Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Ἡ ἄνιση μάχη στὸ Χάνι της Γραβιᾶς καὶ ἡ ἐξόντωση τῶν μουσουλμάνων (6 Μαΐου 1821)



Μάχη 117 γενναίων Ἑλλήνων ἐναντίον 9.000 μουσουλμάνων.


Μόλις ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση του 1821, ὁ Χουρσίτ πασᾶς, ποῦ πολιορκοῦσε τον Ἀλὴ πασᾶ στὰ Γιάννενα, ἔστειλε στὴν Ἀνατολική Στερεά, ἰσχυρότατες στρατιωτικές δυνάμεις με ἐπικεφαλίς τον Τουρκαλβανό Ὁμέρπασα ( Ὀμερ) Βρυώνη καὶ τον Κιοσέ Μεχμέτ. Ὁ Ομέρ Βρυώνης, μόλις εἶχε διοριστεῖ ἀπὸ τον σουλτᾶνο πασᾶς του Βερατίου, καθώς τον θεωροῦσε ἕνα ἀπὸ τους πλέον ἱκανούς στρατηγούς του. Ἔτσι, ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ κατέπνιγε εὔκολα την ἐπανάσταση στὴν Ἀνατολική Στερεά.

Στὰ μέσα Ἀπριλίου, οἱ δύο στρατηγοί του σουλτάνου, πέρασαν ἀπὸ τὴ Θεσσαλία στὴ Στερεά καὶ συγκρούστηκαν με τον Ἀθανάσιο Διάκο καὶ τους ἄντρες του στὴν Ἀλαμάνα, τους ὁποίους ὅπως εἶναι γνωστό ἐξουδετέρωσαν παρά την ἡρωική τους ἀντίσταση. Εἶναι ἐπίσης γνωστό καὶ το τραγικό τέλος του Ἀθανάσιου Διάκου.

Ἀμέσως μετά ἔγινε προσπάθεια νὰ ἀνασυνταχθοῦν οἱ ἑλληνικές δυνάμεις της περιοχῆς της Λειβαδιάς. Νέος ὁπλαρχηγός ἀνέλαβε ὁ Βασίλης Μπούσγος ποὺ εἶχε στὴ διάθεσή του 1.000 ἄνδρες καὶ ὅσους ἀπὸ τους ἄνδρες του Ἀθ. Διάκου σώθηκαν μετά την μάχη της Ἀλαμάνας. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἀπὸ τὴ Λαμία ποὺ εἶχε στρατοπεδεύσει, πῆγε στὸ Ἐλευθεροχώρι ὁπού εἶχαν συγκεντρωθεῖ καὶ τους διέλυσε. Το ἠθικὸ τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων εἶχε ἀρχίσει νὰ κλονίζεται καὶ ἡ Ἐπανάσταση σε Στερεά Ἑλλάδα καὶ Πελοπόννησο, κινδύνευε σοβαρά.

Ὁ Ομέρ Βρυώνης πίστευε ὅτι θὰ μπορέσει νὰ προσεταιριστεῖ τον Ἀνδροῦτσο. Γι' αὐτὸ, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι βρίσκεται στὴ Στερεά Ἑλλάδα, του ἔστειλε περιστολή με την ὁποία ζητοῦσε νὰ συμπράξει μαζί του καὶ ὥς ἀντάλλαγμα, του πρόσφερε την ὀπλαρχηγία ὅλης της Ἀνατολίτικής Στερεάς.

Ὡς τόπος συνάντησης, ὁρίστηκε το χάνι της Γραβιᾶς.

Αὐτὸς ἄλλωστε ἦταν καὶ ὁ λόγος ποὺ ὁ Ἀνδροῦτσος βρέθηκε ἐκεῖ, ὅπως γράψαμε παραπάνω.

Μόνο ποῦ τον Ομέρ Βρυώνη, τον περίμεναν στὴ Γραβιᾶ ἰδιαίτερα δυσάρεστες ἐκπλήξεις…

Στὸ χάνι της Γραβιᾶς, πραγματοποιήθηκε συμβούλιο τῶν ὀπλαρχηγῶν. Ἀπὸ την ἐπιστολή του Ομέρ Βρυώνη στὸν Ἀνδροῦτσο, διαφαινόταν ὅτι ὁ Τουρκαλβανός στρατηγός θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὴ Λαμία καὶ θὰ κατευθυνόταν πρὸς το Γαλαξίδι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, με πλοῖα, θὰ μετέβαινε στὴν Πελοπόννησο, καθώς θεωροῦσε ὅτι ἄν πήγαινε στὸν Μωριᾶ μέσω Ἰσθμοῦ, στῆ διαδρομή θὰ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, στὶς στενές καὶ δύσβατες διαβάσεις ποῦ θὰ ἀκολουθοῦσε.







 

Στὸ συμβούλιο, ὁ Ἀνδροῦτσος ἀπέμεινε νὰ ἀμυνθοῦν στὸ Χάνι, ἐνῶ ὁ Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιᾶ διαφωνοῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ ἀμυνθοῦν δεξιά καὶ ἀριστερά ἀπ' αὐτὸ. Οἱ Ἕλληνες ἦταν 1.300, ἐνῶ ὁ Ομέρ Βρυώνης εἶχε στὴ διάθεσή του περισσότερους ἀπὸ 9.000 ἄνδρες.

Ὁ Ανδροῦτσος ἤθελε νὰ ἀμυνθοῦν στὸ χάνι, γιατί οἱ ἀντίπαλοι θὰ ἦταν ἀκάλυπτοι καὶ θὰ δεχόταν πυρά κατά μέτωπο. Βέβαια, ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος ἐπειδὴ το χάνι ἦταν πλινθόκτιστο νὰ το γκρεμίσουν με εὐκολία οἱ Τοῦρκοι.

Τελικά, ἀκολουθήθηκε μία μέση λύση. Ὁ Πανουργιᾶς κι ὁ Δυοβουνιώτης, πῆραν θέση ἀριστερά ἀπ' το χάνι στὸν δρόμο πρὸς το βουνό Χλωμό, ἐνῶ στὰ δεξιά, στὴ λεγόμενη ''κρήνη του Σίντσικα'', ὁ ἔμπιστος του Ἀνδρούτσου Χρῆστος Κοσμᾶς Σουλιώτης.

Ὁ Ἀνδροῦτσος ἀνέλαβε ὁ ἴδιος νὰ πολεμήσει ἀπὸ το χάνι. Τότε ἔκανε κάτι ἐξαιρετικά ἀσυνήθιστο.

Μὴν θέλοντας νὰ ἐπιβληθεῖ σε κανέναν, ἀλλὰ ζητῶντας οὐσιαστικά ἐθελοντές – συμπολεμιστές, φώναξε : ''Παιδιά ὅποιος θέλει νὰ με ἀκολουθήσει, ἄς πιαστεῖ στὸ χορό'' καὶ ἄρχισε νὰ τραγουδάει το γνωστό κλέφτικο ''Κάτω στοῦ Βάλτου τα Χωριά''.

Πρῶτος πιάστηκε δίπλα του ὁ Γκούρας, ἀκολούθησε ὁ πιστός του σύντροφος Τουρκαλβανός Γκίκας Μουσταφάς, ἀκολούθησαν οἱ ἀξιωματικοί Παπαντρέας, Τράκας, Μάρος, Βουντούνης, Γοβγίνας, Καπλάνης κ.ά. Συνολικά 117 πιάστηκαν σ' αὐτὸ τον ἀλλόκοτο χορό…

Ὅλοι αὐτοί μπῆκαν στὸ χάνι, ἔκλεισαν πρόχειρα τις πόρτες καὶ ἄνοιξαν πολεμίστρες. Ὁ ἔφορος Σαλώνων Ἀναγνώστης Κεχαγιάς, μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τους μεταφέρει πολεμοφόδια, καθώς ἤδη οἱ Τοῦρκοι εἶχαν φτάσει.

Ὁ Ομέρ Βρυώνης, ἀσχολήθηκε ἀρχικά με ὅσους βρίσκονταν ἐξῶ ἀπ' το χάνι. Στέλνοντας ἰσχυρές δυνάμεις ἐναντίον τους, ἀνάγκασε τους Ἕλληνες νὰ φύγουν πρὸς τα ὀρεινά μέρη. Ἡ ἀντίσταση ποὺ προέβαλλον, κάμφθηκε ἀπὸ τους πολύ περισσότερους ἀριθμητικά Τούρκους.

Ἔτσι, ἔφτασε ἡ ὥρα της ἀλήθειας… Ὀδυσσέας Ἀνδρούτσος ἐναντίον Ὀμέρ Βρυώνη στὸ Χάνι της Γραβιάς!





 

Ἡ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ – ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΒΑΤΕΡΛΟ

Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἔστειλε ἕναν ἔφιππο δερβίση (Τοῦρκο ἱερωμένο), νὰ ἐπαναλάβει τις προτάσεις γιὰ σύμπραξη στὸν Ἀνδροῦτσο. Ὁ Ἀνδροῦτσος τον ρώτησε: ''Πού πᾶς ὦρε Τοῦρκο'' ; ''Νὰ ἀποτάξω ἡ νὰ σφάξω ἀπίστους'', ἀπάντησε ἐκεῖνος. Ἕνας πυροβολισμός του Ἀνδρούτσου (ἡ του Γκίκα Μουσταφά σύμφωνα με ἄλλες πῆγες) ἔριξε τον δερβίση νεκρό.

Οἱ Ἀλβανοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν τὴ σκηνή, ὅρμησαν μαινόμενοι στὸ χάνι. Τελικά, τα συντονισμένα πυρά των ὑπερασπιστών του,τους ἀποδεκάτισαν.

Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης ἐκνευρισμένος, διέταξε νέα ἐπιθέση, πιὸ ὀργανωμένη αὐτὴ τὴ φορά, Κάποιοι ἀπὸ τους ἄντρες του, κρατοῦσαν καὶ τσεκούρια γιὰ νὰ γκρεμίσουν τους τοίχους του πανδοχείου. Νέα σκληρή μάχη, ἀμυνόμενοι ἡρωικά οἱ Ἕλληνες κατάφεραν νὰ την ἀναχαιτίσουν. Ἔξαλλος ὁ Ὀμέρ Βρυώνης, ἔταξε μεγάλη ἀμοιβή σε ὅποιους ἔμπαιναν πρῶτοι στὸ χάνι. Ἦταν νωρίς το ἀπόγευμα ὅταν ξεκίνησαν νέες, ἑρμητικές ἐπιθέσεις, ποὺ ὅμως ἀποκρούστηκαν. Κατά τὴ δύση του ἥλιου, ὁ Ὀμέρ Βρυώνης βλέποντας ὅτι ἔχει χάσει πολλούς ἄντρες, διέταξε νὰ φέρουν πυροβόλα ἀπὸ την Λαμίᾳ γιὰ νὰ ἰσοπεδώσουν το χάνι.

Ἔβαλε φρουρούς γύρω ἀπ' αὐτὸ καὶ περίμενε…

Ὁ εὐφυής Ἀνδροῦτσος, κατάλαβε τις προθέσεις του Ἀλβανοῦ καὶ γνώριζε ὅτι ἄν ἐρχόταν τα κανόνια ἀπ' τὴ Λαμίᾳ αὐτὸς καὶ οἱ συμπολεμιστές του, δὲν εἶχαν καμία τύχη. Μάλιστα τα πυρομαχικά τους, εἶχαν τελειώσει. Τὴ νύχτα, ἀφαιρέθηκε ἕνα μέρος ἀπὸ τους πλίνθους της ἀνατολίτικής πλευράς. Οἱ ἕξι Ἕλληνες νεκροί της πολύωρης μάχης, θάφτηκαν πρόχειρα σε μία γωνιά του κτιρίου. Στὶς 2.00 π.μ., ἔδωσε ἐντολὴ ἀναχώρησης.

Οἱ ἡρωικοί μαχητές, περνῶντας ἀπὸ ἕνα σπαρμένο χωράφι ὅπου ὑπῆρχε κάλυψη καὶ μέσα σχεδόν ἀπ' τους Τούρκους φρουρούς ποὺ αἰφνιδιάστηκαν καὶ ὅταν ἄρχισαν νὰ πυροβολοῦν ἦταν ἀργὰ, ἔφτασαν τρέχοντας στὸ Χλωμό ὅπου συναντήθηκαν με τον Ἀπόστολο Γουβέλη, τον Παπακώστα καὶ τους ἄντρες τους.

Ἡ μάχη στὸ χάνι της Γραβιᾶς εἶχε τελειώσει.

Ἀπολογισμός: 6 Ἕλληνες νεκροί, ὅπως ἀναφέραμε, 300 Τοῦρκοι νεκροί καὶ 600 τραυματίες.

ΤΟ ΧΑΝΙ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ.



Μάχη της Γραβιάς. Το Χάνι
Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος)

(6 Μαΐου 1821)

ΩΔΗ
«Μεγάλων δ' ἀέθλων
Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ.»
Πίνδαρος


Α΄.


Απὸ κρότον ὀργάνων βοΐζει
Τῆς Γραβιᾶς τὸ βουνὸν ἀντἰκρύ·
Λάμπουν ὅπλα χρυσᾶ, καὶ λερὴ
Φουστανέλλα μαυρίζει.


Πρὸς τὸ χάνι χορὸς κατεβαίνει
Ἀπ' ὁδόν ἐλικώδη, λοξὴν,
Καὶ φλογέρα μὲ ἦχον ὀξὺν
Χοροῦ ᾆσμα σημαίνει.


Ὀδυσσεὺς ὁ ταχύπους ἡγεῖται
Τοῦ μαχίμου ἐκείνου χοροῦ,
Καὶ ἐγκύμων σκοποῦ τολμηροῦ
Πρὸς το χάνι κινεῖται


Ἐκεῖ δὲ τὸν χορὸν διαλύει,
Κλεῖ τὴν μάνδραν καὶ οὕτω λαλεῖ·
Ἡ πατρίς μας ἐδὼ μᾶς καλεῖ,
Στρατιῶται ἀνδρεῖοι.


Μετ' ὀλίγον ἐδὼ καταφθάνει
Στρατιὰ μυριάνδων ἐχθρῶν·
Εἶναι στάδιον δόξης λαμπρὸν,
Τὸ μικρὸν τοῦτο χάνι.


Εἰς τὸ μέγα στενὸν θὰ 'ξυπνήσουν
Οἱ ἀρχαῖοι τῆς Σπάρτης νεκροὶ,
Καὶ τὸν τόπον αὐτὸν φοβεροὶ
Τουρκομάχοι θα σείσουν.


Κ' ἡ σκιὰ τοῦ Διάκου παρέκει
Τοῦ εἰς σούβλαν ψηθέντος σκληρὰν,
Μὲ μεγάλην θ' ἀκούσῃ χαρὰν.
Νὰ βροντᾷ τὸ τουφέκι.


Ἐκεῖ κάτω κυττάξετε. Φθάνει
Ὁ πομπώδης στρατὸς τῶν ἐχθρῶν·
Ἰδοὺ στάδιον δόξης λαμπρὸν
Τὸ μικρὸν τοῦτο χάνι.


Στρέφουν ὅλοι καὶ βλέπουν. Διέβη
Τὸ ποτάμι ἀπίστων πληθὺς,
Καὶ ἀκούεται δοῦπος βαθὺς,
Καὶ ὁ τόπος σαλεύει.


Πιστολίων ἀκούονται κτύποι
Καὶ βαρβάρων φωναὶ συνεχεῖς,
Καὶ τινάσσουν τὴν χαίτην ταχεῖς
Καὶ ἀφρόεντες ἵπποι.


Πρὸ τῶν ἄλλων ξιφήρης προβαίνει
Εἷς δερβίσης τὸν ἵππον κεντῶν·
Ὁ υἱὸς τοῦ Ἀνδρίτσου αὐτὸν
Ἐρωτᾷ ποῦ πηγαίνει.


Ἀποκρίνετ' ἐκεῖνος· Νὰ σφάξω
Ὅπου 'βρῶ τοῦ προφήτου ἐχθροὺς·
Καὶ πατῶν τοὺς ἀπίστους νεκροὺς
Τὸ ἀλλὰχ νὰ ἀνακράξω.


Ἀλλ' ἐδὼ, ὦ υἱὲ τοῦ προφήτου,
Μιναρὲν δὲν θὰ 'βρῇς ὑψηλὸν,
Ἀλλὰ μόνον τουφέκι καλὸν,
Καὶ ἰδοὺ ἡ φωνὴ του.


Καὶ ἡνίας καὶ σπάθην ἀφίνει
Ὁ δερβίσης τὰ στέρνα πληγεὶς,
Καὶ μὲ κρότον πεσών κατὰ γῆς,
Ῥεῖθρον αἵματος χύνει.


Τοῦ θανάτου ἱδρὼς περιβρέχει
Τὸ χλωμὸν μέτωπόν του εὐθὺς,
Καὶ ὁ ἵππος αὐτοῦ πτοηθεὶς
Κοῦφος κ' εὔκαιρος τρέχει.


Β΄.


Καθὼς ὅταν βοῤῥᾶς ῥιγοβόλος
Μὲ ἀκάθεκτον πνέῃ ὁρμὴν,
Κι' ὁ βαθύς τοῦ πελάγους πυθμὴν
Κατασείεται ὅλος,


Τῶν ἐχθρῶν οὕτω σείει τὰ στήθη
Κραταιὰ, ψυχοβόρος ὀργὴ,
Καὶ ἀκούεται λύσσης κραυγὴ
Ἀπὸ τ' ἄμμετρα πλήθη.


Σῶμα μέγα, πυκνὸν, ταραχῶδες,
Ἀλαλάζον ὁρμᾷ μὲ κραυγὴν,
Καὶ βαρύδουπον σκάπτουν τὴν γῆν
Σιδηροῖ ἵππων πόδες.


Ἀλλ' ἀκοίμητον πῦρ ἐκ τῆς μάνδρας
Τοὺς ὁρμῶντας προσβάλλει ἐχθροὺς,
Κ' ἐξαπλόνει τριγύρω νεκροὺς,
Νεκροὺς ἵππους καὶ ἄνδρας.


Οὔτε ἕν ὅπλον εἰς μάτην καπνίζει,
Οὔτε ἕν ὅπλον εἰς μάτην βροντᾷ·
Κάθε βόλι συρίζον πετᾷ
Καὶ τὰ κρέατα σχίζει.


Περιΐπτατ' ἐκεῖ πολυαίμων
Ἐν νεφέλαις καπνοῦ καὶ πυρὸς,
Μὲ τὸ βλέμμα δριμὺ, φοβερός
Τοῦ ὀλέθρου ὁ δαίμων.


Ταχυθάνατον πέλεκυν σείει,
Καὶ ἀκόρεστον βλέμμα κολλᾷ
Ὅπου αἵματα ῥέουν πολλὰ,
Ὅπου θνήσκουν ἀνδρεῖοι.


Ἡ κλαγγὴ ὡς γλυκύφθογγον μέλος
Τοῦ θηρίου τὰ ὦτα χτυπᾷ,
Καὶ τὰ μέλανα χείλη του σπᾷ
Καταχθόνιος γέλως.


Τὸ πᾶν βλέπει μὲ ὄψιν ἀγρίαν
Τὴν φριξότριχα κόμην κινῶν,
Ὡς ὁ λέων ὁπόταν πεινῶν
Ἐνεδρεύῃ τὴν λείαν.


Καταφλέγει ἐν ταύτῃ τῇ μάχῃ
Τὰς ψυχὰς τῶν ἀνδρῶν ἡ ὀργὴ,
Καὶ ἠχεῖ κ' ἡ πείβουνος γῆ
Καὶ οἱ λόγγοι κ' οἱ βράχοι.


Γ΄.


Μάχης πλὴν δὲν ἠχοῦν πλέον φθόγγοι,
Οὔτε μέταλλα λάμπουν στιλπνά·
Σιωποῦν τὰ κρημνώδη βουνὰ
Καὶ οἱ βράχοι κ' οἱ λόγγοι.


Ὅπου πρώην κραυγαὶ καὶ μανία,
Βασιλεύει θανάτου σιγὴ·
Ἔνθα κ' ἔνθα θνησκόντων κραυγὴ
Ἀντηχεῖ ἀπαισία.


Πεντακόσια πτώματ' ἀφίνων
Ὁ εἰς μάτην παλαίσας ἐχθρὸς,
Ἀπεσύρθη μακρὰν τοῦ πυρὸς
Μιᾶς φούκτας Ἑλλήνων.


Τοὺς ἀνδρείους στενὰ τριγυρίζει
Ὁ πασᾶς δι' ἀμέτρου στρατοῦ,
Καὶ τὴν λείαν εἰς χεῖρας αὑτοῦ
Ὡς βεβαίαν ἐλπίζει.


Ἀλλὰ σὺ, ὦ θεὰ ἐγερσίνους,
Ποῦ υἱοὺς Θρασυβούλων γεννᾷς,
Καὶ ἁλύσεις συντρίβεις δεινὰς,
Δὲν τρομάζεις κινδύνους.


Διὰ σοῦ τοὺς πολλοὺς οἱ ὀλίγοι
Ταπεινοῦν μὲ σπαθὶ κοπτερὸν·
Τὸ σπαθί σου ἐν μέσω ἐχθρῶν
Εὐρὺν δρόμον ἀνοίγει.


Δ΄.


Μελανόπτερος νὺξ, παραστάτις
Πολυτρόμου σωρείας νεκρῶν,
Ἐπέκτειν' εἰς τὴν γῆν σκιερὸν
Τὸ πλατὺ κάλλυμά της,


Καὶ ἰδοὺ οἱ σαπφείρινοι κάμποι
Ἀπὸ ἄστρα γεμίζουν λαμπρὰ,
Κ' ἐν τῷ μέσω αὐτῶν ἀργυρᾶ
Ἡ πανσέληνος λάμπει.


Τὴν βαθεῖαν σιγὴν καὶ τὰ σκότη
Διακόπτουν βαρβάρων κραυγαὶ,
Προσευχαὶ ἀσεβεῖς καὶ ἀργαὶ
Ὅπλων λάμψεις καὶ κρότοι.


Ἀδελφὸς πλὴν ὁ ὕπνος θανάτου
Εἰς τὰς τάξεις τῶν τούρκων πετᾷ,
Καὶ τὰ μέλη των ζώνει σφιγκτὰ
Μὲ τά κοῦφα δεσμά του.


Μόνος ἄγρυπνος εἷς ἐπροπάτει,
Ὁ πασᾶς, ἀνασπῶν τὰς ὀφρῦς,
Ἀλλ' ἐῤῥίφθη κ' ἐκεῖνος βαρὺς
Στὸ παχύ του κρεββάτι.


Μόλις δ' εἶχε τὰ ὄμματα κλείσει,
Αἱμωπὸν, μὲ θανάτου χροιὰν,
Ὀνειρόφαντον εἶδε σκιὰν,
Τὴν σκιὰν τοῦ δερβίση.


Ὁ θανὼν λειτουργὸς τοῦ προφήτου
Εἶχεν αἷμα πολὺ καὶ πηκτὸν,
Ὅπου ἔχαινε χάσμα φρικτὸν
Ἡ μεγάλη πληγή του.


Ἡ μορφή του πλὴν ἦτο γλυκεῖα
Καὶ ἡ ὄψις του λίαν φαιδρά.
Ἐκτυποῦσεν ἐν τούτοις σφόδρα
Τοῦ πασᾶ ἡ καρδία.


Ἡ σκιὰ, Μὴ τὸν εἶπε, φοβῆσαι,
Εἶμαι λόγου καλοῦ μηνυτής·
Χαῖρε, φίλε πασᾶ! Νικητὴς
Τῶν Ἑλλήνων θὰ ἦσαι.


Οἱ ἐν μάνδρᾳ κλεισμένοι ὀλίγοι
Εἶναι θύματα πείνης σκληρά.
Τὰ φρικώδη τῆς σούβλας πυρὰ
Οὔτε εἷς θ' ἀποφύγῃ.


Ὁ νεκρὸς ταῦτα λέγων δερβίσης,
Ἀνελήφθη τὸν φίλον πλανῶν.
- Μειδιᾷς ὦ πασᾶ; Ἐξυπνῶν
Μαῦρα δάκρυ θὰ χύσῃς.


Ε΄.


Σὺ, ὦ Μοῦσα, ὁδήγει μ' ἐν τάχει
Να ἰδῶ τοὺς ἀνδρείους φρουροὺς,
Νὰ μετρήσω κ' ἐκεῖ τοὺς νεκροὺς
Τοὺς πεσόντας ἐν μάχῃ.


Θαῦμα μέγα μεγάλου ἀγῶνος
Παριστᾷ ἡ ἐμπρός μου σκηνή·
Ἕνα μόνον ἡ νίκη θρηνεῖ,
Εἷς ἀπέθανε μόνος.


Οἱ ἀνδρεῖοι μεσάνυκτα σκάπτουν
Τὰ κατάψυχρα σπλάγχνα τῆς γῆς,
Καὶ ἐν τῷ μέσῳ πενθίμου σιγῆς
Ἕνα σύντροφο θάπτουν.


Εἰς τὸ μνῆμα δὲν καίει λιβάνι,
Δὲν σὲ κλαίει ψαλμὸς ἱερὸς,
Οὔτε θρήνους ἀκούω μητρὸς,
Ὦ ἀνδρεῖε Καπλάνη.


Ἡ μονότεκνος μήτηρ του, οἴμοι!
Νικητὴν τὸν υἱὸν καρτερεῖ.
Δυστυχὴς ὅταν φθάσῃ ἡ πικρὴ
Τῆς ἀνδρίας του φήμη!


ΣΤ΄.


Ἀλλ' εἰς τ' ὄρος κρυμμένη ἐν μέρει
Ἡ σελήνη γυρνᾷ, κ' ἡ πλειὰς
Σημαδεύει τὸν ῥοῦν τῆς Θεᾶς
Ποῦ τὸν ἥλιον φέρει.


Τῶν βουνῶν ἡ πολύοσμος αὖρα
Ἐκχυλίζουσα τ' ἄνθη φυσᾷ,
Κ' ἡ αὐγὴ χρωματίζει χρυσᾶ
Ὅσα ἦσαν πρὶν μαῦρα.


Οἱ μοχλοὶ τότε πίπτουν τῆς θύρας,
Κ' ἡ ἀνδρεία τῆς μάνδρας φρουρὰ,
Ὁρμᾷ ἔξω πυκνὴ, τολμηρὰ,
Μὲ τὰ ξίφη εἰς τὰς χεῖρας.


Σιγαλὴ, τακτικὴ κ' ἑνωμένη
Εἰς σωρείας πτωμάτων πατεῖ.
Καὶ εἷς ἄπιστος τὸ ὅπλον κροτεῖ,
Καὶ βοᾷ παντὶ σθένει.


Μουσουλμάνοι, βοᾷ τρομασμένος,
Ὁ Γκιαοὺρ, ὁ Γκιαοὺρ μᾶς ἐπῆ...
Δὲν ἐπρόφθασε -ρὲ- νὰ εἰπῇ,
Πίπτει κάτω σφαγμένος.


Θανατόνουν τὰ τέκνα τῆς νίκης
Τρεῖς προφύλακας ἄλλους, κ' εὐθὺς
Φθάνουν ὅπου ἐχθροὶ παμπλἠθεῖς
Ἐξυπνοῦν μετὰ φρίκης.


Ἐξυπνοῦν, δὲν ἐγείρονται ὅμως,
Ἐξυπνοῦν, ἀλλὰ τρέμουν πρηνεῖς
Οἱ δειλοὶ θεαταὶ τῆς σκηνῆς
'Ποῦ ἀνοίγει ὁ τρόμος.


Οὕτω πίπτουν πρηνεῖς οἱ κλεισμένοι
Στρατιῶται φρουρίου ἐντὸς,
Ὅταν βόμβα ἐν μέσῳ νυκτὸς
Φλογερὰ καταβαίνῃ.


Ὡς δὲ, ὅταν βαρύκροτος σπάσῃ,
Ῥίπτει κύκλω θανάτου πυρὰ,
Οὕτως ἕκαστος Ἕλλην περᾷ,
Σφάζων ὅπου περάσῃ.


Διαβαίνων καὶ σφάζων λαμβάνει
Ὁ Σεφέρης βαρεῖαν πληγὴν,
Καὶ ὁπλόδουπος πίπτ' εἰς τὴν γῆν,
Ἀλλὰ πρὶν ἀποθάνῃ,


Εἰς τὸ στῆθος μὲ σφαῖραν εὑρίσκει
Τὸν φονέα. Θεὲ τῶν πιστῶν,
Εἰς τοὺς κόλποὺς σου δέξου αὐτὸν,
Ὑπὲρ σοῦ ἀποθνήσκει.


Ζ΄.


Τί σημαίνει ὁ κρότος 'ποῦ βράζει,
Καὶ βαρὺς καὶ τυφλὸς ἀντηχεῖ;
Κονισάλου δὲ νέφος παχὺ
Διατί πλησιάζει;


Πολυκρόταλον ἦχον κυμβάλων
Καὶ σπαθίων ἀκούω κλαγγήν·
Κατασείουν ῥιζόθεν τὴν γῆν
Βαρεῖς δοῦποι πετάλων.


Ἀνατέλλων ὁ ἤλιος λάμπει
Εἰς ἱππέων σπαθία γυμνά,
Ἀπὸ μέταλλ' ἀστράπτουν στιλπὰ
Οἱ ἱππόκροτοι κάμποι.


Φθάν' ἰδοὺ μεθ' ὁρμῆς ἀκρατή του
Στρατιὰ ἡ μεγάλη αὐτή.
Ὁ πασᾶς ὠργισμένος ζητεῖ
Τοὺς ἐχθροὺς τοῦ προφήτου.


Τῷ δεικνύουν τοῦ ὄρους τὸ πλάγι,
Τῷ δεικνύουν σφαγὴν τὴν οἰκτρὰν,
Κ' εἶτα λέγουν· ἀπῆλθον μακρὰν
Οἱ ἐχθροὶ τουρκοφάγοι.


Ὡς ποιμὴν ποῦ 'ξυπνᾷ τρομασμένα,
Καὶ τοὺς λύκους ἀντὶ νὰ εὑρῇ,
Ἴχνοι αἵματος μαύρου θωρεῖ,
Καὶ ἀρνία σχισμένα,


Ὁ πασᾶς θεωρεῖ ἐμπροσθά του,
Τὴν σκληρὰν τῶν οἰκείων σφαγὴν,
Καὶ τραβᾷ μὲ ἀγρίαν ὀργήν
Τὰ πυκνὰ γένειά του.


Η΄.


Εἰς τὰ ὕψη τοῦ ὄρους ἐπάνου,
Τῆς Γραβιᾶς σταματοῦν ἀντικρὺ,
Τῶν Ἑλλήνων οἱ παίδες, λαμπροί
Νικηταὶ τοῦ τυράννου.


Ὁ ἱδρὼς εἰς τὸ πρόσφατον αἵμα
Μὲ κονίσαλον ῥέει πηκτόν·
Μαῦρα εἶναι τὰ μέτωπ' αὐτῶν
Καὶ ἀστράπτον τὸ βλέμμα.


- Εἰς γραμμὴν, παλλικάρια, σταθῆτε.
Ὁ υἱος τοῦ Ἀνδρίτσου μετρᾷ·
Εἰς τὰ μάτια του λάμπει χαρά,
Παλλικάρια, χαρῆτε!


Ἑκατὸν δεκοκτὼ ἦσθε ὅλοι,
Καὶ ἐδαμάσατε τόσους ἐχθροὺς,
Δύο μόνον δ' ἀφῆκε νεκροὺς
Τῶν ἀπίστων τὸ βόλι.



Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης







Δεν υπάρχουν σχόλια: