Πού πᾶνε οἱ ψυχές μετά το θάνατο;
soldatosikos.blogspot.com page title
...
...
...
...
...
...
>Πού
πᾶνε οἱ ψυχές; Πώς χωρίζονται οἱ ψυχές
των δικαίων καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν;
Ἀπολαμβάνουν τα ἀγαθὰ του Παραδείσου;
Προγεύονται του Παραδείσου ἡ της
κολάσεως; Γνωρίζονται μεταξύ τους; Γι’
ὅλα αὐτὰ καὶ γιὰ ὅλες μας τις ἀπορίες
αὐτές, ὑπάρχουν ἀπαντήσεις σε πολλά
σημεῖα του Εὐαγγελίου, καθώς καὶ οἱ
Ἀπόστολοι μας μίλησαν, ἀλλὰ καὶ οἱ
Πατέρες μας δίδαξαν.
Τι
εἰπέ ὁ ληστής, ὅταν ἦταν πάνω στὸ
Σταυρό; «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης
ἐν τὴ βασιλεία σου» (Λουκ. ΚΓ 42). Καὶ ὁ
Κύριος ἀπάντησε: «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ
ἔση ἕν τῷ Παραδείσῳ» (Λουκ. ΚΓ 43).
Δηλαδή, σήμερα θὰ εἶσαι μαζί μου στῶν
Παράδεισο. Ὑπάρχει ὁ Παράδεισος, ὑπάρχει
ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὁποὺ δὲν
ὑπάρχει τέλος «Καὶ της Βασιλείας Αὐτοῦ
οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. α 33).
Ὁ
δὲ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «Οὗ γάρ
ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ την
μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ. ιγ 14).
Δηλαδή, δὲν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη καὶ
διαρκῆ Πατρίδα καὶ πόλη, ἀλλὰ με πόθο
ἐπιζητούμενε την μέλλουσα, την οὐράνιο
Ἱερουσαλήμ.
Και
παρακάτω:
«Καὶ
οὗτοι πάντες, μαρτυρηθέντες διὰ της
πίστεως, κρεῖττὸν τι προβλεψαμένου,
ἶνα μὴ χωρίς ἡμῶν τελειωθῶσιν» (Εβρ.
ια 39-40). Οἱ Ἅγιοι Πάντες, λέγει, καίτοι
ἀποδείχθησαν με την πίστη τους ἄξιοι,
ἕν τούτοις δὲν ἔλαβαν, ὅλα ὅσα τους
ὑπεσχέθη ὁ Θεός. Γιατί; Διότι ὁ Θεός
προέβλεψε κάτι καλύτερο γιὰ μας: Νὰ μὴ
πάρουν δηλ. αὐτοί μόνοι τους τον τέλειο
μισθό, χωρίς ἐμᾶς. Ἀλλὰ νὰ πάρουν
πλήρη το μισθό τους, μαζί με μας, ὅταν
θὰ φθάσουμε καὶ ἐμεῖς ἐκεῖ: Ζοῦν
βεβαίως εὐτυχισμένοι τώρα. Ἀλλὰ τον
τέλειο μισθό δὲν τον ἔλαβαν ἀκόμη. Θὰ
τον λάβουν μαζί με μας κατά την Δευτέρα
Παρουσία.
Ὁ
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος παρατηρεῖ:
Ὅσο
πλησιάζει το τέλος του παρόντος κόσμου,
τόσο καὶ ἡ παρουσία του μέλλοντος
φανερώνεται σιγά-σιγά με ὁλοφάνερα
σημεῖα. Ἐπειδή δηλαδή, στὴν παροῦσα
ζωή, δὲν δυνάμεθα νὰ διακρίνουμε ὁ
ἕνας τους διαλογισμούς του ἀλλοῦ, ἐνῶ
στὴν μέλλουσα ζωή θὰ βλέπουμε ὅλα, ὅσα
ἔχουμε στὴν καρδιά μας νὰ εἶναι καὶ
στὶς καρδιές των ἄλλων. Γι’ αυτό ο
προσωρινός αὐτὸς κόσμος μοιάζει με
νύκτα, ἐνῷ ὁ μελλοντικός μοιάζει με
ἡμέρα».
Ρώτησε
ὁ Ἅγιος Μακάριος τον Ἄγγελο:
– Πὲς
μου Ἅγιε Ἄγγελε, ἐὰν οἱ ἄνθρωποι
γνωρίζονται μεταξύ τους εἰς τον αἰώνιον
ἐκεῖνον κόσμον, μετά την κοίμησίν τους
καὶ τον «θάνατον τον σαρκικόν».
– Ἄκουσε,
Ἅγιε Πάτερ, εἰπὲ ὁ Ἄγγελος. Ὅπως
ἀκριβὸς συμβαίνει εἷς τον κόσμον
αὐτὸν, ποὺ οἱ ἄνθρωποι κοιμοῦνται
ἀπὸ το βράδυ ὡς το πρωΐ, το δὲ πρωΐ
σηκώνονται καὶ γνωρίζουν ὅσους εἶχαν
δῆ χθὲς καὶ σῦν-ομιλούν καὶ χαιρετᾶ
ὁ ἕνας τον ἄλλων καὶ πολλές φορές
κάθεται ὁ ἕνας κοντά στὸν ἄλλον καὶ
μαζί χαίρονται καὶ συζητοῦν, ἔτσι
γίνεται καὶ εἷς τον κόσμον ἐκεῖνον.
Ὁ ἕνας τον ἄλλον
γνωρίζει
καὶ συνευφραῖνεται καὶ συνομιλεῖ.
Διότι ὅπως πηγαίνει κάποιος στὴν ἀγορὰ
καὶ ἐκεῖ βλέπει ἄρχοντες καὶ πτωχούς
καὶ ἐρωτᾶ, ποῖος εἶναι ὁ ἕνας καὶ
ποῖος ὁ ἄλλος, κατ’ αὐτὸν τον τρόπον
μανθάνει ὅσους δὲν εἶχε δῆ ποτέ. Ἔτσι
γίνεται καὶ ἐκεῖ. Ἐννοῶ, βέβαια, τους
δικαίους, διότι οἱ ἁμαρτωλοί, καὶ αὐτὸ
κόμη το στεροῦνται.
«Κάποτε
διάβαζα», διηγείται ο Γέροντας π. Ἰάκωβος
Τσαλίκης, «το βίο του Αἰγίου Σεραφεῖμ
του Σάρωφ καὶ στὸ σημεῖο πού ἔλεγε ὁ
Ἅγιος ὅτι εἶδε τα σκηνώματα του
Παραδείσου, «ἕν τὴ οἰκία του Πατρός
μου πολλαί μοναί εἶσι», τότε λέω πῶς
νὰ εἷναι ἄραγε, Θεέ μου, αὐτὲς οἱ
Μονές; Ξαφνικά μου ἔπεσε το βιβλίο ἀπὸ
τα χέρια καὶ βρέθηκα
σ’ ἕνα μέρος ἀραιότατο.
Μπροστά
μου ἦταν ἕνας δρόμος κατάφυτος με
βιολέτες, ἅλες το ἴδιο ὕψος καὶ
πυκνοφυτευμένες, εὐωδιαστές καὶ δίπλα
μου στεκόταν ἕνας Γέροντας, ὁ Ἅγιος
Δαβίδ ἦταν. Ἤθελα νὰ προχωρήσω καὶ
δίσταζα νὰ μὴ σπάσω τα λουλούδια. Ἔλεγα
μάλιστα ποιός τα φύτεψε τόσο πυκνά. Ἄν
ἦταν λίγο ἀραιότερα θὰ ἔβαζα το πόδι
μου ἀνάμεσα καὶ δὲ θὰ τα ἔσπαζα καὶ
δίσταζα νὰ προχωρήσω. Τότε μου λέει ὁ
Γέροντας.
–Προχώρα,
προχώρα, προχώρα, πάτερ Ἰάκωβε, μὴ
φοβᾶσαι τα λουλούδια αὐτὰ δὲν εἶναι
σὰν καὶ κεῖνα ποῦ ξέρεις, δὲ σπάζουν.
Καθώς
προχωροῦσα λοιπόν τα πατοῦσα καὶ δὲν
σπάζανε. Βλέπω δεξιά μου, ἕνα ἀπότομο
κατήφορο, χωματόδρομο πολύ ἐπικίνδυνο
καὶ λέω:
–Τι
δρόμος κατηφορικός εἶναι αὐτός; Ἄν
περάση κανένα αὐτοκίνητο θὰ κινδυνεύψη.
Μου
λέει ὁ Γέροντας:
– Ἐδῶ
πάτερ Ἰάκωβε, δὲν ὑπάρχουν αὐτοκίνητα,
ἄς’ τον αὐτὸν το δρόμο, μή τον κοιτάζης
καθόλου, ἐσὺ βάδιζε το δρόμο ποὺ
βαδίζεις.
Βαδίζαμε,
λοιπόν, στὸν ἀνθισμένο αὐτὸ δρόμο καὶ
λέω: «Ἄς κοιτάξω τι ὑπάρχει γύρω». Βλέπω
κάτι ἀραιότατα σπιτάκια, ἀραιοκατοικημένα,
σὰν παλατάκια, με τις περιφράξεις τους,
με τις ἐξώπορτές τους, γεμᾶτα λουλούδια
καὶ ὀμορφιά καὶ φῶς, ἀλλὰ ἦταν ἐντελῶς
ἀδείᾳ, δὲν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος
μέσα. Λέω τότε στὸ Γέροντα ποὺ με
συνόδευε:
–Γέροντα,
τι ἡσυχία καὶ τι ὀμορφιά εἶναι αὐτὴ;
Ἄς εἶχα καὶ ἐγὼ ἕνα τέτοιο σπιτάκι
νὰ κάθωμαι στὴν ἡσυχία, νὰ κάνω την
προσευχή μου, γιατί ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος
της ἡσυχίας.
Τότε
σήκωσε ο Γέροντας το χέρι του καὶ μου
ἔδειξε το σπιτάκι ποὺ ἦταν γιὰ μένα.
Ἀμέσως ὅμως βρέθηκα στὸ κελλί μου, καὶ
εἶπα:
–Γιατί
ξαναγύρισα σ’ αὐτὸν τον κόσμο; Ἄχ νὰ
μὴ ξαναγύριζα, ἀλλὰ νὰ ἔμενα γιὰ
πάντα ἐκεῖ!
Εἴθε,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, νὰ ἀξιώσης καὶ
ὅλους ἐμᾶς ποὺ εἴχαμε την εὐλογία
νὰ γνωρίσουμε τον δοῦλο Σου, το Μακαριστό
Γέροντα Ἰάκωβο, φεύγοντας ἀπὸ τον
προσωρινό αὐτὸν κόσμο, νὰ ζήσουμε σ’
ἐκεῖνες τις ὑπερκόσμιες Μονές με τις
εὐχές του, με τις πρεσβεῖες του Ἁγίου
Δαβίδ και πάντων των Ἁγίων καὶ ἐξαιρέτως
με τις μεσιτεῖες της Παναχρᾶντου Σου
Μητρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου