Ἡ πρώτη στρατιωτικὴ ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς στὶς εἰδήσεις γιὰ ἐξέγερση τῶν Ἑλλήνων ἦρθε ἀπὸ τὸν Γιουσοὺφ πασᾶ Σέρεζλη (ἀπὸ τίς Σέρρες). Βρισκόταν μὲ στρατὸ στὸ Βραχώρι (Ἀγρίνιο) καθ' ὁδὸν πρός την Εὔβοια ὅταν ἔμαθε γιὰ τὴν πολιορκία τῆς Πάτρας. Διεκπεραιώθηκε μέσῳ Ρίου στὴν Πελοπόννησο στὶς 3 Ἀπριλίου, ἔκαψε τὴν Πάτρα, αἰφνιδίασε καὶ διάλυσε τοὺς πολιορκητὲς τοῦ φρουρίου της καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ. Τὸ φρούριο (ἀκρόπολη) τῆς Πάτρας καὶ τὰ γειτονικὰ φρούρια τοῦ Μοριᾶ (Ρίο) καὶ τῆς Ρούμελης (Ἀντίρριο) θὰ μείνουν στὰ χέρια τῶν Ὀθωμανῶν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου, δίνοντας στὰ τουρκικὰ στρατεύματα μιὰ σημαντικὴ δίοδο πρόσβασης πρὸς τὰ ἐνδότερα τῆς Πελοποννήσου.
Ἀρχὲς Ἀπριλίου ἄρχισαν νὰ κινοῦνται καὶ τὰ νησιά. Παρόλο ποὺ ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία εἶχε διείσδυση σὲ αὐτὰ παρατηρεῖται σχετικὴ καθυστέρηση στὸν ξεσηκωμό, ποὺ ὀφείλεται σὲ τοπικὲς ὀργανωτικὲς ἀλλὰ καὶ κοινωνικὲς ἰδιαιτερότητες, καὶ σὲ κάποια ἀπὸ αὐτὰ λαϊκὲς ἐξεγέρσεις προηγοῦνται καὶ ἐπισπεύδουν τὴν κήρυξη τῆς ἐπανάστασης. Στὶς 30 Μαρτίου ξεσηκώθηκε ἡ Ὕδρα ἀπὸ τὸν πλοίαρχο δεύτερης σειρᾶς Ἀντώνη Οἰκονόμου. Οἱ οἰκοκυραῖοι (πλοιοκτῆτες) ἦταν διστακτικοὶ καὶ ὁ Οἰκονόμου ἵδρυσε στὶς 31 Μαρτίου τὴ Διοίκηση, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴν ὑπάρχουσα Καγγελαρία. Στὶς 3 Ἀπριλίου ξεσηκώθηκαν ἀπὸ ντόπιους φιλικοὺς οἱ Σπέτσες καὶ ἀκολούθησαν ὁ Πόρος, ἡ Σαλαμῖνα καὶ ἡ Αἴγινα καὶ στὶς 10 Ἀπριλίου τὰ Ψαρά. Τὴν ἴδια μέρα ὁ ἀρματολὸς Γιάννης Δυοβουνιώτης μπῆκε στὴν Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα) τῆς Ρούμελης.
Στὴν Ἀττικὴ ὁ Φιλικὸς Μελέτης Βασιλείου καὶ ἄλλοι ντόπιοι μικροκαπετάνιοι ἀφοῦ στρατολόγησαν ἀγρότες καὶ χωρικοὺς γιὰ ἀρκετὲς μέρες, μπῆκαν αἰφνιδιαστικὰ στὴν Ἀθήνα στὶς 15 Ἀπριλίου, περιορίζοντας τοὺς ντόπιους μουσουλμάνους στὸ κάστρο τῆς Ἀκρόπολης καὶ τὴν ἴδια μέρα ἡ Ὕδρα κήρυξε ἐπισήμως τὴν ἐπανάσταση. Στὶς 18 Ἀπριλίου οἱ Ρουμελιῶτες ἀρματολοὶ Διάκος, Δυοβουνιώτης καὶ Πανουργιὰς μπῆκαν στὸ Πατρατζίκι (Ὑπάτη) καὶ τὴν ἴδια μέρα ξεσηκώθηκε ἡ Σάμος μὲ τὸν Φιλικὸ Λυκοῦργο Λογοθέτη.
Ἡ στρατιωτικὴ ἀπάντηση τοῦ Χουρσὶτ πασᾶ τῆς Πελοποννήσου, ποὺ βρισκόταν στὰ Γιάννενα διευθύνοντας τίς ἐπιχειρήσεις ἐναντίον τοῦ Ἀλὴ πασᾶ, προέβλεπε τὴν προσβολὴ τῆς ἐξέγερσης στὴν Πελοπόννησο μὲ τακτικὸ στρατό, πεζικὸ καὶ ἱππικό, ἀπὸ δύο μεριές: Ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπευθείας διεκπεραίωση στρατευμάτων μέσῳ Ρίου-Ἀντιρρίου καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη κάθοδο διαμέσου τῆς ἀνατολικῆς Στερεᾶς μὲ καταστολὴ τῆς ἐξέγερσης ποὺ εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἐκεῖ. Τὸ πρῶτο σκέλος τῶν στρατευμάτων ὑπὸ τὴ διοίκηση τοῦ Μουσταφάμπεη, πέρασε στὴν Πελοπόννησο πολὺ νωρὶς (6 Ἀπριλίου) καὶ ἐπιδόθηκε σὲ συστηματικὲς καταστροφὲς πόλεων ποὺ εἶχαν περιέλθει στοὺς ἐξεγερμένους. Τὸ δεύτερο σκέλος τῶν στρατευμάτων ὑπὸ τὸν Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τὸν Κιοσὲ Μεχμὲτ βρισκόταν στὴ Φθιώτιδα στὶς 19 Ἀπριλίου μὲ ἐντολὴ τὴ διενέργεια τακτικῶν ἐκκαθαριστικῶν ἐπιχειρήσεων ἀπὸ βορὰ πρὸς νότο.
Τὰ ἑλληνικὰ στρατιωτικὰ τμήματα ποὺ (μιὰ μέρα πρὶν) εἶχαν καταλάβει τὴν Ὑπάτη, ἀποφάσισαν νὰ τὴν ἐγκαταλείψουν καὶ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ὀθωμανικὴ στρατιὰ στὴν Φθιώτιδα σὲ τρία σημεῖα: Ὁ Πανουργιὰς στὴ Χαλκωμάτα, ὁ Δυοβουνιώτης στὸ Γοργοπόταμο καὶ ὁ Διάκος στὴν Ἀλαμάνα. Στὶς 24 Ἀπριλίου, ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης ἐπιτέθηκε καὶ στὰ τρία σημεῖα ταυτόχρονα. Ὁ Πανουργιὰς καὶ ὁ Δυοβουνιώτης ἀναγκάστηκαν σὲ ὑποχώρηση, ὅμως τὸ τμῆμα τοῦ Διάκου ποὺ ἀντιστάθηκε πεισματικὰ στὴ γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας σφαγιάστηκε καὶ ὁ ἴδιος συνελήφθῃ ἐπιτόπου. Λίγες μέρες ἀργότερα τὰ ἑλληνικὰ στρατιωτικὰ σώματα ἡττήθηκαν στὸ Ἐλευθεροχώρι τῆς Λαμίας. Στὶς 8 Μαΐου ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος κατάφερε πλῆγμα στὸν Ὀμὲρ Βρυώνη στὸ χάνι τῆς Γραβιάς. Μὲ 120 μαχητὲς ἀντιμετώπισε ἐπιτυχημένα ὅλη τὴν ἡμέρα τίς ὀθωμανικὲς ἐπιθέσεις προξενῶντας τους σημαντικὲς ἀπώλειες καὶ ἀποσύρθηκε τὴ νύχτα πρὸς τὰ βουνά, μὲ ἐλάχιστες δικές του ἀπώλειες. Λίγες μέρες ἀργότερα ὀθωμανικὸ στρατιωτικὸ σῶμα ἀπέτυχε νὰ καταλάβει τὰ Βλαχοχώρια τῆς Γκιώνας, ποὺ ὑπερασπίζονταν ὁ Γιάννης Γκούρας. Οἱ τελευταῖες αὐτὲς ἐπιτυχίες ἀναπτέρωσαν τὸ ἠθικὸ τῶν ἐπαναστατημένων καὶ προβλημάτισαν τοὺς Τούρκους, ποὺ ἀποσύρθηκαν προσωρινὰ στὴν Μενδενίτσα.
Στὶς 6 Ἀπριλίου εἶχε περάσει μέσῳ Ρίου στὴν Πελοπόννησο ὁ Μουσταφάμπεης, κεχαγιάμπεης τοῦ Χουρσὶτ πασᾶ, μὲ ἐντολὴ τὴν καταστολὴ τῆς ἐξέγερσης. Ἔκαψε τὴ Βοστίτσα (Αἴγιο), διάλυσε τὴν πολιορκία τοῦ Ἀκροκόρινθου, ἔκαψε τὸ Ἄργος, σύντριψε τὴν ἀντίσταση ποὺ βρῆκε στὸν ποταμὸ Ξεριά, διάλυσε τὴν πολιορκία τοῦ Ναυπλίου καὶ μπῆκε πανηγυρικὰ στὴν Τρίπολη στὶς 6 Μαΐου. Στὶς 12 Μαΐου ἐπιχείρησε μιὰ πρώτη ἀπόπειρα διάσπασης τῆς πολιορκίας τῆς Τρίπολης καὶ ἐπιτέθηκε μὲ ἰσχυρὲς δυνάμεις ἐναντίον τῶν πολιορκητῶν, στὸ Βαλτέτσι ἀπὸ βορὰ καὶ νότο. Τὴ θέση ὑπερασπίσθηκαν λυσσαλέα, στρατιωτικὰ σώματα τῶν Μαυρομιχαλαίων (Κυριακούλης, Ἠλίας καὶ Γιάννης), τοῦ Κολοκοτρώνη, τῶν Πλαπουταίων καὶ ἄλλων καπεταναίων. Τὴν ἑπόμενη ὁ Μουσταφάμπεης ἄρχισε ὑποχώρηση ποὺ ἡ ἑλληνικὴ ἀντεπίθεση μετέτρεψε σὲ ἄτακτη φυγὴ μὲ σημαντικὲς ἀπώλειες. Ἐπιζητῶντας μὲ κάθε τρόπο τὴν διάνοιξη δρόμου πρὸς τὴ Μεσσηνία ὁ Μουσταφάμπεης ἐπιτέθηκε στὶς 18 Μαΐου στὰ Δολιανὰ καὶ στὰ Βέρβαινα, ὅπου ἡττήθηκε ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στρατιωτικὰ σώματα καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος στὴν Τρίπολη. Οἱ νῖκες αὐτές, ποὺ ὀφείλουν πολλὰ στὴν ἐπιμονή, τὴν μεθοδικότητα ἀλλὰ καὶ τίς στρατηγικὲς ἱκανότητες τοῦ Κολοκοτρώνη (ἀρχιστράτηγος ἀπὸ τίς ἀρχὲς Μαΐου), ἐπέτρεψαν τὴν στενότερη πολιορκία τῶν φρουρίων, στὰ ὁποῖα ἄρχισαν νὰ σημειώνονται ἐλλείψεις τῶν ἀναγκαίων ἀφοῦ ὁ ἑλληνικὸς στόλος εἶχε ἤδη περιορίσει μὲ τὴ δραστηριότητά του, την ἀπὸ θάλασσα τροφοδοσία τους.
Στὶς πρῶτες του ἐξόδους καὶ περιπολίες τὸν Ἀπρίλιο, ὁ ἑλληνικὸς στόλος κυρίεψε ἀρκετὰ πλοῖα καὶ μαζεύτηκαν μεγάλες ποσότητες ἀπὸ λάφυρα. Ἡ θέα τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου μὲ τὴν ἐπαναστατικὴ σημαία, βοηθοῦσε νὰ ξεσηκωθοῦν νησιὰ ἢ παραθαλάσσιες περιοχὲς ποὺ δὲν εἶχαν μέχρι τότε ξεσηκωθεῖ καὶ τὰ πληρώματα τοῦ στόλου δὲν δίσταζαν νὰ βγοῦν ὁπλισμένα στὴ στεριὰ καὶ νὰ συμμετέχουν σὲ ἐπιχειρήσεις. Σημαντικὴ ἦταν ἡ συμβολὴ τοῦ στόλου καὶ στὸν ἀπὸ θαλάσσης ἀποκλεισμὸ καὶ κανονιοβολισμὸ τῶν φρουρίων ποὺ πολιορκοῦνταν (Ναύπλιο, Μονεμβασία).
Στὶς 7 Μαΐου ἐπαναστάτησαν μὲ πρῶτο τίς Μηλιές, τὰ Εἰκοσιτέσσερα (τὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου) τῆς Θεσσαλίας, ὅπου ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν περιοχὴ Φιλικὸς Ἄνθιμος Γαζὴς εἶχε προετοιμάσει τὸ ἔδαφος ἀπὸ νωρὶς μὲ σημαντικὴ ἐθνεγερτικὴ δράση καὶ ἐπαφὲς μὲ τοὺς ντόπιους ἀρματολοὺς Μπασδέκηδες (Κυριάκο καὶ Παναγιώτη). Οἱ ἰσχυροὶ προεστοὶ (κοτζαμπάσηδες) ἦταν πολὺ ἀρνητικοὶ στὴν ἰδέα τῆς ἐπανάστασης, ὅμως ὅταν ἐμφανίστηκαν ἀπὸ τὸ Τρίκερι τρία πλοῖα τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου, ὁ λαὸς δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ συγκρατηθεῖ. Στὶς 9 Μαΐου οἱ ἐπαναστάτες ἀπὸ ὅλα τὰ χωριὰ μαζεύτηκαν ἔξω ἀπὸ το Βόλο καὶ πολιόρκησαν τοὺς Ὀθωμανοὺς ποὺ κλείστηκαν στὸ φρούριο τῆς πόλης. Στὴν πολιορκία βοήθησαν καὶ τὰ ἑλληνικὰ πλοῖα καὶ πληρώματα. Στὶς 11 Μαΐου οἱ ἐπαναστάτες μπῆκαν στὸ Βελεστίνο (οἱ Ὀθωμανοὶ κλείστηκαν στοὺς 4 ἰσχυρότερους πύργους) καὶ ἐκεῖ μαζεύτηκαν τὴν ἴδια μέρα ἀντιπρόσωποι ἀπὸ τὰ ἐπαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε ἐπίσημα ἡ ἐπανάσταση καὶ συστάθηκε ἡ Βουλὴ τῆς Θετταλομαγνησίας, μὲ πρόεδρο τὸν Ἄνθιμο Γαζὴ καὶ γραμματέα τὸν Φίλιππο Ἰωάννου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου