Στὴ κορυφὴ τοῦ ὄρους Ζάλογγο, ἐξελίχθηκαν γεγονότα τὰ ὁποῖα εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα μιὰ ὁμάδα Σουλιωτισσῶν μὲ τὰ παιδιά τους νὰ ἀποφασίσουν νὰ πεθάνουν ἐλεύθερες παρὰ νὰ πέσουν στὰ χέρια τῶν Τουρκαλβανῶν. Ἐπέλεξαν λοιπόν, μὲ μία πράξη αὐτοθυσίας, νὰ πέσουν ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ "ἐν χορῷ" καὶ τραγουδῶντας, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Σουλεϊμὰν ἀγᾶς, Ἀλβανὸς ἀξιωματικός, περίλυπος μάρτυρας αὐτῆς τῆς ἀξιομνημόνευτης τραγωδίας- ἀντὶ νὰ ἀτιμαστοῦν στὸν αἰώνιο ἐχθρό τους.
Στὰ τέλη τοῦ 1803 ὁ Ἀλὴ Πασᾶς θέλησε νὰ ἐξοντώσει τοὺς Σουλιῶτες γι'αὐτὸ τὸ λόγο τους πολιόρκησε στενὰ καὶ τοὺς ἐξανάγκασε νὰ συνθηκολογήσουν στὶς 12 Δεκεμβρίου 1803. Ὁ βασικὸς ὅρος τῆς συμφωνίας, ποὺ δὲν τηρήθηκε ὅμως, ἦταν νὰ ἐκκενώσουν τὰ χωριά τους οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. Στὶς 16 Δεκεμβρίου οἱ Σουλιῶτες χωρίστηκαν σὲ τρεῖς φάλαγγες ἀφήνοντας πίσω τους τὴν πατρογονικὴ γῆ.
Δύο ἡμέρες ἀργότερα, ἡ τρίτη φάλαγγα, ποὺ κατευθυνόταν νότια, δέχθηκε ἐπίθεση στὸ Ζάλογγο ἀπὸ πολυάριθμο σῶμα Τουρκαλβανῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σφοδρῆς σύγκρουσης ποὺ ἀκολούθησε, μία ὁμάδα Σουλιωτῶν ἐγκλωβίστηκε ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ἀνάμεσά τους καὶ περίπου 60 γυναῖκες. Μία ὁμάδα ἀπὸ Σουλιώτισσες (22 ἕως 57), προκειμένου νὰ μὴ συλληφθοῦν ζωντανὲς ἀπὸ τοὺς Τουρκαλβανοὺς ποὺ τίς πολιορκοῦσαν στὸ Ζάλογγο, στήνουν κυκλικὸ χορὸ καὶ στὴ συνέχεια ρίχνονται στὸν γκρεμὸ μὲ τὰ παιδιά τους.
Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία αὐτή, οἱ γυναῖκες «πιάστηκαν ἀπὸ τὰ χέρια κι ἄρχισαν ἕνα χορό, ποὺ τὰ βήματά του τὰ κινοῦσε ἕνας ἀσυνήθιστος ἡρωισμὸς καὶ οἱ ἀγωνία τοῦ θανάτου τόνιζε τὸ ρυθμό του... Στὸ τέλος τῶν ἐπωδῶν, οἱ γυναῖκες βγάζουν μία διαπεραστικὴ καὶ μακρόσυρτη κραυγή, ποὺ ὁ ἀντίλαλός της σβήνει στὸ βάθος ἑνὸς τρομακτικοῦ γκρεμοῦ, ὅπου ρίχνονται μαζὶ μὲ ὅλα τὰ παιδιά τους».
Ὁ Πρῶσος διπλωμάτης καὶ περιηγητὴς Γιάκοπ Μπαρτόλντι εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ κατέγραψε τὸ γεγονὸς ἐνῶ βρισκόταν στὰ Ἰωάννινα, χωρὶς νὰ ἀναφέρεται στὸ χορό. Ὁ ἀγωνιστὴς τοῦ '21 καὶ ἀπομνημονευματογράφος Χριστόφορος Περραιβὸς εἶναι ὁ πρῶτος 'Ἑλληνας συγγραφέας, ποὺ ἀναφέρεται στὸ Χορὸ τοῦ Ζαλόγγου στὴ δεύτερη ἔκδοση τῆς «Ἱστορίας τοῦ Σουλίου καὶ τῆς Πάργας» (1815). Ὡστόσο, στὴν ἔκδοση τοῦ 1857 δὲν κάνει ἀναφορὰ σὲ χορό.
Τὸ 1888 ὁ Συριανὸς λόγιος καὶ ἱστορικὸς Περικλῆς Ζερλέντης διατύπωσε ἐπιφυλάξεις καὶ ἀμφιβολίες γιά το χορὸ τοῦ Ζαλόγγου, ὕστερα ἀπὸ ἔρευνα, χωρὶς ὅμως νὰ ἀμφισβητεῖ τὸ γεγονός. Ὁ φιλόλογος Ἀλέξης Πολίτης, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης, ὑποστήριξε σὲ ἄρθρο του στὸ περιοδικὸ «Ὁ Πολίτης» (2005), ὅτι τραγούδι, ποὺ συνόδευε τὸ χορό, τὸ πασίγνωστο «Ἔχε γεια καημένε κόσμε» ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ μόλις τὸ 1908.
Τὸ ἔτος αὐτὸ ὁ συγγραφέας τῆς "Γκόλφως", Σπυρίδων Περεσιάδης παρουσίασε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ θεατρικὸ ἔργο «Ὁ Χορὸς τοῦ Ζαλόγγου», ποὺ διαδόθηκε εὐρύτατα στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, μέσα ἀπὸ παραστάσεις ἐρασιτεχνικῶν τοπικῶν θιάσων.
Ἡ περίπτωση τοῦ Ζαλόγγου προκάλεσε ἰδιαίτερη συγκίνηση καὶ θαυμασμό.