Ἡ μάχη τοῦ Μαραθῶνα, ποῦ κατά πᾶσα πιθανότητα διεξήχθη τὴν 11η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 490 π.Χ., ὑπήρξε ἡ πρώτη ἀπό συνολικὰ τρεῖς μάχες, ὅπου οἱ Ἀθηναῖοι νίκησαν τον κατά πολύ μεγαλύτερο στρατό καὶ τὸ ναυτικό τῶν Περσῶν, μὲ μικρή μόνον ὑποστήριξη ἀπὸ ἄλλες ἑλληνικές πόλεις. Μὲ τίς νίκες αὐτές ἀναχαιτίστηκε ἡ πρώτη ἀπόπειρα μιᾶς φιλόδοξης ἀσιατικῆς εἰσβολῆς στὴν Ευρώπη καὶ συγχρόνως τέθηκαν τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς Ἀθήνας ὥς κυρίαρχης δύναμης. Ἡ μάχη τοῦ Μαραθῶνα ὑπήρξε, σχετικά μὲ τὸ ἀποτέλεσμα της, ἡ πιὸ ασήμαντη, ἐπειδή δὲν ὁδήγησε σὲ καμιά πολιτική ἀπόφαση.
Χρονογράφος της εἶναι ὁ Ἠρόδοτος, ποῦ περιγράφει τα γεγονότα με πατριωτικό ὕφος. Ὅταν ἔγραφε τὴν ἱστορία του, εἶχαν περάσει ἤδη πάνω ὑπό 40 χρόνια ἀπό τὴ μάχη καὶ στὸν ἑλληνικό κόσμο εἶχαν ἐπέλθει τεράστιες ἀλλαγὲς. Ὁ Μιλτιάδης, ἕνας ἀπὸ τοῦς «πατέρες τῆς νίκης», εἶχε πεθάνει καὶ δὲ γνωρίζουμε ἀν ὁ Ἠρόδοτος κατόρθωσε να μιλήσει με αὐτόπτες μάρτυρες ποῦ εἶχαν λάβει μέρος στὴ μάχη.
Μετά ἀπό 560 χρόνια, ὁ Παυσανίας μπόρεσε νὰ θαυμάσει καὶ νὰ περιγράψει τὸ μνημεῖο τῆς μάχης στὴν ποικίλη Στοά καὶ νὰ ἀναφέρει ὅτι «στὸ πεδίο τῆς μάχης ἀκούγονταν κάθε νύχτα χρεμετίσματα ἵππων καὶ ἄνδρες νὰ μάχονται» στὸν Μαραθῶνα.