Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ,


ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ   


Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ

Στό πολύστιχο αὐτὸ ποίημα, ὁ ἥρωας περιπλανιέται σὰν ἕνας ἄλλος Ὀδυσσέας σε χῶρες καὶ τόπους καὶ καταγράφει τις ἐντυπώσεις του. Το ἀπόσπασμα ποῦ ἐξακολουθεῖ προέρχεται ἀπὸ το δεύτερο Ἆσμα καὶ ἀναφέρεται στὴν ἐπισκέψη του στὴν Ἑλλάδα. Η σύγκριση ἀνάμεσα στὴν ἔνδοξη ἀρχαιότητα καὶ στὸν ὑπόδουλο ἑλληνισμό προκαλεῖ στὸν ποιητή συναισθήματα νοσταλγίας, λύπης καὶ ὀργῆς. Το ἔργο αὐτὸ ἐπηρέασε τους Εὐρωπαίους καὶ τους Ἀμερικανούς καὶ συνέβαλε στὴν ἐνίσχυση του φιλελληνισμοῦ, ποῦ τόσο βοήθησε την ἑλληνική ἐπανάσταση. Ὁ Μπάυρον διέθεσε την περιουσία ἀλλὰ καὶ τὴ ζωή του στὸν ἀγῶνα γιὰ την ἐθνικὴ μας ἀπελευθέρωση καὶ πέθανε στὸ Μεσολόγγι το 1824. Στὶς στροφές ποῦ ἐξακολουθοῦν ὁ ἥρωας ἀνάμεσα στοὺς στύλους του Ὀλυμπίου Διός ἀτενίζει την Ἀκρόπολη καὶ κάνει πικρές σκέψεις γιὰ τὴ φθορά του χρόνου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ λεηλασία των μνημείων ἀπὸ το λόρδο Γέλωσιν.
(Ἐλγίνεια) Μάρμαρα [πηγή: Βικιπαίδεια]

Ἐδῶ, στὴν πέτρα τὴ βαριά, τώρα ἄς καθίσω μόνος·
σε μαρμαρένιο κι ἄσειστον ἀκόμα στυλοβάτη,
ἐδῶ ποῦ ὁ παντοδύναμος καί διαλεχτός σου θρόνος
ἦταν, του Κρόνου ὦ Ὀλύμπιε γιέ, ψάχνοντας δῶθε κάτι
πάντα κανείς ἀπ' το κρυφό το μεγαλεῖο θὰ βρεῖ.
Ὦ ἀπίστευτο· μήδε κι αὐτὸ της φαντασίας το μάτι
δὲν πλάθει ὁ,τι με κάματο* λές σβῆσαν οἱ καιροί.
Μὰ οἱ στῦλοι οἱ περήφανοι δὲ θὲν ἀπ' το διαβάτη
κἂν νὰ στενάξει· πάνω τους ὁ Τοῦρκος ξαποσταίνει*
με δίχως ἔννοια, κι ὁ Ρωμιός σφυρίζει καὶ διαβαίνει.

Μ' ἀπ' ὅλους ὅσους το Ναό κουρσέψαν κεῖ ψηλά,
ὅπου ἡ Παλλάδα ἴσαμε* χτὲς λημέρευε μονάχη,
πονῶντας καὶ μὴ θέλοντας ν' ἀφήσει τα στερνά
της δύναμής της λείψανα· σὰν ποῖα πατρίδα νά 'χεῖ
γραφτό ἦταν ὁ ὑστερότερος στὴ φαύλην ἁρπαγῆ;
Καληδονία*, κοκκίνισε, γιατί εἶχε μάνα ἐσένα.
Ἀγγλία, δόξα σου, πού ἐσὺ δὲν εἶχες τέτοια γέννα,
τι δὲν ἀγγίζει ἐλεύθερο παρά ὅποιος σκλαβοβγεῖ.
Καὶ ὅμως ἐβιάσαν καὶ ἔφεραν κάθε ἱερὸ θλιμμένο
πα σε γιαλό πολύν καιρόν ἀποτροπιασμένο.

Oι Πίκτοι* νὰ καὶ σήμερα τι θε ν' ἀφήσουν χνάρια
περήφανα· ρημάγματα ναούς καὶ Παρθενῶνες,
ποῦ σεβάστηκαν Βάνδαλοι, Γότθοι, Τουρκιά κι αἰῶνες.
Ὦ της Ἀθήνας τα στερνά παντέρμα ἀπομεινάρια!
Ὅσοι ν' ἁρπάξουν σκέφτηκαν ἀπ' τὴ γαλάζια χώρα,
μοιάζει η καρδιά τους η στεγνή το στέρφο* τους κεφάλι,
στοὺς βράχους της πατρίδας τους ποῦ κόβουν τ' ἀκρογιάλι.
Καὶ, ωιμέ, προστάτες ἀχαμνοί* μπρὸς στούς βωμούς της τώρα,
νὰ, τα παιδιά της, ποῦ ὁ καημός της μάνας τους σπαράζει
τα σίδερά τους νιώθοντας με πιὸ πικρό μαράζι.

Τώρα, το κρένει Βρετανός, ποῖος το 'λπιζε, στοχάσου,
πῶς ἡ Ἀλβιόνα* ἔχει χαρές στῶν Ἀθηνῶν το κλάμα.
Μὰ οἱ σκλάβοι κι ἄν τους σπάραξαν, ὡιμέ! με τ' ὄνομα σου,
μὴ στὴν Εὐρώπη, εἶναι ντροπή, μὴν πεῖς το ἀνόσιο δρᾶμα.
Η ρήγισσα του πέλαγου, η ελεύθερη η Αγγλία,
ἀπὸ τὴ ματωμένη τους πατρίδα νὰ ξεσπᾶ
τ' ἀπομεινάρια τα στερνά ποῦ ἄνθιζαν στὰ μνημεῖα.
Ναὶ, διαφεντεύτρα εὐγενική ποῦ ὁ κόσμος ἀγαπᾶ,
με χέρι στρίγγλας ρήμαξες συντρίμμια, ποῦ καὶ χρόνια
καὶ τύραννοι σεβάστηκαν, μ' ἀγάπη ἡ ζηλοφθόνια.

Ἡ αἰγίδα* σου ἡ θαυματουργή ποῦ ξάφνιασε στὴ στράτα
τον θεριωμένο Ἀλάριχο*, Παλλάδα*, τι ἔχει γίνει;
Τι του Πηλέα γίνηκεν ὁ γιὸς*, ποῦ τον ἐκράτα
του κάκου ὁ Ἄδης σκλάβο του, καὶ ποὺ τὴ μέρα ἐκείνη
πετάχτη ἡ σκιά του πάνοπλη στὸ φῶς· μὴ δὲν μποροῦσε
ξανά ν' ἀφήσει ὁ Πλούτωνας* τον ἥρωα νὰ βγεῖ,
νὰ σκιάζει* κι ἄλλον ἅρπαγα μπροστά στὴν ἁρπαγῆ!
Ὦ! μπρος στῇς Στύγας* τις ὄχθες ἀνέμελα γυρνοῦσε
κι ἀφήκεν ἀπροστάτευτες, τὴ μαύρη ἐκείνην ὥρα,
μετόπες ποῦ διαφέντευεν εἰκόσι αἰῶνες τώρα.
Θεόδωρος Βρυζάκης, «Ἡ ὑποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στὸ Μεσολόγγι»

Ὦ! εἶναι ἀπὸ πέτρα ὅποιος γιὰ σε δὲ νιώθει, ὡραία Ἑλλάδα,
ὁ,τι ἐραστὴς ὅπου θεωρεῖ μπρὸς του νεκρή ἐρωμένη,
κι ἀναίσθητη ἔχει την καρδιά ποῦ ἀβούρκωτη* ἀπομένει,
μετόπες, τείχη καὶ βωμούς βλέποντας σκόνη, ἀράδα
νὰ σου τα γδύνουν Βρετανοί, ποῦ θὰ 'πρέπε ταμένοι
νὰ στέκουν φυλακάτορες στὰ λείψανα τεμένη*.
Ἀνάθεμα τὴ τὴ στιγμή κουρσάροι ποῦ ἀρμενίζαν
ἀπ' το νησί τους, κι ἔσκιζαν τα στήθη σου ξανά
τα πληγωμένα, ἁρπάζοντας νὰ πᾶν στὰ βορινά
καὶ μισητά τους κλίματα, θεούς ποῦ ἀνατριχιάζαν.

Λ. Μπάυρον,

Δεν υπάρχουν σχόλια: