(1821)
[Οἱ ὑπερήφανοι, γενναῖοι καὶ σκληροί Ἀλβανοί τοῦ Λάλα, τερπνής πολίχνης ἐπί τοῦ ὅρους Φολόης (ἐν τῶ νῦν δήμω Ὀλυμπίων τῆς Ἠλείας), οἱ ἀπηνῶς καταδυναστεύοντες τοῦς περιοικοῦντας Ἕλληνας, πολιορκηθέντες ὑπό τρισχιλίων περίπου Πελοποννησίων καὶ Ἐπτανησίων, κατόρθωσαν τὴν 22 Ἰουνίου 1821, προσελθόντος εἰς ἐπικουρίαν αὐτῶν τοῦ Ἰουσοῦφ πασᾶ τῶν Πατρῶν μετά 700 ἱππέων, νὰ διασωθῶσι μετά τῶν οἰκογενειῶν τῶν εἰς Πάτρας. Κατά τὴν ἀναχώρησιν τῶν ἐνέπρησαν τὴν πολίχνην καὶ τὰ πλεῖστα τῶν δυσμετακομίστων πραγμάτων αὐτῶν, ὥστε ἐλάχιστα ἀπέμειναν πρὸς λαφυραγωγίαν εἰς τοῦς εἰσελθόντας ὕστερον εἰς τοῦ Λάλα Ἕλληνας, πάντως δὲ πολύ ὀλίγαι θὰ ἠχμαλωτίσθησαν Λαλιώτισσαι, ὤν τὰ παθήματά διατραγωδεῖ τὸ κάτωθι:
Τοῦ Λάλα μὲ τὰ κρύα νερά, μὲ τοῖς βαρειαῖς κυράδες,
μὲ τοῖς τραναῖς ἀρχόντισσαις, τοῖς καλομαθημέναις,
ποῦ δὲν καταδεχόντανε τὴ γῆς νὰ τὴν πατήσουν,
πoφόρηγαν χρυσά σκουτιά καὶ κόκκινα σαλβάρια,
καὶ τώρα πῶς κατάντησαν κοπέλλαις ‘ς τοῦς ραγιᾶδες!
Φέρνουν βαρέλια μὲ νερό καὶ ξύλα ζαλωμέναις,
νάχουν οἱ Ἕλληνες νερό, φωτιά νὰ πυρωθοῦνε.
Καὶ ἡ μία τὴν ἄλλη ἒλεγανε καὶ ἡ μία τὴν ἄλλη λένε.
Τί νὰ 'ν' κεῖνα ποῦ φαίνονται, τί νὰ 'ν' εκεῖνα π' ἐρχώνται;
Μηνᾶ ειν' μπαϊράκια τούρκικα, μὴν τά στεῖλε ὁ πασᾶς μας;
Δὲν εἶν' μπαϊράκια τούρκικα, δὲν τὰ στεῖλε ὁ πασᾶς μας,
παρά εῖν' μπαϊράκια κλέφτικα, κ' εἶναι τῶν Πλαπουταίων".
κλαῖνε μανοῦλαις γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τοῦς ἄντρες, κλαίει καὶ μιὰ χανοῦμισσα γιὰ τὸ μοναχογιό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου