Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Χειμάρρας, 22 Δεκεμβρίου 1940
Πλησίαζαν τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1940 καὶ ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς στὴν παράλια ζώνη τοῦ μετώπου, στὸν ἑλληνοιταλικὸ πόλεμο, φαινόταν πὼς εἶχε καθηλωθεῖ στὸ μουσουλμανικὸ χωριὸ Μπόρσι, λίγα χιλιόμετρα πρὶν ἀπὸ τὴν Χειμάρρα. Οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν ὀχυρώσει καὶ εἶχαν καταστήσει σχεδὸν ἀπόρθητο τὸ βουνὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Κηπαρό. Ὁ ὀρεινὸς αὐτὸς ὄγκος ἔστεκε σὰν τεῖχος μπροστὰ στὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις καὶ ἐμπόδιζε τὴν προέλασή τους. Οἱ ἑλληνικὲς ἐπιθέσεις εἶχαν ἀποβεῖ ἄκαρπες. Τὰ Ἰταλικὰ πολυβόλα χάρη στὴν εὐνοϊκὴ θέση ποὺ κατεῖχαν, θέριζαν τὰ πάντα μπροστά τους. Τότε παρουσίασαν στὸν διοικητὴ μιὰ λεβέντισσα Κηπαριώτισσα ποὺ εἶχε ἔλθει κρυφὰ ἀπὸ τὸ Κηπαρὸ καὶ ζητοῦσε νὰ τὸν δεῖ. «Μπορῶ νὰ σᾶς περάσω ἀπὸ ἕνα μονοπάτι πίσω ἀπὸ τίς γραμμὲς τῶν Ἰταλῶν» του λέει. Ὁ διοικητὴς τὴν κοίταξε στὴν ἀρχὴ μὲ καχυποψία, μπορεῖ νὰ εἶναι παγίδα, σκέφτηκε. Ὅμως κάτι μέσα του, τοῦ ἔλεγε πὼς μποροῦσε νὰ ἐμπιστευθεῖ τὴν γυναῖκα αὐτή.
Διέταξε τότε μιὰ διμοιρία νὰ ἑτοιμαστεῖ καὶ ὅταν πέσει τὸ σκοτάδι νὰ ἀκολουθήσει τὴν γυναῖκα. Στὴν ἀρχὴ οἱ στρατιῶτες μὲ τὴν γυναῖκα μπροστά, κατευθύνθηκαν μέσα ἀπὸ τὸν πυκνὸ ἐλαιῶνα πρὸς τὴν παραλία ὅπου ἡ ἀπόκρημνη ἀκτογραμμὴ ἐμπόδιζε τὴν ὁρατότητα τῶν Ἰταλῶν. Ἔτσι βαδίζοντας ἀκροβολιζόμενοι συνέχεια παραλιακὰ ἀπὸ τὸ Πρωτοπάπι τοῦ Κηπαροῦ, φθάσανε σὲ ἕνα σημεῖο ἀπὸ ὅπου ἀρχίσανε νὰ ἀνεβαίνουν μέσα ἀπὸ ἕνα δύσβατο μονοπάτι. Κάποια στιγμὴ φτάσανε ἀκριβῶς πίσω ἀπὸ τίς γραμμὲς τῶν Ἰταλῶν. Μέσα στὴν σιωπὴ τῆς νύχτας, ξαφνικὰ οἱ Ἰταλοὶ ἀκοῦνε μεταλλικοὺς κρότους πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τους. Ἦσαν οἱ ἑλληνικὲς ξιφολόγχες ποὺ ἔμπαιναν στὰ ὅπλα. Ἀμέσως, πρὶν προλάβουν νὰ ἀντιδράσουν ἀκοῦνε τὴν ἰαχὴ «ἀέρα» καὶ τοὺς πρώτους πυροβολισμούς. Ἔντρομοι σήκωσαν τὰ χέρια, κάποιοι ἔπεσαν στὰ γόνατα καὶ ἱκέτευαν γιὰ τὴν ζωή τους. Ἔτσι ἔπεσε ἡ γραμμὴ ἄμυνας τῶν Ἰταλῶν καὶ ἄνοιξε ὁ δρόμος γιὰ τὴν Χειμάρρα. Ἡ ἀτρόμητη Κηπαριώτισσα ὀνομαζόταν Ἀναστασία Σάββα. Τὰ ἐγγόνια της ζοῦν καὶ τώρα στὸ Κηπαρό, κάποιες φορὲς διηγοῦνται τὴν ἡρωικὴ πράξη τῆς γιαγιᾶς τους.
Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς μπῆκε στὶς 22 Δεκεμβρίου στὴν Χειμάρρα καὶ γνώρισε ἀποθεωτικὴ ὑποδοχή. Οἱ γαλανόλευκες βγῆκαν στὰ παράθυρα καὶ στὰ μπαλκόνια, ὁ κόσμος ξεχύθηκε γιὰ νὰ ἀγκαλιάσει τοὺς στρατιῶτες καὶ γιὰ τὰ τοὺς προσφέρει ὅτι μποροῦσε. Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1940 ἔμειναν ἀξέχαστα στοὺς Χειμαρριῶτες,
Τότε ἡ γραμμὴ τοῦ μετώπου ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὸν Σκουταρά, στὰ βόρεια τῆς Χειμάρρας μέχρι τὴν κορυφὴ Αὐγὸ τῶν Ἀκροκεραυνείων. Ταυτόχρονα ἄλλες δυνάμεις ἀπὸ τὸ Μπόρσι προωθήθηκαν πρὸς τὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Σουσίτσα καὶ ἐγκατέστησαν τὸ στρατηγεῖο στὸ χωριὸ Κούτσι. Ἐκεῖ ψηλὰ στὰ Ἀκροκεραύνεια, στὰ χιόνια, ὁ στρατός μας πέρασε ὅλον τὸν χειμῶνα τοῦ 1940-41 καὶ ἐπιβίωσε μέσα σὲ σκαμμένα λαγούμια στὴν πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ μέσα στὰ λαγούμια δημιουργήθηκαν τὰ πάντα. Κοιτῶνες, μαγειρεῖο, ἰατρεῖο, διοικητήριο, ἀποθῆκες καὶ ὅτι ἄλλο χρειαζόταν. Σὲ ἐλάχιστη ἀπόσταση στὴν ἀπέναντι πλαγιά, στὸ «Μεσημέρι» ἦσαν οἱ Ἰταλοί. Μέσα στὴν νύχτα ἀκούγονταν καὶ κάποιοι νὰ φωνάζουν πρὸς τοὺς Ἰταλοὺς διάφορα, ὅπως «Ρὲ φρατέλι, πάλι μακαρόνια τρῶτε». Τὸ μέτωπο αὐτὸ ἄντεξε τὴν ἐαρινὴ ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν καὶ ἄρχισε νὰ ὀπισθοχωρεῖ μόνο μετὰ τὴν γερμανικὴ ἐπίθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου