(1830)
[Τα πρωτόκολλα, δι ὤν συνίστατο, το ἑλληνικόν βασίλειον, εἰς το ὁποίον δὲν συμπεριελαμβάνετο ἡ Κρήτη, ἀνεκοινώθησαν κατά το 1830 εἰς τους Κρῆτας ἐν Καλύβαις τῶν Ἀποκορώνων ὑπὸ πληρεξουσίου των τριῶν ναυάρχων κυβερνήτου γαλλικοῦ πλοίου. Εἰς το γεγονός τοῦτο ἀναφέρονται τα ἑπόμενα ἄσματα.]
Α'
'Στά χίλια ὀκτακόσια εἰκοσιοκτώ, μίαν Τρίτη,
(ἀφουγκρασθῆτε νὰ σας πῶ ὀγιά τὴ μαύρη Κρήτη)
σύναξη κάνου οἱ βασιλεῖς καὶ πᾶνε 'ς το Παρίσι,
νὰ κάμουνε συνέλευση τι νὰ γενή ἡ Κρήτη.
Μ' ἀπῆς ἐσυναχτήκανε κι' ἄρχηξαν το κουσοῦλτο,
οὖλοι ἐδιχονήσανε καὶ παίρνει την ὁ Τοῦρκος.
Ἀνθρώπους τότ' ἐπέψανε κ' εἰς τσοι Καλύβαις βγαίνει,
νὰ συναχτοῦν οἱ Χρισθιανοί, νὰ δώση το χαμπέρι.
Καὶ σὰν ἐσυναχτήκασι, διαβάζει τὴ συνθήκη,
κ' ἔγραφε πῶς ἐδώκανε του Μισιριού την Κρήτη.
Φωνάζουν, κλαῖν οι Χρισθιανοί· "Ἀφέντες κουμαντάτες,
εβγάστ' ἀπάνω 'ς τα βουνά, νὰ κάτσετε 'ς τσοι στράταις,
να ἰδῆτε οὖλα τα πουλιά, ὁπού ψηλά πετοῦσι,
τα κόκκαλα τῷ Χρισθιανώ 'ς τ' ἀντόδια νὰ βαστοῦσι.
Ὅσοι καταλυθήκανε 'ς τα ὄρη κ' εἰς τα δάση
ποῖος είν' ἀπού θὰ σας τσοι πη καὶ θὰ τσοι λογαριάση;
Ἀκούσετε νὰ σάσε πῶ τα πάθη τα δικά μας:
'Σ την Ἀραπιά πουλήσανε οἱ Τοῦρκοι τα παιδιά μας,
καὶ ὅσοι ἀπομείναμε εἰς τα βουνά γλακούμε,
ξυπόλυτοι κι' ὀλόγδυμνοι γιὰ νὰ λεφτερωθοῦμε.
Κ' εἴχαμε θάρρος εἰς ἐσᾶς, τσοι βασιλεῖς τσοι Φράγκους,
κ' εδά μας ἀδικήσετε κι' ἀφήκετέ μας σκλάβους.
'Όντε θὰ βγοῦν τα νέφαλα καὶ νὰ φανοῦν οἱ κρίνοι,
καὶ νὰ ρθ' ὁ φοβερός κριτής οὖλους νὰ μάσε κρίνη,
τα τάγματ' οὖλα τ' οὐρανοῦ τριγύρου ν' ἀκολουθοῦσι,
τα πάθη τῷ Χρισθιανώ τάδικα να γροικοῦσι,
νά ρθουνε με παράπονο κ' οἱ Κρῆτες νὰ σταθοῦνε
μπροστά 'ς το φοβερό κριτή τ' ἄδικα των νὰ ποῦνε,
τότες ν' ἄποκριθήτ’ ἐσεῖς, Ἀγγλία καὶ Γαλλία,
μπροστά 'ς το φοβερό κριτή, δευτέρα παρουσία!
"Τώρα ἀποφασίσανε κ' ἐκάμανε συθήκη,
πὼς νὰ ναὶ πάλι ἀραγιάς του Μισιριού η Κρήτη".
"Φύγετε! Φύγετ', ἄστε μας! μὰ μεῖς θε νὰ σκεφτοῦμε,
γῆ οὖλοι θ' ἀποθάνωμε, γῆ θὰ λεφτερωθοῦμε.
Θε μου καὶ σύ, πώς το βαστᾶς; εἰς τὴ σκλαβιά ἀκόμη,
οὖλοι λευτερώθηκανε, κ' η Κρήτη νὰ ναὶ μόνη".
Ἔρχουνται πλοῖα φράγκικα καὶ πᾶνε 'ς τη Γραμπούσα
καὶ βγάνουνε τσοί Χρισθιανούς, ὁποῦ την ἐβαστούσα.
Καὶ Μισιριώταις φέρνουνε κ' εἰς τα χωριά χτυπούσι,
φοροῦνε ροῦχα κόκκινα καὶ τούμπανα βαστοῦσι.
Καθίζουν σε μερκά χωριά καὶ κάνουνε κρισάδες,
καὶ τυραννοῦν τσοί Χρισθιανούς, σκεντσεύγουν τς ἀραγιάδες·
Β'
'Σ τα χίλια ὀχτακόσια 'ς τα τριάντα,
'ς τς ὀχτὼ του Σεντεμπριοῦ ἥρθ' ἡ γι ἀρμάδα.
Καὶ βγαίνει 'ς τ' Ἀκρωτήρι, σιργιανίζει,
τον κόσμο βιζιτάρει και ξανοίγει,
τσοι Χρισθιανούς γυρεύγουνε να ιδούσι
και θλιβερό χαμπέρι για να πούσι.
«Οι Χρισθιανοί να μείνουν αραγιάδες».
Κ' οι Τούρκοι χαραίς κάνουνε μεγάλαις.
Γλήγορα εις την φράγκικην αρμάδα
εγράψανε παράπονα μεγάλα.
«Όρη, βουνά, και τρύπαις και λαγκάδια,
γεμάτα νιαι φτωχούς και παλληκάρια,
τσι πείνας και τση δίψας ξεραμμένοι,
για να λευτερωθούνε οι καϊμένοι».
Κ' οι καπετάνι' αρχίζουν και γελούσι,
κ' εις τα καράβια μπαίνουν και κινούσι.
Το κρίμα τω φτωχώ και τω χηράδω
εις το λαιμό σας να 'ν' ούλων τω Φράγκω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου