Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Βρίζοντας καὶ πολεμῶντας - Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης



Βρίζοντας καὶ πολεμῶντας - Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης

Ξέρουμε ότι στὴν σημερινή ἐποχῆ ποῦ ζοῦμε, πρέπει νὰ προσέχεις τον τρόπο ποῦ μιλᾶς καὶ φυσικά νὰ δείχνεις τον ἀπαιτούμενο σεβασμό στὸν συνομιλητή σου. Αὐτὸ φυσικά δὲν ἴσχυε στὴν Ἐπανάσταση του 1821. Ἐκεῖ οἱ "τρόποι" ἔμεναν στὸ σπίτι.

'Ἐκεῖνος ἀπὸ τούς ἀρχηγούς του '21 ποῦ χαρακτηριζόταν περισσότερο ἀπ' ὅλους γιὰ την ἀνεξέλεγκτη γλῶσσα του ἦταν ὁ μεγάλος Ἕλληνας Στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ὀρεσίβιος καὶ ἁδρὸς, ἄνθρωπος ποῦ ἔζησε μέχρι τέλους της ζωῆς του τὴ φτηνή εἰρωνεία ὅσων ἤθελαν νὰ θυμοῦνται πῶς ἦταν «ὁ μούλος» «γιὸς της καλογριᾶς», βρῆκε διέξοδο, γιὰ νὰ ξεπεράσει την ὀργὴ του καὶ νὰ ἐπιβληθεῖ σ' ἕνα δύσκολο γι' αὐτὸν κοινωνικό περιβάλλον, στὸν παραληρηματικό βωμολοχικό λόγο. Η βωμολοχία του ἦταν τόσο συνεχής καὶ ἔντονη, ποῦ οἱ συναγωνιστές του χρειάστηκε νὰ ἀποδεχθοῦν το ἐλάττωμα του αὐτὸ ὡς «χούι», προκειμένου νὰ μπορέσουν νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ συμπονοῦνε μαζί του.

Ἡ αὐτοσυγκράτηση αὐτὴ δὲν ἐπιτυγχανόταν, πάντως, ἀπ' ὅλους τούς συμπολεμιστές του καὶ σ' ὅλες τις περιστάσεις. Νά πώς ἀπαντᾶ ὁ Καραϊσκάκης στὴν πρόταση συμφιλίωσης ποὺ του στέλνει στὰ 1824 με ἐπιστολή ὁ ὁπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης: «Γενναιότατε ἀδελφὲ καπετάν Νικόλα, ...εἶδα ὅσα με γράφεις. Ἔχει καὶ τουμπλέκια [τουρκικά ὄργανα του ἱππικοῦ] ὁ πούτζος μου, ἔχει καὶ τρουμπέτες [ἑλληνικά ὄργανα]. Ὅποια θέλω ἀπὸ τα δύο θὰ μεταχειρισθῶ...».

Ἡ ἀνταπάντηση ἦρθε στὸ ἴδιο κλίμα: «Ἐπειδὴ ἔχεις καὶ τουμπλέκια καὶ τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ὁ πούτζος μας καὶ με τουμπλέκια καὶ με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει...».

Κάποτε στὰ χρόνια του ἐμφυλίου τον πέρασαν ἀπὸ δίκη.... καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἀρματωμένος παρουσιάστηκε μπροστά τους γιὰ νὰ δικαστεῖ τους εἰπέ: «Γιατί μωρέ με φέρατε ἐδῶ; Ποῖο παράνομο ἔκανα;»

Ἐκεῖνοι κίτρινοι ἀπὸ ντροπή σὰν εἶδαν την περηφάνια του, δειλά του εἶπαν: «Γιὰ τὴ γλῶσσα σου θὰ σε δικάσουμε Καραϊσκάκη».

Τότε ἐκεῖνος ἀπήντησε: «Φτου σας μωρέ, γιατί ἄν με δικάσετε γιὰ τὴ γλῶσσα μου, ἑφτὰ ζωές νὰ εἶχα, δὲν θὰ τὴ γλύτωνα. Το ἔχω χούϊ μωρέ. Δὲν εἶμαι ὅμως κακός Ἕλληνας ἐγώ».

Τότε ἕνας δικαστής του εἰπὲ: «Καραϊσκάκη σου εἴπαμε νὰ το κόψεις αὐτὸ το χούϊ!».

Καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἀπάντησε: «Κυρ - Πάνο εἶσαι περίπου 70 χρονῶν. Σου ἔχω πεῖ πολλές φορές νὰ κόψεις το χούϊ ποῦ ἔχεις νὰ γκαστρώνεις τις τσούπρες. Ἐσὺ ὅμως δὲν τόκοψες». Καὶ συνέχισε: «Ἐσεῖς μωρέ δὲν βλέπετε τις προστυχιές ποῦ κάνετε με τους ἀγάδες καὶ τους μπέηδες;» Ἔκανε μεταβολή καὶ ἔφυγε. Η δίκη γελοιοποιήθηκε ἀλλὰ ἀπόφαση ἔβγαλε.

Νὰ πῶς ἀναφέρεται στὰ Ἑλληνικά Χρονικά (εἶχαν βάλει την χερούκλα τους ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ὁ Γιαννης ὁ Ράγκος): «ὁ Καραϊσκάκης εἶχε κρυφήν ἀνταπόκρισιν με τους ἐχθρούς της πίστεως καὶ της πατρίδος ἀπὸ τον Ὀμέρ πασᾶν ἐζήτησε μπουγιουρντί διὰ νὰ γίνει καπετάνιος τῶν Ἀγράφων. ὑπόσχετο εἰς τον ἐχθρὸν νὰ πιάσει την Τατάραιναν (το μοναστήρι της Τατάρνας) με χιλίους στρατιώτας καὶ εὐμβούλευε νὰ ἔβγη ὁ ἀποστάτης Βαρνακιώτης μαζί με χιλίους εἰς το Ξηρόμερον; «ὑπέσχετο εἰς τον ἐχθρὸν νὰ τραβήξη πρὸς ἑαυτόν στρατηγούς καὶ χιλιάρχους Ἕλληνας ἐναντίον της πατρίδος.»

γιὰ νὰ ἀπαντήσει με ἐπιστολή ὁ Καραϊσκάκης κάνοντας τους καὶ πλάκα ἀπὸ πάνω.

«ἐμένα ἡ κακή τύχη μου καὶ ἀρρώστησα ὀπίσω. Δὲν ἠξεύρω κιόλα ἀπὸ τα κρύα τα πολλά ἦταν ἡ ἀπὸ τους ἀφορισμούς ὅπου μου ἐκάμετε, καὶ σας παρακαλῶ νὰ με συγχωρέσει ἡ Διοίκησις καὶ ὅλοι οἱ χριστιανοί καὶ νὰ μου σταλεῖ καὶ μία εὐχὴ συγχωρητική παρά του ἀρχιερέως..».

Την 1ην Ἰουλίου 1823 ὁ Μαχμούτ πασᾶς ἔστειλε στὸν Καραϊσκάκη ἐπιστολή:

«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Εἶμαι πιστός, εἶμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται ἀπὸ χριστιανούς. Ἐδιορίσθην ἀπὸ τον Σουλτάνον νὰ ἡσυχάσω τους λαούς. Δὲν θέλω νὰ χύσω αἷμα. Μὴ γένοιτο. Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι με ἐμένα, πρέπει νὰ εἶναι πλησίον μου. Ὅποιος δὲν θέλει ἄς καρτερεῖ τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ἡμέραις σας δίδω καιρόν νὰ σκεφτεῖτε».

Ὁ Καραϊσκάκης ἀπάντησε με ἄλλη ἐπιστολή:

«Μου γράφεις ἕνα μπουγιουρντί, λέγεις νὰ προσκυνήσω

κι ἐγὼ, πασᾶ μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ἴδιον

κι αὐτὸς μου ἀποκρίθηκε νὰ μὴν σε προσκυνήσω

κι ἄν ἔρθεις κατ’ ἐπάνω μου, εὐθύς νὰ πολεμήσω».


Πραγματικό, ὅμως, ρεσιτάλ ὕβρεων ἀπίστευτης σύλληψης καὶ γλαφυρότητας περίμενε τους Ὀθωμανούς συνομιλητές του, ὅταν αὐτοὶ ἔρχονταν σε ἐπαφὲς μαζί του - σε περιόδους ποῦ ὁ Καραϊσκάκης δὲν βρισκόταν στὶς συνηθισμένες μέχρι το 1825 γι' αὐτὸν συνδιαλλαγές μαζί τους γιὰ να κρατήσει το ἀρματολίκι τῶν Ἀγράφων.

Ἔτσι, στὰ 1823 ὁ Καραϊσκάκης λέει, ἀπευθυνόμενος στὸν ἀπεσταλμένο του ἀρχηγοῦ του τουρκικοῦ στρατεύματος τῶν Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα: «Ἔλα, σκατότουρκε... ἔλα Ἑβραῖε, ἀπεσταλμένε ἀπὸ τους γύφτους, ἔλα ν' ἀκούσεις τα κερατᾶ σας, γαμῶ την πίστιν σας καὶ τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε κερατᾶδες... Δὲν ἐντρέπεσθε νὰ ζητεῖτε ἀπὸ ἡμᾶς συνθήκην με ἕναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -νὰ τον χέσω καὶ αὐτὸν καὶ τον Βεζίρην σας καὶ τον Ἑβραῖον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!»

- Ἦταν στὰ 1823. Ὕστερα ἀπ τὴ μάχη στὸ Κεφαλόβρυσο φέρνουν νεκρό τον ἥρωα Μάρκο Μπότσαρη στὸ Μοναστήρι. ὁ Καραϊσκάκης, ποῦ ἦταν ἄρρωστος στὸ Μοναστήρι, σηκώθηκε απ το κρεβάτι του καὶ ἀσπάστηκε το νεκρό με τοῦτα τα λόγια.: «Ἄμποτε, Μάρκο ἥρωα μου, νὰ πάω κι ἐγὼ ἀπὸ τέτοιο θάνατο».

Καὶ ὕστερα συμπλήρωσε μπρὸς στὸ νεκρό ἥρωα: «Ὁ Μᾶρκος ἤτανε τρανός. Εἶχε μυαλό ὅσο κανείς ἄλλος. Καρδιά λιονταριοῦ. Οὔτε το δάχτυλό του δέ φτάνουμε ἐμεῖς»

- Στὸ μοναστήρι του Προυσού πεσμένος στὸ κρεβάτι ἀπ' τὴ φυματίωση κατά το 1823.

- Οἱ δυνάμεις σου, στρατηγέ μου, πέσανε πολύ, του λέει ὁ γιατρός.
- Ὁ πούτσος μου ἔπεσε, ὡρέ, ὄχι οἱ δυνάμεις μου!, του λέει!

Την ἴδια ἐποχῆ καὶ ἐνῶ ἦταν ἀκόμα ἄρωστος,ὁ Καραϊσκάκης παροτρύνθηκε ἀπὸ κάποιο καλόγερο νὰ τάξει στὴν Προυσιώτισσα ἕνα δῶρο γιὰ νὰ γίνει καλά.

"Τι νὰ δώσω ὀρέ!... Δὲν ἔχω τίποτε ἄλλο ἀπ' το μουλάρι μου καὶ το τάζω," εἶπε χαμογελῶντας πικραμένα. Ἀφοῦ βελτιώθηκε κάπως ἡ ὑγεία του καὶ του ἔπεσε ὁ πυρετός ἔδεσε το μουλάρι ἀπ' την πόρτα της ἐκκλησίας χάρισμα στὴν Παναγία κι ὅπως' πάντα εἶπε τ' ἀστεῖο του:

«Ποῦ νά' ξερα ἐγώ Παναγιά μ' πώς ἤθελες του μπλάρι μ' γιὰ να με γιάν'ς τόσο καιρό».

_ Εἶπε: "Ἄν ζήσω θὰ τους γαμήσω!Ἄν πεθάνω θὰ μου κλάσουν τον μπούτσο.."

- Εἶπε: "Ὅποιος γίνεται ἀφέντης χωρίς νὰ γίνει δοῦλος, εἶναι μπάσταρδος ἀφέντης κι ἀλίμονο στὸ δοῦλο".

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν μοναδικός καὶ ὁ Μακρυγιάννης τον περιγράφει τέλεια:

"'Ὅταν ζοῦσε ὁ Καραϊσκάκης ὅλοι αὐτείνοι οὔτε διὰ ψυχογυιόν δὲν τον κάναν καμπούλι. Σκοτώνοντας ὁ Καραϊσκάκης, σκούριασαν τα ντουφέκια τους, στόμωσαν τα σπαθιά τους. Τότε εἴδαμεν πόσα δράμια ζυάζει ὁ καθείς."

Δεν υπάρχουν σχόλια: