Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Περί ἐλευθερίας στόν ἄνθρωπο

Περί ἐλευθερίας στόν ἄνθρωπο
Ἀποτέλεσμα εἰκόνας γιά προμηθεας στον βαθμό πού ζοῦμε θεῖα-νοητικά, δηλ. κατά φύσιν, καί ἀφοῦ ἡ φύση μας ἔχει καθοριστεῖ ἐκ τοῦ θείου νόμου τοῦ Πηγαίου & νοητικοῦ Πατέρα Διός, καί ἀφοῦ ὁ Ἰεροκλής λέγει ἀφενός ὅ,τι: ε   ἐλευθερίας στον ἄνθρωπο


Στόν βαθμό πού ζοῦμε θεῖα-νοητικά, δηλ. κατά φύσιν, καί ἀφοῦ ἡ φύση μας ἔχει καθοριστεῖ ἐκ τοῦ θείου νόμου τοῦ Πηγαίου & νοητικοῦ Πατέρα Διός, καί ἀφοῦ ὁ Ἰεροκλής λέγει ἀφενός ὅ,τι:

Αποτέλεσμα εικόνας για προμηθεασ

 :«Νόμος εἶναι ὁ δημιουργικὸς νοῦς καὶ ἡ θεία βούληση ἡ ὁποία παράγει αἰωνίως τὰ πάντα καὶ τὰ διατηρεῖ γιὰ πάντα. Ἔννομη τάξη εἶναι αὐτὴ ποὺ εἰσήχθῃ στοὺς ἀθάνατους θεοὺς ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ δημιουργὸ τοῦ σύμπαντος καὶ κάνει ἀνάμεσά τους ἄλλους πρώτους καὶ ἄλλους δεύτερους. Γιατί, ἂν καὶ ἔλαβαν τὴν κορυφὴ τοῦ λογικοῦ κόσμου ὡς συνόλου, ὅμως διαφοροποιοῦνται μεταξύ τους καὶ κάποιοι εἶναι πιὸ θεϊκοὶ ἀπὸ ἄλλους. Ἔνδειξη τῆς ἀνωτερότητας καὶ τῆς κατωτερότητάς τους ὡς πρὸς τὴν οὐσία τους εἶναι ἡ σειρὰ τῶν οὐρανίων σφαιρῶν, ποὺ καθεμία ἔλαβε τὴ θέση της ἀνάλογα μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ δύναμή της, ὥστε ὁ νόμος νὰ στηρίζεται στὴν οὐσία τους καὶ ἡ σειρὰ νὰ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν ἀξία τους.
[1] Γιατί δὲν ἔλαβαν

ὑπόσταση ὅπως νά 'ναι καὶ κατόπιν διακρίθηκαν, ἀλλὰ ἦρθαν στὴν ὕπαρξη μὲ τάξη, ἀποτελῶντας διαφορετικὰ μέρη μέσα στὸν οὐρανὸ σὰν μέσα σὲ ἕναν ζωντανὸ ὀργανισμὸ καὶ διατηρῶντας τὴν τακτοποιημένη σχέση ποὺ ἔχουν μεταξύ τους κατὰ τὴν διαφοροποίησή τους ὡς πρὸς τὸ εἶδος καὶ κατὰ τὴν ταυτόχρονη συνάφειά τους, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ ποτὲ νὰ νοηθεῖ κάποια ἀνταλλαγῇ τῆς θέσης τους, ἐκτὸς καὶ ἂν συνοδεύεται μὲ καταστροφὴ τοῦ σύμπαντος, ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβεῖ, ὅσο τὸ πρῶτο αἴτιό τους εἶναι ἐντελῶς ἀμετάβλητο καὶ ἀμετάτρεπτο καὶ ἔχει τὴν οὐσία του ἴδια μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ καὶ τὴν ἀγαθότητα ὄχι ὡς κάτι ἐπίκτητο ἀλλὰ αὐθυπόστατη καὶ λόγῳ αὐτῆς ὁδηγεῖ τὰ πάντα πρὸς τὸ Εὖ Εἶναι.»[2]

καὶ ἀφετέρου ὅ,τι:

«Ποιός εἶναι ὁ νόμος καὶ ἡ τιμὴ ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ; Ἄς ποῦμε πάλι ὅτι ὁ νόμος εἶναι ἡ ἀμετάτρεπτη καὶ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ θεοῦ, ἡ γεννῶσα τὰ θεῖα γένη καὶ τακτοποιοῦσα ἀΐδίως καὶ ἀμεταβλήτως τὰ θεϊκὰ γένη, ἐνῶ ἡ τιμὴ ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὸν νόμο εἶναι ἡ γνώση τῆς οὐσίας ὅσων τιμῶνται καὶ ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν ἐξομοίωση μαζί της. Γιατί αὐτὸ ποὺ θαυμάζει κανείς, τὸ μιμειται κιόλας, ὅσο εἶναι δυνατὸν σὲ αὐτόν, καὶ τιμᾷ ἐκεῖνον ποὺ δὲν χρειάζεται τίποτα, ὅταν ὑποδέχεται τὰ ἀγαθὰ ποὺ προσφέρονται ἀπὸ ἐκεῖνον.»[3]

τότε κατανοοῦμε πὼς τὸ ἀνθρώπινο ὅν - ὡς σύνθετο, ἤτοι ὡς «κρᾶμα» ἀποτελούμενο ἀπὸ τὸν καθαυτὸ & ὄντως ἄνθρωπο, δηλ. τὴν λογικὴ & ἀΐδια ψυχὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθανάτου-αὐγοειδοὺς(αἰθερικοῦ) σώματος, καὶ ἀπὸ τὴν θνητή-ἄλογη ψυχὴ σὺν τίς 2 ζωὲς ποὺ ἀναλογοῦν σὲ κάθε μέρος - εἶναι ἐλεύθερο ὅταν ταυτίζει τὴν βούλησή του μὲ τὸν νόμο τοῦ Διός - ἤτοι μὲ τὴν δημιουργικὴ βούληση τοῦ δημιουργοῦ & πατέρα Ζήνα, ἐνῶ ὡς καθαυτό   ἄνθρωπος, ἤτοι ὡς λογικὴ & ἀΐδια ψυχὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθανάτου-αὐγοειδοὺς(αἰθερικοῦ-φωτεινοῦ) σώματος ἀλλὰ δίχως θνητό/ὀστράκινο σῶμα, εἶναι ἐλεύθερος ὅταν ἐξομοιώνεται μὲ τοὺς Θεούς.
Ὡς ἐκ τούτου κατανοοῦμε πὼς ὑπάρχουν 2 μορφὲς ἐλευθερίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ 2η εἶναι ἡ ἀνώτερη & ὑφίσταται ὡς πρὸς τὴν καθαυτὸ & ὄντως ὑπόστασή μας - δηλ. ὡς ἔλλογη & ἀΐδια ψυχὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθάνατου/αὐγοειδοὺς σώματος, ἐνῶ ἡ 1η ὑφίσταται ὡς σύνθετο ὅν - δηλ. ὡς λογικὴ & ἀΐδια ψυχὴ μετὰ καὶ θνητοῦ-ὀστράκινου σώματος. Ἡ 2η εἶναι ἄμεσα ἐξαρτώμενη ἀπὸ τὴν 1η καὶ παράγωγό της. Ὅποιος κατέχει τὴν 2η ἔχει καί την 1η. Ὅποιος ἔχει την 1η δὲν κατέχει ἀπαραίτητα καί την 2η.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατέχει την 2η μορφὴ ἐλευθερίας, παρότι ζεῖ ἐν τῇ γενέσει, τότε καὶ μόνον τότε, τηρεῖ τὸν σύμφυτο στὴν οὐσία του ὅρκο πρὸς τοὺς Θεούς, δηλ. μένει προσκολλημένος παρὰ τὸν Πατέρα καὶ Δημιουργὸ Ζεὺς καὶ δὲν παραβαίνει του νόμους αὐτοῦ.

Ἄλλωστε ὁ Ἰεροκλὴς λέγει ἀφενὸς ὅ,τι:

«ὅρκος εἶναι ἡ αἰτία ποὺ διατηρεῖ τὰ πάντα στὴν κατάσταση καὶ τὰ ἐξασφαλίζει ἔτσι σὰν νὰ κρατιοῦνται ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ ὅρκου καὶ διασώζουν τὴν τάξη τοῦ νόμου, ὥστε ἀποτέλεσμα τοῦ δημιουργικοῦ νόμου νὰ εἶναι τὸ ἀπαραβίαστο τῆς τάξης τῶν δημιουργημάτων.
Γιατί τὸ νὰ διαμένουν τὰ πάντα ὅπως ἔχουν ὁριστεῖ ἀπό τον νόμου εἶναι τὸ κύριο ἔργο τοῦ θείου ὅρκου, ὁ ὁποῖος τηρεῖται προπάντων καὶ πάντα μέσα σὲ ὅσους νοῦν πάντα τὸν θεό. Μέσα σὲ ὅσους ὅμως ἄλλοτε νοοῦν καὶ ἄλλοτε ἀπομακρύνονται τῆς θείας γνώσεως, παρομοίως παραβιάζεται ὅταν ἀπομακρύνονται, καὶ τηρεῖται ὅταν ἀνυψώνονται στὴν ἐπιστροφὴ πρὸς τὸ θεῖο. Γιατί ἡ τήρηση τῶν θείων νόμων λέγεται ὅρκος, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἔχουν δεθεῖ καὶ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὸν δημιουργὸ θεὸ ὅσα ἔχουν τὴν φύσῃ νὰ τὸν γνωρίζουν. Ἀπὸ αὐτά, ὅσα μένουν πάντοτε προσκολλημένα σὲ αὐτόν, σέβονται πάντα τὸν ὅρκο, ἐνῶ, ὅσα μερικὲς φορὲς ἀπομακρύνονται, τότε ἀσεβοῦν καὶ στὸν ὅρκο, παραβαίνοντας ὄχι μόνον τὴν τάξη τοῦ θείου νόμου ἀλλὰ καὶ τὴν πίστη τοῦ θείου ὅρκου. Ὁ ὅρκος, λοιπόν, ποὺ ἔχει λάβει ὑπόσταση ἐντὸς τῆς οὐσίας τους στὰ λογικὰ γένη εἶναι ὁ ἑξῆς : νὰ μένουν προσκολλημένα στὸν πατέρα καὶ δημιουργό τους καὶ μὲ κανέναν τρόπο νὰ μὴν παραβαίνουν τοὺς νόμους ποὺ ὁρίστηκαν ἀπὸ ἐκεῖνον».[4]
Ἀφετέρου πώς:
«μία ἀμετάτρεπτη φρουρὰ φυλάει τὸν νόμο τῆς τάξης τοῦ σύμπαντος καὶ ὅτι ὑπάρχει στοὺς παλαιοὺς τὸ ἔθος νὰ ὀνομάζουν μυστικὰ ὅρκο τὸν φύλακα αὐτῆς τῆς φρουρᾶς».[5]

Ἐξ οὗ καὶ λέγει ὅ,τι:
«κορυφαία ἀρετὴ εἶναι τὸ νὰ ἐμμένουμε ἐντὸς ὁρίων ποὺ μᾶς τέθηκαν ἐκ τῆς δημιουργίας, μὲ βάση τὰ ὁποῖα ὅλα ἔχουν διακριθεῖ ὡς πρὸς τὸ εἶδος, καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς νόμους τῆς πρόνοιας, λόγῳ τῶν ὁποίων τὰ πάντα ἐξοικειώνονται ἀνάλογα τὴν οἰκεία τους δύναμης πρὸς τὸ σύμμετρο ἀγαθό».[6]

Ἐξ οὗ καὶ λέγει ὅ,τι:

«κορυφαία ἀρετὴ εἶναι τὸ νὰ ἐμμένουμε ἐντὸς ὁρίων ποὺ μᾶς τέθηκαν ἐκ τῆς δημιουργίας, μὲ βάση τὰ ὁποῖα ὅλα ἔχουν διακριθεῖ ὡς πρὸς τὸ εἶδος, καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς νόμους τῆς πρόνοιας, λόγῳ τῶν ὁποίων τὰ πάντα ἐξοικειώνονται ἀνάλογα τὴν οἰκεία τους δύναμης πρὸς τὸ σύμμετρο ἀγαθό».[6]

Στὴν 1η περίπτωση, τῆς 1ης ἐλευθερίας, ἀναφερόμαστε στὴν ταύτιση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπινου πλάσματος μὲ τὴν Φύση τοῦ Κόσμου, ἤτοι μὲ τὴν τοῦ Κόσμου Εἱμαρμένη ἢ ἀλλιῶς μὲ τοὺς ἐκ τοῦ Διὸς ἐγγεγραμμένους στὴν οὐσία μᾶς "εἰμάρμενους νόμους".
Μάλιστα κατὰ πὼς λέγει ὁ Πρόκλος:
«ὁ Πλάτων συμπεριέλαβε ὅλους τοὺς Εἰμάρμενους νόμους σὲ μιὰ δεκάδα, ἐπειδὴ ἡ δεκάδα εἶναι συγγενὴς μὲ τὴν δημιουργικὴ αἰτία. Πράγματι καὶ ὅσα ἀγαθὰ ἔχει δώσει ὁ δημιουργὸς σὲ ὁλόκληρο τὸν Κόσμο, ἀνέρχονται σὲ αὐτὸν τὸν ἀριθμό, καθὼς ὅλα κι ὅλα εἶναι δέκα. Γιατί ἡ δεκάδα ἔχει κοσμικὴ ἰδιότητα, ὅπως ἀκριβῶς λέει καὶ ὁ ὕμνος τοῦ Πυθαγόρα, ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖ "πανδέκτρεια, πρεσβύτατη, ποὺ θέτει ὅριο στὰ πάντα, ἀκλόνητη, ἀκούραστη δεκάδα τὴν ἀποκαλοῦν ἁγνή". Ὅλοι, λοιπόν, οἱ εἰμάρμενοι νόμοι ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ γιὰ τίς ψυχὲς εἶναι δέκα:

1. Πρέπει νὰ σπαρθοῦν οἱ ψυχές.
2. Πρέπει νὰ ὑπάρχει γιὰ ὅλες μιὰ κοινὴ κάθοδος σὲ κάθε περίοδο.
3. Πρέπει ἡ ψυχὴ ποὺ κατεβαίνει κατὰ τὴν πρώτη γένεση, νὰ κατέβει στὸ θεοσέβαστο ζωντανὸ ὅν.[7]
4. Πρέπει ἡ ψυχὴ ποὺ κατεβαίνει στὴν "ἀνθρώπινη φύση"[8] νὰ εἰσέλθει πρῶτα σὲ γονὴ ἀνδρός.
5. Πρέπει ἡ ψυχὴ ποὺ κατεβαίνει ἐν σώματι νὰ γεννήσει ἐπιμέρους φύσεις καὶ ἔνυλους ζωές.
6. Πρέπει ἡ ψυχὴ ποὺ κυριαρχεῖ τῆς ἐνύλου ζωῆς νὰ εἶναι δίκαιη, ἐνῶ αὐτὴ ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν ἔνυλη ζωὴ νὰ εἶναι ἄδικη.
7. Πρέπει ὁ δίκαιος νὰ ἐπιστρέφει στὸ σύννομο ἄστρο.
8. Πρέπει ὅποιος σφάλει κσφάλει κατὰ τὴν δεύτερη γέννηση κατερχόμενος νὰ ἐνδυθεῖ τὴ "φύση γυναικός"[9].
9. Πρέπει ὅποιος σφάλει κατὰ τὴ δεύτερη γέννηση νὰ μεταβληθεῖ κατὰ τὴν τρίτη ἀπομάκρυνση σὲ φύση(ζωὴ) θηρίου.
10.Καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ὁ δέκατος δημιουργικὸς νόμος : μοναδικὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, σωτηρία ἡ ὁποία σταματᾷ τὸν κύκλο τῆς ἐν τῇ γενέσει περιπλάνησης, εἶναι ἡ ζωὴ ἡ ὁποία ἀνυψώνει πρὸς τὴν περιφορὰ τῆς ταυτότητας καὶ τῆς ὁμοιότητας.
Ὅλοι, λοιπόν, οἱ νόμοι ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ καὶ ποὺ περιλήφθηκαν μέσα στὴν δεκάδα ἐπειδὴ οἱ Πυθαγόρειοι συνδέουν τὴ δεκάδα μὲ τὸν δημιουργὸ καὶ μὲ τὴν Εἱμαρμένη, ἐνεσπάρησαν στὶς ψυχές, προκειμένου οἱ ψυχὲς νὰ ὁδηγοῦν τὸν ἑαυτό τους (γιατί καὶ οἱ Θεοὶ θέλουν νὰ ἐξουσιάζουν τὰ αὐτοκινούμενα σὰν νὰ εἶναι αὐτοκινούμενα) καὶ προκειμένου οἱ ἴδιες νὰ εἶναι ὑπεύθυνες γιὰ τὰ μετέπειτα κακὰ ποὺ θὰ συμβοῦν καὶ νὰ μὴν εἶναι ὑπεύθυνος ὁ δημιουργός.»[10]

Στὴν 2η περίπτωση, τῆς 2ης ἐλευθερίας, ἀναφερόμαστε στὴν ταύτιση τῆς ἀνθρώπινης βούλησης μὲ τὴν δημιουργικὴ πρόνοια τοῦ δημιουργοῦ & πατέρα Ζεὺς γιὰ τὸν Κόσμο, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία - διότι γιὰ τὸν λόγο ὅτι οἱ Θεοὶ εἶναι Ἐνάδες/Ἀγαθότητες, & ἐπειδὴ μοναδική τους ἐνέργεια εἶναι ἡ πρόνοια, στὸν βαθμὸ ποὺ γινόμαστε «Ἕν», προνοοῦμε γιὰ τὸν Κόσμο.


Ἄλλωστε κατὰ πὼς λέγει ὁ Πρόκλος:

<<Ἀπὸ τὰ ὄντα ἄλλα ἔχουν τὴν ὑπόστασή τους μέσα στὴν αἰωνιότητα, ἄλλα μέσα στὸν χρόνο (καὶ λέω ὅτι ἔχουν ὑπόσταση μέσα στὴν αἰωνιότητα αὐτὰ τῶν ὁποίων ἡ ἐνέργεια μαζὶ μὲ τὴν ὕπαρξη εἶναι αἰώνια, καὶ μέσα στὸν χρόνο αὐτὰ τῶν ὁποίων ἡ ὕπαρξη δὲν ὑπάρχει ἀλλὰ πάντα γεννιέται, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸ γίνεται γιὰ ἄπειρο χρόνο) καὶ ἄλλα βρίσκονται κατὰ κάποιο τρόπο στὴ μέση μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο, καθὼς ἔχουν ὑπόσταση σταθερὴ καὶ ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γέννηση, καὶ ἐνέργεια ποὺ γίνεται πάντα. Καὶ ἡ ὑπόστασή τους.
καθορίζεται ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, ἐνῶ ἡ ἐνέργειά τους καθορίζεται ἀπὸ τὸν χρόνο. Πρέπει, λοιπόν, κάθε πρόοδος νὰ ξεκινᾷ ἀπὸ τὰ πρῶτα καὶ νὰ φτάνει μέχρι τὰ τελευταῖα περνῶντας ἀπὸ τὰ μεσαῖα. Καθώς, λοιπόν, ὑπάρχουν ὄντα ποὺ εἶναι αἰώνια πρὸς τὴν ὑπόσταση καὶ αἰώνια ὡς πρὸς τὴν ἐνέργεια καὶ ὄντα ποὺ ὑπάγονται στὸν χρόνο ὡς πρὸς καὶ τὰ δύο, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει καὶ ἡ περιοχὴ τῶν μεσαίων ὄντων καὶ αὐτὴ ἡ περιοχὴ νὰ ἔχει εἴτε αἰώνια ὑπόσταση ὕπαρξη καὶ χρονικὴ ὕπαρξη, εἴτε τὸ ἀντίστροφο. Τὸ δεύτερο ὅμως εἶναι ἀδύνατον, γιατί, ἂν τὸ ἀποδεχτοῦμε, χωρὶς νὰ καταλάβουμε θὰ ἔχουμε κάνει ἀνώτερες τίς ἐνέργειες ἀπὸ τίς οὐσίες. Ἀπομένει, λοιπόν, νὰ ἀποδώσουμε στὰ μεσαῖα ὄντα αἰώνια οὐσία καὶ χρονικὴ ἐνέργεια. Ἀποκαλοῦμε, λοιπόν, αὐτὲς τίς τρεὶς τάξεις τῶν ὄντων ποὺ σοῦ ἀποδείχτηκαν νοητική, ψυχικὴ καὶ σωματική. Καὶ λέμε νοητικὴ τὴν τάξη ποὺ ὁλόκληρη βρίσκεται καὶ νοεῖ μέσα στὴν αἰωνιότητα. Σωματικὴ αὐτὴ ποὺ πάντα γεννιέται εἴτε μέσα στὸν ἄπειρο χρόνο εἴτε μέσα σὲ ἕνα μέρος τοῦ χρόνου. Καὶ ψυχικὴ αὐτὴ ποὺ ἔχει αἰώνια οὐσία καὶ χρονικὴ ἐνέργεια.»[11]

Δηλ. ἔχουμε 3εις τάξεις ὄντων:

1. Νοητική : ἡ τάξη ποὺ ὁλόκληρη βρίσκεται καὶ νοεῖ μέσα στὴν αἰωνιότητα.
2. Ψυχική : ἡ τάξη ποὺ ἔχει αἰώνια οὐσία καὶ χρονικὴ ἐνέργεια.
3. Σωματική : ἡ τάξη ποὺ πάντα γεννιέται εἴτε μέσα στὸν ἄπειρο χρόνο εἴτε μέσα σὲ ἕνα μέρος τοῦ χρόνου.
Μάλιστα ὁ Ἰεροκλής, στὸ «Ὑπόμνημα στὰ Χρυσᾶ Ἔπη τοῦ Πυθαγόρα, 24.1.1 - 24.9.6», ἀναφερόμενος στὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου λέγει πώς:


«ἡ ψυχὴ βρίσκεται στὸ σύνορο μεταξὺ τῶν ὄντων ποὺ δὲν ἐκπίπτουν πρὸς τὴν κακία καὶ τῶν ὄντων ποὺ δὲν ἔχουν τὴ φύσῃ νὰ ἀνυψώνονται πρὸς τὴν ἀρετή. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὡς πρὸς τίς καταστάσεις ἀμφιταλαντεύεται, καθὼς ἄλλοτε ζεῖ ἐκεῖ ψηλὰ τὴν νοητικὴ εὐζωία καὶ ἄλλοτε προσλαμβάνει ἐδῶ τὴν παθητικότητα τῶν αἰσθήσεων. Γιὰ αὐτὸ καὶ λέγεται ὀρθὰ ἀπὸ τὸν Ἡράκλειτο ὅτι ζοῦμε τον ἐκείνων θάνατο καὶ πεθαίνουμε ζῶντας ἐκεῖ.[12] Γιατί ὁ ἄνθρωπος κατεβαίνει καὶ ἐκπίπτει ἐκ τῆς εὐδαίμονος χώρας, ὅπως λέει ὁ Ἐμπεδοκλῆς ὁ Πυθαγόρειος : "φυγὰς θέωθεν καὶ ἀλήτης, γιατί πίστεψα στὴν μανιασμένη φιλονικία". Ὅμως ἀνεβαίνει καὶ ἀνακτᾷ τὴν παλιά του κατάσταση, ἂν φύγει ἀπό τα περὶ γῆ καὶ τὸν "ἄχαρο τόπο", ὅπως λέει ὁ ἴδιος, "ὅπου βρίσκεται ὁ Φόνος, τὸ Κότος καὶ τὰ πλήθη τῶν ὑπόλοιπων Κηρῶν", τόπος στὸν ὁποῖο ὅσοι ἐξέπεσαν "τριγυρνοῦν στὸν λειμῶνα τῆς Ἄτης μέσα στὸ σκοτάδι". Ἡ ἐπιθυμία ἐκείνου ποὺ ἐγκαταλείπει τὸν λειμῶνα τῆς Ἄτης σπεύδει πρὸς τὸν λειμῶνα τῆς ἀλήθειας, τὸν ὁποῖο ἄφησε σπρωγμένος ἀπὸ τὴν πτερόρρυση[13] τοὐ,οὗ καὶ ἦρθε σὲ γήινο σῶμα, ἀφοῦ στερήθηκε όλβιου αἰῶνος. Μὲ αὐτὰ συμφωνεῖ καὶ ὁ Πλάτων, λέγοντας τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν κάθοδο: "ὅταν ἡ ψυχή, ἀφοῦ δὲν μπορέσει νὰ ἀκολουθήσει τὸν θεό, δὲν ἀντικρίσει τίποτε καί, ἀφοῦ συναντήσει κάποια ἀτυχία, χάσει τὰ φτερά της καὶ πέσει στὴν γῆ, τότε εἶναι νόμος αὐτὴ ἡ ψυχὴ νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ θνητὸ ζωντανὸ ὄν». Καὶ τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν ἄνοδο :"ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριαρχήσει μὲ τὴν λογικὴ στὴ μᾶζα ποὺ τοῦ προστέθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ γῆ, ὕδωρ, ἀὴρ καὶ πῦρ καὶ εἶναι θορυβώδης καὶ ἄλογη, φτάνει στὸ εἶδος τῆς πρώτης καὶ ἄριστης καταστάσεως , ὁπότε ἀνυψώνεται καὶ στὸ σύννομο, ἀφοῦ γίνει ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος". Ὑγιὴς λόγῳ τῆς ἀπαλλαγῆς του ἀπὸ τὰ πάθη σὰν νὰ εἶναι νοσήματα, πρᾶγμα ποὺ ἐξασφαλίζεται μέσῳ τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς. Ὁλόκληρος λόγῳ τῆς ἀνάτασης τοῦ νοὸς καὶ τῆς ἐπιστήμης σὰν νὰ εἶναι δικά του μέρη, πρᾶγμα ποὺ ἔχει τὴ φύσῃ νὰ ἐπιτυγχάνεται μέσῳ τῆς θεωρητικῆς ἀλήθειας. Καὶ πάλι ὅτι πρέπει μὲ τὴ φυγὴ ἀπὸ ἐδῶ θὰ θεραπεύουμε τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὰ ἀνώτερα ὄντα, τὸ δείχνει ξεκάθαρα ὁρίζοντας τὴ φιλοσοφία ὡς φυγὴ ἀπὸ τὰ ἐδῶ κακά. Γιατί μὲ τὰ ἑξῆς ἀποφαίνεται ὅτι τὰ πάθη εἶναι σύμφυτα μόνο μὲ τὰ θνητὰ ὄντα : "δὲν εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ ἐξαφανιστοῦνε τὰ κακὰ οὔτε νὰ βρίσκονται στοὺς Θεούς, ἀλλὰ ἀναγκαστικὰ κυκλοφοροῦν στὸν Κόσμο τοῦτο καὶ στὴν θνητὴ φύση". Γιατί τὰ ὄντα ποὺ ὑπόκεινται σὲ γέννηση καὶ φθορὰ σὲ κατάσταση ἀντίθετη πρὸ τὴ φύση τους, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῶν κακῶν. Προσθέτει ὅμως καὶ πὼς πρέπει νὰ τὰ ἀποφεύγουμε : "Γιὰ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ φεύγουμε ἀπὸ ἐδῶ πρὸς τὰ ἐκεῖ. Καὶ φυγὴ εἶναι ἡ ἐξομοίωση μὲ τὸν θεό, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἐξομοίωση εἶναι νὰ γίνει κάποιος δίκαιος καὶ ὅσιος μετὰ φρονήσεως". Γιατί αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ κακά, πρέπει πρῶτα νὰ ἀποστραφεῖ τὴ θνητὴ φύση. Γιατί δὲν εἶναι δυνατόν, ὅσο εἴμαστε ἀνακατεμένοι μαζί της, νὰ μὴ γεμίζουμε
ἀναγκαστικὰ καὶ μὲ τὰ κακὰ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦν. Ὅπως ἀκριβῶς, λοιπόν, ἡ φυγὴ ἀπὸ τὸν θεὸ καὶ ἡ πτερόρρυσης τῶν κουφιζόντων φτερῶν μας ποὺ μᾶς ἀνυψώνουν πρὸς τὰ πάνω μας ἔφεραν στὴν περιοχὴ τῶν θνητῶν ὄντων, στὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται τὰ κακά, ἔτσι καὶ ἡ ἀποβολὴ τῆς προσκόλλησης στὰ θνητὰ πάθη καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῶν ἀρετῶν σὰν ἕνα εἶδος φτερῶν θὰ μᾶς ἀνυψώσει πρὸς τὸν τόπο ποὺ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὰ κακά, πρὸς τὴν θεία εὐζωία. Γιατί ἡ οὐσία τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία βρίσκεται στὴ μέση μεταξὺ τῶν ὄντων ποὺ νοοῦν τὸν θεὸ καὶ τῶν ὄντων ποὺ ἔχουν τὴν φύσῃ νὰ μὴν τὸν νοοῦν ποτέ, ἀνεβαίνει πρὸς τὰ πρῶτα καὶ κατεβαίνει πρὸς τὰ δεύτερα, καθὼς μὲ τὴν ἀπόκτηση ἢ τὴν ἀποβολὴ τοῦ νοῦ διαδοχικὰ προσλαμβάνει τὴν ἐξομοίωση μὲ τὸν θεὸ ἢ τὴν ἐξομοίωση μὲ τὰ θηρία, λόγῳ τῆς ἀμφίβιας φύση της.»[14]

Μάλιστα ὁ Φώτιος ποὺ διασώζει τὸ "περὶ Πρόνοιας" ἔργο τοῦ Ἰεροκλή - παραφρασμένο ἀλλὰ ὄχι ἀλλοιωμένο - στὶς ἐπιτομές του, ἀναφέρει πώς:
«Ὁ Ἰεροκλὴς στὴν μελέτη του, ἀκολουθῶντας τὸν Πλάτωνα, δίνει ὑπόσταση πρῶτα στὸν δημιουργὸ Θεὸ ποὺ ἔχει τεθεῖ ἐπικεφαλῆς ὁλόκληρης τῆς ὁρατῆς καὶ ἀόρατης διακοσμήσεως(Κόσμου), ἡ ὁποία δὲν ἔχει γεννηθεῖ ἀπὸ κάποιο ὑπόστρωμα ποὺ προϋπῆρχε. Γιατί ἡ βούληση ἐκείνου ἀρκοῦσε γιὰ τὴν ὑπόσταση τῶν ὄντων. Καὶ καθὼς ἡ σωματικὴ φύση ἔχει συνταχθεῖ μὲ τὴν ἀσώματη δημιουργία, συστήνεται καὶ ἀπὸ τίς δύο. Ἕνας τελειότατος Κόσμος, διπλὸς καὶ ἕνας ταυτόχρονα. Ἐντὸς τοῦ ὑπάρχουν πρῶτα, μεσαῖα καὶ τελευταῖα ὄντα. Καὶ ἀπὸ αὐτά, τὰ πρῶτα τὰ ἀποκαλεῖ οὐράνια καὶ θεούς, τὰ μεσαῖα λογικὰ ὄντα τὰ ἀποκαλεῖ αἰθέρια καὶ ἀγαθοὺς δαίμονες, ποὺ γίνονται διερμηνεῖς καὶ ἄγγελοι(=αγγελιοφόροι) τῶν πραγμάτων ποὺ ὠφελοῦν τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τὰ τελευταῖα λογικὰ ὄντα τὰ ἀποκαλεῖ περίγεια καὶ ἀνθρώπινες ψυχὲς ἢ ἀθάνατους ἀνθρώπους. Καὶ αὐτὰ τὰ τρία γένη ἔχουν συνδεθεῖ μεταξύ τους σὰν σὲ ἕνα ζωντανὸ ὀργανισμὸ ἢ χορὸ ἢ συμφωνία, ἐνῶ ἡ διάκρισή τους ὡς πρὸς τὴν φύση τους διατηρεῖται ἀδιατάρακτη λόγῳ τῆς ἕνωσὴς καὶ ἀλληλουχίας τους. Καὶ ὅτι τὰ ἀνώτερα κυβερνοῦν τὰ ὑποδεέστερα, καὶ ὅτι σὲ ὅλα τους βασιλεύει ὁ πατέρας καὶ δημιουργὸς Θεός. Καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ πατρικὴ βασιλεία του ἀποτελεῖ τὴν πρόνοια ποὺ νομοθετεῖ σὲ κάθε γένος αὐτὰ ποὺ τοῦ ταιριάζουν, ἐνῶ ἡ δικαιοσύνη ποὺ τὴν ἀκολουθεῖ ἀποκαλεῖται εἱμαρμένη. Γιατί δὲν εἶναι ἡ παράλογη ἀναγκαιότητα γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ ἀστρολόγοι, οὔτε ἡ βία γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ Στωικοί, οὔτε αὐτὴ ποὺ θεωρεῖ ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὸ τὴν Ἀφροδισιάδα, ὁ ὁποῖος τὴν ταύτιζε μὲ τὴν πλατωνικὴ φύση τῶν σωμάτων, οὔτε ἡ γέννηση μᾶς ποὺ ἀλλάζει μὲ ἐπωδὲς καὶ θυσίες, ὅπως θεωροῦσαν κάποιοι, ἀλλὰ ἡ δικαστικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν παραβατῶν σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τῆς πρόνοιας, ἐνέργεια ἡ ὁποία μὲ τάξη καὶ εἱρμὸ διορθώνει τὰ πράγματα σύμφωνα μὲ τίς συνθῆκες ποὺ ἐπιλέγονται ἀπὸ τίς αὐτεξούσιες πράξεις μας.»

Μάλιστα:
«Λέει ὅτι ἡ πρόνοια καὶ ἡ τάξη ἀπὸ τὸν δημιουργὸ ἁπλώνεται ἀπὸ κοινοῦ σὲ ὅλα τὰ ἀθάνατα γένη, κυρίως ὅμως καὶ πιὸ φυσικὰ στὰ πρῶτα τὰ ὁποῖα ἔχουν ἄμεσα τὴ γέννησή τους ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ βρίσκονται ἀμέσως μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἀπολαμβάνουν τὴν ἄριστη συμμετοχὴ στὰ νοητὰ ἀγαθά. Γιατί, καθὼς ὑπάρχουν τρία ἐγκόσμια γένη, τὸ κορυφαῖο καὶ τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ γεννήματα τοῦ δημιουργοῦ τυγχάνει ἀτρέπτου καὶ ἀμεταβλήτου πρὸς τὸν δημιουργὸ ἐξομοιώσεως ἐν πάσῃ θεοειδεὶ εὐταξίας. Ὅπως εἴπαμε ὅτι εἶναι τὸ γένος τῶν οὐρανίων ὄντων. Τὸ δεύτερο, τὸ ὁποῖο προσλαμβάνει μὲ κατώτερο καὶ ὑποβαθμισμένο τρόπο τὴν θεία τάξη, δὲν μετέχει μὲ ἀμετάβλητο καὶ ἀδιαίρετο τρόπο στὴν ἐξομοίωση μὲ τὸν δημιουργό, ἀλλὰ ἀλάνθαστα καὶ ἀδιάφθορα στρέφεται πρὸς τοὺς πατρικοὺς νόμους. Καὶ τὸ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ τὸ ἔχουμε ἀποδώσει στὰ αἰθέρια ὄντα. Τὸ τρίτο, ὡς τελευταῖο μεταξὺ τῶν θείων γενῶν, ὄχι μόνο εἶναι κατώτερο ἀπὸ τὰ οὐράνια ὄντα ἐπειδὴ μετατρέπεται μὲ διάφορους τρόπους, ἀλλὰ εἶναι κατώτερο καὶ ἀπὸ τὴν ἀξία τῶν αἰθέριων ὄντων ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς διαφθείρεται. Γιατί τὸ νὰ νοοῦν πάντα τὸν θεὸ καὶ νὰ κατέχουν ἠνωμένως τὴν γνώση του εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν οὐρανίων ὄντων. Τὸ νὰ νοοῦν πάντα ἀλλὰ ἀναλυμένα, εἶναι χαρακτηριστικὸ στὶς ἀνθρώπινες ψυχές, οἱ ὁποῖες ἐκ φύσεως ὑπολείπονται ἀπὸ τὴν ἀδιαίρετη νόηση τῶν οὐρανίων ὄντων καὶ ἀπὸ τὴν γνώση τῶν αἰθέριων ὄντων ποὺ πληθαίνει μὲ τάξη, ἐπειδὴ οἱ ἀνθρώπινες ψυχὲς δὲν νοοῦν οὔτε ἑνιαίως οὔτε ἀϊδίως, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀνυψωθοῦν στὴν τάξη τῆς νόησης, μιμοῦνται τὴν αἰθέρια γνώση καί, ἀκολουθῶντας αὐτήν, καρπώνονται τὴν ἐνατένιση τῶν νοητῶν. Μετὰ τὸ τρίτο νοητικὸ γένος, τὸ ὁποῖο ἄλλοτε νοεῖ καὶ ἄλλοτε δὲν νοεῖ, ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ δὲν νοεῖ ποτέ, σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα τῆς τέλειας διαίρεσης. Αὐτὸ εἶναι ἐκ φύσεως ἀνόητο, καθὼς δὲν μπορεῖ μὲ κανέναν τρόπο νὰ μετέχει στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀρετή. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἀπορρίπτεται ἡ ἄποψη ὅτι εἶναι γέννημα ἐκείνου. Γιατί πὼς τὸ ἄλογο καὶ τὸ ἀνόητο θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι εἰκόνα τοῦ νοητοῦ Θεοῦ ; Γιατί κάθε εἰκόνα ἐκείνου εἶναι νοήμων καὶ λογική, καὶ ἔχει τὴ φύσῃ νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό της καὶ τὸν δημιουργό της.»
Ἐν ὀλίγοις καὶ συμφώνως μὲ τὸν Πρόκλο:

Εἴμαστε μεσαῖα ὄντα, ἔχουμε ἐγκατασταθεῖ μέσα στὴν ἐπιλογὴ καὶ μποροῦμε κινηθοῦμε καὶ πρὸς τίς δυὸ κατευθύνσεις. Καὶ πρὸς ὅποια κατεύθυνση καὶ ἂν κινηθοῦμε, κυριαρχούμαστε ἀπὸ τὸ σύμπαν καὶ λαμβάνουμε τὸν κλῆρο ποὺ μᾶς ἀξίζει. Καὶ ἂν κινηθοῦμε πρὸς τὸ καλύτερο, γινόμαστε νόηση, ἂν κινηθοῦμε πρὸς τὸ χειρότερο, γινόμαστε αἴσθηση. [15]

Κατὰ τὴν ἔννοια ὅτι:
ἔχουμε μιὰ γνώση μεσαία, ἀνάμεσα σὲ ὅσα μόνο γνωρίζουν καὶ σὲ ὅσα δὲν γνωρίζουν καθόλου, ἐκ τῶν ὁποίων το μὲν πρῶτο εἶναι ὁ νοῦς τὸ δὲ δεύτερο ἡ αἴσθηση. Γιατί ἡ αἴσθηση τῶν ἄλογων ὄντων δὲν γνωρίζει καθόλου τὴν ἀλήθεια, μιᾶς καὶ δὲν γνωρίζει οὔτε τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῶν αἰσθητῶν. Ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν ἄλλη γνωρίζει ἄμεσα τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ Ὄντος καὶ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι πραγματική. Ἡ ψυχή, ὅμως, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀνάμεσά τους, γνωρίζει τίς οὐσίες τῶν ὄντως Ὄντων, ἐπειδὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν αἴσθηση, καὶ δὲν τίς γνωρίζει, ἐπειδὴ εἶναι κατώτερη ἀπό τον νοῦ. [16]

Ἐν ὀλίγοις οἱ ἀνθρώπινη αὐτεξουσιότητα ὑπάρχει καὶ περιορίζεται στὴν δυνατότητα ποὺ ἔχουμε ὡς ὄντα νὰ ἐπιλέξουμε ἀνάμεσα σὲ δυὸ δρόμους:
1. Στὴν συμπαράταξη μᾶς μὲ τὴν θεία &νοητικὴ ζωή, κάτι ποὺ μᾶς καθιστά,καθιστᾷ ὡς ὄντα ἀληθῶς & ὄντως ἐλεύθερους καὶ μᾶς τοποθετεῖ παρὰ τῶν θεῶν, ὑπεράνω τῆς εἱμαρμένης.
2. Στὴν συμπαράταξη μᾶς μὲ τὴν αἴσθηση καὶ τὸ ψεῦδος της, κάτι ποὺ μᾶς ὑποδουλώνει στὴν εἱμαρμένη καὶ στὰ ἐξωτερικὰ ἐγκόσμια, αἰσθητὰ καὶ σωματικά.
Καὶ αὐτὸ κατὰ τὴν ἔννοια ὅτι μέσα στὸ σύμπαν ὑπάρχουν 3 εἰδῶν,εἰδών ὄντα : τὰ ἀνώτερα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ὑπάγονται μόνο στὸν νόμο τῆς πρόνοιας - αὐτοὶ εἶναι οἱ ἐγκόσμιοι θεοὶ καὶ τὰ κρείττονα γένη(κατ' οὐσίαν Ἄγγελοι, Δαίμονες & Ἥρωες), τὰ κατώτερα τὰ ὁποῖα ἔχουν σῶμα καὶ αὐτοκιούμενη ἀλλὰ ἄλλογη(θνητὴ) ψυχὴ καὶ ὑπάγονται στὸν νόμο τῆς Εἱμαρμένης - αὐτὰ εἶναι τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτά, τέλος δὲ τὰ ἐνδιάμεσα/μεσαῖα, τὰ ὁποῖα ἔχουν σῶμα καὶ αὐτοκινούμένη ψυχὴ ἀλλὰ λογικὴ & αἴδια καὶ ὑπάγονται καὶ στὴν πρόνοια καὶ στὴν Εἱμαρμένη - αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι. Δηλ. ὅσα ἔχουν ἕνα εἶδος αὐτοκινούμενης ζωῆς καὶ ψυχῆς λογικῆς & αἴδιας εἶναι τὰ ἴδια ὑπεύθυνα γιὰ τὴν ἀξία τους μέσα στὸ σύμπαν - οἱ ἄνθρωποι, ἐνῶ ὅσα ἔχουν μὲν ἐνα εἶδος αὐτοκινούμενης ζωῆς ἀλλὰ ἡ ψυχή τους εἶναι ἄλογη δὲν εἶναι ὑπεύθυνα γιὰ τὴ δική τους ἀξία καὶ σειρὰ μέσα στὸ σύμπαν.

Ἐξ οὗ καὶ συμφώνως μὲ τὸν Ἰάμβλιχος:

«ὁ ἄνθρωπος ποὺ νοεῖται ὡς θεοποιημένος, αὐτὸς ποὺ ἀπὸ πρὶν ἦταν ἑνωμένος μὲ τὴ θέα τῶν Θεῶν, μπῆκε σὲ μιὰ ἄλλη ψυχή, στὴν περὶ τὸ ἀνθρώπινης μορφῆς εἶδος προσαρμοσμένη ψυχή, καὶ ἐγένετο μέσα στὰ δεσμὰ τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς εἱμαρμένης.»[17]     

 Ἐπὶ τῆς οὐσίας καὶ συμφώνως μὲ τὸν Πρόκλο:

«ὑπάρχει μιὰ ψυχὴ ποὺ εἶναι ξεχωριστὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἀπὸ κάπου ἀλλοῦ, ἀπὸ ψηλὰ ἀπὸ τοὺς θεούς, κατεβαίνει σὲ τοῦτον τὸν θνητὸ τόπο, καὶ ἄλλη ψυχὴ ποὺ λαμβάνει ὑπόσταση μέσα στὸ σῶμα καὶ εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα στὰ ὁποῖα κατοικεῖ. Ἡ δεύτερη ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴν Εἱμαρμένη, ἐνῶ ἡ πρώτη ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴν πρόνοια τῶν Θεῶν ὡς πρὸς τὴν οὐσία της.»[18]

Δηλαδὴ ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἰάμβλιχος:

«Ὁ ἄνθρωπος ἔχει δυὸ ψυχές. Ἡ μία προέρχεται ἀπὸ τὸ πρῶτο νοητὸ καὶ μετέχει στὴ δύναμη τοῦ δημιουργοῦ, ἐνῶ ἡ ἄλλη παραδίδεται ἐκ της τῶν οὐρανίων περιφορᾶς καὶ σὲ αὐτὴν ἐπισέρπει(διεισδύει) ἡ θεοπτικὴ ψυχή. Καθώς, λοιπόν, αὐτὰ ἔχουν ἔτσι, ἡ ψυχὴ ποὺ ἀπὸ τῶν κόσμων κατεβαίνει σε ἐμᾶς, παρακολουθεῖ τίς περιόδους τοῦ Κόσμου, ἐνῶ ἡ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητὰ εἶναι παροῦσα. Καὶ ὑπερέχει ἀπὸ τῆς γενεσιουργοῦ ἀνακυκλώσεως, καὶ μὲ αὐτὴν λαμβάνει χώρα ἡ λύσις της εἱμαρμένη καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος τῆς ἀΐδιας καὶ λογικῆς ψυχῆς, καὶ ἡ θεουργία ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸ ἀγέννητο ἐπιτελεῖται μὲ βάση αὐτὴ τὴ ζωή.»[19]

Μάλιστα κατὰ πὼς λέγει ὁ Ἰάμβλιχος:

«Ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι ἄϋλη καθαυτή, ἀσώματος, ἀγέννητη ἐντελῶς καὶ ἀνώλεθρη, ἔχοντας ἀπὸ τὸν ἑαυτό της τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ζωή της, ἐντελῶς αὐτοκινούμενη καὶ ἀρχὴ τῆς φύσης καὶ ὅλων τῶν κινήσεων. Αὐτὴ λοιπόν, στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι τέτοια, ἔχει περιλάβει μέσα της τὴν αὐτεξούσια καὶ τὴν ἀνεξάρτητη ζωή. Καὶ ὅσο δίνει τὸν ἑαυτό της σὲ ὅσα γεννιοῦνται καὶ ὑποτάσσει τὸν ἑαυτό της στὴν κίνηση τοῦ σύμπαντος, τόσο ἄγεται ἀπὸ τὴν εἱμαρμένη καὶ ὑποτάσσεται στὶς φυσικὲς ἀνάγκες. Καὶ ὅσο πάλι ἀναπτύσσει τὴ νοητικὴ καὶ πραγματικὰ ἀνεξάρτητη ἀπὸ ὅλα καὶ αὐτόβουλη ἐνέργεια της, τόσο πράττει ἑκούσια τὰ δικά της καὶ μὲ ἀλήθεια ἀγγίζει τὸ θεῖο, τὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ νοητό».[20]

Ἐξ οὗ καὶ λέγει - ὁ Ἰάμβλιχος - πώς:

«Πρέπει ἄρα νὰ ἐπιδιώξουμε νὰ ζήσουμε τὸν κατὰ νοῦ βίο καὶ εἶναι ἐξαρτημένος ἀπὸ τοὺς θεούς. Διότι μόνο αὐτὸς μᾶς δίνει τὴν ἀδέσμευτη ἐξουσία τῆς ψυχῆς, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἀνάγκης καὶ μᾶς κάνει νὰ ζοῦμε ὄχι κάποιον ἀνθρώπινο βίο, ἀλλὰ τὸν θεῖο καὶ αὐτὸν ποὺ συμπληρώνεται ἀγαθῶν ἐκ τῆς βούλησης τῶν Θεῶν.»[21]

Μάλιστα κατὰ πὼς λέγει ὁ Ἰεροκλής:

«Θὰ μπορούσαμε νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν πραγματικὴ ἀξία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι αρἱστοτέχνης δημιουργὸς τοῦ Κόσμου, μόνο ἂν τὸν θεωρήσουμε δημιουργὸ τῶν Θεῶν καὶ τῶν ἀμετάβλητων λογικῶν ὄντων. Τὸ κείμενο τῶν χρυσῶν ἐπῶν αὐτοὺς ἀποκάλεσε ἀθάνατους θεούς, ἐκείνους ποὺ νοοῦν τὸν δημιουργὸ Θεὸ πάντα καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, καὶ ποὺ πάντα ἔχουν συνταχθεῖ μὲ τὸν ἀγαθὸ ἐκείνου, καὶ ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ ἐκεῖνον ἀδιαίρετα καὶ ἀμετάβλητα τὴν ὕπαρξὴ καὶ τὴν εὐδαιμονία, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν οἱ ἴδιοι εἰκόνες τῆς δημιουργικῆς αἰτίας, καθὼς εἶναι ἀπαθεῖς καὶ ἀδιάφθοροι. Γιατί ταιριάζει στὸν θεὸ νὰ δώσει ὑπόσταση σὲ τέτοιες εἰκόνες τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ὄχι μόνον σὲ ὅλες ὅσες εἶναι μεταβλητὲς καὶ ὑπόκεινται στὴν πτώση πρὸς τὴν κακία, ὅπως εἶναι οἱ ἀνθρώπινες ψυχές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὸ ἔσχατο γένος τῶν λογικῶν φύσεων, ὅπως ἀκριβῶς τὸ κορυφαῖο γένος εἶναι τὸ γένος τῶν ἀθανάτων Θεῶν. Αὐτοὶ ὀνομάστηκαν ἀθάνατοι Θεοὶ σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τίς ἀνθρώπινες ψυχές, ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν πεθαίνουν χάνοντας τὴν θεία εὐζωία οὔτε ποτὲ περιέρχονται σὲ λήθη τῆς δικῆς τους οὐσίας καὶ τῆς ἀγαθότητας τοῦ πατέρα.
Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὅμως, ὑπόκειται σὲ αὐτὰ τὰ παθήματα, καθὼς ἄλλοτε νοεῖ τὸν θεὸ καὶ ἀνακτᾷ τὴν ἀξία της, ἄλλοτε ὅμως ἐκπίπτει ἀπὸ αὐτά. Γιὰ αὐτὸ καὶ δικαιολογημένα οἱ ἀνθρώπινες ψυχὲς χαρακτηρίζονται θνητοὶ θεοί, καθὼς κάποιες φορὲς πεθαίνουν χάνοντας τῆς θεῖα εὐζωία μὲ τὴν φυγὴ ἀπὸ τὸν θεὸ καὶ πάλι τὴν ξαναζοῦνε μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν θεό, καὶ μὲ τὸν ἕνα τρόπο ζοῦν τὴν θεία εὐζωία ἐνῶ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο πεθαίνουν, ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον μιὰ ἀθάνατη οὐσία νὰ συμμετέχει στὴν μοῖρα τοῦ θανάτου, ὄχι μὲ τὴν ἔξοδό της στὴν ἀνυπαρξία ἀλλὰ μὲ τὴν ἔκπτωση της ἀπὸ τὴν εὐδαιμονία. Γιατί θάνατος τῆς λογικῆς οὐσίας εἶναι ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἄνοια, ποὺ τίς ἀκολουθεῖ ἡ ἄμετρη ἐπανάσταση τῶν παθῶν. Γιατί λόγῳ τῆς ἄγνοιας τῶν κρειττόνων πραγμάτων ἐξ ἀνάγκη γίνεται δοῦλος τῶν χειρότερων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀλλιῶς παρὰ μόνον μὲ τὴν δια τῆς ἀναμνήσεως ἐπιστροφὴ στὸν νοῦ & στὸν θεό.»[22]

Γιὰ αὐτὸ καὶ οἱ Πυθαγόρειοι προέτρεπαν ἀφενός:

«Ἀπέφευγε τίς λεωφόρους καὶ βάδιζε ἀπὸ τὰ μονοπάτια».

Ἐπεξηγῶντας ὁ θεῖος Ἰάμβλιχος λέγει ὅτι:

«Αὐτὸ μᾶς προτρέπει νὰ ἀφήσουμε τὴν δημώδη καὶ ἀνθρώπινη ζωή, καὶ ἀξιώνει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ξεχωριστὴ καὶ θεία, καὶ λέει ὅτι πρέπει νὰ περιφρονοῦμε τίς κοινὲς δοξασίες καὶ νὰ θεωροῦμε σημαντικὲς τίς ἰδιωτικὲς καὶ ἀπόρρητες, καὶ νὰ ὑποτιμᾶμε τὴν τέρψη ποὺ μᾶς φέρνει κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ὐπερτιμᾶμε τὴν εὐδαιμονία ποὺ ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὴν θεία βούληση, καὶ νὰ ἀφήνουμε τίς ἀνθρώπινες συνήθειες ὡς δημώδης, καὶ νὰ τίς ἀνταλλάσουμε μὲ τὴν λατρεία τῶν θεῶν ὡς ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δημώδη ζωή.»[23]

Ἀφετέρου οἱ Πυθαγόρειοι ἔλεγαν
:
«Ἄπεχε ἀπὸ τὸ μελανούρι. Γιατί ἀνήκει στοὺς χθόνιους Θεούς.»[24]

Ἐπεξηγῶντας ὁ θεῖος Ἰάμβλιχος λέγει ὅτι:

«αὐτὸ μᾶς καλεῖ νὰ μένουμε σταθεροὶ στὴν οὐράνια πορεία τῶν ψυχῶν καὶ νὰ συνδεόμαστε μὲ τοὺς νοητικοὺς Θεούς, νὰ ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ τὴν ἔνυλη φύση καὶ νὰ στρεφόμαστε πρὸς τὴν ἄϋλη καὶ καθαρὴ ζωή, καὶ νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἄριστη λατρεία τῶν Θεῶν καὶ αὐτὴν ποὺ ἁρμόζει τοὺς πρώτιστους Θεούς. Αὐτά, λοιπόν, τὰ σύμβολα προτρέπουν στὴν τῶν Θεῶν γνώση καὶ θρησκεία».[25]
-------------------------
[1]  Συγκρατοῦμε ὅτι «Ἔνδειξη τῆς ἀνωτερότητας καὶ τῆς κατωτερότητάς τους ὡς πρὸς τὴν οὐσία τους - τῶν ἐγκόσμιων θεῶν - εἶναι ἡ σειρὰ τῶν οὐρανίων σφαιρῶν, ποὺ καθεμία ἔλαβε τὴ θέση της ἀνάλογα μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ δύναμή της, ὥστε ὁ νόμος νὰ στηρίζεται στὴν οὐσία τους καὶ ἡ σειρὰ νὰ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν ἀξία τους».

