκκλησία. 0ι γονεῖς του δὲν ἀντέδρασαν. Ἔτσι περιεβλήθῃ τὸ σεπτὸ ράσο. Τὸ 1938 χειροτονήθηκε Ἱερέας. Λαϊκὸς παντρεύτηκε μιὰ θαυμάσια κοπέλα χριστιανικῶν ἀρχῶν, τὴν συγχωριανή του ΕΥΘΥΜΙΑ ΝΤΟΥΜΑ. Ἀπέκτησαν ἕξη (6) ἀγόρια. Τούς: ΙΩΑΝΝΗ, ΣΤΕΦΑΝΟ, ΒΑΣΙΛΗ, ΑΝΔΡΕΑ, ΑΧΙΛΛΕΑ καὶ ΓΙΩΡΓΟ.
Ὁ παπᾶ ΓΙΩΡΓΗΣ, ὅπως τὸν ὀνόμαζαν, ἦταν πολὺ ἀγαπητός, ὄχι μόνο στὴν ἰδιαιτέρα του πατρίδα ἀλλὰ καὶ στὰ γύρῳ χωριὰ καὶ ἰδίως στὰ Κρανιὰ καὶ Καλονέρι στὰ ὅποια εἶχε ὑπηρετήσει. Ἀπὸ τὸ 1944 τοποθετήθηκε ὁριστικὰ στὴν Μεγάρχη. Ἦταν τὸ καύχημα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Καὶ μὲ τὴν εὐγένεια ποὺ τὸν διέκρινε, τὴν ἀγαθοσύνη τῆς ψυχῆς του καὶ τίς ἀγαθοεργίες του, ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸ χριστεπώνυμο κοινὸ ὅλης τῆς περιοχῆς.
Ὑπῆρξε ἡ προσωποποίηση τῆς καλοσύνης καὶ δικαιοσύνης. Μὲ τὴν ἄοκνη δραστηριότητα τοῦ, τὴν γλυκύτητα τῶν λόγων του, τίς φιλάνθρωπες πράξεις του, τίς σοφὲς συμβουλές του, ὀμόρφαινε τίς ἀσχήμιες τῆς ζωῆς, γλυκαίνοντας τὴν πίκρα τῶν συνανθρώπων του καὶ λιγοστεύοντας τὸν πόνο τους.




Ἦταν ὁ φάρος καὶ ὁ ὁδηγὸς τῶν πιστῶν του, τοὺς ὁποίους προέτρεπε νὰ εἶναι πάντοτε καλοὶ Χριστιανοί, ἀφοσιωμένοι στὴν Πατρίδα, τὴν Θρησκεία, τὴν Οἰκογένεια, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου. Ἀγωνίζονταν νὰ θωράκιση τίς ψυχὲς τῶν ἁπλοϊκῶν συγχωριανῶν του, ὥστε νὰ συντρίβεται στὸ χαλύβδινο αὐτὸ ἀνθρώπινο τεῖχος τῶν πιστῶν του, κάθε ἀπόπειρα κομμουνιστικῆς προπαγάνδας καὶ παραπλανήσεως.


Στὶς δύσκολες ὧρες τῆς Ἐθνικῆς μας δοκιμασίας, ἐπειδὴ ὑπῆρξε ὁ κήρυκας τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν, καυτηριάζοντας τίς ἄνομες πράξεις των ξενοκινήτων κομμουνιστῶν, τοὺς ὁποίους ἀποκαλοῦσε ΛΥΚΟΥΣ, οἱ φίλοι του καὶ οἱ συγγενεῖς του τὸν πιέζανε νὰ ἐγκαταλείψῃ τὴν Μεγάρχη δια νὰ μὴ τοῦ συμβῇ κανένα κακό. Ἡ ἀπάντησις τοῦ ἦταν ἀρνητική: «Πῶς νὰ ἐγκαταλείψω τὸ ποίμνιον μοῦ; Θὰ τὸ κατασπαράξουν οἱ ἀγριόλυκοι, οἱ ἄθρησκοι αὐτοὶ ποὺ δὲν φείδονται κανενός. Ὄχι! Θὰ μείνω πλησίον τοῦ νὰ τὸ προστατεύσω. Ἡ θέσις μου εἶναι κοντά του.»


Οἱ κομμουνιστοσυμμορίτες, γνωστοὶ ἀντίχριστοι, ἄθεοι ὑλιστές, δὲν ἠνείχοντο κληρικοὺς ἐμπνευσμένους κοντὰ στὸν λαό, διότι ἦσαν τὰ μεγάλα ἐμπόδια στὶς σκοτεινές των ἐπιδιώξεις. Γιὰ νὰ ἐξουδετερώσουν τελείως τὴν ἀντίδρασι τοῦ Παπᾶ Σκρέκα, ἐνήργησαν κατὰ τὸν συνηθισμένο ὕπουλο τρόπο τους:

Ἀργὰ τὸ βράδυ, στὶς 27 Μαρτίου 1947, ὅταν ὅλο τὸ χωριὸ κοιμότανε καὶ ὁ παπᾶς ξεκουράζονταν ἀπὸ τοὺς κόπους τῆς ἡμέρας, περὶ τοὺς πενῆντα ὁπλισμένους συμμορῖτες ὑπὸ τὸν Καπετὰν Φαρμάκη —κατὰ κόσμο ΧΡΗΣΤΟ Τζιατζια— ἀρχισυμμορίτη τῆς περιοχῆς μὲ πολὺ κακοῦργα ἔνστικτα, τὸν Τσίνα Δημήτριο τοῦ Γεωργίου, Ἴτσιο Γεώργιο τοῦ Ἀθανασίου, Βακούφεση Δημήτριο τοῦ Νικολάου, τὴν αὐτοάμυνα τῆς Μεγάρχης καὶ τοὺς συμμορῖτες τῆς περιοχῆς καμιὰ πενηνταριά, ὅλοι τους ἀγριωποὶ στὴν ὄψι, μὲ κακοῦργα ἔνστικτα, χτύπησαν δυνατὰ παρατεταμένα τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του. Ὁ παπᾶς πετάχτηκε ἀνήσυχος, ἔτρεξε, ἄνοιξε, καὶ βρέθηκε μπροστὰ σὲ ἀπαίσιους γενειοφόρους κομμουνιστοσυμμορίτες του ΕΛΑΣ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὁπλισμένοι. Μερικοὶ ὅρμησαν κατ' ἐπάνω του, τὸν ἔσυραν στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ δέρνοντας τὸν ἀνελέητα, τὸν ἀκινητοποίησαν. Ἄλλοι συμμορῖτες ὅρμησαν στὸ σπίτι καταστρέφοντας τὰ πάντα, λεηλάτησαν ὅτι βρῆκαν ἀπὸ ρουχισμό, τρόφιμα, σιτάρι, καλαμπόκι, χρήματα, πῆραν ὅλα τὰ ζῶα, ἀναγκάζοντας τὸν γέρο πατέρα καὶ τὸν θεῖο τοῦ ἱερέως, νὰ ὁδηγήσουν τὰ ζωντανὰ μὲ συνοδεία δύο ὁπλισμένων συμμοριτῶν στὸ χωριὸ Πρόδρομος. Ταυτόχρονα ἔσυραν τὸν Ἱερέα σὲ ἕνα στάβλο τοῦ σπιτιοῦ του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν δέρνουν λυσσαλέα.


Ὁ ἄμοιρος Ἱερέας, κακοποιημένος ἀπάνθρωπα, καταματωμένος, μὲ οἰμωγὲς καὶ θρήνους, ζητοῦσε λίγο νερὸ νὰ σβήσει τὴν τρομερὴ δίψα του. Ἡ πρεσβυτέρα, στὶς ἱκεσίες τοῦ παπᾶ της καὶ σὲ ἄθλια ψυχικὴ κατάστασι ὅπως ἦταν, τοῦ πῆγε ἕνα κανάτι νερὸ νά τον ἀνακούφιση. Οἱ συμμορῖτες ἅρπαξαν τὸ δοχεῖο μὲ τὸ νερό, τὸ ἔρριξαν στὸν κακοποιημένο ἀπὸ αὐτοὺς ἱερέα καὶ ἄρχισαν νὰ ξυλοκοποῦν ἀγρίως καὶ τοὺς δύο μέχρις ἀναισθησίας. Τὸ μαρτύριο τοῦ παπα Σκρέκα διήρκεσε ὧρες.

Πολὺ πρὶν τὰ ξημερώματα, οἱ συμμορῖτες ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Μεγάρχη, σέρνοντας τὸν παπᾶ Γιώργη ξυπόλυτο, ἡμίγυμνο, καταπληγιασμένο, καταματωμένο ἀπὸ τὸν ἄγριο ξυλοδαρμὸ καὶ τίς κακοποιήσεις, ἐνῶ στὸ σπίτι θρηνοῦσαν τὰ ἕξῃ τελείως ἀνήλικα παιδιά του, μὲ τὴν ἐπίσης κακοποιημένη πρεσβυτέρα μητέρα του.


Ὁ παπᾶ Σκρέκας, μεταφέρθηκε στὸ χωριὸ Γοργογύρι, κλείστηκε σὲ ἕναν ἀχυρῶνα καὶ κατὰ διαστήματα ἐδέρετο ἀπὸ διάφορους ἀγροίκους συμμορῖτες. Ὁ ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ, μόλις πληροφορήθηκε τὸ τρομερὸ γεγονός, μὲ θάρρος ἔτρεξε κοντὰ στὸν κρατούμενο συλλείτουργο τοῦ. Παρεκάλεσε τοὺς συμμορῖτες νὰ τὸν ἐλευθερώσουν. Μάταια. Οἱ δύο παπᾶδες ἔκλαψαν μαζί. Καὶ ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως ἀπὸ τὸ Γοργογύρι. Ὁ παπᾶ Σκρέκας, μὲ φανερὴ συγκίνησι καὶ δακρύβρεκτος, ἀσπάσθηκε τὸν συνάδελφο του λέγοντας τοῦ τὴν στιγμὴ τοῦ ἀποχωρισμοῦ των: «Ὁ Θεὸς γνωρίζει τί θὰ ἀπογίνω. Ἐὰν ὁ Κύριος μὲ καλέσει κοντά του διὰ μαρτυρίου, ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ. Ἄς γίνει τὸ θέλημα Τοῦ»!


Οἱ συμμορίες ξεκίνησαν γι' ἀλλοῦ, σέρνοντας σχεδὸν ἡμιλιπόθυμο τὸν τόσο κακοποιημένο ἱερέα. Ἡ πρεσβυτέρα, ἀσθμαίνουσα, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα, ἔφθασε στὸ Γοργογύρι. Γονάτισε μπροστὰ στοὺς συμμορῖτες, ἔκλαψε, παρεκάλεσε νὰ λυπηθοῦν τὸν καλὸν Ἱερέα καὶ πατέρα των ἕξῃ ἀνήλικων παιδιῶν τους. Ὁ παπᾶς βλέποντάς την, μὲ συγκρατημένη συγκίνησι τῆς φώναξε: «Ἐδῶ εἶσαι κι ἐσὺ παπαδιά; Ἔλπιζε στὸν Θεόν! Ἐκεῖνος διευθύνει. Ὑπομονή»!

Οἱ ἀγροῖκοι τὸν ἔσπρωξαν βάναυσα, ἀναγκάζοντας τὸν νὰ προχωρήσῃ. Στὴν παπαδιὰ δὲν ἐπέτρεψαν νὰ τοὺς ἀκολουθήση.ύστερα ἀπὸ ἐξαντλητικὴ πορεία ὡρῶν διὰ τῶν χωρίων Τύρνα καὶ Ξυλοπάροικον ἔφθασαν στὸ Νεραϊδοχώρι. Ἔρριξαν τὸν ἡμιθανῆ σχεδὸν παπᾶ Σκρέκα σὲ ἕνα σκοτεινὸ μπουντρούμι. Καθημερινῶς τὸν βασάνιζαν ἐπὶ ὧρες ἕως καὶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη. Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ 11 'Ἀπριλίου 1947, ὁ ἀρχισυμμορίτης τῆς περιοχῆς Καπετὰν Φαρμάκης, κατὰ κόσμον Χρῆστος Τζιατζιάς, ὅπως προαναφέραμε, τὸν ὁποῖον πολλάκις καὶ προθύμως ἐβοήθησεν οἰκονομικῶς ὁ λαμπρὸς Λεβίτης κατὰ τὸ παρελθόν, μπῆκε στὸ μπουντρούμι, τὸν ἅρπαξε βάναυσα, βίαια καὶ τὸν ἔσυρε ἔξω.


Σ.Σ.: Ό ἄτεγκτος, ὁ ἀδίστακτος αὐτὸς δολοφόνος, ὁ ἀπάνθρωπος ἐκτελεστὴς ἑκατοντάδος καὶ ἴσως πολὺ περισσοτέρων ἁγνῶν Ἑλλήνων πατριωτῶν ἀαφοσιωμένων εἰς τὰ Ἑλληνοχριστιανικὰ ἰδεώδη, μὲ τὴν δοθεῖσα γενικὴ ἀμνηστία τὸν Σεπτέμβριο 1974 ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ παραπέτασμα ὅπου εἶχε καταφύγει, ὅπως καὶ πληθώρα ἄλλων ἐγκληματιῶν τοῦ γένους μας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1977 στὴν Μεγάρχη, προκλητικὸς καὶ ἀμετανόητος, ὅπως δείχνει ἡ πολιτεία του.

Τὴν ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὁ καιρὸς ἦταν, ὅπως πάντα, μουντὸς βαριὰ σύννεφα κάλυπταν τὸν οὐρανό. Νόμιζε κάνεις ὀτι ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ θὰ ξεσποῦσε φοβερὴ μπόρα. Βαρύθυμες οἱ ψυχὲς καὶ οἱ μορφὲς τῶν πονεμένων ἀνθρώπων. Μέσα σ' αὐτὸν τὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὴν καταθλιπτικὴ ἀτμόσφαιρα, ἐκεῖ στὸ Νεραϊδοχώριο τοῦ ὄρους Κόζιακα, ὅπου ἦσαν τὰ λημέρια τῶν κομμουνιστοσυμμοριτῶν του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, δικάστηκε ἀπὸ Λαϊκὸ Δικαστήριο ὁ παπᾶ Σκρέκας. Χρέη Δικαστοῦ ἐκτελοῦσε ὁ συμμορίτης δάσκαλος ΜΑΝΑΦΑΣ, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Ἁγία Μονὴ Τρικάλων. Ἐκτελεσταὶ ἦσαν οἱ Τζιατζιὰς Χρῆστος ἢ Καπετὰν Φαρμάκης, Μπακάλης Νικόλαος ἢ Καραπέτσας ἀπὸ τὸ Δενδροχώρι καὶ ἡ θηριώδης τὴν ὄψιν καὶ τὴν ψυχὴν συμμορίτισσα ἀπὸ τὴν Μεγάρχη, Οὐρανία Ντούμα.


Ἡ ἀπόφασις τοῦ Λαϊκοῦ Δικαστηρίου ἦταν ὅπως σὲ ὅλες τίς περιπτώσεις, ὁμόφωνα ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ.

Σὲ λίγο, κάπου ἐκεῖ κοντά, ἐπανελήφθῃ ἡ ἀπάνθρωπος, ἀνατριχιαστικὴ σκηνὴ τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ σεμνὸς καλοκάγαθος Παπᾶ - Σκρέκας, σταυρώθηκε κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο, ὅπως ὁ ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, σὲ ἕνα δίκορμο σταυροειδὲς ἔλατο, ἀφήνοντας ὀρφανὰ τὰ ἕξῃ ἀνήλικα παιδιά του, ἀπὸ ἡλικίας 10 χρόνων ἕως καὶ 6 μηνῶν, τὸ τελευταῖο ἀβάπτιστο βρέφος του, τὸ ὁποῖον καὶ φέρει τὸ ὄνομα τοῦ. Ὁ θάνατος τοῦ ὑπῆρξε μαρτυρικός. Ὅταν πλέον ξεψύχησε, τὸν πέταξαν —τὰ ἐγκληματικὰ αὐτὰ ἀποβράσματα τῆς Κοινωνίας— σὲ μιὰ παρακείμενη χαράδρα καὶ τὸν κάλυψαν μὲ κλαδιὰ καὶ πέτρες, γιὰ νὰ ἐξαφανίσουν τὰ ἴχνη του.


Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, οἱ κομμουνιστοσυμμορίτες καταδιωκόμενοι ἀπὸ τίς ἔνδοξες Ἔνοπλες Δυνάμεις μας, ἐγκατέλειψαν τὸ Νεραϊδοχώρι. Κατὰ τίς ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ Στράτου μας, βρέθηκε τὸ πτῶμα τοῦ μάρτυρος ἱερέως τελείως ἀναλλοίωτο, χωρὶς καθόλου σημεῖα σήψεως. Ἡ ἰατροδικαστικὴ ἐξέτασις ἀπέδειξε ὀτι σταυρώθηκε ζωντανός. Ἐπιπλέον διαπιστώθηκε ἐξόρρυξις τῶν ὀφθαλμῶν του. Λογχισμὸς τῆς δεξιᾶς πλευρᾶς. Τὰ ὀστᾶ του ἦσαν καταθρυμματισμένα ἀπὸ τὰ ἀνελέητα φοβερὰ κτυπήματα. Ἐπίσης ὀτι εἶχε πυροβοληθεῖ στὸ μέτωπο καὶ στοὺς κροτάφους.

Ἀλήθεια, πόση κακία, πόση σκληρότητα, ἀπανθρωπιὰ καὶ πώρωσις, πόσο μῖσος ἐφώλιαζε στὶς ψυχὲς ὅλων ἐκείνων τῶν ἀπίστων καὶ ἄθεων, τοῦ συρφετοῦ τῶν καννιβάλων, ὥστε νὰ διαπράξουν ἕνα τόσο στυγερὸ ἀνοσιούργημα;

Ἡ κηδεία του τόσον ἀγρίως βασανισθέντος καὶ σταυρωθέντος Γεωργίου παπᾶ - Σκρέκα, ἔγινε στὰ Τρίκαλα δημοσία δαπάνη, μὲ τὴν συμμετοχὴ 60 ἱερέων ἐκ τοῦ Θεσσαλικοῦ κλήρου, πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν Ἀρχῶν καὶ τοῦ κατασυγκινημένου λαοῦ, ποῦ προσῆλθε αὐθόρμητα μὲ κατανυκτικὴ εὐλάβεια γιὰ νὰ τίμηση τὸν Ἐθνομάρτυρα Ἱερέα.

Μετὰ δυόμιση χρόνια, τὸν Δεκέμβριο 1949 ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν σὲ πανηγυρικὴ Συνεδρία, ἀπένειμε χρυσὸ μετάλλιο «εἰς τὴν σεπτὴν ὁμάδα τῶν Ἑλλήνων Ἱερέων, τῶν ἀπὸ τοῦ 1941 ἕως καὶ Δεκέμβριον 1949, ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος μαρτυρησάντων, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλοι μὲν ἐτυφεκίσθησαν, ἄλλοι δὲ ἐσταυρώθησαν, ἄλλοι κατακρεουργήθηκαν, ἀπὸ τοὺς ἄθεους τῆς φυλῆς μας καὶ ἄλλοι ἐτάφησαν ζῶντες. Προτείνομεν ὅπως, «παρὰ τὸν ἀνδριάντα τοῦ σεπτοῦ Ἐθνομάρτυρος Ἱεράρχου Σμύρνης Χρυσοστόμου, ἀνεγερθῇ ἀντάξιον μνημεῖον τῆς Θυσίας ταύτης τῶν Ἱερέων, ἶνα,ἵνα ὑπενθυμίζῃ εἰς τοὺς Ἕλληνας καὶ τὰς γενεὰς τοῦ μέλλοντος, τὸ πρὸς τὴν Πίστιν καὶ τὴν Πατρίδα καθῆκον των καὶ τὴν ἀνήκουστον βαρβαρότητα τῶν ἀπίστων καὶ ἄθεων κομμουνιστοσυμμοριτῶν».


Τὸ Ἔθνος μας, διὰ τῆς Ἀκαδημίας, μεταξὺ τῶν μαρτύρων Ἱερέων, ἐτίμησε καὶ τὸν «παπᾶ Γεώργη Σκρέκα». Ἀνεγνώρισεν ὀτι ὁ Ἑλληνικὸς Κλῆρος ὑπῆρξε πρωτοπόρος καὶ πρωτεργάτης διὰ τὴν διατήρηση τῆς Ἐθνικῆς φλόγας καὶ ὁ ὁποῖος ἐπλήρωσε πάντοτε βαρὺ τίμημα διὰ τὴν πίστι του στὴν Θρησκεία καὶ τὴν ἀγάπη του στὴν Ἑλληνικὴ Πατρίδα. Μετὰ 12 χρόνια ἀπὸ τῆς συντριβῆς τοῦ συμμοριτισμοῦ καὶ μὲ πρωτοβουλία τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου Στρατοῦ, τοποθετήθηκε ἡ χάλκινη προτομὴ τοῦ εἰς τὸν χῶρο πρὸ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ «ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ» Τρικάλων.

ΙΕΡΕΥΣ ΣΚΡΕΚΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

ΠΙΣΤΟΣ ΑΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ,

ΕΘΑΝΑΤΩΘΗ ΥΠΟ ΣΥΜΜΟΡΙΤΩΝ ΑΘΕΩΝ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΠΟΛΕΜΙΩΝ,

ΧΡΙΣΤΟΜΙΜΗΤΟΣ ΠΟΙΜΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΥΠΕΡΤΑΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ,

ΣΕΜΝΩΜΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Ἀγλαϊσμα ΕΛΛΑΔΟΣ



(σ.σ. Ἡ προτομὴ τοῦ μάρτυρα ἱερέα Γιώργου Σκρέκα ξεθεμελιώθηκε καὶ κλάπηκε τὸ 1982 ἀπὸ κομμουνιστοσυμμορίτες -ὅπως εἰκάζεται- τῆς Μεγάρχης).

[Ἡ τελετὴ τῶν ἀποκαλυπτηρίων ἔγινε στὶς 18 Ἰουνίου 1961 μὲ κάθε ἐπισημότητα, παρουσία τῆς Οἰκογενείας ΣΚΡΕΚΑ, μὲ τὴν συμμετοχὴ Ἐκκλησιαστικῶν, Πολιτικῶν καὶ Στρατιωτικῶν Ἀρχῶν, Ἑνώσεως Ἀποστράτων Ἀξιωματικῶν, λειτουργῶν Δημοτικῆς καὶ Μέσης 'Ἐκπαιδεύσεως, Ἑνώσεως Ἀναπήρων καὶ Τραυματιῶν, Παλαιῶν Πολεμιστῶν, Ἐφεδροπολεμιστικῶν Ὀργανώσεων, διαφόρων ἄλλων Ὀργανισμῶν, μαθητιώσης νεολαίας καὶ σύμπαντος τοῦ λαοῦ τῶν Τρικάλων.

Ἡ σεμνὴ τελετὴ ὁλοκληρώθηκε μὲ ὁμιλίες, καταθέσεις στεφάνων, τήρηση σιγῆς ἑνὸς λεπτοῦ εἰς μνήμην Ἐθνομάρτυρος Ἱερέως Γεωργίου Σκρέκα καὶ τὴν ἀνάκρουση τοῦ 'Ἐθνικοῦ Ὕμνου. Ἡ Πατρίδα τίμησε τὸ ἐκλεκτό της τέκνο, τὸ ὁποῖον ὑπῆρξε καύχημα τῆς Ἐκκλησίας καὶ φωτεινὸ λαμπρὸ μετέωρο πίστεως καὶ αὐτοθυσίας τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος.

Υ.Γ.: Γονεῖς Παπᾶ - Σκρέκα: ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ - ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ. Ἀδέλφια: ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ καὶ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ]



Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Σὰν σήμερα: Η μάχη στὸ Χάνι της Γραβιάς





Μετά την ἧττα τῶν Ἑλλήνων στὴν Ἀλαμάνα (23 Ἀπριλίου 1821), ἄνοιξε διάπλατα ὁ δρόμος γιὰ τους Τούρκους πασᾶδες Ὀμέρ Βρυώνη καὶ Κιοσέ Μεχμέτ πρὸς την Ἀνατολική Στερεά καὶ την Πελοπόννησο. Ο μαρτυρικός θάνατος του Ἀθανάσιου Διάκου εἶχε ἀφήσει χωρίς ἱκανὸ ἀρχηγὸ τους ἐξεγερμένους ραγιᾶδες.

Ὁ φόβος κυρίευσε τα ἤδη ἐπαναστατημένα κέντρα (Λειβαδιά, Σάλωνα καὶ Ἀττική), ὅπου εἶχε χυθεῖ αἷμα ντόπιων Τούρκων. Ὅλοι ἀνέμεναν νὰ ξεσπάσει ἡ χωρίς οἶκτο ὀργὴ των δύο πασάδων.

Ἡ Ἐπανάσταση κινδύνευε σοβαρά ἕνα μῆνα μετά την ἐκδήλωσή της καὶ σώθηκε χάρη στὶς στρατιωτικές ἱκανότητες του Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου καὶ τους κακούς ὑπολογισμούς του ¨Ομέρ Βρυώνη.

Ὁ ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἀλβανὸς πασᾶς, ἀντί νὰ προελάσει πρὸς τις καταπτοημένες περιοχές της Ἀνατολίτικής Στερεάς καὶ νὰ διεκπεραιωθεῖ το ταχύτερο δυνατό στὴν Πελοπόννησο, ἔκρινε ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐνισχύσει τις δυνάμεις του, προτοῦ περάσει τον Ἰσθμό.

Θεώρησε ὅτι με το νὰ προσεταιριστεῖ του Ἕλληνές ὁπλαρχηγούς, τους ὁποίους γνώριζε ἀπὸ την Αὐλὴ του Ἀλή Πασᾶ, θὰ προκαλοῦσε την παράλυση των Πελοποννησίων ἀνταρτῶν. Με αὐτὴ τὴ λογική εἶχε προτείνει καὶ στὸν Ἀθανάσιο Διάκο νὰ ἐνταχθεῖ στὶς δυνάμεις του, ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε ἀρνηθεῖ.

Ὁ Ὁμέρ Βρυώνης δὲν εἶχε ἀντιληφθεῖ την ἔκταση καὶ την ἔννοια του ἑλληνικοῦ ξεσηκωμοῦ. Πίστευε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ μία ἁπλῆ ἀνταρσία, ποῦ θὰ ἦταν εὔκολο νὰ κατασταλεῖ καὶ ὄχι γιὰ τον ξεσηκωμό ἑνὸς ὁλοκλήρου ἔθνους, ποῦ διεκδικοῦσε την ἐλευθερία καὶ την αὐτοδιάθεσή του.

Την ἐποχὴ ἐκείνη βρισκόταν στὴν Ἀνατολική Στερεά ὁ τρομερός καὶ φοβερός Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος, παλιός ἀρματολός της περιοχῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει σε δυσμένεια του σουλτάνου, ὡς ἄνθρωπος του Ἀλή Πασᾶ. Ἀπὸ το 1818 ἦταν μέλος της Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ ἔνθερμος ὑποστηρικτής του Ἀγῶνα.

Ὁ Ὁμέρ Βρυώνης βρῆκε μιᾶς πρώτης τάξεως εὐκαιρία νὰ τον προσεταιρισθεῖ, ἐπειδή γνώριζε πολύ καλά τις στρατιωτικές του ἱκανότητες. Του ἔγραψε μία ἐπιστολή ὡς παλιός φίλος καὶ του ζήτησε τὴ σύμπραξή του κατά τῶν ἑλλήνων ἀνταρτῶν, με πλῆθος ὑποσχέσεων καὶ δόλωμα την ὀπλαρχηγία ὁλοκλήρου της Ἀνατολικῆς Στερεάς.

Του πρότεινε, μάλιστα, νὰ συναντηθοῦν στὴ Γραβιᾶ καὶ συγκεκριμένα σε ἕνα μικρό πλινθόκτιστο χάνι. Ὁ Ἀνδροῦτσος ἀπεδέχθη την πρόσκληση κι ἔσπευσε στὴν περιοχή με ἄλλο σκοπό κατά νοῦ.

Ἀμέσως συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στὸ Χάνι της Γραβιᾶς, με τὴ συμμετοχή τῶν ὁπλαρχηγῶν Δυοβουνιώτη καὶ Πανουργιά. Κατέληξαν στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ὁμέρ Βρυώνης θὰ κατήρχετο στὴν Πελοπόννησο, ὄχι διὰ του Ἰσθμοῦ, ἀλλὰ διὰ του Γαλαξειδίου.

Διαφώνησαν, ὅμως, ὥς πρὸς το σχέδιο ἀντιμετώπισής του. Ὁ Ἀνδροῦτσος πρότεινε νὰ δώσουν τὴ μάχη στὸ Χάνι, ἐνῶ οἱ Δυοβουνιώτης καὶ Πανουργιάς το ἔκριναν ἀκατάλληλο, ἐπειδή ἦταν πλινθόκτιστο καὶ εὑρίσκετο σε ἀνοικτό πεδίο.

Ἐν τῷ μεταξύ, Ὁ Ὁμέρ Βρυώνης με 9.000 ἄνδρες πλησίαζε στὴ Γραβιά καὶ εἶχε πληροφορηθεῖ την παρουσία του Ἀνδροῦτσου στὸ χάνι με μικρή δύναμη. Δὲν ἀνησύχησε, ὅμως, πιστεύοντας ὅτι ὁ Ἀνδροῦτσος θὰ ἔκανε ἀποδεκτὴ την πρότασή του.

Σε μία δεύτερη σύσκεψη τῶν ἑλλήνων ὁπλαρχηγῶν, ποὺ δὲν εἶχαν στὴ διάθεσή τους πάνω ἀπὸ 1200 ἄνδρες, λύθηκε ἡ διαφωνία τους. Ἀποφάσισαν ὁ μὲν Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά νὰ πιάσουν τις γύρω περιοχές, ὁ δὲ Ἀνδροῦτσος νὰ χτυπήσει τον ἐχθρὸ ἀπὸ το χάνι σε μία ὁπωσδήποτε παράτολμη ἐνέργεια.

Μαζί του βρέθηκαν 117 ἄνδρες, ποῦ μετέτρεψαν το πλινθόκτιστο κτίριο σε ὀχυρὸ με πρόχειρα ἔργα.

Το πρωί της 8ης Μαΐου 1821, ὁ Ὁμέρ Βρυώνης με τον στρατό του πλησίασε σε ἀπόσταση βολῆς ἀπὸ το χάνι καὶ ἀμέσως δέχτηκε καταιγισμό πυρῶν. Κατάλαβε ὅτι ὁ παλιός του φίλος δὲν πῆγε ἐκεῖ με φιλικούς σκοπούς, ἀλλὰ γιὰ νὰ τον πολεμήσει.

Πρῶτα διέταξε νὰ γίνει ἐπιθέση κατά τῶν ἀνδρών του Δυοβουνιώτη καὶ του Πανουργιά, τους ὁποίους διασκόρπισε στά γύρω βουνά, ὅπως καὶ στὴ Μάχη της Ἀλαμάνας. Στὴ συνέχεια, ἐπικεντρώθηκε στὸ Χάνι καὶ τον Ἀνδροῦτσο.

Ἔκανε μία ἀπόπειρα νὰ τον μεταπείσει, στέλνοντας ἕνα δερβίση ὡς ἀγγελιαφόρο. Η ἀποστολή του ἱερωμένου εἶχε τον λόγο της. Ὁ Ὁμέρ Βρυώνης γνώριζε ὅτι ὁ Ἀνδροῦτσος ἦταν Μουσουλμᾶνος Μπεκταξής. Ο δερβίσης προχώρησε ἔφιππος πρὸς το Χάνι, ἀλλὰ ξαφνικά δέχθηκε μία σφαῖρα στό μέτωπο κι ἔπεσε ἄπνους.

Οἱ Ὀθωμανοί ἐπιτέθηκαν κατά κύματα στὸ Χάνι. Ὁ Ἀνδροῦτσος καὶ οἱ ἄνδρες του κρατοῦσαν γερά. Ὁ Ὁμέρ Βρυώνης ἐξεμάνη με την ἀνικανότητα τῶν ἀξιωματικῶν του καὶ διέταξε καὶ νέα ἐπιθέση κατά το μεσημέρι. Καὶ αὐτὴ ἀπέτυχε.

Τις πρῶτες ὧρες του δειλινοῦ διέταξε κατάπαυση του πυρός, συνειδητοποιῶντας ὅτι εἶχε διαπράξει ἕνα ἀκόμη λάθος. Ἀπὸ ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στὶς δυνάμεις του καὶ ὑποτιμῶντας την ἀνδρεία τῶν Ἑλλήνων εἶχε ἐκστρατεύσει χωρίς πυροβολικό.

Ἀποφάσισε νὰ ἀποσύρει προσωρινά τις δυνάμεις του καὶ νὰ διατάξει νὰ του φέρουν κανόνια ἀπὸ τὴ Λαμία. Ἦταν ἀποφασισμένος το πρωί της ἑπόμενης ἡμέρας νὰ ἰσοπεδώσει το Χάνι, με τους αὐθάδεις ὑπερασπιστές του.

Την κίνηση αὐτὴ του Ὁμέρ Βρυώνη μάντεψε ὁ Ἀνδροῦτσος καὶ γύρω στὶς δύο τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου ἐπεχείρησε με τους 110 ἄνδρες του ἡρωική ἔξοδο. Οἱ ἕξι εἶχαν σκοτωθεῖ κατά τὴ διάρκεια της ὀλοήμερης μάχης. Αἰφνιδίασαν τις τουρκικές φρουρές πού εἶχαν περικυκλώσει το Χάνι καὶ χάθηκαν μέσα στὰ σπαρτά.

Η Μάχη στὸ Χάνι της Γραβιᾶς στοίχισε στὸν Ὁμέρ Βρυώνη πάνω ἀπὸ 300 νεκρούς καὶ 200 τραυματίες Κυρίως, ὅμως, προκάλεσε κλονισμό στὸ ἠθικὸ τοῦ στρατοῦ του καὶ τον δικό του δισταγμό γιὰ το ἄν ἔπρεπε νὰ συνεχίσει την ἐκστρατεία του.

Γιὰ λίγο καιρό, τουλάχιστον, ἕνας σοβαρός κίνδυνος γιὰ την Πελοπόννησο ἐξέλιπε. Ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος ἀναγνωρίσθηκε ἀπ' ὅλους ὥς ἀναμφισβήτητος ἡγέτης της Ἀνατολίτικής Στερεάς.







Σάββατο 22 Απριλίου 2017

21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967: ΟΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΩΘΗΚΑΝ



Αλήθεια... Η αλήθεια είναι τόσο περίεργο πράγμα.

Όσο και αν μας πειράζει, όσο και αν μας ξεβολεύει, όσο και αν μας πονάει ή μας καταδιώκει, τόσο μας απελευθερώνει και κυρίως μας... λυτρώνει. Και όσα χρόνια και αν περάσουν κάποια στιγμή έρχεται στο φως και αναζητά τη θέση της με ένα και μοναδικό σκοπό: την απονομή της δικαιοσύνης. Εξάλλου, όπως είχε πει ο Αριστοτέλης: «Το αληθές και το Δίκαιο είναι από τη φύση, πιο δυνατά από το ψευδές και το άδικο».

Οι ιστορικοί, αλλά και πολλοί άλλοι επιστήμονες - όπως οι κοινωνιολόγοι - έχουν καταλήξει στο ότι η νομοτελειακή σχέση αιτίας και αιτιατού – ως προς την Ιστορία – μπορεί να εμφανιστεί πολλά χρόνια μετά την εκδήλωση του αιτίου. Δηλαδή, μπορεί να περάσουν και δεκαετίες μέχρι να εκδηλωθεί και να πραγματοποιηθεί το αποτέλεσμα που δημιουργήθηκε από το εκάστοτε αίτιο.

Η 21η Απριλίου του 1967 δεν ήταν μια ξαφνική, παρορμητική ενέργεια για εξουσία των στρατιωτικών που την εκτέλεσαν ή που θέλησαν να καταλύσουν την όποια δημοκρατία υπήρχε. Ήταν αντίθετα η συνειδητή επιλογή του συνόλου σχεδόν του ελληνικού στρατού της εποχής να αναχαιτίσει έναν αντίπαλο, που ελάχιστοι τότε διέβλεπαν και που σήμερα είναι από τους περισσότερους Έλληνες ορατός. Αυτός ο αντίπαλος δεν είναι άλλος από τη σημερινή επονομαζόμενη Παγκοσμιοποίηση. Δηλαδή, την κατάργηση κάθε Έθνους.

Πήρε λοιπόν χρόνια, έγιναν διαπλανητικές ραδιουργίες, πραγματοποιήθηκαν σχέδια επί σχεδίων μυστικών υπηρεσιών – μα και κυβερνήσεων – για να βρεθεί σήμερα αυτός ο «αντίπαλος» να κουνά κυνικά, απειλητικά και δικτατορικά – εξάλλου ετοιμάζεται εγκαθίδρυση της Παγκόσμιας Δικτατορίας - το δάχτυλο σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή τη διαφαινόμενη αλλοίωση του εθνικού φρονήματος στην Ελλάδα, την υφαρπαγή του εθνικού πλούτου, την προσπάθεια ισοπέδωσης κάθε δύναμης που αντιστεκόταν σε δυνάμεις εχθρικά διακείμενες προς τον ελληνισμό, όλα τα παραπάνω θέλησαν τότε να σταματήσουν οι Έλληνες στρατιωτικοί. Και το κατάφεραν. Ίσως γι’ αυτό η 21η Απριλίου, η λεγόμενη αρχή της δικτατορίας στη χώρα μας, δε φαίνεται να έχει καμία σχέση με τις δικτατορίες που έγιναν σε άλλες χώρες, είτε στην Ευρώπη (Πορτογαλία, Ισπανία), ή στα κράτη της Λατινικής Αμερικής. Απόδειξη ότι πολύς λόγος έγινε παγκόσμια για την 21η Απριλίου του 1967, αλλά ελάχιστοι αναφέρθηκαν ή αναφέρονται στην τουρκική δικτατορία του 1980. Μάλιστα, ο Κενάν Εβρέν πέρασε στην ηγεσία της Τουρκίας ως επικεφαλής του στρατιωτικού πραξικοπήματος που πραγματοποιήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1980.

Ένα συμβούλιο εθνικής ασφαλείας, αποτελούμενο από μέλη της ανωτάτης στρατιωτικής ηγεσίας, ονόμασε τον στρατηγό Εβρέν αρχηγό του κράτους, διέλυσε τα πολιτικά κόμματα και την εθνοσυνέλευση, ανέστειλε το Σύνταγμα και κήρυξε στρατιωτικό νόμο.

Βέβαια, οι διαθέσεις της Παγκοσμιοποίησης είχαν ξεκινήσει να φαίνονται από πολύ νωρίτερα, με την καταστροφή της Μικράς Ασίας και μετέπειτα με τον λεγόμενο εμφύλιο πόλεμο των ετών 1946 -1949. Τότε, ο κομμουνιστικός διεθνισμός δέχτηκε στην ελληνική γη πλήγμα, χωρίς όμως να εξαλειφθεί. Αντίθετα, με την βοήθεια ξένων παραγόντων έφτασε να προβάλλει λίγο αργότερα ως το εδώ ισχυρό κατεστημένο και μάλιστα αντιμιλιταριστικό.

Μια δεκαετία μετά το τέλος του εμφυλίου, στα 1960, εμφανίζεται στην πολιτική ζωή της χώρας ένας οικονομολόγος από την Αμερική, ο γιος του παλαιού πολιτικού και πρωθυπουργού της μετακατοχικής περιόδου Γ. Παπανδρέου. Ο γιος, ονομαζόταν Ανδρέας Παπανδρέου. Από τις πρώτες του ενέργειες - χωρίς να είναι αρμόδιος - θα αναμιχθεί στην Κύπρο που μόλις λίγα χρόνια πριν είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της από τους Άγγλους. Επισκέπτεται το νησί και πρωτοστατεί στη δημιουργία ενός κινήματος κεντρώων στρατιωτικών!!! Στο λεγόμενο «ΑΣΠΙΔΑ». Κατά νου, είχε τη σκέψη να χρησιμοποιήσει την οργάνωση αυτή ως αιχμή του δόρατος προς άλωση του στρατού και επιβολή των προθέσεων που του είχαν εμπιστευτεί. Η αποκάλυψη του «ΑΣΠΙΔΑ» και του ρόλου του Ανδρέα Παπανδρέου, η δίκη που ακολούθησε, όλα αυτά συσπείρωσαν περισσότερο τους δεξιούς αξιωματικούς (οργάνωση «ΙΔΕΑ») και έκτοτε η μεταξύ τους καχυποψία, δηλαδή στρατιωτικών και ομάδας του Ανδρέα Παπανδρέου, συνεχώς μεγάλωνε.

Το Νοέμβριο του 1963, οι εκλογές δίνουν τη νίκη στο Γεώργιο Παπανδρέου και ο τότε αρχηγός της ΕΡΕ, Κωνσταντίνος Καραμανλής, αρνούμενος την ήττα αναχωρεί για το Παρίσι – ως αυτοεξόριστος – αφήνοντας χωρίς «ικανό» ηγέτη τη δεξιά. Τον Ιούλιο λοιπόν του 1965, ο τότε υπουργός της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, για προσωπικούς του λόγους ..., αποχωρεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου πείθοντας και άλλους βουλευτές να τον ακολουθήσουν. Η κυβέρνηση πέφτει και αυτή είναι η περίφημη αποστασία του 1965. Τα Ιουλιανά.

Τα ανάκτορα από την άλλη, με έναν νεαρό βασιλιά – τον Κωνσταντίνο – παρακολουθούν με αμηχανία και αναθέτουν την πρωθυπουργία αρχικώς στον ακαδημαϊκό Γ. Αθανασιάδη – Νόβα. Ένα μήνα μετά, στον Ηλία Τσιριμώκο. Και τον επόμενο μήνα στο Στέφανο Στεφανόπουλο ο οποίος παραμένει για ένα χρόνο και τον ακολουθεί ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος και αργότερα, ένα μήνα μετά, αναλαμβάνει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος και οδηγεί τη χώρα σε εκλογές. Οι εκλογές ορίστηκαν για τις 28 Μαίου του 1967 και φάνταζαν στον Ανδρέα Παπανδρέου ως η αρχή της δικής του πια ανόδου. Ανόδου που την προετοίμαζε και του την είχαν υποσχεθεί από τα χρόνια της Αμερικής. Αντιπροσώπευε το αριστερό προφίλ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στον οποίο ο πατριωτισμός των Ελλήνων δεν άρεσε.

Εξάλλου, με την πατριωτική ελληνική δεξιά δεν μπορούσαν να επιβάλλουν την προετοιμαζόμενη κατάλληλα χαοτική Παγκοσμιοποίηση. Η ανελεύθερη και καταπιεστική πολιτική που επιζητούσε άνευρους λαούς στο πιο νευραλγικό σημείο της επέκτασής τους προς τις χώρες των πετρελαίων, δεν θα μπορούσε να πετύχει χωρίς τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και είναι αλήθεια ότι αυτός πολύ έντεχνα υπέσκαψε αργότερα τα θεμέλια του Έθνους. Έτσι, μπαίνοντας το 1967 βρίσκει τη χώρα σε δεινή κατάσταση. Στην πρωτεύουσα πρωτοφανής αναρχία, μιζέρια, μικροί μισθοί, μικρομεσαίοι πολίτες. Οι επαρχίες αναιμικές, πολλές χωρίς δρόμους, χωρίς φως, χωρίς τακτικές συγκοινωνίες, χωρίς όνειρα. Στην Κύπρο, συνεχή γεγονότα με τουρκοκυπρίους. Εκείνοι λοιπόν οι στρατιωτικοί, που λίγα χρόνια πριν είχαν αντισταθεί στα ίδια περίπου συμφέροντα (Ναζισμός, Φασισμός, Κουμμουνισμός), διαβλέπουν τώρα πολύ κοντά τον κίνδυνο και αναλαμβάνουν την όποια «ευθύνη» αποφασίζοντας να αναχαιτίσουν και πάλι!

Το πρωί της 21ης Απριλίου του 1967 βρίσκει τους Αθηναίους πολίτες να διερωτώνται τι συμβαίνει. Ο κρατικός ραδιοφωνικός σταθμός παίζει στρατιωτικά εμβατήρια, τα λεωφορεία στις στάσεις αργούν και περιμετρικά του Συντάγματος σταθμεύουν τεθωρακισμένα (τανκς). Κάποιοι κατάλαβαν και η λέξη δικτατορία άρχισε να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα. Κάποια στιγμή ένα διάγγελμα από το ραδιόφωνο: Ο εθνικός στρατός ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας που βρισκόταν σε κίνδυνο. Έτσι άρχισε η λεγόμενη δικτατορία των Συνταγματαρχών. Η εκδήλωσή της ξεκίνησε στις 02:30 το ξημέρωμα με επίλεκτες δυνάμεις να συλλαμβάνουν στα σπίτια τους, φορώντας ακόμα τις πυτζάμες τους, τους παλαιούς – πλέον – πολιτικούς και τα τεθωρακισμένα να κατεβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας.

Κανείς πολιτικός δεν αντέδρασε τότε, παρά μόνο λεκτικά. Μάλιστα, ο Γιώργος Παπανδρέου σε κάποια στιγμή είπε στον ταγματάρχη που τον συνόδευε προς την έξοδο του σπιτιού του: «Μπράβο. Πολύ καλά κάνατε». Τον Ανδρέα Παπανδρέου τον βρήκαν να κρύβεται στην ταράτσα του σπιτιού του και όταν πήγαν να τον συλλάβουν έδειξε ιδιαίτερα τρομοκρατημένος. Βέβαια, ύστερα από λίγες μέρες είχε ήδη στα χέρια του από τον Στυλιανό Παττακό (έναν από την Τριανδρία που αποτελούσε τους αρχηγούς της Επανάστασης) το αμερικανικό διαβατήριο και έφευγε για Αμερική. Από την άλλη, ο πολιτικός του αντίπαλος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παρέμεινε μαζί με τους υπόλοιπους στο ξενοδοχείο που κρατούνταν οι πολιτικοί στο Πικέρμι και αργότερα έφυγε με την οικογένειά του για την... Τουρκία. Και από εκεί για τη Γαλλία.

Το καθεστώς της 21ης Απριλίου σε επαφή με τον Κωνσταντίνο ορίζει ως πρωθυπουργό τον Εισαγγελέα Κωνσταντίνο Κόλλια, ο οποίος κρατά τη θέση αυτή έως την 13η Δεκεμβρίου του 1967, ημέρα κατά την οποία ο Κωνσταντίνος - με μικρό αριθμό ανωτάτων αξιωματικών - κάνει το λεγόμενο βασιλικό πραξικόπημα. Ή το «Κίνημα του Βασιλιά». Αποτυγχάνει, ο στρατός παραμένει σύσσωμος στις αρχές του και ο τέως βασιλιάς φεύγει για τη Ρώμη. Τα ξένα πρακτορεία μεταδίδουν την είδηση ανελλιπώς. Διερωτώνται ποιοι υποκίνησαν την τάξη του 1940 και γιατί;

Το καθεστώς της 21ης Απριλίου – ως γνωστόν – είχε ως αρχηγούς του, τους: Γ. Παπαδόπουλο, Ν. Μακαρέζο και Στ. Παττακό, συνεπικουρούμενους από τους συμμαθητές τους, την εμπειροπόλεμη τάξη του 1940 – που έφεραν τότε το βαθμό του συνταγματάρχη - και όλους τους νεώτερους αξιωματικούς. Από τους τότε στρατηγούς, ένα μέρος ήταν ιδιαίτερα προσκολημμένο στα ανάκτορα και ήταν εκείνοι που δημιούργησαν το προαναφερθέν «Κίνημα του Βασιλιά».

Η 21η τελικά επεβλήθη αναίμακτα, ενώ πολλοί πολίτες έδειξαν να νιώθουν τότε πιο ασφαλείς. Βεβαίως, παρέμεναν οι αριστεροί θύλακες και οι άνθρωποι του Ανδρέα Παπανδρέου, οι οποίοι έβλεπαν να χάνουν το «παιχνίδι» να έρθουν στην εξουσία στην Ελλάδα. Παράλληλα, η Αμερική έδειχνε επίσημα να μην γνωρίζει τίποτα από την όλη οργάνωση των Ελλήνων στρατιωτικών. Πολλοί βέβαια – ξένοι κυρίως δημοσιογράφοι – ανέφεραν ότι κάποια στελέχη, όχι της επίσημης τότε κυβέρνησης της Αμερικής - αλλά της CIA - είχαν πει το ναι στην όλη προσπάθεια. Οι περισσότεροι πάντως εκδότες και δημοσιογράφοι – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων - παρά την απαγόρευση της έκδοσης εφημερίδων – καθότι είχε επιβληθεί στρατιωτικός νόμος – «ψιθύριζαν» ότι η δικτατορία αυτή έπρεπε οπωσδήποτε να πέσει πολύ γρήγορα. Το ελληνικό κατεστημένο διαβλέποντας τον ισχυρό χαρακτήρα των ανθρώπων που την δημιούργησαν είχε αρχίσει να ανησυχεί... Έτσι, μάλλον ένας από τους λόγους για τους οποίους άρχισαν να διαδίδουν διάφορα για τα χρόνια της δικτατορίας ήταν το γεγονός ότι αυτοί οι στρατιωτικοί δεν ανήκαν σε «ευγενείς οίκους».

Τελικά, για να είμαστε ειλικρινείς, η δικτατορία των Συνταγματαρχών έφερε στη χώρα οικονομική άνοδο (αυτό δεν το αμφισβήτησε ποτέ κανείς). Δηλαδή, έφερε μεγαλύτερους μισθούς, περισσότερες θέσεις εργασίας, δημόσια έργα (δρόμους, σχολεία, γυμναστήρια), στρατιωτικούς εξοπλισμούς ικανούς να αντιμετωπίσουν κάθε ξένη επιβουλή και διέγραψε τα χρέη της χώρας. Επίσης, βοήθησε - ανεξάρτητα ιδεολογίας - πολίτες να ανέλθουν οικονομικά και κοινωνικά, ενώ δεν πλούτισε ούτε ένας από τους συμμετέχοντες (το αντίθετο). Τέλος, ανύψωσε το εθνικό και θρησκευτικό φρόνημα, αν και στο εξωτερικό οι πολιτικοί (Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Μερκούρη, Τσοχατζόπουλος κτλ.) δημιουργούσαν εχθρικό κλίμα για το καθεστώς της Ελλάδας, παρόλο που ο τουρισμός είχε αυξηθεί πάρα πολύ και οι τουρίστες έφευγαν με τις καλύτερες εντυπώσεις. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι σε κάποια στιγμή ο Γ. Παπαδόπουλος έπρεπε να διαλέξει, ενώ είχε ήδη βάλει τη χώρα σε τροχιά για εκλογές - στα τέλη του 1973 – : ή να δώσει βάσεις για να περάσουν τα αμερικανικά αεροπλάνα πηγαίνοντας προς βοήθεια του Ισραήλ ή να αρνηθεί μη θέλοντας να δυσαρεστήσει και τους Άραβες, με τους οποίους είχε δημιουργήσει πολύ καλές επίσης σχέσεις. Από αυτό το σημείο ξεκινά συνεπώς φανερά η αντίστροφη μέτρηση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου του 1967.

Του καταλόγισαν βασανιστήρια και κατάλυση της δημοκρατίας, όμως η δημοκρατία, όπως ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής είχε πει από το Παρίσι: «Η δημοκρατία είχε ήδη καταλυθεί από τον Ιούλιο του 1965». Εξάλλου, πολλές έννοιες όταν δεν είναι σύμφωνες με τον εαυτό τους ως πράξεις, μετατρέπονται στο αντίθετό τους. Και αυτό θα πει: δημοκρατία εάν δεν κυβερνά ο λαός είναι δικτατορία και δικτατορία εάν συμμετέχει ο λαός είναι δημοκρατία.

Και φτάνουμε στην ουσία: οι αντιτιθέμενοι κύκλοι μετά από δυο επώδυνα γεγονότα για το Έθνος (Πολυτεχνείο και Κυπριακό), στην προσπάθειά τους να ρίξουν το καθεστώς των Απριλιανών επανήλθαν έχοντας «υπογράψει» την υποταγή στα ξένα κελεύσματα.

Σήμερα, η Ελλάδα εξαρτάται οικονομικά από τις διαθέσεις της δήθεν Ε.Ε., το χρέος της προς τις αγορές είναι ιλιγγιώδες, η ανεργία εκτινάσσεται στα ύψη, ενώ ο λαός έχει υποστεί ανήκεστη βλάβη και βιώνει την ηθική και ψυχική κατάπτωση. Ταυτόχρονα η παιδεία έχει τελειώσει, μακρινές φυλές έχουν κατακλύσει τη χώρα ως δήθεν μετανάστες, τολμηροί ηγέτες δεν υπάρχουν και ο στρατός ως «λάμπουσα πενία» παραμένει φρουρός, αλλά με ελάχιστες υλικές δυνάμεις. Δηλαδή, τα πάντα είναι πιθανά από εδώ και πέρα... Γιατί είπαμε, μπορεί να περάσουν χρόνια – ακόμα και δεκαετίες – για να φανεί τελικά η σχέση αιτίας και αιτιατού!!!

Υ.Γ. 1: Στη διάρκεια της επταετίας σχηματίστηκαν τέσσερις δικτατορικές κυβερνήσεις: η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια 1967, η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδόπουλου 1967, η Κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη 1973, η Κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973.

Στις 24 Ιουλίου 1974, αδυνατώντας η τελευταία κυβέρνηση να χειριστεί τα εξ υπαιτιότητάς της γεγονότα της Κύπρου, (απόπειρα δολοφονίας Μακαρίου Γ΄, το πραξικόπημα της Κύπρου και τον Αττίλα Ι), ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, προσκάλεσε από το εξωτερικό και διόρισε πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή ο οποίος και ανέλαβε την λεγόμενη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Η ελληνική δικτατορία 1967-1974 θεωρείται διεθνώς ένα ακόμα επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, στην μάχη μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να προσεταιριστεί έθνη στη πολιτική σφαίρα επιρροής της, ενισχύοντας φιλοσοβιετικές και φιλοκομμουνιστικές ομάδες, συχνά οδηγούσε σε αντίδραση από τη μεριά των Δυτικών και κυρίως των Αμερικανών που ήταν επικεφαλής του δυτικού συνασπισμού σε όμοιες αντίστοιχες ενέργειες.

Στο εσωτερικό των χωρών, στις πιο βίαιες περιπτώσεις, αυτή η μάχη κατέληγε είτε σε πλήρη επικράτηση των κομμουνιστών όπως στο Βιετνάμ/Καμπότζη ή σε στρατιωτική δικτατορία των πιο ακραίων δυτικόφιλων εθνικιστών (Χιλή, Αργεντινή). Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, οι στρατιωτικοί ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν αυτό που εκλάμβαναν ως κομμουνιστικό κίνδυνο με περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών και εγκαθίδρυση δικτατορίας.

Πάντως, κατά τον Σάμιουελ Χάντιγκτον η ελληνική δικτατορία δεν πρέπει να αναλύεται ως ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά ως μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού, μέρος ενός κύματος δικτατοριών. Αυτό είναι αλήθεια κ. Χάντιγκτον. Το «παιχνίδι» είναι παγκόσμιο, αλλά η Ιστορία έχει τους δικούς της νόμους και η Ελλάδα την δική της ιστορία, αιώνια και ξεχωριστή.

Υ.Γ. 2: 21η Απριλίου: Έχοντας εξασφαλίσει περίπου 100 τεθωρακισμένα στην περιοχή της πρωτεύουσας, οι πραξικοπηματίες κινήθηκαν τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου και κατέλαβαν αρχικά το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ με την κωδική ονομασία «Προμηθεύς», με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Το συγκεκριμένο σχέδιο προοριζόταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού. Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Γ. Σπαντιδάκης, αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ' Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το σχέδιο «Προμηθεύς» σε όλη τη χώρα.

Η μοναδική προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα ήταν από την πλευρά κυρίως του υπουργού Δημόσιας Τάξης Γεωργίου Ράλλη ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ' Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη). Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο «Προμηθεύς» είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη.

Οι Η.Π.Α. εφάρμοσαν την εξής τακτική ως προς τις σχέσεις τους με το νέο καθεστώς: έτειναν να αποδέχονται ως τετελεσμένο γεγονός τη δικτατορία, επικαλούμενες πραγματικά επιχειρήματα, όπως ότι ο κόσμος της ελληνικής υπαίθρου και των αστικών κέντρων δεν ερχόταν σε ευθεία ρήξη με το καθεστώς. Μάλιστα, στις 23 Ιανουαρίου 1968 ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έστειλε επιστολή στο καθεστώς της Αθήνας σε μια προσπάθεια προσέγγισης των Συνταγματαρχών.

Και μια τελευταία επισήμανση: μετά από τόσα γεγονότα, οι σημερινοί πολιτικοί πρέπει να κατανοήσουν ότι πρέπει επιτέλους να συμμαχήσουν με τους στρατιωτικούς και όχι να τους φοβούνται ή να τους βλέπουν σαν αντίζηλους. Γιατί, αυτό, σημάδεψε και έβλαψε την Ελλάδα ακόμα και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Ο Περικλής, ο Θεμιστοκλής, ο Κίμων, ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν συγχρόνως και πολιτικοί και άφθαστοι στρατιωτικοί. Όσοι το κατανοήσουν και το υιοθετήσουν, θα μεγαλουργήσουν. Ίσως και να δοξαστούν... Θα περιμένουμε.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.