Mία ἀπὸ τους Μεγαλομάρτυρες του Χριστιανισμοῦ ὑπῆρξε ἡ Ἁγία Αἰκατερίνῃ,
ποῦ
ἔμηνε ἀκλόνητη στὴν πίστη της καὶ
ἀπέδειξε ἐνώπιον εἰδωλολάτρη Ρωμαίου
αὐτοκράτορα πῶς ὁ Ἑλληνισμός εἶναι
ἀλληλένδετος με τον Χριστιανισμό.
Σύμφωνα
με τον Ρουφίνο, το πρῶτο της ὄνομα ἦταν
Δωροθέα. Μετά την βάπτισή της ὅμως,
ἔλαβε το ὄνομα Αἰκατερίνη, αὐτὴ δηλαδή
ποῦ εἶναι πάντα καθαρή, ἁγνή.
(ἀεί+καθταρίνα). Ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια,
στὰ χρόνια του βασιλιά Μαξιμίνου, εἶχε
ἀριστοκρατική καταγωγή καὶ τεράστια
μόρφωση.
Ἀπὸ
μικρή εἶχε ξεχωρίσει γιὰ την σοφία,
την πραότητα ἀλλὰ καὶ τον δυναμισμό
της, ὁ ὁποῖος δὲν ἄργησε νὰ φανεῖ.
Ὅταν ὁ Μαξιμίνος ἐξέδωσε διάταγμα ποὺ
ὑποχρέωνε ὅλους τους ὑπηκόους του νὰ
προσφέρουν σε αὐτὸν θυσίες, ἀνταποδίδοντας
με αὐτὸν τον τρόπο την εὐμένεια τῶν
θεῶν τῶν εἰδώλων, ἀπειλῶντας τους
μάλιστα πῶς σε περίπτωση ἀνυπακοῆς
θὰ ὑποβληθοῦν σε βασανιστήρια, ἡ
Αἰκατερίνη δὲν ὑπάκουσε, ἀποφασίζοντας
νὰ δείξει στὸν κόσμο την ἀλήθεια, με
ὄπιο κόστος.
Ἔτσι
ἔσπευσε στὸ ναό, ὅπου γίνονταν οἱ
θυσίες καὶ ζήτησε νὰ δεῖ τον Μαξιμίνο,
ὁ ὁποῖος καὶ την δέχτηκε ἀμέσως. Τότε,
ἐπιστρατεύοντας την ἄριστη γνώση της
ἑλληνικῆς κλασσικῆς γραμματείας,
καθώς καὶ την ἄπταιστη ρητορική της
δεινότητα, με τρόπο εὐθύ καὶ εἰλικρινῆ
του εἶπε: «βασιλιά μου, ἔπρεπε νὰ
γνωρίζεις ὅτι οἱ θυσίες σου ἀπευθύνονται
σε εἴδωλα φθαρτῶν ἀνθρώπων καὶ ὄχι
σε πραγματικούς θεούς, πρᾶγμα ποῦ
ὑποστηρίζει καὶ ὁ διαλεκτικός φιλόσοφος
Διόδωρος ὅταν λέει ὅτι κάποιους
ἀνθρώπους οἱ συνάνθρωποί τους τους
ὀνόμασαν θεούς καὶ τους περιέβαλαν με
το ἀξίωμα της ἀθανασίας, ἐνῷ κάποιους
ἄλλους ποῦ ἀπέδειξαν ἀνδρεία ἡ κάποια
ἀρετὴ τους τίμησαν με ἀνδριάντες καὶ
ἀγάλματα, ἀργότερα δὲ τους θεώρησαν
θεούς καὶ ἐπινόησαν θυσίες, τιμές καὶ
πανηγύρια, πρᾶγμα ποῦ καταδικάζει καὶ
ὁ δικός σας σοφός, ὁ Πλούταρχος, ὅταν
λέει ὅτι εἰσήγαγαν την πλάνη τῶν
εἰδώλων». Τον παρότρυνε μάλιστα νὰ
μελετήσει τα λόγια των σοφῶν, γιατί
μόνο ἔτσι θὰ γνώριζε τον μόνο ἀληθινό
Θεό.
Ὁ
Μαξιμίνος ἔκπληκτος ἀπὸ το θάρρος καὶ
την παρρησία της, της ζήτησε νὰ συνεχίσουν
την συζήτησή τους, ἀμέσως μετά την
τέλεση των θυσιῶν. Ἔτσι κι ἔγινε. Στὴν
μεταξύ τους συνομιλία ὁ Βασιλιάς
προσπάθησε νὰ της ἀλλάξει γνώμη, χωρίς,
ὅμως, ἀποτέλεσμα, καθώς δὲν μποροῦσε
νὰ ἀντικρούσει τα ἐπιχειρήματά της.
«Στριμωγμένος» ὥς ἦταν ἀποφάσισε νὰ
συγκεντρώσει τους καλύτερους ρήτορες
της ἐποχῆς, προκειμένου νὰ την
ἀντιμετωπίσουν. Μέχρι την συνάντηση
μάλιστα, ἔθεσε την Αἰκατερίνη ὑπὸ
φρούρηση.
Ὅταν
συγκεντρώθηκαν οἱ 50 περιφανέστεροι
ρήτορες της ἐποχῆς, τους προειδοποίησε
νὰ προετοιμαστοῦν τα μέγιστα, σὰν νὰ
ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν τον Πλάτωνα,
γιατί σε περίπτωση ποὺ ἡττηθοῦν θὰ
γελοιοποιηθοῦν.
Στὴν
συνέχεια ὁ Ἀγῶνας λόγου ξεκίνησε
ἐνώπιον πλήθους κόσμου. Ὁ πρῶτος καὶ
καλύτερος ρήτορας ἀπευθύνθηκε στὴν
Αἰκατερίνη καὶ γεμᾶτος ἐπάρσει της
εἶπε: «Ἐσὺ εἶσαι ποῦ μιλᾶς με θράσος
καὶ ἀναισχυντία γιὰ τους θεούς μας;»
Ἡ Αἰκατερίνη ἀπάντησε: «Ἐγὼ εἶμαι,
ἀλλὰ ποτέ δὲν μίλησα με θράσος καὶ
ἀναισχυντία. Πάντα μιλάω με ἠπιότητα,
σεβασμό καὶ ἀγάπη πρὸς την ἀλήθεια».
Ξεκίνησε ἔτσι μία λογομαχία, στὴν ὁποία
ἡ Αἰκατερίνη με τα ἴδια τους τα
ἐπιχειρήματα, ἀνέτρεπε τα λεγόμενά
τους. Χαρακτηριστικό εἶναι το ἀπόσπασμα,
ὅπως το παραδίδει ὁ Συμεῶν ὁ Μεταφραστής:
Ρήτορας
«Πρῶτα πρῶτα ὁ Ὅμηρος, ὅταν προσεύχεται
στὸν Δία, τον χαρακτηρίζει πολυδοξασμένο,
ἀθάνατο. Ὁ Ορφέας ευχαριστεί τον
Απόλλωνα και τον αποκαλεί βασιλιά,
παντεπόπτη…Ὁπότε κι ἐσὺ μὴν ἀπατᾶσαι
καὶ λατρεύεις θεό ἕναν ἐσταυρωμένο,
τον ὁποῖο κανένας ἀπὸ τους σοφούς μας
οὔτε σοφό τον ὀνόμασε, οὔτε καὶ ἤξερε
ἄν ἦταν θεός».
Αἰκατερίνη
«Παραδέχομαι ὅτι αὐτὰ ποῦ ἀνέφερες
τα εἶπαν οἱ ποιητές. Ὅμως λένε κι ἄλλα.
Ὁ Ὅμηρος, γιὰ παράδειγμα, ἀποδίδει
στὸν πατέρα τῶν θεῶν σας πολλά
ἐλαττώματα, ἀφοῦ τον λέει ψεύτη,
διεστραμμένο, πανοῦργο καὶ ἀπατεῶνα,
ἐνῶ γράφει πῶς λίγο ἔλειψε νὰ τον
ἔδενε ἡ Ἤρα, ὁ Ποσειδῶν καὶ ἡ Ἀθηνᾶ.
Ὁ Ὀρφέας ἐπίσης καταλογίζει μεγάλη
ἀνοησία καὶ φαντασιοπληξία σε ὅσους
λατρεύουν αὐτούς τους θεούς. Ἀλλὰ καὶ
ὁ Σοφοκλῆς προσθέτει: “Ὑπάρχει Θεός,
ποῦ δημιούργησε το σύμπαν. Ἐμεῖς οἱ
θνητοί θεσμοθετήσαμε καὶ κατασκευάσαμε
ἀγάλματα θεῶν ἀπὸ ξύλο, πέτρα ἡ χρυσό.
Καὶ ὁρίσαμε θυσίες σ’ αὐτούς, θεωρῶντας
ὅλα αὐτὰ ὡς ἐκδήλωση σεβασμοῦ καὶ
λατρείας”». Εἶχε μείνει ὅμως ἀκόμα
κάτι ποὺ δὲν εἶχε ἀντικρούσει ἡ
Αἰκατερίνη. Το ἐπιχείρημα του ρήτορα,
κατά το ὁποῖο κανένας ἀρχαῖος Ἕλληνας
σοφός δὲν κάνει λόγο γιὰ τον Ἰησοῦ.
Τότε
ἡ Αἰκατερίνη βγάζει καὶ δείχνει μπροστά
σε ὅλους τον χρησμό τῶν Σίβυλλων
(ἀρχαῖες προφήτισσες) καὶ την μαρτυρία
τοῦ Ἀπόλλωνα μέσῳ τῶν μαντειῶν του
στοὺς Δελφούς.
«Κάποτε
θὰ ἔρθη στὴν πολύπαθη γῆ κάποιος
ἀναμάρτητος καὶ με τους ὀρούς της
θεότητας θὰ λύσει την φθορά ἀνίατων
παθών. Ὁ ἄπιστος ὅμως λαός θὰ τον
φθονήσει καὶ θὰ τον κρεμάσει ὡς κατάδικο
θανάτου. Καὶ ὅλα αὐτὰ θὰ τα ἀπομείνει
με πραότητα».
«ἐπί
την πολυσχεδῆ ταύτην ἐλάσειε γῆν· καὶ
δίχα σφάλματος γενήσεται σάρξ· άκαμάτοις
δέ θεότητας ὄροις· ἀνιάτων παθῶν λύσει
φθοράν· καί τούτου φθόνος γενήσεται ἐξ
άπίστου λαοῦ· καί πρὸς ὔψος κρεμασθήσεται
ὡς θανάτου κατάδικος· ταῦτα δέ πάντα
παίσεται πράως».
Τον
ἴδιο χρησμό ἐπικαλέστηκαν τόσο Ἀπόστολος
Παῦλος ποὺ συνιστοῦσε στοὺς χριστιανούς
νὰ μελετοῦν τα ἑλληνικά κείμενα καὶ
μάλιστα τους σιβυλλικούς χρησμούς:
«λάβετε καὶ τᾶς ἑλληνικάς βίβλους.
Ἐπίγνωτε Σίβυλλαν, ὡς δηλοῖ ἕνα Θεόν
καὶ τα μέλλοντα ἔσεσθαι…», ὅσο καὶ ὁ
αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος σε λόγο του
πρὸς τους «Ἁγίους Συλλόγους» του
Χριστιανισμοῦ.
Ὁ
χρησμός τοῦ Ἀπόλλωνος: «Ἕνας οὐράνιος
με μάχεται, ποὺ εἶναι φῶς τριλαμπές.
Ὁ παθών εἶναι θεός, καὶ ἡ θεότητά του
δὲν ἔπαθε, διότι εἶναι φθαρτός κατά
το σῶμα, ἀλλὰ ἀλλότριος της φθοράς.
Εἶναι Θεός καὶ ἄνθρωπος. Ὡς θνητός θὰ
ὑποστεῖ καὶ βρισιές καὶ σταυρό καὶ
ταφή. Ἀπὸ τα βλέφαρά του κάποτε θὰ
κυλήσουν δάκρυα θερμά. Πέντε χιλιάδες
ἄνδρες θὰ χορτάσει ἀπὸ πέντε ἄρτους,
διότι ἤθελε νὰ ἐξουσιάσει ὡς Θεός. Ὁ
Χριστός εἶναι ο δικός μου Θεός, ὁ ὁποῖος
σταυρώθηκε σε ξύλο, αὐτὸς ποῦ ἐξέπνευσε
καὶ ἀπὸ τον τάφο ἕλκει πολλούς στὸν
οὐρανό».
Ἔτσι
ἡ Αἰκατερίνη εἶπε: «Αὐτὸς ρήτορας
μου εἶναι ὁ Χριστός, ὁ δικός μου Θεός,
ποῦ σταυρώθηκε καὶ πέθανε καὶ ἐτάφη,
ἀλλὰ την τρίτη μέρα ἀναστήθηκε καὶ
ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς». Συνέχισε
ἔπειτα μιλῶντας γιὰ την δημιουργία,
τον ἄνθρωπο, κλπ, ὥσπου ὁ ρήτορας ἔμεινε
ἄναυδος. Βλέποντάς το αὐτὸ ὁ Μαξιμίνος
διέταξε τους ὑπόλοιπους ρήτορες νὰ
σπεύσουν πρὸς βοήθειά του. Ἐκεῖνοι
ὅμως ἰσχυριζόμενοι πῶς δὲν μποροῦν
νὰ τα καταφέρουν, ἔπεσαν στὰ πόδια της
καὶ την παρακάλεσαν νὰ ζητήσει ἀπὸ
τον Θεό νὰ συγχωρέσει τις ἁμαρτίες
τους καὶ νὰ τους ἀξιώσει νὰ λάβουν το
Βάπτισμα καὶ το Ἅγιο Πνεῦμα. Μόλις το
εἶδε αὐτὸ ὁ Μαξιμίνος διέταξε νὰ τους
κάψουν στήν πυρά. Ἡ Αἰκατερίνη τότε,
γεμάτη γαλήνη τους εἶπε «Αὐτή ἡ φωτιά
θὰ γίνει γιὰ σας το βάπτισμα». Το
περιστατικό αὐτὸ ἔκανε πολλούς
εἰδωλολάτρες νὰ στραφοῦν στὸν
χριστιανισμό καὶ νὰ βροντοφωνάξουν
την πίστη τους. Ἀνάμεσα τους καὶ ἡ
γυναῖκα του Μαξιμίνου, Αὐγούστα, ὁ
στρατοπεδάρχης του καὶ 200 στρατιῶτες
του. Μαρτύρησαν ὅλοι…
Το
χειρότερο ὅμως μαρτύριο ὑπέστη ἡ ἴδια
ἡ Αἰκατερίνη, ποῦ πίστευε πῶς μέσα
ἀπὸ αὐτὸ θὰ στραφεῖ πολύς κόσμος
στὸν Χριστό, γι αὐτὸ καὶ δὲν φοβήθηκε.
Πίστευε ἀκόμη, αὐτὸ ποῦ με τόση σιγουριά
εἶχε δηλώσει ὁ Σωκράτης στὴν Ἀπολογία
του. Ὅτι δηλαδή, δὲν τον ἔνοιαζε νὰ
πεθάνει, γιατί στὸν παρόντα κόσμο τα
πάντα εἶναι ψεύτικα. Θά πήγαινε σε ἕναν
καλύτερο κόσμο, δίπλα στούς ἀθανάτους.
Ἔτσι ἡ Αἰκατερίνη τον παρότρυνε νὰ
τελειώσει αὐτὸ ποῦ ἔχει ἀποφασίσει.
Την ἔδεσε λοιπόν σε ἕναν εἰδικὸ τροχό,
ὥστε νὰ βρεῖ τραγικό θάνατο. Τα δεσμά
ὅμως ἔσπασαν…
Τότε
ὁ Μαξιμίνος ἀποφάσισε νὰ την ἀποκεφαλίσει.
Καθώς την πήγαινε στὸ ἀπόσπασμα, πλῆθος
κόσμου την ἀκολουθοῦσε, ὁμολογῶντας
την πίστη του καὶ θρηνῶντας γιὰ τον
χαμό της. Λέγεται μάλιστα ὅτι ὅταν της
ἔκοψε ὁ δήμιος το κεφάλι δὲν χύθηκε
αἷμα, ἀλλὰ γάλα. Ἡ ἐκκλησία τιμᾶ την
μνήμη της στὶς 25 Νοεμβρίου καὶ θεωρεῖται
προστάτις της Φιλολογίας καὶ τῶν
φοιτητῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου