Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Θησέας - Ὁ Ἥρωας της Ἀθήνας καὶ οἱ ἄθλει του


Ὁ Θησέας εἶναι ὁ κατ' ἐξοχήν ἥρωας της Ἀθήνας, κατέχοντας την ἀντίστοιχη θέση στοὺς Ἴωνες ποὺ ἔχει ὁ Ἡρακλῆς στοὺς Δωριεῖς, μολονότι μία γενιά νεότερος. Μητέρα του εἶναι ἡ Αἴθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας καὶ πατέρας του ὁ Αἰγέας, βασιλιάς τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Αἰγέας μετά ἀπὸ δύο ἄγονους γάμους με τὴ Μήτα καὶ τὴ Χαλκιόπη ζήτησε τὴ βοήθεια του Μαντείου τῶν Δελφῶν, ἀναφορικά με το τι ἔπρεπε νὰ κάνει. Το Μαντεῖο του ἔδωσε ἕνα ἄσχετο καὶ ἀκαταλαβίστικο χρησμό: «Μὴν ἀνοίξεις το ἀσκῆ του κρασιοῦ σου πρὶν φτάσεις στὴν Ἀθήνα». Ὁ Αἰγέας, μὴ κατανοῶντας το νόημα του χρησμοῦ, ταξιδεύοντας πίσω στὴν Ἀθήνα πέρασε καὶ ἀπὸ την Τροιζήνα, στὴν ὁποῖα βασίλευε ο σοφός Πιτθέας, με σκοπό νὰ ζητήσει τὴ συμβουλή του. Ὁ Πιτθέας κατάλαβε ἀμέσως το χρησμό (νὰ μὴν μεθύσει πρὶν φτάσει στὴν Ἀθήνα), ἀλλὰ ἤθελε πᾶσι θυσία νὰ τον ζευγαρώσει με την κόρη του, Αἴθρα.

Ἔτσι, ὁ σοφός βασιλιάς διοργάνωσε μεγάλο συμπόσιο πρὸς τιμήν του Αἰγέα, στὸν ὁποῖο προσέφερε μεγάλη ποσότητα κρασιοῦ. Ὁ Αἰγέας μέθυσε, με ἀποτέλεσμα νὰ περάσει τὴ νύχτα με την Αἴθρα. Το ἑπόμενο πρωί, καταλαβαίνοντας τι εἶχε γίνει, ἀνακοίνωσε στὴν Αἰθρα ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιστρέψει μόνος στὴν Ἀθήνα καὶ νὰ μὴν μάθει κανείς ὅτι θὰ εἶχε ἀπόγονο, γιατί οἱ Παλλαντίδες, οἱ 50 γιοὶ του ἀδελφοῦ του, Πάλλαντα, διεκδικοῦσαν το θρόνο του. Ἐπιπλέον, ἄφησε παρακαταθήκη στὸ γιὸ του το ξίφος του καὶ τα σαντάλια του, τα ὁποία τοποθέτησε κάτω ἀπὸ μία μεγάλη πέτρα, δίνοντας ὁδηγίες στὴν Αἴθρα νὰ τον ὁδηγήσει στὸ μέρος αὐτὸ ὅταν θὰ ἦταν ἀρκετὰ δυνατός νὰ σηκώσει την πέτρα, νὰ ἀναλάβει καὶ νὰ πάει στὴν Ἀθήνᾳ, σε ἀναζήτηση του πατέρα του.

Καρπός της ἕνωσης τους ἦταν ὁ Θησέας, ποῦ μεγάλωσε στὴν Τροιζήνα, μαζί με τη μητέρα του καὶ τον παπποῦ του. Μεγαλώνοντας, ἔγινε ἕνας ὄμορφος καὶ δυνατός νέος. Ἕνα ἀπὸ τα πρῶτα του κατορθώματα ἦταν νὰ ἁρπάξει τον τρομερό ταύρῳ ποῦ εἶχε φέρει ὁ Ἡρακλῆς ἀπὸ την Κρήτη: ὁ ταῦρος, ποῦ βρισκόταν κοντά στὸ Μαραθῶνα, προκαλοῦσε μεγάλη ἀναστάτωση στὴν περιοχή καὶ ἔτσι ὁ Θησέας τον αἰχμαλώτισε με ἁλυσίδες καὶ τον προσέφερε θυσία στὸ Δελφίνιο Ἀπόλλωνα. Σύμφωνα με την παράδοση, ὁ Θησέας δὲν δέχτηκε νὰ του κόψουν ὅλα του τα μαλλιά, ὅπως συνηθιζόταν, ἀλλὰ μόνο τις μποῦκλες γύρω ἀπὸ το μέτωπό του. Το κούρεμα αὐτό ἔγινε ἀργότερα της μόδας, γνωστό ὡς «θησεῖα κόμη».

Λέγεται πῶς μία μέρα πρὶν ὁ Θησέας συλλάβει τον ταῦρο ἔβρεχε βαριά καὶ ζήτησε φιλοξενία σε ἕνα ἀπὸ τα σπίτια της περιοχῆς. Ἡ γριά ποὺ τον φιλοξένησε ὀνομαζόταν Ἐκάλη καὶ ἐπειδή εἶχε πεθάνει λίγο μετά πού ἔφυγε, ὅταν ἔγινε βασιλιάς στὴν Ἀθήνα ἔδωσε το ὄνομα της σε ἕνα χωριουδάκι της Ἀττικῆς, τὴ σημερινή Ἐκάλη, ποὺ εἶναι κτισμένα τα ἐξοχικὰ τῶν πλούσιων Ἑλλήνων. Λίγο πρὶν, ὅταν ὁ Θησέας ἦταν 7 ἀκόμη χρονῶν, ἐπισκέφθηκε την Τροιζήνα ὁ Ἡρακλῆς. Ὁ Θησέας ἔπαιζε με ἀλλά παιδιά στὰ Προπύλαια, ὅταν φανερώθηκε ὁ Ἡρακλῆς με την τρομερή του λεοντῆ ἀπὸ το δέρμα του λιονταριοῦ της Νεμέας· ἐνῶ ὅλα τα παιδιά σκορπίστηκαν ἀπὸ το φόβο τους, ὁ Θησέας, νομίζοντας - ὅπως καὶ τα ἀλλά παιδιά - πῶς ἡ λεοντῆ ἦταν πραγματικό λιοντάρι, ἅρπαξε ἕνα τσεκούρι καὶ ὅρμησε νὰ το σκοτώσει, ξαφνιάζοντας τον Ἡρακλῆ.

Ὅταν ἔγινε 16 χρονῶν, ὁ Θησέας ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὴ μητέρα του στὸ χῶρο ποῦ εἶχε ἀφήσει ὁ πατέρας του το ξίφος καὶ τα σαντάλια του. Με εὐκολία ἀνασήκωσε την πέτρα, ἀνάλαβε καὶ, ἀφοῦ του ἀποκαλύφθηκε ἡ πατρότητά του, ἀποφάσισε νὰ τραβήξει γιὰ την Ἀθήνα, σε ἀναζήτηση του Αἰγέα. Μάταια ὁ Πιτθέας καὶ ἡ Αἴθρα τον παρακαλοῦσαν νὰ χρησιμοποιήσει τὴ θάλασσα: ὁ Θησέας ἤθελε νὰ πάει μέσω της στεριᾶς, ποὺ ἦταν γεμάτη ἀπὸ ληστές καὶ τέρατα, γιὰ νὰ κατορθώσει τους νικήσει καὶ νὰ καθιερώσει το ὄνομα του σὰν ἥρωας, ὅπως ὁ Ἡρακλής, ποὺ τόσο ζήλευε.

Ἔτσι καὶ ἔγινε. Γιὰ τους ἄθλους καὶ τις περιπέτειές του δεῖτε παρακάτω.

Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν τῶν κατορθωμάτων του Θησέα ἦταν ἡ φήμη του νὰ προηγηθεῖ της ἀφίξεις του στὴν Ἀθήνα. Την ἰδία ἐποχῆ ὁ Αἰγέας νυμφεύτηκε τὴ Μήδεια, , κόρη του βασιλιά Αἰήτη της Κολχίδας. Η Μήδεια γνώριζε την ταυτότητα του Θησέα, την ὁποῖα ὅμως ἀγνοοῦσε ὁ Αἰγέας. Ἔτσι, ἡ Μήδεια τρομοκρατοῦσε τον Αἰγέα ἀναφορικά με την ἄφιξη του Θησέα, λέγοντάς του ὅτι θὰ ἐρχόταν γιὰ νὰ καταλάβει το βασίλειό του, ἀποφεύγοντας νὰ του ἀποκαλύψει ὅτι ἦταν ο ἴδιος του ὁ γιὸς. Ἔτσι, τον ἔπεισε να σκοτώσει το Θησέα, ὅταν αὐτὸς θὰ ἐρχόταν στὴν πόλη του.

Ὁ Αἰγέας ἀποδέχτηκε με τιμές το νέο, του ὁποίου ἡ ρώμη καὶ το κάλλος εἶχαν ἀποχτήσει ἤδη μυθικές διαστάσεις καὶ διοργάνωσε πρὸς τιμήν του συμπόσιο, στὸ ὁποῖο του προσέφερε ἕνα κύπελλο με δηλητήριο, στὴ θέση του κρασιοῦ. Την ὥρα ποῦ ὁ Θησέας σήκωσε το σπαθί του γιὰ νὰ κόψει ἕνα κομμάτι ἀπὸ το θυσιασμένο ζῶο, ὁ πατέρας του ἀναγνώρισε το ξίφος καὶ, σχεδόν ἀμέσως, τα σαντάλια του.

Ἔτσι, δευτερόλεπτα πρὶν ὁ Θησέας ἀρχίσει νὰ πίνει το δηλητήριο, ὅρμησε πάνω του, ἅρπαξε το κύπελλο ἀπὸ τα χέρια του, ἔχυσε το περιεχόμενό του σε μία γλάστρα καὶ του ἐξήγησε ὅτι ἦταν ὁ πατέρας του. Ὕστερα, θέλοντας νὰ τιμωρήσει τὴ Μήδεια, ποῦ τον εἶχε ξεγελάσει, την ἐξόρισε στὴν πατρίδα της καὶ κάλεσε το λαό τῶν Ἀθηνῶν νὰ ὑποδεχτεῖ τον ρωμαλέο νέο. Το γεγονός αὐτὸ θορύβησε τους γιοὺς του Πάλλαντα, πού χωρίστηκαν σε δύο ὁμάδες (μία πῆγε στήν Ἀθήνα φανερά καὶ μία κρυφά), με σκοπό νὰ δολοφονήσουν το Θησέα.

Ὁ Θησέας εἶχε πληροφορηθεῖ γιὰ τις κινήσεις τους καὶ ξαφνιάζοντας τους ὑπὸ κάλυψη ἐξαδέλφους του τους σκότωσε, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή καὶ διέφυγαν. Στή δίκη ποὺ ἐπακολούθησε, ὁ Θησέας ἀθωώθηκε λόγῳ του κείμενου δικαίου.

Λέγεται μάλιστα πὼς γιὰ πρώτη φορά κάποιος ποὺ σκότωσε συγγενεῖς καὶ δικάστηκε ἀθωώθηκε.

Οἱ ἆθλοι του Θησέα

Ὅπως ἀναφέραμε παραπάνω, ὁ Θησέας ἐπέλεξε νὰ πάρει το δρόμο της στεριᾶς γιὰ νὰ φτάσει στὴν Ἀθήνα, παρά τις προτροπές του Πιτθέα καὶ της Αἰθρας, καθώς ἡ στεριά ἦταν γεμάτη ἀπὸ τέρατα καὶ ληστές. Καὶ πράγματι, ὁ Θησέας ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς τόσες πολλές προκλήσεις, ποῦ δίκαια θὰ λέγαμε ὅτι κατέχει ἀντίστοιχη θέση με τον Ἡρακλῆ, ποὺ τόσο ζήλευε. Σε αὐτὸ το μέρος του ἄρθρου, θὰ δοῦμε τους ἄθλους ποὺ ἐπιτέλεσε ὁ Θησέας στὴ διαδρομή του ἀπὸ την Τροιζήνα πρὸς την Ἀθήνα.

Ὁ πρῶτος ληστής ποὺ ἀντιμετώπισε ἦταν ὁ Περιφήτης, γιὸς του Ἥφαιστου, ποῦ δροῦσε στὸ βουνό Ἀραχναίο, κοντά στὴν Ἐπίδαυρο. Ἔστηνε καρτέρι στοὺς περαστικούς καὶ τους σκότωνε με ἕνα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο, γι’ αὐτὸ ὀνομαζόταν καὶ Κορυνήτης, ἀπὸ την «κορύνη», ποὺ στὰ Ἀρχαία Ἑλληνικά σήμαινε «ρόπαλο». Ὁ Θησέας πάλεψε μαζί του, τον νίκησε, τον σκότωσε καὶ κράτησε το ρόπαλο γιὰ τον ἑαυτό του.

Ἀμέσως μετά οἱ Κενχρεαί, κοντά στὸν Ἰσθμὸ, ἦταν ἡ πατρίδα του Σίνη του Πιτυοκάμπτη (πεῦκο-τανάλιας). Ὅπως λέει καὶ το ὄνομα του, ὁ γιὸς του Ποσειδῶνα σκότωνε τους περαστικούς με τον ἐξῆς σκληρό τρόπο: Κατέβαζε κάτω δύο παράλληλους γειτονικούς πεύκους, στοὺς ὁποίους ἔδενε τους περαστικούς. Μόλις τους ἔδενε σφικτά, ἄφηνε τα πευκόδεντρα νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἀρχικὴ ὁριζόντιά τους θέση, με ἀποτέλεσμα νὰ τεντώνουν βίαια καὶ νὰ διαμελίζουν το ἄτυχο θῦμα ἀπὸ τὴ μέση. Με τον ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὁ Θησέας σκότωσε τον ἀκάρδῳ ληστή.

Ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ την Κόρινθο, ἔφτασε στόν Κρομμύωνα, στὴν περιοχή ποὺ σήμερα βρίσκεται ὁ οἰκισμός τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ὁπού με ἀκόντια καὶ ξίφη σκότωσε μία ἀγριογουρούνα, τὴ Φαιά, κόρη του Τυφῶνα καὶ της Ἔχιδνας, ποὺ προκαλοῦσε φοβερές ζημιές στήν περιοχή. Ἡ Φαιά ἦταν μητέρα του Καλυδώνιου καὶ του Ἐρυμάνθιου κάπρου.

Την ἑπομένη του στάση - καὶ, ἴσως, την πιὸ ἐπικίνδυνη - την ἔκανε στὶς «Σκιρωνίδες Πέτρες», ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται σήμερα ἡ Κακιά Σκάλα, κοντά στὰ Μέγαρα. Ἐκεῖ, τον δρόμο ἀποτελοῦσε ἕνα θεόστενο μονοπατάκι, κατασκευασμένο ἴσα νὰ χωρεῖ μόνο ἕνας ταξιδιώτη. Τέλος πάντων, ἀπὸ την μία πλευρά ὑπῆρχαν οἱ ὁρμητικές κλίσεις τῶν βουνῶν, ἐνῶ ἀπὸ την ἄλλη ὑπῆρχε μία ἄγονη καὶ ἀφιλόξενη παραλία.

Τα βουνά κυριαρχοῦσε ὁ Σκίρωνας, γιὸς του Κορίνθου καὶ ἐγγονός του Πέλοπα, ποὺ ὑποχρέωνε τους περαστικούς νὰ σκύψουν νὰ του πλύνουν τα πόδια. Μόλις κόντευαν νὰ τελειώσουν, τους ἔδινε μία κλωτσιά καὶ ἔπεφταν στὴν παραλία, την ὁποία κυρίευε μία τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, ποὺ καταβρόχθιζε με μανία τους περαστικούς ποὺ της ἔριχνε ὁ Σκίρωνας. Ὁ Θησέας πλήρωσε το Σκίρωνα με το ἴδιο νόμισμα, ἐνῶ ἀργότερα κατέβηκε στὴν παραλία καὶ σκότωσε τὴ χελώνα. Το καβούκι της το ἔκανε ἀσπίδα.

Στήν Ἐλευσῖνα, ὁ Θησέας κατόρθωσε να νικήσει τον Κερκύονα, γιὸ του Ποσειδῶνα καὶ ἄριστο πυγμάχο, ὁ ὁποῖος προκαλοῦσε τους διαβάτες σε μάχη μέχρι θανάτου (mortal combat ποὺ λέμε). Ὁ Θησέας τον σήκωσε ψηλά καὶ τον προσεδάφισε με τόση δύναμη, ποὺ σκοτώθηκε ἀπὸ τὴ σύγκρουση.

Τέλος, ἡ τελευταία πρόκληση γιὰ το Θησέα στὸ δρόμο του ἦταν ἡ συνάντησή του με το ληστή Προκρούστη, ἐπίσης γιὸ του Ποσειδῶνα. Ὁ Προκρούστης εἶχε τὴ βάση του στὴν Ἱερὰ Ὁδὸ, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται σήμερα το Δαφνί στὸν Κάτω Κηφισό, ἐνῶ, ὅπως καὶ ἄλλοι ληστές, εἶχε καὶ διάφορα ψευδώνυμα, ὅπως Δαμάστης ἡ Πολυπήμονας. Προσφερόταν νὰ παράσχει φιλοξενία στοὺς περαστικούς, ἀλλὰ τους ὑποχρέωνε νὰ ξαπλώσουν σε εἰδικὸ κρεβάτι ποῦ εἶχε: τους ψηλούς τους ἔβαζε σε ἕνα μικρό κρεβάτι, ἐνῶ τους κοντούς σε ἕνα μεγάλο. Ἀπὸ τους μὲν ψηλούς ἔκοβε το ἐξέχον ἄκρο, τους δε κοντούς τους ὑπέβαλλε στὴν πιὸ κάτω δοκιμασία: τους ἔδενε με λουριά καὶ τους τέντωνε μέχρι νὰ φτάσουν το ἀπαιτούμενο μῆκος. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, ἀφοῦ ὁλοκλήρωνε τα βασανιστήριά του, τους σκότωνε καὶ καρπούταν τα τιμαλφῆ τους. Ο Θησέας δὲν ὑπέστη τὴ δοκιμασία καὶ σκότωσε τον Προκρούστη με τον ἴδιο τρόπο ποὺ σκότωνε τα θύματά του.

Μετά ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τις δοκιμασίες ἔφτασε στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ συναντήσει τον πατέρα του μέσα ἀπὸ διάφορες δυσκολίες. Ἡ φήμη του καὶ το κάλλος του ἔγιναν τόσο μεγάλες, ποὺ ἀπέκτησαν μυθικές διαστάσεις...


(φώτο:Ο Θησέας σκοτώνει τον Προκρούστη-Αττικό αγγειο 380 π.Χ.)

Αποτέλεσμα εικόνας

Αποτέλεσμα εικόνας
Σχετική εικόνα

Σχετική εικόνα
 
Αποτέλεσμα εικόνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: