Ὁ πρίγκιπας Ὀρχὰν ἦταν μακρινὸς συγγενής του Μωάμεθ Β΄, κατὰ μία ἄποψη δεύτερος ἐξάδελφός του.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ γενεαλογικὴ προσέγγιση, ὁ Ὀρχὰν ἦταν ἐγγονὸς τοῦ Σουλεϊμὰν Τσελεμπί, μεγαλύτερου ἀδελφοῦ τοῦ σουλτάνου Μωάμεθ Ἀ΄ (1413-1421).
Οἱ δύο ἀδελφοί, ὅπως καὶ ἕνας τρίτος, ὁ Μουσά, εἶχαν καταλάβει διαδοχικὰ τὸν ὀθωμανικὸ θρόνο μετὰ τὴν ἀναπάντεχη αἰχμαλωσία τοῦ πατέρα τους, Βαγιαζὴτ Ἀ΄(1389-1402) ἀπὸ τὸν Ταμερλάνο στὴ μάχη τῆς Ἀγκύρας.
Ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀτυχοῦς γιὰ τοὺς Ὀθωμανοὺς κατάληξης αὐτῆς τῆς μάχης, τὸ κράτος τοὺς περιέπεσε στὴ δίνη ἑνὸς μακροχρόνιου ἐμφυλίου πολέμου. Πρῶτος κατέλαβε τὸν θρόνο ὁ Σουλεϊμὰν (1403-1411), ὁ ὁποῖος ὅμως ἀνατράπηκε καὶ σκοτώθηκε ἀπὸ τὸν πολεμοχαρῆ ἀδελφὸ τοῦ Μουσά, ποὺ κυβέρνησε μὲ τὴ σειρὰ τοῦ ἐπὶ δύο χρόνια (1411-1413).
Οἱ ἐχθρικὲς διαθέσεις τοῦ τελευταίου πρὸς τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα ὁ αὐτοκράτορας Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγος νὰ ἐξωθήσει σὲ ἐξέγερση ἐναντίον του τὸν τρίτο ἐπιζώντα ἀδελφό, τὸν Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος καὶ τελικὰ ἐπικράτησε.
Κατὰ τὴ ἐξέλιξη αὐτῶν τῶν γεγονότων, προφανῶς οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σουλεϊμὰν βρῆκαν καταφύγιο στὴν «οὐδέτερη» Κωνσταντινούπολη, ὅπου οἱ Βυζαντινοί τους προφύλαξαν γιὰ νὰ τοὺς χρησιμοποιήσουν ὡς «ἀντίπαλο δέος», προκαλῶντας ἕναν ἐμφύλιο πόλεμο στὸ ὀθωμανικὸ κράτος, ἐφόσον οἱ συνθῆκες θὰ τὸ ἐπέτρεπαν (τὸ ἴδιο εἶχαν κάνει καὶ οἱ Ὀθωμανοὶ μὲ τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 14ου αἰῶνα, ἐνισχύοντας διάφορους γόνους τῆς δυναστείας τῶν Παλαιολόγων στὶς ἐπιδιώξεις τους νὰ καταλάβουν τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο).
Ὑπ' αὐτὲς τίς συνθῆκες, ὁ πρίγκιπας
Ὀρχὰν ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία. Προκειμένου, μάλιστα, νὰ μὴν τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν πόλη, ὁ πατέρας τοῦ Μωάμεθ Β', ὁ σουλτᾶνος Μουρὰτ Β', εἶχε συμφωνήσει νὰ καταβάλει στοὺς Βυζαντινοὺς ὡς «λύτρα» 3.000 ἄσπρα, ἀπὸ τὰ εἰσοδήματα τῶν πόλεων κατὰ μῆκος τοῦ νοτιότερου ροῦ τοῦ Στρυμόνα.
Κατὰ μία εἰρωνεία τῆς τύχης, ἡ μὴ καταβολὴ αὐτῶν τῶν λύτρων ἀποτέλεσε τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐχθροπραξιῶν ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης.
Συγκεκριμένα, κατὰ τὴν ἄνοδό του στὸν θρόνο, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1541, ὁ Μωάμεθ Β' εἶχε δεσμευθεῖ νὰ συνεχίσει νὰ τὰ καταβάλει, ἀλλὰ μέχρι τὸ φθινόπωρο τοῦ ἴδιου χρόνου δὲν τὸ εἶχε κάνει, καθὼς ἀγωνιζόταν νὰ καταστείλει μιὰ ἐξέγερση στὰ μικρασιατικὰ ἐδάφη τοῦ κράτους του.
Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος θεώρησε ὅτι αὐτὴ ἡ συγκυρία του εὐνοοῦσε μιὰ ἐπίδειξη πυγμῆς, καὶ ἀπείλησε τὸν Μωάμεθ ὅτι, ἐὰν δὲν τὰ ἔστελνε τὰ χρήματα, οἱ Βυζαντινοὶ θὰ ἄφηναν ἐλεύθερο τὸν πρίγκιπα Ὀρχάν.
Αὐτὴ ἡ ἔλλειψη διπλωματικῆς διορατικότητας ἐκ μέρους του ἐπρόκειτο νὰ ἀποδειχθεῖ μοιραῖα, παρέχοντας στὸν Ὀθωμανὸ σουλτᾶνο τὸ πρόσχημα ποὺ ἀναζητοῦσε γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ πολέμου.
Κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς πολιορκίας, ὁ πρίγκιπας
Ὀρχὰν προθυμοποιήθηκε νὰ ἀναλάβει μὲ τοὺς ἄνδρες του τὴν ἄμυνα ἑνὸς τομέα τῶν τειχῶν, γεγονὸς ἰδιαίτερα τιμητικό, ἐὰν μάλιστα τὸ ἀντιδιαστείλει κανεὶς μὲ τὴ στάση πολλῶν κατοίκων ποὺ προτίμησαν νὰ παρακολουθοῦν παθητικὰ τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων.
Ἔτσι, τοῦ ἀνατέθηκε ἡ φύλαξη ἑνὸς τμήματος τῶν τειχῶν τῆς Προποντίδας στὰ ὁποῖα περιλαμβανόταν καὶ τὸ λιμάνι τοῦ Ἐπτασκαλίου.
Τὸν τομέα αὐτὸ ὑπερασπίστηκε μὲ γενναιότητα στὶς λίγες περιπτώσεις κατὰ τίς ὁποῖες ὁ ὀθωμανικὸς στόλος προσπάθησε νὰ δημιουργήσει ἀντιπερισπασμοὺς στοὺς ἀμυνόμενους ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Προποντίδας.
Κατὰ τὴν εἴσοδο τῶν εἰσβολέων στὴν Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ διατύπωση τοῦ Ράνσιμαν, «ὁ πρίγκιπας Ὀρχὰν καὶ οἱ Τοῦρκοι του συνέχισαν νὰ μάχονται, γνωρίζοντας τὴν τύχη ποὺ τοὺς περίμενε ἐὰν ἔπεφταν στὰ χέρια τοῦ σουλτάνου» (Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης, σελ. 211).
Ἡ ἅλωση ὅμως σφράγισε καὶ τὴ δική του τύχη. Ἄν καὶ ὅλες οἱ πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι σκοτώθηκε, δὲν συμφωνοῦν ὡς πρὸς τὸν ἀκριβῆ τρόπο.
Κατὰ τὸν Λαόνικο Χαλκοκονδύλη (βιβλίο Ἠ΄), αὐτοκτόνησε πηδῶντας ἀπὸ ἕναν πύργο γιὰ νὰ μὴ συλληφθεῖ, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε μεταμφιεστεὶ σὲ καλόγερο.
Κατὰ τὸν Κριτόβουλο (βιβλίο Ἀ΄, κεφ. 64, παρ. 1-2), μεταμφιέστηκε σὲ ἁπλὸ στρατιώτη καὶ προσπάθησε νὰ διαφύγει ἀξιοποιῶντας τὴν γνώση του τῶν Τουρκικῶν, ἀλλὰ ἀναγνωρίστηκε καὶ αὐτοκτόνησε πηδῶντας ἀπὸ τὸ τεῖχος.
Στὴ συνέχεια, οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες ἔκοψαν τὸ κεφάλι του καὶ τὸ μετέφεραν στὸν Μωάμεθ. Τέλος, κατὰ τὸν Δούκα (κεφ. XL, παρ. 4), ὁ ὁποῖος βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη λίγο καιρὸ μετὰ τὴν Ἅλωση καὶ ἐνδεχομένως συνέλεξε προφορικὲς μαρτυρίες, προδόθηκε στὸν ναύαρχο Χαμζὰ μπέη ἀπὸ ἕναν αἰχμάλωτο (μὲ ἀντάλλαγμα τὴ δική του ἐλευθερία), ἐνῶ εἶχε ἤδη συλληφθεῖ προσπαθῶντας νὰ διαφύγει ἀπὸ τὸν πύργο «τῶν Φράγκων» μεταμφιεσμένος σὲ καλόγερο. Στὴ συνέχεια, ἀποκεφαλίστηκε ἀπὸ ἐκεῖνον.
Μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ὀρχάν, ὁ Μωάμεθ ἀποκόμισε διπλὸ ὄφελος: ὄχι μόνο κατέκτησε τὴ «βασίλισσα τῶν πόλεων» ἀλλὰ καὶ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸν μοναδικὸ ἐν ζωῇ ἀνταπαιτητὴ τοῦ θρόνου του.
Ἡ σύντομη στρατιωτικὴ σταδιοδρομία τοῦ μᾶλλον ἄγνωστου Ὀθωμανοῦ πρίγκιπα, ὅμως, τὸν κατατάσσει στὰ πιὸ ἐνδιαφέροντα ἱστορικὰ παράδοξα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου