ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ
[Οἱ τέσσαρες υἱοί του Λάζου (Λαζαῖοι, ἡ τα Λαζόπουλα) Τόλιας, Χρῆστος, Νῖκος καὶ Κώστας, ἁμαρτωλοί του Ὀλύμπου, εἶχον μετάσχη μὲν της ἐπαναστάσεως του 1807, ἀλλὰ μετά την καταστολήν ταύτης ἀποταχθέντες, οἱ μὲν τρεῖς παρέμενον ἐν Ραψάνη, ὁ δὲ Κώστας ἐκρατεῖτο ὑπὸ του Ἀλή πασᾶ εἰς τα Ἰωάννινα ὥς ὅμηρος. Ὅτε δὲ κατά το 1812 ἀνέλαβε το πασαλίκιον της Θεσσαλίας ὁ λιός του Ἀλή Βελή πασᾶς, προέβη εἰς καταδίωξιν πάντων τῶν παλαιῶν ἀρματολῶν καὶ των κλεφτῶν, φόνευσε τους ἐν Ραψάνη Λαζαίους (ὁ ἐν Ἰωαννίνοις Κώστας φονεύθη μικρόν ὕστερον ὑπὸ του Ἀλή), τας δὲ οἰκογενείας τῶν ἀπήγαγεν εἰς Τίρναβον, ἥρπαοε δὲ διὰ το χαρέμι του την γυναῖκα του Κώστα.]
Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στὴ τὴ ράχη,
τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει καὶ λέει:
Τι είν’ το κακό ποὺ πάθαμε οἱ μαῦροι οἱ Λαζαῖοι;
Μας χάλασε ὁ Βελή πασᾶς, μας ἔκαψε τα σπίτια,
μας πῆρε τοῖς γυναῖκες μας, μας πῆρε τα παιδιά μας,
στον Τούρναβο τοῖς πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.
Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ ὀπίσω οἱ συννυφάδες,
κι’ ὀπίσω ὀπίσω ἡ Κώσταινα με το παιδί στο χέρι,
σά μῆλο, σὰ τριαντάφυλλο, σὰ νερατζιά κομμένη.
Βγαίνουν κυράδες την τηροῦν ἀπὸ τα παραθύρια.
«Ποιαῖς είν’ αὐταίς ὀπόρχουνται στην Πόρτα, στο Σαράϊ;
-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηρᾶτε;
Ἐμεῖς εἶμεστε κλέφτισαις, γυναῖκες τῶν Λαζαῖων.»
Βελή πασᾶς ἀγνάντευε, στέκει καὶ τοῖς ρωτάει.
"Γυναῖκες, πού ειν' οἱ ἄντροι σας κ' οἱ καπιταναραῖοι;
-Εἶναι ψηλά 'ς τον Ἔλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.
-Πᾶρτε ταῖς τρεῖς φλακώστε ταις, βάλτε ταῖς 'ς το μπουντροῦμι,
την Κώσταινα την ὄμορφη φέρτε την στο χαρέμι.
-Ἁφές μ', ἀφέντη μ', ἄφες με, δύο λόγια νὰ σου κρίνω,
νὰ γράψω μία πικρή γραφή στον καπετάνιο Κώστα.
"Ἐσὺ, Κώστα μου στον Ἕλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια,
κ' η Κώσταινα στον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου