Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ: ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ



Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ: ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ

Στις 6 Απριλίου ο Σουλτάνος ζητά από την Πόλη να παραδοθεί H απάντηση του Κωνσταντίνου είναι αρνητική.

Στις 12 Απριλίου η πολιορκία αρχίζει. Οι 14 πυροβολαρχίες βάλλουν κατά των τειχών. Οι Βυζαντινοί συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια για να αμυνθούν γιατί οι δόνησεις προκαλούσαν ρωγμές στα τείχη. Όλη την ημέρα τα Οθωμανικά κανόνια χτυπούν και όλη τη νύχτα οι αμυνόμενοι επισκευάζουν τις ζημιές με ξύλα και δεμάτια από μαλλί.

18 Απριλίου γίνεται η πρώτη γενική επίθεση. Ο άτακτος στρατός του σουλτάνου επιχειρεί να ανέβει στα τείχη μα οι Βυζαντινοί, κάτω από τις εντολές του Ιουστινιάνη τον αποτρέπουν. Η πόλη αντέχει. Ο ναύαρχος Μπαρτόγλου επιχειρεί να σπάσει την αλυσίδα στον Κεράτιο για να προσεγγίσει τα θαλάσσια τείχη μα δεν το μπορεί. Η πόλη αντέχει.

Στις 20 Απριλίου ένα αναπάντεχο γεγονός τονώνει το ηθικό των πολιορκημένων: Από μακριά διακρίνονται τρεις γενοβέζικες γαλέρες φορτωμένες με όπλα και προμήθειες και το μεγάλο βυζαντινό μεταγωγικό του Φλαντανελά, που είχε σταλεί στη Σικελία για να αγοράσει σιτάρι. Για να φτάσουν πρέπει να περάσουν μέσα από τον πανίσχυρο οθωμανικό στόλο του Μπαρτόγλου, που προσπαθεί να τα αποτρέψει. Η ναυμαχία που ακολουθεί είναι εντυπωσιακή, καθώς τα τέσσερα βυζαντινά πλοία ελίσσονται ανάμεσα στα οθωμανικά και τελικά κατορθώνουν να περάσουν πίσω από την αλυσίδα του Κεράτιου. Ο Σουλτάνος, που παρακολουθεί από την πρώτη στιγμή τη ναυμαχία, εξοργισμένος ορμά έφιππος στην θάλασσα και τιμωρεί παραδειγματικά το ναύαρχό του. Οι πολιορκημένοι αρχίζουν να ελπίζουν στη σωτηρία.

Την Κυριακή 22 Απριλίου Η πόλη ξυπνά και αντικρίζει ένα συγκλονιστικό θέαμα. Από το βουνό που πέφτει στον Κεράτιο, κατεβαίνουν Καράβια! Ο ευφυής νεαρός σουλτάνος είχε διατάξει τους άνδρες του να μεταφέρουν 72 καράβια από τη θάλασσα στη στεριά και να τα κυλήσουν πάνω σε ξύλινους διαδρόμους, για να παρακάμψουν την αλυσίδα. Οι πολιορκημένοι έντρομοι παρακολουθούν τους Οθωμανούς ναύτες να προσποιούνται πως κωπηλατούν, ενώ χιλιάδες εργάτες σύρουν τα καράβια από το βουνό και τα αφήνουν να πέσουν στη θάλασσα, μια ανάσα από το Βυζαντινό τείχος. Στο παλάτι των Βλαχερνών ο Κωνσταντίνος αρχίζει να οργανώνει σχέδιο εμπρησμού των πλοίων. Το εγχείρημα αναλαμβάνει ο Ενετός Τζιάκομο Κόκο και οι σύντροφοί του.

28 Απριλίου : Το σχέδιο των Ελλήνων να κάψουν τα καράβια αποτυγχάνει γιατί οι Οθωμανοί το έχουν πληροφορηθεί από τους Γενοβέζους της Πόλης. Η Κωνσταντινούπολη δεν έχει μόνο εχθρούς. Έχει και προδότες. Ο Κόκο και οι άνδρες του πέφτουν στα χέρια των Οθωμανών και θανατώνονται με φρικτό τρόπο μπροστά στα μάτια των πολιορκημένων. Σε απάντηση ο Κωνσταντίνος στην προσπάθεια του να κρατήσει ζωντανό το φρόνημα του λαού, θανατώνει δημόσια Οθωμανούς αιχμαλώτους.

1η Μαΐου 1453: Το κλίμα είναι βαρύ, κάτω από τον άκαιρα συννεφιασμένο ουρανό και με το Βόσπορο χαμένο μέσα σε μια αδικαιολόγητη για την εποχή ομίχλη. Οι ανθενωτικοί τριγυρνούν στα σοκάκια της πόλης και ερμηνεύουν τη μαγιάτικη βροχή ως κατάρα του Θεού, φανατίζοντας την ήδη βεβαρημένη ατμόσφαιρα. Ο Κωνσταντίνος μάταια αγωνίζεται να πείσει τους ανεγκέφαλους Έλληνες ότι το δεμάτι δεν σπάει αν είναι ενωμένο, ότι τούτες είναι ώρες που απαιτούν ηρεμία και ενότητα.

7 Μαΐου: Οι Οθωμανοί εξαπολύουν δεύτερη γενική επίθεση στην κοιλάδα του Λύκου. Η πόλη αντέχει.

12 Μαΐου: Νέα επίθεση στις πύλες της Ανδριανούπολης και Καλιγαρίας. Η πόλη αντέχει. Ο Σουλτάνος διατάσσει τους Σέρβους μηχανικούς να σκάψουν λαγούμια. Εάν δεν μπορεί να πάρει την Πόλη κανονικά, είναι αποφασισμένος να την πάρει υπόγεια. Ο Ιουστινιάνης το έχει προβλέψει και με τη βοήθεια του Σκοτσέζου μηχανικού Γιόχαν Γκράντ οι στρατιώτες του μέσα από τους υπονόμους καίνε ζωντανούς τους επιτιθέμενους. Η πόλη αντέχει.

Ο Μωάμεθ αγωνιά. Καλεί έκτακτο συμβούλιο και ακούει το βεζίρη Χαλίλ Τσανταρλί να προτείνει λύση της πολιορκίας. Στο παλάτι των Βλαχερνών ο Κωνσταντίνος περιμένει τους απεσταλμένους του να επιστρέψουν με την ελπιδοφόρα είδηση ότι έρχεται βοήθεια από τη Δύση. Περιμένει και ελπίζει: Οι χριστιανοί δε θα άφηναν μια χριστιανική πόλη να πέσει στα χέρια των απίστων. Ή μήπως θα την άφηναν;

Στις 23 Μαΐου ο Μωάμεθ δίνει στον Κωνσταντίνο την τελευταία ευκαιρία: Εάν μου παραδώσεις την Πόλη θα πας όπου θέλεις με τους άρχοντες και τα υπάρχοντά σου, και ο λαός δε θα πάθει τίποτε …

Ο Αυτοκράτορας, μπροστά στο δέλεαρ της σωτηρίας, δίνει μια απάντηση που θα υποστηρίξει ως το τέλος και της οποίας οι πέντε τελευταίες λέξεις συνοδεύουν ως σήμερα το Στρατό των Ελλήνων:

«Το να σου παραδώσω την πόλη δεν είναι στο χέρι μου ούτε στο χέρι κανενός άλλου από αυτούς που κατοικούν σ’ αυτή. Γι’ αυτό με κοινή απόφαση, και με τη θέλησή μας θα πεθάνουμε και δε θα λογαριάσουμε τη ζωή μας… ου φεισόμεθα της ζωής ημών»

Οι ηρωικοί απεσταλμένοι ναυτικοί περνώντας μέσα από τον Οθωμανικό στόλο, φτάνουν στην Πόλη με άσχημα μαντάτα: Στον ορίζοντα δεν φαίνεται Δυτικό πανί. Οι σύμβουλοι προτρέπουν τον Βασιλέα να φύγει. Ο Ιουστινιάνης με την αγωνία του φίλου τον παρακαλεί να μπει σ’ ένα δικό του καράβι. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν είναι ένας συνηθισμένος πολιτικός άνδρας: «Εάν έφευγα τι θα έλεγε για μένα η οικουμένη; Σας ικετεύω μην με παρακαλάτε να φύγω. Επιθυμώ να πεθάνω εδώ μαζί σας» απαντά. Από τα παράθυρα του παλατιού φτάνουν οι κραυγές των Οθωμανών. Ο Μωάμεθ τους τάζει λεηλασία και γλέντι τριών ημερών εάν του φέρουν την Βασιλεύουσα κι εκείνοι υποδέχονται την υπόσχεση με ζητωκραυγές, χορούς και τυμπανοκρουσίες. Ο Αυτοκράτορας δεν αντέχει άλλο: ξεσπά σε κλάματα για την πόλη που χάνεται, προδομένη από φίλους και προπάντων διχασμένη.

25 Μαΐου: Όλοι γνωρίζουν ότι σε 4 μέρες οι Οθωμανοί θα χτυπήσουν. Η πόλη δεν έχει ψωμί και ως έφεδροι έχουν μείνει μόνο οι καλόγεροι που περιμένουν στο ναό των Αποστόλων τη στιγμή που θα τους καλέσει ο Βασιλιάς τους να πολεμήσουν. Το συμβούλιο θέτει και πάλι το ζήτημα που πληγώνει τον Κωνσταντίνο: Εάν δεν μπορούμε να σώσουμε την Πόλη, ας σώσουμε τουλάχιστο τον Αυτοκράτορα! Ο Παλαιολόγος αντιδρά με οργή και εξουθενωμένος από τη νηστεία, την κόπωση και την αγωνία χάνει τις αισθήσεις του. Δε δέχεται όμως να φύγει.

28 Μαΐου 1453: Το πρωί οι καμπάνες καλούν τους Έλληνες στις λιτανείες. Στο παλάτι των Βλαχερνών οι αξιωματούχοι συγκεντρώνονται για τελευταία φορά. Ο Κωνσταντίνος απευθυνόμενος στους Έλληνες τους υπενθυμίζει το καθήκον της φυλής: Ο άνθρωπος πρέπει να είναι έτοιμος να πεθάνει για τέσσερις μεγάλες αξίες: Την πατρίδα, την πίστη, τον ηγεμόνα και την οικογένεια. Είναι η ώρα για τον Λαό της Κωνσταντινούπολης να πεθάνει για όλα αυτά. Ευχαριστεί τους Λατίνους για τη συμπαράσταση και έπειτα, όπως πράττουν μόνο οι σπουδαίοι ζητά συγγνώμη από όλους και τους ζητά να πράξουν το ίδιο. Σε τέτοιο αίτημα ενός τέτοιου άρχοντα ποιος θα τολμούσε να αρνηθεί; Μπροστά στον Κωνσταντίνο, Έλληνες και Λατίνοι γίνονται μια αγκαλιά. Επιτέλους η ομόνοια λίγες ώρες πριν το τέλος. Στην Αγία Σοφιά οι κληρικοί ντυμένοι με τα επίσημα άμφια τελούν την τελευταία Θεία Λειτουργία για να λάβει ο λαός την ύστατη κοινωνία. Οι υπερασπιστές της Πόλης μεταλαμβάνουν και τρέχουν ξανά στις επάλξεις, μαζί τους και ο Αυτοκράτορας. Ευχαριστεί τους άνδρες του και με το άλογο καλπάζει από το ένα άκρο των τειχών ως το άλλο για να δώσει κουράγιο στους αγωνιστές, ίσως και για να αποχαιρετήσει το φως του ήλιου από την Πόλη του…

Και ο ήλιος δύει. Θα είναι η τελευταία δύση που θα αντικρίσει η χριστιανική Κωνσταντινούπολη.

Τα Μεσάνυχτα της 29ης Μαΐου 1453 οι κραυγές των επιτιθέμενων σχίζουν τον αέρα και η Κωνσταντινούπολη καλεί με τις καμπάνες το λαό της στα τείχη. Η επίθεση ξεκινά κατά κύματα: Πρώτα στέλνονται οι άτακτοι. Για δύο ώρες τα τείχη πολιορκούνται μα η άμυνα κάνει καλή δουλειά. Η Πόλη δεν γονατίζει. Από θαλάσσης τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα για τους Έλληνες, αν και όλοι καταλαβαίνουν ότι ο στόλος του εχθρού θέλει μόνο να απασχολήσει άνδρες και όχι να τους νικήσει. Η μεγάλη μάχη δίνεται στην κοιλάδα του Λύκου. Ο Μωάμεθ ρίχνει το ασκέρι του Ισχάκ Πασά, αλλά η πυκνή τους διάταξη επιτρέπει στους Έλληνες να ρίχνουν στο ψαχνό. Η Πόλη δεν γονατίζει. Τα κανόνια τραντάζουν τα τείχη. Λίγο πριν το ξημέρωμα η μπομπάρδα γκρεμίζει ένα τμήμα από το εξωτερικό τείχος του Αγίου Ρωμανού και οι πρώτοι 300 οσμανλήδες ορμούν μα αποδεκατίζονται από τον Κωνσταντίνο και τους άνδρες του. Η Πόλη δε γονατίζει. Με το πρώτο φως της ημέρας ο Μωάμεθ στέλνει τους γενίτσαρους, αλλά οι αμυνόμενοι, άριστα εκπαιδευμένοι από τον Ιουστινιάνη, άριστα εμψυχωμένοι από τον Παλαιολόγο δεν εγκαταλείπουν. Η Πόλη δεν γονάτισε ακόμα. Ο Ιουστινιάνης όμως πληγώνεται την πιο κρίσιμη στιγμή και οι άνδρες του τον απομακρύνουν από το πεδίο της μάχης. Ο Κωνσταντίνος σπεύδει στο πλευρό του και πάνω στην αγωνία του τον ικετεύει να παραμείνει: «Κάνε υπομονή αδερφέ. Σε έχουμε ανάγκη». Εκείνος όμως δεν αντέχει άλλο. Οι άνδρες του τον βάζουν σ’ ένα καράβι με προορισμό τη Χίο. Πεθαίνει εν πλω.

Ο Κωνσταντίνος επιστρέφει στα τείχη, και ρίχνεται στη μάχη αλλά την αναταραχή που προκάλεσε η απώλεια του Ιουστινιάνη αντιλαμβάνεται ο Μωάμεθ. Τα κανόνια χτυπούν και τελικά το εξωτερικό τείχος υποχωρεί. Όλο το δράμα παίζεται τώρα σε δύο σημεία: στην πύλη του Αγίου Ρωμανού όπου ο Κωνσταντίνος δίνει την ύστατη μάχη και στην πύλη της Αδριανούπολης, πολύ κοντά σε μια πόρτα που χρησίμευε για τον ανεφοδιασμό των πολεμιστών και μολονότι ασήμαντη για τους Βυζαντινούς, έμεινε γνωστή ως η πιο μυστηριώδης πόρτα της ιστορίας: την Κερκόπορτα. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά κάτω από ποιες συνθήκες κυμάτισε η σημαία του Μωάμεθ πάνω από την κερκόπορτα. Ήταν προδοσία ή απροσεξία; Κι αν προδοσία, ποιος τη χρεώνεται; Η αλήθεια χάθηκε στη δίνη της μάχης ή των συμφερόντων και μόνο θρύλοι κράτησαν το όνομά της ζωντανό κι έμεινε η Κερκόπορτα ως «ένας κόκκος άμμου που έκρινε την ιστορία του κόσμου», όπως παρατηρεί ο Στέφαν Τσβάιχ.

Το πρωί της 29ης Μαΐου, η σημαία των Οθωμανών πάνω στα τείχη έδωσε πρώτη το μήνυμα :ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΗ… Η Πόλη του Κωνσταντίνου γονάτισε μετά από 57 μέρες πολιορκίας, μετά από 1123 χρόνια πορείας. Την είδε άραγε γονατισμένη ο βασιλιάς της ή είχε χαθεί πριν συνειδητοποιήσει το τέλος της αγαπημένης του; Κανένας δεν ξέρει. Η πληροφορία ότι η τελευταία του επιθυμία ήταν να πεθάνει από χριστιανικό χέρι, δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένη, σίγουρα όμως πέθανε στο πεδίο της μάχης παλεύοντας για την Πόλη του ως την ύστατη ανάσα. Το σώμα του αναζητήθηκε από το Μωάμεθ μέσα στις επόμενες μέρες και αναγνωρίστηκε από τα χρυσά αυτοκρατορικά σανδάλια. Τον αναγνώρισε ο αιχμάλωτος Νοταράς και ο Σουλτάνος έδωσε εντολή να ταφεί με βασιλικές τιμές, σε άγνωστο σημείο της πόλης, για να μην γίνει ο τάφος του τόπος λατρείας από τους εναπομείναντες βυζαντινούς. Ο Λουκάς Νοταράς εκτελέστηκε, αφού είδε να θανατώνονται μπροστά του ο 14χρονος γιος και ο γαμπρός του, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει. Ο γενναίος Βυζαντινός προτιμούσε να τους δει να πεθαίνουν, παρά να τον δουν εκείνοι. Φοβόταν λένε μήπως ο γιος του τρομάξει από το θάνατο του πατέρα του και αλλαξοπιστήσει.

Όσο για την Αγια Σοφιά; Έγινε φρικτός τάφος για τους ικέτες, που είχαν ζητήσει καταφύγιο εκεί, όταν οι πρώτοι Οθωμανοί μπήκαν στην Πόλη. Ο ναός θα καταστρεφόταν στα σίγουρα από τη μανία των απαίδευτων στρατιωτών, εάν δεν έσπευδε ο ίδιος ο Μωάμεθ για να τον προστατέψει. Κάποιοι λένε πως τον προστάτεψε από φόβο προς τους Δυτικούς (μήπως η καταστροφή του σημαντικού Ναού προκαλούσε την αντίδραση των χριστιανών της Δύσης) και κάποιοι για να τιμήσει τη χριστιανή μητριά του, Μαρώ την οποία υπεραγαπούσε. Το σίγουρο είναι ότι ο Σουλτάνος πάτησε το ίδιο απόγευμα πάνω στην αγία τράπεζα και στρέφοντας το πρόσωπο προς τη Μέκκα ευχαρίστησε τον Αλλάχ, μετατρέποντας το Ναό σε τζαμί. Την Παρασκευή 1η Ιουνίου 1453 έγινε η πρώτη επίσημη μουσουλμανική προσευχή στο Ναό της του Θεού Σοφίας. Οι τοιχογραφίες του ναού καλύφθηκαν από ασβέστη και μόνο η Πλατυτέρα δεν δέχτηκε να καλυφθεί μα στέκει εκεί μέχρι σήμερα με ακάλυπτο το πρόσωπο κι ορθάνοιχτα τα μάτια και φυλάει την Πόλη της καρδιάς της.


Ε.Λ

Δεν υπάρχουν σχόλια: