Σάββατο 20 Μαΐου 2017

20 Μαΐου τοῦ 1825 σκοτώθηκε ὁ Παπαφλέσσας στὸ Μανιάκι


Θὰ πολεμήσω τὸν Ἰμπραὴμ καὶ θὰ πεθάνω ἢ θὰ νικήσω...» 

Ὁ Γρηγόριος Δικαῖος ἢ Παπαφλέσσας(τὸ κανονικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Δικαῖος, τὸ Φλέσσας εἶναι παρωνύμιο, ὅμως Δικαῖοι καὶ Φλεσσαῖοι εἶναι ἡ ἴδια οἰκογένεια)(1788-1825) ἢ Παπαφλέσσας ἢ Γρηγόριος Δικαῖος ἢ Διαολόπαπαςήταν κληρικός, πολιτικὸς καὶ ἀγωνιστής, ἥρωας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. 
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Γεννήθηκε στὴν Πολιανὴ Μεσσηνίας, φοίτησε στὴ Σχολὴ Δημητσάνας καὶ μόνασε στὸ μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς τῆς Βελανιδιᾶς, στὴν Καλαμάτα, ὅπου πῆρε τὸ ὄνομα Γρηγόριος(παπᾶς Φλέσσας). Ἦταν τὸ 28ο παιδί(!) τοῦ Δημητρίου Φλέσσα καὶ τῆς Κωνσταντίνας Ἀνδροναίου, 2ης συζύγου τοῦ Δημητρίου.

Ἐξαιτίας τοῦ ἐπαναστατικοῦ χαρακτῆρα του ἐγκατέλειψε τὴν Πελοπόννησο, ἀπειλῶντας(σύμφωνα μὲ τὰ ἀπομνημονεύματα Φωτάκου) «Βρὲ κερατᾶδες Τοῦρκοι νὰ πᾶτε πίσω εἰς τὸν ἀφέντην σας τὸν κερατᾶ, νὰ τοῦ εἰπεῖτε ὅτι ἐγὼ φεύγω δια τὴν Πόλιν, καὶ δὲν θὰ γυρίσω πίσω ἁπλοῦς καλόγηρος. 
Ἢ δεσπότης θὰ ἔλθω, ἢ πασᾶς»),περνῶντας στὴ Ζάκυνθο, καὶ ἀργότερα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη.
 Ἐκεῖ χειροτονήθηκε ἀρχιμανδρίτης ἀπὸ τὸν πατριάρχη Γρηγόριο Ἐ΄ μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ Ὀφφίκιο «Δικαῖος», ποὺ σημαίνει ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριάρχη.
 Ὁ ἰδιωτικὸς βίος τοῦ Παπαφλέσσα, κάθε ἄλλο παρὰ συμβάδιζε μὲ τὸ σχῆμα τῆς ἰεροσύνης.

Κατηγοροῦνταν-βάσιμα-ὡς «ἔκδοτος στὶς ἡδονές, μὲ μανιώδη ροπὴ πρὸς τὸν ἔκλυτο βίο», ἄσωτος, ἀσύδοτος, ἀλαζών, μέθυσος κι ὅτι γλεντοκοποῦσε καὶ ξόδευε στὰ φανερὰ μὲ τίς ἐρωμένες του προκαλῶντας τὴν κοινὴ γνώμη. 

Ὁ ἀγωνιστὴς Κανέλλος Δεληγιάννης, ἔλεγε χαρακτηριστικά:

« Παπαφλέσσας, ἕνεκα τῆς ἀσελγείας καὶ τῆς θηλυμανίας του κατήντησε τὸ κατάστημα τοῦ ὑπουργείου τοῦ πορνοστάσιον καὶ ἐσύναξεν ὅλους τοὺς ἀσώτους καὶ μπιριμπάντας καὶ ἔπραττεν εἰς τοὺς δυστυχεῖς κατοίκους τὰ μεγαλύτερα ἀνοσιουργήματα».
 Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ἀναφέρεται κι αὐτὸς στὸν Παπαφλέσσα, μέσα ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματά του, μὲ ἀρνητικὸ τρόπο, γιὰ τὸν ἰδιωτικὸ βίο καὶ τίς ἐπαναστατικές του ἐνέργειες: «Ὅθεν οἱ μὲν Πελοποννήσιοι ἔμειναν ἐν ἀμηχανίᾳ περὶ τοῦ πρακτέου, βλέποντες τὸ παράκαιρον καὶ ἀνέτοιμον· ὁ δὲ Δικαῖος, ἄνθρωπος ἀπατεὼν καὶ ἐξωλέστατος, περὶ μηδενὸς ἄλλου φροντίζων εἰμὴ τίνι τρόπῳ νὰ ἐρεθίσῃ τὴν ταραχὴν τοῦ Ἔθνους, δια νὰ πλουτίσῃ ἐκ τῶν ἁρπαγῶν, τοὺς ἐβεβαίωνεν, ὅτι εἶναι τὰ πάντα ἕτοιμα». 
Στὴν Κωνσταντινούπολη γνωρίστηκε μὲ τὸν Παναγιώτη Ἀναγνωστόπουλο, ὁ ὁποῖος τὸν μύησε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία.


Ὁ Παναγιώτης Ἀναγνωστόπουλος ἀνῆκε στοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Εἶχε καὶ τὴν ἔγκριση τῶν ἄλλων νὰ πλησιάσει τὸν «τρελοπαπά». 
Ὁ Παπαφλέσσας ἦταν πανάξιος τῆς φήμης ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε. 
Ὁ φλογερὸς πατριωτισμός του δὲν κρυβόταν. 
Οἱ Φιλικοὶ τὸν ἤθελαν ἀλλὰ καὶ φοβόντουσαν μήπως μὲ κάποια ἀπὸ τίς συνηθισμένες ἀποκοτιές του τὰ τίναζε ὅλα στὸν ἀέρα. Ἀποφάσισαν(1818) νὰ τὸν ψαρέψουν. 
Τὸ δύσκολο ἔργο ἀνέλαβε ὁ Ἀναγνωστόπουλος. Γιὰ μέρες, ὁ Παπαφλέσσας ἔκανε τὸν χαζό. 
Ὅταν ὁ Φιλικὸς κατάλαβε πὼς ἀντὶ νὰ ψαρέψει τὸν παπᾶ, τὸν ψάρευε ἐκεῖνος, ἦταν πολὺ ἀργά.
 Μόλις ὁ ἀρχιμανδρίτης πείστηκε ὅτι ὑπῆρχε ἐπαναστατικὴ ὀργάνωση, ἔπιασε τὸν Φιλικὸ ἄπ´ τὸν λαιμό. Τὸν ἀνάγκασε νά του τὰ πεῖ ὅλα. Κι ἔπειτα, τὸν ἔβαλε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν Ἀνώτατη Ἀρχή.

Ἔκπληκτοι οἱ Ἐμμανουὴλ Ξάνθος καὶ Ἀθανάσιος Τσακάλωφ τὸν εἶδαν μπροστά τους. Ὑπέκυψαν στὶς ἀπαιτήσεις του. 
Ἐκεῖ ἔδωσε τὸ ὄνομα Γρηγόριος Δικαῖος ἀπὸ Κόρινθο, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους ποὺ τὸν εἶχαν στὸν κατάλογο τῶν θανατοποινιτῶν καὶ ἔλαβε τὴν κωδικὴ ὀνομασία «Ἁρμόδιος»(21/01/1818). 
Μὲ τὸ «ἔτσι θέλω», ὁ Παπαφλέσσας ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀνώτατη Ἀρχὴ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, περίπου στὴ θέση τοῦ Νικόλαου Σκουφὰ ποὺ εἶχε πεθάνει(Ἰούλιος 1818). 
Ἐπειδὴ ἦταν ἐπικίνδυνο νὰ παραμείνει στὴν Πόλη, στάλθηκε στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες(Μολδαβία καὶ Βλαχία), γιὰ νὰ προπαρασκευάσει τὴν Ἐπανάσταση. 
Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀποφάσισε νὰ ξεκινήσει τὸν ἔνοπλο ἀγῶνα ἀπὸ τὴ Μολδοβλαχία, ἡ Φιλικὴ Ἐταιρία(Ἰανουάριος 1821) ἔστειλε τὸν Παπαφλέσσα στὴν Πελοπόννησο γιὰ νὰ ξεσηκώσει τὸν λαὸ ἐκεῖ. 
Ὁ Παπαφλέσσας, ἀφοῦ ἔγραψε τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ πάει στὴ Μάνη, ἐξασφάλισε γιὰ τὸν ἑαυτό του χαρτιὰ ποὺ τὸν βάφτιζαν «πατριαρχικὸ ἔξαρχο», πέρασε ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλί, φόρτωσε ἕνα καράβι μπαρούτι καὶ ὅπλα, τὸ ἔστειλε κι αὐτὸ στὴ Μάνη καὶ διέσχισε τὸ Αἰγαῖο. Βρισκόταν αὐτὸς στὴ Μάνη(μέσα Δεκεμβρίου 1820). Βρῆκε τοὺς Τούρκους τοῦ Μοριᾶ ἐνημερωμένους γιὰ τὴν ἄφιξή του καὶ πρόθυμους νὰ τὸν διευκολύνουν στὶς μετακινήσεις του.


Χωρὶς νὰ ξέρουν γιὰ ποιό λόγο ἦρθε, οἱ πρόκριτοι κι ὁ ἐπίσκοπος Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς τὸν δέχτηκαν ἐχθρικὰ(τὸν ἀποκαλοῦσε «Ἄνθρωπο ἀπατεῶνα καὶ ἐξωλέστατο» ποὺ φρόντιζε «νὰ ἐρεθίσῃ τὴν ταραχὴν τοῦ ἔθνους»). 
Ἔφτασε στὴ Μάνη κι ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης(06/01/1821). Ὁ «πατριαρχικὸς ἔξαρχος» ἀνέβηκε στὴν Ἀχαΐα καὶ διαπίστωσε πὼς ὑπῆρχαν σοβαρὲς κτηματικὲς διαφορὲς ἀνάμεσα στὰ μοναστήρια τῆς Ἁγίας Λαύρας καὶ τῶν Ταξιαρχῶν.
 Ὀργανώθηκε σύσκεψη στὴ Βοστίτσα(Ἰανουάριος 1821), ὅπου ὁ Παπαφλέσσας γνωστοποίησε ὅτι εἶχε ὁριστεῖ κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης γιὰ τίς 25/03/1821, ἐνῶ προσπάθησε μὲ φλογερὰ λόγια νὰ πείσει τοὺς συντηρητικούς, ποὺ δὲν πίστευαν σ' αὐτήν. Αὐτὸ δὲν ἄρεσε σὲ πολλοὺς συντηρητικοὺς πρόκριτους καὶ στρατιωτικοὺς καὶ εἰδικὰ στὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ποὺ τὸν κατηγόρησε. 
Αὐτοὶ ἀποφάσισαν νὰ τὸν περιορίσουν στὴ μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου. 
Ἀλλὰ ὁ φλογερὸς κληρικὸς δὲν ὑποχώρησε. Ἔφυγε γιὰ τὴ Μάνη, ἀφοῦ πρῶτα ἔβαλε κάποιους Φιλικοὺς νὰ ὀργανώσουν ἐπεισόδια ποὺ θὰ ἐξέθεταν τοὺς πρόκριτους στὰ μάτια τῶν Τούρκων. 
Ἔτσι, θὰ τοὺς εἶχε δεμένους. Στὶς τάξεις τῶν κοτζαμπάσηδων ἐπικρατοῦσε ἐκνευρισμός. Κάποιοι πρότειναν νὰ καταδώσουν τὸν «τρελόπαπα» στὶς τουρκικὲς ἀρχές. Κάποιοι ἄλλοι προτίμησαν νὰ τὸν δολοφονήσουν, ὥστε νὰ εἶναι σίγουροι.


Οὔτε τὸ ἕνα ἦταν εὔκολο οὔτε τὸ ἄλλο

Ὁ Παπαφλέσσας ποτὲ δὲν κυκλοφοροῦσε μόνος, ἐνῶ τὰ στημένα ἐπεισόδια εἶχαν κάνει τοὺς Τούρκους ν´ ἀγριέψουν. Τὸ πλοῖο μὲ τὰ πολεμοφόδια ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλὶ ἔφτασε στὴ Μάνη(μέσα Μάρτη). 
Διόρισε Ἀρχιστράτηγο Πελοποννήσου τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη καὶ πρωτοστάτησε στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Καλαμάτας(23/03/1821). Μὲ τέχνασμα, ὁ Παπαφλέσσας ἔπεισε τὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη νὰ τὸ ἐκτελωνίσει. 
Χώρισε τὰ πολεμοφόδια κι ἀνέθεσε τὴ μεταφορά τους σὲ δυὸ ὁμάδες την 1η μὲ ἀρχηγὸ τὸν Νικήτα Σταματελόπουλο(μετέπειτα Νικηταρὰ Τουρκοφάγο) καὶ τὴ 2η μὲ τὸν Χρῆστο Ἀναγνωσταρά. 
Ὁ διοικητὴς τῆς Καλαμάτας Σουλεϊμὰν ἀγᾶς Ἀρναούτογλου ἔμαθε πὼς κάποιοι ἔνοπλοι μετέφεραν κάποια φορτία. Τὸν καθησύχασαν πὼς ἦταν χωρικοὶ ποὺ κουβαλοῦσαν λάδι.

Τὰ ὅπλα, τὰ εἶχαν, «ἐπειδὴ ἀκούστηκε πὼς κυκλοφοροῦσαν λῃστές».
 Ὁ ἀγᾶς πείσθηκε καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Πετρόμπεη νὰ στείλει τὸν γιο του Ἠλία, νὰ ἐνισχύσει τὴ φρουρὰ τῆς πόλης! Ὅλα ἦταν ἕτοιμα(17/03/1821). 
Οἱ ἀγωνιστὲς μαζεύτηκαν στὸ ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν, στὴν Ἀρεόπολη τῆς Μάνης, ὅπου ἔγινε δοξολογία κι εὐλογήθηκαν τὰ λάβαρα τοῦ Ἀγῶνα. 
Ὁ Ἠλίας Μαυρομιχάλης μπῆκε μὲ 150 ἄνδρες στὴν Καλαμάτα «νὰ ἐνισχύσει τὴ φρουρά»(20/03). Εἶπε στὸν Ἀρναούτογλου πὼς οἱ πληροφορίες μιλοῦσαν γιὰ πολλοὺς λῃστὲς καὶ καλὰ θὰ ἦταν νὰ ἔρθουν κι ἄλλοι γιὰ τὴ φρουρά. Ὁ διοικητὴς δέχτηκε. 
Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μὲ τοὺς Μούρτζινους καὶ 2.000 ἄντρες ἔπιασε τοὺς λόφους πρὸς τὴ Σπάρτη(22/03). 
Ὁ Παπαφλέσσας μὲ τὸν Ἀναγνωσταρὰ καὶ τὸν Σταματελόπουλο ἔπιασαν τὴν ἄλλη πλευρά. Ὁ Ἀρναούτογλου κάτι κατάλαβε, ἀλλὰ ἦταν ἀργὰ νὰ ἀντιδράσει. 
Οἱ ἐπαναστάτες μπῆκαν στὴν πόλη(23/03). Οἱ Τοῦρκοι παραδόθηκαν. Τὴν ἴδια μέρα, ἔπεφτε ἡ Βοστίτσα. Παραδίδονταν οἱ Τοῦρκοι στὰ Καλάβρυτα(26/03). Ἡ Ἐπανάσταση εἶχε ξεκινήσει.

Ὁ Παπαφλέσσας δὲν ἔμεινε ἀργός.
 
Πότε ὡς ἐπικεφαλῆς στρατιωτικῶν ἀποσπασμάτων, πότε στὸ πλάϊ του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πότε μὲ τὸν Δημήτριο Ὑψηλάντη, πολεμοῦσε παράτολμα ὅπου ὑπῆρχε μάχη. Βρίσκεται παντοῦ, ἐμψυχώνει, διεγείρει τίς ψυχές, μαζεύει στρατὸ κι εἶναι ὁ ἴδιος ἀρχηγὸς δικοῦ του σώματος. 
Διακρίνεται γιὰ τὴν ἀνδρεία του σὲ πολλὲς μάχες στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Ἀρκαδία, ἔχοντας ὡς ὁρμητήριο τὴ μονὴ τῆς Ρεκίτσας κοντὰ στὸ Διρράχι. 
Κι ἀπὸ δῶ ἀρχίζει τὴ δράση του μὲ φοβερὴ ταχύτητα. 
Μιὰ ἀπό της μάχες αὐτὲς εἶναι καὶ ἡ μάχη στὰ Δερβενάκια, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν Νικηταρὰ καὶ τὸν Ὑψηλάντη εἶχαν ὁριστεῖ ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνη νὰ κρατήσουν τὸ Ἁγιονόρι. Στὸ τέλος τῆς μάχης ὅταν μοιράστηκαν τὰ λάφυρα ὁ Παπαφλέσσας πῆρε τὴν πολύτιμη γούνα τοῦ Τοπὰλ πασᾶ, τὴν ὁποία ἀπὸ τότε δὲν ἔβγαλε ποτὲ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. 
Ὁ Παπαφλέσσας ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ στρατιωτικὸς ἦταν καὶ πολιτικός.
 Πῆρε μέρος στὴ συγκέντρωση τῶν Καλτετζῶν καὶ συμφώνησε νὰ συσταθεῖ ἡ Πελοποννησιακὴ Γερουσία. Ἦταν πληρεξούσιος στὴν Α' Ἐθνικὴ Συνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου καὶ στὴ Β' τοῦ Ἄστρους. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πόλεμου ὑποστήριξε αὐτοὺς ποὺ καταδίωξαν τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τοὺς ἄλλους πολεμιστὲς καὶ διορίστηκε Ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν καὶ Ἀστυνομίας ἀπὸ τὴν κυβέρνηση Κουντουριώτη(1823).


Ὅταν ὁ ἀλβανικῆς καταγωγῆς Αἰγύπτιος πολέμαρχος Ἰμπραὴμ καταλάμβανε(1825) ἀκάθεκτος τὴν Πελοπόννησο(ὡς σύμμαχος τῶν Τούρκων, μὲ ἀντάλλαγμα τὴν διοίκηση Κρήτης, Κύπρου καὶ Πελοποννήσου) κι ἀπειλοῦσε μὲ καταστροφὴ τὸν Ἑλληνικὸ Ἀγῶνα, τὸ περιβόητο Ἐκτελεστικό, μὲ πρόεδρο τὸ Γ. Κουντουριώτη καὶ γραμματέα τὸν Μαυροκορδάτο, ἄρχισε νὰ συζητᾷ πὼς ὁ μόνος τρόπος γιὰ ν' ἀντιμετωπιστεῖ ὁ Ἰμπραὴμ ἦταν νὰ σχηματιστεῖ, μὲ τὰ χρήματα τοῦ 2ου δανείου τῶν 2 ἐκ λιρῶν, μισθωτὸς στρατὸς στὴν Ἀμερικὴ ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ πολεμήσει στὴν Ἑλλάδα! Λὲς καὶ ὁ Ἰμπραὴμ θὰ περίμενε νὰ φτιαχτεῖ πρὶν ὁ στρατός, νὰ μεταφερθεῖ, μὲ ἱστιοφόρο τότε, ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου στὸν τόπο μας κι ἔπειτα νὰ μᾶς πολεμήσει. 
Ἡ ἐξωφρενικὴ αὐτὴ πρόταση βρίσκει, σωστά, τούτη δῶ τὴν κριτικὴ τοῦ Κόκκινου: «Τὸ πρᾶγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δὲν ἀντελαμβάνοντο τὴν φοβερὰ πραγματικότητα οἱ ἀποκλείοντες τὴν ληψιν σοβαρῶν στρατιωτικῶν μέτρωνεντός αὐτῆς τῆς Πελοποννήσου δια τῆς χρησιμοποιήσεως των εἰς τὴν φυλακὴν ἢ ὑπὸ καταδίωξιν Πελοποννησίων ἀρχηγῶν, διότι αὐτοὶ ἦσαν οἱ συζητοῦντες τὴν μετάκλησιν ξένου στρατοῦ, ἀνυπάρκτου ἀκόμη, πρὸς ἀντιμετώπισιν τοῦ Ἰμβραήμ».

Ὁ Παπαφλέσσας, ὡς ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν, πρότεινε νὰ δοθεῖ ἀμνηστία, νὰ ἀπελευθερωθοῦν ὅλοι οἱ κρατούμενοι οἱ στρατιωτικοὶ ἡγέτες-ἀντίθετοι μὲ τὴν κυβέρνηση Κουντουριώτη- καὶ ἑνωμένος ὁ λαὸς νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν εἰσβολέα. 

Οἱ καρέκλες, ὅμως, μετροῦσαν περισσότερο ἀπὸ τὸν κίνδυνο

Ἡ πρότασή του ἀπορρίφθηκε. Μάνιασε. 
Ἀνέβηκε στὸ βῆμα τῆς Βουλῆς κι ἀνήγγειλε ὅτι θὰ μαζέψει 10.000 ὁπλοφόρους, θὰ ἀφήσει τὸ Ναύπλιο καὶ θὰ κατευθυνθεῖ πρὸς τὴν Τριπολιτσὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ πρὸς τὴ Μεσσηνία μὲ σκοπὸ νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴ στρατιὰ τοῦ Ἰμπραήμ, ἡ ὁποία ἦταν ἐκπαιδευμένη ἀπὸ Γάλλους ἀξιωματικοὺς ποὺ εἶχαν πλούσια στρατιωτικὴ ἐμπειρία ἀπὸ τοὺς Ναπολεόντειους Πολέμους(1803-15). 
Ὅπως χαρακτηριστικὰ δήλωσε ἢ θὰ πεθάνει ἢ θὰ νικήσει.αν ὅμως, τὰ κατάφερνε, ὑποσχέθηκε νὰ γυρίσει μὲ τὸν στρατό του καὶ νὰ ἀπελευθερώσει ὁ ἴδιος τοὺς φυλακισμένους. 
Ὁ Παπαφλέσσας ἔδειξε ὅλο του τὸ μεγαλεῖο κι ἐγκαταλείποντας τὰ ἀξιώματα, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος ν' ἀνακόψει τὴν προέλαση τοῦ Ἰμπραήμ, μεταβαίνοντας στὸ Μανιάκι(16/05/1825).


Ἡ πράξη του αὐτὴ ἦρθε σὰν ἐπιστέγασμα τῆς ὅλης μεγάλης προσφορᾶς του στὸν Ἀγῶνα. Πίσω ἀπ' αὐτὴ τὴν πράξη του ὅμως, ὑπῆρχε καὶ πολιτικὸ κίνητρο. 
Ἤλπιζε πὼς μὲ μιὰ ἐνδεχόμενη νίκη, θὰ ἀποκτοῦσε πολιτικὴ δύναμη, τέτοια ἔτσι ὥστε νὰ ἀνατρέψει τὴν κυβέρνηση Κουντουριώτη καὶ νὰ σχηματίσει μιὰ κυβέρνηση Ἐθνικῆς Σωτηρίας. Γλαφυρότατη εἶναι ἡ ἀφήγηση αὐτῶν ποὺ προηγήθηκαν κι αὐτῶν ποὺ ἐπακολούθησαν τῆς ἡρωικῆς μάχης, μέσα ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Φωτάκου(1ου ὑπασπιστοῦ Κολοκοτρώνη):


«Ὁ Παπαφλέσσας ἀπὸ τ' Ἀνάπλι τράβηξε γιὰ τὴν Τριπολιτσὰ καὶ μέσα στὶς τρεῖς μονάχα μέρες ποὺ ἔμεινε σ' αὐτὴ σχημάτισε τὸν πυρῆνα τοῦ ἐκστρατευτικοῦ του σώματος. 
Στὶς ἐκκλήσεις ποὺ ἔκανε πρόστρεξαν καπεταναῖοι κι ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὴν Ἀργολίδα, τὸ Λεβίδι, τίς Κερασιὲς κι ἀπὸ τὸν κάμπο τῆς Τριπολιτσάς. 

Ἦταν ἴσαμε ἐφτακόσιοι. ἀπὸ τὴν Τριπολιτσὰ πῆγε στὸ Λεοντάρι, ὅπου ἔσμιξαν μαζί του ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ' ἑκατὸν πενῆντα παλικάρια, ὁ Ἀναστάσης Κουμουνδοῦρος, ὁ Παναγιώτης Μπούρας, ὁ Ἀδαμάκης Ἀποστολόπουλος κι ὁ Ἀναστάσης Κουλοχέρας μὲ τοὺς νταϊφάδες τους. Ὕστερα ἀπὸ 2 μέρες ἔφτασε στοὺς Λάκκους. 

Ἐκεῖ δυνάμωσαν τὸ στράτευμά του ὁ Γιώργης Μποῦτος ἀπὸ τὸ Μελιγαλὰ κι ὁ Καρακίτσος ἀπὸ τὸ Κατσαρό. Κίνησε γιὰ τὴ Φρουτζάλα. Σ' αὐτὴ συναντήθηκε μὲ τοὺς ἄοπλους ἀγωνιστὲς τοῦ Νιόκαστρου καὶ μὲ τὸν Μανιάτη Μούρτζινο. 

Ὁ τελευταῖος, ἂν καὶ φίλος του, ἀρνήθηκε νὰ τὸν βοηθήσει ὅπως μιὰ ἀνεψιὰ τοῦ Παπαφλέσσα, ἡ κόρη τοῦ Νικήτα, εἶχε παντρευτεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς θανάσιμους τοπικοὺς ἐχθρούς του, τὸν Κωνσταντῖνο Μαυρομιχάλη.


Ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στὸ χωριὸ Κουφάρι τῆς Μεσσηνίας, κατάκοιτος ἀπὸ ποδάγρα. Σὰν ἔμαθε πὼς ἔρχεται μὲ στράτευμα ὁ Παπαφλέσσας του ἔγραψε θερμὸ γράμμα, ὅπου σ' αὐτὸ τοῦ ἔλεγε πὼς ὁ Ἰμπραὴμ 
«εἶναι ἄλλος Ναπολέων ἢ Πύρρος τῆς Ἠπείρου, καὶ τέλος, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ δυνηθεῖ κατὰ πρῶτον νὰ τὸν πολεμήσει, εἴ δὲ μὴ τετέλεσται, τὸ ἔθνος χάνεται». 
Μαθαίνει πὼς ἢ κυβέρνηση ἀποφάσισε ν' ἀμνηστέψει τοὺς φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στὶς 14/05, καὶ γράφει συστήνοντας νὰ τοὺς βγάλουν χωρὶς τὸ παραμικρὸ χασομέρι, καὶ ξέχωρα τὸν Κολοκοτρώνη, ποὺ ἔπρεπε νὰ τοῦ δοθεῖ ἀμέσως ἡ ἀρχιστρατηγία. ἀπὸ τὴ Φρουτζάλα τραβᾷ στὴ Δραίνα, ἴσαμε ἐφτά7 ὧρες δρόμο.


Ἐκεῖ παίρνει γράμμα ἀπὸ τὸν ἀδερφὸ τοῦ Νικήτα ὅπου σ' αὐτὸ τοῦ ἔλεγε πὼς δὲν ἔπρεπε, πρὶν συγκεντρώσει ὅσες πιότερες δυνάμεις μποροῦσε, νὰ περάσει τὰ Κοντοβούνια, μὰ νὰ κράταγε τίς ὀρεινὲς θέσεις στὰ βουνὰ τῆς Καλαμάτας γιὰ νά 'χει ἔτσι πίσω του ἀνοιχτὸ δρόμο πρὸς τὴ Μάνη. 

Ό Παπαφλέσσας του ἀποκρίνεται: «Νικήτα, Ἔλαβα τὴν ἐπιστολήν σου καὶ εἰς ἀπάντησιν σοῦ λέγω ὅτι δὲν εἶμαι σὰν καὶ σὲ καὶ σὰν τὸν κουμπάρο σου τὸν Κεφάλα, ὅπου τρέχετε ἀπὸ ράχη σὲ ράχη στοὺς Ἀηλιάδες.

 Ἐγὼ ἄπαξωρκίσθην vα χύσω τὸ αἷμα μοῦ εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς πατρίδoς, καὶ αὐτὴ εἶναι ἢ ὥρα. Εὔχομαι δὲ εἰς τὸν Θεὸν 1η μπάλα τoὺ Ἴμβραημ νὰ μὲ πάρει εἰς τὸ κεφάλι, διότι σᾶς γράφω νὰ ταχύνετε τὸν ἐρχομόν σας καί 'σείς μου γράφετε κoυρoυφέξαλα. Νικήτα, 1η καὶ τελευταία ἐπιστολή μου εἶναι αὐτή. Βάστα την νὰ τὴν διαβάζεις καμία φορὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι καὶ νὰ κλαῖς.


Παπαφλέσσας» Εἶναι φανερό, ἀπὸ τὸ γράμμα πὼς ὁ Παπαφλέσσας εἶχε συνείδηση πὼς τράβαγε στὸ χαμό του. Ὁ στρατός του ἀνέβαινε τώρα σὲ 1500 ἄντρες. Δύναμη βέβαια ὁλότελα ἀσήμαντη γιὰ ν' ἀντιβγεὶ στ' ἀσκέρι του Ἰμπραήμ. 

Μὰ νά, παίρνει εὐχάριστες εἰδήσεις: ἀπὸ τὸν Δημήτρη Πλαπούτα ἀπὸ τὸν Ἀετὸ πὼς ἔρχεται νὰ τὸν συντρέξει μὲ 1600 νοματαίους ἀπὸ τοὺς καπεταναίους τῆς Ἀρκαδίας, ἀπὸ τὸ χωριὸ Μάλι, ἑφτὰ ὧρες δρόμο ἀπὸ τὴ Δραϊνα, πὼς βρίσκονταν ἐκεῖ μὲ 2000 ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὸν ἀδερφὸ τοῦ Νικήτα πὼς ἔφτασε στὴ Φρουτζάλα κι ἐρχόταν μὲ 700 νοματαίους κι ἀπὸ τὸν Ἠλία Κατσάκο ἀπὸ τὴν Καλαμάτα πὼς εἶχε κάτω ἀπὸ τίς προσταγὲς τοῦ 1000 πολεμιστές
. Όλoι μαζὶ ἴσαμε 5.000. Όσo κι ἂν τοὺς ἀριθμοὺς αὐτοὺς τοὺς λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντικὴ ἐπικουρία, ὅπως τὰ στρατεύματα κι ἐμπειροπόλεμα ἦταν καὶ εἶχαν καὶ ἄξιους ἀρχηγούς. Τί θὰ ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κάνει ὁ Παπαφλέσσας;
 Ὅ,τι θὰ ἔκανε κι ὅποιος ἄλλος πολεμάρχης νὰ καρτερέψει στὰ ὀρεινὰ τίς δυνάμεις αὐτὲς ποὺ ἐρχόταν σὲ βοήθειά του.

Κι ὅμως ἔπραξε τ' ἀντίθετο.                 Μόλις ἔμαθε πὼς ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ναβαρίνο ὁ Ἰμπραήμ, ρωτᾷ «τοὺς ἐντοπίους ποῖος τόπος, βουνὸν ἢ χωρίον εἶναι ὕψηλὸν ὥστε νὰ βλέπει τὸ Νεόκαστρον καὶ ὅλοι του εἶπαν, ὅτι εἶναι Παιδεμένου καὶ Μανιάκι».Δίχως νὰ χάσει στιγμὴ φεύγει(18/05) ἀπὸ τὴ Δραίνα καὶ φτάνει, 2 ὧρες πρὶν τὸ ἡλιοβασίλεμα, στὸ Μανιάκι. 

Ὅταν φάνηκαν τὰ αἰγυπτιακὰ στρατεύματα, πολλοὶ ἄνδρες τοῦ Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν(19/05) καὶ ἔμεινε μὲ 300(ἢ κατὰ ἄλλους 600) πολεμιστές. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Παπαφλέσσας ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δραίνα φτάνουν σὲ βοήθειά του ὁ Ἠλίας Κέρμας μὲ 120 Κοντοβουνίσιους, ὁ Θανασούλας Καπετανάκης μὲ 80, ὁ Π. Κεφάλας μὲ 20, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς κι ὁ Τσαλαφατίνος μὲ 120 Μανιάτες, ὁ Στ. Καπετανάκης μὲ 20, ὁ Λίβας, ὁ Μπιτσιάνης κι ὁ ἀδερφός του Γιώργης Δικαῖος μὲ 80. Ἔτσι ὅταν ἔφτασε στὸ Μανιάκι ὁ Παπαφλέσσας εἶχε μαζί του ἴσαμε 2.000 ἄντρες.
 Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ἔταξε καραούλια στὸ βουνὸ Μαμλαβά, πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Βλαχόπουλο, ἀπ' ὅπου βλέπανε ὅλο τὸν κάμπο καὶ πρὸς τὸ Ναβαρίνο.

Ἔπειτα κοίταξε μὲ τοὺς ἄλλους καπεταναίους τίς θέσεις, λίγο πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ Μανιάκι, ὅπου λογάριαζε νὰ ταμπουρωθοῦν γιὰ ν' ἀντικρούσουν τὸν ἐχθρό.
 Κατὰ τὸ δειλινὸ τὰ καραούλια κάνανε σημεῖα πῶς ὁ στρατὸς τοῦ Ἰμπραὴμ φάνηκε καὶ τράβαγε γιὰ τὰ Χίλια Χωριά. 
Ὁ Παπαφλέσσας τότε πρόσταξε ν' ἀνάψουν ὅσες μποροῦσαν πιότερες φωτιὲς γιὰ νὰ νομίσει ὁ ἐχθρὸς πῶς δυνατὸ καὶ πολυάριθμο ἦταν τὸ στρατόπεδό μας.
 Πραγματικὰ ὁ Ἰμπραὴμ σταμάτησε καὶ πέρασε τὴ νύχτα στὰ Χίλια Χωριά.
 Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ(20/05), οἱ δικοί μας ἄρχισαν νὰ φτιάνουν 3 ταμπούρια. Τὸ 1ο, τὸ πιὸ βορινό, θὰ τὸ ἔπιανε ὁ Παπαφλέσσας, τὸ 2ο ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης Φλέσσας καὶ τὸ 3ο, τὸ πιὸ Ν, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς μὲ τοὺς Μανιάτες. 
Ὁ τόπος ὅπου ἔγιναν τὰ ὀχυρώματα ταῦτα ἦσαν πλάγια, καὶ ὄχι ράχες, οὔτε κορυφή, «δια νὰ ἐμποδίσουν τὸν ἔχθρον νὰ μὴ συγκεντροῦται ἐκ τῶν ὄπισθεν» καὶ ἦταν ἀκόμα πιὸ δυσκολο-ὑπεράσπιστα ὅπως ἢ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὰ ταμπούρια καὶ στὰ μέρη ποὺ μποροῦσε νὰ προστατευτεῖ ὁ ἐχθρὸς στεκόταν μικρὴ κι ἔτσι οἱ δικοί μας «δὲν εἶχον οὐδὲ τὸν ἄπαιτούμενον χρόνον νὰ γεμίζουν δὶς καὶ τρὶς τὰ ὅπλα των». Κάνει συμβούλιο.


Ὁ ἀνιψιός του Ἠλίας Φλέσσας καὶ ὁ φίλος του Παναγιώτης Κεφάλας, τὸν συμβουλεύουν νὰ πιάσουνε ψηλότερα στὸ βουνὸ ἀπάνω, ποὺ ἔχουνε ἤδη σταθεῖ οἱ περισσότεροι ἀπ' τοὺς ἄντρες του. 
Ἡ πρόταση αὐτή, ποὺ ἦταν δεῖγμα φόβου κι ὄχι στρατηγικῆς τακτικῆς φέρνει τὴν ἀντίδραση τοῦ Παπαφλέσσα:          «Ἐγὼ δὲν ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ μετρήσω τὸν στρατὸ τοῦ Ἰμπραὴμ ἀπ' τὰ ψηλώματα.


Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τὸν κρατήσω ἐδῶ, στὸ Μανιάκι, διότι μόνο ἔτσι θὰ γλυτώσει ὁ Μοριᾶς.

 Καθίστε ὅλοι ἐδῶ νὰ πεθάνουμε σὰν ἀρχαῖοι Ἕλληνες». 

Ἦταν ἡ 1η φορὰ ποὺ τοὺς μίλησε γιὰ θάνατο. Ἡ ἐλπίδα τῆς πραγματικῆς στρατιωτικῆς νίκης, εἶχε σβήσει μέσα τοῦ... 
Ἔπειτα ἀπὸ 2 ὧρες ποὺ βγῆκε ὁ ἥλιος τ' ἀσκέρι του Ἰμπραὴμ ἔφτασε στὸ βουνὸ πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκάρμιγκα, μισὴ ὥρα δρόμο ἀπὸ τὰ ταμπούρια μᾶς. 
«Ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες εἶδαν τὸ πολυπληθὲς στράτευμα τῶν Τούρκων, τὸ ὁποῖον ἔσκέπασεν ὅλον τὸν τόπον, ὅσον βλέπει τὸ μάτι τοῦ ἄνθρώπου, ἐνταῦθα ἄρχισαν νὰ μουρμουρίζουν καὶ κάποιος εἶπεν ὅτι: -Ἔχετε ἄλoγoν καβαλάτε ὕστερον καὶ φεύγετε !...»

 Τ' ἀκούει ὁ Παπαφλέσσας κι ἀμέσως φωνάζει τὸν γραμματικό του Τισαμενὸ καὶ τὸν προστάζει νὰ πάρει τ' ἄλογά του κι ὅλους τοὺς ψυχογιούς του ἐξὸν ἀπὸ τὸν Μιχάλη Σταϊκόπουλο καὶ νὰ πάει στὴν ἀντικρινὴ ράχη.

 Μὰ νά, κάμποσοι στρατιῶτες, λογαριάζοντας πῶς ἦταν χαμένοι ἂν ἔμεναν στὰ πόστα ποὺ κράταγαν, πέφτουν στὸ Κρυόρεμα κι ἀρχίζουν νὰ λακάνε.
 Τὸ σκάζει τότε, μ' ὅλους τους δικούς του, κι ὁ Σταυριανὸς Καπετανάκης.
 «Τοῦτον δὲ βλέποντες καὶ ἄλλοι φεύγοντα παρεκινήθησαν καὶ αὐτοὶ καὶ ἐδόθησαν εἰς φυγὴν δια τοῦ αὐτοῦ ρεύματος.


Ἔφυγαν δὲ ὑπὲρ τοὺς 1.000». Μόλις πρόλαβαν νὰ ξεφύγουν καὶ κινήθηκε ἢ καβαλαρία τοῦ Ἰμπραήμ. Μπῆκε, ἀπὸ τὰ δεξιά, στὸ ρέμα καὶ προχώρησε πέρα ἀπὸ τὸ ταμπούρι ποῦ κράταγε ὁ Παπαφλέσσας. Ἀπὸ τ' ἀριστερὰ χωρίστηκε σὲ 2 κολόνες.
 Ἐκείνη ποῦ τράβηξε πιὸ δυτικὰ εἶχε σκοπὸ νὰ ἐμποδίσει τυχὸν ἐπικουρίες ποὺ θά 'φταναν.

 Οἱ δικοί μας βρίσκονταν πιὰ κυκλωμένοι. Ὁ Παπαφλέσσας ὅμως «νόμισε τοῦτο μεγάλον εὐτύχημα, δια νὰ συνέλθουν ὅλοι ὁμοῦ οἱ Ἕλληνες καὶ νὰ πολεμοῦν καλλίτερα καὶ ἀποφασιστικότερα, καὶ νὰ μὴ λιποτακτούv».


Διατάζει νὰ μετρήσουν πόσοι εἶχαν ἀπομείνει καὶ βρίσκονται λιγότεροι ἀπὸ 1.000. Καθὼς ἦταν συναγμένοι τοὺς βγάζει φλογερὸ λόγο θυμίζοντάς τους τίς νῖκες στὸ Βαλτέτσι, στὸ Λεβίδι, στὴ Γράνα, στὰ Βέρβενα καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς στρατιᾶς τοῦ Δράμαλη. 

«Ὅπου νά 'ναι φτάνουν, 15.000 πατριῶτες σὲ βοήθειά μας ὁ Πλαπούτας κι ὅλοι οἱ Ἀρκαδινοί, ὁ ἀδερφὸς μοῦ Νικήτας, ὁ Κατσάκος κι ἄλλοι Μανιάτες. 

Σὲ μιὰ ὥρα θάναι ἐδῶ. Θὰ τριγυρίσουν τ' ἀσκέρι του Ἰμπραὴμ καὶ θὰ τὸ χτυπᾶνε ἀπὸ τίς πλάτες. Ἀδέρφια! ἢ πατρίδα καρτεράει ἀπό μας νὰ δοξαστεῖ ξανὰ ἀπὸ τὴ νίκη μας!».


Μὰ πρὶν καλά-καλὰ τελειώσει τὴν ὁμιλία του, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς καπεταναίους «ἰδόντες τον προφανῆ κίνδυνον» παρακινοῦσαν τὸν ἀνεψιὸ τοῦ Δημήτρη νὰ τοῦ πεῖ νὰ κάνουνε γιουρούσι καὶ διασπῶντας τίς γραμμὲς τῆς ἐχθρικῆς καβαλαρίας νὰ γλιτώσουν ὅσοι τοὺς εὐνοήσει ἢ τύχη.
 «Κανείς», ὅμως, «δὲν ἐτόλμα νὰ τοῦ ἐκστόμιση τοιοῦτον τί κατὰ πρόσωπον». 
Τὸν σιμώνουν τέλος ὁ Κεφάλας κι ὁ παπα-Γιώργης, γνωστοὶ καὶ οἱ 2 γιὰ τὴν παλικαριά τους, καὶ τοῦ λένε, ἀπὸ μέρος ὅλων τῶν καπεταναίων, πὼς αὐτὴ στεκόταν ἢ τελευταία τους εὐκαιρία νὰ σωθοῦν. Τότε ὁ Παπαφλέσσας ἀποκρίνεται στὸν Κεφάλα: - Ἔχασα τίς ἐλπίδες ποὺ στήριζα πάνω σου.


Καὶ μαζὶ μ' αὐτὲς καὶ τὴν ὑπόληψη ποὺ εἶχα γιὰ σένα. 
Ἔπειτα γυρνᾷ, πιάνει τὸν παπα-Γιώργη ἀπὸ τὰ γένια καὶ τραβῶντας τα τοῦ λέει: - Μου τὰ ντρόπιασες, παπα-Γιώργη!                         Σταματᾷ μιὰ στιγμὴ καὶ ὕστερα τοῦ ξαναλέγει: - Ποὺ νὰ πᾶμε νὰ φύγουμε; 
Ἔχουμε τακτικὸ στράτευμα ὅπου, ὅταν θὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ ταμπούρια, θ' ἀποτραβηχτεῖ μὲ τάξη πολεμῶντας; 
Δὲν ξέρεις τάχα πὼς οἱ ἄτακτοι ἅμα βγοῦν ἀπὸ τὰ ταμπούρια σκορπίζουν κι ὁ καθένας παίρνει δικό του δρόμο; Τότε 5 καβαλαραῖοι του Ἰμπραὴμ θὰ μᾶς σφάξουν ὅλους.


Καὶ θ' ἀκολουθήσει μεγάλο κακὸ γιὰ τὸ ἔθνος ὅπως θὰ ψυχωθοῦν οἱ ἐχθροὶ καὶ θὰ δειλιάσουν οἱ δικοί μας. Τί φοβᾶσαι, Παπαγιώργη; 
Ἐσὺ ξέρεις τὰ γράμματα ποὺ ἔγραψα καὶ πῆρα. 
Σὲ ρωτῶ, ἔχεις ἀμφιβολίες πὼς μέσα σὲ 2 ὧρες 5.000 δικοί μας δὲ θὰ χτυπᾶνε ἀπέξω τὸν Ἰμπραήμ; Ἀκόμα κι ἄλλοι νὰ μὴν ἔρθουν ὁ Πλαπούτας δὲ θὰ λείψει.
 Εἶμαι βέβαιος πὼς θὰ νικήσουμε. 
Aν ὅμως, ὃ μὴ γένοιτο, νικηθοῦμε, θ' ἀδυνατίσουμε τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἢ ἱστορία θὰ ὀνομάσει τοῦτον τὸν πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, παπα-Γιώργη! 

Ἴσως ἢ τελευταία αὐτὴ φράση νὰ κρύβει ὅλο τὸ μυστικὸ τῆς ὑποσυνείδητης παρόρμησής του ν' ἀντιμετωπίσει, κάτω ἀπὸ τόσο ἀπελπιστικὲς συνθῆκες, τὸν ἐχθρό. Ἔταξε στὸν ἑαυτό του νὰ νικήσει ἢ νὰ πεθάνει. 
Ἡ Ρούμελη εἶχε τὸ «νέο Λεωνίδα της», τὸν Ἀθανάσιο Διάκο, ποὺ κάτω ἀπὸ παρόμοιες συνθῆκες δὲν πισωδρόμησε στὴν Ἀλαμάνα.


Τώρα, στὸ πρόσωπο τοῦτον Παπαφλέσσα, θ' ἀποχτοῦσε στὸ Μανιάκι κι ὁ Μοριᾶς τὸν Λεωνίδα του.

 Ὅταν ἔπαψε νὰ μιλάει ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Μανιάτης Βοϊδὴς εἶπε τὰ ἀξιομνημόνευτα τοῦτα λόγια:

 «Πᾶμε στὰ ταμπούρια μᾶς κι ὅποιος θὰ μείνει γιαμά, ἂς ἀκούει τῶν γυναικῶν τὰ μοιρολόγια!...»

 Καὶ τράβηξαν στὰ ταμπούρια τοὺς ξέροντας πὼς τὸ μόνο ποὺ τοὺς ἀπόμενε ἦταν νὰ θυσιαστοῦν. 
Μόλις πρόλαβαν νὰ φτάσουν σ' αὐτὰ κι ὁ Ἰμπραὴμ ξαπολὰ τὴν ἐπίθεσή του. 
Τὰ τάγματα τοῦτον τακτικοῦ στρατοῦ του προχωροῦσαν χωρὶς νὰ λογαριάζουν το θάνατο ποὺ σκόρπιζαν τὰ καριοφίλια τῶν Ἑλλήνων. 
Ὁ Παπαφλέσσας, καθὼς εἴπαμε, κράταγε τὸ βορινὸ ταμπούρι «τὸ μᾶλλον ἀδύνατον καὶ ἐπικίνδυνον». Φορῶντας τὴν περικεφαλαία του στεκόταν ὄρθιος πάνω σὲ μιὰ πέτρα πιὸ ψηλὴ ἀπὸ τίς ἄλλες, ποὺ «εἶχε προσέτι καὶ μίαν μικρὰν ἀχράδα (γκορτζούλα), ἀπὸ ἐκεῖ διεύθυνε τὸν ἀγῶνα, δίνοντας μὲ τὸ παράδειγμά του θάρροςστους δικούς μας.
Δίπλα του στεκόταν ὁ νεαρὸς Γάλλος ἐθελοντὴς πού, εἶχε κατέβει πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ στὴν Ἑλλάδα μαζὶ μὲ τὸν στρατηγὸ Ρος.


Καμία βέβαια εὐγνωμοσύνη δὲν τρέφει ἢ πατρίδα μας γιά το στρατηγὸ Ρος. 
Ἀντίθετα ὅμως μὲ σεβασμὸ μνημονεύει τὸν ἀνώνυμο νεαρὸ Γάλλο, ποὺ πολεμῶντας παλικαρίσια βρῆκε το θάνατο κείνη τὴ μέρα δίπλα στὸν Παπαφλέσσα. 
Τὸ μεσημέρι κάλεσαν οἱ σάλπιγγες τοῦ ἐχθροῦ τὸν αἰγυπτιακὸ στρατὸ νὰ πάψει τὴν ἐπίθεσή του καὶ ν' ἀποσυρθεῖ γιὰ νὰ κολατσίσει.

Ὅσο ποὺ «οἱ νεροκουβαλητάδες ἐπήγαινον καὶ ἠρχοντο δίδοντες νερὸν εἰς τοὺς διψῶντας στρατιώτας», οἱ καπεταναῖοι μας τρέξανε νὰ βροῦνε τὸν Παπαφλέσσα. - Καλὸ εἶναι, νὰ φύγουμε τώρα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ξαποσταίνουν καὶ τρῶνε ψωμί.
 Νὰ τραβήξουμε κατὰ τὴν Ἀγιά, γιατί, καθὼς θαχουμε βοηθὸ τὸ βουνό, οἱ καβαλαραίoι τοὺς λίγους θὰ σκοτώσουνε.

Τὸ πολὺ θὰ φᾶνε πενῆντα ὡς ἑκατὸ ἀπό μας, μὰ οἱ ἄλλοι θὰ σωθοῦνε καὶ θὰ σώσουμε κι ἐσένα γιὰ νὰ φανείς, σ' ἄλλη περίσταση, χρήσιμος στὴν πατρίδα. 
Ὁ Παπαφλέσσας τους ἀποκρίθηκε:    - Ἐγώ σας εἶπα καὶ πρῶτα καὶ τώρα σᾶς τὸ λέγω τὴ φευγάλα νὰ μὴν τὴ βάζετε διόλου στὸ νοῦ σας, γιατί ἐμεῖς χανόμαστε ἄδικα ἂν πέσουμε πάνω στὴ φωτιὰ τοῦ ἐχθροῦ. Ὄχι, δὲ θὰ παραδώσω τοὺς Ἕλληνες μόνος μοῦ στ' ἀδιάκοπο ντουφέκι τοῦ τακτικοῦ!
 Ἔπειτα ἐμεῖς καρτεράμε τὴ βοήθεια ποῦ, καθὼς γνωρίζετε, θὰ φτάσει ὥρα τὴν ὥρα.


Παγαίνετε τώρα στὰ πόστα σας! Γύρισαν στὰ ταμπούρια τοὺς καὶ σὲ λίγο ἐξαπολύθηκε τὸ γενικὸ γιουρούσι τοῦ ἐχθροῦ. 2 φορὲς ἔφτασαν ἴσαμε τίς θέσεις ποὺ κράταγαν οἱ Ἕλληνες, μ' ἀναγκάστηκαν νὰ πισωδρομήσουν. Κι ἐνῶ ἑτοιμάζονταν νὰ ξεχυθοῦν σὲ 3ο γιουρούσι, ἀκούστηκε βορινὰ μιὰ μπαταρία. 
Ἦταν ὁ Πλαπούτας ποὺ ἔφτανε μὲ 1.500 παλικάρια. Ὁ Ἰμπραὴμ τότε, γυρεύοντας νὰ προλάβει τὴ βοήθεια ποὺ ἐρχόταν, ρίχνει ὅλες του τίς δυνάμεις πάνω στοὺς δικούς μας. Οἱ ἐχθροὶ πάτησαν 1ο τὸ ταμπούρι του Παπαφλέσσα. 
Ὁ ἀνεψιός του Δημήτρης παρατάει τὸ πόστο του καὶ τρέχει νὰ βοηθήσει τὸ θεῖο του.

Τὸν βλέπει ὁ Παπαφλέσσας καὶ τὸν προστάζει νὰ γυρίσει πίσω καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴ δική του θέση. Μὰ ὅταν ἔφτασε σ' αὐτὴ βρῆκε νὰ τὴν ἔχουν πατήσει οἱ ἐχθροί. 
«Ἐκεῖ κτυπῶν καὶ κτυπούμενος ὑπὸ πολλῶν Τούρκων ἐχάθῃ καὶ αὐτὸς καὶ οἱ στρατιῶται του». 

Στὸ ταμπούρι του Παπαφλέσσα ἀνακατώθηκαν Τοῦρκοι κι Ἕλληνες καὶ γίνηκαν ὅλοι ἕνα. Ὅπως οἱ ἐχθροὶ φόραγαν κόκκινες στολές,            «ὁ τόπος ὅλος ἐκοκκίνισεν ἀπὸ αὐτὲς κι ἀπὸ τὰ αἵματα».

Ὁ σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ὁ Δημήτρης ἀπὸ τὴ Χίο, γιὰ νὰ μὴν πέσει ἡ σημαία στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ τὴν σκίζει, τὴ χώνει στὸ στῆθος του, σπάζει καὶ τὸ σταυρὸ τοῦ κονταριοῦ καὶ τὸν βάζει στὸ σελάχι του, καὶ μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι σὰν ἀστραπὴ χιμὰ πάνω στὸ τούρκικο ἀσκέρι καὶ φεύγει. 

«Ἢ παλικαριά του εἶναι ἀμίμητος», γράφει ὁ Φωτάκος. Τελευταῖο ἔπεσε τὸ ταμπούρι του Πιέρου Βοϊδη, ποὺ κράταγαν οἱ Μανιάτες, καθὼς ἦταν τὸ πιὸ δυνατὸ ἀπ' ὅλα. 

Ὅσοι ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἀπόμεναν ἀκόμα ζωντανοὶ ρίχνονται μέσα στὸ ρέμα καὶ κάνουνε νὰ φύγουν κατὰ τὴν Ἀνδροῦσα. 
Τίποτ' ἄλλο δὲν ἀκουγόταν πιὰ «ἀπὸ τὰ λιανίσματα τῶν σπαθιῶν καὶ τῶν γιαταγανιῶν». Στὴν ἔξοδο τῆς ρεματιᾶς ἕνα τάγμα τοῦ ἐχθροῦ καρτέραγε τοὺς 150 δικούς μας ποὺ ἦταν ἀκόμα ζωντανοί.

Δὲν τοὺς ἀπόμενε παρὰ ν' ἀνοίξουν δρόμο μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι. 
Τὸ κατόρθωσαν μὰ οἱ πιότεροι ἀπόμειναν γιὰ πάντα ἐκεῖ. Σιγά,Σιγᾷ-σιγά,σιγᾷ σκόρπαγε ὁ καπνὸς τῆς μάχης.

 Οἱ νικητὲς τότε βάλθηκαν νὰ σκυλεύουν τοὺς σκοτωμένους. 

Ὕστερα ἄρχισαν νὰ κόβουν τ' αὐτιά τους, νὰ τὰ πᾶνε στὸν Ἰμπραὴμ νὰ πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξὺ τῶν ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἔχει περισσότερα».

Στὴ Μάχη στὸ Μανιάκι(20/05), βρῆκε τὸν θάνατο προβάλλοντας ἡρωικὴ ἀντίσταση μαζὶ μὲ τοὺς λίγους ἄνδρες ποὺ τοῦ εἶχαν μείνει. 
Σύμφωνα μὲ το θρῦλο, ποὺ ἀναφέρουν καὶ ὁρισμένοι ἱστορικοὶ τῆς Ἐπανάστασης, μετὰ τὸ τέλος τῆς μάχης ὁ Ἰμπραὴμ ζήτησε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες του νὰ ἀναζητήσουν καὶ νὰ βροῦν τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Παπαφλέσσα. 
Ὅταν ἐκεῖνοι τὸ βρῆκαν τοὺς διέταξε νὰ τοποθετήσουν πάνω στὸ ἀκέφαλο πτῶμα τὸ κεφάλι καὶ νὰ τὸν στήσουν σὲ μιὰ βελανιδιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ. Τότε ὁ Ἰμπραὴμ πλησίασε τὸν νεκρὸ Παπαφλέσσα καὶ τὸν φίλησε στὸ μέτωπο σὲ ἔνδειξη ἀναγνώρισης τῆς γενναιότητας καὶ τοῦ ἀνιδιοτελοῦς θάρρους του.

 ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ 

Κατέβηκε τέλος κι ὁ Ἰμπραὴμ στὸ ταμπούρι του Παπαφλέσσα. 
Ἀφοῦ ἔκανε ντουάδες στὸν Ἀλλὰχ γιὰ τὴ νίκη, πρόσταξε το στρατό του νὰ ρίξει τρεῖς νικητήριες μπαταριές.
 Μετὰ παράγγειλε νὰ τοῦ φέρουν τὸ κουφάρι τοῦ Παπαφλέσσα. Βρῆκαν τὸ ἀκέφαλο κορμί του.
 Δίπλα του κείτονταν νεκρὸς ὁ νεαρὸς Γάλλος κι  πλῆθος τὰ κουφάρια τῶν ἐχθρῶν.
Λίγο πιὸ πέρα πέτυχαν καὶ τὸ κεφάλι τοῦτον ἥρωα.

Τὸ ἔφεραν στὸν Ἰμπραήμ τους εἶπε νὰ χώσουν στὴ γῆ ἕνα ψηλὸ παλούκι καὶ νὰ στήσουν ὄρθιο τὸν σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ' αὐτό. 
Ὕστερα στερέωσαν στὸ κορμὶ καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ πρὶν πλύνανε τὰ αἵματα ἀπό τα γένια του. 

Τότε «ὁ νεκρὸς ἐφαίνετο ὡς νὰ ἦτο ζωντανὸς» 

Ὁ Ἰμπραήμ, ἀφοῦ «ἀκίνητος κι ἄφωνος τὸν παρετήρησεν ὀλίγον», θαυμάζοντας τὸ ἐπιβλητικό του παράστημα, γυρνᾷ καὶ λέει αὐθόρμητα στοὺς ἀξιωματικούς του: «Πραγματικά, στάθηκε ἕνας ἱκανὸς καὶ γενναῖος ἄνθρωπος.
 Καὶ καλύτερο θὰ ἦταν, κι ἂς παθαίναμε ἄλλη τόση ζημιά, νὰ τὸν πιάναμε ζωντανό, γιατί πολὺ θὰ μᾶς χρησίμευε». 
Καὶ συνέχισε «Ἐὰν ἡ Ἑλλάδα εἶχε κι ἄλλους σὰν τὸν Παπαφλέσσαν δὲν θὰ μποροῦσα ν' ἀναλάβω αὐτὴν τὴν ἐκστρατείαν». 
Ἔπειτα, σύμφωνα μὲ λαϊκὲς ἀφηγήσεις, ἔμεινε πολλὴ ὥρα νὰ κοιτᾷ τὸν νεκρὸ Παπαφλέσσα του καὶ κάποια στιγμή, σηκώθηκε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν του καὶ τὸν φίλησε στὸ μέτωπο, ἀναγνωρίζοντας ἔτσι ἐμπράκτως τὴν γενναιότητα τοῦ Παπαφλέσσα καὶ θέλοντας ἔτσι νὰ τιμήσει τὸν ἄξιο ἀντίπαλό του.

Ἡ Λεωνίδειος μάχη εἶχε τελειώσει. Τὸ Μανιάκι πῆρε τὴ θέση του, στὶς σελίδες τῆς Ἱστορίας μας, δίπλα στὶς Θερμοπύλες ..






Δεν υπάρχουν σχόλια: