Ὁ Ρήγας Βελεστινλής γεννήθηκε τό 1757 στό Βελεστίνο, κοντά στήν ἀρχαία πόλη τῶν Φερών. Κήρυκας τοῦ ξεσηκωμοῦ κατά τῆς τυραννίας, ἀφοῦ καί ὁ Μακρυγιάννης τόν σχεδίασε νά σπέρνει τόν σπόρο τῆς ἐλευθερίας, πνεῦμα φιλελεύθερο καί ἀνυπότακτο, με ἀνεξάντλητο ψυχικό σθένος. Τόν ἀφήνουν ἀδιάφορο τά πλούτη τοῦ πατέρα του. Τό μῖσος κατά τῶν Τούρκων, τό πάθος γιά τή ἐλευθερία τῆς πατρίδας καί ἡ δίψα γιὰ μάθηση φωλιάζουν στήν παιδική του ψυχή. Ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ, πού ἦταν ὁ πρῶτος του δάσκαλος, θά τόν ἐμποτίσει μέ τό μῖσος κατά τῶν τυράννων καί θά τοῦ μεταδώσει τόν παθιασμένο ἔρωτα γιά τήν ἐλευθερία.
Φοίτησε στίς σχολές τῆς Ζαγοράς τοῦ Πηλίου, καί στά Ἀμπελάκια πνευματικό κέντρο τῆς σκλαβωμένης Ἑλλάδας. Οἱ καλοί του δάσκαλοι τοῦ δημιουργοῦσαν τό ἐνδιαφέρον γιά κάποιες ἐπιστημονικές γνώσεις. Νεαρός δάσκαλος ἦταν στόν Κισσό, χωριό τοῦ Πηλίου, ὅταν ἄκουσε μία μέρα ἀπὸ ἕνα θρασύτατο ἀγά τήν προσταγή νά τόν περάσει στούς ὤμους ἀπὸ ἕνα ὁρμητικό χείμαρρο. Δέν ὑπάκουσε καί ὅρμησε κατά του ἀγά καί τόν ἔπνιξε μέσα στά ὁρμητικά νερά τοῦ χειμάρρου, γιά νὰ βρεθεῖ ἀμέσως μετά, στό ἀντάρτικο σῶμα τοῦ θείου τοῦ Σπύρου Ζήρα, πάνω στόν Ὄλυμπο. Στὰ λημέρια τῶν Κλεφτῶν ἔκανε τά πρῶτα σχέδια τοῦ ξεσηκωμοῦ τοῦ γένους. Εἶχε ἤδη ζήσει τίς σφαγές καί καταστροφές τῶν Τούρκων στὴν Πελοπόννησο, στὴ Στερεά καί στῆ Θεσσαλία, μετά ἀπὸ τήν ἀποτυχία τῆς ἐξέγερσης τῶν Ἑλλήνων (Ὀρλωφικά), πού εἶχε γίνει μέ τήν ὑποκίνηση της
Μεγάλης Αἰκατερίνης, ἡ ὁποία τελικά, μέ τήν Συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζή (9 Ἰουλίου 1774), παρέδωσε στούς Τούρκους τα κατεχόμενα ἀπὸ αὐτὴν νησιά τοῦ Αἰγαίου καί ἐγκατέλειψε τούς Ρωμιούς στή μοῖρα τους.
Ἐφοδιασμένος μέ συστατικές ἐπιστολές ταξίδεψε στήν
Κωνσταντινούπολη. Ἔμαθε γαλλικά, γερμανικά καί ἀργότερα στό Βουκουρέστι καί στὴ Βιέννη ἰταλικά καί ρωσικά. Στην Κωνσταντινούπολη γνώρισε
τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη (1726-1807) - παπποῦ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Φιλικῆς - καί τόν ἀκολούθησε στή Μολδοβλαχία. Σύμφωνα μέ τόν Περαιβό, ὁ Ρήγας δούλεψε στόν
Νικόλαο Μαυρογένη (1735-1790), ἡγεμόνα τῆς Μολδοβλαχίας ὁ ὁποῖος τοῦ παραχώρησε σημαντικά ἀξιώματα. Ἀργότερα, τόν Μαυρογένη τόν ἀποκεφάλισαν οἱ Τοῦρκοι γιά κάποιες στρατιωτικές ἀποτυχίες κατά τῶν Αὐστριακῶν.
Ὁ Φεραῖος, στό
Βουκουρέστι ἐπικοινώνησε μέ τους διανοούμενους τοῦ Γαλλικοῦ διαφωτισμοῦ καί μέ τόν ἴδιο τό Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση καί οἱ νῖκες τοῦ Ναπολέοντα τόν παροτρύνουν στήν ἐπίσπευση τῆς ἐξέγερσης τοῦ Ἔθνους, ὀργανώνοντας τούς ἀπανταχοῦ Ἕλληνες γύρω ἀπὸ τό ἄτομο του. Ἡ ἀθρόα κατάταξη ἐθελοντῶν ἀπὸ ὅλες τίς βαλκανικές ἐθνότητες στό Ρωσικό Στρατό, κατά τό
Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792), τόν ἔπεισε ὅτι ὅλοι οἱ δοῦλοι, ὁποιασδήποτε φυλῆς καί θρησκείας, πρέπει νά ξεσηκωθοῦν κατά τῆς τυραννίας. «Βούλγαροι καί Ἀρβανίτες, Ἀρμένιοι καί Ρωμιοί, Ἀράπηδες καί ἄσπροι μέ μία κοινή ὁρμὴ. Γιὰ τήν ἐλευθερία νά ζώσουμε σπαθί νὰ σφάξουμε τους λύκους πού τό ζυγό βαστοῦν καί Χριστιανούς καί Τούρκους σκληρά τους τυραννοῦν.»
Συνεργάτες του στό ὅραμα του ἦταν λόγιοι, ἔμποροι, ἱερωμένοι, ὑπάλληλοι, σπουδαστές, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν διασκορπισμένοι σέ πολλές εὐρωπαϊκές πόλεις, ἀλλὰ καί στήν σκλαβωμένη Ἑλλάδα.
«Mέ τόν Ρήγαν ἐξεδηλώθη ὅλη ἡ καλλιεργηθεῖσα ἐπὶ αἰῶνας ἐπαναστατική διάθεσις τοῦ ἐλληνικού ἔθνους, ἡ ἐξελιχθεῖσα εἰς θέλησιν καί ἀπόφασιν διά τόν ἀγῶνα τῆς ἐλευθερίας. Αὐτή ἡ προσωπική του ἱστορία φαντάζει ὡς σύμβολον τοῦ ἑλληνικοῦ δράματος. Ο Ρήγας ἔφυγεν ἀπὸ τήν πατρίδα του ἐνωρίς, διότι δέν ἤθελε νά μένη δοῦλος, ἐπέρασεν ἀπὸ τόν Ὄλυμπον, ὁπού ἐγνώρισεν ἀρματολούς, ἀπήγγειλε ἐκεῖ τραγούδια του διά τήν πατρίδα, διέβη ἀπὸ τά μεγάλα ἑλληνικά κέντρα, ἐγνώρισε τόν ἑλληνικόν λαόν καί τά βάσανά του, ἐμορφώθη εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν κοντά εἰς ἕνα Φαναριώτην...
Τό σχέδιόν του ἦτο εὐρύ. Συνεργασία ὅλων τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς -
εἰς τό σύνταγμά του περιελαμβάνετο καί ἡ Μικρά Ἀσία - καί δημιουργία ἀνεξαρτήτου κράτους ὑπὸ τήν ἑλληνικήν ἡγεσίαν. Η φωνή του εἶχε ἀπήχησιν. Ὁμίλησε πρός τόν λαόν μέ τό Θούριον. Δέν ὑπάρχει ἑλληνικόν τραγούδι πού νά ἤχησε ὅπως αὐτὸς εἰς τήν ἐποχήν του. Ἔγινε τό μυστικό τραγούδι τῶν παιδιῶν τῶν πόλεων, ὁ ἠχηρός στεναγμός τῶν λεοντόθυμων ἐνόπλων τῶν βουνῶν, ἔφθασεν εἷς τά νησιά...
Εὑρίσκετο εἰς ἀνταπόκρισιν μυστικήν καί εἶχεν ἀλληλογραφίαν μέ τούς ἐμπόρους Κολόρον,
Κωνσταντῖνον Παπαδημήτρην, Νικήταν καί Ἰωάννην Χατζηβασίλην εἰς τά Ἰωάννινα, μέ τούς Ἕλληνας τοῦ Βουκουρεστίου Μανωλάκην, Πολέσκον, Πολυζάκην, Λατιανόν, Τσαούσην, μέ τόν κληρικόν Κύριλλον εἰς τάς Πάτρας, μέ τόν Ἰωάννην Καψούλην εἷς τήν Κωνσταντινούπολιν, τόν Ἄγον Μουχουρδάρη εἰς τήν Ἀλβανίαν...
Ὅπου ἐπήγαινεν ὁ Ρήγας εἶχεν εἰς τήν ζώνην του τό σουρούβλι μέ τό ὁποῖον ἔπαιζε τόν ἐπαναστατικόν του ὕμνον. Τόν ἤκουαν ὅλοι μαγευμένοι. Ἦτο ὁ κήρυξ τῆς ἐπαναστάσεως καί ὁ ὀργανωτής αὐτῆς. Ἔγραφε τό σύνταγμά του. Ἐμποτισμένος ἀπὸ τάς δημοκρατικάς ἰδέας τοῦ καιροῦ του, μέ τά πρότυπα πού παρεῖχεν ἡ κατακτήσασα τάς λαϊκάς ἐλευθερίας Γαλλία, παρεσκεύαζε καί τούς νέους νόμους τού νέου κράτους. Τό σύνταγμα ἐκεῖνον φέρει τόν τίτλον: "Νέα πολιτική διοίκησις τῶν κατοίκων τῆς Ρούμελης, τῆς Μικράς Ἀσίας, τῶν μεσογείων νήσων καί τῆς Βλαχομπογδανίας. Ὑπέρ τῶν νόμων τῆς πατρίδος. Ἐλευθερία. Ἰσοτιμία, Ἀδελφότης.»
Τό 1790 μετέφερε τίς ἐπαναστατικές του δραστηριότητες στή Βιέννη. Η θέση τῆς Βιέννης στόν εὐρωπαϊκό χῶρο καί τά μέσα τυπογραφίας πού βρῆκε στήν Αὐστρία, ἐξυπηρετοῦσαν τόν Ρήγα. Συνέχισε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Βοναπάρτη, τόν ὁποῖο ἔβλεπαν ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοί λαοί, σάν μία ἀχτίδα σωτηρίας κατά τῶν ἀπολυταρχικῶν τους καθεστώτων. Ἔγραψε ἀμέτρητες ἐπιστολές πρὸς ἡγεμόνες, ἱερωμένους, λόγιους, πολιτικούς διπλωμάτες, στρατιωτικούς ἀκόμη καὶ σέ πασᾶδες ὅπως τόν πασᾶ τοῦ Βιδινίου Πασβάνογλου, ἀποστάτη κατά τοῦ σουλτάνου, καί τόν Ἀλή Πασᾶ της Ἠπείρου. Στή Βιέννη ἐξέδωσε τό "Σχολεῖο τῶν Ντελικάτων Ἐραστῶν" καί τό "Φυσικῆς Ἀπάνθισμα". Στήν ἴδια ἐποχῆ μετέφρασε τό "Πνεῦμα τῶν Nόμων" του Montesquieu. Ἀπὸ τό ὅλο συγγραφικό ἔργο τοῦ Ρήγα διαπιστώνονται ἡ πολυγνωσία, ἡ πίστη στά ἀνθρώπινα ἰδεώδη καί στό δημοκρατικό πολίτευμα.
Τό 1797 ἐξέδωσε τή "Χάρτα τῆς Ἑλλάδος", βιβλίο μέ τό ὁποῖο ἤθελε νά ξυπνήσει τά ἐθνικιστικά φρονήματα τῶν Ἑλλήνων καί νά καταδείξη τήν ἔκταση πού εἶχε κάποτε ὁ Ἑλληνισμός, νά θυμίσει ὅλα τά ἱστορικά γεγονότα, πολέμους καί νῖκες κατά τῶν βαρβάρων, νά ἀναγράψει ὅλα τά ἀρχαία ἑλληνικά ὀνόματα τῶν πόλεων, νά ὑπενθυμίσει κάστρα καί λείψανα τῆς προγονικῆς δόξας, ἡρωικές πράξεις ἐνδόξων ἀνδρών, βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων κλπ. Ἀκολουθεῖ ἀπόσπασμα ἀπὸ τήν Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ τοῦ Ἀπόστολου Βακαλόπουλου:
«Ὁραματίζεται τότε νά ξεσηκώση τούς Ἕλληνες καί τούς ἄλλους βαλκανικούς λαούς ἐναντίον τῶν Τούρκων καί νά τούς ἐνῶσι σέ μία μεγάλη πολιτική ἑνότητα. Τίς πρῶτες θετικές ἐνδείξεις τῆς μεταφοράς τοῦ ὁράματος αὐτοῦ στήν πράξη τίς βρίσκουμε στήν περίφημη "Χάρτα τῆς Ἑλλάδος", ἔργο πραγματικά πολύμοχθο καί μεγαλόπνοο, προορισμένο νά συνειδητοποιήση στούς συμπατριῶτες του τό μεγάλο ἱστορικό τους παρελθόν καί τίς ἐθνικές καί πολιτικές τους ἐπιδιώξεις στό μέλλον, καθώς καί στόν "Θούριο" καί σέ ἄλλα ἐπαναστατικά τραγούδια, στόν "Πατριωτικό Ὕμνο" κ.λ. Χαρακτηριστικά ἔγραφε στό πολίτευμά του: "..ὁ Βούλγαρος πρέπει νά κινῆται, ὅταν πάσχη ὁ Ἕλλην, καί τοῦτος πάλιν δι' ἐκεῖνον καί ἀμφότεροι διά τόν Ἀλβανὸν καί Βλάχον". Ἐπιφύλασσε ὅμως ἡγετική θέση στό ἑλληνικόν ἔθνος.
Οἱ ἰδέες τοῦ Ρήγα γιά παμβαλκανική συνεννόηση γεννήθηκαν βέβαια ἀπὸ τό καθημερινό ἀντίκρυσμα τοῦ κοινοῦ ζυγοῦ τῶν χριστιανικῶν λαῶν, ἀλλὰ ὡρίμασαν ἀπὸ τήν θερμή πνοή της διακηρύξεως τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπίσης οἱ ἀντιλήψεις του ὅτι οἱ πρόκριτοι καί ὁ ἀνώτερος κλῆρος εἶναι ὄργανα τῆς τουρκικῆς τυραννίας (τέτοια ἦταν καί ἡ γνώμη ἑνὸς μεγάλου μέρους τῶν σκλάβων Ἑλλήνων) δέν προῆλθαν μόνον ἀπὸ τήν ψυχικήν του ἀντίδραση ἐναντίον τῶν συχνῶν αὐθαιρεσιῶν τους καί τῶν κηρυγμάτων ραγιαδοσύνης, ἀλλὰ καί ἀπὸ τήν ἐπίδραση τῶν ἐχθρικῶν πρός τόν κλῆρο καί τούς εὐγενεῖς, ἰδεῶν τῆς γαλλικῆς ἐπαναστάσεως.»
Ὁ Ρήγας Φεραῖος ἐξέδωσε τό δικό του σύνταγμα, τό ὁποῖο ὀνόμασε: "Πολιτική Διοίκησις τῶν κατοίκων τῆς Ρούμελης (χώρα τῶν Ρωμιῶν, Ρούμ-ιλί), τής Μικράς Ἀσίας, τῶν Μεσογείων νήσων καί τῆς Βλαχομπογδανίας". Τό πολίτευμα τῆς ἀπελευθερωμένης πατρίδας ἀπὸ τόν τυραννικό ζυγό, ὅπως ἐπανειλημμένα χαρακτήριζε τό ὀθωμανικό καθεστώς ὁ Ρήγας, θά εἶναι δημοκρατικό, μέ κύρια ἀρχὴ τήν ἀνεξιθρησκεία. Χριστιανοί καί Μουσουλμᾶνοι θά ἀπολαμβάνουν τά ἴδιά δικαιώματα. Ὅλες οἱ ἐξουσίες θά πηγάζουν ἀπὸ τό λαό. Τά σύνορα τῆς "Νέας Πολιτείας" θά συμπίπτουν μέ τά σύνορα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καθώς θά περιλαμβάνουν τή χερσόνησο τοῦ Αἴμου (Βαλκανική), τά νησιά τοῦ Αἰγαίου καί τήν Μικρά Ἀσία. Ὅλους τους κατοίκους τους ἀποκαλεῖ "ἀπογόνους τῶν Ἑλλήνων", ὅλοι πρέπει νά ξέρουν γράμματα καί ὡς γλῶσσα ἐγγραφῆς τῶν νόμων καθοριζόταν ἥ ἑλληνική γλῶσσα. Ἰδιαίτερα τονίζεται ἡ ἀνάγκη τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων.
Ὁ Ρήγας Φερραῖος σκοπεύοντας νά ἔρθη στήν ὑπόδουλη πατρίδα του συσκεύασε κιβώτια μέ βιβλία καί μαζί μέ ἕνα γράμμα τά ἔστειλε στόν φίλο του Ἀντώνιο Κορωνιό, στήν Τεργέστη, ἀπ' ὅπου θά τά παραλάμβανε ἀργότερα ὁ ἴδιος. Ο Κορωνιός ὅμως ἀπουσίαζε καί τό γράμμα τό ἄνοιξε ὁ Δημήτριος Οἰκονόμου ἀπὸ τήν Κοζάνη. Ὁ τελευταῖος, - προφανῶς πολυπολιτισμικός καί εὐχαριστημένος ἀπὸ τήν ὀθωμανική διοίκηση, - κατέδωσε τούς συμπατριῶτες του στήν αὐστριακή ἀστυνομία καί αὐτὴ συνέλαβε τόν Ρήγα, κατά τήν ἄφιξή του στήν Τεργέστη τόν Δεκέμβριο τοῦ 1797, μαζί μέ τόν Χριστόφορο Περραιβό πού τόν συνόδευε στό ταξίδι του. Οἱ αὐστριακοί, πολέμιοι ὅλων ὅσων μάχονταν τά μοναρχικά καθεστῶτα, ἀνακρίνουν τόν Ρήγα μαζί μέ τούς ἑπτὰ συντρόφους του Εὐστράτιο Ἀργέντη (ἔμπορο ἀπὸ τή Χίο), Δημήτριο Νικολίδη (γιατρό ἀπὸ τά Ἰωάννινα), Ἀντώνιο Κορωνιό (ἔμπορο ἀπὸ τή Χίο), Ἰωάννη Καρατζά (λόγιο ἀπὸ τή Λευκωσία τῆς Κύπρου), Θεοχάρη Τουρούντζια (ἔμπορό ἀπὸ τά Σιάτιστα), Ἰωάννη καί Παναγιῶτη Ἐμμανουήλ ἀδέλφια ἀπὸ τήν Καστοριά.
Ἠ ἀπάντησις τοῦ Ρήγα γιά τούς συνεργάτες του ἦταν: "Συνεργάτες μου εἶναι τό Ἔθνος ὅλον, ὅλοι οἱ Ἕλληνες πού ποθοῦν τή λευτεριά..." Ματαίως προσπάθησε νά βάλει τέλος στήν ζωή του. Στίς 10 Μαΐου 1798, οἱ Αὐστριακοί παρέδωσαν τούς Ἕλληνες ἐπαναστάτες στήν "ὑψηλή Πύλη". Τούς παρέλαβε ὁ Καϊμακάμης τοῦ Βελιγραδίου καί ἀπὸ ἐκεῖ τούς ὁδήγησε στόν πύργο Νεμπόιζα (Neboisa), στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Σάβου, παραπόταμου τοῦ Δούναβη. Ἔπειτα ἀπὸ φρικτά βασανιστήρια 45 ἡμερῶν, στίς 24 Ἰουνίου 1798 ὁ Ρήγας Βελεστινλής καί οἱ 7 συνεργάτες του στραγγαλίστηκαν. Τα πτώματά τους οἱ Τοῦρκοι τά πέταξαν στόν ποταμό. Λέγεται ὅτι ὁ Ρήγας, ὄντας ρωμαλέος, ἀντιστάθηκε καί ὁ δήμιος ἀναγκάστηκε νά τόν πυροβολήσει.
«Λύσσαξε Τοῦρκε! Δέν ἐξαλείφεις μ' ἡμᾶς καί τόν σπόρο τῆς ἐλευθερίας, οἱ ἐκδικηταί μας γλήγορα θ' ἀναβλαστήσωσι!.»
Ρήγας Φεραῖος Βελεστινλής, 13 Ἰουνίου 1798
«Οἱ Ἕλληνες δέν ἀνακατεύονται εἰς τήν διοίκηση τῶν ἄλλων ἐθνῶν, ἀλλὰ οὔτε εἶναι εἰς αὐτούς ἀποδεκτὸ νά ἀνακατωθοῦν ἀλλὰ ἔθνη εἰς τήν δική τους. Οἱ Ἕλληνες δέν κάνουν ποτέ εἰρήνη μέ ἕναν ἐχθρὸν, ὁπού κατακρατεῖ ἑλληνικόν τόπον. Οἱ Ἕλληνες ἀπαρνοῦνται καί δέν δίδουν ὑποδοχήν καί περιποίηση εἰς τους τυράννους.»
Ρήγας Φεραῖος Βελεστινλής
1 «Ὅς πότε παλικάρια, νά ζοῦμε στά στενά,
μονάχοι σά λεοντάρια, σταῖς ράχαις στά βουνά;
Σπηλιαίς νά κατοικοῦμε, νά βλέπωμεν κλαδιά,
νὰ φεύγωμ' ἀπ' τόν κόσμον, γιά τήν πικρή σκλαβιά;
Νά χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καί γονεῖς,
τους φίλους, τά παιδιά μας, κι ὅλους τους συγγενεῖς;
Κάλλιο 'ναί μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι, σκλαβιά καί φυλακή.
Τι σ' ὀφέλει ἄν ζήσεις, καί εἶσαι στή σκλαβιά;
στοχάσου πώς σέ ψαῖνουν, καθ' ὥραν στήν φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι ἄν σταθῆς
ὁ τύραννος ἀδίκως σε κάμνει νὰ χαθῆς.
Δουλεύεις όλ’ ἡμέρα, σε ὅ,τι κι ἄν σε πῆ,
κι αὐτὸς πασχίζει πάλιν, το αἷμα σου νὰ πίη.
Ὁ Σούτζος, κι ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν’ νὰ ἰδῇς.
Ἀνδρεῖοι καπετάνοι, παπᾶδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι’ ἀγάδες, με ἄδικον σπαθί.
Κι ἀμέτρητ’ ἄλλοι τόσοι καί Τοῦρκοι καί Ρωμιοί,
ζωήν καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή.
Ἐλᾶτε μ' ἕναν ζῆλον, σέ τοῦτον τόν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τόν ὅρκον, ἐπάνω στόν σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μέ πατριωτισμόν
νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νά δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι ναν' ὁ πρῶτος, καί μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νά γένη ἀρχηγός.
Γιατί κ' ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τήν σκλαβιά,
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.
Καί τότε μέ τά χέρια, ψηλά στόν οὐρανόν
ἄς πούμ' ἀπ' τήν καρδιά μας, ἐτοῦτα στόν Θεόν.
(Ἐδῶ σηκώνονται οἱ πατριῶται ὀρθοί,
καί ὑψώνοντες τας χεῖρας πρὸς τον οὐρανόν, κάμνουν τον ὅρκον.)
Ὅρκος Κατά Τυραννίας & Ἀναρχίας
Ὦ βασιλεῦ του κόσμου, οἰκίζομαι σε σε,
στὴν γνώμην των τυράννων, νὰ μήν ἔλθω ποτέ.
Μήτε νὰ τους δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τα ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὅσῳ ζῶ στὸν κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
γιὰ νὰ τους ἀφανίσω, θε νἆναι σταθερός.
Πιστός εἰς την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
ἀχώριστος γιά ναμαι, ὑπὸ τον στρατηγόν.
Κι ἄν παραβῶ τον ὅρκον, ν’ ἀστράψ’ ὁ οὐρανός,
καὶ νὰ με κατακάψη, νὰ γένω σὰν καπνός.
Το Τέλος Του Ὅρκου
Σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση, καὶ νότον καὶ βοριᾶ,
γιὰ
την πατρίδα ὅλοι, νὰ ‘χωμεν μία καρδιά.
Στήν
πίστιν του καθ’ ἕνας, ἐλεύθερος νά ζῆ,
στήν
δόξαν του πολέμου, νά τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι
κι Ἀρβανήτες, Ἀρμένιοι καὶ Ρωμιοί,
Ἀράπηδες
καὶ ἄσπρη, με μία κοινήν ὁρμή,
Γιὰ
την ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,
πώς
εἴμαστ’ ἀντριωμένοι, παντοῦ νὰ
ξακουσθή.
Ὅσα
ἀπ’ την τυραννίαν, πῆγαν στήν ξενητιά
στὸν
τόπον του καθ’ ἕνας, ἄς ἔλθη τώρα πιά.
Καί
ὅσοι του πολεμοῦ, την τέχνην ἀγροικοῦν
Ἐδῶ
ἄς τρέξουν ὅλοι, τυράννους νὰ νικοῦν.
Ἡ
Ρούμελη τους κράζει, μ’ ἀγκάλες ἀνοιχτές,
τους
δίδει βιό καὶ τόπον, ἀξίες καὶ τιμές.
Ὡς
ποτ’ ὀφφικιάλος, σε ξένους Βασιλεῖς;
ἔλα
νὰ γένης στῦλος, δικῆς σου της φυλῆς.
Κάλλιο
γιὰ την πατρίδα, κανένας νὰ χαθῆ
ἢ
νὰ κρεμάση φούντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
Καὶ
ὅσοι προσκυνήσουν, δὲν εἶναι πιά
ἐχθροὶ,
ἀδέλφια
μας θὰ γένουν, ἄς εἶναι κι ἐθνικοί.
Μά
ὅσοι θὰ τολμήσουν, ἀντικρύ νὰ σταθοῦν,
ἐκεῖνοι
καὶ δικοί μας, ἄν εἶναι, ἄς χαθοῦν.
Σουλιώτες
καὶ Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ὡς
πότε σταῖς σπηλιές σας, κοιμᾶστε
σφαλιστά;
Μαυροβουνιού
καπλάνια, Ὀλύμπου σταυραητοί,
κι
Ἀγράφων τα ξεφτέρια, γεννῆστε μία ψυχή.
Ἀνδρείοι
Μακεδόνες, ὁρμήσετε γιὰ μία,
καί
αἷμα τῶν τυράννων, ρουφῆξτε σὰ θεριά.
Του
Σάββα καὶ Δουνάβου, ἀδέλφια Χριστιανοί,
με
τα ἅρματα στὸ χέρι, καθ’ ἕνας ἄς φανῆ,
Το
αἷμα σας ἄς βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί
μεγάλοι ὀμώστε, τυρράννου τον χαμόν.
Λεβέντες
ἀντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ὁ
βάρβαρος ὡς πότε, θε νὰ σας τυραννῆ.
Μὴν
καρτερῆτε πλέον, ἀνίκητοι Λαζοί,
χωθῆτε
στὸ μπογάζι, μ’ ἐμάς καὶ σεῖς μαζί.
Δελφίνια
της θαλάσσης, ἀζδέρια τῶν νησιῶν,
σὰν
ἀστραπή χυθῆτε, χτυπᾶτε τον ἐχθρὸν.
Της
Κρήτης καὶ της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός
ειν’ της πατρίδος, ν’ ακούστε την λαλιά.
Κι
οσ’ εἶστε στὴν ἀρμάδα, σὰν ἀξία
παιδιά,
οἱ
νόμοι σας προστάζουν, νὰ βάλετε φωτιά.
Με
ἐμάς κι ἐσεῖς Μαλτέζοι, γεννήτε ἕνα
κορμί,
κατά
της τυραννίας, ριχθῆτε με ὁρμή.
Σας
κράζει ἡ Ἑλλάδα, σας θέλει, σας πονεῖ,
ζητᾶ
την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι
σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον ἐκστατικός;
τινάξου
στὸ Μπαλκάνι, φώλιασε σὰν ἀητὸς.
Τους
μποῦφους καὶ κοράκους, καθόλου μὴ
ψηφάς,
με
τον ραγιᾶ ἑνώσου, ἄν θέλης νὰ νικᾶς.
Συλήστρα
καὶ Μπραίλα, Σμαήλι καί Κιλί,
Μπενδέρι
καί Χωτήνι, ἐσένα προσκαλεῖ.
Στρατεύματα
σου στεῖλε, κι ἐκεῖνα προσκυνοῦν
γιατί
στήν τυρραννίαν, νὰ ζήσουν δὲν μποροῦν.
Γκιουρντζή
πιά μὴ κοιμᾶσαι, σηκώσου με ὁρμὴν,
τον
Προύσια να μοιάσης, ἔχεις την ἀφορμήν.
Καὶ
σύ ποῦ στὸ Χαλέπι, ἐλεύθερα φρονεῖς
πασιά
καιρόν μὴ χάνεις, στόν κάμπον νὰ φανῆς.
Με
τα στρατεύματά σου, εὐθύς νὰ σηκωθῆς,
στῇς
Πόλης τα φερμάνια, ποτέ νὰ μὴ δοθῆς.
Του
Μισιριού ἀσλάνια, γιά πρώτη σας δουλειά,
δικόν
σας ἕνα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι
της Αἰγύπτου, στήν Πόλη ἄς μὴ φανῆ,
γιά
νά ψοφήσει ὁ λύκος, ὁπού σας τυραννεῖ.
Με
μία καρδιά ὅλοι, μία γνώμη, μία ψυχή,
χτυπᾶτε
του τυράννου, την ρίζα νά χαθῆ.
Ν' ἀνάψωμεν μία φλόγα, σέ ὅλην τήν Τουρκιά,
νά τρέξ' ἀπὸ τήν Μπόσνα, καί ὡς τήν Ἀραπιά.
Ψηλά στά μπαϊράκια, σηκῶστε τόν σταυρόν,
καὶ σὰν ἀστροπελέκια, κτυπᾶτε τόν ἐχθρὸν.
Ποτέ μὴ στοχασθῆτε, πώς εἶναι δυνατός,
καρδιοκτυπά καί τρέμει, σὰν τόν λαγόν κι' αὐτὸς.»
Τριακόσιοι
Γκιρτζιαλήδες, τον ἔκαμαν νὰ ἰδῆ,
πώς
δέν μπορεῖ με τόπια, μπροστά τους νὰ
ἔβγει.
Λοιπόν
γιατί ἀργῆτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνῆστε
μήν εἶστε ἐνάντιοι κι ἐχθροί.
Πώς
οἱ προπάτορές μας, ὀρμούσαν σὰ θεριά,
γιὰ
την ἐλευθερία, πηδοῦσαν στῆ φωτιά.
Ἔτσι
κι ἡμεῖς, ἀδέλφια, ν’ ἁρπάξουμε γιὰ
μία
τα
ἅρματα, καὶ νὰ βγούμεν ἀπ’ την πικρή
σκλαβιά.
Νά
σφάξουμε τους λύκους, ποῦ στὸν ζυγόν
βαστοῦν,
καὶ
Χριστιανούς καὶ Τούρκους, σκληρά τους
τυραννοῦν.
Στεργιάς
και του πελάγου, νὰ λάμψη ὁ σταυρός,
καὶ
στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψη ὁ ἐχθρὸς.
Ὁ
κόσμος νὰ γλυτώση, ἀπ’ αὐτὴν την
πληγή,
κι
ἐλεύθεροι νά ζῶμεν, ἀδέλφια εἷς την
γῆ.
Θούριος Ρήγα
«Ὅποιος ἐλεύθερα συλλογᾶται συλλογᾶται καλά. Τό ἠθικὸν σύνορον τῆς Ἐλευθερίας εἶναι τοῦτο τό ρητόν: Μή κάμης εἰς τόν ἄλλον ἐκεῖνο ὁποῦ δέν θέλεις νά σέ κάμουν.»
Ρήγας Φεραῖος Βελεστινλής
«Ὑπὸ τήν τυραννίαν τοῦ Ὀθωμανικοῦ δεσποτισμοῦ κανένας, ὁποιασδήποτε τάξεως καί θρησκείας, δὲν εἶναι σίγουρος μήτε διά τήν ζωήν του, μήτε διά τήν τιμήν του, μήτε διά τά υποστατικά του.»