[2]  Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 1.10.3 - 1.12.11»:
In aureum carmen 1.10.3 ` to     In aureum carmen 1.12.11

νόμὸς μὲν ὁ δημιουργικὸς νοῦς καὶ ἡ θεία βούλησις ἡ ἀϊδίως παράγουσα τὰ πάντὰ καὶ εἰς ἀεὶ διασῴζουσα, τάξὶς δὲ ἔννομος ἡ ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων καὶ δημιουργοῦ τοῖς ἀθανάτοις θεοῖς συνεισελθοῦσα καὶ ποιοῦσα ἐν αὐτοῖς τοὺς μὲν πρώτούς, τοὺς δὲ δευτέρους. εἰ γὰρ καὶ ὡς ἐν παντὶ τῷ λογικῷ διακόσμῳ τὴν ἀκρότητα ἔλαχον, ὅμως ἐν ἑαυτοῖς ποικίλλονται κάί εἰσιν ἄλλοι ἄλλων θειότεροι. μήνυμα δὲ τῆς κάτ᾽ οὐσίαν αὐτῶν ὑπεροχῆς τε καὶ ὑποβάσεως ἡ τῶν οὐρανίων σφαιρῶν τάξὶς κάτ᾽ οὐσίαν καὶ δύναμιν τὴν θέσὶν διαλαχοῦσα, ὡς ἐν τῇ οὐσίᾳ αὐτῶν κεῖσθαι τὸν νόμὸν καὶ τὴν τάξὶν ὁμοφυῆ εἶναι αὐτῶν τῇ ἀξίᾳ. οὐ γὰρ ὡς ἔτυχεν ὑποστάντες ὕστερον διεκρίθησαν, ἀλλὰ τεταγμένοι προῆλθον εἰς τὸ εἶναι ὥσπερ ἐν ἑνὶ ζώῳ τῷ ὅλῳ οὐρανῷ διάφορα ὄντες μέρὴ καὶ τὴν πρὸς ἄλληλα σύνταξιν ἐν τῇ κάτ᾽ εἶδος διαστάσει ἅμα καὶ συναφῇ ἀποσῴζοντες, ὥστε μηδὲ ἐπάλλαξιν τῆς θέσεως αὐτῶν ἐπινοηθῆναί ποτε δύνασθαι εἰ μὴ μετὰ τῆς φθορᾶς τοῦ πάντός, ἣν ἀδύνατον ἐπισυμβῆναι, ἔστ᾽ ἂν ᾖ τὸ πρῶτον αὐτῶν αἴτιον ἀμετάβλητον πάντῃ καὶ ἄτρεπτον καὶ τὴν οὐσίαν τῇ ἐνεργείᾳ τὴν αὐτὴν κεκτημένον καὶ τὴν ἀγαθότητα οὐκ ἐπίκτητον ἔχον, ἀλλ᾽ οὐσιωμένην κάθ᾽ αὑτὴν καὶ δί᾽ αὐτὴν τὰ πάντὰ πρὸς τὸ εὖ εἶναι παράγον.

3] Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 1.16.1 - 1.17.1»:
In aureum carmen 1.16.1 ` to In aureum carmen 1.17.1

τίς δὲ ὁ νόμὸς καὶ ἡ τούτῳ ἑπομένη τίμή; πάλὶν λέγωμεν, ὅτι νόμὸς μὲν ἡ ἄτρεπτος τοῦ θεοῦ καὶ δημιουργικὴ ἐνέργεια ἡ γεννῶσα τὰ θεῖα γένὴ καὶ τάττουσα ἀϊδίως τε καὶ ἀμεταβλήτως, ἡ δὲ σύμφωνος τῷ νόμῳ τιμὴ ἡ τῆς οὐσίας ἐστὶ τῶν τιμωμένων γνῶσις καὶ ἡ πρὸς αὐτὴν κατὰ δύναμιν ἐξομοίωσις. ὃ γὰρ ἄγαταί τις, καὶ μιμεῖται, ὅσον αὐτῷ οἷόν τε, καὶ τιμὴν ποιεῖται τοῦ ἀνενδεοῦς τὴν τῶν ὑπ᾽ ἐκείνου προτεινομένων ἀγαθῶν ὑποδοχήν.

[4] Βλ., Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 2.1.3 - 2.3.9» :
In aureum carmen 2.1.3 ` to In aureum carmen 2.3.9

ὅρκον δὲ νῦν ἑπομένως ἂν τῷ νόμῳ λέγοιμεν τὴν ἐν ταὐτότητι τὰ πάντα διατηροῦσαν αἰτίαν καὶ οὕτως αὐτὰ βεβαιουμένην ὡς ἐν ὅρκου πίστει κρατούμενα καὶ διασῴζοντα τοῦ νόμου τὴν τάξιν, ὥστε ἀποτέλεσμα τοῦ δημιουργικοῦ νόμου εἶναι τὸ ἀπαράβατον τῆς ἐν τοῖς δημιουργηθεῖσιν εὐταξίας. τὸ γὰρ διαμένειν τὰ πάντα, νόμῳ ὡς διάκειται, προηγούμενον ἔργον ἂν εἴη τοῦ θείου ὅρκου, ὃς ἐν μὲν τοῖς ἀεὶ νοοῦσι τὸν θεὸν μάλιστά τε καὶ ἀεὶ διασῴζεται. ἐν δὲ τοῖς ποτὲ μὲν νοοῦσι, ποτὲ δὲ ἀφισταμένοις τῆς θείας γνώσεως καὶ ὁ ὅρκος ὁμοίως παραβαίνεται μὲν ὑπὸ τῶν ἀφισταμένων, αὖθις δὲ τηρεῖται ὑπὸ τῶν πρὸς τὴν θείαν στροφὴν ἀναγομένων. ἡ γὰρ τήρησις τῶν θείων νόμων ὅρκος νῦν λέγεται, ᾧ δέδεται καὶ ἀνήρτηται πάντα πρὸς τὸν δημιουργὸν θεὸν τὰ γινώσκειν αὐτὸν πεφυκότα, ὧν τὰ μὲν ἀεὶ ἐχόμενα αὐτοῦ ἀεὶ σέβει τὸν ὅρκον, τὰ δὲ ἀφιστάμενά ποτε τότε καὶ περὶ τὸν ὅρκον ἀσεβεῖ, οὐ μόνον τοῦ θείου νόμου τὴν τάξιν ἀλλὰ καὶ τοῦ θείου ὅρκου τὴν πίστιν παραβαίνοντα. τοιοῦτος μὲν οὖν ὁ τοῖς λογικοῖς γένεσιν ἐνουσιωμένος ὅρκος· ἔχεσθαι τοῦ πατρὸς αὐτῶν καὶ ποιητοῦ καὶ μὴ παραβαίνειν μηδαμῆ τοὺς ὑπ᾽ ἐκείνου διορισθέντας νόμους.

[5] Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 1.22.2 - 1.22.5» :
In aureum carmen 1.22.2 ` to In aureum carmen 1.22.5

ἐπειδὴ δὲ τὸν νόμὸν τῆς τοῦ παντὸς διατάξεως ἄτρεπτος φρουρὰ διατηρεῖ καὶ τὸν τῆς φρουρᾶς ταύτης φύλακα τοῖς παλαιοῖς ἔθος ἦν δί᾽ ἀπορρήτων ὅρκον ὀνομάζειν,

[6] Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 27.9.4 - 27.9.8» :
In aureum carmen 27.9.4 ` to In aureum carmen 27.9.8

ἀκροτάτη δὲ ἀρετὴ τοῖς τε τῆς δημιουργίας ὅροις ἐμμένειν, οἷς πάντὰ κάτ᾽ εἶδος διακέκριται, καὶ τοῖς τῆς προνοίας ἕπεσθαι νόμοίς, δί᾽ οὓς τὰ πάντὰ κατὰ τὴν οἰκείαν δύναμιν πρὸς τὸ σύμμετρον ἀγαθὸν οἰκειοῦται.

[7]   Ἡ ἀΐδιος & λογικὴ ψυχὴ κατερχόμενη ἐκ τοῦ νοητοῦ ἐν τῇ γενέσει, μὲ τὸ κλείσιμο τοῦ ἐνιαυτοῦ ἢ ἅμα τὴν τελειοποίησή της(νεοτελεὶς ψυχές), ἐνδύεται ΠΑΝΤΑ ἄνθρωπο. Δὲν ἐμψυχώνει ἄλλο εἶδος σώματος.
[8]  Ἡ ἀΐδιος & λογικὴ ψυχὴ κατερχόμενη ἐκ τοῦ νοητοῦ ἐν τῇ γενέσει, μὲ τὸ κλείσιμο τοῦ ἐνιαυτοῦ ἢ ἅμα τὴν τελειοποίησή της(νεοτελεὶς ψυχές), ἐνδύεται ἄνθρωπο καὶ ἀνήρ, δηλ. λογικὴ δηλ. ζωή.

9] Ἡ ἀΐδιος & λογικὴ ψυχὴ κατερχόμενη ἐκ τοῦ νοητοῦ ἐν τῇ γενέσει ἐνδύεται ἄνθρωπο, μὲ τὸ κλείσιμο τοῦ ἐνιαυτοῦ ἢ ἅμα τὴν τελειοποίησή της(νεοτελεὶς ψυχές), ἐνδύεται ἄνθρωπο καὶ ἀνήρ, δηλ. λογικὴ δηλ. ζωή, ἂν ὅμως περιπέσει σὲ σφάλματα, στὴν δεύτερη γέννησή της -πλέον πηγαίνει ἀπὸ γέννηση σὲ γέννηση - ἐνδύεται μιὰ ζωὴ ἐνδιάμεση τῆς λογικῆς καὶ ἄλογης, αὐτὴ ἡ ζωὴ συμβολίζεται μὲ τὴν γυναῖκα. Ἡ Λογικὴ ζωὴ μὲ τὸν ἄνδρα καὶ ἡ ἄλογη μὲ τὸν πίθηκο.

[10] Βλ., Πρόκλος «Εἰς Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε', 3.301.24 - 3.303.32» :

Επὶ δὲ τὴν λέξὶν χωρήσαντες ἐκεῖνο πρῶτον πιέσωμεν, ὅτι πάντὰς τοὺς εἱμαρμένους νόμοὺς διὰ τῆς δεκάδος περιέλαβε, διότι καὶ συμφυής ἐστιν ἡ δεκὰς πρὸς τὴν δημιουργικὴν αἰτίαν· †ἤγουν καὶ ὅσα ἀγαθὰ τῷ παντὶ κόσμῳ δέδωκεν ὁ δημιουρ γός, εἰς τοῦτον τελοῦντα τὸν ἀριθμόν, ὄντα τὰ πάντὰ δέκά· καὶ γάρ ἐστιν ἡ δεκὰς κοσμική, καθάπερ ὁ <ὕμνος ὁ Πυθαγόρειοσ> λέγεί, <πανδεχέα, πρέσβειραν> αὐτὴν καλῶν, <ὅρον περὶ πᾶσι τιθεῖσαν, ἄτροπον, ἀκαμάτην· δεκάδα κλείουσί μὶν ἁγνήν>. εἰσὶν οὖν καὶ οἱ νόμοὶ οἱ περὶ τῶν ψυχῶν οἱ εἱμαρμένοι πάντὲς οἱ εἰρημένοι δέκά· δεῖ σπαρῆναι τὰς ψύχάς. δεῖ μίὰν εἶναι πάσαὶς κάθοδον κοινὴν ἐν ἑκάστῃ περιόδῳ. δεῖ κατιοῦσαν ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει τὴν ψυχὴν εἰς τὸ θεοσεβὲς κατιέναι ζῷον. δεῖ τὴν κατιοῦσαν εἰς ἀνθρωπίνην φύσὶν εἰς ἀνδρὸς ἰέναι πρῶτον γόνήν. δεῖ τὴν ἐν σώματι ψυχὴν μεριστὰς φῦσαι καὶ ἐνύλους ζώάς. δεῖ τὴν μὲν κρατοῦσαν τῆς ἐνύλου ζωῆς δικαίαν εἶναι, τὴν δὲ κρατουμένην ὑπ᾽ αὐτῆς ἄδικον. δεῖ τὸν δίκαιον εἰς τὸ σύννομον ἄστρον ἀνατρέχειν. δεῖ τὸν ἁμαρτόντα κατιέναι πάλὶν εἰς γυναικὸς φύσὶν ἐν δευτέρᾳ γενέσει. δεῖ τὸν ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει.
σφαλέντα κατὰ τὴν τρίτὴν ἀπόστασιν εἰς θήρειον μεταβάλλειν φύσίν. καὶ ἐπὶ πᾶσι νόμὸς δημιουργικὸς δέκατος· μίὰ σωτηρία τῆς ψυχῆς, παύουσα τὸν κύκλὸν τῆς ἐν τῇ γενέσει τῆς πλάνής, ἡ πρὸς τὴν ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περίοδον ἀνάγουσα ζώή. πάντὲς δὴ οὖν οἱ εἰρημένοι νόμοί, διὰ τῆς δεκάδος περιληφθέντες, διότι τὴν δεκάδα καὶ τῷ δημιουργῷ προσοικειοῦσι καὶ τῇ εἱμαρμένῃ <Πυθαγορείων παῖδεσ>, ἐνεσπάρησαν ταῖς ψυχαῖς, ἵνα δὴ καὶ ἑαυτὰς ἄγωσι (καὶ γὰρ οἱ θεοὶ βούλονται τῶν αὐτοκινήτων ἄρχειν ὡς αὐτοκινήτων ὄντων), καὶ ἵνα τῶν ἔπειτα κακῶν αὐταὶ ἑαυταῖς ὦσιν αἴτιαι καὶ ὁ δημιουργὸς ἀναίτιος·

[11] Βλ., Πρόκλος «Περὶ πρόνοιας καὶ εἱμαρμένης καὶ τοῦ ἐφ ἠμί, 9».
[12] Πεθαίνουμε στὸν νοητὸ Κόσμο γιὰ νὰ ἔρθουμε στὸν αἰσθητὸ καὶ πεθαίνουμε στὸν αἰσθητὸ γιὰ νὰ γυρίσουμε στὸν νοητό.
[13] ἀπώλεια τῶν φτερῶν τῆς ψυχῆς.
[14] Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 24.1.1 - 24.9.6» :
In aureum carmen 24.1.1 ` to In aureum carmen 24.9.6




Τῆς τῶν ἀσωμάτων καὶ σωματικῶν γενῶν καλῶς γνωσθείσης διατάξεως ἕπεται καὶ τὴν ἀνθρώπου οὐσίαν ἀκριβῶς γνωρίζεσθαι, οἵα τε οὖσα τυγχάνει καὶ οἵων δεκτικὴ παθημάτων, καὶ ὅτι ἐν μεθορίῳ ἐστὶ τῶν τε ἀπτώτων εἰς κακίαν καὶ τῶν πρὸς ἀρετὴν οὐ πεφυκότων ἀνάγεσθαι· διὸ καὶ ἐπαμφοτερίζει ταῖς σχέσεσιν, ὁτὲ μὲν ἐκεῖ ζῶν τὴν νοερὰν εὐζωΐαν, ὁτὲ δὲ ἐνταῦθα τὴν αἰσθητικὴν ἐμπάθειαν προσλαμβάνων, ἔνθεν καὶ λέγεται ὀρθῶς ὑπὸ Ἡρακλείτου, ὅτι ζῶμεν τὸν ἐκείνων θάνατον, τεθνήκαμεν δὲ τὸν ἐκείνων βίον. κάτεισι γὰρ καὶ ἀποπίπτει τῆς εὐδαίμονος χώρας ὁ ἄνθρωπος, ὡς Ἐμπεδοκλῆς φησιν ὁ Πυθαγόρειος, φυγὰς θεόθεν καὶ ἀλήτης, νείκεϊ μαινομένῳ πίσυνος. ἄνεισι δὲ καὶ τὴν ἀρχαίαν ἕξιν ἀπολαμβάνει, εἰ φύγοι τὰ περὶ γῆν καὶ τὸν ἀτερπέα χῶρον, ὡς ὁ αὐτὸς λέγει, ἔνθα Φόνος τε Κότος τε καὶ ἄλλων ἔθνεα Κηρῶν, εἰς ὃν οἱ ἐκπεσόντες Ἄτης ἂν λειμῶνα κατὰ σκότος ἠλάσκουσιν. ἡ δὲ ἔφεσις τοῦ φεύγοντος τὸν τῆς Ἄτης λειμῶνα πρὸς τὸν τῆς ἀληθείας ἐπείγεται λειμῶνα, ὃν ἀπολιπὼν τῇ ὁρμῇ τῆς πτερορρυήσεως εἰς γήινον ἔρχεται σῶμα ὀλβίου αἰῶνος ἀμερθείς. τούτοις δὲ καὶ ὁ Πλάτων ἐστὶ σύμφωνος περὶ μὲν τῆς καθόδου ταυτὶ λέγων· ὅταν δὲ ἀδυνατήσασα ἐπισπέσθαι μὴ ἴδῃ καί τινι συντυχίᾳ χρησαμένη πτερορρυήσῃ τε καὶ ἐπὶ τὴν γῆν πέσῃ, τότε νόμος ταύτην εἰς ζῷον θνητὸν εἰσοικίζεσθαι. περὶ δὲ τῆς ἀνόδου ταῦτα· ὅτι τὸν προσφύντα ὕστερον ὄχλον ἐκ γῆς καὶ ὕδατος καὶ ἀέρος καὶ πυρός, θορυβώδη καὶ ἄλογον ὄντα, λόγῳ κρατήσας ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ τῆς πρώτης καὶ ἀρίστης ἀφικνεῖται εἶδος ἕξεως, ὅτε καὶ εἰς τὸ ξύννομον ἄστρον ἀνάγεται ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος γενόμενος· ὑγιὴς μὲν τῇ τῶν παθῶν ὡς νοσημάτων ἀπαλλαγῇ, ὃ διὰ τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς παραγίνεται, ὁλόκληρος δὲ τῇ νοῦ καὶ ἐπιστήμης ὡς οἰκείων μερῶν ἀναλήψει, ὃ διὰ τῆς θεωρητικῆς ἀληθείας κατορθοῦσθαι πέφυκεν. καὶ πάλιν, ὡς δέοι τῇ ἐντεῦθεν φυγῇ τὴν ἀπὸ τῶν κρειττόνων γενομένην ἀπόστασιν ἐξιάσασθαι, σαφῶς παρίστησι φυγὴν τῶν τῇδε κακῶν τὴν φιλοσοφίαν ὁριζόμενος. συμπεφυκέναι γὰρ τὰ πάθη μόνοις τοῖς θνητοῖς ἀποφαίνεται διὰ τούτων· ἀλλ᾽ οὐδὲ ἀπολέσθαι τὰ κακὰ δυνατὸν οὔτε ἐν θεοῖς εἶναι, περὶ δὲ τόνδε τὸν τόπον καὶ τὴν θνητὴν φύσιν περιπολεῖν ἐξ ἀνάγκης. τοῖς γὰρ ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ πάντως που καὶ τὸ παρὰ φύσιν διατεθῆναι δύνασθαι παρέπεται, ὅπερ ἦν τῶν κακῶν ἀρχή. πῶς δὲ δεῖ ταῦτα φυγεῖν ἐπάγει· διὸ δεῖ ἐνθένδε ἐκεῖσε φυγεῖν. φυγὴ δὲ ὁμοίωσις θεῷ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀνθρώπῳ· ὁμοίωσις δὲ δίκαιον καὶ ὅσιον μετὰ φρονήσεως γενέσθαι. τὸν γὰρ ἀποδρᾶναι βουλόμενον τὰ κακὰ τὴν θνητὴν φύσιν πρῶτον ἀποστραφῆναι δεῖ· οὐ γὰρ οἷόν τε ταύτῃ συμπεφυρμένους μὴ καὶ τῶν ἑπομένων αὐτῇ κακῶν ἐξ ἀνάγκης ἀναπίμπλασθαι. ὥσπερ οὖν ἡ θεόθεν φυγὴ καὶ ἡ πτερορρύησις τῶν κουφιζόντων ἡμᾶς πρὸς τὰ ἄνω πτερῶν εἰς τὸν τῶν θνητῶν ἤνεγκε τόπον, οἶς τὰ κακὰ συνεισέρχεται, οὕτω καὶ ἡ τῆς θνητῆς προσπαθείας ἀποβολὴ καὶ ἡ τῶν ἀρετῶν οἷον πτερῶν τινων ἔκφυσις πρὸς τὸν τῶν κακῶν καθαρὸν τόπον, πρὸς τὴν θείαν εὐζωΐαν ἡμᾶς ἀνάξει. μέση γὰρ οὖσα ἡ τοῦ ἀνθρώπου οὐσία τῶν τε ἀεὶ νοούντων τὸν θεὸν καὶ τῶν μηδέποτε νοεῖν πεφυκότων ἄνεισί τε πρὸς ἐκεῖνα καὶ κάτεισι πρὸς ταῦτα, νοῦ κτήσει καὶ ἀποβολῇ πρὸς τὴν θείαν ὁμοίωσιν καὶ τὴν θήρειον διὰ τὸ τῆς φύσεως ἀμφίβιον ἀνὰ μέρος οἰκειουμένη.

[15] Βλ. Πρόκλος «Περὶ πρόνοιας καὶ εἱμαρμένης καὶ τοῦ ἐφ ἠμί, 60.1-7».
[16] Βλ. Πρόκλος «Περὶ πρόνοιας καὶ εἱμαρμένης καὶ τοῦ ἐφ ἠμί, 51».
[17] Βλ., Ἰάμβλιχος «Περὶ Μυστηρίων, 10.5.7 - 10.5.11» :
Myst 10.5.7 ` to Myst 10.5.11
ὁ θεωτὸς νοούμενος ἄνθρωπος, ἡνωμένος τὸ πρόσθεν τῇ θέᾳ τῶν θεῶν, ἐπεισῆλθεν ἑτέρᾳ ψυχῇ τῇ περὶ τὸ ἀνθρώπινον μορφῆς εἶδος συνηρμοσμένῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἐν τῷ τῆς ἀνάγκης καὶ εἱμαρμένης ἐγένετο δεσμῷ.

[18] Βλ., Πρόκλος «Περὶ πρόνοιας καὶ εἱμαρμένης καὶ τοῦ ἐφ ἠμί, 3».
[19] Βλ., Ἰάμβλιχος «Περὶ Μυστηρίων, 8.6.4 - 8.6.15» :
Myst 8.6.4 ` to Myst 8.6.15

 Δύο γὰρ ἔχει ψυχάς, ὡς ταῦτά φησι τὰ γράμματα, ὁ ἄνθρωπος· καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ, μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως, ἡ δὲ ἐνδιδομένη ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων περιφορᾶς, εἰς ἣν ἐπεισέρπει ἡ θεοπτικὴ ψυχή· τούτων δὴ οὕτως ἐχόντων ἡ μὲν ἀπὸ τῶν κόσμων εἰς ἡμᾶς καθήκουσα ψυχὴ ταῖς περιόδοις συνακολουθεῖ τῶν κόσμων, ἡ δὲ   ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητῶς παροῦσα τῆς γενεσιουργοῦ κυκλήσεως ὑπερέχει, καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἥ τε λύσις γίγνεται τῆς εἱμαρμένης καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος, θεουργία τε ὅση πρὸς τὸ ἀγέννητον ἀνάγεται κατὰ τὴν τοιαύτην ζωὴν ἀποτελεῖται.

Δύο γὰρ ἔχει ψυχάς, ὡς ταῦτά φησι τὰ γράμματα, ὁ ἄνθρωπος· καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ, μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως, ἡ δὲ ἐνδιδομένη ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων περιφορᾶς, εἰς ἣν ἐπεισέρπει ἡ θεοπτικὴ ψυχή· τούτων δὴ οὕτως ἐχόντων ἡ μὲν ἀπὸ τῶν κόσμων εἰς ἡμᾶς καθήκουσα ψυχὴ ταῖς περιόδοις συνακολουθεῖ τῶν κόσμων, ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητῶς παροῦσα τῆς γενεσιουργοῦ κυκλήσεως ὑπερέχει, καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἥ τε λύσις γίγνεται τῆς εἱμαρμένης καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος, θεουργία τε ὅση πρὸς τὸ ἀγέννητον ἀνάγεται κατὰ τὴν τοιαύτην ζωὴν ἀποτελεῖται.

[20] Βλ., Στοβαῖος «Ἀνθολόγιο : ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰάμβλιχου στὸν Μακεδόνιο γιὰ τὴν εἱμαρμένη, 2.8.43.1 - 2.8.48.12» :
Anthologium 2.8.43.1 ` to Anthologium 2.8.45.12

Οὐσία ἐστὶν ἄϋλος ἡ τῆς ψυχῆς καθ᾽ ἑαυτήν, ἀσώματος, ἀγέννητος πάντῃ καὶ ἀνώλεθρος, παρ᾽ ἑαυτῆς ἔχουσα τὸ εἶναι καὶ τὸ ζῆν, αὐτοκίνητος παντελῶς καὶ ἀρχὴ τῆς φύσεως καὶ τῶν ὅλων κινήσεων. Αὕτη δὴ οὖν καθ᾽ ὅσον ἐστὶ τοιαύτη, καὶ τὴν αὐτεξούσιον καὶ τὴν ἀπόλυτον περιείληφεν ἐν ἑαυτῇ ζωήν. <Καὶ> καθ᾽ ὅσον μὲν δίδωσιν ἑαυτὴν εἰς τὰ γιγνόμενα καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ παντὸς φορὰν ἑαυτὴν ὑποτάττει, κατὰ τοσοῦτον καὶ ὑπὸ τὴν εἱμαρμένην ἄγεται καὶ δουλεύει ταῖς τῆς φύσεως ἀνάγκαις· καθ᾽ ὅσον δὲ αὖ τὴν νοερὰν ἑαυτῆς καὶ τῷ ὄντι ἄφετον ἀπὸ πάντων καὶ αὐθαίρετον ἐνέργειαν ἐνεργεῖ, κατὰ τοσοῦτον τὰ ἑαυτῆς ἑκουσίως πράττει καὶ τοῦ θείου καὶ ἀγαθοῦ καὶ νοητοῦ μετ᾽ ἀληθείας ἐφάπτεται.

[21] Βλ., Στοβαῖος «Ἀνθολόγιο : ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰάμβλιχου στὸν Μακεδόνιο γιὰ τὴν εἱμαρμένη, 2.8.44.2 - 2.8.44.7» :
Anthologium 2.8.44.2 ` to Anthologium 2.8.44.7


Τὸν κατὰ νοῦν ἄρα βίον καὶ τὸν ἐχόμενον τῶν θεῶν διαζῆν μελετητέον· οὗτος γὰρ ἡμῖν μόνος ἀποδίδωσι τὴν ἀδέσποτον τῆς ψυχῆς ἐξουσίαν, ἀπολύει τε ἡμᾶς τῶν ἀναγκαίων δεσμῶν καὶ ποιεῖ ζῆν οὐκ ἀνθρώπινόν τινα βίον, ἀλλὰ τὸν θεῖον καὶ τῇ βουλήσει τῶν θεῶν ἀγαθῶν ἀποπληρούμενον.

[22] Βλ. Ἰεροκλὴς «Ὑπόμνημα εἰς τὰ Πυθαγορικὰ χρυσᾶ ἔπη, 1.3.1 - 1.6.5» :
In aureum carmen 1.3.1 ` to In aureum carmen 1.6.5



τὴν δὲ ὄντως ἀξίαν τοῦ κοσμοποιοῦ καὶ ἀριστοτέχνου θεοῦ μόνως ἂν ἐξεύροιμεν, εἰ καὶ θεῶν αἴτιον αὐτὸν καὶ ἀτρέπτων λογικῶν οὐσιῶν ποιητὴν θησόμεθα. τούτους γὰρ νῦν ἀθανάτους θεοὺς ὠνόμασεν ὁ λόγος τοὺς ἀεὶ καὶ ὡσαύτως νοοῦντας τὸν δημιουργὸν θεὸν καὶ ἀεὶ πρὸς τὸ ἐκείνου ἀγαθὸν συντεταγμένους καὶ ἀπ᾽ ἐκείνου τὸ εἶναι καὶ τὸ εὖ εἶναι ἀμερίστως τε καὶ ἀτρέπτως λαμβάνοντας, ὡς τῆς δημιουργικῆς αἰτίας εἰκόνας αὐτοὺς ὄντας ἀπαθεῖς καὶ ἀκακύντους. πρέπει γὰρ τῷ θεῷ καὶ τοιαύτας ὑποστῆσαι ἑαυτοῦ εἰκόνας καὶ μὴ πάσας τρεπτὰς καὶ ἐμπαθεῖς τῇ εἰς κακίαν ὑποφορᾷ, οἶαί εἰσιν αἱ ἀνθρώπιναι ψυχαί, τῶν λογικῶν φύσεων τὸ ἔσχατον οὖσαι γένος, ὥσπερ αὖ ἀκρότατον ἦν νῦν τὸ τῶν ἀθανάτων θεῶν λεγόμενον γένος. καὶ μήποτε πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν ἀθάνατοι θεοὶ οὗτοι ἐκλήθησαν ὡς μὴ ἀποθνήσκοντες τὴν θείαν εὐζωΐαν μηδὲ ἐν λήθῃ ποτὲ γιγνόμενοι μήτε τῆς ἑαυτῶν οὐσίας μήτε τῆς τοῦ πατρὸς 1.5 ἀγαθότητος. τούτοις δὲ ἡ ἀνθρωπίνη ψυχὴ τοῖς πάθεσιν ὑπόκειται, ποτὲ μὲν νοοῦσα τὸν θεὸν καὶ τὴν ἑαυτῆς ἀξίαν ἀπολαμβάνουσα, ποτὲ δὲ τούτων ἀποπίπτουσα. διὸ καὶ εἰκότως θνητοὶ θεοὶ λέγοιντο ἂν αἱ ἀνθρώπιναι ψυχαὶ ὡς ἀποθνῄσκουσαί ποτε τὴν θείαν εὐζωΐαν τῇ ἀπὸ θεοῦ φυγῇ καὶ ἀναβιωσκόμεναι αὐτὴν πάλιν τῇ πρὸς θεὸν ἐπιστροφῇ καὶ οὕτω μὲν ζῶσαι τὸν θεῖον βίον, ἐκείνως δὲ ἀποθνῄσκουσαι, ὡς οἷόν τε ἀθανάτῳ οὐσίᾳ θανάτου μοίρας μεταλαχεῖν, οὐ τῇ εἰς τὸ μὴ εἶναι ἐκβάσει, ἀλλὰ τῇ τοῦ εὖ εἶναι ἀποπτώσει. θάνατος γὰρ λογικῆς οὐσίας ἀθεΐα καὶ ἄνοια, οἷς ἕπεται καὶ ἡ περὶ τὸν βίον ἄμετρος τῶν παθῶν ἐπανάστασις. ἐν γὰρ τῇ ἀγνοίᾳ τῶν κρειττόνων ἀνάγκη δουλεύειν τοῖς χείροσιν, ὧν ἐλευθεριάσαι ἄλλως οὐχ οἷόν τε ἢ τῇ δι᾽ ἀναμνήσεως εἰς νοῦν καὶ θεὸν ἐπιστροφῇ.

[23] Βλ. Ἰάμβλιχος «Προτρεπτικὸς ἐπὶ Φιλοσοφία, 111.17 - 111.28» :
Protr 111.17 ` to Protr 111.28

Οἶμαι δ᾽ ὅτι καὶ τὸ ἐπὶ τούτοις εἰς τὸ αὐτὸ συντείνει· <τὰς λεωφόρους ὁδοὺς ἐκκλίνων διὰ τῶν ἀτραπῶν βάδιζε.> καὶ γὰρ τοῦτο τὴν μὲν δημώδη καὶ ἀνθρωπίνην ζωὴν ἀφιέναι παραγγέλλει, τὴν δὲ χωριστὴν καὶ θείαν μεταδιώκειν ἀξιοῖ, καὶ τὰ μὲν δοξάσματα τὰ κοινά φησι δεῖν ὑπερορᾶν, τὰ δὲ ἴδια καὶ ἀπόρρητα περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, καὶ τὴν μὲν πρὸς ἀνθρώπους φέρουσαν τέρψιν ἀτιμάζειν, τὴν δὲ τῆς θείας βουλήσεως ἐχομένην εὐπραγίαν περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, καὶ τὰ μὲν ἀνθρώπινα ἔθη ἐᾶν ὡς δημώδη, τὰς δὲ τῶν θεῶν θρησκείας ὡς ὑπερεχούσας τὴν δημώδη ζωὴν ἀνταλλάττεσθαι.

[24] Testimonia et fragmenta c6.33 ` to Testimonia et fragmenta c6.34
μελαν ούρου ἀπέχου· χθονίων γάρ ἐστι θεῶν.

[25] Βλ. Ἰάμβλιχος «Προτρεπτικὸς ἐπὶ Φιλοσοφία, 111.29 - 112.8» :
Protr 111.29 ` to Protr 112.8

Συγγενὲς δ᾽ ἐστὶ τούτῳ καὶ τὸ ἐφεξῆς· <μελανούρου ἀπέχου· χθονίων γάρ ἐστι θεῶν.> τὰ μὲν οὖν ἄλλα περὶ αὐτοῦ ἐν τῷ Περὶ συμβόλων ἐροῦμεν, ὅσα δὲ εἰς προτροπὴν ἁρμόζει, παραγγέλλει τῆς οὐρανίας πορείας ἀντέχεσθαι καὶ τοῖς νοεροῖς θεοῖς συνάπτεσθαι, τῆς τε ἐνύλου φύσεως χωρίζεσθαι καὶ περιάγεσθαι πρὸς τὴν ἄυλον καὶ καθαρὰν ζωήν, θεῶν τε θεραπείᾳ χρῆσθαι τῇ ἀρίστῃ καὶ μάλιστα τοῖς πρωτίστοις θεοῖς προσηκούσῃ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: