Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Οἱ θεοί των σεισμῶν στὴν ἀρχαία ἑλληνική μυθολογία


Οἱ ρίζες το Ἀρχαιοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ συνδέονται με τις συνέπειες τῶν κλιματικῶν ἀλλαγῶν. Ἡ ἑλληνική μυθολογία δὲν εἶναι παρά ἕνα περίβλημα ποὺ κρύβει τους θησαυρούς μιᾶς μυστηριακῆς θρησκείας ὁποῦ οἱ πρῶτοι φιλόσοφοι ἔκρυψαν τὴ γνώση τους τῶν μεγάλων νόμων του φυσικοῦ κόσμου. Μεγάλο τμῆμα της Ἑλληνικῆς Μυθολογίας ταυτίζεται με την γεωλογική ἐξελίξῃ τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου, με ἀποτέλεσμα νὰ ἔχει καὶ μία φυσικογεωλογικῆ ἡ γεωμυθολογικῆ διάσταση.

Πολυετής ἐρευνητική δραστηριότητα ἔχει δείξει ὅτι ἡ Θεογονία του Ἡσιόδου, τα ἔργα του Ὁμήρου καὶ τῶν ἄλλων συγγραφέων, ἀντιπροσωπεύουν την φυσικογεωλογικῆ ἐξελίξη του Αἰγιακού καὶ Περὶ Αἰγαιακού χώρου γιὰ το χρονικό διάστημα μεταξύ 18.000 καὶ 6.000 χρόνια πρὶν ἀπὸ σήμερα κυρίως. Ἡ μυθολογία δὲν ἦταν παρά το πραγματικό κεφάλαιο της ἱστορίας της Ἑλλάδας.
Ἡ παρουσία της Γῆς σὰν πρωτογενές στοιχεῖο-ὕλη καὶ θεότητα ἐμφανίζεται στὶς τρεῖς βασικές πηγές της ἑλληνικῆς μυθολογίας (Χθόνια, Ἡσίοδος, Ὀρφικὴ). Στίς ἄλλες μυθολογίες-θρησκεῖες, πού ἐπηρέασαν τον λεγόμενο εὐρωπαϊκό πολιτισμό, ἡ παρουσία της Γῆς (στοιχεῖο καὶ θεότητα) εἶναι διαφορετική καὶ ὄχι πρωταρχική (Γερμανοσκαδιναβική: Ἕλλα, Βίβλος, Κοράνι). Μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε την “Χθόνια” θεογονία-κοσμογονία σὰν την πιὸ ἀρχαϊκή, ὡς πρὸς τα ἀναφερόμενα πρόσωπα (θεότητα) καὶ στοιχεῖα ποῦ ἐν τούτοις συμπλέκονται με την ἐξελίξη ἄλλων θεογονιῶν. Σύμφωνα, λοιπόν, με την χθόνια παράδοση, ἐν ἀρχὴ ὑπῆρχε ἡ Μητέρα-Γῆ, ὑποχθόνια προσωπικότητα ποὺ κυριαρχοῦσε στοὺς Δελφούς.
Στίς περισσότερες περιπτώσεις μαχῶν, ἡ Μεγάλη Μητέρα Γαῖα παίζει ἕνα διαχρονικό καὶ συνήθως κυρίαρχο ρόλο, πάντα πίσω ἀπὸ τα δρώμενα. Περιγράφεται ἀπὸ ὁρισμένους ὡς ἐμπαθής καὶ σκανδαλοποιός ἐπειδή προτρέπει τους Τιτᾶνες νὰ ἐπιτεθοῦν κατά του συζύγου της με τὴ γνωστή ἐπιθέση του γιοῦ τους Κρόνου ἐναντίον του πατέρα του Οὐρανοῦ. Ὕστερα, γεννάει τους Γίγαντες πού τους ἐξωθεῖ ἐναντίον τοῦ ἐγγονοῦ της, Δία. Κατά την Τιτανομαχία, οἱ Γίγαντες με την προτροπή καὶ πάλι της Γαίας, τίθενται στὸ πλευρό του Δία.
Ἀπὸ το γάμο τοῦ Οὐρανοῦ με τὴ Γῆ γεννήθηκαν οἱ τερατόμορφοι Γίγαντες πού εἶχαν ἀνθρώπινο κορμί καὶ φιδίσια πόδια. Βασιλιά εἶχαν τον Εὐρυμέδοντα, ποῦ τους ξεσήκωσε καὶ τους παρέσυρε σε ἄγριο πόλεμο κατά τῶν Θεῶν. Ἤθελαν νὰ τους ἐξοντώσουν καὶ νὰ γίνουν αὐτοὶ κυρίαρχοι της πλάσης, του οὐρανοῦ καὶ της γῆς, νὰ καθίσουν καὶ νὰ στήσουν αὐτοὶ το βασίλειό τους στὸν Ὄλυμπο. Κι ἐπειδὴ ἦταν ὅλοι τους, οἱ Γίγαντες, ἄγριοι πολεμιστές, ὁ πόλεμος ποῦ ἄναψε ἀνάμεσα σ’ αὐτούς καὶ τους Θεούς, ἦταν ἐξίσου ἄγριος καὶ τρομερός. Λένε, πῶς ὁλόκληρα βουνά ξερίζωναν καὶ τα πετοῦσαν στοὺς Θεούς, ἐνάντια στὰ θεϊκά παλάτια.
Ο Δίας, νικητής κατά των Τιτάνων χρειάστηκε νὰ διαγωνιστεῖ σκληρά, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τον Ὀλύμπιο θρόνο. Ὁμόφωνα οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς τοποθετοῦν το πεδίο της μάχης των Γιγάντων καὶ τῶν θεῶν στὸ δυτικό τμῆμα της Χαλκιδικῆς. Ἐκεῖ, σε μακρινή ἀπόσταση ἀπὸ τον Ὄλυμπο, βρισκόταν το πεδίο της Φλέγρας, δηλαδή τόπος της φωτιᾶς , μιά περιοχή ἄγρια. Πρόκειται γιά τὴ σημερινή Κασσάνδρα της   
Χαλκιδικῆς.
Στὴν πρώτη γραμμή του στρατοπέδου τῶν θεῶν ἦταν ὁ Δίας καὶ ἡ Ἀθηνᾶ. Ἐπεμβαίνουν ὅμως καὶ ἄλλες θεότητες: ἡ Ἤρα, ὁ Ἀπόλλωνας, ὁ Ἥφαιστος, ἡ Ἄρτεμι, ὁ Ποσειδῶνας, ἡ Ἀφροδίτη, ἡ Ἐκάτη ἀλλὰ καὶ οἱ Μοῖρες. Καὶ κάθε ἕνας ἀπὸ τους θεούς καὶ κάθε μία ἀπ’ τις θεές ἐρχόταν σε συμπλοκή με ἕναν ἡ περισσότερους Γίγαντες. Οἱ γνωστότεροι Γίγαντες ἦταν: ὁ Πορφυρίων, ὁ Ἀλκυονεύς, ὁ Ἐγκέλαδος, ὁ Ἐφιάλτης, ὁ Εὔρυτος, ὁ Κλυτίος, ὁ Πολυβότης, ὁ Πάλλας, ὁ Ἱππόλυτος, ὁ Γρατίων, ὁ Ἄγριος καὶ ὁ Θόων.
Ὅπως καὶ στὴν Τιτανομαχία, ἔτσι καὶ στὴν Γιγαντομαχία, ὁ Δίας ἀναγκάστηκε νὰ ἐπικαλεστεῖ τὴ βοήθεια καὶ ἄλλων δυνάμεων. Καὶ κάλεσε ἕναν θνητό αὐτὴ τὴ φορά τον Ἡρακλῆ -ποῦ καμιά φορά τον συνοδεύει καὶ ὁ Διόνυσος. Ἀπὸ το μέρος της πάλι ἡ Γῆ, γιὰ νὰ βοηθήσει τα παιδιά της, τους Γίγαντες, σκέφτεται νὰ τους δώσει νὰ φᾶνε το μαγικό χορτάρι, ποῦ χαρίζει την ἀθανασία. Σὰν το ἔμαθε ὅμως ὁ Δίας, ἀπαγορεύει στὸν Ἥλιο καὶ στὴ Σελήνη καὶ στὴν Ἠῶ νὰ παρουσιαστοῦν καὶ μέσα στὸ σκοτάδι ξεριζώνει το θαυματουργό χορτάρι. Ἡ τύχη των Γιγάντων κρίθηκε. Μάταια θὰ προσπαθήσουν νὰ ἀναρριχηθοῦν στὸν Ὄλυμπο, σωριάζοντας το ἕνα πάνω στὸ ἄλλο τα γειτονικά βουνά. Ἀνώφελα τα κατορθώματα τους.
Διαφορετικοῦ χαρακτῆρα ἦταν ἡ συμμετοχή της Ἀθηνᾶς στὴ μάχη. Γιὰ νὰ καταβάλει ἡ Ἀθηνᾶ το Γίγαντα Ἐγκέλαδο, ὁ ὁποῖος ἦταν γιὸς του Τάρταρου καὶ της Γῆς ἀναγκάστηκε νὰ τον καταπλακώσει με την νῆσο Σικελία ἡ το ὄρος Αἴτνα. Το ἀποτέλεσμα εἶναι πλέον ὁ Ἐγκέλαδος νὰ ἀναστενάζει μέσα στὸ τάφο του,   
προκαλῶντας ἐκρήξεις ἡφαιστείων καὶ σεισμούς. Ἡ λέξη Ἐγκέλαδος προέρχεται ἀπὸ τὴ σύντμηση τῶν λέξεων (ἔγκειμαι + λας) καὶ ὑποδηλώνει τον ἐγκατεστημένο στὰ πετρώματα, στὸ στερεό φλοιό της Γῆς.
Σύμφωνα με ἄλλο μῦθο, ὁ Ἐγκέλαδος καταπλακώθηκε ἀπὸ βράχο ποῦ πέταξαν ἐναντίον του οἱ Θεοί του Ὀλύμπου. Ἔτσι, ὁ «Ἐγκέλαδος-Σεισμός» γίγαντας, εἶναι θαμμένος στὴν Κασσάνδρα, ἀλλὰ μὴ ἔχοντας πεθάνει, ἀπὸ καιρό σε καιρό προσπαθεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ το βράχο ποῦ τον ἔχει καταπλακώσει καὶ οἱ προσπάθειές του ἀποτελοῦν το φαινόμενο του σεισμοῦ. Οἱ μῦθοι αὐτοὶ ὑπονοοῦν την προσπάθεια ποῦ καταβλήθηκε γιὰ νὰ ἑρμηνευτοῦν, ἀπὸ τα πολύ παλιά χρόνια, οἱ ἰδιορρυθμίες αὐτοῦ του χώρου, καθώς ἡ Κασσάνδρα βυθισμένη στὸ κέντρο της χερσονήσου εἶναι πνιγμένη ἀπὸ τον ἀτμὸ του καυτοῦ θειαφιοῦ ποῦ πηγάζει ἀπὸ την Ἁγίᾳ Παρασκευή.
Σύμφωνα με ἄλλες ἐκδοχὲς του μύθου φονεύθηκε ἀπὸ τον κεραυνό του Δία, σύμφωνα με μία δεύτερη ἀπὸ τον ἀκόλουθο του Διονύσου τον Σειληνό ἀλλὰ ἡ ἐπικρατέστερη ἀναφέρει εἶναι ὅτι φονεύθηκε ἀπὸ την Ἀθηνᾶ, ἡ ὁποία ἔριξε ἐναντίον του τὴ Σικελία με την ὁποία καὶ τον καταπλάκωσε. Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει καὶ ἄλλη ἐκδοχὴ κατά την ὁποία ἡ Ἀθηνᾶ φόνευσε τον Ἐγκέλαδο ρίχνοντας ἐπάνω του το τέθριππο ἅρμα της. Ἡ ἐκδοχὴ αὐτή ὑπῆρξε ἀπὸ τα πιὸ προσφιλῆ θέματα πολλῶν καλλιτεχνῶν της ἀρχαιότητας, ἀπαθανατίζοντας αὐτὴ σε πλεῖστες μετόπες ἀρχαίων ναῶν ὅπως στὸν Παρθενῶνα καὶ στὸ ναό του Ἀπόλλωνα στούς Δελφούς. Τέτοιες παραστάσεις του ἀγῶνα μεταξύ της Ἀθηνᾶς καὶ του Ἐγκέλαδου βρίσκονται σε πολλά ἀγγεῖα καθώς ἐπίσης κοσμοῦσαν καὶ τον πέπλο της Ἀθηνᾶς στὰ    Παναθήναια.
Μετά τὴ νίκη του Δία κατά των Γιγάντων ὁ Δίας εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἀκόμα ἕναν, τελευταῖο ἐχθρὸ, τον Τυφῶνα, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀπὸ την ἐνῶσι της Γαίας με τον Τάρταρο. Κι ἦταν το τελευταῖο παιδί της Γῆς, κατά τον Ἡσίοδο. Ὁ Τυφῶν κήρυξε τον πόλεμο ἐναντίον του Δία, ἐρεθιζόμενος ἀπὸ την μητέρα του Γαῖα.
Ἀνατράφηκε σε σπήλαιο της Κιλικίας, ποῦ ὀνομάζεται Τυφώνειον Ἄντρον. Ὁ Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος μας λέει πῶς ὁ Τυφῶνας ἦταν κάτι ἀνάμεσα σε ἄνθρωπο καὶ σε ἄγριο ζῶο. Ξεπερνοῦσε ὅλα τα ἀλλὰ παιδιά της Γῆς σε μέγεθος καὶ δύναμη. Ἦταν ἕνα ἀγριότατο θηρίο ποῦ ἔστρεψε ἐναντίον του Δία καὶ του Οὐρανοῦ. Ἐπιτιθέμενος, ἔριχνε ἀναμμένες πέτρες πρὸς τον οὐρανό, ἐνῶ συγχρόνως με μεγάλη βουή καὶ συριγμό καὶ «…πνέων πῦρ ὥς ζάλην καὶ τρικυμίαν ἐκ του στόματος αὐτοῦ…». Ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλα τα βουνά καὶ συχνά το κεφάλι του χτυποῦσε στὰ ἀστέρια. Ὅταν τέντωνε τα χέρια του, το ἕνα ἔφτανε στὴν Ἀνατολὴ καὶ το ἄλλο ἀκουμποῦσε στή Δύση καὶ ἀντὶ γιὰ δάχτυλα εἶχε ἑκατὸ κεφάλια δρακόντων. Ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω τον περιέβαλλαν ὀχιὲς. Το σῶμα του ἦταν φτερωτό καὶ το τρίχωμά του ἄγριο στὰ μαλλιά καὶ στὰ γένια καὶ τα μάτια του πετοῦσαν φωτιές.
Ὅταν οἱ θεοί εἶδαν το ὄν αὐτὸ νὰ ἐπιτίθεται στόν οὐρανό, τρομοκρατήθηκαν καὶ δέν δέχτηκαν τὴ μάχη. Ἄφησαν τον Οὐρανὸ ἔρημο καὶ ἀφύλακτο καὶ ἔφυγαν τρέχοντας μέχρι την Αἴγυπτο καὶ κρύφτηκαν μέσα στὴν ἔρημο, ὁποῦ μεταμορφώθηκαν σε ζῶα. Ὁ Ἀπόλλωνας ἔγινε γεράκι, ὁ Ἑρμῆς ἴβις, ὁ Ἄρης πολύ   
λεπιδωτό ψάρι, ὁ Διόνυσος τράγος, ὁ Ἡρακλῆς ἐλάφι, ὁ Ἥφαιστος βόδι, ἡ Ἀφροδίτη ἔπεσε στὸν Εὐφράτη καὶ ἔγινε ψάρι. Μόνο ἡ Ἀθηνᾶ καὶ ὁ Δίας ἀντιστάθηκαν στὸ θηρίο. Ὁ Δίας του ἔριξε ἀπὸ μακριά κεραυνοβόλα βέλη καὶ ὅταν ἦρθαν στὰ χέρια, τον χτύπησε με το ἀτσάλινο δρεπάνι ποῦ ἡ Γῆ εἶχε βάλει στὸ χέρι του Κρόνου γιὰ νὰ χτυπήσει τον Οὐρανὸ. Ἡ πάλη ἔγινε στὸ βουνό Κάσιο, στὰ σύνορα της Αἰγύπτου καὶ της Πετραίας Ἀραβίας.
Ὁ Τυφῶνας, ποῦ ἦταν ἁπλῶς πληγωμένος, κατάφερε νὰ ὑπερισχύσει καὶ ἀπέσπασε το δρεπάνι του θεοῦ. Ἔκοψε τους τένοντες τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του Δία, φορτώθηκε τον ἀνίσχυρο θεό στοὺς ὤμους του καὶ τον μετέφερε μέχρι την Κιλικία, ὅπου τον ἔκλεισε σε μία σπηλιά, το «Κωρύκιο ἄντρο». Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ ἔκρυψε τους τένοντες καὶ τους μῦς του Δία σε ἕνα δέρμα ἀρκοῦδας καὶ τα ἔδωσε στὴ δράκαινα Δελφύνη νὰ τα φυλάει.
Ὁ Ἑρμῆς καὶ ὁ Πάνας -μερικοί λένε ὁ Κάδμος- ἔκλεψαν τους τένοντες καὶ τους ξανατοποθέτησαν στὸ σῶμα του Δία. Αὐτὸς ξαναβρῆκε ἀμέσως τὴ δύναμή του καὶ, ἀνεβαίνοντας στὸν οὐρανό πάνω σε ἅρμα ποῦ το ἔσερναν φτερωτά ἄλογα, βάλθηκε νὰ κευραυνοβολεῖ το θηρίο. Ὁ Τυφῶνας τράπηκε σε φυγή καὶ, με την ἐλπίδα νὰ αὐξήσει τις δυνάμεις του, θέλησε νὰ δοκιμάσει τους μαγικούς καρπούς ποῦ φύτρωναν στὸ ὄρος Νύσα. Αὐτὴ ἦταν τουλάχιστο ἡ ὑπόσχεση ποῦ του εἶχαν δώσει οἱ Μοῖρες, γιὰ νὰ τον ἑλκύσουν. Ὁ Δίας τον πρόλαβε ἐκεῖ καὶ ἡ καταδίωξη συνεχίστηκε.
Στή Θράκη ὁ Τυφῶνας ἐκσφενδόνισε ἐναντίον του Δία βουνά, ἀλλὰ αὐτὸς τα ἔκαμε με χτυπήματα  
κεραυνοῦ νὰ πέφτουν ἐπάνω στὸ θηρίο. Ἔτσι το βουνό Αἶμος ὄφειλε το ὄνομα του στὸ αἷμα ποῦ κύλησε ἀπὸ μία ἀπὸ τις πληγές του. Ὁριστικά ἀποθαρρυμένος ὁ Τυφῶνας τράπηκε σε φυγή καὶ, καθώς διέσχιζε τὴ θάλασσα της Σικελίας, ὁ Δίας ἔριξε πάνω του το βουνό Αἶτνα, ποῦ τον συνέτριψε.
Οἱ φλόγες ποῦ βγαίνουν ἀπὸ την Αἶτνα εἶναι ἡ αὐτὲς ποῦ ξερνᾶ το τέρας ἡ τα ὑπολείμματα τῶν κεραυνῶν, με τους ὁποίους το σκότωσε ὁ Δίας.
Ὑπάρχουν ὡστόσο παραλλαγές ποῦ συνδέουν τον Τυφῶνα με την Ἤρα καὶ τον Κρόνο. Ἡ Γαῖα, δυσαρεστημένη ἀπὸ την ἧττα των Γιγάντων, διέβαλε τον Δία στὴν Ἤρα καὶ ἐκείνη πῆγε νὰ ζητήσει ἀπὸ τον Κρόνο ἕνα μέσο νὰ εκδικηθεῖ. Ο Κρόνος της παρέδωσε δύο αὐγά διαποτισμένα ἀπὸ το σπέρμα του. Ἂν τα ἔθαβε, ἀπὸ αὐτὰ τα αὐγά θὰ γεννιόταν ἕνας δαίμονας ἱκανός νὰ ἐκθρονίσει τον Δία. Ὁ δαίμονας αὐτὸς ἦταν ὁ Τυφῶνας.
Σύμφωνα με ἄλλη μυθική παράδοση, ὁ Τυφῶνας ἦταν γιὸς της Ἤρας, ποὺ τον εἶχε γεννήσει μόνη της, χωρίς τὴ βοήθεια κανενός ἀρσενικοῦ στοιχείου, ὅπως εἶχε κάμει με τον Ἥφαιστο. Ἡ Ἤρα ἔδωσε τον τερατώδη γιὸ της, γιὰ νὰ τον μεγαλώσει, σε ἕναν δράκοντα, τον Πύθωνα ποῦ ζοῦσε στοὺς Δελφούς.
Ὁ Τυφῶνας ἐτυμολογικά ἔχει σχέση με τον τῦφο καὶ την τούφα, δηλαδή το φούσκωμα καὶ ἔχει σχέση ὄχι μόνο με τον κυκλῶνα ἀλλὰ τὴ γενικότερη ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα μαζί με την ἡφαιστειακή καὶ σεισμική δραστηριότητα. Ὁ Τυφῶνας ταυτίζεται σε ὁρισμένα σημεῖα του μύθου με τον Ἐγκέλαδο καὶ   
σχετίζεται με το πιὸ ἐντυπωσιακό καὶ βίαιο ἀπὸ τα ἔκτακτα καὶ φυσικά μετεωρολογικά φαινόμενα, τα πέρα ἀπὸ το μέτρο της καθημερινῆς ἐμπειρίας. Καὶ ὁ Τυφῶνας καὶ ὁ Ἐγκέλαδος ἐμφανίζονται νὰ ἔχουν παιδιά τις Γοργόνες, τὴ Σφίγγα, τὴ Λερναία Ὕδρα, το Γηρυόνη, τον Κέρβερο καὶ ἀλλὰ μυθικά «τέρατα» (συμβολίζουν διάφορα γεωλογικά φαινόμενα) ποῦ ἀπέκτησαν με την Ἔχιδνα. Κατά τον Ὁμήρῳ ὁ Τυφῶνας βρίσκεται ἁλυσοδεμένος στῆ χώρα τῶν Ἀρίμων δηλαδή στῆ Κιλικία καὶ Φρυγία, ἐνῶ κατά τον Πίνδαρο βρίσκεται θαμμένος στὰ ἔγκατα της Αἴτνας στὴ Σικελία, ὅπως ὁ Ἐγκέλαδος.
Στήν ἀφήγηση της μάχης ἀνάμεσα στῶν Τυφῶνα καὶ το Δία στὴν περιγραφή αὐτῆς της τρομερῆς ἀναστάτωσης της φύσης, αὐτῆς της θύελλας φωτιᾶς ποῦ ξεχύνεται ἀνάμεσα στὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ καὶ ποῦ ἀνακατώνει ὅλα τα στοιχεῖα σε ἕνα ἀκαταμέτρητο χάος εἶναι δύσκολο νὰ μὴν ἀναγνωρίσει κανείς τα φαινόμενα μιᾶς ἡφαιστειακῆς ἐκρήξης. Αὐτὴ ἡ πιθανότητα ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ την περιγραφή ποῦ κάνει ὁ Πίνδαρος της ἔκρηξης της Αἴτνας καὶ ποῦ ἀποδίδει τα ὀλεθρία ἀποτελέσματά της στὴν ἐνέργεια του Τυφῶνα. Τα ἡφαίστεια τῶν Κυκλάδων, ἀρκοῦσαν νὰ προσφέρουν στὸν ποιητή ὅλα τα στοιχεῖα αὐτῆς της κοσμογονικῆς περιγραφῆς. Τα φαινόμενα αὐτὰ ἦταν ἡ συνηθισμένη καὶ συχνή κατάσταση της φύσης πρὶν ἀπὸ το Δία, δηλαδή στὶς περιόδους τις πιὸ παλιές του κόσμου.
Ἡ φυσιοκρατική ἑρμηνεία του μύθου των Γιγάντων, ὡς χθόνιων θεοτήτων, ποῦ προκαλοῦν σεισμούς καὶ ἀναστατώσεις της γῆς, διατυπώθηκε στὴν ἀρχαιότητα καὶ με αὐτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν τα   σχετικά ὀνόματα: Ἐρυσίχθων, Χθονόφυλος . Στήν Ἑλληνική Μυθολογία ὅμως δύο τουλάχιστον θεοί διακρίνονται γιὰ τις ἴδιες φυσικές δυνάμεις ἀλλὰ προέρχονται ἀπὸ διαφορετικές γενιές ὅπως ὁ Ἐγκέλαδος καὶ ὁ Ποσειδῶν. Σύμφωνα με ἄλλη θεωρία ὁ πανίσχυρος θεός Ποσειδῶν καὶ ὄχι ὁ γίγαντας Ἐγκέλαδος ἦταν γιὰ τους Ἕλληνες ὁ θεός τῶν γεωλογικῶν φαινομένων. Αὐτὸς ἐξουσίαζε τα ἔγκατα της γῆς, ὅπως δείχνουν οἱ ὀνομασίες του Γαίης κινητήρ, Γαιή ὅχος, Μοχλευτήρ, Σεισίχθων, Δαμασίχθων, Ἐνοσίγαιος ἀλλὰ καὶ το ἴδιο το ὄνομα του, ποῦ ἔχει ἐρμηνευθεῖ καὶ ὡς σύζυγος-κυρίαρχος της γῆς( πόσις της δᾶς). Ὁ Σοφοκλῆς τον ὀνομάζει γῆς τε καὶ ἁλμυρᾶς θαλάσσης ἄγριον μοχλευτήν.
Ὅταν βαδίζει κάνει τα βουνά νὰ τρέμουν, ὅταν ταρακουνά τὴ γῆ προκαλεῖ στὸν Ἄδη τρόμο, μήπως ξανοίξει ἡ γῇ καὶ φανεῖ ὁ Κάτω Κόσμος. Ὁ Ποσειδῶνας λατρεύεται ὥς Ἐδραῖος, Ἀσφάλειος, Θεμελιούχος, Τειχοποιός καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπικαλοῦνται την προστασία του γιὰ τὴ σταθερότητα του ἐδάφους καὶ την ἀσφάλεια τῶν κτισμάτων. Κλείνει ὁ ἴδιος τις πύλες του Κάτω Κόσμου καὶ κρατεῖ φυλακισμένους στὰ Τάρταρα τους Τιτᾶνες, θεμελιώνει καὶ χτίζει τα τείχη της Τροίας καὶ γκρεμίζει το τεῖχος ποῦ ὕψωσαν οἱ Ἕλληνες ἀπέναντι της κατά την πολιορκία της.
Αὐτὸς, σείοντας τὴ γῆ, ἀπέσπασε τμήματα ἀπὸ τις ξηρές καὶ δημιούργησε νησιά, ὅπως π.χ. ὅταν, γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει τον γίγαντα Πολυβώτη στὸν ἀγῶνα τῶν θεῶν ἐναντίον τῶν γιγάντων, ἔκοψε με την τρίαινά του τμῆμα ἀπὸ την Κῶ καὶ μ’ αὐτὸ τον καταπλάκωσε, δημιουργῶντας τὴ Νίσυρο. Στή Θεσσαλία   
διέρρηξε με την τρίαινα τα βουνά, ὥστε νὰ βροῦν διέξοδο τα νερά ποῦ λίμναζαν ἐκεῖ, σχηματίζοντας τα Τέμπη. Σεισμός κατά την παράδοση ἔκανε τὴ Σικελία «ἀναρραγήναι» ἀπὸ το ἄκρο της ἰταλικῆς χερσονήσου.
Στίς περιοχές ποῦ πλήττονταν ἀπὸ σεισμούς κυριαρχοῦσε ἡ λατρεία του Ποσειδῶνος. Το ἱερὸ τῶν Δελφῶν ἀνῆκε ἀρχικά στὸ χθόνιο Ποσειδῶνα καὶ στὴν πάρεδρό του Γαῖα. Στήν ἀγορὰ της Σπάρτης ὑπῆρχε ἄγαλμα του Ποσειδῶνος Ἀσφαλείου. Κοιτίδα της λατρείας του στὰ ἱστορικά χρόνια, ὡς χθόνιας καὶ ὄχι θαλάσσιας θεότητας, εἶναι ἡ Πελοπόννησος, την ὁποία οἱ ἱστορικοί Ἔφορος καὶ Διόδωρος ὀνομάζουν οἱκητήριον Ποσειδῶνος καὶ ἱερὰν Ποσειδῶνος. Οἱ Θεσσαλοί τιμοῦσαν τον Ποσειδῶνα ὥς γαιήοχο καὶ γαιοσείστη.
Σύμφωνα με την παράδοση αὐτὸς ἄνοιξε τον αὐλῶνα τῶν Τεμπῶν ἀνάμεσα στὸν Ὄλυμπο καὶ την Ὄσσα γιὰ νὰ βρεῖ στὴ θάλασσα διέξοδο ὁ Πηνειός. Ἦταν διαδεδομένη ,λοιπόν, στὴ θεσσαλική ἐνδοχώρα ἡ λατρεία του χθόνιου Ποσειδῶνα ποῦ ἐκεῖ εἶχε το παρωνύμιο Πετραῖος. Ἀλλὰ καὶ ἡ Βοιωτία χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἱερὰ του Ποσειδῶνος, με ὀνομαστὸ ἱερὸ του στὴν Ὀγχηστό καὶ με ἀλλὰ ἱερὰ στὴν Ἐλικῶνα. Ἄποικοι μετέφεραν τὴ λατρεία του ελικώνιου Ἀπόλλωνα στὴν Ἰωνία. Ἐνδεικτική του κυρίαρχου χθόνιου χαρακτῆρα του Ποσειδῶνος στὴν Πελοπόννησο εἶναι ἡ ἔντονη λατρεία του στὶς καναδικές πόλεις, μολονότι ἡ ἀρχαία Ἀρκαδία δὲν εἶχε θάλασσα.   Σε ὅ,τι ἀφορᾶ τις ἔριδες μεταξύ τῶν θεῶν ὑπάρχουν διάφορες ἑρμηνεῖες καὶ προσεγγίσεις της Ἑλληνικῆς Μυθολογίας, κυρίως γιὰ την Τιτανομαχία καὶ τὴ Γιγαντομαχία. Συνήθως συμβολική, θρησκευτική, μεταφυσική. Εἶναι δυνατόν, ὅμως, νὰ Ἐπιτευχθεῖ μία νέα προσέγγιση της Ἑλληνικῆς Μυθολογίας. Ἀπὸ την ἐμπειρία ἑνὸς γεωλόγου ὁ κύριος παράγων θὰ πρέπει νὰ εἶναι το φυσικογεωλογικό καθεστώς καὶ οἱ μεταβολές του στὸν Σαρωνικό Κόλπο, το Αἰγαίου καὶ τον Περιαιγαιακό χῶρο. Ἀντιπαραθέσεις καὶ ἔριδες παρατηροῦνται ὅταν μία Νέα Φυσικογεωλογική Τάξη πραγμάτων ἀντικαθιστᾶ μιά παλαιότερη. Κατά τὴ μυθολογική περίοδο σημαντικότατοι σεισμοί καὶ κατακόρυφες μετατοπίσεις ἡφαιστειότητα, μεγάλες κατολισθήσεις, ἀπότομες καταβυθίσεις παράκτιων περιοχῶν θὰ πρέπει νὰ εἶχαν λάβει χώρα.

         

Δεν υπάρχουν σχόλια: