Ὁ
Ἔρμης ἡ με το ἐπικὸ ὄνομα Ἑρμείας,
εἶναι ἕνας ἀπ' τους παλαιότερους θεούς
με γνήσια Ἑλληνική «λαϊκή» καταγωγή.
Κατά τὴ μυθολογία γεννήθηκε σε μία σπηλιά στὴν Κυλλήνη (στὸ σημερινό ὄρος Ζήρια) της Κορινθίας, ἀπὸ τον Δία καὶ την πανέμορφη Νύμφη Μαῖα, την κόρη του Ἄτλαντα.
Στὸν Ὅμηρο μνημονεύεται με το ἀρχαιότερο ὄνομα του Ἑρμῆς ὁ Κυλλήνιος, ἀλλὰ καὶ με τους ἐπιθετικούς προσδιορισμούς «εὔσκοπος ἀργεϊφόντης», «διάκτορος», δηλαδή ψυχοπομπός. Στὸν Ὅμηρο χρησιμοποιοῦνται συχνότερα τα ἐπίθετα «χρυσόραβδος» Ἑρμῆς, «ἀγγελιοφόρος» Ἑρμῆς, ἐνῶ στὸν Ἡσίοδο «ξακουστός κήρυκας τῶν θεῶν» καὶ «προστάτης τῶν βοσκῶν καὶ τῶν αἰγοπροβάτων».
Ἡ μυθολογία ἀναφέρει ὅτι ἀμέσως μετά τὴ γέννησή του ἐπινόησε καὶ κατασκεύασε την πρώτη λύρα καὶ ἔδειξε, ἀπὸ τὴ βρεφική του ἀκόμη ἡλικία, την ἐπιδεξιότητά του νὰ μπορεῖ νὰ κλέβει ἀκόμη καὶ τα βόδια του Ἀπόλλωνα. Ὁ Ἑρμῆς, ὅπως καὶ ὁ Προμηθέας, ἐπειδὴ ἀνακάλυψε τὴ φωτιά καὶ τα πυρεῖα, καὶ συγχρόνως τὴ θυσία, προφανῶς μία θυσία γιὰ το δωδεκάθεο, θεωρεῖται κατά βάση «ἕνας ἀνταγωνιστής του δόλιου πυρφόρου Προμηθέα».
Ὁ Ἑρμῆς, μολονότι στὴν ἐπικὴ ποίηση φαίνεται νὰ ἔχει βοηθητική θέση ἔναντι τῶν ἄλλων ὀλύμπιων θεῶν, πολύ γρήγορα ἐξελίχθηκε σε τόσο πολυσχιδή θεότητα ὥστε κάλυπτε σχεδόν κάθε ἐκδήλωση της ζωῆς.
Εἶναι ὁ πλέον πολυάσχολος θεός, καθώς ἔχει πολλά καθήκοντα στὸν Ἐπάνω Κόσμο: πρὶν ἀπ' ὅλα εἶναι ὁ ἀγγελιαφόρος του Δία, εἶναι ἐπίσης θεός των διασταυρώσεων τῶν δρόμων καὶ τῶν ὁρίων (συνόρων) (Ἑρμῆς Τρικέφαλος ἡ Τετρακέφαλος), προστάτης των θυρῶν τῶν σπιτιῶν καὶ τῶν πυλών τῶν ναῶν (Πύλαιος καὶ Προπύλαιος Ἑρμῆς), θεός των γραμμάτων καὶ της ρητορικῆς (λόγιος Ἑρμῆς), προστάτης τῶν ἀθλητῶν καὶ τῶν ἀγώνων (ἀγώνιος Ἑρμῆς), προστάτης τῶν ἐμπόρων (ἀγοραῖος καὶ κερδῶος Ἑρμῆς) -μάλιστα προστάτευε ὄχι μόνο το θεωρούμενο σήμερα ὡς νόμιμο, ἀλλὰ καὶ το τυχαῖο εὕρημα, το λεγόμενο ἕρμαιον, ποῦ σημαίνει «δῶρο τοῦ Ἑρμῆ», δηλαδή το θεόσταλτο δῶρο (ἐξ οὐ καὶ Ἑρμῆς Τύχων) ἡ το ἀπροσδόκητο πολύτιμο εὕρημα ἡ ἀκόμη καὶ το προϊόν κλοπῆς ἡ ἁρπαγῆς (ἐξ οὐ καὶ ἄναξ φηλητῶν ἡ δόλιος ἡ ληιστήρ Ἑρμῆς).
Κατά τὴ Γιγαντομαχία, φορῶντας την Ἄϊδος κοινὴν (ἀόρατη περικεφαλαία), σκότωσε τον γίγαντα Ἱππόλυτο, ἔσωσε τον Δία ἐπανασυνδέοντας τα νεῦρα τῶν ποδιῶν του, τὰ ὁποία εἶχε κόψει ὁ Τυφωέας καὶ ἀπελευθέρωσε τον θεό Ἄρη, τον ὁποῖον εἶχαν φυλακίσει οἱ Ἀλωάδες γιὰ ἕνα καὶ πλέον ἔτος.
Σε ὅλη την ἀρχαιότητα ὁ Ἑρμῆς θεωροῦνταν ὁ πιὸ ἔξυπνος καὶ ὁ πιὸ φιλάνθρωπος θεός (Ἑρμῆς ἀλεξίκακος καὶ ἀγαθῶν δωτήρ) καὶ γι' αὐτὸ ὁ πιὸ ἀγαπητός καὶ διασκεδαστικός θεός τοῦ ἐλληνικοῦ πανθέου, «ἔκφραση ὅλων τῶν προτερημάτων καὶ ὅλων τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνα». Σε ὅλη την ἱστορία του ὅμως, την πρώτη θέση εἶχαν τα χθόνια γνωρίσματά του καὶ ἰδίως ἡ γνωστή πανελλήνια ἰδιότητα τοῦ ψυχοπομποῦ ἡ ψυχαγωγοῦ.
Ὡς ψυχοπομπός στὸν Κάτω Κόσμο ἐξυπηρετεῖ τον Πλούτωνα καὶ την Περσεφόνη. Συγκεκριμένα μεταφέρει τις ψυχές τῶν νεκρῶν καὶ συγχρόνως παρευρίσκεται στὸ δικαστήριο του Ἄδη, δηλαδή ἐκτελεῖ καθήκοντα με τα ὁποία ἀπέκτησε ἐξαιρετική θέση ἀνάμεσα στοὺς θεούς του Κάτω Κόσμου.
Πολλές εἶναι οἱ ἀρχαῖες πηγές ποὺ παρουσιάζουν τον Ἑρμῆ συνδεμένο με καθαρά χθόνιες θεότητες, ὅπως εἶναι ἡ Δήμητρα, ὁ Πλούτων, ὁ Τροφώνιος κ.ά. «Χθόνιο», λ.χ., ἀποκαλοῦν τον Ἑρμῆ ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Αἰσχύλος καὶ ὁ Εὐριπίδης. Δὲν εἶναι ὅμως ἀπίθανο ἡ ἰδιότητα του χθόνιου θεοῦ νὰ προῆλθε ἀπὸ την ἄλλη ἰδιότητά του, του κήρυκα των θεῶν καὶ του ψυχοπομποῦ.
Ἔτσι, σὰν κήρυκας μποροῦσε νὰ διαβιβάσει εἰδήσεις ἡ εὐχές ἀπὸ τὸν Ἐπάνω Κόσμο στὸν Κάτω ἡ νὰ μεταφέρει τις ψυχές στοὺς χθόνιους, καὶ ὥς ἐκ τούτου νὰ θεωρήθηκε καὶ ο ἴδιος χθόνιος. Στοὺς Ὀρφικούς Ὕμνους, ὁ Ἑρμῆς ὁ χθόνιος ὁδηγεῖ τις «ἀθάνατες ψυχές» στὸν Ἄδη καὶ τις ξαναφέρνει πίσω στὸν Ἐπάνω Κόσμο (γιὰ καινούριες ἐνσωματώσεις).
Ὡς ψυχαγωγός ἀναφέρεται ἐπίσης καὶ στὶς «Χοηφόρους» του Αἰσχύλου (στ. 622), μολονότι ὁ Ὀρέστης ἀναμένει ἀπὸ αὐτὸν ὄχι ἁπλὰ νὰ διαβιβάσει την εὐχὴ του στοὺς ἄλλους χθόνιους καὶ στὸ νεκρό πατέρα του, ἀλλὰ καὶ νὰ τον συμπαρασταθεῖ στὴν προσπάθειά του νὰ ἐκδικηθεῖ τους δολοφόνους του πατέρα του (στ. 727-29). Τὴ χθόνια θεότητά του μαρτυρεῖ καὶ ὁ Παυσανίας, ὁ ὁποῖος αναφέρει ότι είδε στον Άρειο Πάγο άγαλμα του Ερμή δίπλα σε αγάλματα των άλλων μεγάλων «ὑπογαίων θεῶν».
Γιὰ την ἐξαιρετική θέση του Ἑρμῆ ἀνάμεσα στοὺς θεούς του Κάτω Κόσμου μᾶς πληροφορεῖ καὶ ὁ Πλούταρχος, καθώς στὴ γιορτή Ἐλευθέρια της Πλάταιας συνήθιζαν πρῶτα νὰ προσεύχονται στὸν χθόνιο Ἑρμῆ καὶ στὸν χθόνιο Δία κατά τὴ θυσία του ταύρου καὶ κατόπιν νὰ καλοῦν στὴν «αἱμακουρία» τις ψυχές ἐκείνων ποῦ εἶχαν σκοτωθεῖ στὴ μάχη κατά τῶν Περσῶν, το 479 π.Χ..
Τον Ἑρμῇ ὅμως, ὡς φοβερό χθόνιο θεό, τον ἐπικαλοῦνταν οἱ Ἕλληνες κατά τον 5ο π.Χ. αἱ. καὶ στοὺς λεγόμενους «καταδέσμους» (defixiones), δηλαδή στὶς ἐπικλήσεις πρὸς τους νεκρούς ἡ τους χθόνιους θεούς, γιὰ νὰ βλάψουν ὅσους μισοῦσαν. Στὴν ἀρχαϊκή ἐποχῆ κάθε ταφικό μνημεῖο ἦταν ἀφιερωμένο ὡς «ἄγαλμα» του ψυχοπομποῦ θεοῦ του Κάτω Κόσμου.
Ὁ Πίνδαρος, ἕνα λίθινο γλυπτικό ἔργο στημένο πάνω σε τάφο το ἀποκαλεῖ «ἄγαλμα Αϊδα». Πάντως, ἀξιοσημείωτο εἶναι το γεγονός ὅτι στὸν Ὅμηρο δὲ γίνεται μνεία του πορθμέα Ἑρμῇ, ἀφοῦ οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν καὶ στὴν Ἰλιάδα καὶ στὴν Ὀδύσσεια μπαίνουν στὸν Ἄδη «χωρίς τὴ βοήθεια κάποιου πλωτοῦ μέσου, ἀρκεῖ βέβαια νὰ ἔχουν καεῖ».
Ὅπως ἀναφέραμε στὴν προηγούμενη ἑνότητα, το ρόλο του πορθμέα (του περαματάρη) στὴ μεταγενέστερη (μεθομηρική) ἐποχῆ θὰ τὸν χρεωθεῖ ὁ Χάρων (Χάροντας), ὁ ὁποῖος μετέφερε με το πλεούμενό του τους νεκρούς στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῶν ποταμῶν του Κάτω Κόσμου (κυρίως της φοβερῆς Στύγας) καὶ της Ἀχερουσίας λίμνης.
Ἡ ἱστορία τοῦ θεοῦ Ἑρμῆ εἶναι ἴσως ἡ πιὸ διδακτική γιὰ την ἐξελίξη καὶ τὴ διαρκῆ ἀνανέωση του περιεχομένου ὅλων τῶν χθόνιων θεῶν. Μάλιστα ἡ περίπτωση τοῦ Ἑρμῆ δικαιώνει τὴ νεότερη ἐπιστημονική ἔρευνα, σύμφωνα με την ὁποία -ὅπως προαναφέρθηκε- κάθε μελέτη ἡ παρουσίαση της ἑλληνικῆς θρησκείας θὰ πρέπει νὰ ξεκινάει ἀπὸ την πρό- ὁμηρική θρησκεία τῶν Ἑλλήνων.
Σ αὐτὴν λοιπόν την πλούσια «λαϊκή» θρησκευτική παράδοση καὶ στὸ τελετουργικό της μπορεῖ κανείς νὰ ἀνιχνεύσει τις ἄφθονες χθόνιες καταβολές κάθε Ὀλύμπου θεοῦ καὶ νὰ καταγράψει την ἐξελίξη καὶ τὴ σταδιακή ἀνανέωσή του, ἡ ὁποία σε μερικές περιπτώσεις εἶναι τόσο σημαντική, ὥστε ἀπὸ την ἀρχική θεότητα δὲν ἐπιζεῖ παρά μόνο το ὄνομα, ὅπως λ.χ. η περίπτωση του χθόνιου θεοῦ Ἑρμῆ, στὴ μετεξέλιξη του ὁποίου ἀξίζει νὰ κάνουμε μία σύντομη ἀναφορά:
Ὁ Ἑρμῆς, στὰ πρώιμα χρόνια εἶχε συνδεθεῖ με τους παρόδιους λιθοσωροῦς ποὺ ἦταν εἴτε τάφοι εἴτε «ὀροί» (ὁρόσημα). Καὶ το ἑλληνικό ὄνομα του ἐξάλλου σημαίνει κυριολεκτικά «αὐτὸν ποὺ προβάλλει μέσα ἀπὸ σωρό με πέτρες».
Ὑπῆρχε λοιπόν μία παλιά συνήθεια του ἀρχαίου Ἕλληνα ἀγρότη ποὺ, ὅταν ἔβρισκε στὸ δρόμο ἕνα σωρό ἀπὸ πέτρες, ἔριχνε ἄλλη μία πέτρα ἐπάνω του, γιατί πίστευε ὅτι κάποια θεϊκή δύναμη (θεός-δαίμων) κατοικοῦσε μέσα σ' αὐτὲς. Ὁ Μ. Nilsson θεωρεῖ ὅτι σ' αὐτὴν τὴ συνήθεια ὑποκρύπτονται ἴχνη παλιάς λιθολατρίας, καὶ σημειώνει ὅτι αὐτὲς τις πέτρες τις ὀνόμαζαν «ἔρμα» καὶ την μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὲς -στὴν κορυφή του σωροῦ- την ὀνόμαζαν «Ἑρμῆ».
Καὶ ο W. Burkert ἐπισημαίνει ὅτι οἱ λιθοσωροί, ὅπως καὶ ἡ πρωτόγονη ὁριοθέτηση τῶν περιοχῶν με φαλλό, εἶχαν πάντοτε την ἴδια ἀποτρεπτική δύναμη. Οἱ λιθοσωροί αὐτοὶ, δηλαδή οἱ «Ἔρμές», τους ὁποίους οἱ ἄνθρωποι της ὑπαίθρου χρησιμοποιοῦσαν ὡς «ὁδοδεῖκτες» γιὰ τους ταξιδιῶτες, ἀλλὰ καὶ ὥς ὁρόσημα τῶν ἀγρῶν καὶ τῶν ἰδιωτικῶν κτημάτων, φαίνεται πῶς ἀποτελοῦσαν τεμένη του χθόνιου Ἑρμῆ, ὁ ὁποῖος μάλιστα τιμωροῦσε ὅποιον τολμοῦσε νὰ καταπατήσει ξένη γῆ.
Μολονότι ἡ «παρουσία» τοῦ θεοῦ τῶν «συνόρων» (Ἑρμῆ) ἐμπόδιζε την παράνομη καταπάτηση, οἱ γείτονες φαίνεται ὅτι μετακινοῦσαν τα σύνορα, γιὰ νὰ ἐπεκτείνουν τὴ δική τους γῆ, με ἀποτέλεσμα οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν κτημάτων νὰ χρησιμοποιοῦν ὡς ὁρόσημα ἀκόμη μεγαλύτερες πέτρες σε ὀρθία ἐμφανῆ θέση. Στήν κορυφή αὐτῶν τῶν λιθοσωρών (εἴτε «ὀροί» ἦταν εἴτε τάφοι) στηνόταν μία ἀκόμη μεγαλύτερη πέτρα, ἡ «ἐρμαϊκή στήλη». Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει ὅτι οἱ λιθοσωροί αὐτοί χρησιμοποιοῦνταν καὶ ὡς σύνορα τῶν χωρῶν.
Στὶς λίθινες ἡ ἀργότερα ξύλινες αὐτὲς «Ἔρμές», τις ὁποῖες μεταγενέστερα τοποθετοῦσαν σε διασταυρώσεις ὁδῶν, στὶς πλατεῖες τῶν πόλεων καὶ στὶς εἰσόδους τῶν σπιτιῶν ἡ τῶν ναῶν, τονίζονταν με ἔμφαση οἱ φαλλοί. Ἀπὸ την παρουσία των φαλλῶν, σύμβολο της γονιμικῆς του ἰδιότητας, ὁ Ἡρόδοτος συμπεραίνει ὅτι ὁ Ἑρμῆς ἦταν προϊστορικός θεός, τον ὁποῖο οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν παραλάβει ἀπὸ τους Πελασγούς. Τέλος, το 520 π.Χ. ὁ γιὸς του Πεισίστρατου Ἴππαρχος πρότεινε στοὺς Ἀθηναίους τὴ λίθινη μορφή τοῦ Ἑρμῆ ποὺ ἀργότερα ἐπιβλήθηκε γενικῶς.
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ την ἐπισήμανση του Μ. Nilsson ὅτι ἀπὸ την ἀντίληψη τῶν ἀγροτικῶν λαῶν ὅτι μέσα στὶς πέτρες κατοικοῦσε κάποια θεϊκή «δύναμη» (ἕνας δαίμων) ποὺ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ἐξαγνισμοῦς καὶ χοές, δημιουργήθηκε ἡ ἀντίληψη γιὰ την ὑπόγεια κατοικία τῶν νεκρῶν, δηλαδή γιὰ το σκοτεινό Ἄδη κάπου βαθιά, κάτω ἀπὸ τὴ γῆ.
Κατά συνέπεια, μέσα ἀπὸ τις «δαιμονικές τελετουργίες» τῶν ἀγροτικῶν λαῶν, γεννήθηκε ἡ πίστη σε ἕνα θεό ποῦ θὰ παραλαμβάνει τις ψυχές τῶν νεκρῶν, γιὰ νὰ τις ὁδηγεῖ στὸν Κάτω Κόσμο ἡ μερικές φορές θὰ τις ἐπαναφέρει στὴν ἐδῶ ζωή. Καὶ αὐτὸς ὁ θεός ἦταν ὁ Ἑρμῆς Ψυχοπομπός ἡ Ψυχαγωγός.
Ὡς ψυχοπομπός, ὁ Ἑρμῆς, ἀναφέρεται καταρχάς στὴ «δεύτερο-νέκυια» της Ὀδύσσειας νὰ παραλαμβάνει τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων καὶ, με το χρυσό καὶ ὄμορφο μαγικό ραβδί του, νὰ τις ὁδηγεῖ ἀπ' εὐθείας στὸν Ἄδη («κατ' εὐρώεντα κέλενθα») μέχρι τον ἀσφοδελόν λειμῶνα, «ἔνθα ναίουσι ψυχαί, εἴδωλα καμόντων» καὶ ὄχι ὅπως ἀναφέρουν οἱ μεταγενέστερες δοξασίες καὶ δείχνουν οἱ ἀττικές λήκυθοι νὰ ὁδηγεῖ τις ψυχές στὴ λέμβο («ἀκάτιο») του πορθμέα Χάροντα.
Ὁ ψυχοπομπός Ἑρμῆς σε ἀγγειογραφίες ἐμφανίζεται νὰ ἐπαναφέρει στὸν Ἐπάνω Κόσμο τὴ βασίλισσα του Ἄδη, την Κόρη Περσεφόνη, νὰ μεταφέρει τὴ νεκρή Ἀλκμήνη ἀπὸ τὴ Θήβα στὰ Νησιά των Μακάρων καὶ νὰ συνοδεύει τον Πρίαμο κατά τὴ μεταφορά του Ἕκτορα γιὰ ἐνταφιασμό. Με την ἴδια ἰδιότητα ὁ Ἑρμῆς μεταφέρει καὶ την Ἑλένη στὴν Αἴγυπτο, ἀφήνοντας στὴ θέση της ἕνα ὁμοίωμά της. Ἐπίσης, ὁ Ἑρμῆς, παριστάνεται στὸ περίφημο ἀνάγλυφο του Ὀρφέα νὰ ὑπενθυμίζει στὴν Εὐρυδίκη, πιάνοντάς της ἐλαφρὰ το χέρι, ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψει ὁριστικά στὸν Κάτω Κόσμο.
Κατά τὴ μυθολογία, ὁ Ἑρμῆς, φορά φτερωτά χρυσά σανδάλια, με τα ὁποία μπορεῖ σὰν γλάρος νὰ γλιστρᾶ πάνω στὰ κύματα, ὅποτε χρειάζεται, ἐνῶ κρατάει τὴ θαυματουργική του ράβδο, με την ὁποία ὁπότε θέλει ἀποκοιμίζει ἡ ξυπνᾶ ἀπὸ τον ὕπνο τους ἀνθρώπους. Γι' αὐτὸ ἄλλωστε τιμᾶται καὶ ὥς ὑπνοδότης, ὕπνου προστάτης καὶ ὁνειροπομπός.
Κατά το Διογένη Λαέρτιο (8,31) ο Πυθαγόρας ἀποκαλοῦσε τον Ἑρμῆ «θεϊκό ταμία των ψυχῶν», «πομπαίο» καὶ «πυλαίο καὶ χθόνιο», ἐπειδὴ συνόδευε τις ψυχές τῶν νεκρῶν στὸ ὑποχθόνιο βασίλειο μέσῳ της «Πύλης» του Ἄδη, ὁπού καὶ φρόντιζε ὁ ἴδιος ὁ Ἑρμῆς νὰ συγκεντρωθοῦν οἱ καθαρές ψυχές στὸν «ὑψηλότερο χῶρο», ἐνῶ οἱ ἀκάθαρτες νὰ βρεθοῦν σε «ἄρρηκτα δεσμά» με τις Ἐρινύες.
Στή Θεσσαλία εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια στὰ ἑλληνιστικά καὶ στὰ ρωμαϊκά χρόνια νὰ χαράζουν ἡ νὰ ζωγραφίζουν κάτω ἀπὸ το ὄνομα του νεκροῦ, στὸ κάτω μέρος της ἐπιτάφιας στήλης, μία μικρή ἐρμαϊκή στήλη με τις λέξεις «Ἐρμάου χθονίου», ποὺ σημαίνουν ὅτι η στήλη με το ὄνομα του νεκροῦ ἀφιερωνόταν στῶ χθόνιο Ἑρμῆ.
Καὶ ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει την τοπική συνήθεια των κατοίκων του Ἀργούς, τριάντα ἡμέρες μετά το θάνατο συγγενικοῦ τους προσώπου νὰ θυσιάζουν γιὰ τον Ἑρμῆ, ὁ ὁποῖος «δέχεται τις ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ὅπως το χῶμα δέχεται τα σώματά τους». Παρόμοιο μνημόσυνο γιὰ τους δικούς τους νεκρούς εἶχαν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι στὴ γιορτή τὠν Χύτρων, την τρίτη καὶ τελευταία ἡμέρα τῶν Ἀνθεστηρίων, ὁπότε θυσίαζαν γιὰ τον ψυχοπομπό Ἑρμῆ καὶ ὄχι γιὰ τους Ὀλύμπιους θεούς.
Ἡ δημοτικότητα του Ἑρμῆ αὐξήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στὰ ὕστερα χρόνια της ἀρχαιότητας, τότε πού ὁλοκληρώθηκε καὶ ἡ μετεξέλιξή του, καθώς ἀπέκτησε πολλαπλές ἰδιότητες ἐντελῶς ξένες πρὸς την ἀρχικὴ του χθόνια φύση. Ἔτσι, ἀπὸ χθόνιος θεός του Κάτω Κόσμου καὶ ψυχοπομπός τῶν νεκρῶν ψυχῶν θὰ μετεξελιχθεῖ μέχρι καὶ σε θεό τῶν γυμναστηρίων καὶ τοῦ ἀθλητισμοῦ, προστάτη των ἀθλητικῶν ἀγώνων.
Πολλά γυμνάσια ἀφιερώθηκαν τότε στὸν Ἑρμῆ τον ἀγώνιο ἡ ἐναγώνιο, τὸν ὁποῖο τιμοῦσαν συνήθως μαζί με τον Ἡρακλῆ. Σε ἀρκετὰ γυμνάσια ἔχουν βρεθεῖ πολλά ἀναθήματα με την ἐπιγραφή «Ἐρμήι καὶ Ἡρακλεῖ», ἐνῶ, ὅπως μας πληροφορεῖ ὁ Παυσανίας, στῆ Μεγαλόπολη ὑπῆρχε κοινός ναός γιὰ τους δύο θεούς, κοντά σε στάδιο. Μεγάλες γιορτές πρὸς τιμήν του Ἑρμῆ, ὡς προστάτη τῶν ἀθλητῶν καὶ ἀθλητικῶν συλλόγων (τα λεγόμενα Ἐρμαῖα) τελοῦνταν σε πολλές πόλεις της Ἑλλάδας καὶ της Ρώμης, ἐνῶ ἡ τέταρτη ἡμέρα του μῆνα ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Ἑρμῆ, ὅπως στὴ Ρώμη ἡ τετάρτη ἡμέρα της βδομάδας.
Οἱ Ρωμαῖοι πρῶτοι μεταμόρφωσαν τον Ἑρμῆ σε θεό ἐμπορίου, τον Mercurius, με το γεμᾶτο βαλάντιο στὸ χέρι. Πάντως, τα γυμναστήρια με τον καιρό ἔχασαν τον ἀρχικὸ χαρακτῆρα της σωματικῆς ἀγωγῆς, καθώς σε εἰδικές αἴθουσές τους, μετά τις σωματικές ἀσκήσεις γινόντουσαν καὶ θεωρητικά μαθήματα. Μάλιστα δίδασκαν διακεκριμένοι λόγιοι της ἐποχῆς (ἰδίως ρήτορες καὶ φιλόσοφοι), με ἀποτέλεσμα ὁ Ἑρμῆς αὐτόματα νὰ γίνει προστάτης καὶ των γραμμάτων καὶ της ρητορικῆς (λόγιος Ἑρμῆς).
Ριζικά ἐπίσης ἄλλαξέ καὶ ἡ εἰκαστική του παράσταση: ἐνῶ οἱ ἀρχαϊκοί ἀγγειογράφοι, ἐκφράζοντας τις μεταθανάτιες ἀντιλήψεις της ἐποχῆς τους, ἀπεικόνιζαν σε λευκές ληκύθους το σκυθρωπό χθόνιο Ἑρμῆ, ὡς σεβάσμιο γενειοφόρο ψυχοπομπό, κατά την κλασική καὶ ἰδιαίτερα την ἑλληνιστική ἐποχῆ παριστανόταν ὡς ὡραῖος ἔφηβος με καλογυμνασμένο (πραξιτέλειο) σῶμα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ το γυμνό ἄγαλμα του ποὺ βρέθηκε στὴν Ἄνδρο (μόνο ἕνα φίδι ποὺ ἑλίσσεται σε παρακείμενο κορμό δέντρου, μαρτυρεῖ το χθόνιο χαρακτῆρα του).
Ἄλλωστε, μ' αὐτὴν τὴ μορφή ὁ Ἑρμῆς γίνεται ἀργότερα, μαζί με τον Ἔρωτα καὶ τον Ἡρακλῆ, ὁ θεός της ἀθλούμενης νεολαίας καὶ των γυμναστηρίων. «Ἡ πραξιτέλεια αὐτὴ εἰκόνα του Ἑρμῆ ἐπέχει τόσο πολύ ἀπὸ τὴ σεβάσμια μορφή του παλιοῦ χθόνιου θεοῦ, ὥστε φαίνεται σὰ νὰ παριστάνει ἄλλο θεό», ἐπισημαίνει ὁ Ν. Παπαχατζής.
Ὁ Ἑρμῆς παριστάνεται συνήθως καὶ με φτερωτά πέδιλα καὶ με το πλατύγυρο καπέλο του, τον πέτασο, σύμβολα της ἀέρινης ταχύτητας του ἀγγελιαφόρου θεοῦ καὶ κρατῶντας τὴ μαγική χρυσή ράβδο του, το κηρύκειον, ἀρχαιότατο σύμβολο της ποιμενικῆς του φύσης καὶ της ἀφθονίας. Ἀλλά ἱερὰ σύμβολα, ἐκτὸς ἀπὸ τον φαλλό, σύμβολο γονιμότητας, εἶναι ἡ ἀόρατη κυνή, το ξίφος καὶ το δρέπανο, σύμβολα της χθόνιας φύσης του, ὁ δίσκος, σύμβολο του θεού προστάτη της γυμναστικῆς καὶ τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων, ὁ αὐλὸς (σῦριγξ), ἡ λύρα καὶ ἡ κιθάρα, σύμβολα της μουσικῆς του φύσης, καὶ τέλος το βαλάντιον, σύμβολο του θεοῦ προστάτη του ἐμπορίου καὶ τῶν συναλλαγῶν.
Κατά τὴ μυθολογία γεννήθηκε σε μία σπηλιά στὴν Κυλλήνη (στὸ σημερινό ὄρος Ζήρια) της Κορινθίας, ἀπὸ τον Δία καὶ την πανέμορφη Νύμφη Μαῖα, την κόρη του Ἄτλαντα.
Στὸν Ὅμηρο μνημονεύεται με το ἀρχαιότερο ὄνομα του Ἑρμῆς ὁ Κυλλήνιος, ἀλλὰ καὶ με τους ἐπιθετικούς προσδιορισμούς «εὔσκοπος ἀργεϊφόντης», «διάκτορος», δηλαδή ψυχοπομπός. Στὸν Ὅμηρο χρησιμοποιοῦνται συχνότερα τα ἐπίθετα «χρυσόραβδος» Ἑρμῆς, «ἀγγελιοφόρος» Ἑρμῆς, ἐνῶ στὸν Ἡσίοδο «ξακουστός κήρυκας τῶν θεῶν» καὶ «προστάτης τῶν βοσκῶν καὶ τῶν αἰγοπροβάτων».
Ἡ μυθολογία ἀναφέρει ὅτι ἀμέσως μετά τὴ γέννησή του ἐπινόησε καὶ κατασκεύασε την πρώτη λύρα καὶ ἔδειξε, ἀπὸ τὴ βρεφική του ἀκόμη ἡλικία, την ἐπιδεξιότητά του νὰ μπορεῖ νὰ κλέβει ἀκόμη καὶ τα βόδια του Ἀπόλλωνα. Ὁ Ἑρμῆς, ὅπως καὶ ὁ Προμηθέας, ἐπειδὴ ἀνακάλυψε τὴ φωτιά καὶ τα πυρεῖα, καὶ συγχρόνως τὴ θυσία, προφανῶς μία θυσία γιὰ το δωδεκάθεο, θεωρεῖται κατά βάση «ἕνας ἀνταγωνιστής του δόλιου πυρφόρου Προμηθέα».
Ὁ Ἑρμῆς, μολονότι στὴν ἐπικὴ ποίηση φαίνεται νὰ ἔχει βοηθητική θέση ἔναντι τῶν ἄλλων ὀλύμπιων θεῶν, πολύ γρήγορα ἐξελίχθηκε σε τόσο πολυσχιδή θεότητα ὥστε κάλυπτε σχεδόν κάθε ἐκδήλωση της ζωῆς.
Εἶναι ὁ πλέον πολυάσχολος θεός, καθώς ἔχει πολλά καθήκοντα στὸν Ἐπάνω Κόσμο: πρὶν ἀπ' ὅλα εἶναι ὁ ἀγγελιαφόρος του Δία, εἶναι ἐπίσης θεός των διασταυρώσεων τῶν δρόμων καὶ τῶν ὁρίων (συνόρων) (Ἑρμῆς Τρικέφαλος ἡ Τετρακέφαλος), προστάτης των θυρῶν τῶν σπιτιῶν καὶ τῶν πυλών τῶν ναῶν (Πύλαιος καὶ Προπύλαιος Ἑρμῆς), θεός των γραμμάτων καὶ της ρητορικῆς (λόγιος Ἑρμῆς), προστάτης τῶν ἀθλητῶν καὶ τῶν ἀγώνων (ἀγώνιος Ἑρμῆς), προστάτης τῶν ἐμπόρων (ἀγοραῖος καὶ κερδῶος Ἑρμῆς) -μάλιστα προστάτευε ὄχι μόνο το θεωρούμενο σήμερα ὡς νόμιμο, ἀλλὰ καὶ το τυχαῖο εὕρημα, το λεγόμενο ἕρμαιον, ποῦ σημαίνει «δῶρο τοῦ Ἑρμῆ», δηλαδή το θεόσταλτο δῶρο (ἐξ οὐ καὶ Ἑρμῆς Τύχων) ἡ το ἀπροσδόκητο πολύτιμο εὕρημα ἡ ἀκόμη καὶ το προϊόν κλοπῆς ἡ ἁρπαγῆς (ἐξ οὐ καὶ ἄναξ φηλητῶν ἡ δόλιος ἡ ληιστήρ Ἑρμῆς).
Κατά τὴ Γιγαντομαχία, φορῶντας την Ἄϊδος κοινὴν (ἀόρατη περικεφαλαία), σκότωσε τον γίγαντα Ἱππόλυτο, ἔσωσε τον Δία ἐπανασυνδέοντας τα νεῦρα τῶν ποδιῶν του, τὰ ὁποία εἶχε κόψει ὁ Τυφωέας καὶ ἀπελευθέρωσε τον θεό Ἄρη, τον ὁποῖον εἶχαν φυλακίσει οἱ Ἀλωάδες γιὰ ἕνα καὶ πλέον ἔτος.
Σε ὅλη την ἀρχαιότητα ὁ Ἑρμῆς θεωροῦνταν ὁ πιὸ ἔξυπνος καὶ ὁ πιὸ φιλάνθρωπος θεός (Ἑρμῆς ἀλεξίκακος καὶ ἀγαθῶν δωτήρ) καὶ γι' αὐτὸ ὁ πιὸ ἀγαπητός καὶ διασκεδαστικός θεός τοῦ ἐλληνικοῦ πανθέου, «ἔκφραση ὅλων τῶν προτερημάτων καὶ ὅλων τῶν ἐλαττωμάτων τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνα». Σε ὅλη την ἱστορία του ὅμως, την πρώτη θέση εἶχαν τα χθόνια γνωρίσματά του καὶ ἰδίως ἡ γνωστή πανελλήνια ἰδιότητα τοῦ ψυχοπομποῦ ἡ ψυχαγωγοῦ.
Ὡς ψυχοπομπός στὸν Κάτω Κόσμο ἐξυπηρετεῖ τον Πλούτωνα καὶ την Περσεφόνη. Συγκεκριμένα μεταφέρει τις ψυχές τῶν νεκρῶν καὶ συγχρόνως παρευρίσκεται στὸ δικαστήριο του Ἄδη, δηλαδή ἐκτελεῖ καθήκοντα με τα ὁποία ἀπέκτησε ἐξαιρετική θέση ἀνάμεσα στοὺς θεούς του Κάτω Κόσμου.
Πολλές εἶναι οἱ ἀρχαῖες πηγές ποὺ παρουσιάζουν τον Ἑρμῆ συνδεμένο με καθαρά χθόνιες θεότητες, ὅπως εἶναι ἡ Δήμητρα, ὁ Πλούτων, ὁ Τροφώνιος κ.ά. «Χθόνιο», λ.χ., ἀποκαλοῦν τον Ἑρμῆ ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Αἰσχύλος καὶ ὁ Εὐριπίδης. Δὲν εἶναι ὅμως ἀπίθανο ἡ ἰδιότητα του χθόνιου θεοῦ νὰ προῆλθε ἀπὸ την ἄλλη ἰδιότητά του, του κήρυκα των θεῶν καὶ του ψυχοπομποῦ.
Ἔτσι, σὰν κήρυκας μποροῦσε νὰ διαβιβάσει εἰδήσεις ἡ εὐχές ἀπὸ τὸν Ἐπάνω Κόσμο στὸν Κάτω ἡ νὰ μεταφέρει τις ψυχές στοὺς χθόνιους, καὶ ὥς ἐκ τούτου νὰ θεωρήθηκε καὶ ο ἴδιος χθόνιος. Στοὺς Ὀρφικούς Ὕμνους, ὁ Ἑρμῆς ὁ χθόνιος ὁδηγεῖ τις «ἀθάνατες ψυχές» στὸν Ἄδη καὶ τις ξαναφέρνει πίσω στὸν Ἐπάνω Κόσμο (γιὰ καινούριες ἐνσωματώσεις).
Ὡς ψυχαγωγός ἀναφέρεται ἐπίσης καὶ στὶς «Χοηφόρους» του Αἰσχύλου (στ. 622), μολονότι ὁ Ὀρέστης ἀναμένει ἀπὸ αὐτὸν ὄχι ἁπλὰ νὰ διαβιβάσει την εὐχὴ του στοὺς ἄλλους χθόνιους καὶ στὸ νεκρό πατέρα του, ἀλλὰ καὶ νὰ τον συμπαρασταθεῖ στὴν προσπάθειά του νὰ ἐκδικηθεῖ τους δολοφόνους του πατέρα του (στ. 727-29). Τὴ χθόνια θεότητά του μαρτυρεῖ καὶ ὁ Παυσανίας, ὁ ὁποῖος αναφέρει ότι είδε στον Άρειο Πάγο άγαλμα του Ερμή δίπλα σε αγάλματα των άλλων μεγάλων «ὑπογαίων θεῶν».
Γιὰ την ἐξαιρετική θέση του Ἑρμῆ ἀνάμεσα στοὺς θεούς του Κάτω Κόσμου μᾶς πληροφορεῖ καὶ ὁ Πλούταρχος, καθώς στὴ γιορτή Ἐλευθέρια της Πλάταιας συνήθιζαν πρῶτα νὰ προσεύχονται στὸν χθόνιο Ἑρμῆ καὶ στὸν χθόνιο Δία κατά τὴ θυσία του ταύρου καὶ κατόπιν νὰ καλοῦν στὴν «αἱμακουρία» τις ψυχές ἐκείνων ποῦ εἶχαν σκοτωθεῖ στὴ μάχη κατά τῶν Περσῶν, το 479 π.Χ..
Τον Ἑρμῇ ὅμως, ὡς φοβερό χθόνιο θεό, τον ἐπικαλοῦνταν οἱ Ἕλληνες κατά τον 5ο π.Χ. αἱ. καὶ στοὺς λεγόμενους «καταδέσμους» (defixiones), δηλαδή στὶς ἐπικλήσεις πρὸς τους νεκρούς ἡ τους χθόνιους θεούς, γιὰ νὰ βλάψουν ὅσους μισοῦσαν. Στὴν ἀρχαϊκή ἐποχῆ κάθε ταφικό μνημεῖο ἦταν ἀφιερωμένο ὡς «ἄγαλμα» του ψυχοπομποῦ θεοῦ του Κάτω Κόσμου.
Ὁ Πίνδαρος, ἕνα λίθινο γλυπτικό ἔργο στημένο πάνω σε τάφο το ἀποκαλεῖ «ἄγαλμα Αϊδα». Πάντως, ἀξιοσημείωτο εἶναι το γεγονός ὅτι στὸν Ὅμηρο δὲ γίνεται μνεία του πορθμέα Ἑρμῇ, ἀφοῦ οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν καὶ στὴν Ἰλιάδα καὶ στὴν Ὀδύσσεια μπαίνουν στὸν Ἄδη «χωρίς τὴ βοήθεια κάποιου πλωτοῦ μέσου, ἀρκεῖ βέβαια νὰ ἔχουν καεῖ».
Ὅπως ἀναφέραμε στὴν προηγούμενη ἑνότητα, το ρόλο του πορθμέα (του περαματάρη) στὴ μεταγενέστερη (μεθομηρική) ἐποχῆ θὰ τὸν χρεωθεῖ ὁ Χάρων (Χάροντας), ὁ ὁποῖος μετέφερε με το πλεούμενό του τους νεκρούς στὴν ἀπέναντι ὄχθη τῶν ποταμῶν του Κάτω Κόσμου (κυρίως της φοβερῆς Στύγας) καὶ της Ἀχερουσίας λίμνης.
Ἡ ἱστορία τοῦ θεοῦ Ἑρμῆ εἶναι ἴσως ἡ πιὸ διδακτική γιὰ την ἐξελίξη καὶ τὴ διαρκῆ ἀνανέωση του περιεχομένου ὅλων τῶν χθόνιων θεῶν. Μάλιστα ἡ περίπτωση τοῦ Ἑρμῆ δικαιώνει τὴ νεότερη ἐπιστημονική ἔρευνα, σύμφωνα με την ὁποία -ὅπως προαναφέρθηκε- κάθε μελέτη ἡ παρουσίαση της ἑλληνικῆς θρησκείας θὰ πρέπει νὰ ξεκινάει ἀπὸ την πρό- ὁμηρική θρησκεία τῶν Ἑλλήνων.
Σ αὐτὴν λοιπόν την πλούσια «λαϊκή» θρησκευτική παράδοση καὶ στὸ τελετουργικό της μπορεῖ κανείς νὰ ἀνιχνεύσει τις ἄφθονες χθόνιες καταβολές κάθε Ὀλύμπου θεοῦ καὶ νὰ καταγράψει την ἐξελίξη καὶ τὴ σταδιακή ἀνανέωσή του, ἡ ὁποία σε μερικές περιπτώσεις εἶναι τόσο σημαντική, ὥστε ἀπὸ την ἀρχική θεότητα δὲν ἐπιζεῖ παρά μόνο το ὄνομα, ὅπως λ.χ. η περίπτωση του χθόνιου θεοῦ Ἑρμῆ, στὴ μετεξέλιξη του ὁποίου ἀξίζει νὰ κάνουμε μία σύντομη ἀναφορά:
Ὁ Ἑρμῆς, στὰ πρώιμα χρόνια εἶχε συνδεθεῖ με τους παρόδιους λιθοσωροῦς ποὺ ἦταν εἴτε τάφοι εἴτε «ὀροί» (ὁρόσημα). Καὶ το ἑλληνικό ὄνομα του ἐξάλλου σημαίνει κυριολεκτικά «αὐτὸν ποὺ προβάλλει μέσα ἀπὸ σωρό με πέτρες».
Ὑπῆρχε λοιπόν μία παλιά συνήθεια του ἀρχαίου Ἕλληνα ἀγρότη ποὺ, ὅταν ἔβρισκε στὸ δρόμο ἕνα σωρό ἀπὸ πέτρες, ἔριχνε ἄλλη μία πέτρα ἐπάνω του, γιατί πίστευε ὅτι κάποια θεϊκή δύναμη (θεός-δαίμων) κατοικοῦσε μέσα σ' αὐτὲς. Ὁ Μ. Nilsson θεωρεῖ ὅτι σ' αὐτὴν τὴ συνήθεια ὑποκρύπτονται ἴχνη παλιάς λιθολατρίας, καὶ σημειώνει ὅτι αὐτὲς τις πέτρες τις ὀνόμαζαν «ἔρμα» καὶ την μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὲς -στὴν κορυφή του σωροῦ- την ὀνόμαζαν «Ἑρμῆ».
Καὶ ο W. Burkert ἐπισημαίνει ὅτι οἱ λιθοσωροί, ὅπως καὶ ἡ πρωτόγονη ὁριοθέτηση τῶν περιοχῶν με φαλλό, εἶχαν πάντοτε την ἴδια ἀποτρεπτική δύναμη. Οἱ λιθοσωροί αὐτοὶ, δηλαδή οἱ «Ἔρμές», τους ὁποίους οἱ ἄνθρωποι της ὑπαίθρου χρησιμοποιοῦσαν ὡς «ὁδοδεῖκτες» γιὰ τους ταξιδιῶτες, ἀλλὰ καὶ ὥς ὁρόσημα τῶν ἀγρῶν καὶ τῶν ἰδιωτικῶν κτημάτων, φαίνεται πῶς ἀποτελοῦσαν τεμένη του χθόνιου Ἑρμῆ, ὁ ὁποῖος μάλιστα τιμωροῦσε ὅποιον τολμοῦσε νὰ καταπατήσει ξένη γῆ.
Μολονότι ἡ «παρουσία» τοῦ θεοῦ τῶν «συνόρων» (Ἑρμῆ) ἐμπόδιζε την παράνομη καταπάτηση, οἱ γείτονες φαίνεται ὅτι μετακινοῦσαν τα σύνορα, γιὰ νὰ ἐπεκτείνουν τὴ δική τους γῆ, με ἀποτέλεσμα οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν κτημάτων νὰ χρησιμοποιοῦν ὡς ὁρόσημα ἀκόμη μεγαλύτερες πέτρες σε ὀρθία ἐμφανῆ θέση. Στήν κορυφή αὐτῶν τῶν λιθοσωρών (εἴτε «ὀροί» ἦταν εἴτε τάφοι) στηνόταν μία ἀκόμη μεγαλύτερη πέτρα, ἡ «ἐρμαϊκή στήλη». Ὁ Παυσανίας ἀναφέρει ὅτι οἱ λιθοσωροί αὐτοί χρησιμοποιοῦνταν καὶ ὡς σύνορα τῶν χωρῶν.
Στὶς λίθινες ἡ ἀργότερα ξύλινες αὐτὲς «Ἔρμές», τις ὁποῖες μεταγενέστερα τοποθετοῦσαν σε διασταυρώσεις ὁδῶν, στὶς πλατεῖες τῶν πόλεων καὶ στὶς εἰσόδους τῶν σπιτιῶν ἡ τῶν ναῶν, τονίζονταν με ἔμφαση οἱ φαλλοί. Ἀπὸ την παρουσία των φαλλῶν, σύμβολο της γονιμικῆς του ἰδιότητας, ὁ Ἡρόδοτος συμπεραίνει ὅτι ὁ Ἑρμῆς ἦταν προϊστορικός θεός, τον ὁποῖο οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν παραλάβει ἀπὸ τους Πελασγούς. Τέλος, το 520 π.Χ. ὁ γιὸς του Πεισίστρατου Ἴππαρχος πρότεινε στοὺς Ἀθηναίους τὴ λίθινη μορφή τοῦ Ἑρμῆ ποὺ ἀργότερα ἐπιβλήθηκε γενικῶς.
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ την ἐπισήμανση του Μ. Nilsson ὅτι ἀπὸ την ἀντίληψη τῶν ἀγροτικῶν λαῶν ὅτι μέσα στὶς πέτρες κατοικοῦσε κάποια θεϊκή «δύναμη» (ἕνας δαίμων) ποὺ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ἐξαγνισμοῦς καὶ χοές, δημιουργήθηκε ἡ ἀντίληψη γιὰ την ὑπόγεια κατοικία τῶν νεκρῶν, δηλαδή γιὰ το σκοτεινό Ἄδη κάπου βαθιά, κάτω ἀπὸ τὴ γῆ.
Κατά συνέπεια, μέσα ἀπὸ τις «δαιμονικές τελετουργίες» τῶν ἀγροτικῶν λαῶν, γεννήθηκε ἡ πίστη σε ἕνα θεό ποῦ θὰ παραλαμβάνει τις ψυχές τῶν νεκρῶν, γιὰ νὰ τις ὁδηγεῖ στὸν Κάτω Κόσμο ἡ μερικές φορές θὰ τις ἐπαναφέρει στὴν ἐδῶ ζωή. Καὶ αὐτὸς ὁ θεός ἦταν ὁ Ἑρμῆς Ψυχοπομπός ἡ Ψυχαγωγός.
Ὡς ψυχοπομπός, ὁ Ἑρμῆς, ἀναφέρεται καταρχάς στὴ «δεύτερο-νέκυια» της Ὀδύσσειας νὰ παραλαμβάνει τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων καὶ, με το χρυσό καὶ ὄμορφο μαγικό ραβδί του, νὰ τις ὁδηγεῖ ἀπ' εὐθείας στὸν Ἄδη («κατ' εὐρώεντα κέλενθα») μέχρι τον ἀσφοδελόν λειμῶνα, «ἔνθα ναίουσι ψυχαί, εἴδωλα καμόντων» καὶ ὄχι ὅπως ἀναφέρουν οἱ μεταγενέστερες δοξασίες καὶ δείχνουν οἱ ἀττικές λήκυθοι νὰ ὁδηγεῖ τις ψυχές στὴ λέμβο («ἀκάτιο») του πορθμέα Χάροντα.
Ὁ ψυχοπομπός Ἑρμῆς σε ἀγγειογραφίες ἐμφανίζεται νὰ ἐπαναφέρει στὸν Ἐπάνω Κόσμο τὴ βασίλισσα του Ἄδη, την Κόρη Περσεφόνη, νὰ μεταφέρει τὴ νεκρή Ἀλκμήνη ἀπὸ τὴ Θήβα στὰ Νησιά των Μακάρων καὶ νὰ συνοδεύει τον Πρίαμο κατά τὴ μεταφορά του Ἕκτορα γιὰ ἐνταφιασμό. Με την ἴδια ἰδιότητα ὁ Ἑρμῆς μεταφέρει καὶ την Ἑλένη στὴν Αἴγυπτο, ἀφήνοντας στὴ θέση της ἕνα ὁμοίωμά της. Ἐπίσης, ὁ Ἑρμῆς, παριστάνεται στὸ περίφημο ἀνάγλυφο του Ὀρφέα νὰ ὑπενθυμίζει στὴν Εὐρυδίκη, πιάνοντάς της ἐλαφρὰ το χέρι, ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψει ὁριστικά στὸν Κάτω Κόσμο.
Κατά τὴ μυθολογία, ὁ Ἑρμῆς, φορά φτερωτά χρυσά σανδάλια, με τα ὁποία μπορεῖ σὰν γλάρος νὰ γλιστρᾶ πάνω στὰ κύματα, ὅποτε χρειάζεται, ἐνῶ κρατάει τὴ θαυματουργική του ράβδο, με την ὁποία ὁπότε θέλει ἀποκοιμίζει ἡ ξυπνᾶ ἀπὸ τον ὕπνο τους ἀνθρώπους. Γι' αὐτὸ ἄλλωστε τιμᾶται καὶ ὥς ὑπνοδότης, ὕπνου προστάτης καὶ ὁνειροπομπός.
Κατά το Διογένη Λαέρτιο (8,31) ο Πυθαγόρας ἀποκαλοῦσε τον Ἑρμῆ «θεϊκό ταμία των ψυχῶν», «πομπαίο» καὶ «πυλαίο καὶ χθόνιο», ἐπειδὴ συνόδευε τις ψυχές τῶν νεκρῶν στὸ ὑποχθόνιο βασίλειο μέσῳ της «Πύλης» του Ἄδη, ὁπού καὶ φρόντιζε ὁ ἴδιος ὁ Ἑρμῆς νὰ συγκεντρωθοῦν οἱ καθαρές ψυχές στὸν «ὑψηλότερο χῶρο», ἐνῶ οἱ ἀκάθαρτες νὰ βρεθοῦν σε «ἄρρηκτα δεσμά» με τις Ἐρινύες.
Στή Θεσσαλία εἶχε ἐπικρατήσει ἡ συνήθεια στὰ ἑλληνιστικά καὶ στὰ ρωμαϊκά χρόνια νὰ χαράζουν ἡ νὰ ζωγραφίζουν κάτω ἀπὸ το ὄνομα του νεκροῦ, στὸ κάτω μέρος της ἐπιτάφιας στήλης, μία μικρή ἐρμαϊκή στήλη με τις λέξεις «Ἐρμάου χθονίου», ποὺ σημαίνουν ὅτι η στήλη με το ὄνομα του νεκροῦ ἀφιερωνόταν στῶ χθόνιο Ἑρμῆ.
Καὶ ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει την τοπική συνήθεια των κατοίκων του Ἀργούς, τριάντα ἡμέρες μετά το θάνατο συγγενικοῦ τους προσώπου νὰ θυσιάζουν γιὰ τον Ἑρμῆ, ὁ ὁποῖος «δέχεται τις ψυχές τῶν ἀνθρώπων, ὅπως το χῶμα δέχεται τα σώματά τους». Παρόμοιο μνημόσυνο γιὰ τους δικούς τους νεκρούς εἶχαν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι στὴ γιορτή τὠν Χύτρων, την τρίτη καὶ τελευταία ἡμέρα τῶν Ἀνθεστηρίων, ὁπότε θυσίαζαν γιὰ τον ψυχοπομπό Ἑρμῆ καὶ ὄχι γιὰ τους Ὀλύμπιους θεούς.
Ἡ δημοτικότητα του Ἑρμῆ αὐξήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στὰ ὕστερα χρόνια της ἀρχαιότητας, τότε πού ὁλοκληρώθηκε καὶ ἡ μετεξέλιξή του, καθώς ἀπέκτησε πολλαπλές ἰδιότητες ἐντελῶς ξένες πρὸς την ἀρχικὴ του χθόνια φύση. Ἔτσι, ἀπὸ χθόνιος θεός του Κάτω Κόσμου καὶ ψυχοπομπός τῶν νεκρῶν ψυχῶν θὰ μετεξελιχθεῖ μέχρι καὶ σε θεό τῶν γυμναστηρίων καὶ τοῦ ἀθλητισμοῦ, προστάτη των ἀθλητικῶν ἀγώνων.
Πολλά γυμνάσια ἀφιερώθηκαν τότε στὸν Ἑρμῆ τον ἀγώνιο ἡ ἐναγώνιο, τὸν ὁποῖο τιμοῦσαν συνήθως μαζί με τον Ἡρακλῆ. Σε ἀρκετὰ γυμνάσια ἔχουν βρεθεῖ πολλά ἀναθήματα με την ἐπιγραφή «Ἐρμήι καὶ Ἡρακλεῖ», ἐνῶ, ὅπως μας πληροφορεῖ ὁ Παυσανίας, στῆ Μεγαλόπολη ὑπῆρχε κοινός ναός γιὰ τους δύο θεούς, κοντά σε στάδιο. Μεγάλες γιορτές πρὸς τιμήν του Ἑρμῆ, ὡς προστάτη τῶν ἀθλητῶν καὶ ἀθλητικῶν συλλόγων (τα λεγόμενα Ἐρμαῖα) τελοῦνταν σε πολλές πόλεις της Ἑλλάδας καὶ της Ρώμης, ἐνῶ ἡ τέταρτη ἡμέρα του μῆνα ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Ἑρμῆ, ὅπως στὴ Ρώμη ἡ τετάρτη ἡμέρα της βδομάδας.
Οἱ Ρωμαῖοι πρῶτοι μεταμόρφωσαν τον Ἑρμῆ σε θεό ἐμπορίου, τον Mercurius, με το γεμᾶτο βαλάντιο στὸ χέρι. Πάντως, τα γυμναστήρια με τον καιρό ἔχασαν τον ἀρχικὸ χαρακτῆρα της σωματικῆς ἀγωγῆς, καθώς σε εἰδικές αἴθουσές τους, μετά τις σωματικές ἀσκήσεις γινόντουσαν καὶ θεωρητικά μαθήματα. Μάλιστα δίδασκαν διακεκριμένοι λόγιοι της ἐποχῆς (ἰδίως ρήτορες καὶ φιλόσοφοι), με ἀποτέλεσμα ὁ Ἑρμῆς αὐτόματα νὰ γίνει προστάτης καὶ των γραμμάτων καὶ της ρητορικῆς (λόγιος Ἑρμῆς).
Ριζικά ἐπίσης ἄλλαξέ καὶ ἡ εἰκαστική του παράσταση: ἐνῶ οἱ ἀρχαϊκοί ἀγγειογράφοι, ἐκφράζοντας τις μεταθανάτιες ἀντιλήψεις της ἐποχῆς τους, ἀπεικόνιζαν σε λευκές ληκύθους το σκυθρωπό χθόνιο Ἑρμῆ, ὡς σεβάσμιο γενειοφόρο ψυχοπομπό, κατά την κλασική καὶ ἰδιαίτερα την ἑλληνιστική ἐποχῆ παριστανόταν ὡς ὡραῖος ἔφηβος με καλογυμνασμένο (πραξιτέλειο) σῶμα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ το γυμνό ἄγαλμα του ποὺ βρέθηκε στὴν Ἄνδρο (μόνο ἕνα φίδι ποὺ ἑλίσσεται σε παρακείμενο κορμό δέντρου, μαρτυρεῖ το χθόνιο χαρακτῆρα του).
Ἄλλωστε, μ' αὐτὴν τὴ μορφή ὁ Ἑρμῆς γίνεται ἀργότερα, μαζί με τον Ἔρωτα καὶ τον Ἡρακλῆ, ὁ θεός της ἀθλούμενης νεολαίας καὶ των γυμναστηρίων. «Ἡ πραξιτέλεια αὐτὴ εἰκόνα του Ἑρμῆ ἐπέχει τόσο πολύ ἀπὸ τὴ σεβάσμια μορφή του παλιοῦ χθόνιου θεοῦ, ὥστε φαίνεται σὰ νὰ παριστάνει ἄλλο θεό», ἐπισημαίνει ὁ Ν. Παπαχατζής.
Ὁ Ἑρμῆς παριστάνεται συνήθως καὶ με φτερωτά πέδιλα καὶ με το πλατύγυρο καπέλο του, τον πέτασο, σύμβολα της ἀέρινης ταχύτητας του ἀγγελιαφόρου θεοῦ καὶ κρατῶντας τὴ μαγική χρυσή ράβδο του, το κηρύκειον, ἀρχαιότατο σύμβολο της ποιμενικῆς του φύσης καὶ της ἀφθονίας. Ἀλλά ἱερὰ σύμβολα, ἐκτὸς ἀπὸ τον φαλλό, σύμβολο γονιμότητας, εἶναι ἡ ἀόρατη κυνή, το ξίφος καὶ το δρέπανο, σύμβολα της χθόνιας φύσης του, ὁ δίσκος, σύμβολο του θεού προστάτη της γυμναστικῆς καὶ τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων, ὁ αὐλὸς (σῦριγξ), ἡ λύρα καὶ ἡ κιθάρα, σύμβολα της μουσικῆς του φύσης, καὶ τέλος το βαλάντιον, σύμβολο του θεοῦ προστάτη του ἐμπορίου καὶ τῶν συναλλαγῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου