Ὁ Ἔρωτας καὶ ἡ Ψυχὴ εἶναι ἕνα μυθολογικό ζευγάρι, ποῦ βασανίστηκαν πολύ μέχρι νὰ μπορέσουν νὰ χαροῦν την ἀγάπη τους ἀνεμπόδιστα. Αὐτὸς εἶναι ὁ μῦθος του Ἔρωτα καὶ της Ψυχῆς ὅπως τον ἀναφέρει ὁ Απουλήιος, Ρωμαῖος συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αἰῶνα:
"Μία φορά κι ἕναν καιρό ζοῦσαν σε μία πολιτεία μεγάλη, πλούσια καὶ δυνατή ἕνας βασιλιάς καὶ μία βασίλισσα. Ἡ μικρότερη ἀπὸ τις τρεῖς κόρες τους την ἔλεγαν Ψυχή ἦταν τόσο ὄμορφη, ποῦ μόνο με τὴ θεά Ἀφροδίτη μποροῦσε νὰ παραβληθεῖ. Ἔτσι, ὅποιος την ἔβλεπε, ἔπεφτε θαμπωμένος καὶ την προσκυνοῦσε σὰν νὰ εἶχε μπροστά του την ἴδια τὴ θεά. Με τον καιρό ὅλοι πίστεψαν πῶς ἡ ψυχή δὲν ἦταν παρά ἡ ἴδια ἡ θεά του ἔρωτα ποῦ εἶχε κατεβεῖ στὴ γῇ. Τα ἱερὰ της Ἀφροδίτης στὴν Πάφο, στὰ Κύθηρα, στὴν Κνίδο, ἐρημώθηκαν. Οἱ προσευχές λησμονήθηκαν. Οἱ θυσίες σταμάτησαν. Ὁ κόσμος, ποῦ λάτρευε πρὶν τὴ μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε ἀπὸ την ὀμορφιά της θνητῆς, καὶ αὐτὴν προσκυνοῦσε πιά καὶ λάτρευε.
Ἡ Ἀφροδίτη δὲν ἄντεξε την προσβολή καὶ ἀποφάσισε νὰ διεκδικηθεῖ... Πρόσταξε λοιπόν το γιὸ της, τον Ἔρωτα, νὰ χτυπήσει την ἀντίζηλό της με τα βέλη του καὶ νὰ την κάνει νὰ ἀγαπήσει παράφορα τον πιὸ ἀσήμαντο καὶ περιφρονημένο ἄνθρωπο του κόσμου. Ἔτσι, ὅπως ἄλλωστε γίνεται συχνά, ἡ ὀμορφιά της Ψυχῆς στάθηκε ἡ αἰτία της μεγάλης της δυστυχίας: ὅλοι οἱ νέοι ἔμειναν μαγεμένοι ἀπὸ τὴ χάρη της, κανείς ὅμως δὲν ἀποφάσιζε νὰ την κάνει γυναῖκα του, καὶ ἡ Ψυχή ἔμενε μόνη καὶ ἔρημη. Οἱ δύο ἀδερφὲς της εἶχαν παντρευτεῖ πρὶν ἀπὸ καιρό στὰ ξένα, καὶ η Ψυχή, κλεισμένη στὸ παλάτι, ἔκλαιγε τὴ μοῖρα της καὶ καταριόταν την ὀμορφιά της.
Ὅταν ὁ βασιλιάς εἶδε κι ἀπόειδε, ἀποφάσισε νὰ ρωτήσει το μαντεῖο του Ἀπόλλωνα στῆ Μίλητο, γιὰ την τύχη της κόρης του. Ἡ ἀπάντηση του θεοῦ ἦταν ἀλλόκοτη καὶ σκληρή: ἔπρεπε νὰ ὁδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σὰν νὰ ἦταν νὰ παντρευτεῖ στὸν Κάτω Κόσμο, στὴν πιὸ ψηλή κορφή ἑνὸς ἔρημου καὶ μακρινοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ θὰ συναντοῦσε το γαμπρό ποῦ της εἶχε τάξει το ριζικό της: ἕνα πελώριο φίδι φτερωτό ποῦ προξενοῦσε το φόβο καὶ τον τρόμο, ἀκόμη καὶ στὸν μεγάλο Δία. Τρόμαξε ὁ βασιλιάς. Μήπως ὅμως μποροῦσε νὰ κάνει κι ἀλλιῶς; Ἔτσι ὅλος ὁ λαός, μαζί με τους γονεῖς της, τὴ συνόδεψε με κλάματα καὶ μοιρολόγια ὡς την κορφή του βουνοῦ, ὁποῦ την ἄφησαν κι ἔφυγαν. Τότε ὁ Ζέφυρος την ἀνασήκωσε, καὶ ταξιδεύοντάς την πάνω ἀπὸ στεριές καὶ θάλασσες, την ἔφερε καὶ την ἄφησε μέσα σε ἕνα μαγεμένο περιβόλι. Σ' αὐτὸ το περιβόλι ἡ Ψυχή σαστισμένη πῆρε νὰ σεργιανᾶει ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ' ἕνα ὁλόχρυσο παλάτι, ἐντελῶς ἀφύλαχτο. Παρ' ὅλο το φόβο ποῦ ἔνιωθε, μπῆκε μέσα καὶ ἄρχισε νὰ το τριγυρίζει, ὥσπου ἄκουσε μία φωνή: «ὅλα ὅσα βλέπεις, κυρά μου, εἶναι δικά σου. Μὴ φοβᾶσαι! Κάθισε νὰ ξαποστάσεις, καὶ ὅταν θελήσεις νὰ λουστεῖς καὶ νὰ νοιαστεῖς γιὰ την ὀμορφιά σου, φώναξέ μας νὰ σε βοηθήσουμε. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ὑπηρέτες σου. Ἢ κάθε σου ἐπιθυμία εἶναι γιὰ μας προσταγή».
Πραγματικά, οἱ ὑπηρέτες ἔκαναν ὃ,τι μποροῦσαν γιὰ νὰ την περιποιηθοῦν καὶ νὰ τὴ διασκεδάσουν. Τὴ βοήθησαν νὰ λουστεῖ, της ἔστρωσαν πλούσιο το τραπέζι καὶ της τραγούδησαν, χωρίς ὅμως νὰ τους δεῖ. Τὴ νύχτα ἔφτασε ὁ ἄγνωστός ἄντρας της καὶ μέσα στὸ βαθύ σκοτάδι την ἔκανε δική του, προτοῦ ὅμως ξημερώσει ἀκόμη, χάθηκε ἀπὸ κοντά της.
Ἔτσι περνοῦσε ὁ καιρός: την ἡμέρα οἱ ἀόρατοι ὑπηρέτες φρόντιζαν νὰ μὴν της λείψει τίποτα καὶ τὴ νύχτα ἐρχόταν ὁ μυστηριώδης ἐραστὴς της καὶ την ἔκανε εὐτυχισμένη. Στὸ μεταξύ οἱ γονεῖς της γερνοῦσαν μέσα στὴν ἀπελπισία καὶ στὸ πένθος. Κοντά τους εἶχαν ἔρθει οἱ δύο ἄλλες θυγατέρες τους καὶ προσπαθοῦσαν μάταια νὰ τους παρηγορήσουν. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ψυχή ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται δυστυχισμένη: ὁλομόναχη τὴ μέρα νὰ ζεῖ ἀνάμεσα σε ἀόρατα πνεύματα καὶ το βράδυ νὰ πλαγιάζει στὴν ἀγκαλιὰ ἑνὸς ἄντρα, ποῦ οὔτε γιὰ μιά στιγμή δὲν εἶχε ἀντικρίσει το πρόσωπό του. Στὸ τέλος με δάκρυα καὶ παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή νὰ πείσει τον ἄντρα της μέσα στὰ χάδια νὰ ἐπιτρέψει νὰ ἔρθουν, ἂς εἶναι καὶ γιὰ λίγον καιρό, οἱ ἀδερφές της γιὰ νὰ της κρατήσουν συντροφιά. Ἡ ἄδεια δίνεται, με ἕναν ὅρο ὅμως: «Μπορεῖς, της εἶπε, νὰ τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν ἀπὸ τα πλούτη του παλατιοῦ. Μὰ μὴν πλανηθείς ἀπὸ τα λόγια τους καὶ θελήσεις νὰ με αντικρίσεις στὸ φῶς. Θὰ με χάσεις γιὰ πάντα καὶ θὰ γίνεις δυστυχισμένη». Ἡ Ψυχή του ὑπόσχεται νὰ σεβαστεῖ την ἐπιθυμία του. Ἄλλωστε καὶ ἡ ἴδια τον ἔχει ἀγαπήσει στὸ μεταξύ καὶ δὲν θέλει νὰ τον χάσει. Ξέρει ἀκόμη πῶς ἀπὸ τὴ διαγωγή της θὰ ἐξαρτηθεῖ καὶ ἡ φύση του παιδιοῦ ποῦ ἔχει στὰ σπλάχνα της: ἄν συμμορφωθεῖ με την ἐντολὴ του ἄντρα της, το παιδί ποῦ θὰ γεννήσει θὰ εἶναι ἀθάνατο. Ἄν ὄχι, θνητό.
Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες οἱ ἀδερφὲς ἀνεβαίνουν στὸ βουνό γιὰ νὰ κλάψουν την Ψυχή, ποῦ τὴ νόμισαν πιὰ χαμένη γιὰ πάντα. Στοὺς θρήνους τους ἀποκρίνεται ἡ φωνή της ἴδιας της Ψυχῆς ποῦ τις καλεῖ κοντά της. Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αὐτὲς ἀπὸ το Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στὸ παλάτι. Η χαρά τους εἶναι ἀνείπωτη. Ὅμως, σιγά σιγά ἀρχίζουν νὰ ζηλεύουν την τύχη της ἀδερφῆς τους καὶ ὁ φθόνος τους μεγαλώνει ὑστέρα ἀπὸ κάθε ἐπισκέψη, καθώς ἡ Ψυχή, ἐντελῶς ἀνυποψίαστη γιὰ τα αἰσθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στὸ παλάτι καὶ τους δείχνει τους ἀρίθμητους θησαυρούς. Στοὺς γέρους γονεῖς τους δὲν λένε κουβέντα γειά την τύχη της Ψυχῆς. Τους ἀφήνουν νὰ πιστεύουν πῶς ἡ μικρότερη ἀδερφὴ εἶναι ἀπὸ καιρό πεθαμένη. Οἱ φθονερές ἀδερφὲς δὲν σκέφτονται παρά μόνο πώς θὰ κάνουν κακό στὴν Ψυχή. Δὲν σταματοῦν νὰ τὴ ρωτοῦν γιὰ τον ἄντρα της. Καὶ ἡ Ψυχή ἀναγκάζεται στὸ τέλος νὰ τους πεῖ ψέματα, πῶς τάχα ὁ ἄντρας της εἶναι ἕνας νέος ὄμορφος καὶ δυνατός ποῦ περνᾶ τὴ μέρα του πάνω στὰ βουνά κυνηγῶντας.
Ἡ ὁμολογία της Ψυχῆς κάνει νὰ φουντώνει ἀκόμα πιὸ πολύ ὁ φθόνος στὰ στήθη τῶν ἀδερφάδων της, γιατί καὶ οἱ δύο ἔχουν παντρευτεῖ γέρους καὶ ἀνήμπορους βασιλιᾶδες. Ὅμως καὶ ο σύντροφος της Ψυχῆς ξέρει τι διαθέσεις ἔχουν οἱ κακές ἀδερφὲς καὶ σε κάθε εὐκαιρία την προειδοποιεῖ γιὰ την ἀνεπανόρθωτη καταστροφή ποῦ θὰ προκαλέσει ἡ ἴδιά ἄν τυχόν παραβεῖ την ἐντολὴ του. Οἱ ἀδερφὲς της ὡστόσο ἐπιμένουν νὰ μάθουν λεπτομέρειες καὶ ἔτσι, κάποτε ποῦ ἡ Ψυχή ξεχάστηκε καὶ εἶπε πῶς ὁ ἄντρας της εἶναι κάποιος πλούσιος ἔμπορός ἀπὸ την κοντινή ἐπαρχία, κάπως μεγάλος στὴν ἡλικία, πέφτουν πάνω της καὶ την ἀναγκάζουν νὰ παραδεχτεῖ, μία καὶ ἡ ἴδιά ἀλλὰ τους εἶχε πεῖ πιὸ παλιά, πῶς τον ἄντρα της δὲν τον εἶχε ποτέ δεῖ στὰ μάτια της. Στὸ τέλος κατορθώνουν νὰ την πείσουν πῶς αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ἄντρας της δὲν ἦταν παρά το φοβερό φίδι ποὺ μνημόνευε ἡ προφητεία του Ἀπόλλωνα. Ἄν τη φροντίζει, της εἶπαν, εἶναι γιατί θέλει νὰ τὴ φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στὰ σπλάχνα της. Ἕνας μόνο τρόπος ὑπάρχει γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ το θάνατο: μία νύχτα, νὰ ἀνάψει ἕνα λυχνάρι καὶ νὰ κόψει το κεφάλι του τέρατος.
Ἡ ψυχή βασανίστηκε πολύ ὥσπου νὰ πάρει την ἀπόφαση, ἀλλὰ στὸ τέλος πίστεψε πῶς αὐτὴ θὰ ἔπρεπε νὰ χτυπήσει πρώτη. Ἔτσι, μία μέρα, ὅταν ἔπεσε το σκοτάδι καὶ ὁ ἄντρας της πλάγιασε κοντά της καὶ ἀποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε καὶ ἄναψε το λυχνάρι. Κάτω ὅμως ἀπὸ το φῶς του ἡ Ψυχή τα ἔχασε: μπροστά της βρισκόταν ὁ ἴδιος ὁ Ἔρωτας, πιὸ ὡραῖος κι ἀπ' ὅ,τι τον φανταζόταν. Στὰ πόδια του κρεβατιοῦ ἦταν ριγμένα τα ἅρματα του : το τόξο, ἡ φαρέτρα καὶ τα βέλη. Ἡ Ψυχή πῆρε τότε μία σαΐτα καὶ, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ἐλαφρὰ στὸ δάχτυλο. Ἀπὸ κείνη τὴ στιγμή, χωρίς καὶ ἡ ἴδια νὰ το καταλάβει, ἐρωτεύεται παράφορα τον ἴδιό τον Ἔρωτα. Μετανιωμένη γιὰ την εὐπιστία καὶ την ἀμυαλιά της προσπαθεῖ νὰ αὐτοκτονήσει γιὰ νὰ τιμωρήσει τον ἑαυτὸ της. Ἄδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρᾶ καὶ πέφτει ἀπὸ το χέρι της.
Ξαφνικά, μία σταγόνα καφτό λάδι χύνεται ἀπὸ το λυχνάρι καὶ πέφτει πάνω στὸν γυμνό ὠμό του κοιμισμένου θεοῦ. Ὁ Ἔρωτας πετιέται πάνω ἀλαφιασμένος ἀπὸ τον πόνο καὶ, διαπιστώνοντας την ἀπιστία της γυναίκας του, ἀνοίγει τα φτερά του γιὰ νὰ φύγει. Μόλις ποῦ προφταίνει ἡ Ψυχή νὰ πιαστεῖ ἀπὸ το πόδι του καὶ νὰ ἀνυψωθεῖ μαζί του πάνω στὰ σύννεφα. Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ἐξαντλημένη ἀπὸ την κούραση, πέφτει στὴ γῆ, χωρίς νὰ σκοτωθεῖ. Καὶ ὁ Ἔρωτας ὅμως κατέβηκε, στάθηκε στὴν κορυφή ἑνός κοντινοῦ κυπαρισσιοῦ, καὶ ἀφοῦ της παραπονέθηκε γιὰ την ἀχαριστία ποῦ ἔδειξε, πέταξε πάλι στὰ ὕψη. Η Ψυχή ρίχτηκε ἀπὸ την ἀπελπισία της σ' ἕνα ποτάμι γιὰ νὰ πνιγεῖ, ἐκεῖνο ὅμως τὴ σήκωσε ἁπαλὰ πάνω στὰ νερά του καὶ την ἄφησε πάνω στὴν πυκνή χλόη της ὄχθης του. Ὁ Πᾶν, ποῦ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά, κατάφερε νὰ τὴ μεταπείσει καὶ νὰ της δώσει θάρρος.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή ἕνας εἶναι ὁ σκοπός της ζωῆς της: νὰ ξαναβρεῖ τὴ χαμένη της εὐτυχία. Πρῶτα ὅμως πρέπει νὰ τιμωρήσει τις ἀδερφὲς της. Στὴν πρώτη ἐξομολογεῖται πῶς ὁ Ἔρωτας ἔφυγε ἀπὸ κοντά της, τάχα γιὰ νὰ παντρευτεῖ ἐκείνην. Δὲν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ πειστεῖ ἡ φθονερή ἀδερφὴ νὰ παρατήσει τον ἄντρα της, λέγοντάς του πῶς τάχα πέθαναν οἱ γονεῖς της, νὰ ἀνεβεῖ στὸ βουνό καὶ νὰ γκρεμιστεῖ στὰ βράχια, πιστεύοντας ὡς την τελευταία στιγμή πῶς θὰ τὴ σηκώσει, ὅπως καὶ την ἄλλη φορά, ὁ Ζέφυρος. Με τον ἴδιο τρόπο σκοτώνεται καὶ η δεύτερη.
Ὕστερα ἀπὸ την τιμωρία τους, ἡ Ψυχή ξεκινάει νὰ βρεῖ τον Ἔρωτα. Ἄδικα ὅμως παραδέρνει σε στεριές καὶ θάλασσες. Οἱ θεοί την ἔχουν ἐγκαταλείψει. Οὔτε ἡ Ἤρα, οὔτε η Δήμητρα, παρόλο ποῦ τὴ συμπονοῦν, δέχονται νὰ τὴ βοηθήσουν, ὅταν καταφεύγει στὰ ἱερὰ τους, γιατί δὲν θέλουν νὰ ἔρθουν σε σύγκρουση με την Ἀφροδίτη, ποῦ τὴ μισεῖ θανάσιμα, ἐπειδή μπόρεσε αὐτή, μία θνητή, νὰ ξελογιάσει το γιὸ της. Τέλος, πηγαίνει στὸ παλάτι της Ἀφροδίτης, με την ἐλπίδα πῶς ἐκεῖ θὰ ἔβρισκε τον Ἔρωτα, καὶ πέφτει ἀσυλλόγιστα στὰ χέρια της. Ἀπὸ καιρό ἄλλωστε ἡ θεά εἶχε στείλει τον Ἑρμῆ νὰ τὴ βρεῖ καὶ νὰ την ὁδηγήσει με το καλό ἡ με τὴ βία μπροστά της.
Ἀπὸ τὴ στιγμή αὐτὴ ἀρχίζουν οἱ μεγάλες δοκιμασίες γιὰ την Ψυχή. Δύο ἔμπιστες δοῦλες της ζηλότυπης θεάς, ἡ Θλίψη καὶ ἡ Ἔγνοια, τὴ μαστιγώνουν ἀλύπητα. Ἄλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, ἡ Ἀφροδίτη ἡ ἴδια τὴ δέρνει καὶ της ξεσκίζει τα ροῦχα. Ὕστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ὧρες νὰ ξεδιαλέξει ἀπὸ ἕναν τεράστιο σωρό καρπούς της γῆς το κάθε εἶδος στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακῆ, κουκιά, κριθάρι καὶ νὰ το βάλει χωριστά. Ἡ Ψυχή καταφέρνει νὰ τα βγάλει πέρα με τὴ βοήθεια των μυρμηγκιῶν. Την ἄλλη μέρα ὑποχρεώνεται νὰ πάει νὰ βρεῖ καὶ νὰ φέρει το χρυσό μαλλί ἀπὸ τα ἀγρία πρόβατα του βουνοῦ, καὶ ὑστέρα νὰ κουβαλήσει νερό ἀπὸ την πηγή της Στύγας, ποῦ τὴ φύλαγαν, νύχτα καὶ μέρα, δράκοι ἀκοίμητοι. Στὶς ἐπικίνδυνες αὐτὲς ἀποστολές δὲν της ἔλειψαν ὡστόσο οἱ παραστάτες: πρῶτα το προφητικό καλάμι ποῦ τὴ συμβούλεψε νὰ μαζέψει με την ἡσυχία της τις τοῦφες το μαλλί πού ἄφηναν τα πρόβατα πάνω στὰ ἀγκάθια τῶν θάμνων καὶ ὑστέρα ὁ ἀετὸς του Δία ποὺ γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγῆς.
Οἱ δοκιμασίες ὅμως καὶ τα βάσανα της Ψυχῆς δὲν τελειώνουν. Ἡ Ἀφροδίτη τὴ στέλνει στὸν Κάτω Κόσμο νὰ δανειστεῖ ἀπὸ την Περσεφόνη την ἀλοιφή της ὀμορφιᾶς, μία καὶ ἡ δική της εἶχε τελειώσει. Καὶ αὐτὴ τὴ φορά ἡ Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο ἀπὸ τὴ δύναμη του πάθους της καὶ ἔχοντας βοηθό ἕναν μαγικό πύργο, θὰ τα καταφέρει, ὄχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες. Ὁ πύργος αὐτὸς, ὁποῦ εἶχε ἀνεβεῖ γιὰ νὰ αὐτοκτονήσει, τὴ συμβούλεψε πώς θὰ κατεβεῖ στὸν Ἄδη καὶ της φανέρωσε τι εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἐκεῖ. Ἡ ἀτυχία της, ὅμως, δὲν εἶχε ὅρια. Μόλις πῆρε το βάζο με τὴ θεϊκή ἀλοιφή, θέλησε νὰ δοκιμάσει ἡ ἴδια το θαυματουργό φάρμακο, ἐλπίζοντας πῶς, ἄν ἔβαζε λίγη ἀλοιφή στὸ πρόσωπό της, θὰ γινόταν ἀκόμη πιό ὄμορφη, καὶ ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ ξανακερδίσει την ἀγάπη του Ἔρωτά. Τὴ στιγμή ὅμως ποῦ ἄνοιξε το βάζο, ἔνιωσε νὰ την τυλίγει σὰν ἀποπνικτικός καπνός, ὁ Ὕπνος, καὶ ἔχασε τις αἰσθήσεις της.
Τα βάσανα της Ψυχῆς βρίσκονται ὅμως πιὰ στὸ τέλος τους. Ἀρκετὰ εἶχε δοκιμαστεῖ. Ὁ Ἔρωτάς ποὺ δὲν την εἶχε ποτέ ἀπολησμονήσει, κατορθώνει νὰ γλιστρήσει ἀπὸ το δωμάτιο ὁποὺ τον εἶχε κλειδωμένο ἡ Ἀφροδίτη, τάχα γιὰ νὰ του γιατρέψει την πληγή, τρέχει καὶ ξανακλείνοντας τον Ὕπνο μέσα στὸ βάζο, τὴ συνεφέρνει. Ἔπειτα κατορθώνει, σε ἕνα συμβούλιο των θεῶν, νὰ καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του με τὴ βοήθεια του Δία, ποὺ ἀντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του Ἔρωτά, καὶ πρωτοστατεῖ στὸ μεγάλο γλέντι ποὺ στήνεται στὸν Ὄλυμπο, γιὰ νὰ τιμηθεῖ ἡ γαμήλια ἐνῶσι του θεοῦ με τὴ θνητή.
Ἡ Ψυχή γίνεται πιὰ ἐπίσημα γυναῖκα του καὶ την ἴδια ὥρα της χαρίζεται ἡ ἀθανασία. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό φέρνει στὸν κόσμο τον καρπό της ἀγάπης της με τον Ἔρωτά: την Ἡδονὴ."
"Μία φορά κι ἕναν καιρό ζοῦσαν σε μία πολιτεία μεγάλη, πλούσια καὶ δυνατή ἕνας βασιλιάς καὶ μία βασίλισσα. Ἡ μικρότερη ἀπὸ τις τρεῖς κόρες τους την ἔλεγαν Ψυχή ἦταν τόσο ὄμορφη, ποῦ μόνο με τὴ θεά Ἀφροδίτη μποροῦσε νὰ παραβληθεῖ. Ἔτσι, ὅποιος την ἔβλεπε, ἔπεφτε θαμπωμένος καὶ την προσκυνοῦσε σὰν νὰ εἶχε μπροστά του την ἴδια τὴ θεά. Με τον καιρό ὅλοι πίστεψαν πῶς ἡ ψυχή δὲν ἦταν παρά ἡ ἴδια ἡ θεά του ἔρωτα ποῦ εἶχε κατεβεῖ στὴ γῇ. Τα ἱερὰ της Ἀφροδίτης στὴν Πάφο, στὰ Κύθηρα, στὴν Κνίδο, ἐρημώθηκαν. Οἱ προσευχές λησμονήθηκαν. Οἱ θυσίες σταμάτησαν. Ὁ κόσμος, ποῦ λάτρευε πρὶν τὴ μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε ἀπὸ την ὀμορφιά της θνητῆς, καὶ αὐτὴν προσκυνοῦσε πιά καὶ λάτρευε.
Ἡ Ἀφροδίτη δὲν ἄντεξε την προσβολή καὶ ἀποφάσισε νὰ διεκδικηθεῖ... Πρόσταξε λοιπόν το γιὸ της, τον Ἔρωτα, νὰ χτυπήσει την ἀντίζηλό της με τα βέλη του καὶ νὰ την κάνει νὰ ἀγαπήσει παράφορα τον πιὸ ἀσήμαντο καὶ περιφρονημένο ἄνθρωπο του κόσμου. Ἔτσι, ὅπως ἄλλωστε γίνεται συχνά, ἡ ὀμορφιά της Ψυχῆς στάθηκε ἡ αἰτία της μεγάλης της δυστυχίας: ὅλοι οἱ νέοι ἔμειναν μαγεμένοι ἀπὸ τὴ χάρη της, κανείς ὅμως δὲν ἀποφάσιζε νὰ την κάνει γυναῖκα του, καὶ ἡ Ψυχή ἔμενε μόνη καὶ ἔρημη. Οἱ δύο ἀδερφὲς της εἶχαν παντρευτεῖ πρὶν ἀπὸ καιρό στὰ ξένα, καὶ η Ψυχή, κλεισμένη στὸ παλάτι, ἔκλαιγε τὴ μοῖρα της καὶ καταριόταν την ὀμορφιά της.
Ὅταν ὁ βασιλιάς εἶδε κι ἀπόειδε, ἀποφάσισε νὰ ρωτήσει το μαντεῖο του Ἀπόλλωνα στῆ Μίλητο, γιὰ την τύχη της κόρης του. Ἡ ἀπάντηση του θεοῦ ἦταν ἀλλόκοτη καὶ σκληρή: ἔπρεπε νὰ ὁδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σὰν νὰ ἦταν νὰ παντρευτεῖ στὸν Κάτω Κόσμο, στὴν πιὸ ψηλή κορφή ἑνὸς ἔρημου καὶ μακρινοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ θὰ συναντοῦσε το γαμπρό ποῦ της εἶχε τάξει το ριζικό της: ἕνα πελώριο φίδι φτερωτό ποῦ προξενοῦσε το φόβο καὶ τον τρόμο, ἀκόμη καὶ στὸν μεγάλο Δία. Τρόμαξε ὁ βασιλιάς. Μήπως ὅμως μποροῦσε νὰ κάνει κι ἀλλιῶς; Ἔτσι ὅλος ὁ λαός, μαζί με τους γονεῖς της, τὴ συνόδεψε με κλάματα καὶ μοιρολόγια ὡς την κορφή του βουνοῦ, ὁποῦ την ἄφησαν κι ἔφυγαν. Τότε ὁ Ζέφυρος την ἀνασήκωσε, καὶ ταξιδεύοντάς την πάνω ἀπὸ στεριές καὶ θάλασσες, την ἔφερε καὶ την ἄφησε μέσα σε ἕνα μαγεμένο περιβόλι. Σ' αὐτὸ το περιβόλι ἡ Ψυχή σαστισμένη πῆρε νὰ σεργιανᾶει ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ' ἕνα ὁλόχρυσο παλάτι, ἐντελῶς ἀφύλαχτο. Παρ' ὅλο το φόβο ποῦ ἔνιωθε, μπῆκε μέσα καὶ ἄρχισε νὰ το τριγυρίζει, ὥσπου ἄκουσε μία φωνή: «ὅλα ὅσα βλέπεις, κυρά μου, εἶναι δικά σου. Μὴ φοβᾶσαι! Κάθισε νὰ ξαποστάσεις, καὶ ὅταν θελήσεις νὰ λουστεῖς καὶ νὰ νοιαστεῖς γιὰ την ὀμορφιά σου, φώναξέ μας νὰ σε βοηθήσουμε. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ὑπηρέτες σου. Ἢ κάθε σου ἐπιθυμία εἶναι γιὰ μας προσταγή».
Πραγματικά, οἱ ὑπηρέτες ἔκαναν ὃ,τι μποροῦσαν γιὰ νὰ την περιποιηθοῦν καὶ νὰ τὴ διασκεδάσουν. Τὴ βοήθησαν νὰ λουστεῖ, της ἔστρωσαν πλούσιο το τραπέζι καὶ της τραγούδησαν, χωρίς ὅμως νὰ τους δεῖ. Τὴ νύχτα ἔφτασε ὁ ἄγνωστός ἄντρας της καὶ μέσα στὸ βαθύ σκοτάδι την ἔκανε δική του, προτοῦ ὅμως ξημερώσει ἀκόμη, χάθηκε ἀπὸ κοντά της.
Ἔτσι περνοῦσε ὁ καιρός: την ἡμέρα οἱ ἀόρατοι ὑπηρέτες φρόντιζαν νὰ μὴν της λείψει τίποτα καὶ τὴ νύχτα ἐρχόταν ὁ μυστηριώδης ἐραστὴς της καὶ την ἔκανε εὐτυχισμένη. Στὸ μεταξύ οἱ γονεῖς της γερνοῦσαν μέσα στὴν ἀπελπισία καὶ στὸ πένθος. Κοντά τους εἶχαν ἔρθει οἱ δύο ἄλλες θυγατέρες τους καὶ προσπαθοῦσαν μάταια νὰ τους παρηγορήσουν. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ψυχή ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται δυστυχισμένη: ὁλομόναχη τὴ μέρα νὰ ζεῖ ἀνάμεσα σε ἀόρατα πνεύματα καὶ το βράδυ νὰ πλαγιάζει στὴν ἀγκαλιὰ ἑνὸς ἄντρα, ποῦ οὔτε γιὰ μιά στιγμή δὲν εἶχε ἀντικρίσει το πρόσωπό του. Στὸ τέλος με δάκρυα καὶ παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή νὰ πείσει τον ἄντρα της μέσα στὰ χάδια νὰ ἐπιτρέψει νὰ ἔρθουν, ἂς εἶναι καὶ γιὰ λίγον καιρό, οἱ ἀδερφές της γιὰ νὰ της κρατήσουν συντροφιά. Ἡ ἄδεια δίνεται, με ἕναν ὅρο ὅμως: «Μπορεῖς, της εἶπε, νὰ τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν ἀπὸ τα πλούτη του παλατιοῦ. Μὰ μὴν πλανηθείς ἀπὸ τα λόγια τους καὶ θελήσεις νὰ με αντικρίσεις στὸ φῶς. Θὰ με χάσεις γιὰ πάντα καὶ θὰ γίνεις δυστυχισμένη». Ἡ Ψυχή του ὑπόσχεται νὰ σεβαστεῖ την ἐπιθυμία του. Ἄλλωστε καὶ ἡ ἴδια τον ἔχει ἀγαπήσει στὸ μεταξύ καὶ δὲν θέλει νὰ τον χάσει. Ξέρει ἀκόμη πῶς ἀπὸ τὴ διαγωγή της θὰ ἐξαρτηθεῖ καὶ ἡ φύση του παιδιοῦ ποῦ ἔχει στὰ σπλάχνα της: ἄν συμμορφωθεῖ με την ἐντολὴ του ἄντρα της, το παιδί ποῦ θὰ γεννήσει θὰ εἶναι ἀθάνατο. Ἄν ὄχι, θνητό.
Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες οἱ ἀδερφὲς ἀνεβαίνουν στὸ βουνό γιὰ νὰ κλάψουν την Ψυχή, ποῦ τὴ νόμισαν πιὰ χαμένη γιὰ πάντα. Στοὺς θρήνους τους ἀποκρίνεται ἡ φωνή της ἴδιας της Ψυχῆς ποῦ τις καλεῖ κοντά της. Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αὐτὲς ἀπὸ το Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στὸ παλάτι. Η χαρά τους εἶναι ἀνείπωτη. Ὅμως, σιγά σιγά ἀρχίζουν νὰ ζηλεύουν την τύχη της ἀδερφῆς τους καὶ ὁ φθόνος τους μεγαλώνει ὑστέρα ἀπὸ κάθε ἐπισκέψη, καθώς ἡ Ψυχή, ἐντελῶς ἀνυποψίαστη γιὰ τα αἰσθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στὸ παλάτι καὶ τους δείχνει τους ἀρίθμητους θησαυρούς. Στοὺς γέρους γονεῖς τους δὲν λένε κουβέντα γειά την τύχη της Ψυχῆς. Τους ἀφήνουν νὰ πιστεύουν πῶς ἡ μικρότερη ἀδερφὴ εἶναι ἀπὸ καιρό πεθαμένη. Οἱ φθονερές ἀδερφὲς δὲν σκέφτονται παρά μόνο πώς θὰ κάνουν κακό στὴν Ψυχή. Δὲν σταματοῦν νὰ τὴ ρωτοῦν γιὰ τον ἄντρα της. Καὶ ἡ Ψυχή ἀναγκάζεται στὸ τέλος νὰ τους πεῖ ψέματα, πῶς τάχα ὁ ἄντρας της εἶναι ἕνας νέος ὄμορφος καὶ δυνατός ποῦ περνᾶ τὴ μέρα του πάνω στὰ βουνά κυνηγῶντας.
Ἡ ὁμολογία της Ψυχῆς κάνει νὰ φουντώνει ἀκόμα πιὸ πολύ ὁ φθόνος στὰ στήθη τῶν ἀδερφάδων της, γιατί καὶ οἱ δύο ἔχουν παντρευτεῖ γέρους καὶ ἀνήμπορους βασιλιᾶδες. Ὅμως καὶ ο σύντροφος της Ψυχῆς ξέρει τι διαθέσεις ἔχουν οἱ κακές ἀδερφὲς καὶ σε κάθε εὐκαιρία την προειδοποιεῖ γιὰ την ἀνεπανόρθωτη καταστροφή ποῦ θὰ προκαλέσει ἡ ἴδιά ἄν τυχόν παραβεῖ την ἐντολὴ του. Οἱ ἀδερφὲς της ὡστόσο ἐπιμένουν νὰ μάθουν λεπτομέρειες καὶ ἔτσι, κάποτε ποῦ ἡ Ψυχή ξεχάστηκε καὶ εἶπε πῶς ὁ ἄντρας της εἶναι κάποιος πλούσιος ἔμπορός ἀπὸ την κοντινή ἐπαρχία, κάπως μεγάλος στὴν ἡλικία, πέφτουν πάνω της καὶ την ἀναγκάζουν νὰ παραδεχτεῖ, μία καὶ ἡ ἴδιά ἀλλὰ τους εἶχε πεῖ πιὸ παλιά, πῶς τον ἄντρα της δὲν τον εἶχε ποτέ δεῖ στὰ μάτια της. Στὸ τέλος κατορθώνουν νὰ την πείσουν πῶς αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ἄντρας της δὲν ἦταν παρά το φοβερό φίδι ποὺ μνημόνευε ἡ προφητεία του Ἀπόλλωνα. Ἄν τη φροντίζει, της εἶπαν, εἶναι γιατί θέλει νὰ τὴ φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στὰ σπλάχνα της. Ἕνας μόνο τρόπος ὑπάρχει γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπὸ το θάνατο: μία νύχτα, νὰ ἀνάψει ἕνα λυχνάρι καὶ νὰ κόψει το κεφάλι του τέρατος.
Ἡ ψυχή βασανίστηκε πολύ ὥσπου νὰ πάρει την ἀπόφαση, ἀλλὰ στὸ τέλος πίστεψε πῶς αὐτὴ θὰ ἔπρεπε νὰ χτυπήσει πρώτη. Ἔτσι, μία μέρα, ὅταν ἔπεσε το σκοτάδι καὶ ὁ ἄντρας της πλάγιασε κοντά της καὶ ἀποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε καὶ ἄναψε το λυχνάρι. Κάτω ὅμως ἀπὸ το φῶς του ἡ Ψυχή τα ἔχασε: μπροστά της βρισκόταν ὁ ἴδιος ὁ Ἔρωτας, πιὸ ὡραῖος κι ἀπ' ὅ,τι τον φανταζόταν. Στὰ πόδια του κρεβατιοῦ ἦταν ριγμένα τα ἅρματα του : το τόξο, ἡ φαρέτρα καὶ τα βέλη. Ἡ Ψυχή πῆρε τότε μία σαΐτα καὶ, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ἐλαφρὰ στὸ δάχτυλο. Ἀπὸ κείνη τὴ στιγμή, χωρίς καὶ ἡ ἴδια νὰ το καταλάβει, ἐρωτεύεται παράφορα τον ἴδιό τον Ἔρωτα. Μετανιωμένη γιὰ την εὐπιστία καὶ την ἀμυαλιά της προσπαθεῖ νὰ αὐτοκτονήσει γιὰ νὰ τιμωρήσει τον ἑαυτὸ της. Ἄδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρᾶ καὶ πέφτει ἀπὸ το χέρι της.
Ξαφνικά, μία σταγόνα καφτό λάδι χύνεται ἀπὸ το λυχνάρι καὶ πέφτει πάνω στὸν γυμνό ὠμό του κοιμισμένου θεοῦ. Ὁ Ἔρωτας πετιέται πάνω ἀλαφιασμένος ἀπὸ τον πόνο καὶ, διαπιστώνοντας την ἀπιστία της γυναίκας του, ἀνοίγει τα φτερά του γιὰ νὰ φύγει. Μόλις ποῦ προφταίνει ἡ Ψυχή νὰ πιαστεῖ ἀπὸ το πόδι του καὶ νὰ ἀνυψωθεῖ μαζί του πάνω στὰ σύννεφα. Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ἐξαντλημένη ἀπὸ την κούραση, πέφτει στὴ γῆ, χωρίς νὰ σκοτωθεῖ. Καὶ ὁ Ἔρωτας ὅμως κατέβηκε, στάθηκε στὴν κορυφή ἑνός κοντινοῦ κυπαρισσιοῦ, καὶ ἀφοῦ της παραπονέθηκε γιὰ την ἀχαριστία ποῦ ἔδειξε, πέταξε πάλι στὰ ὕψη. Η Ψυχή ρίχτηκε ἀπὸ την ἀπελπισία της σ' ἕνα ποτάμι γιὰ νὰ πνιγεῖ, ἐκεῖνο ὅμως τὴ σήκωσε ἁπαλὰ πάνω στὰ νερά του καὶ την ἄφησε πάνω στὴν πυκνή χλόη της ὄχθης του. Ὁ Πᾶν, ποῦ βρισκόταν ἐκεῖ κοντά, κατάφερε νὰ τὴ μεταπείσει καὶ νὰ της δώσει θάρρος.
Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή ἕνας εἶναι ὁ σκοπός της ζωῆς της: νὰ ξαναβρεῖ τὴ χαμένη της εὐτυχία. Πρῶτα ὅμως πρέπει νὰ τιμωρήσει τις ἀδερφὲς της. Στὴν πρώτη ἐξομολογεῖται πῶς ὁ Ἔρωτας ἔφυγε ἀπὸ κοντά της, τάχα γιὰ νὰ παντρευτεῖ ἐκείνην. Δὲν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ πειστεῖ ἡ φθονερή ἀδερφὴ νὰ παρατήσει τον ἄντρα της, λέγοντάς του πῶς τάχα πέθαναν οἱ γονεῖς της, νὰ ἀνεβεῖ στὸ βουνό καὶ νὰ γκρεμιστεῖ στὰ βράχια, πιστεύοντας ὡς την τελευταία στιγμή πῶς θὰ τὴ σηκώσει, ὅπως καὶ την ἄλλη φορά, ὁ Ζέφυρος. Με τον ἴδιο τρόπο σκοτώνεται καὶ η δεύτερη.
Ὕστερα ἀπὸ την τιμωρία τους, ἡ Ψυχή ξεκινάει νὰ βρεῖ τον Ἔρωτα. Ἄδικα ὅμως παραδέρνει σε στεριές καὶ θάλασσες. Οἱ θεοί την ἔχουν ἐγκαταλείψει. Οὔτε ἡ Ἤρα, οὔτε η Δήμητρα, παρόλο ποῦ τὴ συμπονοῦν, δέχονται νὰ τὴ βοηθήσουν, ὅταν καταφεύγει στὰ ἱερὰ τους, γιατί δὲν θέλουν νὰ ἔρθουν σε σύγκρουση με την Ἀφροδίτη, ποῦ τὴ μισεῖ θανάσιμα, ἐπειδή μπόρεσε αὐτή, μία θνητή, νὰ ξελογιάσει το γιὸ της. Τέλος, πηγαίνει στὸ παλάτι της Ἀφροδίτης, με την ἐλπίδα πῶς ἐκεῖ θὰ ἔβρισκε τον Ἔρωτα, καὶ πέφτει ἀσυλλόγιστα στὰ χέρια της. Ἀπὸ καιρό ἄλλωστε ἡ θεά εἶχε στείλει τον Ἑρμῆ νὰ τὴ βρεῖ καὶ νὰ την ὁδηγήσει με το καλό ἡ με τὴ βία μπροστά της.
Ἀπὸ τὴ στιγμή αὐτὴ ἀρχίζουν οἱ μεγάλες δοκιμασίες γιὰ την Ψυχή. Δύο ἔμπιστες δοῦλες της ζηλότυπης θεάς, ἡ Θλίψη καὶ ἡ Ἔγνοια, τὴ μαστιγώνουν ἀλύπητα. Ἄλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, ἡ Ἀφροδίτη ἡ ἴδια τὴ δέρνει καὶ της ξεσκίζει τα ροῦχα. Ὕστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ὧρες νὰ ξεδιαλέξει ἀπὸ ἕναν τεράστιο σωρό καρπούς της γῆς το κάθε εἶδος στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακῆ, κουκιά, κριθάρι καὶ νὰ το βάλει χωριστά. Ἡ Ψυχή καταφέρνει νὰ τα βγάλει πέρα με τὴ βοήθεια των μυρμηγκιῶν. Την ἄλλη μέρα ὑποχρεώνεται νὰ πάει νὰ βρεῖ καὶ νὰ φέρει το χρυσό μαλλί ἀπὸ τα ἀγρία πρόβατα του βουνοῦ, καὶ ὑστέρα νὰ κουβαλήσει νερό ἀπὸ την πηγή της Στύγας, ποῦ τὴ φύλαγαν, νύχτα καὶ μέρα, δράκοι ἀκοίμητοι. Στὶς ἐπικίνδυνες αὐτὲς ἀποστολές δὲν της ἔλειψαν ὡστόσο οἱ παραστάτες: πρῶτα το προφητικό καλάμι ποῦ τὴ συμβούλεψε νὰ μαζέψει με την ἡσυχία της τις τοῦφες το μαλλί πού ἄφηναν τα πρόβατα πάνω στὰ ἀγκάθια τῶν θάμνων καὶ ὑστέρα ὁ ἀετὸς του Δία ποὺ γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγῆς.
Οἱ δοκιμασίες ὅμως καὶ τα βάσανα της Ψυχῆς δὲν τελειώνουν. Ἡ Ἀφροδίτη τὴ στέλνει στὸν Κάτω Κόσμο νὰ δανειστεῖ ἀπὸ την Περσεφόνη την ἀλοιφή της ὀμορφιᾶς, μία καὶ ἡ δική της εἶχε τελειώσει. Καὶ αὐτὴ τὴ φορά ἡ Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο ἀπὸ τὴ δύναμη του πάθους της καὶ ἔχοντας βοηθό ἕναν μαγικό πύργο, θὰ τα καταφέρει, ὄχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες. Ὁ πύργος αὐτὸς, ὁποῦ εἶχε ἀνεβεῖ γιὰ νὰ αὐτοκτονήσει, τὴ συμβούλεψε πώς θὰ κατεβεῖ στὸν Ἄδη καὶ της φανέρωσε τι εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἐκεῖ. Ἡ ἀτυχία της, ὅμως, δὲν εἶχε ὅρια. Μόλις πῆρε το βάζο με τὴ θεϊκή ἀλοιφή, θέλησε νὰ δοκιμάσει ἡ ἴδια το θαυματουργό φάρμακο, ἐλπίζοντας πῶς, ἄν ἔβαζε λίγη ἀλοιφή στὸ πρόσωπό της, θὰ γινόταν ἀκόμη πιό ὄμορφη, καὶ ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ ξανακερδίσει την ἀγάπη του Ἔρωτά. Τὴ στιγμή ὅμως ποῦ ἄνοιξε το βάζο, ἔνιωσε νὰ την τυλίγει σὰν ἀποπνικτικός καπνός, ὁ Ὕπνος, καὶ ἔχασε τις αἰσθήσεις της.
Τα βάσανα της Ψυχῆς βρίσκονται ὅμως πιὰ στὸ τέλος τους. Ἀρκετὰ εἶχε δοκιμαστεῖ. Ὁ Ἔρωτάς ποὺ δὲν την εἶχε ποτέ ἀπολησμονήσει, κατορθώνει νὰ γλιστρήσει ἀπὸ το δωμάτιο ὁποὺ τον εἶχε κλειδωμένο ἡ Ἀφροδίτη, τάχα γιὰ νὰ του γιατρέψει την πληγή, τρέχει καὶ ξανακλείνοντας τον Ὕπνο μέσα στὸ βάζο, τὴ συνεφέρνει. Ἔπειτα κατορθώνει, σε ἕνα συμβούλιο των θεῶν, νὰ καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του με τὴ βοήθεια του Δία, ποὺ ἀντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του Ἔρωτά, καὶ πρωτοστατεῖ στὸ μεγάλο γλέντι ποὺ στήνεται στὸν Ὄλυμπο, γιὰ νὰ τιμηθεῖ ἡ γαμήλια ἐνῶσι του θεοῦ με τὴ θνητή.
Ἡ Ψυχή γίνεται πιὰ ἐπίσημα γυναῖκα του καὶ την ἴδια ὥρα της χαρίζεται ἡ ἀθανασία. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό φέρνει στὸν κόσμο τον καρπό της ἀγάπης της με τον Ἔρωτά: την Ἡδονὴ."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου