Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ




[Οἱ τέσσαρες υἱοί του Λάζου (Λαζαῖοι, ἡ τα Λαζόπουλα) Τόλιας, Χρῆστος, Νῖκος καὶ Κώστας, ἁμαρτωλοί του Ὀλύμπου, εἶχον μετάσχη μὲν της ἐπαναστάσεως του 1807, ἀλλὰ μετά την καταστολήν ταύτης ἀποταχθέντες, οἱ μὲν τρεῖς παρέμενον ἐν Ραψάνη, ὁ δὲ Κώστας ἐκρατεῖτο ὑπὸ του Ἀλή πασᾶ εἰς τα Ἰωάννινα ὥς ὅμηρος. Ὅτε δὲ κατά το 1812 ἀνέλαβε το πασαλίκιον της Θεσσαλίας ὁ λιός του Ἀλή Βελή πασᾶς, προέβη εἰς καταδίωξιν πάντων τῶν παλαιῶν ἀρματολῶν καὶ των κλεφτῶν, φόνευσε τους ἐν Ραψάνη Λαζαίους (ὁ ἐν Ἰωαννίνοις Κώστας φονεύθη μικρόν ὕστερον ὑπὸ του Ἀλή), τας δὲ οἰκογενείας τῶν ἀπήγαγεν εἰς Τίρναβον, ἥρπαοε δὲ διὰ το χαρέμι του την γυναῖκα του Κώστα.]


Τρία πουλάκια κάθουνται    στον Έλυμπο στὴ τὴ ράχη,

τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,

το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει καὶ λέει:

Τι είν’ το κακό ποὺ πάθαμε οἱ μαῦροι οἱ Λαζαῖοι;

Μας χάλασε ὁ Βελή πασᾶς, μας ἔκαψε τα σπίτια,

μας πῆρε τοῖς γυναῖκες μας, μας πῆρε τα παιδιά μας,

στον Τούρναβο τοῖς πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.

Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ ὀπίσω οἱ συννυφάδες,

κι’ ὀπίσω ὀπίσω ἡ Κώσταινα με το παιδί  στο χέρι,

σά μῆλο, σὰ τριαντάφυλλο, σὰ νερατζιά κομμένη.

Βγαίνουν κυράδες την τηροῦν ἀπὸ τα παραθύρια.

«Ποιαῖς είν’ αὐταίς ὀπόρχουνται  στην Πόρτα,   στο Σαράϊ;

-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηρᾶτε;

Ἐμεῖς εἶμεστε κλέφτισαις, γυναῖκες τῶν Λαζαῖων.»

Βελή πασᾶς ἀγνάντευε, στέκει καὶ τοῖς ρωτάει.

"Γυναῖκες, πού ειν' οἱ ἄντροι σας κ' οἱ καπιταναραῖοι;

-Εἶναι ψηλά 'ς τον Ἔλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.

-Πᾶρτε ταῖς τρεῖς φλακώστε ταις, βάλτε ταῖς 'ς το μπουντροῦμι,

την Κώσταινα την ὄμορφη φέρτε την   στο χαρέμι.

-Ἁφές μ', ἀφέντη μ', ἄφες με, δύο λόγια νὰ σου κρίνω,

νὰ γράψω μία πικρή γραφή  στον καπετάνιο Κώστα.

"Ἐσὺ, Κώστα μου   στον Ἕλυμπο, ψηλά   στα κυπαρίσσια,

κ' η Κώσταινα   στον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."








ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

 



Ἀχὸς βαρύς ἀκούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.

Μῆνα σε γάμο ρήχνονται, μῆνα σε χαροκόπι;

Οὐδὲ σε γάμο ρήχνονται οὐδέ σε χαροκόπι,

ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις καὶ μ' γγόνια.

Ἀρβανιτιά την πλάκωσε 'ς του Δημουλᾶ τον πύργο.

Γιώργαινα, ρῆξε τάρματα, δὲν είν' ἐδῶ το Σούλι.

Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα του πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.

-Το Σούλι κι' αν προσκύνησε, κι’ ἄν τούρκεψε νὴ Κιάφα.

Η Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει»

Δαυλί 'ς το χέρι νάρπαξε, κόραις καὶ νύφαις κράζει.

«Σκλάβαις Τούρκων μὴ ζήσωμε, παιδιά μ', μαζί μου ἐλᾶτε».

Καὶ τα φυσέκια ἀνάψανε, κι' ὅλοι φωτιά γενῆκαν.

(25 Δεκεμβρίου 1803)

[Κατά την δίωξιν τῶν Σουλιωτῶν, περί ἧς ἔγινε λόγος ἕν τὴ προηγουμένη σημειώσει, μικρόν ἀπόσπασμα ἐξ 78 ψυχῶν κατέφυγεν εἰς το χωρίον 'Ρινιάσαν (μεταξύ Πρεβέζης καὶ Ἄρτης), ὁποῦ παρέμενον καὶ ἄλλαι τινές σουλιώτικαι οἰκογένειαι. Ἀλλὰ στῖφος Ἀλβανῶν,

κατάφθασαν εἰς το χωρίον την 23 Δεκεμβρίου 1803, κατέλαβεν ἐξ ἀπρόοπτου τους κατοίκους, καὶ ἄλλους μὲν κατέσφαξεν, ἄλλους δὲ ἠχμαλώτισε. Μεταξύ τῶν κατοίκων ἦτο καὶ ή οἰκογένεια του Γεωργάκη Μπότση, του ὁποίου ἀπόντος, ἡ ἡρωική σύζυγος Δέσπω ἀντέταξε σθεναράν ἀντίστασιν κατά των σφαγέων. Κλεισθεῖσα εἰς πύργον, την λεγομένην Κοΰλαν του Δημουλά, μετά δέκα ἄλλων, θυγατέρων, νυμφών, καὶ ἐγγόνων της, ἀφοῦ ἐπὶ πολύ πολέμησε πρὸς τους Ἀλβανούς, ὅτε εἶδεν ὅτι πᾶσα περαιτέρω ἀντίστασις ἦτο ματαία, ἠρώτησε τα τέκνα της ἂν δὲν προτιμοῦν ἀπὸ την σκλαβιάν τον θάνατον. Πάντες ἐζήτησαν τον θάνατον, τότε δὲ συσσωρεύσασα εἰς το μέσον ὅσην πυρίτιδα εἶχεν, ἔθεσε πῦρ εἷς αὐτὴν καὶ ἐκάησαν].









Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Λόγια καὶ Πράξεις



Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Λόγια καὶ Πράξεις

«Τα πρωτεῖα στὸν Σταυρό καὶ αἰώνια δόξα στοὺς σταυρωμένους γιὰ την πίστη καὶ γιὰ το γένος μας»

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Ἔκανε σύνθημα την πίστη

Μιλῶντας μετά την ἀπελευθέρωση σε μαθητές Γυμνασίου στὴν Πνύκα, ἀπὸ το ἴδιο βῆμα ποὺ μιλοῦσε στὴν ἀρχαιότητα ὁ Δημοσθένης, ὁ Περικλῆς καὶ οἱ ἄλλοι σπουδαῖοι πρόγονοι, τους εἰπέ: «Ὅταν πιάσαμε τα ἅρματα πρῶτα εἴπαμε ὑπὲρ πίστεως καὶ μετά ὑπὲρ πατρίδος». Στὴν ἰδία ὁμιλία του συνέστησε στοὺς Ἕλληνες «φρόνιμον ἐλευθερία».

Συχνά προσευχόταν γιὰ την Ἐπανάσταση: «Ὅταν την 1η Ἀπριλίου 1821 τσακίστηκε το ἑλληνικό στράτευμα ἀπὸ τους Τούρκους, ὁ Ἀναγνωσταράς καὶ οἱ ἄλλοι πήγανε στὸ Λεοντάρι, ἐγώ ἔμεινα μόνος με το ἄλογο μου στὸ Χρυσοβίτσι. Ἔκατσα μέχρι πού ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι με τα μπαϊράκια τους καὶ κατέβηκα κάτω. Ἦταν στὸ δρόμο ἡ Παναγιά, μιά ἐκκλησιά του χωριοῦ καθόμουν κι ἔκλαιγα γιὰ την Ἑλλάδα. Παναγία μου, εἶπα, βοήθησε κι αὐτὴ τὴ φορά τους Ἕλληνες νὰ ἐμψυχωθοῦν».

Ἐξ’ αἰτίας της ἐπανάστασης οἱ κλέφτες δὲν εἶχαν την εὐχέρεια νὰ τηροῦν πλήρως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ὅταν τὴ Μεγάλη Τετάρτη του 1821 ὁ Kολοκοτρώνης καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης ἔφαγαν ψητό ἀρνῆ, το ἔφεραν βαρέως ἐπὶ χρόνια, μολονότι ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός εἶχε λύσει τὴ νηστεία γιὰ τους μαχόμενους.

Σε κάθε ἐκκλησία ἡ ἐξωκλήσι ποὺ συναντοῦσε ἔκανε το σταυρό του καὶ ἄναβε κεριά. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σε κατάστιχα δαπανῶν της ἐποχῆς ἐκείνης βρέθηκαν καταγραφές: «Διά κεριά ἀρχιστρατήγου Κολοκοτρώνη…».

Δὲν Βασιζόταν στοὺς ξένους

Το εἶχε χωνέψει ὁ Κολοκοτρώνης ὅτι οἱ Ἕλληνες θὰ ἀπελευθερώνονταν μόνο με τις δικές τους δυνάμεις: «Η Γαλλική Ἐπανάσταση Βοήθησε τους ἀνθρώπους νὰ ἀνοίξουν τα μάτια τους καὶ νὰ ριζώσει ἡ δικαιοσύνη στὸν κόσμο, νὰ ξεχωριστοῦν τα ὅρια της ἐξουσίας καὶ της ὑποταγής, οἱ Βασιλιᾶδες νὰ μὴν εἶναι πλέον σὰν θεοί στὴ γῆ. Η δικαιοσύνη εἶναι ἡ πραγματική Βασίλισσα καὶ ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ὅμως εἶδα ὅτι στὰ συμβούλια της Βιέννης δὲν ἔγινε τίποτα καλό γιὰ μας, ἀπελπίστηκα ἀπὸ τους ξένους καὶ εἶπα ὅτι δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐλπίδα λύτρωσης ἐκτὸς ἀπὸ τον ἑαυτό μας καὶ τον Θεό».

Ο Κολοκοτρώνης περιγράφει μία συνομιλία του με τον ἀρχηγό τῶν ρωσικῶν στρατευμάτων στὴ Ζάκυνθο το 1805: «Πῆγα καὶ μίλησα μαζί του. Μου εἰπέ ὅτι ὁ βασιλιάς του τον πρόσταξε νὰ δεχτεῖ στὸ στράτευμά του ὅποιους θέλουν νὰ πολεμήσουν τον Ναπολέοντα. Του ἀποκρίθηκα, τι ἔχω ἐγὼ νὰ κάνω με τον Ναπολέοντα; Ἄν θέλετε στρατιῶτες γιὰ νὰ βοηθήσετε στὴν ἀπελευθέρωση της πατρίδας μου σας ὑπόσχομαι 5 καὶ 10 χιλιάδες».

Πῶς ἔκοψε το κάπνισμα

Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος ποὺ ἔκοψε το κάπνισμα ὁ Κολοκοτρώνης. Ὅταν κάποτε ξέμεινε ἀπὸ καπνό, ἔξυσε το τσιμπούκι του γτα νὰ καπνίσει ὅσα ὑπολείμματα εἶχαν μείνει, ἀλλὰ ἀηδίασε ἀπὸ την πίκρα. «Ὁρίστε ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ ἐλευθερώσει τον τόπο του καὶ δὲν μπορεῖ ὁ ἴδιος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ το πάθος του. Θεέ μου συγχώρα με», εἶπε καὶ πέταξε το τσιμπούκι. Ἄν καὶ ἔκοψε το κάπνισμα, του ἄρεσε νὰ ρουφάει με τὴ μύτη τὴ μυρωδιά του καπνοῦ ἀπὸ μία ταμπακιέρα ποὺ του εἶχε χαρίσει ὁ Καποδίστριας.

Ο Κολοκοτρώνης εἶχε βαφτίσει 120 παιδάκια στὴ Ζάκυνθο καὶ εἶχε κάνει ἑκατοντάδες κουμπαριές. Μόνο στὰ Τρίκορφα ὑπῆρχαν 40 Θοδωράκηδες.

Ἀρκετὲς φορές παραπονιόταν ὅτι ἀπὸ την πολλή καβάλλα στὸ ἄλογο πρήζονταν τα ἀχαμνά του.

Ο Κολοκοτρώνης ἔλεγε το 1842 στὴν Ἀθήνα, λίγους μῆνες πρὶν τον θάνατό του: «Ο Χάρος δὲν μου δίνει ἄλλη διορία, θὰ πάω νὰ δῶ τα λημέρια μου καὶ ὅσους ἀπὸ τους παλιούς συντρόφους μου ζοῦνε. Θὰ με ρωτήσουν στὸν κάτω κόσμο τι κάνουν οἱ σύντροφοί μας στὸν πάνω κόσμο καὶ θὰ ἔχω κάτι νὰ τους λέω».

Ἔδεσε στὰ καπούλια του ἀλόγου του τον μικρό γιὸ του Πάνο τον Β’, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει με την πρώην καλόγρια Μαργαρίτα Βελισσάρη, καὶ πῆρε τον δρόμο πρὸς το Μόριά.

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες 1821

Γεώργιος Καραϊσκάκης - Το Λιοντάρι της Ρούμελης (1782-1827)



Γεώργιος Καραϊσκάκης - Το Λιοντάρι της Ρούμελης (1782-1827)


Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος αποτελεί μία από τις πίο θρυλικές μορφές της Επαναστάσεως του 1821. Υπήρξε στην αρχή σπουδαίος αρματολός και στη συνέχεια κατέστη κορυφαίος στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι μάλλον υποκοριστικό του Καραΐσκος όπου απαντάται ως οικογενειακό επώνυμο στις επαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Το δε επώνυμο Καραΐσκος είναι σύνθετο από τη τουρκική λέξη "καρά" και Ίσκος.


Πιο συγκεκριμένα το κανονικό του επίθετο όπως και του αρματολού πατέρα του ήταν Ίσκος αλλά λόγω της περήφανης και σκληρής προσωπικότητας που διαμόρφωσε στα δύσκολα και δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, προσδόθηκε - από όλους - σαν αντάξιο προσωνύμιο μπροστά από το επίθετο του, το λήμα "Καρα" που σημαίνει μεγάλος και φοβερός. Το τελικό του επίθετο Καραϊσκάκης διαμορφώθηκε από το γεγονός ότι λόγω της Τουρκικής σκλαβιάς αναγκάστηκε από παιδί να γίνει κλέφτης στα βουνά.


Πρώτα Χρόνια


Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Γεννήθηκε στο Μαυρομμάτι της Καρδίτσας τo 1782 και ήταν νόθος γιος του αρματολού του Βάλτου Δημήτρη Ίσκου ή Καραΐσκου, από τη Δούνιστα (σημερινός Σταθάς Αιτωλοακαρνανίας) και της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά Αρτας, ανιψιάς του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυροματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια. Ερωτεύτηκε όμως τον Καραΐσκο, και από τον κρυφό αυτόν δεσμό γεννήθηκε ο Καραΐσκάκης. Γι' αυτό και του έμεινε το παρατσούκλι «γιος της καλογριάς».Από την παιδική του ηλικία ήδη, κάνει τα πρώτα βήματά του σαν Κλέφτης. Ο Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου Πασβάνογλου, του φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε: "Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο".


Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα. Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα Σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ αυτού. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.


Δράση 1821 - 1823


Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα "δικαιώματα" θα τα έστελνε ο ίδιος σ' εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, εξαγοράζοντας τον καιρό και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και "αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει" έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου).


Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις Σουλτανικές αρχές της Λάρισας. Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα, στρατού του οποίου ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με χίλιους περίπου άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς κοντά στον Άγιο Βλάση, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από πεισματώδη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.


Επιστροφή - Δίκη


Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε, θεωρώντας τον εαυτό του ικανό και άξιο στρατηγό αλλά και από αντιζηλία για τις ικανότητες του Καραϊσκάκη. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα προκειμένου να υποστηρίξει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία και αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.

Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: "ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό". Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την "αποκάλυψη προδοσίας".


Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρόλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί ούτε κατά των Τούρκων. Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.


Αρχιστρατηγία


Όμως στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή των Καλαβρύτων. Αμέσως μετά έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης). Μετά το τέλος του 2ου εμφυλίου πολέμου ο Κωλέττης ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ΄ άλλους πολλούς Στερεοελλαδίτες από το Μωριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό.Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους "στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας".


Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την "Λάσπη του Καρβασαρά" όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο (σημ. Αστακός).


Την νύκτα της 10-11 Απριλίου 1826 όταν το προπύργιο της επανάστασης, η πόλη των "ελεύθερων πολιορκημένων", το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη "Γέφυρα της Βαρνάκοβας" παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής σε στρώμα, ετοίμασε ψωμί και σφακτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα "πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου".


Στις 17 Ιουνίου ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε στην εδρεύουσα "Διοικητική Επιτροπή" να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη και από τον Βάσσο, που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης, πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον "Γιο της Καλογριάς" ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του.


Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγο της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 15 μέρες μετά (25 Οκτωβρίου) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.


Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στη Δαύλεια δίπλα σην Μονή της Ιερουσαλήμ προκειμένου να διανυκτερεύσει, προτιθέμενος την επομένη να φθάσει στην Άμφισσα μέσω Αράχοβας. Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, σπεύδει με 560 άνδρες και προκαταλαμβάνει την Αράχοβα, την οποία οχυρώνει με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων. Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν (19-24) οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουσταφάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών.Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μεταφέρει το στρατόπεδό του από την Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντιλαμβάνεται γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουσταφάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που ήταν νοτιότερα, οι οποίοι και ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.

Στη συνέχεια, διαβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισέρχεται στο Τουρκοχώρι το οποίο και καταλαμβάνει ενώ με τα ίδια του τα χέρια φονεύει τον Μεχμέτ Πασά, τα δε λείψανα του στρατού εκείνου τα καταδιώκει μέχρι τη Βουδουνίτσα. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.

Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.


Το Τέλος


Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα. Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες. Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη.Όταν ο Αρχιστράτηγος Καραϊσκάκης επέστρεψε μετά την τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, έχοντας χίλιους περίπου άνδρες, στην Ελευσίνα, μετέφερε το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε "ταμπούρια" (μικρές οχυρώσεις) όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Τον ίδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι υπό τον στρατηγό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ά. οπλαρχηγούς φθάνουν σε επικουρία του Αρχιστρατήγου.


Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.

Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνήσει κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα Κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Οι γιατροί που ανέλαβαν την περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ότι θα κατέληγε. Ο ήρωας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, υπαγόρευσε τη διαθήκη του που ιδιόχειρα υπέγραψε. Η τελευταία κουβέντα που είπε στον συμπολεμιστή τουΣτρατηγό Μακρυγιάννη, όταν ο τελευταίος πήγε να τον επισκεφτεί, ήταν "Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα".

Την επομένη στις 23 Απριλίου 1827 ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο. Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" και μοιρολογούσε σαν γυναίκα. Μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη ανέλαβαν ο Κόχραν με τον Τσώρτς την διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου) όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η ανακατάληψή της και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.







Αὐτὴ ἦταν η συγκλονιστική ἀπολογία του Κολοκοτρώνη! ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες 1821

Ἡ ἀπολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ καὶ ἀπὸ το βιβλίο του ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγῶν Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καὶ Δημητρίου Πλαποῦτα».

Ὁ Θόδωρος Κολοκοτρώνης, πρωταγωνιστής στὴν Ἐπανάσταση του 1821, στρατηγός, πολιτικός, πληρεξούσιος καὶ σύμβουλος της Ἐπικράτειας, ἔμηνε γνωστός καὶ ὡς Γέρος του Μωριᾶ.

Το 1833, ὅμως, οἱ διαφωνίες του με την Ἀντιβασιλεῖα τον ὁδήγησαν, μαζί με ἄλλους ἀγωνιστές, στὶς φυλακές του Ἱτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της ἐσχάτης προδοσίας.

Ἡ ἀπολογία του

Πρόεδρος: Ὁρκίζομαι νὰ εἴπω την ἀλήθεια καὶ μόνη την ἀλήθεια εἰς ὁ,τι ἐρωτηθῶ.

Ὁρκίζομαι. (Κάθονται ὅλοι στὶς θέσεις τους).

Πώς ὀνομάζεσαι;

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ἀπὸ πού κατάγεσαι;

Ἀπὸ το Λιμποβίσι της Καρύταινας.

Πόσων ἐτῶν εἶσαι;

Ἑξῆντα τέσσερων.

Τι ἐπάγγελμα κάνεις;

Στρατιωτικός. Στρατιώτης ἤμουνα. Κράταγα ἐπὶ 49 χρόνια στὸ χέρι το ντουφέκι καὶ πολεμοῦσα νύχτα μέρα γιὰ την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δὲν κοιμήθηκα μία ζωή. Εἶδα τους συγγενεῖς μου νὰ πεθαίνουν, τ΄ ἀδέρφια μου νὰ τυραννιοῦνται καὶ τα παιδιά μου νὰ ξεψυχᾶνε μπροστά μου. Μὰ δὲ δείλιασα. Πίστευα πῶς ὁ Θεός εἶχε βάλει την ὑπογραφή του γιὰ τὴ λευτεριά μας καὶ πῶς δὲν θὰ την ἔπαιρνε πίσω.

Τι ἀπολογεῖσαι γιὰ την κατηγορία ποῦ σου ἀποδίδεται;

Τον ἀπερασμένο Ἰούλη διάηκα στὴν Τριπολιτσά γιὰ να στεφανώσω ἐν' ἀντρόγενο. Ἀπὸ κεῖ τράβηξα, μαζί με τὴ νύφη μου, γιὰ το μοναστήρι της Ἅγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιᾶς ἦρθε κι ὁ Ρώμας στὴν Καρύταινα ὅπου καθίσαμε κάνα δύο μέρες. Ἔπειτα ὁ Ρώμας ἔφυγε κι ἐγὼ γύρισα στὴν Τριπολιτσά στὶς 18 τ' Αὐγούστου.

Εἶχες προηγουμένως ἄλλες συναντήσεις με το Ρώμα;

Δὲν εἶχα πρὶν καμία συνάντηση μαζί του. Τον ἀντάμωσα γιὰ πρώτη φορά στὴν Τριπολιτσά. Μακριές ὁμιλίες δὲν εἴχαμε. Τρώγαμε ὅμως μαζί.

Καὶ τι λέγατε;

Τα συνηθισμένα ὅπου λένε οἱ ἄνθρωποι ὅταν τρῶνε ἀντάμα ψωμί.

Δὲν εἶχες την περιέργεια νὰ ρωτήσεις τον Ρώμα γιὰ τα ὅσα διέδιδε περί Ἀντιβασιλεῖας;

Καμία περιέργεια δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου.

Τον ἄλλον καιρό τι ἔκανες στὴν Τριπολιτσά;

Πάγαινα στὸ παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες καὶ τους μίλαγα ἐπειδής ἤτανε ἐρεθισμένοι ἀπὸ κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους ἔλεγα: «Βρὲ τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιᾶς καὶ τι πλερώνετε τώρα; Δὲν πλερώνετε τώρα λιγότερα ἀπ' τον καιρό της τουρκιᾶς;». Καὶ τους τ' ἀπόδειχνα με παραδείγματα.

Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;

Ναὶ, τον γνωρίζω. Ἦρθε μάλιστα στὴν Τριπολιτσά γιὰ νὰ δή το Ρώμα. Σὰ μπατζανάκης του ποῦ εἶναι.

Τι παράγγειλες μ' αὐτὸν στὸ γιὸ σου το Γενναῖο στ΄ Ἀνάπλι;

Τίποτα. Οὔτε εἶχα καὶ τίποτα νὰ του παραγγείλω.

Ποιοί ἄλλοι ἦταν τότε στὴν Τριπολιτσά;

Ὁ Νικηταράς καὶ Πλαποῦτας ποῦ εἴχανε ἔρθει ἀπ' τα χωριά τους.

Τι ἄκουσες περί μιᾶς ἀναφοράς ἐναντίον της Ἀντιβασιλεῖας καὶ τῶν Βαυαρῶν;

Δὲν ἄκουσα τίποτα οὔτε καὶ μου μίλησε ποτέ κανείς γιὰ καμία τέτοια ἀνά-φορά.

Δὲν ἄκουσες τίποτα;

Ὄχι.

Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά καὶ Καπογιάννη;

Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω ἀπ' τον ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ Μπαλκανάς ἤτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δύο φορές μου 'φύγε ἀπ' τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δὲν τον γνωρίζω.

Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρῆστο Νικολάου, τον ξέρεις;

Ναὶ. Είν' ἕνα ξόανο παιδαρέλι.

Τον Ἀλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;

Τον γνωρίζω, εἶναι μάλιστα καὶ συγγενής μου.

Ἤξερες πῶς θὰ πήγαινε στὴ Λιβαδειά;

Ὄχι, δὲν το ἤξερα. Ἀπ' τον κόσμο το ἄκουσα πῶς πῆγε.

Δὲν τον εἶχες δεῖ προηγουμένως;

Ὄχι.

(Δείχνοντάς το). Εἶναι ἀληθινό αὐτὸ το γράμμα του Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν της Ρωσίας πρὸς ἐσένα;

Ναὶ, εἶναι.

Πώς πῆρε ἀφορμὴ νὰ σου γράψει ὁ Ρῶσος ὑπουργός;

Ἦταν ἀπάντηση σ' ἕνα δικό μου γράμμα. Πήρ' ἀφορμὴ γιὰ νὰ του γράψω ἀπὸ τοῦτο δῶ το περιστατικό: Ἅμα ἦρθε ὁ Βασιλιάς μας, ὁ πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν ἄφησε ἕνα γράμμα του στὸ περιβόλι μου συστήνοντάς με στοὺς Ρώσους καπετάνιους του Αἰγαίου. Γι' αὐτὸ ἔκαμα κι ἐγὼ ἕνα ἴδιο γράμμα συστήνοντας αὐτὸν καὶ το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δὲ μου πέρασε ἡ ἰδέα πῶς αὐτὸ βλάφτει εἴτε είν' ἐμποδισμένο. Τόκαμα ἀπὸ λεπτότητα.

Τι ἄλλο ἔγραφες σ' αὐτὸ το γράμμα;

Τίποτις ἄλλο ἀπ' τὴ σύσταση. Ὅσο γιὰ το γράμμα ποῦ ἔλαβα ἔλεγε ν' ἀγαποῦμε το βασιλιά μας καὶ τὴ θρησκεία μας. Ἄλλο δὲ θυμοῦμαι. Σ' αὐτὸ φαίνεται τι μου γράφει ὁ Ρῶσος ὑπουργός, φανερώνοντας ἔτσι με ποῖο πνεῦμα τούγραψα κι ἐγὼ

Πότε ἔφυγες γιὰ τελευταία φορά ἀπὸ δῶ;

Δὲ θυμᾶμαι καλά. Θαρρῶ στὶς ἀρχὲς του Ἰούλη. Ἤτανε ἡ πρώτη φορά ποῦ 'φυγα ἀπὸ ὅταν ἦρθε ὁ βασιλιάς.

Καὶ γιατί ἔφυγες;

Ἡ αἰτία ὅπου μ' ἔκανε ν' ἀφήσω την ἐδῶ ἥσυχη ζωή μου εἶναι, πρῶτο γιατί ἐγὼ εἶμαι βουνίσιος καὶ με πειράζει ἡ ζέστη, δεύτερο γιὰ νὰ στεφανώσω ἕνα ἀντρόγενο καὶ τρίτο γιατί μούγραψε ὁ γιὸς μου ὁ Γενναῖος μὴν ἀρρωστήσω καὶ γι' αὐτὸ καθόμουνα στὴν Τριπολιτσά γιὰ τον καθαρό ἀέρα.

Καὶ σ' ὅσους ἐρχόντουσαν νὰ σε ἰδοῦν τι τους ἔλεγες;

Τους συμβούλευα, καθώς ἔκανα καὶ στὴν Ἅγια-Μονή, ὅπου ἔβαλα λόγο γι' αὐτὸ.

Ἔχεις ἄλλο τίποτα νὰ πεῖς γιὰ ὅσα σε κατηγοροῦν;

Τούτω δῶ μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ἤτανε χωρισμένη στὰ δύο. Ἐγὼ ἅμα ἔμαθα το διορισμό του Βασιλιά, ἔκαμα τὴ σημαία του καὶ σύναξα κι ὅλους τους φίλους μου καὶ κάμαμε μίαν ἀναφορὰ στὴ Βαυαρία φανερώνοντας την ἀφοσίωσή μας. Ὅταν ἦρθ' ὁ Βασιλιάς σκόρπισα τους ἀνθρώπους μου κι ἡσύχασα.

Τότε, γιατί ἀντενέργησες στὸ βασιλιά σου καὶ στὴν Ἀντιβασιλεία.

Ἐγὼ ν' ἀντενεργήσω; Μὰ δὲ ξέρετε λοιπόν κι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι κι ὅλοι οἱ Ἕλληνες πόσο πάσκισα στὸν καιρό του σηκωμοῦ ν' ἀποχτήσει το ἔθνος κεφαλή καὶ νὰ μου λείψουν οἱ φροντίδες; Ἅμα ὁ Θεός μου 'δῶσε Βασιλέα, ἐγὼ εἶπα σ' ὅλους τους φίλους μου: «Τώρα εἶμ' εὐτυχισμένος. Θὰ κρεμάσω την κάπα μου στὸν κρεμανταλά καὶ θα πλαγιάσω στὴν καλύβα μου ν' ἀποθάνω ἥσυχος κι εὐχαριστημένος».

Αὐτὰ εἶπε ὁ Γέρος καὶ κάθισε στὸν πάγκο του, ἐνῶ στὴν αἴθουσα ἁπλώθηκε βαθιά σιωπή καὶ ἀγωνία.

Στὶς 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

"Η προδοσία τῶν Ἁγιορειτῶν στὴν ἐπανάσταση του 1821



"Η προδοσία τῶν Ἁγιορειτῶν στὴν ἐπανάσταση του 1821

Ο διακεκριμένος Σερραῖος πατριώτης Ἐμμανουήλ Παπᾶς ἀγωνίσθηκε καὶ ἔδωσε ὅλη του την περιουσία, γιὰ τις ἀνάγκες του ἀγῶνος γιὰ την Ἑλληνική ἐλευθερία.

Ἦταν ὁ πρωτεργάτης της ἐξέγερσης στὴ Χαλκιδική. Γεννήθηκε στὴ Δοβίστα Σερρῶν (σημερινό Ἐμμανουήλ Παπᾶς) το 1772. Γιὸς κληρικοῦ, ἀνέπτυξε, παρά τις περιορισμένες γραμματικές του γνώσεις, μεγάλη ἐμπορική δραστηριότητα στὶς Σέρρες καὶ ἀναδείχθηκε σε μεγαλέμπορο καὶ τραπεζίτη, με καταστήματα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Βιέννη.

Ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία, ἔγινε δανειστής τῶν Τούρκων ἀγάδων καὶ μπέηδων της περιοχῆς, ἀσκῶντας μεγάλη ἐπιρροή ἐπάνω τους, κυρίως στὸν πανίσχυρο τοπάρχη Ἰσμαήλ μπέη. Η ἑλληνική κοινότητα τῶν Σερρῶν πολλά ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴ θερμή ὑποστήριξη καὶ προστασία του Παπᾶ. Ὕστερα ἀπὸ το θάνατο ὅμως του Ἰσμαήλ, ὁ σπάταλος καὶ ἄσωτος γιὸς του, Γιουσοῦφ μπέης, δημιούργησε τόσο μεγάλο χρέος ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ το ξεπληρώσει. Ὅταν λοιπόν ὁ Παπᾶς ζήτησε με ἐπιμονή νὰ του ξοφλήσει μέρος τουλάχιστον του δανείου, ὁ Γιουσούφ τον ἀπείλησε ὅτι θὰ τον σκοτώσει. Τότε, τον Ὀκτώβριο του 1817, ὁ Παπᾶς ἀναγκάζεται νὰ καταφύγει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, ὕστερα ἀπὸ δύο χρόνια, στὶς 21 Δεκεμβρίου 1819, μυεῖται στῆ Φιλική Ἑταιρεία καὶ προσφέρει ἀμέσως 1.000 γρόσια γιὰ την ἐνίσχυση τῶν οικονομικῶν της.

Τον Ὀκτώβριο του 1820 ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀνήγγειλε στὸν Ἐμμανουήλ Παπᾶ την ἔναρξη της Ἐπαναστάσεως. Το 1821 στὶς 23 Μαρτίου ὁ Ε. Παπᾶς μαζί με τον Ἰωάννη Χατζηπέτρο ἀποπλέει γιὰ την χερσόνησο του Ἄθω με ὅπλα καὶ πολεμοφόδια.

Οἱ Τοῦρκοι φοβούμενοι την ἐπεκτάσει της ἐπαναστάσεως καὶ στὴν Μακεδονία ἀπετέθησαν στὴν ἀγορὰ του Πολυγύρου γιὰ νά τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Οἱ κάτοικοι τοῦ Πολυγύρου ὅμως ὁπλίστηκαν καὶ ἐπετέθησαν κατά τῶν Τούρκων, φονεύοντας την φρουρά 18 Τούρκους καὶ τον διοικητή. Αὐτό το γεγονός ἀπετέλεσε την ἔναρξη της Ἐπαναστάσεως στὴν Μακεδονία. Οἱ Τοῦρκοι προέβησαν σε συλλήψεις, ἐκτελέσεις, διαπομπεύσεις. Με την πάροδο ὅμως του χρόνου, ἡ ἐπανάσταση δείχνει νὰ σβήνη λόγῳ ἐλλείψεως πολεμοφοδίων καὶ τροφῶν. Το ἰδιαίτερον (προσωπικόν) ταμείου του Ἐμμανουήλ Παπᾶ ἐξηντλήθη.

Εἶναι ἄξιον λόγου ἐδῶ νὰ ἀναφέρω ὅτι καθ’ ὅλην την διάρκεια της Τουρκοκρατίας ἡ «Ἱερὰ Κοινότης του Ἁγίου Ὄρους» εἶχε ἐπιβάλει στὸ ποίμνιό της (τους ὑπόδουλους Ἕλληνες) τον φόρο της «δεκάτης» (Παλαιά Διαθήκη), δηλαδή 10% της περιουσίας κάθε Χριστιανοῦ νὰ δίδεται στὴν Ἐκκλησία, καὶ τα «δοσίματα» δωρεές. Ἐπίσης κάθε χριστιανός γαιοκτήμονας ὑποχρεωτικά μετά τον θάνατό του ἄφηνε 1/3 της γῆς του στὴν Ἐκκλησία. Ο Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει ἐπίσης το δικαίωμα ἐκτὸς τῶν προηγουμένων νὰ φορολογῆ ἐκτάκτως καὶ κατά βούλησιν το ποίμνιό του.

Ο Ἐμμανουήλ Παπᾶς στρέφεται γιὰ βοήθεια στὶς πάμπλουτες μονές του Ἁγίου Ὅρους. Μάταιος κόπος! Παρά τις ἐκκλήσεις του ἰδίου του Ὑψηλάντου οἱ μοναχοί δὲν ἐννοοῦν νὰ θίξουν τους πλουσιώτατους θησαυρούς του Ἁγίου Ὅρους, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν πηγή σοβαράς ἐνισχύσεως ὄχι μόνον του Μακεδονικοῦ ἀλλὰ καὶ του Πανελλήνιου ἀγῶνος.

Ο Κ. Παπαρηγόπουλος («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» τόμος 5, σελ. 507) μας παραδίδει την ἀκόλουθη ἐπιστολή του ὀπλαρχηγοῦ Ρήγα Μάνθου πρὸς Ἐμμανουήλ Παπᾶ, με ἡμερομηνία 19 Ἰουνίου 1821 : «Κατά την παραίνεσίν της ἐξακολουθῶ φυλάττων τον στρατόν ἐντὸς τῶν ὀχυρωμάτων … Μὰ τι νὰ κάμη κανείς την μικρολογίαν τῶν Ἅγιών Πατέρων; Αὐτὴ η στυγερά ἀνελευθεριότης καὶ μικροπρέπεια αὐτῶν μας ἐμπόδισαν ἀπὸ πολλά ὠφέλημα καὶ πολλά ἀναγκαία … Ἐπάσχισα νὰ τους διαθέσω διαφορετικά με λόγον. Ὅμως αὐτοὶ ἀπὸ τον σκοπό τῶν δὲν ἐβγαίνουν. Ἔχουν τα φρονήματά των, τα ὁποία μόνα ἐγκρίνουν διὰ καλά, καὶ τα προσκυνοῦν καὶ τα λατρεύουν, καὶ φροντίζουν μόνον διὰ την συντήρησιν τῶν ἰδίων τῶν ὑποκειμένων, καὶ μόνον διὰ την ἀσφάλειά τῶν. Φοβοῦμαι μήπως ὁ λαός ἀπὸ την πεῖναν καὶ τας πολλάς θλίψεις του, ἐφορμήση ἐναντίον των (τῶν μοναχῶν του Ἁγίου Ὅρους) καὶ δὲν δυνηθῶμεν νὰ ἀπαντήσωμεν εἰς την ὁρμὴν των».

Οἱ Τοῦρκοι συνέχιζον τις σφαγές στὰ γύρω χωριά του ἀμάχου πληθυσμοῦ. Πείνα καὶ ἐπιδημίες ἀκολούθησαν. Στίς 30 Ὀκτωβρίου Μεχμέτ Ἐμίν εἰσβάλει στὴν Κασσάνδρα συνοδευόμενος ἀπὸ μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Η Κασσάνδρα μετεβλήθη σε σφαγεῖο καὶ σε στάχτη. Τα χωριά ἐπυρπολήθησαν, καὶ ὅσοι κάτοικοι δὲν ἐσφάγησαν πουλήθηκαν ὥς δοῦλοι. Ἀπέμενεν ὁ Ἄθως ὁποῦ οἱ μοναχοί ζοῦσαν ἤρεμοι στὴν πανθάλασσα τῶν πλούτων τους.

Στὶς 9 Νοεμβρίου 1821 οἱ προϊστάμενοι της Ἱερᾶς Σύναξης ἀπελευθερώνουν τον φυλακισμένο ὡς τότε στὶς Καριές Τοῦρκο διοικητή του Ἁγίου Ὅρους, Χασεκή Χαλίλ μπέη καὶ αὐτὸς την ἴδια μέρα τους στέλνει «μουρασελέ», δικαστική ἀπόφαση:

«Ἐν εἴδη μουρασελέ σας γράφεται το παρόν ἐμοῦ του Χασεκή Χαλίλ μπέη, ζαπίτου του Ἁγίου Ὄρους.

Πρὸς ἐσᾶς τους ἅπαντας καλογήρους του μοναστηρίου Σφιγμένου, γνωστόν ἒστω ὑμῖν ὅτι σήμερον ἀπ' ἐδῶ τες Καρές ἔφυγεν ὅ λεγόμενος Ἄρχοντας μετά του ἐπαράτου καὶ ὀπαδοὶ του Νικηφόρου καὶ ἦλθον αὐτοῦ• τους ὁποίους νὰ τους πιάσετε καὶ νὰ μας τους στείλετε ὁμοῦ καὶ τον ἡγούμενόν σας. (...) Προσέξατε καλῶς νὰ μὴ προφασιστῆτε ἀκαίρως προτάσεις καὶ ματαιολογίας, διότι ἐγὼ κάμνω το χρέος μου (...) ὅθεν καὶ σεῖς δὲν πρέπει νὰ θελήσετε τον ἀφανισμόν σας. Οὕτω ποιήσατε ἐξ ἀποφάσεως καὶ νὰ μοι ἀποκριθῆτε με τον ἴδιον κομιστήν».

Ο πασᾶς τους ὑπεσχέθη νὰ σεβασθῆ το προαιώνιον προνόμιο τῶν Μονῶν, της ἀπαγορεύσεως εἰσόδου Τουρκικοῦ στρατοῦ στὴν γῆ τῶν Ἁγιορειτῶν, ἐφ’ ὅσον παρέδιδαν ὅπλα, κανόνια καὶ ὁμήρους σε αὐτὸν, καθώς καὶ χρηματικό ποσό δυόμισυ ἑκατομμυρίων γροσιῶν. Οἱ Ἁγιορεῖτες ἐδέχθησαν χωρίς διαπραγματεύσεις νὰ παραδώσουν τον ἀκόμη στὴν Μονή εὑρισκόμενο Ἐμμανουήλ Παπᾶ.

Η παράδοσις του Ἐμμανουήλ Παπᾶ ἀπὸ τους Ἁγιορεῖτες ἐζητήθη ἀπὸ τον πασᾶ της Θεσσαλονίκης Ἀβδούλ Αμπούδ. Οἱ Ἁγιορεῖτες ὄχι μόνον δὲν διαπραγματεύθηκαν κἄν την παράδοσή του, ἀντιθέτως τὸν κατεδίωξαν ἀμέσως οἱ ἴδιοι.

Στὶς 11 Νοεμβρίου 1821 οἱ προϊστάμενοι 19 μονῶν του Ἁγίου Ὄρους στέλλουν στῆ μονή Σφιγμένου το παρακάτω ἔγγραφο:

«Εἰς την πανοσιότητά σας, Ἅγιοι Πατέρες, του ἱεροῦ Κοινοβίου Σφιγμένου. Χθές ὁ ἐνδοξότατος ἡμῶν Χασεκή Ἀγάς μας, σας ἔγραψε μουρασελόν, διὰ νὰ πιάσετε ἐνέχειρον τον Ἄρχοντα Παπᾶ (τον Ἐμμανουήλ Παπᾶ) καὶ τους λοιπούς καθώς καὶ ὁ ἴδιος σας ἔγραψε. Λοιπόν σας γράφομεν καὶ ἡμεῖς οἱ τῶν είκσο Ἱερῶν Μοναστηρίων Προϊστάμενοι, ἕν τὴ Ἱερὰ Συνάξει, νὰ κάμετε το ἴδιον, ὁμοφώνως, δηλαδή νὰ μας τους φέρετε ἐνταῦθα ἀναμφιβόλως καὶ τους ζητοῦμεν ἀπὸ ἐσᾶς ἀφεύκτως. Καὶ ἰδού ὁποῦ στέλλομεν ἐπίτηδες ἀνθρώπους, διὰ νὰ τους πάρουν. Καὶ ὅσοι ἀκολουθοῦν τον Ἄρχοντά ἀπὸ τους ἐντοπίους Πατέρες, νὰ τον ἀφήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τα κελλιά τους. Εἶδε καὶ φανοῦν παρήκοοι, θέλουν ὑποπέσει εἰς ὀργὴν μεγάλην, καὶ θέλουν χάσει καὶ τα ὀσπίτιά των. Ὁμοίως καὶ ὅσοι ἄλλοι πιασθοῦν ἔχουν νὰ παιδεύωνται. Ταῦτα πρὸς εἴδησίν σας καὶ ἐμμένομεν. 1821-18 Νοεμβρίου. Ἅπαντες οἱ ἐν τὴ Κοινή Συνάξει των δεκαεννέα ἱερῶν Μοναστηρίων του Ἁγίου Ὅρους Προϊστάμενοι».

Ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπῆρχαν στὸ Ἅγιον Ὅρος Τοῦρκοι, οἱ Ἁγιορεῖτες μποροῦσαν νὰ φυγαδεύσουν τον Ε. Παπᾶ. Προτίμησαν ὅμως νὰ τον παραδώσουν. Το μόνον ποὺ διαπραγματεύθηκαν οἱ Ἁγιορεῖτες ἦταν τα χρήματα. Ο Ἐμμανουήλ Παπᾶς καταδιωκόμενος ἀπὸ τους Τούρκους καὶ τους Ἁγιορεῖτες καλογήρους κατόρθωσε νὰ ἐπιβιβασθῆ με λίγους πιστούς συντρόφους στὸ πλοῖο του Χ. Βισβίζη γιὰ την Ὕδρα. Κατά την διαδρομή ἐξαντλημένος ἀπὸ τις κακουχίες καὶ τις συγκινήσεις της τραγικῆς του περιπέτειας πέθανε, στὸ πλοῖο, ἀπὸ καρδιακή προσβολή. Το σῶμα του κηδεύθηκε στὴν Ὕδρα με τιμές ΗΡΩΟΣ!

Το μόνο ποῦ διαπραγματεύθηκαν οἱ Ἁγιορεῖτες ἦταν το χρηματικό ποσόν των δυόμισυ ἐκατομμυρίων γροσίων, γιὰ το ὁποῖο ζήτησαν 40 ἡμέρες χρονικά διάστημα γιὰ την παράδοση τελικά στοὺς Τούρκους αὐτοῦ του ποσοῦ.











Ἆσμα Πολεμιστήριον - Ἀδαμάντιος Κοραῆς













    Ἆσμα Πολεμιστήριον - Ἀδαμάντιος Κοραῆς

Α

Φίλοι μου συμπατριῶται,

Δοῦλοι νά 'μεθᾷ ὥς πότε

Τῶν ἀχρείων Μουσουλμάνων,

Της Ἑλλάδος τῶν τυράννων;

Ἐκδικήσεως ἡ ὥρα

Ἔφθασεν, ὦ φίλοι, τώρα·

H κοινή ΠΑΤΡΙΣ φωνάζει,

Με τα δάκρυα μας κράζει:

«Τέκνα μου, Γραικοί γενναῖοι,

Δράμετ' ἄνδρες τε καὶ νέοι·

K' εἴπατε μεγαλοφώνως,

Εἴπατε τ' ὅλοι συμφώνως,

Ἀσπαζόμεν' εἰς τον ἄλλον

M' ἐνθουσιασμόν μεγάλον:

Ἕῳς πότ' ἡ τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA»

Β

Με μεγάλην ἀφροσύνην

Τῶν Γραικῶν καὶ καταισχύνην,

Τοῦρκος, φεῦ! μας ἐτυράννει,

Καὶ ἀλλοῦ ποὺ δὲν ἐφάνη

Τόση βία κ' ἀδικία,

Τόση καταδυναστεῖα

Τῶν ἀχρειεστάτων Τούρκων,

Τῶν ἀγρίων Μαμαλούκων,

Ἦσαν ὅλα εἰς τας χρείας·

K' ἄν ἀπέθνησκε της πείνας,

O Γραικός ἐσιωποῦσε,

Νὰ λαλήση δὲν τολμοῦσε.

Ἕως πότε Μουσουλμάνους

Ὑποφέρομεν τυράννους;

Ἕῳς πότε ἡ δουλεία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Γ

Πού νῦν τέχνη; Πού 'πιστήμη;

Πού Γραικῶν ἡ τόση φήμη;

Κατηργήθησαν, φεῦ! ὅλα·

K' ἀντ' αὐτῶν πάσχομεν τώρα

Μουσουλμάνων τυραννίαν,

Ἀμαθίαν καὶ πτωχείαν,

Βάσανα, μόχθους καὶ πόνους,

Μάστιγας, σφαγάς καὶ φόνους,

Καὶ ξενιτευμόν ΠΑΤΡΙΔΟΣ,

Στερευμόν πάσης ἐλπίδος.

Ὄλ' αὐτὰ συλλογισθῆτε,

Τους προγόνους μιμηθῆτε,

Ω Γραικοί ἀνδρειωμένοι,

K' εἶπατ' ὅλοι ἑνωμένοι:

«Ἕως πότ' ἡ τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»

Δ

Τῶν Γραικῶν το μέγα γένος,

Το ἐξακουσμένον ἔθνος,

Εἷς Ἀνατολήν καὶ Δύσιν,

Ὡς νὰ μὴν ἦν' εἰς την φύσιν,

Μή' ἀκούεται καθόλου

Ἐξ ἑνὸς ὥς ἄλλου πόλου.

Ταῦτα κάμν' ἡ τυραννία,

Μουσουλμάνων ἡ ἀγρία.

Ἀλλὰ ἦλθε τέλος πάντων,

Μεταξύ τόσων συμβάντων,

Ἐκδικήσεως ἡ ὥρα·

K' οἱ Γραικοί φωνάζουν τώρα,

Ἀλαλάζοντες με κρότον:

«Ἔλαμψε μετά τον σκότον,

Ἔλαμψεν ἡ σωτηρία·

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»

Ε

Εἷς τυράννων την θυσίαν,

Ἅπαντες με προθυμίαν,

Ἐρχοντ' ἄλλος ἀλλαχόθεν

Τῆς Ἑλλάδος πανταχόθεν·

Ὥς εἰς ἑορτήν συντρέχουν,

Ὡς πανήγυριν την ἔχουν.

Καὶ δὲν στέργεται κανένας

Ἀπ' αὐτούς, μικρός ἡ μέγας,

Ἐξοπίσω νὰ 'πομείνη,

Εἶναι, λέγει, καταισχύνη.

Τοῦς υἱούς τῶν οἱ πατέρες

Ἐγκαρδιώνουν, κ' αἵ μητέρες·

«Εὖγε! τέκνα μου» τους λέγουν,

K' εἰς τον πόλεμον τους στέλλουν·

Ἕῳς πότε ἡ δουλεία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Στ

Τα σπαθία τῶν γυμνωμένα,

Πρὸς τον οὐρανόν στρεμμένα,

Σταυρωμένα τα κλονοῦσι,

Ὅσον νὰ σπινθοβολοῦσι·

K' ἀσπαζόμεν' εἷς τον ἄλλον,

Ὅρκον κάμνουσι μεγάλον,

Τότε μόνον νὰ τ' ἀφήσουν

Ἀφ' οὗ τους ἐχθρούς νικήσουν.

Ναὶ μὰ Πίστιν! μὰ ΠΑΤΡΙΔA!

Μὰ την εἷς θεόν ἐλπίδα!

Της Ἑλλάδος ἡ πρὶν δόξα,

Με τῶν τέκνων της τα τόξα,

Θέλει πάλιν ἐπιστρέψη,

Νέους Ἥρωας νὰ στέψη.

Ἕως πότ' η τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Ζ

Τρόπαια του Μαραθῶνος

Δὲν ἠφάνισεν ὁ χρόνος,

Μήτε Σαλαμίνος ἔργα

Τῶν Ἑλλήνων (Θαῦμα μέγα!).

Οἱ Γραικοί τ' ἀνιστοροῦνται,

Καὶ καλά τα ἐνθυμοῦνται.

Πρόγονοί τῶν είν' ὁ Μίνως,

Λυκοῦργος, Σόλων ἐκεῖνος,

Μιλτιάδης, Λεωνίδης,

Μετ' αὐτῶν ὁ Ἀριστείδης,

Καὶ Θεμιστοκλῆς ὁ μέγας·

Ὡς αὐτοὶ ἄλλος κανένας.

Σιωπῶ τοσούτους ἄλλους,

Ἄνδρας θαυμαστούς, μεγάλους.

Ἑως πότε ἡ δουλεία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Η

Τούτους οἱ Γραικοί μιμοῦνται,

Τούρκους πλέον δὲν φοβοῦνται.

Την ζωήν καταφρονοῦσι,

Τους τυράννους δὲν ψηφοῦσι,

Παρά νὰ ὑποταχθῶσι,

Προτιμοῦν νὰ φονευθῶσι.

Εἷς Γραικούς κόποι καὶ πόνοι

Είν' οὐδὲν· Μόνοι καὶ μόνοι

Τους ἐχθρούς νὰ πολεμήσουν

Δύνανται, καὶ νὰ νικήσουν.

Ἀλλὰ τί δὲν θέλουν κάμει,

Ὅταν μετ' αὐτῶν οἱ Γάλλοι,

Ἐνωθώσιν εἰς ἐν σῶμα;

Δὲν φοβοῦνται πλέον πτῶμα.

Ἕως πότ' ἡ τυραννία;

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!

Θ

Θαυμαστοί Γενναῖοι Γάλλοι,

Κατ' ἐσᾶς δὲν εἶναι ἄλλοι,

Πλήν Γραικῶν, ἀνδρειωμένοι,

K' εἰς τους κόπους γυμνασμένοι.

Φίλους της ἐλευθερίας,

Τῶν Γραικῶν της σωτηρίας,

Ὅταν ἔχωμεν τους Γάλλους,

Τίς ἡ χρεία ἀπὸ ἄλλους;

Γάλλοι καὶ Γραικοί δεμένοι,

Με φιλίαν ἑνωμένοι,

Δὲν εἶναι Γραικοί ἡ Γάλλοι,

Ἀλλ' ἕν ἔθνος Γραικογάλλοι,

Κράζοντες, «Ἀφανισθήτω,

K' ἐκ της γῆς ἐξαλειφθήτω

H κατάρατος δουλεία!

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘEPIA!»