Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Αὐτὴ ἦταν ἡ συγκλονιστική ἀπολογία του Κολοκοτρώνη!



  ἀπολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ καὶ ἀπὸ το βιβλίο του ταξιάρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγῶν Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καὶ Δημητρίου Πλαπούτα».
  Θόδωρος Κολοκοτρώνης, πρωταγωνιστής στὴν Ἐπανάσταση του 1821, στρατηγός, πολιτικός, πληρεξούσιος καὶ σύμβουλος της Ἐπικράτειας, ἔμεινε γνωστός καὶ ὥς Γέρος του Μοριά.
Το 1833, ὅμως, οι διαφωνίες του με την Ἀντιβασιλεία τον ὁδήγησαν, μαζί με ἄλλους ἀγωνιστές, στὶς φυλακές του Ιτς-Καλέ στὸ Ναύπλιο με την κατηγορία της ἐσχάτης προδοσίας.
  ἀπολογία του
Πρόεδρος: Ὁρκίζομαι νὰ εἴπω την ἀλήθεια καὶ μόνη την ἀλήθεια εἰς ὁ,τι ἐρωτηθῶ.
Ὁρκίζομαι.  (Κάθονται ὅλοι στὶς θέσεις τους).
Πώς ὀνομάζεσαι;
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ἀπὸ
πού κατάγεσαι;
Ἀπὸ
το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
Πόσων ἐτῶν εἶσαι;
Ἑξῆντα
τέσσερων.
Τι ἐπάγγελμα κάνεις;
Στρατιωτικός. Στρατιώτης ἤμουνα. Κράταγα ἐπὶ 49 χρόνια στὸ χέρι το ντουφέκι καὶ πολεμοῦσα νύχτα μέρα γιὰ την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δὲν κοιμήθηκα μία ζωή. Εἶδα τους συγγενεῖς μου νὰ πεθαίνουν, τ΄ ἀδέρφια μου νὰ τυραννιοῦνται καὶ τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
Τι ἀπολογεῖσαι γιὰ την κατηγορία ποῦ σου ἀποδίδεται;
Τον ἀπερασμένο Ἰούλη διάηκα στὴν Τριπολιτσά γιὰ νὰ στεφανώσω εν' ἀντρόγενο. Ἀπῶ κεῖ τράβηξα, μαζί με τὴ νύφη μου, γιὰ το μοναστήρι της Ἅγια- Μονῆς. Την παραμονή της Παναγιᾶς ἦρθε κι ὁ Ρώμας στὴν Καρύταινα ὅπου καθίσαμε κάνα δύο μέρες. Ἔπειτα ὁ Ρώμας ἔφυγε κι ἐγὼ γύρισα στὴν Τριπολιτσά στὶς 18 τ' Αὐγούστου.
Εἶχες
προηγουμένως ἄλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
Δὲν
εἶχα πρίν καμία συνάντηση μαζί του. Τον ἀντάμωσα γιὰ πρώτη φορά στὴν Τριπολιτσά. Μακριές ὁμιλίες δὲν εἴχαμε. Τρώγαμε ὅμως μαζί.
Καὶ
τι λέγατε;
Τα συνηθισμένα ὅπου λένε οἱ ἄνθρωποι ὅταν τρῶνε ἀντάμα ψωμί.
Δὲν
  εἶχες την περιέργεια νὰ ρωτήσεις τον Ρώμα γιὰ τα ὅσα διέδιδε περί Ἀντιβασιλείας;
Καμία περιέργεια δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου.
Τον ἄλλον καιρό τι ἔκανες στὴν Τριπολιτσά;
Πάγαινα στὸ παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες καὶ τους μίλαγα ἐπειδής ἤτανε ἐρεθισμένοι ἀπὸ κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους ἔλεγα: «Βρὲ τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιᾶς καὶ τι πλερώνετε τώρα; Δὲν πλερώνετε τώρα λιγότερα ἀπ' τον καιρό της τουρκιᾶς;». Καὶ τους τ' δειχθῆναι με παραδείγματα.
Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
Ναί
, τον γνωρίζω. Ἦρθε μάλιστα στὴν Τριπολιτσά γιὰ νὰ δῆ το Ρώμα. Σὰ μπατζανάκης του ποῦ εἶναι.
Τι παράγγειλες μ' αὐτὸν στὸ γιὸ σου το Γενναῖο στ΄ Ανάπλι;
Τίποτα. Οὔτε εἶχα καί τίποτα να του παραγγείλω.
Ποιοί
ἄλλοι ἦταν τότε στὴν Τριπολιτσά;
Νικηταράς καὶ Πλαπούτας ποῦ εἴχανε ἔρθει ἀπ' τα χωριά τους.
Τι ἄκουσες περί μιᾶς ἀναφοράς ἐναντίον της Αντιβασιλείας καὶ των Βαυαρών;
Δὲν
ἄκουσα τίποτα οὔτε καί μου μίλησε ποτέ κανείς γιὰ καμία τέτοια ἀνά-φορά.
Δὲν
ἄκουσες τίποτα;
Ὄχι.
Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά καὶ Καπογιάννη;
Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω ἀπ' τον ἐμφύλιο πόλεμο. ὁ Μπαλκανάς ἤτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δύο φορές μου 'φύγε ἀπ' τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δὲν τον γνωρίζω.
Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρῆστο Νικολάου, τον ξέρεις;
Ναὶ.
Είν' ἕνα ξόανο παρέλασαι.
Τον Ἀλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
Τον γνωρίζω, εἶναι μάλιστα και συγγενής μου.
Ἤξερες
πῶς θὰ πήγαινε στη Λιβαδειά;
Όχι, δεν το ήξερα. Απ' τον κόσμο το ἄκουσα πὼς πῆγε.
Δὲν
τον εἶχες δεῖ προηγουμένως;
Ὄχι.
(Δείχνοντάς το). Εἶναι ἀληθινό αὐτὸ το γράμμα του Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν της Ρωσίας πρὸς ἐσένα;
Ναὶ
, εἶναι.
Πώς πῆρε ἀφορμὴ νὰ σου γράψει ὁ Ρῶσος ὑπουργός;
Ἦταν
ἀπάντηση σ' ἕνα δικό μου γράμμα. Πήρ' ἀφορμὴ γιὰ νὰ του γράψω ἀπὸ τοῦτο δῶ το περιστατικό: Ἅμα ἦρθε ὁ Βασιλιάς μας, ὁ πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν ἄφησε ἕνα γράμμα του στὸ περιβόλι μου συστήνοντάς με στοὺς Ρώσους καπετάνιους του Αἰγαίου. Γι' αὐτό ἔκαμα κι ἐγώ ἕνα ἴδιο γράμμα συστήνοντας αὐτὸν καὶ το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δὲ μου πέρασε ἡ ἰδέα πῶς αὐτὸ βλάφτει εἴτε είν' εμποδισμένο. Τόκαμα ἀπὸ λεπτότητα.
Τι ἄλλο ἔγραφες σ' αὐτὸ το γράμμα;
Τίποτις ἄλλο ἀπ' τη σύσταση. Ὅσο γιὰ το γράμμα ποῦ ἔλαβα ἔλεγε ν' ἀγαποῦμε το βασιλιά μας καὶ τη θρησκεία μας. Ἄλλο δὲ θυμοῦμαι. Σ' αὐτὸ φαίνεται τι μου γράφει ὁ Ρῶσος ὑπουργός, φανερώνοντας ἔτσι με πιὸ πνεῦμα τούγραψα κι ἐγὼ
Πότε ἔφυγες γιὰ τελευταία φορά ἀπὸ δω;
Δὲ
θυμᾶμαι καλά. Θαρρῶ στὶς ἀρχὲς του Ἰούλη. Ἤτανε ἡ πρώτη φορά ποῦ 'φυγα ἀπὸ ὅταν ἦρθε ὁ βασιλιάς.
Καὶ γιατί ἔφυγες;
αἰτία ὅπου μ' ἔκανε ν' ἀφήσω την ἐδῶ ἥσυχη ζωή μου εἶναι, πρῶτο γιατί ἐγὼ εἶμαι βουνίσιος καὶ με πειράζει ἡ ζέστη, δεύτερο γιὰ νὰ στεφανώσω ἕνα ἀντρόγενο καὶ τρίτο γιατί μούγραψε ὁ γιὸς μου ο Γενναῖος μὴν ἀρρωστήσω καὶ γι' αὐτὸ καθόμουνα στὴν Τριπολιτσά γιὰ τον καθαρό ἀέρα.
Καὶ
σ' ὅσους ἀρχόντουσαν νὰ σε ἰδοῦν τι τους ἔλεγες;
Τους συμβούλευα, καθώς ἔκανα καὶ στὴν Ἅγια-Μονή, ὅπου ἔβαλα λόγο γι' αὐτὸ.
Ἔχεις
ἄλλο τίποτα νὰ πεῖς γιὰ ὅσα σε κατηγοροῦν;
Τούτῳ
δῶ μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη ἡ Πατρίδα ἤτανε χωρισμένη στὰ δύο. Ἐγώ ἅμα ἔμαθα το διορισμό του Βασιλιά, ἔκαμα τὴ σημαία του καὶ σύναξα κι ὅλους τους φίλους μου καὶ κάμαμε μίαν ἀναφορά στὴ Βαυαρία φανερώνοντας την ἀφοσίωσή μας. Ὅταν ήρθ' ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ἀνθρώπους μου κι ἡσύχασα.
Τότε, γιατί ἀντενέργησες στὸ βασιλιά σου καὶ στὴν Ἀντιβασιλεῖα.
Ἐγώ
ν' ἀντενεργήσω; Μὰ δὲ ξέρετε λοιπόν κι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι κι ὅλοι οἱ Ἕλληνες πόσο πάσκισα στὸν καιρό του σηκωμού ν' ἀποχτήσει το ἔθνος κεφαλή καὶ νὰ μου λείψουν οἱ φροντίδες; Ἅμα ὁ Θεός μου 'δῶσε Βασιλέα, ἐγώ εἶπα σ' ὅλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ' εὐτυχισμένος. Θὰ κρεμάσω την κάπα μου στὸν κρεμανταλά καὶ θὰ πλαγιάσω στὴν καλύβα μου ν' ἀποθάνω ἥσυχος κι εὐχαριστημένος».
Αὐτὰ
εἶπε ὁ Γέρος καὶ κάθισε στὸν πάγκο του, ἐνῶ στὴν αἴθουσα ἁπλώθηκε βαθιά σιωπή καὶ ἀγωνία.
Στὶς
25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: