Ἕξι Ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ διανοητές κλήθηκαν στὸ Συμπόσιο του Πλάτωνα νὰ ἐκφράσουν την ἄποψη τους γιὰ το θεό Ἔρωτα καὶ τον ἔρωτα σὰν κατάσταση καὶ συναίσθημα στὴν ἐποχῆ τους.
.
Ὁ θεός του ἔρωτα κατά τους Ἀρχαίους Φιλοσόφους
Ὁ θεός Ἔρωτας εἶναι ὁ πρῶτος θεός ποὺ φανερώθηκε στὴν ἱστορική πορεία του ἀνθρώπινου γένους, εἰπέ ὁ Φαῖδρος, ἐπικαλούμενος τον Ἡσίοδο: «μετά το Χάος, δύο τούτῳ γενέσθαι, Γῆν τε καὶ Ἔρωτα». Ὄχι μόνον ὁ πρεσβύτερος, ἀλλὰ κι ὁ πιὸ μεγάλος καὶ θαυμαστός:
Γιατί μέγας καὶ θαυμαστός; Ἐπειδή την ὀμορφιά καὶ την ποιότητα της ζωῆς τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει, οὔτε η συγγένεια, οὔτε τα δημόσια ἀξιώματα, οὔτε ὁ πλοῦτος, ὅπως ὁ ἔρωτας. Καὶ τοῦτο, γιατί αὐτὸς, καὶ μόνον αὐτὸς, μας κάνει νὰ ντρεπόμαστε γιὰ τ” ἄσχημα καὶ μας παρακινεῖ, φιλοτιμῶντας μας, γιὰ τα ὡραία:
«Δὲν εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός ὁ ἔρωτας», του ἀντιπαρατήρησε ὁ Παυσανίας. «Εἶναι δύο: ὁ πάνδημος καὶ ὁ οὐράνιος. Γι” αὐτὸ πρέπει νὰ διευκρινίζουμε κάθε φορά, σε ποιόν ἀπὸ τους δύο ἀναφερόμαστε.»
Ἄξιος ἐγκωμιασμοῦ εἶναι ὁ οὐράνιος, ἐκεῖνος δηλαδή ὁ ἔρωτας ποῦ παρακινεῖ τους ἀνθρώπους νὰ ἐρωτεύονται με ὄμορφό καὶ καλλιεργημένο τρόπο. Ο ἔρωτας της πάνδημης Ἀφροδίτης ἁρπάζει ὁτιδήποτε κι ἄν τύχει στὸ δρόμο του. Εἶναι ὁ ἔρωτας τὠν φαύλων, ποὺ ποθοῦν μόνο τα σώματα, δίχως νὰ νοιάζονται γιὰ την ψυχή τους καὶ γιὰ την ὀμορφιά της συμπεριφοράς:
Ἀκολούθησε ὁ Ἀριστοφάνης καὶ ἀναφέρθηκε σ” ἕνα χαριτωμένο παραμύθι. Εἶπε δηλαδή πῶς ὁ θεός κάποτε ἀποφάσισε νὰ τιμωρήσει τους ἀνθρώπους γιὰ την ἀλαζονεία τους.
Στὰ μακρινά ἐκεῖνα χρόνια ἡ ἀνθρώπινη μορφή ἦταν διπλή, σε σύγκριση με αὐτὴν ποὺ ξέρουμε. Τιμωρῶντας τους ἀνθρώπους ἐκείνης της ἐποχῆς, ὁ θεός τους χώρισε ἐγκάρσια σε δύο, ἔτσι ὅπως εἶναι πιὰ γνωστή ἡ μορφή μας. Κι ἀπὸ τότε καθένας ψάχνει νὰ βρεῖ το χαμένο ταίρι του.
Ἑπομένως ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ ἀκατανίκητη ροπή γιὰ την ἐπανασύνδεση στὴν ἀρχικὴ ἑνότητα καὶ ὁλοκλήρωση του ἤδη διχασμένου ἀνθρώπου. Ἐρωτευόμαστε γιατί ποθοῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὴ χαμένη μας ἑνότητα, γιατί νοσταλγοῦμε, δηλαδή, την παλιά μας ὁλοκληρωμένη φύση.
Με ποιητική ἐξάρσει ὁ Ἀγαθῶν ἀντέκρουσε το Φαῖδρο, πού εἶχε ἀποκαλέσει τον Ἔρωτά πρεσβύτερο ἀπὸ ὅλους τους θεούς. Αὐτὸς μόνο με τα νιάτα συναναστρέφεται κι εἶναι ὁ ἴδιος πάντα νέος:
Κι ὅποιος τον συναπαντήσει, ἔ, τότε πιά καταλαμβάνεται ἀπὸ ποιητικό οἶστρο ἀκόμη κι ἄν προηγουμένως δὲν εἶχε καμιά μουσική καλλιέργεια. Μὰ το πιὸ σημαντικό στὸν ἔρωτα εἶναι πῶς μας ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴ μοναξιά καὶ την ἀλλοτριότητα ποὺ μας τυραννοῦσε προηγουμένως καὶ γεμίζει την ψυχή μας με την πιὸ εὐτυχισμένη ἐπικοινωνία.
Σωκράτης: Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀναβάσῃ ἀπὸ τον κόσμο τῶν θνητῶν
Τελευταῖος μίλησε ὁ Σωκράτης, ἐπικαλούμενος ὅσα του εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ μία ἑτέρα, ἡ Διοτίμα: ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ ἀναβάσῃ του ἀνθρώπου ἀπὸ τον κόσμο τῶν θνητῶν στὸν ἐνδιάμεσο κόσμο ποὺ τον χωρίζει ἀπὸ ἐκεῖνον τῶν ἀθάνατων θεῶν.
Δαίμονας εἶναι ὁ ἔρωτας. Γιατί οἱ δαίμονες μετέχουν στὴ θνητή φύση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ με στοιχεῖα ἀπὸ τὴ θεϊκή ἀθανασία. Καὶ μόνον οἱ δαίμονες μποροῦν νὰ ἀνεβάσουν τους ἀνθρώπους σ” ἐκεῖνα τα σκαλοπάτια, ἀπὸ τα ὁποία εἶναι πιὰ ἐφικτή κάποια ἐπικοινωνία ἀνάμεσα τους καὶ στοὺς θεούς:
Ὁ ἔρωτας, ποὺ σ” ὅλα του εἶναι μέγιστος καὶ πολυμήχανος, μπορεῖ νὰ προσδιοριστεῖ με δύο λέξεις, ὡς ἡ ἐπιθυμία πού τρέφουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ κάθε τί το καλό, ὥστε νὰ “ναί εὐτυχισμένοι:
Κάθε ἄνθρωπος ἔχει μέσα του το σπέρμα του καλοῦ σε ἀδράνεια. Ὁ ἔρωτας εἶναι πού το ἐνεργοποιεῖ, προκαλεῖ τη γονιμοποίηση, την κυοφορία καὶ τὴ γέννηση του καλοῦ. Ὁ ἔρωτας λοιπόν εἶναι μία ἀπὸ τις πιὸ θαυμαστές κατακτήσεις του ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ.
Ξεκίνησε, στὰ ἀπροσδιόριστα βάθη της ἱστορίας του ἀνθρώπινου γένους, σὰν ἁπλὸ καὶ ἀνεπίγνωτο ὁρμέμφυτο – το ἔνστικτο γιὰ την ἀναπαραγωγή καὶ τὴ διατήρηση του εἴδους.
Στή συνέχεια ἀνέβηκε στὸ πρῶτο σκαλοπάτι – της αἰσθησιακῆς ἡδονῆς. Μετά προχώρησε ἕνα βῆμα πιό πάνω, στὸ σκαλοπάτι της αἰσθητικῆς ἕλξης καὶ τελείωσης.
Ἀπ” ἐκεῖ ὁ ἔρωτας κορυφώθηκε στὴν ὄντως πολλαπλή ὁλοκλήρωση καὶ στὴν τελείωση της ἀνθρώπινης προσωπικότητας: συναισθηματική συγκίνηση, αὐθόρμητη ἔφεσή γιὰ προσφορά, δίχως ὑπολογισμούς, φλόγα γιὰ δημιουργία, ἀσυγκράτητη ὁρμὴ νὰ ἀναπτύξει ὁ ἐρωτευμένος ὅλες τις διανοητικές του ἱκανότητες, νὰ δείξει τον καλύτερο ἑαυτὸ του. Ὄχι μόνο νὰ φαίνεται, μὰ νὰ γίνει καὶ νὰ εἶναι πραγματικά καλύτερος,
Ἔτσι ὑψιπετής , καθώς ἀνοίγει τα φτερά του, ὁ ἔρωτας εἶναι εὐαίσθητος στὶς μικρότητες καὶ εὔθραυστος. Σὰν το κυκλάμινο τ” Ἀπρίλη. Φυτρώνει, δίχως νὰ το περιμένεις. Ἐκεῖ ποὺ δὲν το προσδοκᾶς, θάλλει κι εὐωδιάζει στ” ἀγιάζι , δίχως πολλές ἀπαιτήσεις. Κι ὅμως, τόσο εὔκολα μαραίνεται. Χάνεται, γίνεται ρουτῖνα κουραστική. Ὅμοια ἀπροσδόκητα, ὅπως εἶχε ἔρθει.
Ὁ ἔρωτας στὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα ἀπασχόλησε φιλοσόφους, ποιητές καὶ καλλιτέχνες ὡστόσο ἡ θεμελίωση της οὐσίας του ἔρωτα παρέμεινε ἕνα δυσεπίλυτο αἴνιγμα γιὰ ὅλους, ἀκόμα καὶ σήμερα.
Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται συνεχῶς σε μία ἀέναη ἀναζήτηση γιά νὰ κατανοήσει τι πραγματικά εἶναι, ποῖα εἶναι ἡ σχέση του με ὅλα τα ἄλλα πού ἀπαρτίζουν τον ὁρατὸ καὶ ἀόρατο κόσμο, τι ἀπογίνεται μετά το θάνατό του καὶ τόσα ἄλλα θεμελιώδη ἐρωτήματα.
Πρόσφατα μέσα ἀπὸ τις ἐξελίξεις της κβαντικής κυρίως φυσικῆς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀρχίσει ναό κατανοεῖ πράγματα ποῦ γιὰ τα περισσότερα χρόνια της μακράς πορείας του φαίνονταν ἀδιανόητα, ὅπως ὅτι αὐτὸς «δημιουργεῖ» αὐτὸ πού κατανοεῖ ὡς πραγματικότητα καί ὅτι ἐντέλει αὐτή εἶναι μία ψευδαίσθηση οὐσιαστικά καὶ συνεπῶς «ὑφίσταται» «κάτι ἄλλο» ποῦ δὲν ὑπακούει στὶς γνωστές χωροχρονικές συντεταγμένες… Καὶ ὅμως αὐτὴν ἀκριβῶς την θεώρηση γιὰ την ὑπάρξη εἶχαν, ἀπ” ὅτι ἔχει ἐκφρασθεῖ ἀπὸ πολλές πλευρές, καί οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες σοφοί.
Οἱ ἀρχαῖοι αὐτοί διανοητές, λοιπόν, ἔβλεπαν το φυσικό σῶμα του ἀνθρώπου ὄχι ὡς κάτι ξεχωριστό, ὅπως λανθασμένα κάνει ἡ ἐπιστήμη ἕως τώρα, ἀλλά πάντοτε σε σχέση με
την ψυχή ποὺ ἑδρεύει σε αὐτὸ. Γι” αὐτούς το σῶμα εἶναι ἁπλᾶ το ὄργανό ποὺ αὐτή χρησιμοποιεῖ καὶ σῶμα χωρίς ψυχή εἶναι κάτι ἀδιανόητο.
Γιὰ τους Πυθαγόρειους καὶ Πλατωνικούς ἡ λέξη ἄνθρωπος σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο ἀπὸ τον ὁρατὸ ἄνθρωπο καὶ, στὴν κυριολεξία, με τον ὅρο αὐτόν ἐννοοῦσαν ἀποκλειστικά τον ἄνθρωπο, ὡς το πνεῦμα καὶ την ψυχή την ἐνσαρκωμένη προσωρινά στὸ ἀνθρώπινο σῶμα. «ἄνθρωπος ἐστί ψυχή σώματι χρωμένη» (Πλάτων, Τιμαῖος 42 D, Φαίδων 111 Α).
Ἡ ψυχή ἕλκει την καταγωγή της ἀπὸ το νοητικό πεδίο, γειά νὰ ἐκδηλώσει την διαπλαστική καὶ ὀργανική της ἱκανότητα. Κατέχει διάμεση θέση μεταξύ νοητοῦ καὶ αἰσθητοῦ καὶ ἔρχεται νὰ ἐμψυχώσει τα σώματα, γεννῶντας το χῶρο καὶ το χρόνο. Ἀποτελεῖ τμῆμα της παγκόσμιας ψυχῆς του κόσμου ἡ ὁποία μερίζεται σε ἀτομικές ψυχές, με σκοπό την ἀπόκτηση της ἐμπειρίας του ὑλικοῦ πεδίου.
Συμβατά με την θεώρηση αὐτή τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ σύμφωνα με τις νεότερες ἀπόψεις της ἐπιστήμης, εἶναι καὶ τα ὅσα ὁ καθηγητής Robert Lanza πρεσβεύει καὶ τα ὁποία ἑδράζονται κυρίως στὴν κβαντική φυσική. Η θεωρία αὐτὴ ποὺ ἔχει ἀναπτύξει λέγεται biocentrism (βιοκεντρισμός) καὶ ἀναπτύσσει τις παρακάτω βασικές δοξασίες.
Η θεωρία του biocentrism διδάσκει ὅτι ὁ θάνατος, ὅπως τον γνωρίζουμε, εἶναι μία ψευδαίσθηση ποῦ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴ συνείδησή μας. «Πιστεύουμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι μόνο ἡ δραστηριότητα του ἄνθρακα καὶ ἑνὸς μείγματος μορίων – ζοῦμε καὶ στὴ συνέχεια σαπίζουμε στὸ ἔδαφος», λέει ὁ ἐπιστήμονας στὴν ἱστοσελίδα του. Καὶ συνεχίζει ὁ Lanza: Οἱ ἄνθρωποι πιστεύουμε στὸ θάνατο, ἐπειδή «ἔχουμε διδαχθεῖ ὅτι θὰ πεθάνουμε», ἡ πιὸ συγκεκριμένα, ἐπειδὴ στὴ συνείδησή μας το σῶμα μας καὶ ἡ ζωή μας συνδέονται ἄμεσα, καὶ ἐπειδή γνωρίζουμε ὅτι οἱ ὀργανισμοί πεθαίνουν.
Η θεωρία του biocentrism, ὡστόσο, ἐξηγεῖ ὅτι ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τερματικός σταθμός ὅπως πιστεύουμε ὅτι εἶναι. Biocentrism εἶναι ἡ θεωρία τῶν πάντων καὶ προέρχεται ἀπὸ τις ἑλληνικές λέξεις το «κέντρο της ζωῆς».
Εἶναι ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ ζωή καὶ ἡ βιολογία εἶναι ὕψιστης σημασίας γιὰ την πραγματικότητα καὶ ὅτι ἡ ζωή δημιουργεῖ το σύμπαν, καὶ ὄχι το ἀντίστροφο. Αὐτό ὑποδηλώνει ὅτι η συνείδηση ἑνὸς ἀτόμου καθορίζει το σχῆμα καὶ το μέγεθος τῶν ἀντικειμένων στὸ σύμπαν.
Ο Lanza χρησιμοποιεῖ το παράδειγμα του τρόπου με τον ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Βλέπουμε τον οὐρανό μπλὲ, ἀλλὰ τα κύτταρα στὸν ἐγκέφαλο μας θὰ μποροῦσαν νὰ ἀλλάξουν ὥστε νὰ βλέπουμε τον οὐρανὸ πράσινο ἡ κόκκινο. Πρόσθεσε ἐπίσης ὅτι ὅλα ὅσα μποροῦν ἐνδεχομένως νὰ συμβοῦν, συμβαίνουν κάποια στιγμή στὰ πολυσύμπαντα, καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει «πραγματικά». Ἀντ ‘αὐτοῦ, εἰπέ ὅτι ὅταν πεθαίνουμε ἡ ζωή μας γίνεται ἕνα «αἰώνιο λουλούδι ποὺ ἐπιστρέφει γιὰ νὰ ἀνθήσει στὸ πολυσύμπαν». Καὶ συνέχισε: «Η ζωή εἶναι μία περιπέτεια ποὺ ξεπερνᾶ το συνήθη γραμμικό τρόπο σκέψης μας».
Ο Lanza ἀναφέρει το περίφημο πείραμα της διπλῆς σχισμῆς γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τους ἰσχυρισμούς του. Στὸ πείραμα, ὅταν οἱ ἐπιστήμονες παρακολουθοῦν ἕνα σωματίδιο νὰ περνᾶ μέσω δύο σχισμῶν σε ἕνα φράγμα, το σωματίδιο συμπεριφέρεται σὰν μία σφαῖρα καὶ περνᾶ, ἡ μέσα ἀπὸ τὴ μία σχισμή, ἡ την ἄλλη. Ὡστόσο, ἐάν ἕνα ἄτομο δὲν παρακολουθεῖ το σωματίδιο, αὐτὸ λειτουργεῖ σὰν ἕνα κῦμα, δηλαδή περνᾶ μέσα ἀπὸ τις δύο σχισμές ταυτόχρονα. Αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ὕλη καὶ ἡ ἐνέργεια μπορεῖ νὰ ἐμφανίσουν χαρακτηριστικά καὶ των κυμάτων καὶ των σωματιδίων, καὶ ὅτι ἡ συμπεριφορά τῶν ἀλλαγῶν τῶν σωματιδίων βασίζεται στὴν ἀντίληψη καὶ τὴ συνείδηση ἑνὸς ἀτόμου.
Κατά την Θεογονία του Ἡσιόδου ἡ Σελήνη εἶναι κόρη του Ὑπερίωνα καὶ της Θείας καὶ ἀδελφὴ της Ἠοῦς (Αὐγῆς), καὶ τοῦ Ἡλίου, ὁ ὁποῖος τὴ φωτίζει αἰώνια λόγῳ της ἀδελφότητάς τους.
Ἀπεικονίζεται συνήθως ὥς θηλυκή μορφή με μία ἡμισέληνο ὡς στέμμα καὶ ἔφιππη ἡ ὁδηγῶντας χάρμα με φτερωτούς ἵπποις. Ἄλλοτε οἱ περιγραφές την θέλουν νὰ ὁδηγεῖ
μία ἀγέλη βοῶν καὶ το ἡμισεληνιακὸ της στέμμα συσχετισμένο με τα κέρατα του ταύρου. Διασχίζει
κυκλοτερῶς τὸν οὐρανό ὅμοια με τον ἀδελφὸ της, πάνω σε ἅρμα ποὺ σέρνουν δύο ἡμίονοι, ἵπποι ἢ ταῦροι, κατά τὸ ἕνα μέρος τους λευκοί καὶ κατά το ἄλλο μαύρη, ἀλληγορία του ὅτι μόνο ἡ μία πλευρά τὴς σεληνιακῆς ἐπιφάνειας φωτίζεται ἀπὸ το ἡλιακὸ φῶς.
Σύμφωνα με διάφορες τοπικές παραδόσεις, ἔσμιξε με τον Ἀέρα με τον ὁποῖο καὶ γέννησε μία μόνο θυγατέρα, τὴ Δρόσο, με τον Θεό Δία (σύμφωνα με την ἀττικὴ παράδοση) ἀπὸ τον ὁποῖο γέννησε την Πανδία (ἐκ του παν-δίος, δηλ. πανθειοτᾶτη), με τον Θεό Πάνα (σύμφωνα με την ἀρκαδική λατρεία της ἐπὶ τοῦ Λυκαῖου ὀρούς), με τον θνητό Ἐνδυμίωνα με τον ὁποῖο γέννησε 50 κόρες, ὅσοι καὶ οἱ σεληνιακοί μῆνες της κάθε Ὀλυμπιάδας καὶ, τέλος, με τον ἀδελφὸ της Ἥλιο (μία παράδοση της ὕστερης ἀρχαιότητας ποὺ διασώζει ὁ Κόιντος ὁ Σμυρναῖος).
Στὸ θεολογικό καὶ συμβολικό ἐπίπεδο, ἡ Θεά Σελήνη ἀποτελεῖ τὴ θηλυκή ἀρχὴ της δημιουργίας του Κόσμου, καθώς καὶ την πόρτα πρὸς την ἀπόκρυφη φύση της ἀνθρωπότητος καὶ του Σύμπαντος, πρὸς ἐκεῖνο δηλαδή ποὺ μένει ἄφατο στὴν συνηθισμένη θέαση της Φύσεως. Ὑπὸ αὐτή την ἔννοιά θεωρεῖται ὅτι στοιχειώνει ἄμεσα το φαντασιακό καῆ το ὑποσυνείδητο.
Ἀποτελεῖ ἐπίσης ἡ Σελήνη τὴ σελασφόρο εἰκόνα του κυκλικοῦ χρόνου, εἶναι δηλαδή μία μικρογραφία της ροῆς του παντός. Οἵ ἄπειρες νέες σελῆνες συμβολίζουν τα ἄπειρα χρονικά σημεῖα του κάθε πέρατος ποὺ αὐτομάτως σηματοδοτεῖ μία νέα ἀρχή. Ἡ σκοτεινή σελήνη ἐπιτρέπει σὲ ὅλες τις ἐνέργειες νὰ κατακαθίσουν καὶ νὰ ἠρεμήσουν. Τὸ Σύμπαν ἀπεκδύεται τὸ πολλοστό νεκρό παλαιό καὶ ξεκινάει ξανά, φορῶντας ἐπάνω του το ἐπίσης πολλοστό ἑπόμενο νέο. Ὁ διος κύκλος με τὰ ἀνθρώπινα γυναικεία ἒμμηνα καὶ ὁ ἴδιος συμβολισμός.
Οἱ ἄπειρες πανσέληνοι ἀπὸ τὴν ἄλλη, συμβολίζουν τα ἄπειρα χρονικά σημεῖα της κορύφωσης των ἐνεργειῶν στὸ συμπαντικό μάξιμουμ. Στὴν ἀθηναϊκή της λατρεία τῆς προσέφεραν σπονδές καθαροῦ ὕδατος καὶ μικρούς ἄρτους σε σχῆμα ἡμισελήνου (σελήνιοι πλακοῦντες). Ἱερὸ χρῶμα της το ἀσημένιο καὶ το λευκό, καὶ ἱερὸ της μέταλλο ὁ ἀργυρός.
Εἶναι ἡ πρώτη καῆ ἡ μόνη σεληνιακή Θεά στὴν ἀρχαιότερη ποίηση. Τα ἐπίθετά ποὺ της ἀποδίδονται εἶναι Αἴγλη, Πασιφάη, Μήνη καὶ Φοίβη. Με την ἐξελίξη της μυθολογίας καὶ ἄλλες Θεές συσχετίσθηκαν με τὴ Σελήνη, ὅπως ἡ Ἐκάτη, ἡ Ἄρτεμις, καὶ ἡ Ἤρα.
ΒΙΝΤΕΟ του Armstrong για την Σελήνη – Δείχνει πολλά
Ένα συναρπαστικό video που αναρτήθηκε στο YouTube
έρχεται να μας πει μια συναρπαστική ιστορία. Σύμφωνα με αυτό, το υλικό που μας παρουσιάζει, κινηματογραφήθηκε το 1969 από τον Neil Armstrong και παρουσιάζει αρχαίες δομές στην επιφάνεια του φεγγαριού, που άνετα μπορούν να χαρακτηριστούν ως κτίρια.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'.
Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαϊου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Όταν τελικά η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε, η υπερχιλιετής Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει.
Το παρακάτω συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ του National Geographic εξηγεί τα ιστορικά γεγονότα του 1453.
Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ' όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ Β' οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση.
Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνι, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Στα τείχη δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στην μάχη. Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την Κερκόπορτα και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.
Η πολιορκία κράτησε περίπου 3 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 (αποφράς ημέρα). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.
Ο τελευταίος που λειτούργησε την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη.Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης το 1919,μετά από 466 χρόνια μετά την άλωση της πόλης.
Είναι βράδυ της 28ης Μαΐου 1453. Μόλις έχει τελειώσει η δοξολογία μπροστά από την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας φτιαγμένης από τον Απόστολο Λουκά, αφού όλοι έψαλλαν για τελευταία φορά τον Ακάθιστο Ύμνο, κάποιοι λίγοι αναχωρούν για τις επάλξεις αυτοί που θα υπερασπίζονταν τα Θεοφύλακτα Τείχη που προστάτεψαν για 1000 χρόνια τη Πόλη των Κωνσταντίνων.
Η επίθεση του φανατισμένου στο έπακρον εχθρού δεν ήταν αιφνίδια… Ολόκληρη η Πόλη επαγρυπνούσε. Υποδέχτηκε τους «Τούρκους», οι περισσότεροι από αυτούς εκτουρκισμένοι Έλληνες, αφού οι αυθεντικοί Τούρκοι είναι λίγοι, με γενναιότητα και πείσμα. Η αναλογία ήταν 1 Έλληνας προς 30-50 Οθωμανούς. Αυτό όμως δεν τους πτόησε!
Μαχόμενοι μέχρις εσχάτων και, εμποδίζοντας τον εχθρό να περάσει τα τείχη, κατάφεραν να κερδίσουν την πρώτη φάση του Αγώνα. Όλοι πίστεψαν -και όχι αδίκως- πως το θαύμα ήταν «προ των πυλών»! Μπορούσαν να νικήσουν τον οθωμανικό στρατό.. Φυσικά και μπορούσαν…
Ένα αναπάντεχο συμβάν όμως ανέτρεψε τον ρου των γεγονότων. Ένα «ξεχασμένο» πορτάκι που είχε… μείνει ανοιχτό. Η περίφημη Κερκόπορτα… Την άνοιξαν Εβραίοι, αιώνιοι εχθροί του Ελληνισμού.
Οι «Τούρκοι» άρχισαν να ορμούν στην πόλη από την Κερκόπορτα και να σφαγιάζουν τον πληθυσμό.
Η ομορφότερη πόλη που χτίστηκε ποτέ ανά τους αιώνες βρισκόταν πλέον στα χέρια του κατακτητή. Για τρία μερόνυχτα ο Μωάμεθ με την Ελληνίδα μάνα από την Ρόδο και ο στρατός λεηλάτησαν, βεβήλωσαν την πόλη, έσφαξαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού, βίασαν, κατέστρεψαν τα πάντα…
Χαρακτηριστικό της βαρβαρότητάς τους ήταν η εισβολή τους στην Αγία Σοφία και η σφαγή των αμάχων που είχαν βρει εκεί άσυλο..
Η Πρωτεύουσα του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, είτε το θέλουν μερικοί είτε όχι, βρίσκεται ακόμα υπό τουρκική κατοχή! Και σε περίπτωση που κάποιοι σπεύσουν να πουν ότι πλέον τα εδάφη είναι τουρκικά, τους απαντάμε πως πολλοί ακόμα λαοί έχουν κατηγορήσει και συνεχίζουν να κατηγορούν την Τουρκία -ανάμεσα σε αυτούς οι Αρμένιοι, οι Κούρδοι, οι Αλεβίτες– για παράνομη κατοχή εδαφών.
Άλλωστε μέχρι σήμερα υπάρχει μεγάλο ποσοστό κρυπτοχριστιανών, οι οποίοι διαφυλάττουν κρυφά την πίστη τους. Αλλά και πολλοί Ελληνογενείς, είτε ως απόγονοι των Μικρασιατικών πληθυσμών που ζούσαν εκεί, είτε ως εναπομείναντες παιδομαζώματος, γενιτσαρισμών, κτλ.
Πλησιάζει η ώρα που η Κωνσταντινούπολη θα απελευθερωθεί! Και αυτό θα γίνει .
Και του χρόνου στην Πόλη λοιπόν!
Στις 6 Απριλίου ο Σουλτάνος ζητά από την Πόλη να παραδοθεί H απάντηση του Κωνσταντίνου είναι αρνητική.
Στις 12 Απριλίου η πολιορκία αρχίζει. Οι 14 πυροβολαρχίες βάλλουν κατά των τειχών. Οι Βυζαντινοί συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους κανόνια για να αμυνθούν γιατί οι δόνησεις προκαλούσαν ρωγμές στα τείχη. Όλη την ημέρα τα Οθωμανικά κανόνια χτυπούν και όλη τη νύχτα οι αμυνόμενοι επισκευάζουν τις ζημιές με ξύλα και δεμάτια από μαλλί.
18 Απριλίου γίνεται η πρώτη γενική επίθεση. Ο άτακτος στρατός του σουλτάνου επιχειρεί να ανέβει στα τείχη μα οι Βυζαντινοί, κάτω από τις εντολές του Ιουστινιάνη τον αποτρέπουν. Η πόλη αντέχει. Ο ναύαρχος Μπαρτόγλου επιχειρεί να σπάσει την αλυσίδα στον Κεράτιο για να προσεγγίσει τα θαλάσσια τείχη μα δεν το μπορεί. Η πόλη αντέχει.
Στις 20 Απριλίου ένα αναπάντεχο γεγονός τονώνει το ηθικό των πολιορκημένων: Από μακριά διακρίνονται τρεις γενοβέζικες γαλέρες φορτωμένες με όπλα και προμήθειες και το μεγάλο βυζαντινό μεταγωγικό του Φλαντανελά, που είχε σταλεί στη Σικελία για να αγοράσει σιτάρι. Για να φτάσουν πρέπει να περάσουν μέσα από τον πανίσχυρο οθωμανικό στόλο του Μπαρτόγλου, που προσπαθεί να τα αποτρέψει. Η ναυμαχία που ακολουθεί είναι εντυπωσιακή, καθώς τα τέσσερα βυζαντινά πλοία ελίσσονται ανάμεσα στα οθωμανικά και τελικά κατορθώνουν να περάσουν πίσω από την αλυσίδα του Κεράτιου. Ο Σουλτάνος, που παρακολουθεί από την πρώτη στιγμή τη ναυμαχία, εξοργισμένος ορμά έφιππος στην θάλασσα και τιμωρεί παραδειγματικά το ναύαρχό του. Οι πολιορκημένοι αρχίζουν να ελπίζουν στη σωτηρία.
Την Κυριακή 22 Απριλίου Η πόλη ξυπνά και αντικρίζει ένα συγκλονιστικό θέαμα. Από το βουνό που πέφτει στον Κεράτιο, κατεβαίνουν Καράβια! Ο ευφυής νεαρός σουλτάνος είχε διατάξει τους άνδρες του να μεταφέρουν 72 καράβια από τη θάλασσα στη στεριά και να τα κυλήσουν πάνω σε ξύλινους διαδρόμους, για να παρακάμψουν την αλυσίδα. Οι πολιορκημένοι έντρομοι παρακολουθούν τους Οθωμανούς ναύτες να προσποιούνται πως κωπηλατούν, ενώ χιλιάδες εργάτες σύρουν τα καράβια από το βουνό και τα αφήνουν να πέσουν στη θάλασσα, μια ανάσα από το Βυζαντινό τείχος. Στο παλάτι των Βλαχερνών ο Κωνσταντίνος αρχίζει να οργανώνει σχέδιο εμπρησμού των πλοίων. Το εγχείρημα αναλαμβάνει ο Ενετός Τζιάκομο Κόκο και οι σύντροφοί του.
28 Απριλίου : Το σχέδιο των Ελλήνων να κάψουν τα καράβια αποτυγχάνει γιατί οι Οθωμανοί το έχουν πληροφορηθεί από τους Γενοβέζους της Πόλης. Η Κωνσταντινούπολη δεν έχει μόνο εχθρούς. Έχει και προδότες. Ο Κόκο και οι άνδρες του πέφτουν στα χέρια των Οθωμανών και θανατώνονται με φρικτό τρόπο μπροστά στα μάτια των πολιορκημένων. Σε απάντηση ο Κωνσταντίνος στην προσπάθεια του να κρατήσει ζωντανό το φρόνημα του λαού, θανατώνει δημόσια Οθωμανούς αιχμαλώτους.
1η Μαΐου 1453: Το κλίμα είναι βαρύ, κάτω από τον άκαιρα συννεφιασμένο ουρανό και με το Βόσπορο χαμένο μέσα σε μια αδικαιολόγητη για την εποχή ομίχλη. Οι ανθενωτικοί τριγυρνούν στα σοκάκια της πόλης και ερμηνεύουν τη μαγιάτικη βροχή ως κατάρα του Θεού, φανατίζοντας την ήδη βεβαρημένη ατμόσφαιρα. Ο Κωνσταντίνος μάταια αγωνίζεται να πείσει τους ανεγκέφαλους Έλληνες ότι το δεμάτι δεν σπάει αν είναι ενωμένο, ότι τούτες είναι ώρες που απαιτούν ηρεμία και ενότητα.
7 Μαΐου: Οι Οθωμανοί εξαπολύουν δεύτερη γενική επίθεση στην κοιλάδα του Λύκου. Η πόλη αντέχει.
12 Μαΐου: Νέα επίθεση στις πύλες της Ανδριανούπολης και Καλιγαρίας. Η πόλη αντέχει. Ο Σουλτάνος διατάσσει τους Σέρβους μηχανικούς να σκάψουν λαγούμια. Εάν δεν μπορεί να πάρει την Πόλη κανονικά, είναι αποφασισμένος να την πάρει υπόγεια. Ο Ιουστινιάνης το έχει προβλέψει και με τη βοήθεια του Σκοτσέζου μηχανικού Γιόχαν Γκράντ οι στρατιώτες του μέσα από τους υπονόμους καίνε ζωντανούς τους επιτιθέμενους. Η πόλη αντέχει.
Ο Μωάμεθ αγωνιά. Καλεί έκτακτο συμβούλιο και ακούει το βεζίρη Χαλίλ Τσανταρλί να προτείνει λύση της πολιορκίας. Στο παλάτι των Βλαχερνών ο Κωνσταντίνος περιμένει τους απεσταλμένους του να επιστρέψουν με την ελπιδοφόρα είδηση ότι έρχεται βοήθεια από τη Δύση. Περιμένει και ελπίζει: Οι χριστιανοί δε θα άφηναν μια χριστιανική πόλη να πέσει στα χέρια των απίστων. Ή μήπως θα την άφηναν;
Στις 23 Μαΐου ο Μωάμεθ δίνει στον Κωνσταντίνο την τελευταία ευκαιρία: Εάν μου παραδώσεις την Πόλη θα πας όπου θέλεις με τους άρχοντες και τα υπάρχοντά σου, και ο λαός δε θα πάθει τίποτε …
Ο Αυτοκράτορας, μπροστά στο δέλεαρ της σωτηρίας, δίνει μια απάντηση που θα υποστηρίξει ως το τέλος και της οποίας οι πέντε τελευταίες λέξεις συνοδεύουν ως σήμερα το Στρατό των Ελλήνων:
«Το να σου παραδώσω την πόλη δεν είναι στο χέρι μου ούτε στο χέρι κανενός άλλου από αυτούς που κατοικούν σ’ αυτή. Γι’ αυτό με κοινή απόφαση, και με τη θέλησή μας θα πεθάνουμε και δε θα λογαριάσουμε τη ζωή μας… ου φεισόμεθα της ζωής ημών»
Οι ηρωικοί απεσταλμένοι ναυτικοί περνώντας μέσα από τον Οθωμανικό στόλο, φτάνουν στην Πόλη με άσχημα μαντάτα: Στον ορίζοντα δεν φαίνεται Δυτικό πανί. Οι σύμβουλοι προτρέπουν τον Βασιλέα να φύγει. Ο Ιουστινιάνης με την αγωνία του φίλου τον παρακαλεί να μπει σ’ ένα δικό του καράβι. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν είναι ένας συνηθισμένος πολιτικός άνδρας: «Εάν έφευγα τι θα έλεγε για μένα η οικουμένη; Σας ικετεύω μην με παρακαλάτε να φύγω. Επιθυμώ να πεθάνω εδώ μαζί σας» απαντά. Από τα παράθυρα του παλατιού φτάνουν οι κραυγές των Οθωμανών. Ο Μωάμεθ τους τάζει λεηλασία και γλέντι τριών ημερών εάν του φέρουν την Βασιλεύουσα κι εκείνοι υποδέχονται την υπόσχεση με ζητωκραυγές, χορούς και τυμπανοκρουσίες. Ο Αυτοκράτορας δεν αντέχει άλλο: ξεσπά σε κλάματα για την πόλη που χάνεται, προδομένη από φίλους και προπάντων διχασμένη.
25 Μαΐου: Όλοι γνωρίζουν ότι σε 4 μέρες οι Οθωμανοί θα χτυπήσουν. Η πόλη δεν έχει ψωμί και ως έφεδροι έχουν μείνει μόνο οι καλόγεροι που περιμένουν στο ναό των Αποστόλων τη στιγμή που θα τους καλέσει ο Βασιλιάς τους να πολεμήσουν. Το συμβούλιο θέτει και πάλι το ζήτημα που πληγώνει τον Κωνσταντίνο: Εάν δεν μπορούμε να σώσουμε την Πόλη, ας σώσουμε τουλάχιστο τον Αυτοκράτορα! Ο Παλαιολόγος αντιδρά με οργή και εξουθενωμένος από τη νηστεία, την κόπωση και την αγωνία χάνει τις αισθήσεις του. Δε δέχεται όμως να φύγει.
28 Μαΐου 1453: Το πρωί οι καμπάνες καλούν τους Έλληνες στις λιτανείες. Στο παλάτι των Βλαχερνών οι αξιωματούχοι συγκεντρώνονται για τελευταία φορά. Ο Κωνσταντίνος απευθυνόμενος στους Έλληνες τους υπενθυμίζει το καθήκον της φυλής: Ο άνθρωπος πρέπει να είναι έτοιμος να πεθάνει για τέσσερις μεγάλες αξίες: Την πατρίδα, την πίστη, τον ηγεμόνα και την οικογένεια. Είναι η ώρα για τον Λαό της Κωνσταντινούπολης να πεθάνει για όλα αυτά. Ευχαριστεί τους Λατίνους για τη συμπαράσταση και έπειτα, όπως πράττουν μόνο οι σπουδαίοι ζητά συγγνώμη από όλους και τους ζητά να πράξουν το ίδιο. Σε τέτοιο αίτημα ενός τέτοιου άρχοντα ποιος θα τολμούσε να αρνηθεί; Μπροστά στον Κωνσταντίνο, Έλληνες και Λατίνοι γίνονται μια αγκαλιά. Επιτέλους η ομόνοια λίγες ώρες πριν το τέλος. Στην Αγία Σοφιά οι κληρικοί ντυμένοι με τα επίσημα άμφια τελούν την τελευταία Θεία Λειτουργία για να λάβει ο λαός την ύστατη κοινωνία. Οι υπερασπιστές της Πόλης μεταλαμβάνουν και τρέχουν ξανά στις επάλξεις, μαζί τους και ο Αυτοκράτορας. Ευχαριστεί τους άνδρες του και με το άλογο καλπάζει από το ένα άκρο των τειχών ως το άλλο για να δώσει κουράγιο στους αγωνιστές, ίσως και για να αποχαιρετήσει το φως του ήλιου από την Πόλη του…
Και ο ήλιος δύει. Θα είναι η τελευταία δύση που θα αντικρίσει η χριστιανική Κωνσταντινούπολη.
Τα Μεσάνυχτα της 29ης Μαΐου 1453 οι κραυγές των επιτιθέμενων σχίζουν τον αέρα και η Κωνσταντινούπολη καλεί με τις καμπάνες το λαό της στα τείχη. Η επίθεση ξεκινά κατά κύματα: Πρώτα στέλνονται οι άτακτοι. Για δύο ώρες τα τείχη πολιορκούνται μα η άμυνα κάνει καλή δουλειά. Η Πόλη δεν γονατίζει. Από θαλάσσης τα πράγματα δεν είναι τόσο δύσκολα για τους Έλληνες, αν και όλοι καταλαβαίνουν ότι ο στόλος του εχθρού θέλει μόνο να απασχολήσει άνδρες και όχι να τους νικήσει. Η μεγάλη μάχη δίνεται στην κοιλάδα του Λύκου. Ο Μωάμεθ ρίχνει το ασκέρι του Ισχάκ Πασά, αλλά η πυκνή τους διάταξη επιτρέπει στους Έλληνες να ρίχνουν στο ψαχνό. Η Πόλη δεν γονατίζει. Τα κανόνια τραντάζουν τα τείχη. Λίγο πριν το ξημέρωμα η μπομπάρδα γκρεμίζει ένα τμήμα από το εξωτερικό τείχος του Αγίου Ρωμανού και οι πρώτοι 300 οσμανλήδες ορμούν μα αποδεκατίζονται από τον Κωνσταντίνο και τους άνδρες του. Η Πόλη δε γονατίζει. Με το πρώτο φως της ημέρας ο Μωάμεθ στέλνει τους γενίτσαρους, αλλά οι αμυνόμενοι, άριστα εκπαιδευμένοι από τον Ιουστινιάνη, άριστα εμψυχωμένοι από τον Παλαιολόγο δεν εγκαταλείπουν. Η Πόλη δεν γονάτισε ακόμα. Ο Ιουστινιάνης όμως πληγώνεται την πιο κρίσιμη στιγμή και οι άνδρες του τον απομακρύνουν από το πεδίο της μάχης. Ο Κωνσταντίνος σπεύδει στο πλευρό του και πάνω στην αγωνία του τον ικετεύει να παραμείνει: «Κάνε υπομονή αδερφέ. Σε έχουμε ανάγκη». Εκείνος όμως δεν αντέχει άλλο. Οι άνδρες του τον βάζουν σ’ ένα καράβι με προορισμό τη Χίο. Πεθαίνει εν πλω.
Ο Κωνσταντίνος επιστρέφει στα τείχη, και ρίχνεται στη μάχη αλλά την αναταραχή που προκάλεσε η απώλεια του Ιουστινιάνη αντιλαμβάνεται ο Μωάμεθ. Τα κανόνια χτυπούν και τελικά το εξωτερικό τείχος υποχωρεί. Όλο το δράμα παίζεται τώρα σε δύο σημεία: στην πύλη του Αγίου Ρωμανού όπου ο Κωνσταντίνος δίνει την ύστατη μάχη και στην πύλη της Αδριανούπολης, πολύ κοντά σε μια πόρτα που χρησίμευε για τον ανεφοδιασμό των πολεμιστών και μολονότι ασήμαντη για τους Βυζαντινούς, έμεινε γνωστή ως η πιο μυστηριώδης πόρτα της ιστορίας: την Κερκόπορτα. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά κάτω από ποιες συνθήκες κυμάτισε η σημαία του Μωάμεθ πάνω από την κερκόπορτα. Ήταν προδοσία ή απροσεξία; Κι αν προδοσία, ποιος τη χρεώνεται; Η αλήθεια χάθηκε στη δίνη της μάχης ή των συμφερόντων και μόνο θρύλοι κράτησαν το όνομά της ζωντανό κι έμεινε η Κερκόπορτα ως «ένας κόκκος άμμου που έκρινε την ιστορία του κόσμου», όπως παρατηρεί ο Στέφαν Τσβάιχ.
Το πρωί της 29ης Μαΐου, η σημαία των Οθωμανών πάνω στα τείχη έδωσε πρώτη το μήνυμα :ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΗ… Η Πόλη του Κωνσταντίνου γονάτισε μετά από 57 μέρες πολιορκίας, μετά από 1123 χρόνια πορείας. Την είδε άραγε γονατισμένη ο βασιλιάς της ή είχε χαθεί πριν συνειδητοποιήσει το τέλος της αγαπημένης του; Κανένας δεν ξέρει. Η πληροφορία ότι η τελευταία του επιθυμία ήταν να πεθάνει από χριστιανικό χέρι, δεν είναι ιστορικά επιβεβαιωμένη, σίγουρα όμως πέθανε στο πεδίο της μάχης παλεύοντας για την Πόλη του ως την ύστατη ανάσα. Το σώμα του αναζητήθηκε από το Μωάμεθ μέσα στις επόμενες μέρες και αναγνωρίστηκε από τα χρυσά αυτοκρατορικά σανδάλια. Τον αναγνώρισε ο αιχμάλωτος Νοταράς και ο Σουλτάνος έδωσε εντολή να ταφεί με βασιλικές τιμές, σε άγνωστο σημείο της πόλης, για να μην γίνει ο τάφος του τόπος λατρείας από τους εναπομείναντες βυζαντινούς. Ο Λουκάς Νοταράς εκτελέστηκε, αφού είδε να θανατώνονται μπροστά του ο 14χρονος γιος και ο γαμπρός του, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει. Ο γενναίος Βυζαντινός προτιμούσε να τους δει να πεθαίνουν, παρά να τον δουν εκείνοι. Φοβόταν λένε μήπως ο γιος του τρομάξει από το θάνατο του πατέρα του και αλλαξοπιστήσει.
Όσο για την Αγια Σοφιά; Έγινε φρικτός τάφος για τους ικέτες, που είχαν ζητήσει καταφύγιο εκεί, όταν οι πρώτοι Οθωμανοί μπήκαν στην Πόλη. Ο ναός θα καταστρεφόταν στα σίγουρα από τη μανία των απαίδευτων στρατιωτών, εάν δεν έσπευδε ο ίδιος ο Μωάμεθ για να τον προστατέψει. Κάποιοι λένε πως τον προστάτεψε από φόβο προς τους Δυτικούς (μήπως η καταστροφή του σημαντικού Ναού προκαλούσε την αντίδραση των χριστιανών της Δύσης) και κάποιοι για να τιμήσει τη χριστιανή μητριά του, Μαρώ την οποία υπεραγαπούσε. Το σίγουρο είναι ότι ο Σουλτάνος πάτησε το ίδιο απόγευμα πάνω στην αγία τράπεζα και στρέφοντας το πρόσωπο προς τη Μέκκα ευχαρίστησε τον Αλλάχ, μετατρέποντας το Ναό σε τζαμί. Την Παρασκευή 1η Ιουνίου 1453 έγινε η πρώτη επίσημη μουσουλμανική προσευχή στο Ναό της του Θεού Σοφίας. Οι τοιχογραφίες του ναού καλύφθηκαν από ασβέστη και μόνο η Πλατυτέρα δεν δέχτηκε να καλυφθεί μα στέκει εκεί μέχρι σήμερα με ακάλυπτο το πρόσωπο κι ορθάνοιχτα τα μάτια και φυλάει την Πόλη της καρδιάς της.
Ιωάννης Βατάτζης - Ο θρύλος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και το μεγάλο μυστήριο.
Ο Άγιος Ιωάννης Δούκας Βατάτζης ο Ελεήμων, γεννήθηκε το 1193 στο ιστορικό Κάστρο της Θράκης, στο Διδυμότειχο. Καταγόταν από οικογένεια η οποία βρισκόταν κοντά στη βασιλική σύγκλητο, αφού ο παππούς του Κωνσταντίνος, ο Βατάτζης λεγόμενος, ήταν Στρατοπεδάρχης του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού.
Όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του Ιωάννη, του άφησαν πολύ μεγάλη περιουσία, την οποία όμως ως σώφρων εκείνος, μοίρασε στους φτωχούς, καθώς και σε αφιερώματα στους Ιερούς Ναούς και τις Εκκλησίες, διότι “μακάριοι οι αγαπώντες την ευπρέπειαν του οίκου Σου”…
Στη συνέχεια ο Ιωάννης, μια που η Κωνσταντινούπολη ήταν στα χέρια των Φράγκων, κατευθύνθηκε στο Νύμφαιο της Βιθυνίας, όπου και ήταν η έδρα της αυτοκρατορίας μας, αφού από το 1204 ο Πόλη είχε αλωθεί και κατακυριευθεί με δόλο από τους “Σταυροφόρους” και νέος αυτοκράτωρ είχε ανακηρυχθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας ο ευσεβέστατος Θεόδωρος Λάσκαρης, ο ποιητής της Μεγάλης Παράκλησης στην Παναγιά, την οποία και ψάλλουμε εναλλάξ με την Μικρή, κάθε ημέρα, από την 1η έως τις 15 Αυγούστου!
Εκεί κατέφυγε λοιπόν ο Ιωάννης, για να βρει ένα θείο από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ιερεύς στα ανάκτορα του Θεοδώρου Λάσκαρη. Έτσι, γνωρίστηκε με τον καλό βασιλέα, αλλά ούτε στιγμή δεν υπερηφανεύτηκε για εκείνη τη συναναστροφή του, αλλά εξακολούθησε να είναι φιλικός και ταπεινός με όλους, ευπρόσιτος, πράος, άκακος, γαλήνιος, σεμνός και πάντα ήρεμος στο διάλογο.
Έτσι, με όλα αυτά τα χαρίσματα, ήταν αξιαγάπητος τόσο, που η αρετή του έλαμψε μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα Θεοδώρου, ο οποίος και του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του Ειρήνη. Για να τη λάβει όμως γυναίκα του, χρειάστηκε να μονομαχήσει με το Λατίνο Κόραδο, που καυχιόταν για τη δύναμή του! Όμως ο Ιωάννης Βατάτζης τον νίκησε, λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι”, σαν δεύτερος Νέστορας!
ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΝΙΚΑΙΑΣ
Όταν ο βασιλιάς-υμνογράφος του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα κοιμήθηκε, ανέλαβε την Αυτοκρατορία ο ίδιος στα 1222 μ.Χ., ως Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης. Και από τότε έδειξε για μια ακόμη φορά, πόσο σοφή ήταν η εκλογή του Θεόδωρου. Έγινε λοιπόν από τότε ο Ιωάννης, ο προστάτης των αδικουμένων, ο δικαιότατος κριτής, η πηγή η αστείρευτη της ελεημοσύνης, τόσο, που του δόθηκε το προσωνύμιο Ελεήμων!!!
Ήταν ακόμη ευσεβής και πιστός στην Ορθοδοξία βασιλεύς και όχι μόνο έδειξε, αλλά και κατάφερε με το ζήλο του να βαπτιστούν Χριστιανοί όλοι οι Ιουδαίοι της επικράτειάς του!!!
Επίσης, προσπάθησε τα μέγιστα, να γίνει η επανΕνωση των Εκκλησιών, δηλαδή να αναγνωρίσει η Δύση το ορθό Δόγμα. Κατάφερε μάλιστα να αποσταλούν πρέσβεις από τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ και να αρχίσει διάλογος, προεξάρχοντος από τη δική μας πλευρά του τότε Πατριάρχου Γερμανού του νέου. Ο Ιωάννης θα κατάφερνε τότε το ευχόμενο, αλλά δυστυχώς οι Δυτικοί δεν θέλησαν στο τέλος να αφαιρέσουν την αντιορθόδοξη προσθήκη από το Σύμβολο της Ορθής Πίστεως, δηλαδή το “και εκ του Υιού εκπορευόμενον”…
Ο Βατάτζης, υπήρξε ο προστάτης και συμπαραστάτης της αγροτικής και αστικής τάξης και επιδίωκε διαρκώς την άνοδο του βιοτικού επιπέδου κυρίως των γεωργών και κτηνοτρόφων, αφού για να τους βοηθήσει έκανε μεγάλη απογραφή (κάτι σαν Εθνικό Κτηματολόγιο) και επίταξε κατόπιν τεμάχια γης από τους μεγαλοκτήμονες και τους αριστοκράτες και τα διένειμε σε όλους τους φτωχούς υπηκόους του, ώστε να ζουν άνετα και ανθρώπινα!!!
Στάθηκε αληθινός “πατέρας των Ελλήνων”, πατάσσοντας με κάθε τρόπο την εκμετάλλευση του λαού, νιώθοντας κάθε λεπτό όχι σαν απλός βασιλιάς, αλλά ως ταγμένος από το Θεό να βοηθάει το λαό του και τους αδικουμένους! Έλαβε ακόμη και μέτρα οικονομίας τέτοια, που απαγόρευαν τη σπατάλη του ιδιωτικού πλούτου, ενώ ίδρυσε φιλανθρωπικούς και ευκτήριους οίκους, πτωχοκομεία, νοσοκομεία, γηροκομεία, βιβλιοθήκες, έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια μας.
Μάλιστα τέτοια ήταν η πολιτική ποιότητά του, που όταν κάποτε συνάντησε το γιο του Θεόδωρο στο κυνήγι να φορά πολυτελή ρούχα, αρνήθηκε να τον χαιρετήσει! Και όταν το παιδί του τον ρώτησε σε τι είχε σφάλει, ο Ιωάννης απάντησε ότι εκείνα τα μεταξωτά και χρυσούφαντα που φορούσε ο γιος του ήταν από το αίμα του λαού του και πως θα έπρεπε να ξέρει ότι κάθε έξοδο, πρέπει να γίνεται για τον λαό, διότι ο πλούτος των βασιλέων, στο λαό ανήκει!!!
Η πίστη του στο Θεό ήταν πολύ μεγάλη και τον βοήθησε αποφασιστικά σε κάθε του βήμα, όπως και τότε που χρειάστηκε να μονομαχήσει με τον σκληρό Αζατίνη, Σουλτάνο του Ικονίου, που συχνά πυκνά λεηλατούσε τις πόλεις μας που ήταν κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Άκουσε τότε νοερά θεία φωνή, που του έλεγε:
“Ο σταυρωθείς εγήγερται, ο μεγάλαυχος πέπτωκεν, ο καταπεσών και συντριβείς ανώρθωται” και πήρε ευθύς τέτοια δύναμη, ώστε όρμησε και κατανίκησε τον τρομερό Σουλτάνο!!!
Η ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Ποτέ ο Ιωάννης Βατάτζης δεν έβγαζε από το νου του το μεγάλο ποθούμενο, την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της Ελληνοχριστιανικής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό εργάστηκε και προς την κατεύθυνση αυτή με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Σώφρων, συνετός και προνοητικός στην πολιτική του, αν και είχε εκλέξει ικανότατους στρατηγούς, επιδίωκε την αποφυγή των μαχών.
Γνώριζε να μην αναλαμβάνει τίποτε πριν το προπαρασκευάσει κατάλληλα, ενώ είχε βαθιά ευσέβεια και έδειχνε σεβασμό και στον πιο απλοϊκό μοναχό. Ο λαός τον αγαπούσε και η Εκκλησία προσευχόταν με χαρά για αυτόν! Και εκείνος, ακόμη πιο πολύ προχωρούσε προς τον ιερό σκοπό της πατρίδας.
Νίκησε τους Λατίνους που κρατούσαν όμως ακόμα σκλαβωμένη την Πόλη και τους επέβαλε τη συνθήκη του 1225, με την οποία κατελάμβανε όλα τα Μικρασιατικά εδάφη, εκτός από αυτά που ήταν κοντά στη Νικομήδεια και απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.
Κατασκεύασε κατόπι ισχυρό στόλο και ελευθέρωσε Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Κω και άλλα νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, υπολογίζοντας σωστά ότι κουμάντο στο Αιγαίο κάνει όποιος έχει στόλο και άρα οι Λατίνοι χωρίς πολεμικά πλοία και βάσεις, δεν θα κρατούσαν για πολύ ακόμη τη Θεοφύλακτη. Έπιασε λοιπόν και τα Στενά της Έλλης (Ελλήσποντος) και επιχείρησε τις πρώτες επιθέσεις στα περίχωρα της Βασιλίδας, πετυχαίνοντας στα 1225 να απελευθερώσει τη στρατηγικά σημαντική Αδριανούπολη! Ο δρόμος πια για την Πόλη του Κωνσταντίνου ήταν ανοιχτός!
Στα ανατολικά προελαύνουν εκείνο τον καιρό οι Μογγόλοι, που νικούν το Σουλτάνο του Ικονίου, ο οποίος αναγκάζεται να ζητήσει συνθήκη με τη Νίκαια, παύοντας προς το παρόν να αποτελεί κίνδυνο, λύνοντας τα χέρια του Βατάτζη, που κατατροπώνει τώρα και τους Βουλγάρους στα 1246 και ελευθερώνει το κομμάτι Αξιός – Έβρος ποταμός, ενώ οι καμπάνες κοντεύουν να σπάσουν από τη χαρά τους όταν ο Ιωάννης Βατάτζης, ο Άγιος Βασιλιάς, μπαίνει με συγκίνηση στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας μας, στην Πόλη του Αγίου Δημητρίου, στη Συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη, τον Δεκέμβριο της ίδιας ευλογημένης χρονιάς!
Όμως, η καλή του σύντροφος, η Ειρήνη Λάσκαρι, κλείνει για πάντα τα μάτια της και κείνος θα κρατήσει για πάντα μέσα του ανεξίτηλη τη γλυκιά μνήμη της. Όμως ξέρει πως ο εαυτός του δεν του ανήκει, αλλά αξίζει να το κάνει κάθε μέρα θυσία για το λαό του και την πατρίδα! Έτσι ο Ιωάννης, έχοντας αναπτύξει μια φιλία με το Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’, δέχεται να γίνει ο γάμος του με την κόρη του Φρειδερίκου Κωνσταντία, ως επισφράγηση μιας πανίσχυρης συμμαχίας, που θα τρομάξει την Ευρώπη και ιδίως τους Λατίνους, που πιέζονται τώρα πανταχόθεν.
Αλλά, ενώ ο Ιωάννης Βατάτζης έφτιαξε ένα πανίσχυρο κράτος από τις στάχτες του Βυζαντίου και είχε σφίξει ασφυκτικά τον κλοιό γύρω από την Κωνσταντινούπολη, στις 4 Νοεμβρίου του 1254 αφήνει την τελευταία πνοή του, επάνω στο δρόμο για το όνειρο, επάνω στο δρόμο για το καθήκον, την Πίστη του Θεού, το Χρέος για την Πατρίδα, την Αγάπη για το λαό…
Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς
Το τίμιο σώμα του ευσεβεστάτου, δίκαιου, γενναίου και ελεήμονος βασιλέα, ενταφιάστηκε σε ένα Μοναστήρι που είχε κτίσει ο ίδιος και το είχε ονομάσει Σώσανδρα, ενώ αργότερα δια θαυμαστής αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης, ζήτησε να μετακομισθεί το λείψανό του στη Μαγνησία (της Μικράς Ασίας). Όταν όμως πήγαν να ανοίξουν τον τάφο για να εκτελέσουν τη μετακομιδή, αντί να βγει η γνωστή δυσωδία, μια γλυκιά ευδία απλώθηκε τριγύρω, σαν να είχε ανθίσει απότομα κήπος αρωματικός! Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό.
Ο νεκρός φαινόταν σαν να κάθεται επί βασιλικού θρόνου, χωρίς να έχει καμιά μελανότητα, καμιά δυσωδία, κανένα απολύτως σημείο που να φανέρωνε πως ήταν νεκρός!!! ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ήταν μέσα στον τάφο και το χρώμα του σώματός του ήταν όπως κάθε φυσιολογικού εν ζωή ανθρώπου! Έμοιαζε πραγματικά σαν ένας ολοζώντανος, αλλά ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ!!! Και μάλιστα και αυτά ακόμη τα ρούχα του επίσης είχαν διατηρηθεί επί επτά χρόνια αδιάφθορα και έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις ραφθεί!!! Γιατί έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που Τον δοξάζουν στη γη!
Μάλιστα από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου βασιλέως Ιωάννη Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος έδωσε πάμπολλα θαύματα, γιατρεύοντας θαυματουργικά Χάρητι Θεού ασθένειες, διώκοντας δαίμονες και θεραπεύοντας ένα σωρό πάθη, με την κατοικούσα εν αυτώ Χάρη του Αγίου Πνεύματος!
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Αναφέρεται -όπως σημειώνεται σε ημερολόγιο που εξέδωσε το 2001 η Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου- ότι μέχρι το 1992 “η μνήμη του αυτοκράτορα Ιωάννου του Ελεήμονος ετιμάτο κάθε χρόνοστην εκκλησία της Μαγνησίας, την οποία έκτισε ο ίδιος και στην οποία βρήκε την τελευταία ανάπαυσή του, καθώς και στο Νυμφαίον, την αγαπημένη του κατοικία” (Οστρογκόρσκυ).
Όμως τι απέγινε ο Ναός εκείνος; Τι απέγινε το άφθαρτο λείψανο του “Μαρμαρωμένου Βασιλιά”; Τι σχέση έχει με το “θρύλο” και ποια με τις προφητείες για ανάκτηση της Πόλης, που τόσο και ο ίδιος είχε πασχίσει;
Ἕνας ἀπὸ τους δημοφιλέστερους ἐθνικούς μας θρύλους εἶναι αὐτὸς του μαρμαρωμένου βασιλιά, ὁ ὁποῖος μέλλει κάποτε νὰ διώξει τους Τούρκους ἀπὸ την Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ἀναβιώσει τὴ βυζαντινή αὐτοκρατορία. Ἀναζητῶντας ὡστόσο την προέλευσή του, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι σχετίζεται με μεσσιανικές καὶ ἐσχατολογικές παραδόσεις πού διαπερνοῦν τὴ χιλιόχρονη ἱστορική διάρκεια του Βυζαντίου καὶ φτάνουν μέχρι τις πηγές του πρώιμου Χριστιανισμοῦ, οἱ ὁποῖες, ὡς γνωστόν, εἶναι ἰουδαϊκές.
«Ὅταν μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ βασιλιάς ἀντιστάθηκε ἡρωικά. Καθώς ὅμως οἱ ἐχθροὶ τον περικύκλωσαν καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τον σκοτώσουν, ἄγγελος Κυρίου τον ἅρπαξε καὶ τον πῆγε σε μία μυστική σπηλιά. Ἐκεῖ βρίσκεται μαρμαρωμένος καὶ περιμένει τον ἄγγελο νὰ τον σηκώσει καὶ νὰ του ξαναδώσει το σπαθί του. Ὅταν γίνει αὐτὸ, ὁ βασιλιάς θὰ διώξει τους Τούρκους ἀπὸ την Πόλη καὶ θὰ τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά».
Αὐτὸς εἶναι με δύο λόγια ὁ θρῦλος πού ἀπηχοῦσε τους πόθους τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων γιὰ την ἀποτίναξη του τουρκικοῦ ζυγοῦ καὶ την ἐπανασύσταση της βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Πρωταγωνιστής ἦταν ὁ τελευταῖος βυζαντινός αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ ἡρωισμός του ὁποίου ἔκανε τὴ λαϊκή μοῦσα νὰ άρνηθεῖ το γεγονός πῶς εἶχε πεθάνει.
Ὁ θρῦλος του λυτρωτή βασιλιά πρὶν ἀπὸ την Ἅλωση
Το βασικό ὅμως θέμα αὐτῆς της παράδοσης – ὁ βασιλιάς-λυτρωτής ποὺ θὰ κατατρόπωνε τους ἐχθρούς καὶ θὰ ἀποκαθιστοῦσε την τάξη – δὲν γεννήθηκε οὔτε ἐξαιτίας τῶν φρικτῶν συνθηκῶν της Τουρκοκρατίας, οὔτε ἐξαιτίας της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ἀνάγεται πρὶν ἀπὸ την Ἅλωση του 1453, σε ἐποχὲς κατά τις ὁποῖες οἱ συνθῆκες ἦταν διαφορετικές. Προφητικά καὶ χρησμολογικά κείμενα, ὅπως οἱ «Ὁράσεις του Δανιήλ» καὶ οἱ «Χρησμοί του Λέοντος του Σοφοῦ», προέλεγαν ὅτι ὁ βασιλιάς-λυτρωτής θὰ ἐμφανιζόταν τὴ στιγμή του ἐσχάτου κινδύνου ἡ μετά ἀπὸ μία μεγάλη, ἀλλὰ πρόσκαιρη, καταστροφή. Ο βυζαντινός ἱστορικός Δούκας (εκδ. Βόννης, σ. 289-290) ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὅτι κατά την ἡμέρᾳ της Ἁλώσης ὁ λαός συνέρρεε στὴν Ἁγία Σοφία ἀναμένοντας τὴ θεία λύση του δράματος: ὅταν οἱ Τοῦρκοι θὰ ἔμπαιναν στὴν Πόλη σφάζοντας τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς), ἄγγελος Κυρίου θὰ κατέβαινε ἀπὸ τον οὐρανὸ, θὰ ἔστεφε βασιλιά κάποιον ἄγνωστο καὶ φτωχοντυμένο ἄνδρα καὶ θὰ του ἔδινε τὴ ρομφαία με την ὁποία θὰ νικοῦσε τους ἄπιστους καὶ θὰ τους ἔδιωχνε ὡς τα σύνορα της Περσίας, στὸν τόπο ποῦ λέγεται Μονοδένδρι.
Ἡ εἰκόνα του ταπεινοῦ καὶ φτωχοῦ (πένητα) ἄνδρα ποῦ θὰ γινόταν ὁ λυτρωτής βασιλιάς εἶχε ἰδιαίτερη ἀπήχηση πρὶν την Ἅλωση. Ἄλλη ἐκδοχὴ μιλοῦσε γιὰ κάποιο μυστηριῶδες πρόσωπο ποὺ δὲν εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ κοιμόταν (προδρομική φιγούρα του μαρμαρωμένου βασιλιά) καὶ θὰ ξυπνοῦσε τον κατάλληλο καιρό. Σε ὁρισμένες παραλλαγές εἶχε το ὄνομα Ἰωάννης, γεγονός ποὺ κάνει κάποιους σημερινούς θιασῶτες τῶν προφητειῶν νὰ τον ταυτίζουν με τον Ἰωάννη Γ’ Βατάτζη, ἕναν ἀπὸ τους ἱκανότερους βυζαντινούς αὐτοκράτορες, ὁ ὁποῖος ἔδρασε κατά την ἐποχῆ της λατινικῆς κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης (1204-1261). Οἱ περισσότερες ὅμως συμφωνοῦσαν σε ἕνα σημεῖο: μετά την ἐξουδετέρωση τῶν Ἰσμαηλιτῶν (Τούρκων) θὰ ἀκολουθοῦσε μία περίοδος γενικῆς εὐημερίας. Κατόπιν ὁ βασιλιάς θὰ παρέδιδε το στέμμα του στὸ Θεό καὶ τότε ἀκριβῶς θὰ ἐμφανιζόταν ὁ Ἀντίχριστος. Πώς συνδέεται ὅμως ὁ θρῦλος του λυτρωτή βασιλιά με τη χριστιανική παράδοση γιὰ τον Ἀντίχριστο καὶ το Τέλος του Κόσμου;
Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας των Ρωμαίων
Μετά την Ἀποκάλυψη του Ἰωάννη, το προφητικό βιβλίο ποὺ ἄσκησε τὴ μεγαλύτερη ἐπιρροή τόσο στὴ βυζαντινή, ὅσο καὶ στὴ δυτική ἐσχατολογική παράδοση, ἦταν ἡ Ἀποκάλυψη του Μεθόδιου Πατάρων. Ἄν καὶ ἀποδόθηκε ψευδεπίγραφα στὸν ὁμώνυμο ὁσιομάρτυρα του 4ου αἱ., ἡ προφητεία γράφτηκε στὰ τέλη του 7ου αἱ., ὅταν οἱ Ἄραβες εἶχαν κατακτήσει τις βυζαντινές ἐπαρχίες της Παλαιστίνης, της Συρίας καὶ της Αἰγύπτου καὶ εἶχαν ὑποδουλώσει τους ντόπιους χριστιανούς. Ὁ ψεύδω-Μεθόδιος λοιπόν, ὁ ὁποῖος ἄνηκε σε μία χριστιανική κοινότητα της περιοχῆς της Μεσοποταμίας, προσδοκοῦσε την ἐλεήση ἑνὸς λυτρωτή ποὺ θὰ ἀναχαιτοῦσε την ἀραβική λαίλαπα. Αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ ἦταν ἄλλος ἀπὸ τον Ρωμαῖο (Βυζαντινό) αὐτοκράτορα.
Σε μεταγενέστερες εποχές, η προφητεία κυκλοφόρησε σε πολλές παραλλαγές καὶ δέχθηκε ἀλλοιώσεις, ἡ ἀρχικὴ της ὅμως ἐκδοχὴ ἔλεγε τα ἐξῆς: «Οἱ Ἰσμαηλίτες γεμᾶτοι ἔπαρση θὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένας σωτῆρας γιὰ τους χριστιανούς. Τότε ξαφνικά θὰ σηκωθεῖ καὶ θὰ ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τους με μεγάλο θυμό ἕνας βασιλιάς των Ρωμαίων, ὁ ὁποῖος θὰ ξυπνήσει ὅπως ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξεμεθύσει ἀπὸ το κρασί καὶ θεωροῦνταν ‘ὤσει νεκρός’ καὶ χωρίς ἀξία».
Ἄς σταθοῦμε λίγο στὴν περιγραφή της ἐμφάνισης του αὐτοκράτορα. Πρόκειται γιὰ ἀντιγραφή των στίχων ἀπὸ τους Ψαλμούς του Δαυίδ («Καὶ ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνῶν Κύριος, ὡς δυνατός κεκραιπαληκώς ἐξ οἴνου καὶ ἐπάταξε τους ἐχθρούς αὐτοῦ», 77, 65-66) με την προσθήκη ὅτι θεωροῦνταν «σὰν νὰ ἦταν νεκρός», δηλαδή ὑπερβολικά ἀδύναμος. Ἡ αἰνιγματική αὐτή ἀναπαράσταση της μεταμόρφωσης ἑνὸς ἀνίσχυρου ἀρχικά Ρωμαίου αὐτοκράτορα σε πολέμαρχο-ἐκδικητή, ἔδωσε την ἀπαραίτητη τροφή ὥστε νὰ διαμορφωθοῦν οἱ παραλλαγές γιὰ τον ἀνωνύμῳ καὶ «πένητα» ἄνδρα ποὺ θὰ γινόταν ὁ ἐκλεκτὸς του Θεοῦ, καθώς καὶ γιὰ το βασιλιά ποῦ βρισκόταν ἕν ὑπνώσει σε ἕνα μυστικό τόπο καὶ θὰ σηκωνόταν κάποτε γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει την τιμή του λαοῦ του. Η τελευταία μάλιστα πέρασε καὶ στη Δύση, με πρωταγωνιστές ὁρισμένους ἀπὸ τους σημαντικότερους ἡγεμόνες της Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως τον Καρλομάγνο, το Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα καὶ ἄλλους.
Η συνέχεια της Ἀποκάλυψης εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ἀφοῦ κατατροπώσει τους Ἱσμαηλίτες- Ἄραβες (τὴ θέση τῶν ὁποίων θὰ πάρουν στὶς μεταγενέστερες καὶ ἀναθεωρημένες προφητεῖες οἱ Τοῦρκοι, ὁ νέος θανάσιμος ἰσλαμικός κίνδυνος), ὁ αὐτοκράτορας θὰ ἐγκαινιάσει μία ἐποχῆ παγκόσμιας εἰρήνης καὶ εὐημερίας. Λίγο πρὶν το τέλος αἰτῆς της περιόδου, τα «ρυπαρά ἔθνη» του Γωγ καὶ του Μαγῶγ θὰ βγοῦν ἀπὸ τις «Πύλες του Βορρᾶ», ὁπού τα εἶχε κλείσει σύμφωνα με την παράδοση ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, γιὰ νὰ ἐξουδετερωθοῦν τελικά ἀπὸ τον ἄγγελο του Θεοῦ. Στή συνέχεια ὁ αὐτοκράτορας θὰ μεταβεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ καὶ θὰ ἐναποθέσει το στέμμα του πάνω στὸν Τίμιο Σταυρό ποὺ βρίσκεται στὸ Γολγοθᾶ, σὰν ἀπόδειξη πῶς κάθε ἐπίγεια βασιλεία θὰ λάβει τέλος. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν «ἔσχατων χρόνων» ποὺ θὰ περιλαμβάνουν την κυριαρχία του Ἀντίχριστου, τὴ συντριβή του καὶ τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστοῦ.
Ἕνας «μαρμαρωμένος» βασιλιάς ἀπέναντι στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες!
Ἕνα ἄλλο προφητικό κείμενο πού σχετίζεται ἄμεσα με τον θρῦλο του μαρμαρωμένου βασιλιά, ὁ χρησμός της Τιμπουρτίνας Σίβυλλας, ἀπηχεῖ ἀκόμα παλαιότερες καταστάσεις, ἀφοῦ σε αὐτὸ οἱ ἐχθροὶ ποὺ θὰ κατατροπώνονταν ἀπὸ τον τελευταῖο Ρωμαῖο αὐτοκράτορα δὲν εἶναι οἱ Ἰσμαηλῖτες, ἀλλὰ οἱ «παγανιστές». Ὁ ἀναμενόμενος αὐτοκράτορας, το ὄνομα του ὁποίου θὰ ἦταν Κώνστας, θὰ κατέστρεφε τις πόλεις καὶ τους ναούς τῶν Ἐθνικῶν, θὰ τους βάφτιζε στὸ ὄνομα του Χριστοῦ καὶ σε κάθε ναό θὰ τοποθετοῦσε τον Σταυρό. Ὅποιος ἀρνοῦνταν νὰ ἀποδώσει τιμές στὸ Σταυρό του Κυρίου θὰ τιμωροῦνταν με θάνατο. Η βασιλεία του θὰ ἀποτελοῦσε μία χρυσή ἐποχῆ γιὰ την ἀνθρωπότητα καὶ θὰ διαρκοῦσε 112 χρόνια. Κατά τις ἔσχατες μέρες ὁ αὐτοκράτορας θὰ νικοῦσε τους λαούς του Γωγ καὶ του Μαγώγ, θὰ πήγαινε στὴν Ἱερουσαλήμ ὅπου θὰ παρέδιδε τὴ βασιλεία του στὸ Θεό καὶ τότε θὰ ξεκινοῦσε ἡ ἐποχῆ του Ἀντίχριστου.
ὁ Μεσσίας τῶν Ἰουδαίων
Οἱ βυζαντινές λοιπόν Ἀποκαλύψεις δὲν ἐνδιαφέρονταν μόνο γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ την Οὐράνια Βασιλεία. Ἀνησυχοῦσαν παράλληλα γιὰ την τύχη της αὐτοκρατορίας καὶ ἀνέμεναν ἕναν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος θὰ νικοῦσε ὁριστικά τους ἐχθροὺς ποὺ την ἀπειλοῦσαν καὶ θὰ ἔφερνε μία χρυσή ἐποχῆ ἐπὶ γῆς, λίγο πρὶν το Τέλος του Κόσμου. Με λίγα λόγια ἀνέμεναν ἕναν κοσμικό Μεσσία πρὶν τὴ Δευτέρα Παρουσία του πνευματικοῦ Μεσσία-Χριστοῦ.
Η προέλευση αὐτῆς της δοξασίας ἐντοπίζεται στὶς ἰουδαϊκές ρίζες του χριστιανισμοῦ. Συγκεκριμένα, στὴν ὕστερη ἰουδαϊκή φιλολογία παρατηροῦνταν ἔντονοι διαξιφισμοί σχετικά με τὴ μορφή του Μεσσία, καθώς ἄλλες πηγές τον παρουσίαζαν σὰν κοσμικό ἡγέτη καὶ λυτρωτή του ἑβραϊκοῦ ἔθνους καὶ ἄλλες σὰν ὑπερβατικό λυτρωτή ὅλης της ἀνθρωπότητας. Ὁρισμένοι συγγραφεῖς ἀπόκρυφων κειμένων (Εσδρας Δ’, Βαρούχ Β’), συνδυάζοντας τις δύο ἐκδοχὲς, προφήτευαν ἀρχικὰ την ἔλευση ἑνὸς ἐθνικοῦ Μεσσία ποὺ θὰ κατατρόπωνε τους ἐχθρούς καὶ θὰ ἐγκαινίαζε μία χρυσή ἐποχῆ γιὰ το Ἰσραήλ. Η τελική μάχη θὰ δινόταν με τους Γωγ καὶ Μαγώγ καὶ θὰ ἐπακολουθοῦσε η παγκόσμια βασιλεία του Γιαχβέ.
Ο Χριστιανισμός υἱοθέτησε ἐξ ἀρχῆς την ἐκδοχὴ του Μεσσία ὡς ὑπερβατικοῦ σωτῆρα ὅλης της ἀνθρωπότητας, δημιουργῶντας παράλληλα καὶ ἕναν τελικό ἐχθρὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ νικήσει ὁ Χριστός, ὥστε νὰ ἐγκαινιάσει την ἐποχὴ της οὐράνιας βασιλείας: τον Ἀντίχριστο. Κάποιοι χριστιανικοί κύκλοι ὡστόσο δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ την παράδοση γιὰ την ἐπίγεια βασιλεία ἑνὸς κοσμικοῦ Μεσσία. Ἔτσι, σύμφωνα με την Ἀποκάλυψη του Ἰωάννη (Κ’, 1-15), μετά τὴ συντριβή του Ἀντίχριστου θὰ ὑπάρξει μία χιλιετής βασιλεία του Χριστοῦ καὶ τῶν Δικαίων στὴ γῆ. Στὸ τέλος αὐτῆς της περιόδου θὰ γίνει ἡ σύγκρουση με τον Γωγ και τον Μαγώγ καὶ θὰ ἀκολουθήσει ἡ Τελική Κρίση.
Μπορεῖ ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία νὰ θεώρησε το συγκεκριμένο ἀπόσπασμα σὰν δικηγορικό (ποὺ ὑποτίθεται ὅτι συμβόλιζε την πνευματική βασιλεία του Χριστοῦ στὶς καρδιές τῶν πιστῶν, στὸ διάστημα μεταξύ της πρώτης καὶ της δεύτερης ἔλευσής του) καὶ νὰ ἀποκήρυξε σὰν πλάνη την πίστη σε ἕνα γήινο «Παράδεισο» ποὺ θὰ προηγηθεῖ του ἐπουράνιου, ἡ ἰδέα αὐτή ὅμως δὲν ἔσβησε. Η μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἡ καθιέρωση του χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας, συνετέλεσαν ὥστε ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία νὰ θεωρηθεῖ σὰν προστάτης τῶν Χριστιανῶν, σὰν το 4Ο καὶ τελευταῖο βασίλειο του ὁράματος του προφήτη Δανιήλ ποὺ ἔμελλε νὰ διαρκέσει μέχρι τις ἔσχατες μέρες. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ μορφή του μελλοντικοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων, με τον ὁποῖο θὰ τερμάτιζε κάθε ἐπίγεια βασιλεία, μυθοποιήθηκε καὶ ἔλαβε τα χαρακτηριστικά του κοσμικοῦ Μεσσία της ἰουδαϊκῆς καὶ πρωτοχριστιανικής παράδοσης.
Mε το πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ συνεχῶς μετασχηματιζόμενος ὥστε νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς συνθῆκες της ἑκάστοτε ἐποχῆς, ὁ μῦθος αὐτὸς διατήρησε τὴ θρησκευτική του ἀπόχρωση (ποὺ ἀντανακλᾶται στὴν προσδοκία γιὰ την «ἀναλαμπὴ της Ὀρθοδοξίας»), ἀποκτῶντας παράλληλα ἐκ νέου ἐθνικὴ σημασία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ νεοελληνική παράδοση γιὰ το μαρμαρωμένο βασιλιά.