Μία
ἡμέρα ἀπὸ τὴ ζωή μιᾶς ἀρχαίας Αθηναίας
Τα
παιδικά χρόνια ἑνὸς κοριτσιοῦ δὲν
ἦταν στερημένα ἀπὸ χαρά. Τα πρῶτα
χρόνια της ζωῆς ἡ μάνα ἡ μία τροφός το
κουνοῦσαν σ’ ἕνα κρεμαστό καλάθι ἡ
το κρατοῦσαν στὰ χέρια καὶ το λίκνιζαν
τραγουδῶντας του νανουρίσματα. Το παιδί
τρεφόταν με χυλό στὸν ὁποῖο ἔβαζαν
μέλι γιὰ νὰ γλυκάνει καὶ το φύλαγαν
ἀπὸ το κακό μάτι με πολλά φυλαχτά. Ὅλα
θὰ πήγαιναν καλά ἄν δὲν το τρόμαζαν
συνεχές με κάθε λογῆς ἀκάθαρτα καὶ
πονηρά πνεύματα, ποῦ παραφύλαγαν γύρω
ἀπὸ το κρεβάτι του.
Το
κοριτσάκι δὲν καταλάβαινε γιὰ τι λογῆς
τέρατα γινόταν λόγος, παρ’ ὅλα αὐτὰ
ὅμως ὁ φόβος τρύπωνε στὴν ψυχή του.
Ὅταν το κοριτσάκι ἄρχιζε νὰ περπατάει,
τα σύνορα του κόσμου του πλάταιναν
αἰσθητά. Εἶχε ἕναν κηπάκο ὁποῦ μποροῦσε
νὰ παίζει, εἶχε παιχνίδια καὶ κατοικίδια
ζῶα. Τα παιχνίδια ἦταν διάφορα: κοῦκλες
πήλινες καὶ κέρινες, βαμμένες ὡραία,
ποῦ μποροῦσαν νὰ κινοῦν τα χέρια καὶ
τα πόδια τους, σπιτάκια καὶ βαρκοῦλες
δερμάτινες, σχεδόν ἴδιες με τις ἀληθινές,
μαϊμουδάκια ἀπὸ ἄργιλο ποὺ κρατοῦσαν
στὰ χέρια ἄψυχα πουλάκια. Ἁμαξάκια
ποὺ κινοῦνταν με τροχούς καὶ κουδουνίστρες
ποὺ ἔκαναν φοβερό θόρυβο. Ἡ κρεμαστή
κούνια σηκωνόταν τόσο ψηλά ποὺ σου
κοβόταν ἡ ἀναπνοή. Στὸ κηπάκι ὑπῆρχε
ἀρκετὸς χῶρος γιὰ νὰ τρέχει με το
στεφανάκι του ἡ νὰ παίζει τόπι με τα
ἀδελφάκια του, τα ὁποία ὡς τα ἑπτὰ
χρόνια μεγάλωναν μαζί με τα κοριτσάκια.
Ἐκτὸς ἀπὸ τα σκυλιά καὶ τις γάτες
εἶχε κι ἕνα γερανό ἐξημερωμένο. Μποροῦσε
νὰ πηγαίνει στὸ τραπέζι των μεγάλων
ὅταν πρόσφεραν τα ἐπιδόρπια καὶ συχνά
ἔπαιρνε το πρόγευμα στὴν ἐσωτερική
αὐλίτσα, μαζί με τον πατέρα καὶ τὴ
μητέρα του. Μάθαινε νὰ διαβάζει, νὰ
γράφει καὶ νὰ παίζει διάφορα μουσικά
ὄργανα. Δὲν ὑπῆρχε καμιά καθορισμένη
μέθοδος ἀγωγῆς τῶν κοριτσιῶν .ἡ μάνα
τούς μετέδιδε τις γνώσεις της, αὐτὲς
βέβαια ποὺ εἶχε. Ὁ Εὐριπίδης ὑποστήριζε
ὅτι ἡ γυναῖκα δὲν γίνεται πιὸ καλή
ἄν ξέρει πολλά. Το κορίτσι μάθαινε νὰ
πλέκει, νὰ ὑφαίνει, νὰ κεντάει, νὰ
μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, νὰ μπορεῖ
νὰ τα κάνει ὅλα με τα χέρια του. .ἔπειτα
του ἔδειχναν πώς νὰ κρατάει γερά ἀπὸ
τα ἡνία τις δοῦλες καὶ πώς διευθύνεται
το νοικοκυριό. Κι ἡ ἀγωγὴ του σταματοῦσε
ἐδῶ. Νὰ βλέπει ὅσο το δυνατό λιγότερα,
νὰ ἀκούει ὅσο το δυνατό λιγότερα καὶ
νὰ θέτει ὅσο το δυνατό λιγότερες
ἐρωτήσεις. Ἔτσι ἐννοοῦσε ὁ Ξενοφῶντας
την ἰδανική ἀγωγὴ τῶν κοριτσιῶν.
Ἀποστολή της γυναίκας ἦταν “νὰ ἔχει
τὴ φροντίδα του σπιτιοῦ καὶ νὰ ἀκούει
τον χάντρα της”. Στὰ γραπτά των ποιητῶν
καὶ των φιλοσόφων βρίσκονται πολυάριθμες
ἐπιβεβαιώσεις αὐτῆς της ἀντίληψης.
Ὁ ἀθηναῖος δὲν κρατοῦσε τὴ γυναῖκα
κλειδωμένη στὸ σπίτι, ἀλλὰ ὁλόκληρο
το σύστημα της ἀθηναϊκῆς ζωῆς ἔδειχνε
στὴ σύζυγο ὅτι ἡ θέση της εἶναι στὸ
σπίτι καὶ ὅτι ὁ χῶρος ὅπου θὰ περνοῦσε
τὴ ζωή της τελείωνε μπροστά στὴν
ἐξώθυρα. Τα νέα κορίτσια ἔβγαιναν στὴν
πόλη συνοδευόμενα πάντοτε ἀπὸ τους
γονεῖς ἡ ἀπὸ ἄλλα ἡλικιωμένα πρόσωπα,
ἀλλὰ καὶ τότε μόνο γιὰ νὰ πάρουν μέρος
στὶς μεγάλες θρησκευτικές τελετές, σε
μία κηδεία ἡ νὰ μεταβοῦν στὸ ναό. Μόνο
σε τέτοιες περιπτώσεις μποροῦσε νὰ τα
δεῖ το μάτι ξένου ἄντρα. Σε μία κωμωδία
τοῦ Ἀριστοφάνη κάποια σύζυγος λέει:
ὅταν ρώτησα τον ἄντρα τι ἀποφάσισε ἡ
ἐκκλησία του δήμου (ἡ συνέλευση τοῦ
λαοῦ) αὐτὸς μοῦ ἀπάντησε: “τι σε
ἐνδιαφέρει; κλεῖσε το στόμα σου, καὶ
πρόσθεσε: σώπασα. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ γυναῖκα
βρισκόταν σε κατάσταση κατωτερότητας,
πρᾶγμα ποὺ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν τὴ
σέβονταν καὶ προπαντός ὅτι δὲν σεβόταν
ἡ ἴδια τον ἑαυτὸ της. Ὁ ἄντρας μποροῦσε
νὰ της ἐπιτρέψει ἡ νὰ της ἀπαγορεύσει
νὰ μιλήσει γιὰ την πολιτική στὴ διάρκεια
του φαγητοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἀναμφίβολο
πῶς αὐτὴ ἀπεδίωκε νὰ φέρει τὴ συζήτηση
στὰ πολιτικά.
Γάμος
Σ’
ὅλα τα ἑλληνικά κράτη ὁ γάμος
κατοχυρωνόταν με νόμο. Ἡ γυναῖκα ἦταν
πολίτισσα καὶ σὰν τέτοια προστατευόταν
ἀπὸ την ἀσπίδα τῶν νόμων της πόλης-
κράτους. Ἕνας πολίτης ἐπιτρεπόταν νὰ
παντρευτεῖ μονάχα με μία πολίτισσα καὶ
μόνο τα παιδιά της νόμιμης συζύγου του
κληρονομοῦσαν το ὄνομα καὶ την
περιουσία. Ἡ μονογαμία ἀποτελούσε
θεμελιακή ἀρχὴ του γάμου στοὺς ἕλληνες.
Ἀπαγορευόταν στοὺς ἀθηναίους νὰ
παντρευτοῦν με μία ξένη. Στὴ Σπάρτη
ὅσους ἔμεναν ἀνύπαντροι ὥς τα γεράματα
δὲν τους ἐκτιμοῦσαν ὅπως τους ἄλλους
γέρους. Ἕνας νέος Λακεδαιμόνιος δὲν
παραχώρησε τὴ θέση του στὸ στρατηγό
Δερκυλίδα λέγοντάς του: “γιατί καὶ σῦ
δὲν ἔκανες αὐτόν πού θὰ παραχωρήσει
τὴ θέση του σε μένα”. Οἱ ἀρχαῖοι
ἕλληνες θεωροῦσαν ὅτι ἔπρεπε νὰ
ὑπάρχει ἀνάμεσα στοὺς συζύγους διαφορά
12-14 χρόνων. Συνήθως ἡ νύφη ἦταν 12-16
χρόνων καὶ ὁ γαμπρός 24-30. Τέτοιες
διαφορές θεωρούνταν κανονικές. Η τελετή
του γάμου περιλάμβανε τρεῖς ξεχωριστές
φάσεις: στὸ σπίτι της νύφης, μετακίνηση,
στὸ σπίτι του γαμπροῦ. Ἡ πρώτη καὶ πιὸ
σημαντική τελετή ἦταν ὁ ἀρραβῶνας,
στὸν ὁποῖο ἡ παρουσία της νύφης δὲν
ἦταν ὑποχρεωτική. Στὴν πράξη ὁ ἀρραβῶνας
περιοριζόταν στὴν ὑπογραφή του
συμβολαίου του γάμου. Ἡ προῖκα καθοριζόταν
στὴν ὑπογραφή του συμβολαίου του γάμου.
Ἡ προῖκα του κοριτσιοῦ ἀποτελοῦνταν
ἀπὸ χρῆμα ρευστό, ρουχισμό, πολύτιμα
ἀντικείμενα καὶ δούλους, καὶ ἔφτανε
το λιγότερο στὸ ἕνα δέκατο της περιουσίας
του πατέρα της νύφης. Κάποτε δινόταν
σὰν προῖκα κι ἕνας κλῆρος γῆς με τὴ
μορφή πλασματικῆς ἐνοικίασης. Οἱ
ἀθηναῖοι την παντρεμένη χωρίς προῖκα
δὲν τὴ θεωροῦσαν ἐξασφαλισμένη. Γι’
αὐτὸ κάποτε ἡ ἐκκλησία ἡ μερικοί
πλούσιοι πολῖτες προίκιζαν τα κορίτσια
τῶν ἀνδρῶν ποὺ πρόσφεραν ὑπηρεσίες
στὴν πατρίδα. Γάμος χωρίς προῖκα δὲν
εἶχε ἰσχὺ στοὺς ἀθηναίου. Στὶς
ἰδιωτικές τελετές, δὲν ἦταν ὑποχρεωτικό
νὰ παραβρίσκεται ἱερέας ἡ ἐκπρόσωπος
του κράτους ἔτσι ἡ παρουσία μαρτύρων
στὸ κλείσιμο του συμβολαίου ἀποτελοῦσε
ἐπιτακτική ἀνάγκη.
Σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της συζύγου ἡ προῖκα ἐπιστρεφόταν, γιατί κληρονόμος της δὲν ἦταν ὁ σύζυγος ἀλλὰ ὁ πιὸ κοντινός ἀπὸ αἷμα συγγενής. Οἱ γάμοι γίνονταν τις μέρες ποὺ ἦταν πανσέληνος καὶ συνήθως το χειμῶνα, το μῆνα γαμηλιῶνα, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὴ θεά ἤρα. Πρὶν ἀπὸ την τελετή καὶ στὰ δύο σπίτια προσφέρονταν θυσίες στοὺς ἐφέστιους θεούς. Οἱ πλούσιες οἰκογένειες θυσίαζαν μία δαμαλίδα στὸ βωμό της Ἀθηνᾶς ἡ της Ἄρτεμις. Ἀλλὰ ἡ πιὸ εὐπρόσδεκτη προσφορά στοὺς θεούς ἦταν ἕνας βόστρυχος. Την προσφορά αὐτὴ την ἔκαναν στὴν Ἄρτεμι καὶ τα πλούσια καὶ τα φτωχά κορίτσια, ἐνῶ οἱ γαμπροί πρόσφεραν βοστρύχους στὸν Ἀπόλλωνα. Σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἀνάγλυφο παριστάνεται ὁ στολισμός μιᾶς νύφης. Ἡ νύφη καλύπτει το πρόσωπο με το πέπλο γιὰ νὰ κρύψει τα δάκρυα. Μία δούλη τῆς πλένει τα πόδια καὶ τα ἀλείφει με ἀρώματα. Το πιὸ χαρακτηριστικό νυφικό ἔνδυμα ἦταν ὁ πέπλος. Τέλος, ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ὁ γαμπρός, καλλωπισμένος καὶ ἀρωματισμένος, με ἕνα στεφάνι στὸ κεφάλι, συντροφευμένος ἀπὸ το συνοδό, τους συγγενεῖς καὶ φίλους, ἔρχεται στὸ σπίτι της νύφης, ποῦ οἱ πύλες του ἦταν στολισμένες ἔγκαιρα με κλαδιά ἐλιᾶς καὶ δάφνης. Μπροστά σ’ ὅλη την οἰκογένεια καὶ στοὺς μελλόνυμφους, ὁ πατέρας προσφέρει θυσία στὴν ἑστία, δηλώνει ἐπίσημα ὠτί δίνει την κόρη του στὸ γαμπρό καὶ ὅτι ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς δὲν ἀνήκη στὴν οἰκογένεια τῶν γονιῶν της, δηλαδή δὲν πρέπει νὰ τηρεῖ τὴ λατρεία των προγόνων του σπιτιοῦ. Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς θὰ προσφέρει ἀναθήματα καὶ θυσίες στοὺς προγόνους της οἰκογένειας του συζύγου. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα γιὰ το γαμήλιο δεῖπνο, μαζί καὶ ὁ γαμήλιος πλακοῦντας, φτιαγμένος ἀπὸ σουσάμι καὶ μέλι. Στὸ γάμο οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες ἔτρωγαν μαζί, ἀλλὰ οἱ γυναῖκες δὲν ξάπλωναν στὰ κρεβάτια, ἀλλὰ κάθονταν σε καθίσματα, στὴν ἀπέναντι ἄκρη ἀπ’ αὐτή ποὺ εἶχαν καταλάβει οἱ ἄντρες. Στὶς συζητήσεις ὅμως ἔπαιρνε μέρος ὅλος ὁ κόσμος. Ὅταν σουρούπωνε, στὴ θύρα ἀκούονταν ἦχοι αὐλοῦ. Καλυμμένη με ἕναν πέπλο, ὅπως καὶ μέχρι τότε, ἡ νύφη ἔβγαινε ἀπὸ το σπίτι γιὰ νὰ ἀνεβεῖ στὸ ἅμαξα ἀνάμεσα στὸ γαμπρό καὶ το συνοδό. Μπροστά ἀπὸ την ἅμαξα βάδιζαν οἱ αὐλητές. Οἱ φίλοι μαζεύονταν γύρω ἀπὸ την ἅμαξα καὶ τραγουδοῦσαν γαμήλια τραγούδια. Ἡ μητέρα της νύφης βάδιζε πίσω ἀπῶ την ἅμαξα κρατῶντας στὸ χέρι ἕναν πυρσό ἀναμμένο ἀπὸ την ἑστία του σπιτιοῦ. Οἱ περαστικοί χαιρετοῦσαν την πομπή, εὔχονταν εὐτυχία στοὺς νεαρούς νεοπαντρεμένους καὶ τους πείραζαν. Σ’ ὅλη τὴ διάρκεια της διαδρομῆς ἀντηχοῦσε ὁ ἱερὸς ὕμνος, ὁ ὑμέναιος. Κι ἔτσι ἡ συνοδεία διέσχιζε τους δρόμους καὶ τις συνοικίες, συνοδεύοντας τους νιόπαντρους, πού πήγαιναν νὰ συναντήσουν την εὐτυχία ποῦ τους περίμενε. Στὸ κατώφλι του σπιτιοῦ του γαμπροῦ, ποῦ ἦταν ἐπίσης στολισμένο με κλαδιά ἐλιᾶς καὶ δάφνης, τὴ νεαρή σύζυγο τὴ δεχόταν ἡ πεθερά. “δὲν εἶχα τύχη νὰ σου ἀνάψω τον πυρσό στὸ γάμο”, λέγει μία μάνα ποῦ ὁ γιὸς της βρῆκε το θάνατο πρὶν παντρευτεῖ (Εὐριπίδης).Το σπίτι του γαμπροῦ ὄχι μονάχα ἀνακαινιζόταν καὶ ἐπιπλωνόταν με καινούργια ἔπιπλα, ἀλλὰ συχνά χτίζονταν καινούργιες αἴθουσες καὶ κτίρια, ἡ ἀγαπημένη του δάφνη λέει στὸ βοσκό της: “νὰ μου χτίσεις ἕνα νυφικό θάλαμο, νὰ μου χτίσεις ἕνα σπίτι καὶ μία στάνη γιὰ τα πρόβατα”. Στὴν πύλη τὴ σκεπασμένη με γιρλάντες λουλουδιῶν ἔβγαινε ἕνα παιδάκι πού ἔφερνε ἕνα καλάθι με φροῦτα καὶ ἔψαλλε ἕναν ὕμνο, ποὺ ἡ ἐπωδὸς του ἔλεγε: “πιὸ θαυμαστή θὰ εἷναι ἡ καινούργια σου τύχη ἀπ’ την παλιά”. Ἡ νύφη ἔτρωγε ἕνα σῦκο ἡ ἕνα κυδώνι- τα πιὸ γλυκά φροῦτα -, σύμβολο της ἤρεμης εὐτυχίας την ὁποία θὰ χαιρόταν ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς. Μὰ ἡ νύφη δὲν θὰ μπεῖ μόνη της στῶ καινούργιο της σπίτι. Γυρίζει πρὸς τους συγγενεῖς της, ποὺ σπεύδουν νὰ την περιτριγυρίσουν κάνοντας πῶς θέλουν νὰ την ὑπερασπίσουν ἀπὸ το σύζυγο. Ὁ σύζυγος την ἁρπάζει καὶ τὴ σηκώνει στὰ χέρια του νὰ την πάει στὸ σπίτι, χωρίς νὰ παίρνει ὑπόψη τα ξεφωνητά της. Φροντίζει τα πόδια της νύφης νὰ μὴν ἀγγίζουν το κατώφλι, γιατί αὐτὸ θὰ ἦταν κακοσημαδιά.
Σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου της συζύγου ἡ προῖκα ἐπιστρεφόταν, γιατί κληρονόμος της δὲν ἦταν ὁ σύζυγος ἀλλὰ ὁ πιὸ κοντινός ἀπὸ αἷμα συγγενής. Οἱ γάμοι γίνονταν τις μέρες ποὺ ἦταν πανσέληνος καὶ συνήθως το χειμῶνα, το μῆνα γαμηλιῶνα, ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὴ θεά ἤρα. Πρὶν ἀπὸ την τελετή καὶ στὰ δύο σπίτια προσφέρονταν θυσίες στοὺς ἐφέστιους θεούς. Οἱ πλούσιες οἰκογένειες θυσίαζαν μία δαμαλίδα στὸ βωμό της Ἀθηνᾶς ἡ της Ἄρτεμις. Ἀλλὰ ἡ πιὸ εὐπρόσδεκτη προσφορά στοὺς θεούς ἦταν ἕνας βόστρυχος. Την προσφορά αὐτὴ την ἔκαναν στὴν Ἄρτεμι καὶ τα πλούσια καὶ τα φτωχά κορίτσια, ἐνῶ οἱ γαμπροί πρόσφεραν βοστρύχους στὸν Ἀπόλλωνα. Σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἀνάγλυφο παριστάνεται ὁ στολισμός μιᾶς νύφης. Ἡ νύφη καλύπτει το πρόσωπο με το πέπλο γιὰ νὰ κρύψει τα δάκρυα. Μία δούλη τῆς πλένει τα πόδια καὶ τα ἀλείφει με ἀρώματα. Το πιὸ χαρακτηριστικό νυφικό ἔνδυμα ἦταν ὁ πέπλος. Τέλος, ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Ὁ γαμπρός, καλλωπισμένος καὶ ἀρωματισμένος, με ἕνα στεφάνι στὸ κεφάλι, συντροφευμένος ἀπὸ το συνοδό, τους συγγενεῖς καὶ φίλους, ἔρχεται στὸ σπίτι της νύφης, ποῦ οἱ πύλες του ἦταν στολισμένες ἔγκαιρα με κλαδιά ἐλιᾶς καὶ δάφνης. Μπροστά σ’ ὅλη την οἰκογένεια καὶ στοὺς μελλόνυμφους, ὁ πατέρας προσφέρει θυσία στὴν ἑστία, δηλώνει ἐπίσημα ὠτί δίνει την κόρη του στὸ γαμπρό καὶ ὅτι ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς δὲν ἀνήκη στὴν οἰκογένεια τῶν γονιῶν της, δηλαδή δὲν πρέπει νὰ τηρεῖ τὴ λατρεία των προγόνων του σπιτιοῦ. Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς θὰ προσφέρει ἀναθήματα καὶ θυσίες στοὺς προγόνους της οἰκογένειας του συζύγου. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα γιὰ το γαμήλιο δεῖπνο, μαζί καὶ ὁ γαμήλιος πλακοῦντας, φτιαγμένος ἀπὸ σουσάμι καὶ μέλι. Στὸ γάμο οἱ ἄντρες καὶ οἱ γυναῖκες ἔτρωγαν μαζί, ἀλλὰ οἱ γυναῖκες δὲν ξάπλωναν στὰ κρεβάτια, ἀλλὰ κάθονταν σε καθίσματα, στὴν ἀπέναντι ἄκρη ἀπ’ αὐτή ποὺ εἶχαν καταλάβει οἱ ἄντρες. Στὶς συζητήσεις ὅμως ἔπαιρνε μέρος ὅλος ὁ κόσμος. Ὅταν σουρούπωνε, στὴ θύρα ἀκούονταν ἦχοι αὐλοῦ. Καλυμμένη με ἕναν πέπλο, ὅπως καὶ μέχρι τότε, ἡ νύφη ἔβγαινε ἀπὸ το σπίτι γιὰ νὰ ἀνεβεῖ στὸ ἅμαξα ἀνάμεσα στὸ γαμπρό καὶ το συνοδό. Μπροστά ἀπὸ την ἅμαξα βάδιζαν οἱ αὐλητές. Οἱ φίλοι μαζεύονταν γύρω ἀπὸ την ἅμαξα καὶ τραγουδοῦσαν γαμήλια τραγούδια. Ἡ μητέρα της νύφης βάδιζε πίσω ἀπῶ την ἅμαξα κρατῶντας στὸ χέρι ἕναν πυρσό ἀναμμένο ἀπὸ την ἑστία του σπιτιοῦ. Οἱ περαστικοί χαιρετοῦσαν την πομπή, εὔχονταν εὐτυχία στοὺς νεαρούς νεοπαντρεμένους καὶ τους πείραζαν. Σ’ ὅλη τὴ διάρκεια της διαδρομῆς ἀντηχοῦσε ὁ ἱερὸς ὕμνος, ὁ ὑμέναιος. Κι ἔτσι ἡ συνοδεία διέσχιζε τους δρόμους καὶ τις συνοικίες, συνοδεύοντας τους νιόπαντρους, πού πήγαιναν νὰ συναντήσουν την εὐτυχία ποῦ τους περίμενε. Στὸ κατώφλι του σπιτιοῦ του γαμπροῦ, ποῦ ἦταν ἐπίσης στολισμένο με κλαδιά ἐλιᾶς καὶ δάφνης, τὴ νεαρή σύζυγο τὴ δεχόταν ἡ πεθερά. “δὲν εἶχα τύχη νὰ σου ἀνάψω τον πυρσό στὸ γάμο”, λέγει μία μάνα ποῦ ὁ γιὸς της βρῆκε το θάνατο πρὶν παντρευτεῖ (Εὐριπίδης).Το σπίτι του γαμπροῦ ὄχι μονάχα ἀνακαινιζόταν καὶ ἐπιπλωνόταν με καινούργια ἔπιπλα, ἀλλὰ συχνά χτίζονταν καινούργιες αἴθουσες καὶ κτίρια, ἡ ἀγαπημένη του δάφνη λέει στὸ βοσκό της: “νὰ μου χτίσεις ἕνα νυφικό θάλαμο, νὰ μου χτίσεις ἕνα σπίτι καὶ μία στάνη γιὰ τα πρόβατα”. Στὴν πύλη τὴ σκεπασμένη με γιρλάντες λουλουδιῶν ἔβγαινε ἕνα παιδάκι πού ἔφερνε ἕνα καλάθι με φροῦτα καὶ ἔψαλλε ἕναν ὕμνο, ποὺ ἡ ἐπωδὸς του ἔλεγε: “πιὸ θαυμαστή θὰ εἷναι ἡ καινούργια σου τύχη ἀπ’ την παλιά”. Ἡ νύφη ἔτρωγε ἕνα σῦκο ἡ ἕνα κυδώνι- τα πιὸ γλυκά φροῦτα -, σύμβολο της ἤρεμης εὐτυχίας την ὁποία θὰ χαιρόταν ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς. Μὰ ἡ νύφη δὲν θὰ μπεῖ μόνη της στῶ καινούργιο της σπίτι. Γυρίζει πρὸς τους συγγενεῖς της, ποὺ σπεύδουν νὰ την περιτριγυρίσουν κάνοντας πῶς θέλουν νὰ την ὑπερασπίσουν ἀπὸ το σύζυγο. Ὁ σύζυγος την ἁρπάζει καὶ τὴ σηκώνει στὰ χέρια του νὰ την πάει στὸ σπίτι, χωρίς νὰ παίρνει ὑπόψη τα ξεφωνητά της. Φροντίζει τα πόδια της νύφης νὰ μὴν ἀγγίζουν το κατώφλι, γιατί αὐτὸ θὰ ἦταν κακοσημαδιά.
Παντρεμένη
Πρώτη φροντίδα της νεαρῆς συζύγου στὸ καινούργιο της σπίτι εἶναι νὰ κάνει ἱερὲς σπονδές μπροστά στὴν ἑστία καὶ τα ἐμβλήματα των προγόνων του συζύγου, πού ἔγιναν τώρα καὶ δικοί της πρόγονοι. Μιά χορωδία κοριτσιῶν τραγουδάει ἕνα ἐπιθαλάμιο, ἡ τελετή τελειώνει. Τὴ δεύτερη μέρα το νεαρό ζευγάρι δέχεται τους φίλους. Κάποτε οἱ φίλοι τους κάνουν την τιμή νὰ τους τραγουδήσουν ἑωθινό τραγούδι. Ἥ μέρα αὐτὴ λέγεται μέρα της ἀποκάλυψης. Τον πέπλο η νεαρή νιόπαντρη θὰ τον δωρίσει στὴν ἤρα, παρακαλῶντας τὴ θεά νὰ της χαρίσει εὐτυχισμένη οἰκογενειακή ζωή. Ἔτσι λοιπόν ἡ νεαρή σύζυγος βγάζει τον πέπλο καὶ παρουσιάζεται μπροστά στοὺς καλεσμένους ποῦ ἦρθαν με τα γαμήλια δῶρα. Τα δῶρα εἶναι κάθε λογῆς: ζωγραφιστά ἀγγειά, σανδάλια, καθρέφτες, χτένες, ἀρώματα κι ἄλλα ἀντικείμενα. Τώρα ἡ νεαρή γυναῖκα ἔγινε οἰκοδέσποινα.
Ὁ ἄντρας της εἶναι πολύ μεγαλύτερος στὰ χρόνια. Εἶναι ἔμπειρος κι ὅλος ὁ κόσμος τον θεωρεῖ καλό νοικοκύρη. Το πρωί της δεύτερης μέρας ὁ σύζυγος θὰ προσκυνήσει πρῶτα τους θεούς καὶ μαζί με τὴ σύζυγό του θὰ τους προσφέρει θυσία, παρακαλῶντας τους νὰ της δώσουν τὴ θεία χάρη νὰ μάθει ὅλα ὅσα χρειάζονται καὶ νὰ ἀποκτήσει χρήσιμες συνήθειες. Με τὴ σειρά της η σύζυγος ὑπόσχεται ὅτι θὰ προσπαθήσει νὰ εἶναι ἐπιμελής. Στὸ χωρισμό η μάνα δὲν της εἶπε παρά μόνο πῶς σὰν σύζυγος πρέπει νὰ εἶναι ἐπιφυλακτική καὶ σεμνή. Ἀλλὰ ὁ σύζυγός της, της ἐξηγεῖ πῶς ἀπὸ τὴ στιγμή ποὺ ἔγινε οἰκοδέσποινα ἔχει χρέος νὰ μοιάζει με τὴ μάνα τῶν μελισσῶν, νὰ κάθεται πάντα μαζί με το σμῆνος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπει στὶς μέλισσες νὰ τεμπελιάζουν, δηλαδή νὰ βάζει τις θεραπαινίδες στὴ δουλειά καὶ νὰ τις μαθαίνει νὰ ‘ναὶ πειθαρχικές. Αὐτή πρέπει νὰ συγκεντρώνει ὅλα τα προϊόντα καὶ τις προμήθειες, νὰ τα μοιράζει καὶ νὰ φυλάει με φροντίδα τα ἀποθέματα, γιὰ νὰ μὴν τυχόν σπαταλιέται σ’ ἕνα μῆνα αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ φτάσει γιὰ χρόνο ὁλόκληρο. Ὅταν θὰ φέρουν το μαλλί, αὐτή πρέπει νὰ δώσει νὰ γνέσουν καὶ νὰ ὑφάνουν. ᾟ ἴδιά πρέπει ἐπίσης νὰ προσέξει τα ὀπωρικά νὰ ξεραθοῦν καλά καὶ νὰ γιατρευτοῦν οἱ δοῦλοι ποῦ τυχόν ἀρρώστησαν .οἱ ἐξηγήσεις του συζύγου εἶναι πολύ λεπτομερειακές. Της λέει πῶς οἱ προμήθειες πρέπει νὰ διατηροῦνται με τάξη, κάθε πρᾶγμα στὴν κατάλληλη θέση, κι οἱ ὑπηρέτριες πρέπει νὰ μάθουν πῶς ὅταν παίρνουν κάτι νὰ το βάζουν στὴ θέση του. Τα ὑποδήματα πρέπει νὰ μπαίνουν στὴ σειρά, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διαλέγει κανένας εὔκολα το κατάλληλο ζευγάρι. Ἡ ἐνδυμασία καὶ το κρεβατοστρώσι πρέπει νὰ κρατιοῦνται με τάξη, διπλωμένα με φροντίδα. Τα ἀγγεῖα ἀκόμα καὶ τα δοχεῖα του φαγητοῦ οὔτε κι αὐτὰ τα ξέχασε. Ὁ σύζυγος ἔχει τὴ γνώμη πῶς πρέπει νὰ εἶναι τακτοποιημένα ἔτσι ποὺ νὰ μπορεῖ κανείς νὰ τα παίρνει εὔκολα. Τα ἀκριβὰ πράγματα -τάπητες καὶ διάφορα κοσμήματα -τα φύλαγαν στὸν κοιτῶνα, γιατί ἦταν το πιὸ ἐξασφαλισμένο δωμάτιο του σπιτιοῦ. Στοὺς ξερούς χώρους διατηροῦνται τα σιτηρά καὶ το ψωμί, στοὺς ψυχρούς το κρασί, ἐνῷ τα φωτεινά δωμάτια προορίζονται γιὰ ἐργασία. Ὕστερα ἀπὸ τις θεωρητικές ὁδηγίες ὁ σύζυγος περνάει στὰ πρακτικά μαθήματα καὶ μαζί με τὴ σύζυγό του ἀρχίζει νὰ χωρίζει τα πράγματα κατά κατηγορίες. Πρῶτα βάζουν κατά μέρος τα ἀντικείμενα της λατρείας, ἔπειτα τα ἐνδύματα γιὰ τις γιορτές καὶ τὴ στρατιωτική στολή του συζύγου. Διαλέγουν ξεχωριστά τα στολίσματα γιὰ τα δωμάτια της συζύγου, τα ὑποδήματα του ἄντρα καὶ τα ὑποδήματα της γυναίκας. Καθορίζουν τον τόπο ὁποῦ θὰ κρατοῦν τα ὅπλα καὶ τα ἐργαλεῖα γιὰ το λανάρισμα καὶ το γνέσιμο του μαλλιοῦ. Τα ἐργαλεῖα αὐτὰ τα ξέρει πολύ καλά ἡ νεαρή σύζυγος, γιατί στὸ πατρικό της σπίτι ἔμαθε νὰ γνέθει καὶ νὰ ὑφαίνει. Χαιρετάει την ἐλαφρή καλαμένια ρόκα σὰν παλιά της φίλη, γιατί με τὴ συντροφιά της πέρασε ὧρες ὁλόκληρες, κρατῶντας την στὸ ἀριστερό χέρι, ἐνῶ με το δεξί τύλιγε το στριμμένο γνέμα στὸ μετάλλινο ἀδράχτι. Νά καὶ ἕνα καλαθάκι με καλολαναρισμένο μαλλί, το ὁποῖο ὅταν γνέθει το κρεμάει ἀπὸ το χέρι της κοντά στὸν ἀγκῶνα. Ὁ ἀργαλειός τῆς εἶναι πολύ γνωστός. Ὧρες ὁλόκληρες πηγαινοερχόταν μπροστά του, ἀπὸ τὴ μία ἄκρη ὡς την ἄλλη, γυρίζοντας τὴ σαΐτα, γιατί το στημόνι δὲν ἦταν τεντωμένο ὁριζόντια, μὰ κάθετα. Τα ἀντικείμενα οἰκιακῆς χρήσης, τα δοχεῖα του φαγητοῦ, οἱ στάμνες καὶ οἱ σκάφες γιὰ πλύσιμο καὶ τα ταψιά γιὰ το ψήσιμο του ψωμιοῦ, τα πινάκια γιὰ το φαγητό -διαλέγονται με φροντίδα ἀπὸ το σύζυγο καὶ χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αὐτὰ ποὺ εἶναι γιὰ καθημερινή χρήση καὶ τα ἀλλὰ γιὰ ὁρισμένες περιπτώσεις.
Τα τρόφιμα κι οἱ ἄλλες προμήθειες εἶναι κι αὐτὲς σε δύο σωρούς: ὁ ἕνας ἀντιπροσωπεύει τὴ μηνιάτικη κατανάλωση, ὁ ἄλλος τα ἀποθέματα γιὰ τον ὑπόλοιπο χρόνο. Σύμφωνα με τὴ γνώμη του συζύγου ἔτσι φαίνεται καλύτερα ποῖο ἀπὸ τα τρόφιμα πλησιάζει νὰ τελειώσει. Τέλος, οἱ σύζυγοι διαλέγουν μία ἀποθηκάριο, την πιὸ ἐγκρατῆ στὸ φαγητό, στὸ ποτό καὶ στὸν ὕπνο δοῦλα, την πιὸ ὑπάκουη καὶ την πιὸ συγκρατημένη. Αὐτὲς οἱ ἰδιότητες εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικές. Τώρα ὅλα εἶναι ἐντάξει. Ἡ νεαρή σύζυγος ἀρχίζει την οἰκογενειακή ζωή. Τὴ χαραυγή ξυπνάει τους δούλους καὶ τους δίνει ἐργασία. Αὐτὴ κρατάει τα κλειδιά ἀπὸ τις ἀποθῆκες, γνέθει καὶ φαίνει. Πρέπει νὰ εἶναι σεμνή καὶ προκομμένη, ὑπόδειγμα γιὰ τις δοῦλες. Δὲν θὰ ‘ναὶ σπάταλη ὅπως ὁρισμένες γυναῖκες, πού σκορποῦν τις προμήθειες με τέτοια ἐπιπολαιότητα, ποὺ οἱ ἄντρες τους εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ τους πάρουν τα κλειδιά ἀπὸ τις ἀποθῆκες. Ὁ ἄντρας δὲν θὰ ‘ναὶ ποτέ τραχύς μαζί της κι οὔτε φιλάργυρος, ἔτσι ποὺ αὐτὴ θὰ μείνει πάντα ἀφέντρα της ἀποθήκης. Ἡ ζωή της παντρεμένης ἀθηναίας ἦταν πολύ μονότονη. Ἀπὸ το σπίτι μποροῦσε νὰ βγεῖ μονάχα με την ἄδεια του συζύγου, συνοδευόμενη ἀπὸ μία δοῦλα ἡ ἀπὸ ἕναν ἡλικιωμένο συγγενῆ. Ὅμως κανένας δὲν ἀπαιτοῦσε τον περιορισμό των γυναικών ποὺ εἶχαν περάσει τα πενήντα. Φυσικά αὐτὰ τα ἔθιμα δὲν τα τηροῦσαν με αὐστηρότητα. Οἱ παντρεμένες γυναῖκες πήγαιναν συχνά περίπατο καὶ ἔκαναν ἐπισκέψεις.
Πρώτη φροντίδα της νεαρῆς συζύγου στὸ καινούργιο της σπίτι εἶναι νὰ κάνει ἱερὲς σπονδές μπροστά στὴν ἑστία καὶ τα ἐμβλήματα των προγόνων του συζύγου, πού ἔγιναν τώρα καὶ δικοί της πρόγονοι. Μιά χορωδία κοριτσιῶν τραγουδάει ἕνα ἐπιθαλάμιο, ἡ τελετή τελειώνει. Τὴ δεύτερη μέρα το νεαρό ζευγάρι δέχεται τους φίλους. Κάποτε οἱ φίλοι τους κάνουν την τιμή νὰ τους τραγουδήσουν ἑωθινό τραγούδι. Ἥ μέρα αὐτὴ λέγεται μέρα της ἀποκάλυψης. Τον πέπλο η νεαρή νιόπαντρη θὰ τον δωρίσει στὴν ἤρα, παρακαλῶντας τὴ θεά νὰ της χαρίσει εὐτυχισμένη οἰκογενειακή ζωή. Ἔτσι λοιπόν ἡ νεαρή σύζυγος βγάζει τον πέπλο καὶ παρουσιάζεται μπροστά στοὺς καλεσμένους ποῦ ἦρθαν με τα γαμήλια δῶρα. Τα δῶρα εἶναι κάθε λογῆς: ζωγραφιστά ἀγγειά, σανδάλια, καθρέφτες, χτένες, ἀρώματα κι ἄλλα ἀντικείμενα. Τώρα ἡ νεαρή γυναῖκα ἔγινε οἰκοδέσποινα.
Ὁ ἄντρας της εἶναι πολύ μεγαλύτερος στὰ χρόνια. Εἶναι ἔμπειρος κι ὅλος ὁ κόσμος τον θεωρεῖ καλό νοικοκύρη. Το πρωί της δεύτερης μέρας ὁ σύζυγος θὰ προσκυνήσει πρῶτα τους θεούς καὶ μαζί με τὴ σύζυγό του θὰ τους προσφέρει θυσία, παρακαλῶντας τους νὰ της δώσουν τὴ θεία χάρη νὰ μάθει ὅλα ὅσα χρειάζονται καὶ νὰ ἀποκτήσει χρήσιμες συνήθειες. Με τὴ σειρά της η σύζυγος ὑπόσχεται ὅτι θὰ προσπαθήσει νὰ εἶναι ἐπιμελής. Στὸ χωρισμό η μάνα δὲν της εἶπε παρά μόνο πῶς σὰν σύζυγος πρέπει νὰ εἶναι ἐπιφυλακτική καὶ σεμνή. Ἀλλὰ ὁ σύζυγός της, της ἐξηγεῖ πῶς ἀπὸ τὴ στιγμή ποὺ ἔγινε οἰκοδέσποινα ἔχει χρέος νὰ μοιάζει με τὴ μάνα τῶν μελισσῶν, νὰ κάθεται πάντα μαζί με το σμῆνος καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέπει στὶς μέλισσες νὰ τεμπελιάζουν, δηλαδή νὰ βάζει τις θεραπαινίδες στὴ δουλειά καὶ νὰ τις μαθαίνει νὰ ‘ναὶ πειθαρχικές. Αὐτή πρέπει νὰ συγκεντρώνει ὅλα τα προϊόντα καὶ τις προμήθειες, νὰ τα μοιράζει καὶ νὰ φυλάει με φροντίδα τα ἀποθέματα, γιὰ νὰ μὴν τυχόν σπαταλιέται σ’ ἕνα μῆνα αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ φτάσει γιὰ χρόνο ὁλόκληρο. Ὅταν θὰ φέρουν το μαλλί, αὐτή πρέπει νὰ δώσει νὰ γνέσουν καὶ νὰ ὑφάνουν. ᾟ ἴδιά πρέπει ἐπίσης νὰ προσέξει τα ὀπωρικά νὰ ξεραθοῦν καλά καὶ νὰ γιατρευτοῦν οἱ δοῦλοι ποῦ τυχόν ἀρρώστησαν .οἱ ἐξηγήσεις του συζύγου εἶναι πολύ λεπτομερειακές. Της λέει πῶς οἱ προμήθειες πρέπει νὰ διατηροῦνται με τάξη, κάθε πρᾶγμα στὴν κατάλληλη θέση, κι οἱ ὑπηρέτριες πρέπει νὰ μάθουν πῶς ὅταν παίρνουν κάτι νὰ το βάζουν στὴ θέση του. Τα ὑποδήματα πρέπει νὰ μπαίνουν στὴ σειρά, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διαλέγει κανένας εὔκολα το κατάλληλο ζευγάρι. Ἡ ἐνδυμασία καὶ το κρεβατοστρώσι πρέπει νὰ κρατιοῦνται με τάξη, διπλωμένα με φροντίδα. Τα ἀγγεῖα ἀκόμα καὶ τα δοχεῖα του φαγητοῦ οὔτε κι αὐτὰ τα ξέχασε. Ὁ σύζυγος ἔχει τὴ γνώμη πῶς πρέπει νὰ εἶναι τακτοποιημένα ἔτσι ποὺ νὰ μπορεῖ κανείς νὰ τα παίρνει εὔκολα. Τα ἀκριβὰ πράγματα -τάπητες καὶ διάφορα κοσμήματα -τα φύλαγαν στὸν κοιτῶνα, γιατί ἦταν το πιὸ ἐξασφαλισμένο δωμάτιο του σπιτιοῦ. Στοὺς ξερούς χώρους διατηροῦνται τα σιτηρά καὶ το ψωμί, στοὺς ψυχρούς το κρασί, ἐνῷ τα φωτεινά δωμάτια προορίζονται γιὰ ἐργασία. Ὕστερα ἀπὸ τις θεωρητικές ὁδηγίες ὁ σύζυγος περνάει στὰ πρακτικά μαθήματα καὶ μαζί με τὴ σύζυγό του ἀρχίζει νὰ χωρίζει τα πράγματα κατά κατηγορίες. Πρῶτα βάζουν κατά μέρος τα ἀντικείμενα της λατρείας, ἔπειτα τα ἐνδύματα γιὰ τις γιορτές καὶ τὴ στρατιωτική στολή του συζύγου. Διαλέγουν ξεχωριστά τα στολίσματα γιὰ τα δωμάτια της συζύγου, τα ὑποδήματα του ἄντρα καὶ τα ὑποδήματα της γυναίκας. Καθορίζουν τον τόπο ὁποῦ θὰ κρατοῦν τα ὅπλα καὶ τα ἐργαλεῖα γιὰ το λανάρισμα καὶ το γνέσιμο του μαλλιοῦ. Τα ἐργαλεῖα αὐτὰ τα ξέρει πολύ καλά ἡ νεαρή σύζυγος, γιατί στὸ πατρικό της σπίτι ἔμαθε νὰ γνέθει καὶ νὰ ὑφαίνει. Χαιρετάει την ἐλαφρή καλαμένια ρόκα σὰν παλιά της φίλη, γιατί με τὴ συντροφιά της πέρασε ὧρες ὁλόκληρες, κρατῶντας την στὸ ἀριστερό χέρι, ἐνῶ με το δεξί τύλιγε το στριμμένο γνέμα στὸ μετάλλινο ἀδράχτι. Νά καὶ ἕνα καλαθάκι με καλολαναρισμένο μαλλί, το ὁποῖο ὅταν γνέθει το κρεμάει ἀπὸ το χέρι της κοντά στὸν ἀγκῶνα. Ὁ ἀργαλειός τῆς εἶναι πολύ γνωστός. Ὧρες ὁλόκληρες πηγαινοερχόταν μπροστά του, ἀπὸ τὴ μία ἄκρη ὡς την ἄλλη, γυρίζοντας τὴ σαΐτα, γιατί το στημόνι δὲν ἦταν τεντωμένο ὁριζόντια, μὰ κάθετα. Τα ἀντικείμενα οἰκιακῆς χρήσης, τα δοχεῖα του φαγητοῦ, οἱ στάμνες καὶ οἱ σκάφες γιὰ πλύσιμο καὶ τα ταψιά γιὰ το ψήσιμο του ψωμιοῦ, τα πινάκια γιὰ το φαγητό -διαλέγονται με φροντίδα ἀπὸ το σύζυγο καὶ χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αὐτὰ ποὺ εἶναι γιὰ καθημερινή χρήση καὶ τα ἀλλὰ γιὰ ὁρισμένες περιπτώσεις.
Τα τρόφιμα κι οἱ ἄλλες προμήθειες εἶναι κι αὐτὲς σε δύο σωρούς: ὁ ἕνας ἀντιπροσωπεύει τὴ μηνιάτικη κατανάλωση, ὁ ἄλλος τα ἀποθέματα γιὰ τον ὑπόλοιπο χρόνο. Σύμφωνα με τὴ γνώμη του συζύγου ἔτσι φαίνεται καλύτερα ποῖο ἀπὸ τα τρόφιμα πλησιάζει νὰ τελειώσει. Τέλος, οἱ σύζυγοι διαλέγουν μία ἀποθηκάριο, την πιὸ ἐγκρατῆ στὸ φαγητό, στὸ ποτό καὶ στὸν ὕπνο δοῦλα, την πιὸ ὑπάκουη καὶ την πιὸ συγκρατημένη. Αὐτὲς οἱ ἰδιότητες εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικές. Τώρα ὅλα εἶναι ἐντάξει. Ἡ νεαρή σύζυγος ἀρχίζει την οἰκογενειακή ζωή. Τὴ χαραυγή ξυπνάει τους δούλους καὶ τους δίνει ἐργασία. Αὐτὴ κρατάει τα κλειδιά ἀπὸ τις ἀποθῆκες, γνέθει καὶ φαίνει. Πρέπει νὰ εἶναι σεμνή καὶ προκομμένη, ὑπόδειγμα γιὰ τις δοῦλες. Δὲν θὰ ‘ναὶ σπάταλη ὅπως ὁρισμένες γυναῖκες, πού σκορποῦν τις προμήθειες με τέτοια ἐπιπολαιότητα, ποὺ οἱ ἄντρες τους εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ τους πάρουν τα κλειδιά ἀπὸ τις ἀποθῆκες. Ὁ ἄντρας δὲν θὰ ‘ναὶ ποτέ τραχύς μαζί της κι οὔτε φιλάργυρος, ἔτσι ποὺ αὐτὴ θὰ μείνει πάντα ἀφέντρα της ἀποθήκης. Ἡ ζωή της παντρεμένης ἀθηναίας ἦταν πολύ μονότονη. Ἀπὸ το σπίτι μποροῦσε νὰ βγεῖ μονάχα με την ἄδεια του συζύγου, συνοδευόμενη ἀπὸ μία δοῦλα ἡ ἀπὸ ἕναν ἡλικιωμένο συγγενῆ. Ὅμως κανένας δὲν ἀπαιτοῦσε τον περιορισμό των γυναικών ποὺ εἶχαν περάσει τα πενήντα. Φυσικά αὐτὰ τα ἔθιμα δὲν τα τηροῦσαν με αὐστηρότητα. Οἱ παντρεμένες γυναῖκες πήγαιναν συχνά περίπατο καὶ ἔκαναν ἐπισκέψεις.
Στὶς
ἐκδηλώσεις
Ἐπίσης, οἱ γυναῖκες ἦταν παροῦσες στὶς μεγάλες πομπές, στὰ μυστήρια, στοὺς γάμους καὶ στὶς κηδεῖες. Ἕνα μῆνα μετά το γάμο, στὶς 11 του Ἀνθεστηρίωνα, η νεαρή σύζυγος προετοιμάζεται γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή των ἀνθεστηρίων, γιορτή του ἐρχομοῦ της ἄνοιξης, τῶν πρώτων λουλουδιῶν καὶ του καινούργιου κρασιοῦ, ποὺ τώρα το εἶχαν γιὰ πώληση καὶ ἔρχονταν στὴν Ἀθήνα νὰ το ἀγοράσουν ξένοι καὶ κάτοικοι των δήμων .τα ἀνθεστήρια κρατοῦσαν τρεῖς μέρες καὶ κάθε μέρα εἶχε ἕνα εἰδικό ὄνομα καὶ μία πατροπαράδοτη εθιμοτυπία. Την πρώτη μέρα, στὰ πιθοίγια, δηλ. Στὴ μέρα “των πίθων”, ξεσφράγιζαν τα τεράστια πήλινα ἀγγειά ὁποῦ φύλαγαν το κρασί, δοκίμαζαν την καινούργια σοδειά καὶ οἱ ἀγοραστές γέμιζαν τα ἀγγειά τους. Γιὰ τους δούλους η μέρα αὐτὴ εἶχε ἐντελῶς ξεχωριστή σημασία, γιατί ἦταν ἡ μόνη μέρα του χρόνου ποῦ εἶχαν το δικαίωμα νὰ κάνουν καὶ νὰ ποῦν ὁ,τι ἤθελαν. Φυσικά, κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ἐγγυηθεῖ πῶς στὸ τέλος της γιορτῆς δὲν θὰ εἶχαν συνέπειες γιατί εἶχαν ἑρμηνεύσει πολύ κυριολεκτικά τα δικαιώματα τους…Σ’ ὅλα τα σπίτια της Ἀθήνας ἡ πρώτη μέρα ἄρχιζε με ἐπίσημες θυσίες πρὸς τιμήν τῶν θεῶν, στὶς ὁποῖες ἔπαιρνε μέρος ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια καὶ ὅλοι οἱ δοῦλοι του σπιτιοῦ. Ἡ πιὸ χαρούμενη μέρα ἦταν ἡ δεύτερη, οἱ χοές, δηλ. Ἡ μέρα των φιαλῶν καὶ τῶν ἀγγείων. Το βράδυ, στὸ φῶς τῶν πυρσῶν, μπροστά στὶς αἰχμάλωτες του γυναικωνίτη, ξετυλιγόταν μία ἀσυνήθιστη εἰκόνα μίας ἐπίσημης καὶ παράξενης πομπῆς. Στούς ἠχοῦς τῶν αὐλῶν καὶ τῶν τυμπάνων περνοῦσαν χορεύοντας καὶ τονίζοντας τον ἱερὸ ὕμνο τῶν βακχίδων, νύμφες καὶ μαινάδες ἀκολουθούμενες ἀπὸ σατύρους καὶ Φαύνους. Στὰ κεφάλια τῶν χορευτῶν, ποὺ ἦταν ντυμένοι με δέρματα ζώων, ἀντηχοῦσαν μελωδικά κουδουνάκια κρεμασμένα ἀπὸ ἄνθινα στεφάνια. Στὸ κέντρο της συνοδείας φαινόταν ἕνα ἅρμα στολισμένο ὡραία, στὸ μέσο του ὁποίου καθόταν ἡ σύζυγος του ἄρχοντα - βασιλιά, παριστάνοντας τὴ γυναῖκα του Διόνυσου. Την πήγαιναν στὸ ναό γιὰ νὰ παντρευτεῖ με το θεό. Μετά τὴ συμβολική τελετή του γάμου με τον Διόνυσο, ἡ σύζυγος του ἄρχοντα -βασιλιά ἔμενε ὅλη τὴ νύχτα στὸ ἱερὸ, ἐνῶ ἡ συνοδεία πήγαινε στὸ θέατρο, ὁποῦ εἶχαν φέρει ἔγκαιρα πλῆθος τραπέζια. Ἐδῶ γινόταν το γεῦμα τῶν χοῶν, ποὺ περιέγραψε ὁ Ἀριστοφάνης στοὺς “Ἀχαρνεῖς”. Καθένας ἐρχόταν φέρνοντας φαγητό ἀπὸ το σπίτι του. Ἔτρωγαν κάτι μακρουλά ψωμάκια, ἀλειμμένα με μία καυτερή σάλτσα ποὺ προκαλοῦσε δίψα. Ἀφοῦ ὅλος ὁ κόσμος καθόταν στὰ τραπέζια ἄρχιζε μία παράξενη ἅμιλλα. Οἱ συνδαιτυμόνες σήκωναν τα κύπελλα (χοές) γεμᾶτα κρασί καὶ στὸ σύνθημα μιᾶς σάλπιγγας ἔπιναν χωρίς ἀνάσα! Ὁποῖος τέλειωνε πρῶτος ἀνακηρυσσόταν νικητής καὶ ἔπαιρνε γιὰ ἔπαθλο ἕνα ἀσκί γεμᾶτο καινούργιο κρασί. Ἀπὸ το θέατρο το πλῆθος γύριζε τραγουδῶντας με τὴ συνοδεία τυμπάνων κι ὅλη τὴ νύχτα στοὺς θορυβώδεις δρόμους της πόλης κυκλοφοροῦσαν εὔθυμες ὁμάδες κρατῶντας πυρσούς. Ἔπειτα ἀπ’ αὐτὴ τὴ νύχτα ἀκολουθοῦσαν οἱ χύτροι, πένθιμη μέρα ποὺ περιέφεραν χύτρες με διάφορους σπόρους. Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία μέρα τῶν ἀνθεστηρίων , τὴ μέρα αὐτὴ κάθε ἀθηναῖος ἔβραζε στὴν ἱερὴ πυρά συμβολικά φυτά για την τροφή των σκιῶν, ποὺ γύριζαν στὴ γῆ. Στόν περίβολο του Ληναίου ὑψώνονταν δεκατέσσερις βωμοί, ὁποῦ πρόσφεραν θυσίες 14 γυναῖκες, διαλεγμένες ἀπὸ τις καλύτερες οἰκογένειες της πόλης, οἱ ἴδιες ποὺ την παραμονή συνόδευσαν στὸ ναό τὴ σύζυγο του ἄρχοντα -βασιλιά, οἱ ἀρχαιολογικές ἀνασκαφές ἔφεραν στὸ φῶς πολυάριθμες χοές. Τα διακοσμητικά τους σχέδια παριστάνουν διάφορες σκηνές τῶν ανθεστηρίων, ἀνάμεσα στοὺς ἐορταστές διακρίνονται πάντα μορφές παιδιῶν. Τα ἀνθεστήρια θεωροῦνταν καὶ γιορτή των παιδιῶν, συγκινητική καὶ ποιητική συνάρτηση ἰδεῶν , ποὺ συνδέουν τα παιδιά με τὴ χαρά της ἀναγέννησης της φύσης, ὑστέρα ἀπὸ το ψῦχος του χειμῶνα: τα παιδιά καὶ τα πρῶτα μπουμπούκια των λουλουδιῶν γιόρταζαν μαζί. Οἱ μικροί ἀθηναῖοι, φορτωμένοι ἄνθη, κατέθεταν στεφάνια στὸ βωμό του Εὐρυσάκη, γιοῦ του Αἴαντα, σε ἀνάμνηση της παραμονῆς του στὴν Ἀθήνα. Ἔκαναν περίπατο στοὺς δρόμους μαζί με τους γονεῖς τους πάνω σε ἅρματα στολισμένα με πρασινάδα καὶ λουλούδια καὶ ἔπαιρναν μέρος στὸ τραπέζι ποὺ γινόταν το βράδυ των “χοῶν”, ἀκόμη καὶ ἡ ἡλικία τῶν παιδιῶν ὑπολογιζόταν με βάση τον ἀριθμὸ τῶν χοῶν στὶς ὁποῖες εἶχαν πάρει μέρος. Ἀλλὰ νὰ ποὺ ἔσβηναν οἱ τελευταῖοι ἀντίλαλοι τῶν ανθεστηρίων. Οἱ τοῖχοι του γυναικωνίτη ἔκλειναν ξανά γύρω ἀπὸ τὴ νεαρή γυναῖκα, ὁρίζοντας ὁλόκληρο τον κόσμο της. Σ’ αὐτὸ τον κόσμο ὑπῆρχαν παιδιά, ἡ ἐργασία στὸ νοικοκυριό, λίγη μουσική, καθώς καὶ οἱ δοῦλες, οἱ ὁποῖες ἀπὸ την ἄποψη της διανοητικῆς ἀνάπτυξης δὲν διέφεραν πάρα πολύ ἀπ’ αὐτὴ. Μὰ θὰ ἦταν ἐξαιρετικά εὐχάριστο νὰ πλατύνει τα σύνορα αὐτοῦ του κλειστοῦ κύκλου, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ νεαρή κυρά κοίταζε συνεχῶς το δρόμο, ἀπὸ το παράθυρο, προσπαθῶντας ταυτόχρονα νὰ μείνει ἀθέατη.
Ἐπίσης, οἱ γυναῖκες ἦταν παροῦσες στὶς μεγάλες πομπές, στὰ μυστήρια, στοὺς γάμους καὶ στὶς κηδεῖες. Ἕνα μῆνα μετά το γάμο, στὶς 11 του Ἀνθεστηρίωνα, η νεαρή σύζυγος προετοιμάζεται γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή των ἀνθεστηρίων, γιορτή του ἐρχομοῦ της ἄνοιξης, τῶν πρώτων λουλουδιῶν καὶ του καινούργιου κρασιοῦ, ποὺ τώρα το εἶχαν γιὰ πώληση καὶ ἔρχονταν στὴν Ἀθήνα νὰ το ἀγοράσουν ξένοι καὶ κάτοικοι των δήμων .τα ἀνθεστήρια κρατοῦσαν τρεῖς μέρες καὶ κάθε μέρα εἶχε ἕνα εἰδικό ὄνομα καὶ μία πατροπαράδοτη εθιμοτυπία. Την πρώτη μέρα, στὰ πιθοίγια, δηλ. Στὴ μέρα “των πίθων”, ξεσφράγιζαν τα τεράστια πήλινα ἀγγειά ὁποῦ φύλαγαν το κρασί, δοκίμαζαν την καινούργια σοδειά καὶ οἱ ἀγοραστές γέμιζαν τα ἀγγειά τους. Γιὰ τους δούλους η μέρα αὐτὴ εἶχε ἐντελῶς ξεχωριστή σημασία, γιατί ἦταν ἡ μόνη μέρα του χρόνου ποῦ εἶχαν το δικαίωμα νὰ κάνουν καὶ νὰ ποῦν ὁ,τι ἤθελαν. Φυσικά, κανένας δὲν μποροῦσε νὰ ἐγγυηθεῖ πῶς στὸ τέλος της γιορτῆς δὲν θὰ εἶχαν συνέπειες γιατί εἶχαν ἑρμηνεύσει πολύ κυριολεκτικά τα δικαιώματα τους…Σ’ ὅλα τα σπίτια της Ἀθήνας ἡ πρώτη μέρα ἄρχιζε με ἐπίσημες θυσίες πρὸς τιμήν τῶν θεῶν, στὶς ὁποῖες ἔπαιρνε μέρος ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια καὶ ὅλοι οἱ δοῦλοι του σπιτιοῦ. Ἡ πιὸ χαρούμενη μέρα ἦταν ἡ δεύτερη, οἱ χοές, δηλ. Ἡ μέρα των φιαλῶν καὶ τῶν ἀγγείων. Το βράδυ, στὸ φῶς τῶν πυρσῶν, μπροστά στὶς αἰχμάλωτες του γυναικωνίτη, ξετυλιγόταν μία ἀσυνήθιστη εἰκόνα μίας ἐπίσημης καὶ παράξενης πομπῆς. Στούς ἠχοῦς τῶν αὐλῶν καὶ τῶν τυμπάνων περνοῦσαν χορεύοντας καὶ τονίζοντας τον ἱερὸ ὕμνο τῶν βακχίδων, νύμφες καὶ μαινάδες ἀκολουθούμενες ἀπὸ σατύρους καὶ Φαύνους. Στὰ κεφάλια τῶν χορευτῶν, ποὺ ἦταν ντυμένοι με δέρματα ζώων, ἀντηχοῦσαν μελωδικά κουδουνάκια κρεμασμένα ἀπὸ ἄνθινα στεφάνια. Στὸ κέντρο της συνοδείας φαινόταν ἕνα ἅρμα στολισμένο ὡραία, στὸ μέσο του ὁποίου καθόταν ἡ σύζυγος του ἄρχοντα - βασιλιά, παριστάνοντας τὴ γυναῖκα του Διόνυσου. Την πήγαιναν στὸ ναό γιὰ νὰ παντρευτεῖ με το θεό. Μετά τὴ συμβολική τελετή του γάμου με τον Διόνυσο, ἡ σύζυγος του ἄρχοντα -βασιλιά ἔμενε ὅλη τὴ νύχτα στὸ ἱερὸ, ἐνῶ ἡ συνοδεία πήγαινε στὸ θέατρο, ὁποῦ εἶχαν φέρει ἔγκαιρα πλῆθος τραπέζια. Ἐδῶ γινόταν το γεῦμα τῶν χοῶν, ποὺ περιέγραψε ὁ Ἀριστοφάνης στοὺς “Ἀχαρνεῖς”. Καθένας ἐρχόταν φέρνοντας φαγητό ἀπὸ το σπίτι του. Ἔτρωγαν κάτι μακρουλά ψωμάκια, ἀλειμμένα με μία καυτερή σάλτσα ποὺ προκαλοῦσε δίψα. Ἀφοῦ ὅλος ὁ κόσμος καθόταν στὰ τραπέζια ἄρχιζε μία παράξενη ἅμιλλα. Οἱ συνδαιτυμόνες σήκωναν τα κύπελλα (χοές) γεμᾶτα κρασί καὶ στὸ σύνθημα μιᾶς σάλπιγγας ἔπιναν χωρίς ἀνάσα! Ὁποῖος τέλειωνε πρῶτος ἀνακηρυσσόταν νικητής καὶ ἔπαιρνε γιὰ ἔπαθλο ἕνα ἀσκί γεμᾶτο καινούργιο κρασί. Ἀπὸ το θέατρο το πλῆθος γύριζε τραγουδῶντας με τὴ συνοδεία τυμπάνων κι ὅλη τὴ νύχτα στοὺς θορυβώδεις δρόμους της πόλης κυκλοφοροῦσαν εὔθυμες ὁμάδες κρατῶντας πυρσούς. Ἔπειτα ἀπ’ αὐτὴ τὴ νύχτα ἀκολουθοῦσαν οἱ χύτροι, πένθιμη μέρα ποὺ περιέφεραν χύτρες με διάφορους σπόρους. Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία μέρα τῶν ἀνθεστηρίων , τὴ μέρα αὐτὴ κάθε ἀθηναῖος ἔβραζε στὴν ἱερὴ πυρά συμβολικά φυτά για την τροφή των σκιῶν, ποὺ γύριζαν στὴ γῆ. Στόν περίβολο του Ληναίου ὑψώνονταν δεκατέσσερις βωμοί, ὁποῦ πρόσφεραν θυσίες 14 γυναῖκες, διαλεγμένες ἀπὸ τις καλύτερες οἰκογένειες της πόλης, οἱ ἴδιες ποὺ την παραμονή συνόδευσαν στὸ ναό τὴ σύζυγο του ἄρχοντα -βασιλιά, οἱ ἀρχαιολογικές ἀνασκαφές ἔφεραν στὸ φῶς πολυάριθμες χοές. Τα διακοσμητικά τους σχέδια παριστάνουν διάφορες σκηνές τῶν ανθεστηρίων, ἀνάμεσα στοὺς ἐορταστές διακρίνονται πάντα μορφές παιδιῶν. Τα ἀνθεστήρια θεωροῦνταν καὶ γιορτή των παιδιῶν, συγκινητική καὶ ποιητική συνάρτηση ἰδεῶν , ποὺ συνδέουν τα παιδιά με τὴ χαρά της ἀναγέννησης της φύσης, ὑστέρα ἀπὸ το ψῦχος του χειμῶνα: τα παιδιά καὶ τα πρῶτα μπουμπούκια των λουλουδιῶν γιόρταζαν μαζί. Οἱ μικροί ἀθηναῖοι, φορτωμένοι ἄνθη, κατέθεταν στεφάνια στὸ βωμό του Εὐρυσάκη, γιοῦ του Αἴαντα, σε ἀνάμνηση της παραμονῆς του στὴν Ἀθήνα. Ἔκαναν περίπατο στοὺς δρόμους μαζί με τους γονεῖς τους πάνω σε ἅρματα στολισμένα με πρασινάδα καὶ λουλούδια καὶ ἔπαιρναν μέρος στὸ τραπέζι ποὺ γινόταν το βράδυ των “χοῶν”, ἀκόμη καὶ ἡ ἡλικία τῶν παιδιῶν ὑπολογιζόταν με βάση τον ἀριθμὸ τῶν χοῶν στὶς ὁποῖες εἶχαν πάρει μέρος. Ἀλλὰ νὰ ποὺ ἔσβηναν οἱ τελευταῖοι ἀντίλαλοι τῶν ανθεστηρίων. Οἱ τοῖχοι του γυναικωνίτη ἔκλειναν ξανά γύρω ἀπὸ τὴ νεαρή γυναῖκα, ὁρίζοντας ὁλόκληρο τον κόσμο της. Σ’ αὐτὸ τον κόσμο ὑπῆρχαν παιδιά, ἡ ἐργασία στὸ νοικοκυριό, λίγη μουσική, καθώς καὶ οἱ δοῦλες, οἱ ὁποῖες ἀπὸ την ἄποψη της διανοητικῆς ἀνάπτυξης δὲν διέφεραν πάρα πολύ ἀπ’ αὐτὴ. Μὰ θὰ ἦταν ἐξαιρετικά εὐχάριστο νὰ πλατύνει τα σύνορα αὐτοῦ του κλειστοῦ κύκλου, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ νεαρή κυρά κοίταζε συνεχῶς το δρόμο, ἀπὸ το παράθυρο, προσπαθῶντας ταυτόχρονα νὰ μείνει ἀθέατη.
Στὸ
σπίτι
Πέρα ἀπὸ το παράθυρο βρισκόταν ἕνας ἄλλος κόσμος, σχεδόν ἀπρόσιτος στῆ γυναῖκα. Το σύνορο αὐτοῦ του κόσμου το ἀποτελοῦσε ἡ θύρα, ποὺ φυλαγόταν ἀπὸ ἕνα θυρωρό. Στὰ χτυπήματα του μικροῦ μεταλλικοῦ ρόπτρου, ποὺ ἦταν κρεμασμένο στὴν ἐξώθυρα, ἀπαντοῦσε πρῶτα με τα γαβγίσματά του το σκυλί ἀπὸ την αὐλή. Ἔπειτα ἔβγαινε ὁ θυρωρός, ὁ ὁποῖος ἄφηνε ἡ ὄχι τον ἐπισκέπτη νὰ μπεῖ στὴν αὐλή. Ἡ αὐλὴ αὐτὴ, ποὺ στὴ μέση της ὑψωνόταν ὁ βωμός του Ἐκείου Δία, προστάτη της ἑστίας, ἦταν το κέντρο του σπιτιοῦ. Ἐδῶ ἔτρωγαν , ἐδῶ περνοῦσαν τον ἐλεύθερο χρόνο τους τα μέλη της οἰκογένειας καὶ ἐδῶ ἐπίσης γίνονταν δεκτοί οἱ καλεσμένοι. Ἀπ’ τις δύο πλευρές κάτω ἀπ’ τις στοές, βρίσκονταν τα δωμάτια. Στὸ βάθος, στὸ ἀπέναντι ἀπὸ την εἴσοδο μέρος, βρισκόταν ἡ πύλη ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ δωμάτιο του ἄνδρα, κύρια αἴθουσα της κατοικίας. Στὸ γυναικωνίτη μπορεῖς νὰ φτάσεις μόνο περνῶντας ἀπ’ αὐτὸ το δωμάτιο. Ὁ γυναικωνίτης περιλάμβανε τον κοιτῶνα των συζύγων, τα δωμάτια τῶν κοριτσιῶν καὶ τα διαμερίσματα ὅπου ἐργάζονταν οἱ δοῦλες. Ἐκτὸς ἀπὸ το σύζυγο, κανένας ἄλλος ἄντρας δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ μπεῖ ἐκεῖ. Ὁ γυναικωνίτης ἦταν τόσο ἀπρόσιτος ποὺ κάποτε συνέβαιναν κωμικοτραγικά περιστατικά, σὰν αὐτό ποῦ διηγεῖται ὁ Δημοσθένης. Μία φορά στὸ σπίτι ἑνὸς ἀθηναίου, ποὺ εἶχε φύγει σε ταξίδι, τρύπωσαν ληστές. Οἱ γείτονες ἄκουσαν τα ξεφωνητά τῶν γυναικών καὶ εἶδαν πῶς γινόταν ἁρπαγῆ. Ἄρχισαν νὰ φωνάζουν βοήθεια, ἀλλὰ κανένας δὲν τόλμησε νὰ μπεῖ στὸ γυναικωνίτη, ἄν καὶ ἔβλεπαν πῶς οἱ ληστές ἔβγαζαν τα πράγματα ἀπὸ το σπίτι.
Πέρα ἀπὸ το παράθυρο βρισκόταν ἕνας ἄλλος κόσμος, σχεδόν ἀπρόσιτος στῆ γυναῖκα. Το σύνορο αὐτοῦ του κόσμου το ἀποτελοῦσε ἡ θύρα, ποὺ φυλαγόταν ἀπὸ ἕνα θυρωρό. Στὰ χτυπήματα του μικροῦ μεταλλικοῦ ρόπτρου, ποὺ ἦταν κρεμασμένο στὴν ἐξώθυρα, ἀπαντοῦσε πρῶτα με τα γαβγίσματά του το σκυλί ἀπὸ την αὐλή. Ἔπειτα ἔβγαινε ὁ θυρωρός, ὁ ὁποῖος ἄφηνε ἡ ὄχι τον ἐπισκέπτη νὰ μπεῖ στὴν αὐλή. Ἡ αὐλὴ αὐτὴ, ποὺ στὴ μέση της ὑψωνόταν ὁ βωμός του Ἐκείου Δία, προστάτη της ἑστίας, ἦταν το κέντρο του σπιτιοῦ. Ἐδῶ ἔτρωγαν , ἐδῶ περνοῦσαν τον ἐλεύθερο χρόνο τους τα μέλη της οἰκογένειας καὶ ἐδῶ ἐπίσης γίνονταν δεκτοί οἱ καλεσμένοι. Ἀπ’ τις δύο πλευρές κάτω ἀπ’ τις στοές, βρίσκονταν τα δωμάτια. Στὸ βάθος, στὸ ἀπέναντι ἀπὸ την εἴσοδο μέρος, βρισκόταν ἡ πύλη ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ δωμάτιο του ἄνδρα, κύρια αἴθουσα της κατοικίας. Στὸ γυναικωνίτη μπορεῖς νὰ φτάσεις μόνο περνῶντας ἀπ’ αὐτὸ το δωμάτιο. Ὁ γυναικωνίτης περιλάμβανε τον κοιτῶνα των συζύγων, τα δωμάτια τῶν κοριτσιῶν καὶ τα διαμερίσματα ὅπου ἐργάζονταν οἱ δοῦλες. Ἐκτὸς ἀπὸ το σύζυγο, κανένας ἄλλος ἄντρας δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ μπεῖ ἐκεῖ. Ὁ γυναικωνίτης ἦταν τόσο ἀπρόσιτος ποὺ κάποτε συνέβαιναν κωμικοτραγικά περιστατικά, σὰν αὐτό ποῦ διηγεῖται ὁ Δημοσθένης. Μία φορά στὸ σπίτι ἑνὸς ἀθηναίου, ποὺ εἶχε φύγει σε ταξίδι, τρύπωσαν ληστές. Οἱ γείτονες ἄκουσαν τα ξεφωνητά τῶν γυναικών καὶ εἶδαν πῶς γινόταν ἁρπαγῆ. Ἄρχισαν νὰ φωνάζουν βοήθεια, ἀλλὰ κανένας δὲν τόλμησε νὰ μπεῖ στὸ γυναικωνίτη, ἄν καὶ ἔβλεπαν πῶς οἱ ληστές ἔβγαζαν τα πράγματα ἀπὸ το σπίτι.
Οἰκιακός
ἐξοπλισμός
Ὅταν ἔκανε κρύο, στὸ σπίτι δέν ἦταν πολύ εὐχάριστα, γιατί, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα μαγκάλι με κάρβουνα, τα δωμάτια δὲν εἶχαν ἄλλο μέσο θέρμανσης. Μονάχα στὸ μαγειρεῖο ὑπῆρχε ἑστία. Ἀπὸ τα κάρβουνα ποὺ σιγόκαιγαν μέσα στὴ στάχτη της ἑστίας ἔπαιρναν φωτιά ὅταν νύχτωνε καὶ ἔπρεπε νὰ ἀνάψει το λυχνάρι. Κάποτε, ἀντὶ λυχνάρι χρησιμοποιοῦσαν μία χούφτα δαδιά. Ἄλλοτε γιὰ λυχνάρι μεταχειρίζονταν ἕνα μετάλλινο κουτί ἡ ἕνα πήλινο ἀγγεῖο, γεμᾶτο ἀπὸ στουπί ἀλειμμένο με μία ρητινώδη οὐσία. Αὐτὸ το τοποθετοῦσαν στὸ μέσο ἑνὸς πιὸ μεγάλου ἀγγείου ἀπὸ πηλό, ὁποῦ ἔπεφτε το ἀναμμένο φιτίλι καὶ κυλοῦσε το λιωμένο ρετσίνι. Το λυχνάρι κάπνιζε καὶ πριτσάλιζε, γεμίζοντας καπνιά τους τοίχους καὶ την ὀροφὴ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πῶς ἡ ζημιά δὲν ἦταν μεγάλη. Γιὰ πολύ καιρό στὴν Ἀθήνα οἱ τοῖχοι ἀσπρίζονταν μόνο με ἀσβέστη. Ὁ Ἀλκιβιάδης ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἀθηναῖος ποὺ στόλισε τους τοίχους με ζωγραφιές. Γι’ αὐτὸ το σκοπό ἔκλεισε στὸ σπίτι το ζωγράφο Ἀγάθαρχο καὶ δὲν τον ἄφησε νὰ βγεῖ πρὶν τελειώσει τὴ δουλειά του. Γενικά, ὅμως, γιὰ τα δωμάτια προτιμοῦσαν λυχνάρια με λάδι. Αὐτὰ τα ἔφτιαχναν με μέταλλο ἡ με πηλό καὶ εἶχαν δύο τρῦπες. Ἡ μία γιὰ νὰ βάζουν το λάδι, ἡ ἄλλη γιὰ νὰ βγαίνει το φιτίλι. Πρέπει νὰ ποῦμε πῶς σ’ αὐτὰ τα λυχνάρια ἔδιναν τις πιὸ ποικίλες μορφές. Σχεδόν ὅλα τα σπίτια εἶχαν δύο πατώματα. Κάποτε το δεύτερο πάτωμα νοικιαζόταν καὶ τότε στὰ πάνω δωμάτια ἀνέβαινες ἀπ' εὐθείας ἀπὸ το δρόμο με μία ἐξωτερική κλίμακα. Στὰ πιὸ μέτρια σπίτια ἡ σκάλα ἦταν ἐσωτερική καὶ στὸ ἰσόγειο βρίσκονταν οἱ ἀποθῆκες καὶ συχνά καὶ ὁ γυναικωνίτης. Ἡ πλειοψηφία τῶν ἰδιωτικῶν σπιτιῶν της Ἀθήνας ἀνῆκε, βέβαια, στὴν κατηγορία των μέτριων σπιτιῶν, ἡ καλύτερα ἦταν ἕνα εἶδος καλύβας ἀποτελούμενης ἀπὸ δύο μικροσκοπικά καλυβάκια το ἕνα ἐπάνω στὸ ἄλλο, ποὺ ἔβλεπαν ἀπευθείας στὸ δρόμο. Οἱ στέγες τις περισσότερες φορές ἦταν ἴσιες, τα δωμάτια του ἰσογείου δὲν εἶχαν παράθυρα, το φῶς της αὐλῆς ἔμπαινε ἀπὸ τὴ θύρα. Τα δωμάτια του ἐπάνω πατώματος ὅμως εἶχαν παράθυρα, κι ἀπὸ ἐδῶ ἄρεσε στὶς γυναῖκες νὰ παρακολουθοῦν την κίνηση του δρόμου. Τα σπίτια δὲν εἶχαν ξύλινες θύρες, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἔβγαζε στὸ δρόμο καὶ τὴ θύρα του δωματίου ὁποῦ φύλαγαν τα πολύτιμα ἀντικείμενα. Στὰ ἄλλα δωμάτια μπροστά στὶς θύρες ὑπῆρχαν κρεμασμένα παραπετάσματα.
Τα σπίτια τῶν εὐκατάστατων ἀνθρώπων ἦταν ἐπιπλωμένα ἀρκετὰ πλούσια. Ἄς ἀρχίσουμε ἀπὸ τα καθίσματα. Ὑπῆρχαν καθίσματα με ἐρεισίνωτο (πλάτη δηλ.) Ἥ χωρίς ἐρεισίνωτο, καθώς καὶ ὁ θρόνος, δηλαδή ἕνα κάθισμα με ὑψηλὸ ἐρεισίνωτο. Στὸ θρόνο καθόταν ὁ οἰκοδεσπότης. Ἦταν τόσο ψηλός, ποὺ γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ καθίσεις σ’ αὐτὸν ἔπρεπε νὰ πατήσεις σ’ ἕνα εἰδικὸ καθισματάκι. Πάνω στὰ καθίσματα ἦταν στρωμένα μαξιλάρια σκεπασμένα χαλάκια καὶ στὶς πλάτες ἦταν ριγμένα καινούργια καλύμματα. Τα κομψά κρεβάτια Κλῖνες εἶχαν πόδια σταυρωτά, ὅπως καὶ τα καθίσματα. Ὑπῆρχαν κι ἀλλὰ εἴδη, με ἴσια πόδια καὶ με μικρό ἐρεισίνωτο στὴν ἄκρη καὶ στὴ μία πλευρά, ὅπως στὰ μοντέρνα ντιβάνια. Τα ἁπλά κρεβάτια, ποὺ λέγονταν κράββατοι, ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἕνα ξύλινο πλαίσιο με κοντά πόδια, ἀπὸ τα ὁποία δένονταν σταυρωτά μερικές ταινίες δερμάτινες. Σ’ αὐτὸ το δίχτυ τῶν ταινιῶν τοποθετοῦσαν ἕνα σελτέ γεμᾶτο μαλλί, ἕνα σεντόνι καὶ ἕνα μαξιλάρι. Γιά σκεπάσματα χρησιμοποιοῦσαν κουβέρτες, δέρματα προβάτων καὶ γοῦνες, ἀνάλογα με τον καιρό. Το κρεβάτι ἦταν το κύριο ἔπιπλο τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων, γιατί διάβαζαν, ἔγραφαν καὶ σκέφτονταν ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι τους. Τα τραπέζια τα χρησιμοποιοῦσαν μόνο γιὰ φαγητό. Ἦταν πολύ χαμηλά, γιὰ την ἀκρίβεια δὲν ξεπερνοῦσαν το ὕψος τῶν κρεβατιῶν, γιατί, ὅπως εἴπαμε, οἱ ἕλληνες ἔτρωγαν ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι. Πολύ πιὸ γερές ἦταν οἱ καλᾶθες, ποὺ δὲν ἔλειπαν ἀπὸ τα σπίτια τῶν ἀθηναίων, οἱ ὁποῖες ἀντικαθιστοῦσαν τις ντουλάπες. Οἱ καλάθες ἦταν τόσο μεγάλες, ποὺ καθεμιά τους μποροῦσε νὰ χωρέσει δύο ἀνθρώπους. Οἱ καλάθες ἔκλειναν με κάτι βαριές κλειδαριές καὶ συχνά ἦταν στολισμένες με κεντίδια, ἐγκόλλητα, γεωμετρικά σχήματα κ.ά. Στὸ σπίτι βρίσκονταν πολυάριθμα πήλινα ἀγγεῖα. Αὐτὰ εἶχαν διάφορες μορφές καὶ διαστάσεις καὶ πολλές φορές ἦταν ὡραία. Το πιὸ μεγάλο ἀγγειό -ὁ πίθος -ἦταν μία μεγάλη στάμνα, στρογγυλή, με πάτο σουβλερό ἡ ἴσιο. Στοὺς πίθους φύλαγαν κρασί, λάδι, σῦκα, τρόφιμα ἁλατισμένα. Γιὰ μακρόχρονη διατήρηση το κρασί καὶ το λάδι το ἔβαζαν σε ἀμφορεῖς, κάτι ἀγγειά με δύο χερούλια καὶ μακρύ λαιμό. Τα στόμια τῶν ἀμφορέων τα βούλωναν με ρετσίνι. Το ἀγγεῖο στὸ ὁποῖο ἀναμείγνυαν στὸ τραπέζι το κρασί με νερό ὀνομαζόταν κρατῆρας. Ὁ κρατῆρας εἶχε σχῆμα δοχείου με πολύ πλατύ στόμιο, με δύο χερούλια. Το σερβίτσιο του κρασιοῦ συμπληρωνόταν με τις οἰνοχόες, ἀγγεῖα με ἕνα χερούλι κι ἕνα στόμιο ἀπ’ ὁποῦ χυνόταν το ποτό, καὶ τον σκύφο, ἕνα εἶδος κυπέλλου ἡ κανάτας με ψηλό χερούλι. Ἐξαιρετική ποικιλία παρουσίαζαν τα ποτήρια, δηλαδή τα δοχεῖα ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ το ποτό: φιάλες, σκύφοι, κύλικες, κάνθαροι καὶ τέλος τα ρυτά. Το ρυτό ἦταν ἕνα κέρατο πελεκημένο καὶ γλυμμένο στὴ μυτερή του ἄκρη, ποὺ εἶχε μορφή κεφαλῆς ζώου, συνήθως κριαριοῦ. Ἐδῶ, στὸ κεφάλι, ὑπῆρχε μία τρύπα γιὰ νὰ χύνεται το ὑγρὸ, ποὺ ἔκλεινε με ἕνα μικρό καπάκι. Τα δοχεῖα τοῦ φαγητοῦ τῶν ἑλλήνων μᾶς εἶναι λιγότερο γνωστά. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ἦταν ἡ χύτρα, ἕνα δοχεῖο με πόδια ἡ χωρίς πόδια, ἀλλὰ με κυκλικό πυθμένα, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ κάθεται σε τρίποδα. Στὴ χύτρα ἔβραζαν κρέας καὶ λαχανικά. Γιὰ τα ψάρια ὑπήρχαν κάτι μεγάλα δοχεῖα. Το ψωμί καὶ τις πίτες τις φύλαγαν σε πλεχτά κάνιστρα. Μία σκάρα, μαχαίρια καὶ πιρούνια συμπλήρωναν τα ἐξαρτήματα του μαγειρείου. Ὅλα τα δοχεῖα τῶν ἀρχαίων ἀθηναίων ἦταν φτιαγμένα ἀπὸ πηλό κόκκινο ἡ κιτρινωπό, ποὺ τον προμηθεύονταν ἀπὸ τα κεραμουργεῖα τῶν προαστίων της πόλης. Στὸ κόκκινο βάθος του ἀγγείου ζωγράφιζαν ὡραία μελανά σχέδια. Τα γυάλινα δοχεῖα ἀναφέρονται γιὰ πρώτη φορά στὸν Ἀριστοφάνη. Προηγουμένως ἀπὸ γυαλί κατασκεύαζαν μόνο κοσμήματα: χάντρες, σκουλαρίκια, περιδέραια, βραχιόλια. Ὁ χρόνος μετριόταν με το ρολόϊ: το γνώμονα, ἕνα ἡλιακό ρολόϊ, ἐγκατεστημένο στὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ, καὶ την κλεψύδρα, ἕνα ρολόϊ με νερό, με το ὁποῖο μετριόταν ὁ χρόνος ἀνάλογα με την ποσότητα του νεροῦ ποὺ ἔτρεχε ὁμοιόμορφα σ’ ἕνα δοχεῖο. Ὁρισμένα σχέδια σε ἀρχαία ἑλληνικά ἀγγεῖα παριστάνουν σκηνές ἀπὸ τὴ ζωή καὶ τις ἀσχολίες τῶν γυναικών. Τα σχέδια αὐτὰ μποροῦν νὰ χωριστοῦν σε τρεῖς κατηγορίες σύμφωνα με το θέμα τους: οἰκιακές ἀσχολίες, καλλωπισμός των γυναικών καὶ διασκεδάσεις τους στὴν ἀποτραβηγμένη ζωή του γυναικωνίτη.
Ὅταν ἔκανε κρύο, στὸ σπίτι δέν ἦταν πολύ εὐχάριστα, γιατί, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα μαγκάλι με κάρβουνα, τα δωμάτια δὲν εἶχαν ἄλλο μέσο θέρμανσης. Μονάχα στὸ μαγειρεῖο ὑπῆρχε ἑστία. Ἀπὸ τα κάρβουνα ποὺ σιγόκαιγαν μέσα στὴ στάχτη της ἑστίας ἔπαιρναν φωτιά ὅταν νύχτωνε καὶ ἔπρεπε νὰ ἀνάψει το λυχνάρι. Κάποτε, ἀντὶ λυχνάρι χρησιμοποιοῦσαν μία χούφτα δαδιά. Ἄλλοτε γιὰ λυχνάρι μεταχειρίζονταν ἕνα μετάλλινο κουτί ἡ ἕνα πήλινο ἀγγεῖο, γεμᾶτο ἀπὸ στουπί ἀλειμμένο με μία ρητινώδη οὐσία. Αὐτὸ το τοποθετοῦσαν στὸ μέσο ἑνὸς πιὸ μεγάλου ἀγγείου ἀπὸ πηλό, ὁποῦ ἔπεφτε το ἀναμμένο φιτίλι καὶ κυλοῦσε το λιωμένο ρετσίνι. Το λυχνάρι κάπνιζε καὶ πριτσάλιζε, γεμίζοντας καπνιά τους τοίχους καὶ την ὀροφὴ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πῶς ἡ ζημιά δὲν ἦταν μεγάλη. Γιὰ πολύ καιρό στὴν Ἀθήνα οἱ τοῖχοι ἀσπρίζονταν μόνο με ἀσβέστη. Ὁ Ἀλκιβιάδης ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἀθηναῖος ποὺ στόλισε τους τοίχους με ζωγραφιές. Γι’ αὐτὸ το σκοπό ἔκλεισε στὸ σπίτι το ζωγράφο Ἀγάθαρχο καὶ δὲν τον ἄφησε νὰ βγεῖ πρὶν τελειώσει τὴ δουλειά του. Γενικά, ὅμως, γιὰ τα δωμάτια προτιμοῦσαν λυχνάρια με λάδι. Αὐτὰ τα ἔφτιαχναν με μέταλλο ἡ με πηλό καὶ εἶχαν δύο τρῦπες. Ἡ μία γιὰ νὰ βάζουν το λάδι, ἡ ἄλλη γιὰ νὰ βγαίνει το φιτίλι. Πρέπει νὰ ποῦμε πῶς σ’ αὐτὰ τα λυχνάρια ἔδιναν τις πιὸ ποικίλες μορφές. Σχεδόν ὅλα τα σπίτια εἶχαν δύο πατώματα. Κάποτε το δεύτερο πάτωμα νοικιαζόταν καὶ τότε στὰ πάνω δωμάτια ἀνέβαινες ἀπ' εὐθείας ἀπὸ το δρόμο με μία ἐξωτερική κλίμακα. Στὰ πιὸ μέτρια σπίτια ἡ σκάλα ἦταν ἐσωτερική καὶ στὸ ἰσόγειο βρίσκονταν οἱ ἀποθῆκες καὶ συχνά καὶ ὁ γυναικωνίτης. Ἡ πλειοψηφία τῶν ἰδιωτικῶν σπιτιῶν της Ἀθήνας ἀνῆκε, βέβαια, στὴν κατηγορία των μέτριων σπιτιῶν, ἡ καλύτερα ἦταν ἕνα εἶδος καλύβας ἀποτελούμενης ἀπὸ δύο μικροσκοπικά καλυβάκια το ἕνα ἐπάνω στὸ ἄλλο, ποὺ ἔβλεπαν ἀπευθείας στὸ δρόμο. Οἱ στέγες τις περισσότερες φορές ἦταν ἴσιες, τα δωμάτια του ἰσογείου δὲν εἶχαν παράθυρα, το φῶς της αὐλῆς ἔμπαινε ἀπὸ τὴ θύρα. Τα δωμάτια του ἐπάνω πατώματος ὅμως εἶχαν παράθυρα, κι ἀπὸ ἐδῶ ἄρεσε στὶς γυναῖκες νὰ παρακολουθοῦν την κίνηση του δρόμου. Τα σπίτια δὲν εἶχαν ξύλινες θύρες, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἔβγαζε στὸ δρόμο καὶ τὴ θύρα του δωματίου ὁποῦ φύλαγαν τα πολύτιμα ἀντικείμενα. Στὰ ἄλλα δωμάτια μπροστά στὶς θύρες ὑπῆρχαν κρεμασμένα παραπετάσματα.
Τα σπίτια τῶν εὐκατάστατων ἀνθρώπων ἦταν ἐπιπλωμένα ἀρκετὰ πλούσια. Ἄς ἀρχίσουμε ἀπὸ τα καθίσματα. Ὑπῆρχαν καθίσματα με ἐρεισίνωτο (πλάτη δηλ.) Ἥ χωρίς ἐρεισίνωτο, καθώς καὶ ὁ θρόνος, δηλαδή ἕνα κάθισμα με ὑψηλὸ ἐρεισίνωτο. Στὸ θρόνο καθόταν ὁ οἰκοδεσπότης. Ἦταν τόσο ψηλός, ποὺ γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ καθίσεις σ’ αὐτὸν ἔπρεπε νὰ πατήσεις σ’ ἕνα εἰδικὸ καθισματάκι. Πάνω στὰ καθίσματα ἦταν στρωμένα μαξιλάρια σκεπασμένα χαλάκια καὶ στὶς πλάτες ἦταν ριγμένα καινούργια καλύμματα. Τα κομψά κρεβάτια Κλῖνες εἶχαν πόδια σταυρωτά, ὅπως καὶ τα καθίσματα. Ὑπῆρχαν κι ἀλλὰ εἴδη, με ἴσια πόδια καὶ με μικρό ἐρεισίνωτο στὴν ἄκρη καὶ στὴ μία πλευρά, ὅπως στὰ μοντέρνα ντιβάνια. Τα ἁπλά κρεβάτια, ποὺ λέγονταν κράββατοι, ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἕνα ξύλινο πλαίσιο με κοντά πόδια, ἀπὸ τα ὁποία δένονταν σταυρωτά μερικές ταινίες δερμάτινες. Σ’ αὐτὸ το δίχτυ τῶν ταινιῶν τοποθετοῦσαν ἕνα σελτέ γεμᾶτο μαλλί, ἕνα σεντόνι καὶ ἕνα μαξιλάρι. Γιά σκεπάσματα χρησιμοποιοῦσαν κουβέρτες, δέρματα προβάτων καὶ γοῦνες, ἀνάλογα με τον καιρό. Το κρεβάτι ἦταν το κύριο ἔπιπλο τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων, γιατί διάβαζαν, ἔγραφαν καὶ σκέφτονταν ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι τους. Τα τραπέζια τα χρησιμοποιοῦσαν μόνο γιὰ φαγητό. Ἦταν πολύ χαμηλά, γιὰ την ἀκρίβεια δὲν ξεπερνοῦσαν το ὕψος τῶν κρεβατιῶν, γιατί, ὅπως εἴπαμε, οἱ ἕλληνες ἔτρωγαν ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι. Πολύ πιὸ γερές ἦταν οἱ καλᾶθες, ποὺ δὲν ἔλειπαν ἀπὸ τα σπίτια τῶν ἀθηναίων, οἱ ὁποῖες ἀντικαθιστοῦσαν τις ντουλάπες. Οἱ καλάθες ἦταν τόσο μεγάλες, ποὺ καθεμιά τους μποροῦσε νὰ χωρέσει δύο ἀνθρώπους. Οἱ καλάθες ἔκλειναν με κάτι βαριές κλειδαριές καὶ συχνά ἦταν στολισμένες με κεντίδια, ἐγκόλλητα, γεωμετρικά σχήματα κ.ά. Στὸ σπίτι βρίσκονταν πολυάριθμα πήλινα ἀγγεῖα. Αὐτὰ εἶχαν διάφορες μορφές καὶ διαστάσεις καὶ πολλές φορές ἦταν ὡραία. Το πιὸ μεγάλο ἀγγειό -ὁ πίθος -ἦταν μία μεγάλη στάμνα, στρογγυλή, με πάτο σουβλερό ἡ ἴσιο. Στοὺς πίθους φύλαγαν κρασί, λάδι, σῦκα, τρόφιμα ἁλατισμένα. Γιὰ μακρόχρονη διατήρηση το κρασί καὶ το λάδι το ἔβαζαν σε ἀμφορεῖς, κάτι ἀγγειά με δύο χερούλια καὶ μακρύ λαιμό. Τα στόμια τῶν ἀμφορέων τα βούλωναν με ρετσίνι. Το ἀγγεῖο στὸ ὁποῖο ἀναμείγνυαν στὸ τραπέζι το κρασί με νερό ὀνομαζόταν κρατῆρας. Ὁ κρατῆρας εἶχε σχῆμα δοχείου με πολύ πλατύ στόμιο, με δύο χερούλια. Το σερβίτσιο του κρασιοῦ συμπληρωνόταν με τις οἰνοχόες, ἀγγεῖα με ἕνα χερούλι κι ἕνα στόμιο ἀπ’ ὁποῦ χυνόταν το ποτό, καὶ τον σκύφο, ἕνα εἶδος κυπέλλου ἡ κανάτας με ψηλό χερούλι. Ἐξαιρετική ποικιλία παρουσίαζαν τα ποτήρια, δηλαδή τα δοχεῖα ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ το ποτό: φιάλες, σκύφοι, κύλικες, κάνθαροι καὶ τέλος τα ρυτά. Το ρυτό ἦταν ἕνα κέρατο πελεκημένο καὶ γλυμμένο στὴ μυτερή του ἄκρη, ποὺ εἶχε μορφή κεφαλῆς ζώου, συνήθως κριαριοῦ. Ἐδῶ, στὸ κεφάλι, ὑπῆρχε μία τρύπα γιὰ νὰ χύνεται το ὑγρὸ, ποὺ ἔκλεινε με ἕνα μικρό καπάκι. Τα δοχεῖα τοῦ φαγητοῦ τῶν ἑλλήνων μᾶς εἶναι λιγότερο γνωστά. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ἦταν ἡ χύτρα, ἕνα δοχεῖο με πόδια ἡ χωρίς πόδια, ἀλλὰ με κυκλικό πυθμένα, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ κάθεται σε τρίποδα. Στὴ χύτρα ἔβραζαν κρέας καὶ λαχανικά. Γιὰ τα ψάρια ὑπήρχαν κάτι μεγάλα δοχεῖα. Το ψωμί καὶ τις πίτες τις φύλαγαν σε πλεχτά κάνιστρα. Μία σκάρα, μαχαίρια καὶ πιρούνια συμπλήρωναν τα ἐξαρτήματα του μαγειρείου. Ὅλα τα δοχεῖα τῶν ἀρχαίων ἀθηναίων ἦταν φτιαγμένα ἀπὸ πηλό κόκκινο ἡ κιτρινωπό, ποὺ τον προμηθεύονταν ἀπὸ τα κεραμουργεῖα τῶν προαστίων της πόλης. Στὸ κόκκινο βάθος του ἀγγείου ζωγράφιζαν ὡραία μελανά σχέδια. Τα γυάλινα δοχεῖα ἀναφέρονται γιὰ πρώτη φορά στὸν Ἀριστοφάνη. Προηγουμένως ἀπὸ γυαλί κατασκεύαζαν μόνο κοσμήματα: χάντρες, σκουλαρίκια, περιδέραια, βραχιόλια. Ὁ χρόνος μετριόταν με το ρολόϊ: το γνώμονα, ἕνα ἡλιακό ρολόϊ, ἐγκατεστημένο στὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ, καὶ την κλεψύδρα, ἕνα ρολόϊ με νερό, με το ὁποῖο μετριόταν ὁ χρόνος ἀνάλογα με την ποσότητα του νεροῦ ποὺ ἔτρεχε ὁμοιόμορφα σ’ ἕνα δοχεῖο. Ὁρισμένα σχέδια σε ἀρχαία ἑλληνικά ἀγγεῖα παριστάνουν σκηνές ἀπὸ τὴ ζωή καὶ τις ἀσχολίες τῶν γυναικών. Τα σχέδια αὐτὰ μποροῦν νὰ χωριστοῦν σε τρεῖς κατηγορίες σύμφωνα με το θέμα τους: οἰκιακές ἀσχολίες, καλλωπισμός των γυναικών καὶ διασκεδάσεις τους στὴν ἀποτραβηγμένη ζωή του γυναικωνίτη.
Ἐνδυμασία
Ἡ γυναικεία ἐνδυμασία ἐκείνης της ἐποχῆς δὲν ἔθετε ζητήματα κοπτικῆς ἀλλὰ ἀπαιτοῦσε μεγάλη εὐχέρεια στὴν τέχνη του στολισμοῦ. Τα γυναικεία ἐνδύματά, ὅπως καὶ τα ἀντρικά, χωρίζονταν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στὴν ἐλαφρή ἐσωτερική ἐνδυμασία καὶ σ’ ἕνα φόρεμα πιὸ χοντρό, τον πέπλο, ποὺ φοριόταν ἀπὸ πάνω. Ὁ χιτῶνας τῶν γυναικών ἦταν συνήθως πιὸ μακρύς ἀπὸ τον ἀντρικό, ἦταν ἁπλὸ, μακρύ πουκάμισο, ποὺ ἔπεφτε ἐλεύθερα κατά μῆκος του σώματος καὶ πιανόταν μόνο με ἕνα κορδόνι. Οἱ παντρεμένες γυναῖκες ἔδεναν το κορδόνι κόμπο, κάτω ἀπὸ το στῆθος τους, ἐνῶ τα νεαρά κορίτσια στὸ θώρακα ἡ στοὺς γοφούς. Κάποτε ο χιτῶνας εἶχε σχιστά μανίκια. Οἱ ἄκρες του πιάνονταν με μία πόρπη ἀπὸ το δεξιό ὦμο ἡ τις ἔδεναν φιόγκο πάνω στὸ στῆθος. Στὶς παρυφές ὁ χιτῶνας ἦταν στολισμένος με μία ταινία ἄλλου χρώματος, συνήθως χρώματος κρόκου. Στό σπίτι οἱ γυναῖκες φοροῦσαν μόνο χιτῶνα ἀλλὰ ὅταν ἔβγαιναν στὸ δρόμο φοροῦσαν ἀπὸ πάνω ἕναν πέπλο, δηλαδή ἕνα κομμάτι ὕφασμα πλατύ περίπου 1,5 μέτρο καὶ μακρύ 3-4 μέτρα, με το ὁποῖο οἱ Ἑλληνίδες καλύπτονταν ἐπιδέξια, ἀφήνοντάς το νὰ πέφτει σε πτυχές. Κάποτε, ὅταν δὲν φοροῦσαν βέλο, ἄφηναν ἐλεύθερη μίαν ἄκρη του πέπλου καὶ κάλυπταν μ’ αὐτὴν το κεφάλι. Την ἐνδυμασία τῶν γυναικών την ἔφτιαχναν ἀπὸ μάλλινο ὕφασμα, πανί καὶ λινάρι καὶ ἕνα ὕφασμα ἀπὸ ἄγνωστο ὑλικό, πολύ λεπτό καὶ διάφανο, ὅπως ἡ μουσελίνα. Τα χρώματα ποὺ προτιμοῦσαν ἦταν: κίτρινο, κόκκινο, ἐρυθρὸ, πράσινο ἀνοιχτὸ, πράσινο λαδί, γκριζογάλανο, καφετί ἀνοιχτὸ καὶ λευκό. Τους ἄρεσαν ὑφάσματα με σχέδια, ταινίες με ζωηρά χρώματα καὶ κεντήματα. Μποροῦμε νὰ σχηματίσουμε μία ἰδέα γιά τα κεντητά πέπλα ἄν κοιτάξουμε τα σχέδια τῶν ἀγγείων ἡ ἄν διαβάσουμε στὸν Αἰσχύλο την περιγραφή της ἐνδυμασίας του Ὀρέστη. Στὸ δρόμο οἱ γυναῖκες σπάνια φοροῦσαν στὸ κεφάλι τους καλύμματα, ἀλλὰ ὅταν ἔβγαιναν ἐξῶ ἀπὸ την πόλη κάλυπταν το κεφάλι τους με κάτι στρογγυλά καλύμματα με μυτερή κορυφή. Στὰ πόδια φοροῦσαν σανδάλια, ὑποδήματα λευκά ἡ κίτρινα καὶ ἕνα εἶδος ψηλά ἄρβυλα. Ὅταν ἔβγαιναν στὸ δρόμο ἔπαιρναν μία ὀμπρέλα καὶ ἕνα ριπίδι ἀπὸ φτερά παγονιού ἡ ἕνα πιὸ ἐλαφρὺ ἀπὸ ξύλο, με μορφή λωτοῦ. Ἡ ἐνδυμασία συμπληρωνόταν με κοσμήματα: χρυσά σπειροειδῆ ἡ μακριά σκουλαρίκια, χρυσά περιδέραια, διαδήματα, βραχιόλια (αὐτὰ τα φοροῦσαν στὸ πάνω μέρος του βραχίονα), δακτυλίδια καὶ κάτι μικρούς χρυσούς δακτύλιους στὴν κλείδωση του χεριοῦ. Ὁ καθρέφτης ἦταν ἕνα ἀντικείμενο ποὺ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὴ ζωή της γυναίκας. Οἱ καθρέφτες γίνονταν ἀπὸ καλοδουλεμένο μέταλλο κι εἶχαν ἕνα χερούλι λιγότερο ἡ περισσότερο στολισμένο. Ὅταν οἱ ἐταίρες γίνονταν γριές χάριζαν τους καθρέφτες τους στὴν Ἀφροδίτη γιὰ την προστασία καὶ τὴ μέριμνα ποὺ τους εἶχε ἡ θεά.
Ἡ γυναικεία ἐνδυμασία ἐκείνης της ἐποχῆς δὲν ἔθετε ζητήματα κοπτικῆς ἀλλὰ ἀπαιτοῦσε μεγάλη εὐχέρεια στὴν τέχνη του στολισμοῦ. Τα γυναικεία ἐνδύματά, ὅπως καὶ τα ἀντρικά, χωρίζονταν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στὴν ἐλαφρή ἐσωτερική ἐνδυμασία καὶ σ’ ἕνα φόρεμα πιὸ χοντρό, τον πέπλο, ποὺ φοριόταν ἀπὸ πάνω. Ὁ χιτῶνας τῶν γυναικών ἦταν συνήθως πιὸ μακρύς ἀπὸ τον ἀντρικό, ἦταν ἁπλὸ, μακρύ πουκάμισο, ποὺ ἔπεφτε ἐλεύθερα κατά μῆκος του σώματος καὶ πιανόταν μόνο με ἕνα κορδόνι. Οἱ παντρεμένες γυναῖκες ἔδεναν το κορδόνι κόμπο, κάτω ἀπὸ το στῆθος τους, ἐνῶ τα νεαρά κορίτσια στὸ θώρακα ἡ στοὺς γοφούς. Κάποτε ο χιτῶνας εἶχε σχιστά μανίκια. Οἱ ἄκρες του πιάνονταν με μία πόρπη ἀπὸ το δεξιό ὦμο ἡ τις ἔδεναν φιόγκο πάνω στὸ στῆθος. Στὶς παρυφές ὁ χιτῶνας ἦταν στολισμένος με μία ταινία ἄλλου χρώματος, συνήθως χρώματος κρόκου. Στό σπίτι οἱ γυναῖκες φοροῦσαν μόνο χιτῶνα ἀλλὰ ὅταν ἔβγαιναν στὸ δρόμο φοροῦσαν ἀπὸ πάνω ἕναν πέπλο, δηλαδή ἕνα κομμάτι ὕφασμα πλατύ περίπου 1,5 μέτρο καὶ μακρύ 3-4 μέτρα, με το ὁποῖο οἱ Ἑλληνίδες καλύπτονταν ἐπιδέξια, ἀφήνοντάς το νὰ πέφτει σε πτυχές. Κάποτε, ὅταν δὲν φοροῦσαν βέλο, ἄφηναν ἐλεύθερη μίαν ἄκρη του πέπλου καὶ κάλυπταν μ’ αὐτὴν το κεφάλι. Την ἐνδυμασία τῶν γυναικών την ἔφτιαχναν ἀπὸ μάλλινο ὕφασμα, πανί καὶ λινάρι καὶ ἕνα ὕφασμα ἀπὸ ἄγνωστο ὑλικό, πολύ λεπτό καὶ διάφανο, ὅπως ἡ μουσελίνα. Τα χρώματα ποὺ προτιμοῦσαν ἦταν: κίτρινο, κόκκινο, ἐρυθρὸ, πράσινο ἀνοιχτὸ, πράσινο λαδί, γκριζογάλανο, καφετί ἀνοιχτὸ καὶ λευκό. Τους ἄρεσαν ὑφάσματα με σχέδια, ταινίες με ζωηρά χρώματα καὶ κεντήματα. Μποροῦμε νὰ σχηματίσουμε μία ἰδέα γιά τα κεντητά πέπλα ἄν κοιτάξουμε τα σχέδια τῶν ἀγγείων ἡ ἄν διαβάσουμε στὸν Αἰσχύλο την περιγραφή της ἐνδυμασίας του Ὀρέστη. Στὸ δρόμο οἱ γυναῖκες σπάνια φοροῦσαν στὸ κεφάλι τους καλύμματα, ἀλλὰ ὅταν ἔβγαιναν ἐξῶ ἀπὸ την πόλη κάλυπταν το κεφάλι τους με κάτι στρογγυλά καλύμματα με μυτερή κορυφή. Στὰ πόδια φοροῦσαν σανδάλια, ὑποδήματα λευκά ἡ κίτρινα καὶ ἕνα εἶδος ψηλά ἄρβυλα. Ὅταν ἔβγαιναν στὸ δρόμο ἔπαιρναν μία ὀμπρέλα καὶ ἕνα ριπίδι ἀπὸ φτερά παγονιού ἡ ἕνα πιὸ ἐλαφρὺ ἀπὸ ξύλο, με μορφή λωτοῦ. Ἡ ἐνδυμασία συμπληρωνόταν με κοσμήματα: χρυσά σπειροειδῆ ἡ μακριά σκουλαρίκια, χρυσά περιδέραια, διαδήματα, βραχιόλια (αὐτὰ τα φοροῦσαν στὸ πάνω μέρος του βραχίονα), δακτυλίδια καὶ κάτι μικρούς χρυσούς δακτύλιους στὴν κλείδωση του χεριοῦ. Ὁ καθρέφτης ἦταν ἕνα ἀντικείμενο ποὺ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὴ ζωή της γυναίκας. Οἱ καθρέφτες γίνονταν ἀπὸ καλοδουλεμένο μέταλλο κι εἶχαν ἕνα χερούλι λιγότερο ἡ περισσότερο στολισμένο. Ὅταν οἱ ἐταίρες γίνονταν γριές χάριζαν τους καθρέφτες τους στὴν Ἀφροδίτη γιὰ την προστασία καὶ τὴ μέριμνα ποὺ τους εἶχε ἡ θεά.
Καλλωπισμός
Οἱ Ἑλληνίδες εἶχαν μακριά καὶ πυκνά μαλλιά. Τα ἔπλεκαν καὶ τα ἔκαναν βοστρύχους καὶ πλεξούδες, τα ἔπιαναν με ταινίες καὶ καρφίδες (τσιμπιδάκια) καὶ τους ἔκαναν διάφορα χτενίσματα. Στὶς ἐλεύθερες γυναῖκες το κοντό μαλλί ἦταν σημάδι πένθους ἡ ἀναγνώριση γηρατειῶν. Οἱ δοῦλες εἶχαν πάντοτε τα μαλλιά τους κομμένα κοντά. Οἱ Ἑλληνίδες χρησιμοποιοῦσαν κρέμα γιὰ νὰ ἀσπρίζουν τα μάγουλα, ψιμύθια, βαφές γιὰ τα φρύδια καὶ τις βλεφαρίδες. Πολλές γυναῖκες εἶχαν ὁλόκληρο ἀργαστήρι με καθρέφτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με ἀρώματα καὶ ἀρωματικές οὐσίες, δοχεῖα με κρέμες. Γιὰ το βάψιμο του προσώπου καὶ τῶν χειλιῶν χρησιμοποιοῦσαν μολύβια ή ρίζα του φυτοῦ αλκέα (εἶδος μολόχας). Τα φρύδια τα μαύριζαν με καπνιά ἡ με ψιλοτριμμένο αντιμόνιο. Τα βλέφαρα τα σκίαζαν ἐλαφρὰ με κάρβουνο. Τις βλεφαρίδες τις ἔβαφαν πρῶτα μαῦρες, ἔπειτα με ἕνα μεῖγμα ἀπὸ ἀσπράδι αὐγοῦ, ἀμμωνία καὶ ρετσίνι. Οἱ γυναῖκες ἔβαζαν πολλά μυρωδικά, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ ἄντρες, πρᾶγμα ποὺ φαίνεται ἀπὸ τις πικρές μομφές του Σωκράτη.
Οἱ Ἑλληνίδες εἶχαν μακριά καὶ πυκνά μαλλιά. Τα ἔπλεκαν καὶ τα ἔκαναν βοστρύχους καὶ πλεξούδες, τα ἔπιαναν με ταινίες καὶ καρφίδες (τσιμπιδάκια) καὶ τους ἔκαναν διάφορα χτενίσματα. Στὶς ἐλεύθερες γυναῖκες το κοντό μαλλί ἦταν σημάδι πένθους ἡ ἀναγνώριση γηρατειῶν. Οἱ δοῦλες εἶχαν πάντοτε τα μαλλιά τους κομμένα κοντά. Οἱ Ἑλληνίδες χρησιμοποιοῦσαν κρέμα γιὰ νὰ ἀσπρίζουν τα μάγουλα, ψιμύθια, βαφές γιὰ τα φρύδια καὶ τις βλεφαρίδες. Πολλές γυναῖκες εἶχαν ὁλόκληρο ἀργαστήρι με καθρέφτες, τσιμπιδάκια, καρφίτσες, μπουκαλάκια με ἀρώματα καὶ ἀρωματικές οὐσίες, δοχεῖα με κρέμες. Γιὰ το βάψιμο του προσώπου καὶ τῶν χειλιῶν χρησιμοποιοῦσαν μολύβια ή ρίζα του φυτοῦ αλκέα (εἶδος μολόχας). Τα φρύδια τα μαύριζαν με καπνιά ἡ με ψιλοτριμμένο αντιμόνιο. Τα βλέφαρα τα σκίαζαν ἐλαφρὰ με κάρβουνο. Τις βλεφαρίδες τις ἔβαφαν πρῶτα μαῦρες, ἔπειτα με ἕνα μεῖγμα ἀπὸ ἀσπράδι αὐγοῦ, ἀμμωνία καὶ ρετσίνι. Οἱ γυναῖκες ἔβαζαν πολλά μυρωδικά, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ ἄντρες, πρᾶγμα ποὺ φαίνεται ἀπὸ τις πικρές μομφές του Σωκράτη.
Διασκεδάσεις
Ἡ μουσική κατεῖχε σημαντική θέση στὴ ζωή της γυναίκας. Οἱ θωπευτικοί τόνοι της λύρας καὶ τα βαριά τρέμουλα του δίαυλου ἀντηχοῦσαν συχνά στὰ διαμερίσματα του γυναικωνίτη. Γενικά οἱ .ἕλληνες ἦταν μεγάλοι φίλοι της μουσικῆς καὶ ἀπέδιδαν ἰδιαίτερη σημασία στὴν ἠθική της ἐπίδραση. Οἱ ἕλληνες προτιμοῦσαν τις χαμηλές συγχορδίες. Γιὰ τις διάφορες κλίμακες ὑπῆρχαν εἰδικές ὀνομασίες. Οἱ νότες της φωνητικῆς μουσικῆς καὶ της ἐνόργανης μουσικῆς ἦταν ἐπίσης διαφορετικές. Ἡ ἁρμονία ἦταν ξένη πρὸς την ἑλληνική μουσική. Παρ’ ὅλο ποὺ οἱ ἕλληνες γνώριζαν τις συγχορδίες, χρησιμοποιοῦσαν μονάχα την κλίμακα ποὺ την ὀνόμαζαν ἀντιφώνηση. Συνήθως τραγουδοῦσαν σε μία φωνή. Μία ἄλλη διασκέδαση των γυναικών ἦταν τα οἰκιακά ζῶα καὶ τα πουλερικά. Εἶχαν σκυλιά καὶ γάτες παιχνιδιάρικες, ποὺ τους ἄρεσε νὰ παίζουν με τις κλωστές ἀπὸ ἕνα ἀτέλειωτο κέντημα, κοκόρια καὶ κότες, χῆνες, κᾶργες αὐθάδικες, πού ἤξεραν νὰ σκαλώνουν σε κάτι μικρές βαθμίδες καὶ νὰ κρατοῦν μία μικροσκοπική ἀσπίδα, γερανούς, πέρδικες καὶ ἀλλὰ ἐξημερωμένα πουλιά, ποὺ τις εἰκόνες τους μπορεῖ νὰ τις δεῖ κανείς στὰ σχέδια τῶν ἀγγείων .Μία ἐποχῆ ἔγιναν της μόδας οἱ πίθηκοι της Αἰγύπτου, ἀλλὰ πιθήκους μποροῦσε νὰ δεῖ κανείς πιὸ σπάνια καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ τους προμηθευτεῖ. Μὰ θὰ ἦταν μεγάλο λάθος νὰ πιστέψει κανείς ὅτι ὅλες οἱ ἀθηναῖες περνοῦσαν τον καιρό τους μπροστά στὸν καθρέφτη ἡ χαϊδεύοντας τις χορδές της λύρας. Ἡ τέχνη του 5ου-4ου αἰῶνα παρουσίασε ἰδιαίτερα τὴ ζωή της εὔπορης γυναίκας. Ὑπῆρχε ὅμως καὶ μία ἄλλη ζωή γυναίκας, ποὺ συνήθως οἱ καλλιτέχνες ἀγνοοῦσαν. Ἡ σκληρή, ἡ πολύμοχθη ζωή πολυάριθμων ἀπορῶν οἰκογενειῶν δὲν ἀποτελοῦσε πηγή ἔμπνευσης γιὰ τους ζωγράφους και τους ποιητές του ἰσχυροῦ ναυτικοῦ κράτους. Ἡ ἀθηναϊκή τέχνη ἐμπνέεται ἀπὸ τις πτυχώσεις τῶν κομψῶν ἐνδυμάτων κι ὄχι ἀπὸ τους χοντροκομμένους και μπαλωμένους χιτῶνες ποὺ ἀποτελοῦσαν την ἀμοιβή του καθημερινοῦ μόχθου. Ἡ ζήτηση γεννάει την προσφορά. Ἐκεῖνοι ποὺ πλήρωναν τα ἀγάλματα καὶ τα ἀγγεῖα δὲν θὰ ἔδιναν χρήματα γιὰ τόσο ἀποκρουστικές εἰκόνες, ἐνῶ οἱ λίγοι ὀβολοὶ τῶν φτωχῶν δὲν προορίζονταν γιὰ την ἀγορὰ ἀντικειμένων πολυτελείας. Συχνά δὲν ἔφταναν οὔτε γιὰ το καθημερινό ψωμί.
Ἡ μουσική κατεῖχε σημαντική θέση στὴ ζωή της γυναίκας. Οἱ θωπευτικοί τόνοι της λύρας καὶ τα βαριά τρέμουλα του δίαυλου ἀντηχοῦσαν συχνά στὰ διαμερίσματα του γυναικωνίτη. Γενικά οἱ .ἕλληνες ἦταν μεγάλοι φίλοι της μουσικῆς καὶ ἀπέδιδαν ἰδιαίτερη σημασία στὴν ἠθική της ἐπίδραση. Οἱ ἕλληνες προτιμοῦσαν τις χαμηλές συγχορδίες. Γιὰ τις διάφορες κλίμακες ὑπῆρχαν εἰδικές ὀνομασίες. Οἱ νότες της φωνητικῆς μουσικῆς καὶ της ἐνόργανης μουσικῆς ἦταν ἐπίσης διαφορετικές. Ἡ ἁρμονία ἦταν ξένη πρὸς την ἑλληνική μουσική. Παρ’ ὅλο ποὺ οἱ ἕλληνες γνώριζαν τις συγχορδίες, χρησιμοποιοῦσαν μονάχα την κλίμακα ποὺ την ὀνόμαζαν ἀντιφώνηση. Συνήθως τραγουδοῦσαν σε μία φωνή. Μία ἄλλη διασκέδαση των γυναικών ἦταν τα οἰκιακά ζῶα καὶ τα πουλερικά. Εἶχαν σκυλιά καὶ γάτες παιχνιδιάρικες, ποὺ τους ἄρεσε νὰ παίζουν με τις κλωστές ἀπὸ ἕνα ἀτέλειωτο κέντημα, κοκόρια καὶ κότες, χῆνες, κᾶργες αὐθάδικες, πού ἤξεραν νὰ σκαλώνουν σε κάτι μικρές βαθμίδες καὶ νὰ κρατοῦν μία μικροσκοπική ἀσπίδα, γερανούς, πέρδικες καὶ ἀλλὰ ἐξημερωμένα πουλιά, ποὺ τις εἰκόνες τους μπορεῖ νὰ τις δεῖ κανείς στὰ σχέδια τῶν ἀγγείων .Μία ἐποχῆ ἔγιναν της μόδας οἱ πίθηκοι της Αἰγύπτου, ἀλλὰ πιθήκους μποροῦσε νὰ δεῖ κανείς πιὸ σπάνια καὶ δὲν ἦταν εὔκολο νὰ τους προμηθευτεῖ. Μὰ θὰ ἦταν μεγάλο λάθος νὰ πιστέψει κανείς ὅτι ὅλες οἱ ἀθηναῖες περνοῦσαν τον καιρό τους μπροστά στὸν καθρέφτη ἡ χαϊδεύοντας τις χορδές της λύρας. Ἡ τέχνη του 5ου-4ου αἰῶνα παρουσίασε ἰδιαίτερα τὴ ζωή της εὔπορης γυναίκας. Ὑπῆρχε ὅμως καὶ μία ἄλλη ζωή γυναίκας, ποὺ συνήθως οἱ καλλιτέχνες ἀγνοοῦσαν. Ἡ σκληρή, ἡ πολύμοχθη ζωή πολυάριθμων ἀπορῶν οἰκογενειῶν δὲν ἀποτελοῦσε πηγή ἔμπνευσης γιὰ τους ζωγράφους και τους ποιητές του ἰσχυροῦ ναυτικοῦ κράτους. Ἡ ἀθηναϊκή τέχνη ἐμπνέεται ἀπὸ τις πτυχώσεις τῶν κομψῶν ἐνδυμάτων κι ὄχι ἀπὸ τους χοντροκομμένους και μπαλωμένους χιτῶνες ποὺ ἀποτελοῦσαν την ἀμοιβή του καθημερινοῦ μόχθου. Ἡ ζήτηση γεννάει την προσφορά. Ἐκεῖνοι ποὺ πλήρωναν τα ἀγάλματα καὶ τα ἀγγεῖα δὲν θὰ ἔδιναν χρήματα γιὰ τόσο ἀποκρουστικές εἰκόνες, ἐνῶ οἱ λίγοι ὀβολοὶ τῶν φτωχῶν δὲν προορίζονταν γιὰ την ἀγορὰ ἀντικειμένων πολυτελείας. Συχνά δὲν ἔφταναν οὔτε γιὰ το καθημερινό ψωμί.
Οἵ
φτωχές
Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὶς ἐμπνευσμένες ὁμιλίες τῶν θεῶν καὶ τῶν ἡρώων ἀντηχοῦσε καὶ ἡ γεμάτη φροντίδες ζωή του ἀθηναϊκοῦ δήμου. Ἡ γυναῖκα του λαοῦ, ἡ γυναῖκα του μόχθου, ἡ κουρασμένη, ἡ πρόωρα μαραμένη, διακόπτει τους χορούς των τραγουδιῶν, ἐνῶ στὶς κωμωδίες του Ἀριστοφάνη κλαίει μπροστά σ’ ὅλους τὴ μαύρη της τύχη. Στὶς φτωχές οἰκογένειες ἡ γυναῖκα δουλεύει δίπλα στὸν ἄντρα. Σε μία ἐπιγραφή γίνεται λόγος γιὰ τὴ γυναῖκα ἑνός χρυσοχόου ποὺ Βοηθάει τον ἄντρα της νὰ φτιάχνει περικεφαλαῖες γιὰ Τις παρελάσεις καὶ νὰ Τις ἐπιχρυσώσει. Ἡ ἀνάγκη ὑποχρεώνει την Ἀθηναία νὰ κάνει ἀκόμα καὶ δουλειές δούλας, νὰ ἐργαστεῖ σὰν τροφός. Με τον τελευταῖο ὀβολό ἡ φτωχή γυναῖκα ἀγοράζει λίγο ἀλεύρι ἡ δανείζεται ἀπὸ το γείτονα γιὰ νὰ ‘χεῖ με τι νὰ κάνει χυλό σε μία πήλινη γαβάθα, νὰ ψήσει κουλούρια καὶ νὰ τα πάει στὴν ἀγορὰ νὰ τα πουλήσει. Τα μέλη της οἰκογένειάς της τα τρέφει με “ξηρά φύλλα ραδικιοῦ”, με “ρίζες ραδικιοῦ” καὶ ἄλλα φαγώσιμα φυτά. Ἀπὸ τότε ποὺ θὰ φέξει ἡ μέρα κι ὥς τὴ δύση του ἥλιου θὰ την δεῖς νὰ γυρνάει ἐδῶ καὶ ‘κεῖ σὰν τὴ σαΐτα στὸν ἀργαλειό. Δὲν ἔχει καιρό νὰ τεμπελιάζει στὸ γυναικωνίτη, ἄλλωστε γιὰ ποῖο γυναικωνίτη μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος στὸ ἄθλιο καλύβι της, το κολλημένο στὸ Βράχο ή το σκαμμένο σ’ αὐτὸν σὰν φωλιά θηρίου. Δὲν ἔχει δοῦλες γιὰ νὰ κάνουν ὅλες Τις δουλειές του νοικοκυριοῦ. Κι ἄν ἀκόμα ἔχει (01 δοῦλοι εἶναι τόσο φτηνοί!), αὐτοί πεινοῦν μαζί μ’ ὁλόκληρη την οἰκογένεια ἡ Βγάζουν το ψωμί τους ὅπως μποροῦν. Τα παιδιά της δὲν πηγαίνουν περίπατο με τα μάτια χαμηλωμένα σεμνά στὴ γῆ, συνοδευόμενα ἀπὸ ἕναν παιδαγωγό. Παίζουν κι ἀνακατεύουν τὴ σκόνη των δρομίσκων της Ἀθήνας. Μόλις μάθουν νὰ διαβάζουν, πιάνουν δουλειά. Ἄν εἶναι χωριάτισσα κουράζεται ἀκόμα πιὸ πολύ. Πολύ πρὶν ξημερώσει ἑτοιμάζει φαγητό γιὰ τον ἄντρα καὶ τα παιδιά, ἔπειτα Βγάζει τα Βόδια ἀπὸ το στάβλο καὶ τα ποτίζει. Μαζεύει χόρτο γιὰ τα πρόβατα, τα κουρεύει, γνέθει καὶ ὑφαίνει, ράβει τα ροῦχα ὅλης της οἰκογένειας, περιποιεῖται το λαχανόκηπο, φέρνει νερό, ἀρμέγει τις γίδες, πλένει τα ροῦχα στὸ ρέμα, φορτώνεται συχνά καὶ κουβαλάει μακριά τα Βαριά δέματα με τα ἄπλυτα ροῦχα. Κάθε χρόνο Βοηθάει τον ἄντρα νὰ πετάει Τις πέτρες ἀπὸ το μικρό της κλῆρο. Καὶ κάθε χρόνο, ὅταν λιώνουν τα χιόνια, οἱ χείμαρροι κατεβάζουν ἀπ’ τα Βουνά ἄλλες πέτρες. Αὐτῶν τῶν γυναικών, εἴτε ζοῦν στὴν πόλη εἴτε στὸ χωριό, ἡ μέρα δὲν τους φαίνεται ποτέ μεγάλη. Ἀντίθετα, δὲν τα καταφέρνουν νὰ τελειώσουν, πρὶν νυχτώσει, ὅλες τις δουλειές τους. Μονότονα κυλοῦσε ἡ ζωή μονάχα της εὔπορης γυναίκας. Ἡ ὑποδεέστερη ὅμως θέση της καὶ ἡ ὑπακοή ποὺ ὄφειλε στὸ σύζυγο δὲν την ἐμπόδιζαν νὰ του Βάζει συχνά τα δύο πόδια σ’ ἕνα παπούτσι. Εἶναι γνωστή ἡ διαβεβαίωση του Θεμιστοκλῆ ὅτι ὁ μικρότερος γιὸς του εἶχε τὴ μεγαλύτερη ἐξουσία πάνω στοὺς Ἕλληνες, γιατί “ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἑλλήνων Βρίσκονται οἱ Ἀθηναῖοι, ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἀθηναίων εἶναι αὐτὸς, αὐτόν τὸν διευθύνει ἡ γυναῖκα του καὶ τὴ γυναῖκα του ὁ γιὸς του!”.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ στὶς ἐμπνευσμένες ὁμιλίες τῶν θεῶν καὶ τῶν ἡρώων ἀντηχοῦσε καὶ ἡ γεμάτη φροντίδες ζωή του ἀθηναϊκοῦ δήμου. Ἡ γυναῖκα του λαοῦ, ἡ γυναῖκα του μόχθου, ἡ κουρασμένη, ἡ πρόωρα μαραμένη, διακόπτει τους χορούς των τραγουδιῶν, ἐνῶ στὶς κωμωδίες του Ἀριστοφάνη κλαίει μπροστά σ’ ὅλους τὴ μαύρη της τύχη. Στὶς φτωχές οἰκογένειες ἡ γυναῖκα δουλεύει δίπλα στὸν ἄντρα. Σε μία ἐπιγραφή γίνεται λόγος γιὰ τὴ γυναῖκα ἑνός χρυσοχόου ποὺ Βοηθάει τον ἄντρα της νὰ φτιάχνει περικεφαλαῖες γιὰ Τις παρελάσεις καὶ νὰ Τις ἐπιχρυσώσει. Ἡ ἀνάγκη ὑποχρεώνει την Ἀθηναία νὰ κάνει ἀκόμα καὶ δουλειές δούλας, νὰ ἐργαστεῖ σὰν τροφός. Με τον τελευταῖο ὀβολό ἡ φτωχή γυναῖκα ἀγοράζει λίγο ἀλεύρι ἡ δανείζεται ἀπὸ το γείτονα γιὰ νὰ ‘χεῖ με τι νὰ κάνει χυλό σε μία πήλινη γαβάθα, νὰ ψήσει κουλούρια καὶ νὰ τα πάει στὴν ἀγορὰ νὰ τα πουλήσει. Τα μέλη της οἰκογένειάς της τα τρέφει με “ξηρά φύλλα ραδικιοῦ”, με “ρίζες ραδικιοῦ” καὶ ἄλλα φαγώσιμα φυτά. Ἀπὸ τότε ποὺ θὰ φέξει ἡ μέρα κι ὥς τὴ δύση του ἥλιου θὰ την δεῖς νὰ γυρνάει ἐδῶ καὶ ‘κεῖ σὰν τὴ σαΐτα στὸν ἀργαλειό. Δὲν ἔχει καιρό νὰ τεμπελιάζει στὸ γυναικωνίτη, ἄλλωστε γιὰ ποῖο γυναικωνίτη μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος στὸ ἄθλιο καλύβι της, το κολλημένο στὸ Βράχο ή το σκαμμένο σ’ αὐτὸν σὰν φωλιά θηρίου. Δὲν ἔχει δοῦλες γιὰ νὰ κάνουν ὅλες Τις δουλειές του νοικοκυριοῦ. Κι ἄν ἀκόμα ἔχει (01 δοῦλοι εἶναι τόσο φτηνοί!), αὐτοί πεινοῦν μαζί μ’ ὁλόκληρη την οἰκογένεια ἡ Βγάζουν το ψωμί τους ὅπως μποροῦν. Τα παιδιά της δὲν πηγαίνουν περίπατο με τα μάτια χαμηλωμένα σεμνά στὴ γῆ, συνοδευόμενα ἀπὸ ἕναν παιδαγωγό. Παίζουν κι ἀνακατεύουν τὴ σκόνη των δρομίσκων της Ἀθήνας. Μόλις μάθουν νὰ διαβάζουν, πιάνουν δουλειά. Ἄν εἶναι χωριάτισσα κουράζεται ἀκόμα πιὸ πολύ. Πολύ πρὶν ξημερώσει ἑτοιμάζει φαγητό γιὰ τον ἄντρα καὶ τα παιδιά, ἔπειτα Βγάζει τα Βόδια ἀπὸ το στάβλο καὶ τα ποτίζει. Μαζεύει χόρτο γιὰ τα πρόβατα, τα κουρεύει, γνέθει καὶ ὑφαίνει, ράβει τα ροῦχα ὅλης της οἰκογένειας, περιποιεῖται το λαχανόκηπο, φέρνει νερό, ἀρμέγει τις γίδες, πλένει τα ροῦχα στὸ ρέμα, φορτώνεται συχνά καὶ κουβαλάει μακριά τα Βαριά δέματα με τα ἄπλυτα ροῦχα. Κάθε χρόνο Βοηθάει τον ἄντρα νὰ πετάει Τις πέτρες ἀπὸ το μικρό της κλῆρο. Καὶ κάθε χρόνο, ὅταν λιώνουν τα χιόνια, οἱ χείμαρροι κατεβάζουν ἀπ’ τα Βουνά ἄλλες πέτρες. Αὐτῶν τῶν γυναικών, εἴτε ζοῦν στὴν πόλη εἴτε στὸ χωριό, ἡ μέρα δὲν τους φαίνεται ποτέ μεγάλη. Ἀντίθετα, δὲν τα καταφέρνουν νὰ τελειώσουν, πρὶν νυχτώσει, ὅλες τις δουλειές τους. Μονότονα κυλοῦσε ἡ ζωή μονάχα της εὔπορης γυναίκας. Ἡ ὑποδεέστερη ὅμως θέση της καὶ ἡ ὑπακοή ποὺ ὄφειλε στὸ σύζυγο δὲν την ἐμπόδιζαν νὰ του Βάζει συχνά τα δύο πόδια σ’ ἕνα παπούτσι. Εἶναι γνωστή ἡ διαβεβαίωση του Θεμιστοκλῆ ὅτι ὁ μικρότερος γιὸς του εἶχε τὴ μεγαλύτερη ἐξουσία πάνω στοὺς Ἕλληνες, γιατί “ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἑλλήνων Βρίσκονται οἱ Ἀθηναῖοι, ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἀθηναίων εἶναι αὐτὸς, αὐτόν τὸν διευθύνει ἡ γυναῖκα του καὶ τὴ γυναῖκα του ὁ γιὸς του!”.
Διαζύγια
Το διαζύγιο, το σχεδόν ἄγνωστο στὴν ὁμηρική ἐποχή, ἔγινε την κλασική ἐποχῆ τόσο συχνό, ποὺ οἱ ἕλληνες ρήτορες θεωροῦσαν την προῖκα σὰν ἀπόλυτα ἀναγκαῖο μέτρο γιὰ τῇ σταθερότητα της συζυγικῆς ζωῆς. Κι αὐτὸ γιατί σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ὁ σύζυγος ἦταν ὑποχρεωμένος ὄχι μονάχα νὰ ἐπιστρέψει στὸν πατέρα ἡ τον κηδεμόνα της γυναίκας του την προῖκα πού εἶχε πάρει, ἀλλὰ νὰ προσθέσει κι ἕνα συμπλήρωμα 18%, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἦταν εὔκολο στὸν καθένα. Ἐκτὸς ὅμως απ’ αὐτὴ την ὑλικὴ ζημιά, ἡ ἑλληνική νομοθεσία δὲν ἔβαζε κανενός ἀλλοῦ εἴδους ἐμπόδια γιὰ το διαζύγιο. Ὑπῆρχαν δύο εἰδῶν διαζύγια, ἡ παραπομπή, δηλ. διαζύγιο ὑστέρα ἀπὸ αἰτήση του συζύγου, καὶ ἡ ἀπόλειψις, δηλ. διαζύγιο ὑστέρα ἀπὸ αἰτήση της συζύγου. Ἡ πρώτη περίπτωση δὲν παρουσίαζε καμιά ἀπολύτως δυσκολία! Ἄν ὁ σύζυγος ἤθελε νὰ χωρίσει τὴ σύζυγο, την ἔστελνε στοὺς συγγενεῖς της, ἀφοῦ κρατοῦσε τα παιδιά. Κανένας δὲν ρωτοῦσε γιατί το ἔκανε! Οἱ αἰτίες μπορεῖ νά ἦταν οἱ πιὸ διαφορετικές. Ἀλλὰ ὑπῆρχε μία αἰτία, ἡ ὁποία ὁδηγοῦσε ἀναπόφευκτα στὸ διαζύγιο: ἄν δὲν εἶχε παιδιά, ὁ σύζυγος ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ χωρίσει τὴ γυναῖκα. Στούς ἕλληνες ὁ γάμος θεωροῦνταν ἱερός θεσμός, καθιερωμένος ἀπὸ τους προγόνους. Τα παιδιά ἦταν οἱ συνεχιστές των παραδόσεων του γένους καὶ της οἰκογένειας. Ὅταν πέθαινε ὁ πατέρας, τα παιδιά ἔπρεπε νὰ συνεχίσουν τὴ λατρεία των προγόνων καὶ νὰ τιμοῦν τον τάφο του πατέρα τους. Οἱ ἕλληνες θεωροῦσαν τὴ συζυγική ζωή σὰν μία ἀνάγκη, στὴν ὁποία οἱ ἀμοιβαῖες προτιμήσεις τῶν νέων δὲν εἶχαν καμιά σημασία, πολύ περισσότερο ποὺ βλέπονταν, συνήθως, γιὰ πρώτη φορά την ὥρα του γάμου. Γάμος σήμαινε θεμελίωση οἰκογένειας καὶ γέννηση παιδιῶν, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ πατέρας νὰ τα παρουσιάσει στὴ φατρία καὶ στὸ δῆμο του. Παιδιά πολλά καὶ ὡραία, νὰ το ἰδανικό της οἰκογενειακῆς εὐτυχίας. Την τελευταία ἡμέρα τῶν θεσμοφορίων γίνονταν διαγωνισμοί γιὰ την ἐκλογὴ τῶν ὡραιότερων παιδιῶν. Καὶ οἱ μάνες τῶν βλασταριῶν ποὺ ἀναγνωρίζονταν σὰν τα πιὸ ὡραία, γύριζαν τὴ μέρα αὐτὴ στὸ σπίτι περήφανες κι εὐτυχισμένες. Ἕνας ἄντρας ἄκληρος, συνεπῶς ἕνας ἄντρας ποὺ εἶχε τὴ δυσμένεια τῶν θεῶν, θεωροῦνταν μισός πολίτης καὶ πολυάριθμα ἀξιώματα, ὅπως π.χ. του ἄρχοντα καὶ του στρατηγοῦ, του ἦταν ἀπρόσιτα. Τις περισσότερες φορές οἱ ἄκληρες οἰκογένειες ὑιοθετούσαν τα παιδιά ἄλλων. Το υἱοθετημένο παιδί δεχόταν τὴ λατρεία τῶν προγόνων των καινούργιων του γονιῶν καὶ ξέκοβε ὁλοκληρωτικά ἀπὸ την πραγματική του οἰκογένεια. Ἐπίσης, ὑπῆρχε ἡ συνήθεια της ἀγορᾶς παιδιῶν. Το διαζύγιο με αἰτήση της γυναίκας ἦταν δύσκολο. Ἡ γυναῖκα ἔπρεπε νὰ παρουσιαστεῖ προσωπικά στὸν ἄρχοντα καὶ νὰ του παρουσιάσει γραπτές ἀποδείξεις ἀπὸ τις ὁποῖες νὰ προκύπτει το δίκαιο του αἰτήματος της. Ἐπειδὴ ἡ ἀθηναία θεωροῦνταν ὑποδεέστερη καὶ ἦταν ἐξαρτημένη, κι αὐτὴ ἡ ἁπλὴ τυπική πράξη συναντοῦσε μεγάλες δυσκολίες. Ἡ κατάσταση αὐτὴ φαίνεται θαυμάσια ἀπὸ την περιγραφή της ἀπόπειρας διαζυγίου της γυναίκας του Ἀλκιβιάδη, ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Πλούταρχος. Ὁ Πλούταρχος θεωρεῖ ἐξαντλημένο το πρόβλημα καὶ ἀπασχολεῖται με τα σκυλιά του Ἀλκιβιάδη. Ἄν πάρουμε ὑπόψη μας ὅτι ἡ Ἱππαρέτη ἔδωσε στὸν Ἀλκιβιάδη δέκα τάλαντα προῖκα καὶ ὅτι ὁ Ἀλκιβιάδης περίμενε ἄλλη τόση κληρονομιά μετά το θάνατο του πεθεροῦ του, του Ἱππόνικου, ἡ ἀσυνήθιστη προσήλωσή του στοὺς συζυγικούς δεσμούς γίνεται εὐκολονόητη. Ὁ ἄντρας ὅμως δὲν ἦταν δεμένος με τίποτα ἐκτὸς ἀπὸ την προῖκα. Μποροῦσε μάλιστα νὰ παντρέψει τὴ γυναῖκα του με ἄλλον, χωρίς κἄν νὰ ζητήσει τὴ συμφωνία της, ὅπως ἔκανε κι ἕνας πολίτης τόσο ἐνάρετος ὅπως ὁ Περικλῆς, πρᾶγμα ποῦ δὲν ἔβλαψε στὸ ἐλαχίστῳ τὴ φήμη του.
Το διαζύγιο, το σχεδόν ἄγνωστο στὴν ὁμηρική ἐποχή, ἔγινε την κλασική ἐποχῆ τόσο συχνό, ποὺ οἱ ἕλληνες ρήτορες θεωροῦσαν την προῖκα σὰν ἀπόλυτα ἀναγκαῖο μέτρο γιὰ τῇ σταθερότητα της συζυγικῆς ζωῆς. Κι αὐτὸ γιατί σε περίπτωση διάλυσης του γάμου ὁ σύζυγος ἦταν ὑποχρεωμένος ὄχι μονάχα νὰ ἐπιστρέψει στὸν πατέρα ἡ τον κηδεμόνα της γυναίκας του την προῖκα πού εἶχε πάρει, ἀλλὰ νὰ προσθέσει κι ἕνα συμπλήρωμα 18%, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἦταν εὔκολο στὸν καθένα. Ἐκτὸς ὅμως απ’ αὐτὴ την ὑλικὴ ζημιά, ἡ ἑλληνική νομοθεσία δὲν ἔβαζε κανενός ἀλλοῦ εἴδους ἐμπόδια γιὰ το διαζύγιο. Ὑπῆρχαν δύο εἰδῶν διαζύγια, ἡ παραπομπή, δηλ. διαζύγιο ὑστέρα ἀπὸ αἰτήση του συζύγου, καὶ ἡ ἀπόλειψις, δηλ. διαζύγιο ὑστέρα ἀπὸ αἰτήση της συζύγου. Ἡ πρώτη περίπτωση δὲν παρουσίαζε καμιά ἀπολύτως δυσκολία! Ἄν ὁ σύζυγος ἤθελε νὰ χωρίσει τὴ σύζυγο, την ἔστελνε στοὺς συγγενεῖς της, ἀφοῦ κρατοῦσε τα παιδιά. Κανένας δὲν ρωτοῦσε γιατί το ἔκανε! Οἱ αἰτίες μπορεῖ νά ἦταν οἱ πιὸ διαφορετικές. Ἀλλὰ ὑπῆρχε μία αἰτία, ἡ ὁποία ὁδηγοῦσε ἀναπόφευκτα στὸ διαζύγιο: ἄν δὲν εἶχε παιδιά, ὁ σύζυγος ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ χωρίσει τὴ γυναῖκα. Στούς ἕλληνες ὁ γάμος θεωροῦνταν ἱερός θεσμός, καθιερωμένος ἀπὸ τους προγόνους. Τα παιδιά ἦταν οἱ συνεχιστές των παραδόσεων του γένους καὶ της οἰκογένειας. Ὅταν πέθαινε ὁ πατέρας, τα παιδιά ἔπρεπε νὰ συνεχίσουν τὴ λατρεία των προγόνων καὶ νὰ τιμοῦν τον τάφο του πατέρα τους. Οἱ ἕλληνες θεωροῦσαν τὴ συζυγική ζωή σὰν μία ἀνάγκη, στὴν ὁποία οἱ ἀμοιβαῖες προτιμήσεις τῶν νέων δὲν εἶχαν καμιά σημασία, πολύ περισσότερο ποὺ βλέπονταν, συνήθως, γιὰ πρώτη φορά την ὥρα του γάμου. Γάμος σήμαινε θεμελίωση οἰκογένειας καὶ γέννηση παιδιῶν, γιὰ νὰ μπορεῖ ὁ πατέρας νὰ τα παρουσιάσει στὴ φατρία καὶ στὸ δῆμο του. Παιδιά πολλά καὶ ὡραία, νὰ το ἰδανικό της οἰκογενειακῆς εὐτυχίας. Την τελευταία ἡμέρα τῶν θεσμοφορίων γίνονταν διαγωνισμοί γιὰ την ἐκλογὴ τῶν ὡραιότερων παιδιῶν. Καὶ οἱ μάνες τῶν βλασταριῶν ποὺ ἀναγνωρίζονταν σὰν τα πιὸ ὡραία, γύριζαν τὴ μέρα αὐτὴ στὸ σπίτι περήφανες κι εὐτυχισμένες. Ἕνας ἄντρας ἄκληρος, συνεπῶς ἕνας ἄντρας ποὺ εἶχε τὴ δυσμένεια τῶν θεῶν, θεωροῦνταν μισός πολίτης καὶ πολυάριθμα ἀξιώματα, ὅπως π.χ. του ἄρχοντα καὶ του στρατηγοῦ, του ἦταν ἀπρόσιτα. Τις περισσότερες φορές οἱ ἄκληρες οἰκογένειες ὑιοθετούσαν τα παιδιά ἄλλων. Το υἱοθετημένο παιδί δεχόταν τὴ λατρεία τῶν προγόνων των καινούργιων του γονιῶν καὶ ξέκοβε ὁλοκληρωτικά ἀπὸ την πραγματική του οἰκογένεια. Ἐπίσης, ὑπῆρχε ἡ συνήθεια της ἀγορᾶς παιδιῶν. Το διαζύγιο με αἰτήση της γυναίκας ἦταν δύσκολο. Ἡ γυναῖκα ἔπρεπε νὰ παρουσιαστεῖ προσωπικά στὸν ἄρχοντα καὶ νὰ του παρουσιάσει γραπτές ἀποδείξεις ἀπὸ τις ὁποῖες νὰ προκύπτει το δίκαιο του αἰτήματος της. Ἐπειδὴ ἡ ἀθηναία θεωροῦνταν ὑποδεέστερη καὶ ἦταν ἐξαρτημένη, κι αὐτὴ ἡ ἁπλὴ τυπική πράξη συναντοῦσε μεγάλες δυσκολίες. Ἡ κατάσταση αὐτὴ φαίνεται θαυμάσια ἀπὸ την περιγραφή της ἀπόπειρας διαζυγίου της γυναίκας του Ἀλκιβιάδη, ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Πλούταρχος. Ὁ Πλούταρχος θεωρεῖ ἐξαντλημένο το πρόβλημα καὶ ἀπασχολεῖται με τα σκυλιά του Ἀλκιβιάδη. Ἄν πάρουμε ὑπόψη μας ὅτι ἡ Ἱππαρέτη ἔδωσε στὸν Ἀλκιβιάδη δέκα τάλαντα προῖκα καὶ ὅτι ὁ Ἀλκιβιάδης περίμενε ἄλλη τόση κληρονομιά μετά το θάνατο του πεθεροῦ του, του Ἱππόνικου, ἡ ἀσυνήθιστη προσήλωσή του στοὺς συζυγικούς δεσμούς γίνεται εὐκολονόητη. Ὁ ἄντρας ὅμως δὲν ἦταν δεμένος με τίποτα ἐκτὸς ἀπὸ την προῖκα. Μποροῦσε μάλιστα νὰ παντρέψει τὴ γυναῖκα του με ἄλλον, χωρίς κἄν νὰ ζητήσει τὴ συμφωνία της, ὅπως ἔκανε κι ἕνας πολίτης τόσο ἐνάρετος ὅπως ὁ Περικλῆς, πρᾶγμα ποῦ δὲν ἔβλαψε στὸ ἐλαχίστῳ τὴ φήμη του.
Ἐταίρες
Ἐντελῶς διαφορετικά ζοῦσαν οἱ ἐταίρες. Σε διάκριση ἀπὸ τις ἄλλες γυναῖκες, αὐτὲς εἶχαν γνώσεις της λογοτεχνίας καὶ δὲν τους ἦταν ξένη ἡ τέχνη. Ὄχι, βέβαια, ὅλες. Οἵ ἐταίρες ποὺ δὲν ἤξεραν νὰ παίζουν μουσικά ὄργανα ἡ τουλάχιστον νὰ τραγουδοῦν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κρατήσουν τους καλεσμένους με τις γνώσεις τους καὶ με το λεπτό τους πνεῦμα, εἶχαν ἕνα εὔγλωττο παρατσούκλι: τις ἔλεγαν “πεζές δαμάλες”, ὅπως λέγαν τους ὁπλῖτες πεζούς, γιατί βάδιζαν βῆμα χωρίς μουσική, καὶ σε διάκριση ἀπὸ το ἱππικό, ποὺ συνοδευόταν πάντα ἀπὸ μουσικούς. Αὐτὴ ἡ κατηγορία τῶν ἑταίρων ἦταν πολυάριθμη, μὰ ἡ ἀνάμνηση τους δὲν κράτησε πολύ καιρό. Ἡ θέση τῶν καλλιεργημένων καὶ μορφωμένων ἑταίρων ἦταν τελείως διαφορετική. Στὰ σπίτια τους μαζεύονταν πλῆθος οἱ νέοι. Τις θαύμαζαν, ἔστηναν γι’ αὐτὲς χρυσά ἀγάλματα, οἱ ποιητές τις ἐγκωμίαζαν στὰ ἔργα τους. Πολλές ἔγιναν διάσημες γιὰ την ἐξυπνάδα καὶ το πνεῦμα τους, ἐνῶ ἡ ἀθηναϊκή λογοτεχνία γνωρίζει συλλογές ἐπιγραμμάτων ποὺ γράφτηκαν ἀπὸ ἐταίρες. Σύζυγος, ἑταίρα ἡ δούλη, νὰ οἱ τρεῖς δρόμοι ποὺ ἐπεφύλασσε ἡ τύχη σε μιά γυναῖκα στὴν Ἀθήνα.
Ἐντελῶς διαφορετικά ζοῦσαν οἱ ἐταίρες. Σε διάκριση ἀπὸ τις ἄλλες γυναῖκες, αὐτὲς εἶχαν γνώσεις της λογοτεχνίας καὶ δὲν τους ἦταν ξένη ἡ τέχνη. Ὄχι, βέβαια, ὅλες. Οἵ ἐταίρες ποὺ δὲν ἤξεραν νὰ παίζουν μουσικά ὄργανα ἡ τουλάχιστον νὰ τραγουδοῦν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κρατήσουν τους καλεσμένους με τις γνώσεις τους καὶ με το λεπτό τους πνεῦμα, εἶχαν ἕνα εὔγλωττο παρατσούκλι: τις ἔλεγαν “πεζές δαμάλες”, ὅπως λέγαν τους ὁπλῖτες πεζούς, γιατί βάδιζαν βῆμα χωρίς μουσική, καὶ σε διάκριση ἀπὸ το ἱππικό, ποὺ συνοδευόταν πάντα ἀπὸ μουσικούς. Αὐτὴ ἡ κατηγορία τῶν ἑταίρων ἦταν πολυάριθμη, μὰ ἡ ἀνάμνηση τους δὲν κράτησε πολύ καιρό. Ἡ θέση τῶν καλλιεργημένων καὶ μορφωμένων ἑταίρων ἦταν τελείως διαφορετική. Στὰ σπίτια τους μαζεύονταν πλῆθος οἱ νέοι. Τις θαύμαζαν, ἔστηναν γι’ αὐτὲς χρυσά ἀγάλματα, οἱ ποιητές τις ἐγκωμίαζαν στὰ ἔργα τους. Πολλές ἔγιναν διάσημες γιὰ την ἐξυπνάδα καὶ το πνεῦμα τους, ἐνῶ ἡ ἀθηναϊκή λογοτεχνία γνωρίζει συλλογές ἐπιγραμμάτων ποὺ γράφτηκαν ἀπὸ ἐταίρες. Σύζυγος, ἑταίρα ἡ δούλη, νὰ οἱ τρεῖς δρόμοι ποὺ ἐπεφύλασσε ἡ τύχη σε μιά γυναῖκα στὴν Ἀθήνα.
Γηρατειά
Καὶ σε ὅποιον ἀπ’ αὐτούς την ὁδηγοῦσε ἡ μοῖρα, γρηγορότερα ἡ ἀργότερα την ἔβρισκε ἡ ἀρρώστια ἡ τα γηρατειά. Στὴ θύρα του σπιτιοῦ συγγενεῖς ἡ φίλοι θὰ σκαλώσουν δύο κλάδους: ἕναν ἐλιᾶς γιὰ νὰ φυλάει την ἄρρωστη ἀπ’ τα κακά πνεύματα καὶ ἕναν δάφνης γιὰ νὰ της ἐξασφαλίζει την εὐμένεια του Ἀπόλλωνα. Θὰ κληθεῖ κι ὁ γιατρός, ἀλλὰ ὄχι ἀμέσως. Πρῶτα θὰ ζητηθεῖ ἡ βοήθεια ἑνὸς ἀπὸ τους πολυάριθμους ὀνειροεξηγητές καὶ θὰ του διηγηθοῦν ὡς την τελευταία λεπτομέρεια τα ὄνειρα της ἄρρωστης. Ἄν ὀνειρεύτηκε πῶς τελείωσε την ὕφανση ἑνὸς ἱματίου γιὰ τον ἄντρα της κι ὅταν σηκώθηκε ἀπὸ τον ἀργαλειό τον ἔσπρωξε πρὸς τον τοῖχο, τα προμηνύματα εἶναι ἄσχημα. Μπορεῖ ἡ ἀρρώστια νὰ ‘χεῖ μοιραῖο τέλος, γιατί η ζωή της γυναίκας εἶναι ἀδιανόητη χωρίς ἀργαλειό” ἀκόμα καὶ στὸν τάφο της βάζουν ἕνα ἀδράχτι. Με την ἐπίδραση μεγάλης ἀμοιβῆς ὁ ἑρμηνευτής θὰ γλυκάνει ἴσως την προφητεία, προλέγοντας μονάχα βαριά ἀρρώστια. Ἄν ὅμως ἡ ἀμοιβή τοῦ φανεῖ ἀνεπαρκής, θὰ δηλώσει ἀνοιχτά ὅτι το ὄνειρο αὐτὸ σημαίνει θάνατο καὶ ὅτι οἱ συγγενεῖς δὲν πρέπει νὰ λυπηθοῦν, γιατί την ἴδια τύχη εἶχαν κι ἡ Ἀνδρομάχη κι ἡ Ἀντιγόνη καὶ ἡ Ἠλέκτρα, ἄν καὶ ἦταν πιὸ ὡραῖες καὶ πιὸ νέες ἀπὸ την ἀρρωστῆ. Μπορεῖ νὰ δοκιμάσει νὰ ἐξουδετερώσει τις ὀλέθριες συνέπειες του ὀνείρου, διηγῶντας το ὅταν φανοῦν οἱ πρῶτες ἀκτῖνες του ἥλιου. Τότε, ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ γέροι, καὶ το πιὸ κακό ὄνειρο χάνει τὴ δύναμή του. Ἀλλὰ το καλύτερο ἀπ’ ὅλα εἶναι νὰ ἀπευθυνθεῖ κανείς κατευθεῖαν στὸ θεό θεραπευτή, στὸν Ἀσκληπιό, καὶ στὶς δύο θυγατέρες του, την ὑγεία καὶ την πανάκεια, οἱ ὁποῖες, ἄν θέλουν, μποροῦν νὰ γιατρέψουν κάθε ἀρρώστια. Οἱ ἱερεῖς του ναοῦ τοῦ Ἀσκληπιοῦ της Ἐπιδαύρου (πόλης της Πελοποννήσου) εἶχαν τοποθετήσει μπροστά στὸ ἱερό μία μεγάλη ἐπιγραφή, ὁποῦ ἀπαριθμοῦνταν ὅλα τα θαύματα πού εἶχε κάνει ὁ θεραπευτής θεός, γιὰ νὰ τα γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἕλληνες. Σύμφωνα με τὴ γνώμη των ἱερέων, ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ φανατισμένοι σκεπτικιστές ἔπρεπε νὰ πειστοῦν γιὰ τὴ θαυματουργή δύναμη τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Γιὰ παράδειγμα, μία ἀθηναία ποὺ την ἔλεγαν ἀμβροσία, τυφλώθηκε ἀπ’ το ἕνα μάτι κι ἦρθε στὸ ναό, ζητῶντας θεραπεία, ἀλλὰ δὲν ἔδειξε στὸ ἱερὸ τον πρεπούμενο σεβασμό. Οἱ ἄρρωστοι ξαπλώνονταν σ’ ἕνα εἰδικὸ διαμέρισμα του ναοῦ καὶ ἡ θεραπεία γινόταν πάντα στὴ διάρκεια του “ἱεροῦ ὑπνοῦ”. Μὰ ἐπειδή ὑστέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα ἔπρεπε νὰ φέρουν στὸ θεό ἕνα μεγάλο ἀνάθημα, μόνο οἱ πλούσιοι μποροῦσαν νὰ θεραπευθοῦν στὸ ναό του Ἀσκληπιοῦ. Κι ἂν ἀκόμα οἱ ἱερεῖς ἔκαναν ὁρισμένα “θαύματα” γιὰ νὰ προσελκύσουν τους πιστούς, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, πρὶν ξαπλωθοῦν οἱ ἄρρωστοι στὸ ναό, τους περιποιοῦνταν σύμφωνα μ’ ὅλους τους κανόνες της ἰατρικῆς ἐπιστήμης, ποὺ την κατεῖχαν πολύ καλά. Χρησιμοποιοῦσαν τὴ δίαιτα κι ἕνα αὐστηρό σύστημα ὑπνοῦ, περιπάτους καὶ ἐντριβές, γιὰ νὰ θεραπεύουν τα πρηξίματα, τα ἕλκη καὶ τις ἀσθένειες του στομαχιοῦ. Τα “θαύματα” χρησιμοποιοῦνταν λοιπόν σάν δολώματα, γιατί κάθε θεραπεία ἔπρεπε νὰ πληρωθεῖ καὶ ἄν κάποιος προσπαθοῦσε νὰ γελάσει το θεό στὸ πρόσωπο του ἐκπροσώπου του, τιμωριόταν χωρίς ἀργοπορία. Οἱ ἱερεῖς φρόντιζαν αὐτὸ νὰ το ξέρει ὅλος ὁ κόσμος. Ἄν τα οἰκονομικά δὲν ἀπέτρεπαν στὴν ἄρρωστη νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τον Ἀσκληπιό, την πήγαιναν νὰ τὴ δοῦν οἱ γιατροί. Στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχαν κάμποσες ἰατρικές σχολές, ἀπ’ τις ὁποῖες ἡ πιὸ γνωστή ἦταν αὐτὴ πού ἄνοιξε στῆ νῆσο Κῶ “ὁ πατέρας της ἰατρικῆς”, ὁ Ἱπποκράτης. Ἄν οἱ μαθητές του ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀφιερώσουν τὴ ζωή τους στὴ θεραπεία των ἀσθενῶν, ἔπρεπε νὰ δώσουν ἕναν εἰδικὸ ὅρκο, ποὺ τον εἶχε συντάξει προσωπικά ὁ Ἱπποκράτης. Παρ’ ὅλα αὐτὰ, κάθε ἄλλο παρά ὅλοι οἱ ἰδιῶτες γιατροί, ποὺ ἦταν πολυάριθμοι στὴν Ἀθήνα, ἀκολουθοῦσαν τὴ συμβουλή τοῦ Ἱπποκράτη, νὰ θεραπεύουν τους ἀσθενεῖς χωρίς νὰ ἀπαιτοῦν μεγάλη ἀμοιβή. Ἡ πλειοψηφία προτιμοῦσε νὰ μετατρέψει την τέχνη σ’ ἕνα προσοδοφόρο ἐπάγγελμα. Ὑπῆρχαν καὶ πολλοί τσαρλατάνοι ποὺ παρίσταναν το γιατρό. Ἐναντίον τους πάλεψε ἐπίμονα, ἀλλὰ σχεδόν μάταια, ὁ μεγάλος Ἱπποκράτης, ὁ ὁποῖος διακήρυττε ὅτι ὁ γιατρός πρέπει νὰ ἀπασχολεῖται με την ὑγεία τοῦ ἀρρώστου κι ὄχι με τα χρήματα. Οἱ τσαρλατάνοι αὐτοί προσπαθοῦσαν νὰ ἐντυπωσιάσουν τους ἀσθενεῖς φτιάχνοντας στὶς κατοικίες τους εἰδικὰ “ἰατρεῖα”, προικισμένα με λουτῆρες, με ἀσημένια ἐργαλεῖα, βεντοῦζες γιὰ νὰ παίρνουν αἷμα καθώς καὶ διάφορες θεραπευτικές ἀλοιφές. Τα φάρμακα τα παρασκεύαζαν τότε οἱ ἴδιοι οἱ γιατροί. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς πουλοῦσαν στὴν ἀγορὰ φάρμακα γιὰ ὅλες τις ἀρρώστιες. Δὲν ὑπῆρχε κανένας ὑγειονομικός ἔλεγχος γιὰ νὰ παρακολουθεῖ την ἐργασία τῶν γιατρῶν .Ὑπῆρχαν καὶ γιατροί του κράτους, ποὺ ἡ δράση τους ἐγκωμιαζόταν κάποτε με εἰδικές ἀποφάσεις της βουλῆς καὶ της ἐκκλησίας του δήμου. Αὐτοὶ εἶχαν ἰατρεῖα ποὺ δέχονταν τους ἀρρώστους καὶ τους βοηθοῦσαν ὑγειονομικά. Το βοηθητικό ὑγειονομικό προσωπικό ἀποτελοῦνταν ἕν μέρει ἀπὸ δούλους εἰδικὰ ἐκπαιδευμένους. Κατά κανόνα οἱ βοηθοί αὐτοὶ περιποιοῦνταν ἀποκλειστικά τους δούλους. Ὁ γιατρός ποὺ κατάγεται ἀπὸ ἐλεύθερους ἀνθρώπους ἐπισκέπτεται τους ἀρρώστους το πρωί καὶ το βράδυ. Ὁ γιατρός αὐτὸς παίρνει ὑπόψη του “τὴ γενική κατάσταση της ἀτμόσφαιρας καὶ το ξεχωριστό κλίμα κάθε περιοχῆς, τις συνήθειες καὶ τον τρόπο της ζωῆς της ἄρρωστης, το εἶδος τῶν συνηθισμένων ἀσχολιῶν της, την ἡλικία, την ὁμιλία, τις δεξιότητες, τις σκέψεις, τα ὄνειρα, την ἀϋπνία, το περιεχόμενο καὶ το χρόνο ποὺ βλέπει τα ὄνειρα, τον τρόπο τῶν χειρονομιῶν, τα δάκρυα, το τρεμούλιασμα”, κι ἀλλὰ συμπτώματα της ἀρρώστιας. Ἀφοῦ συγκεντρώσει ὅλα τα ἀναγκαία στοιχεῖα, ὁ γιατρός της παραγγέλνει τι φάρμακο πρέπει νὰ πάρει, το παρασκευάζει με το χέρι του καὶ της το δίνει νὰ το πιεῖ. Ἄν ἡ ἄρρωστη γίνει καλά, τότε προσφέρει στὸ θεό γύψινο ὁμοίωμα τῶν ὀργάνων, ἡ του μέλους του σώματος ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει: ἕνα πόδι, ἕνα χέρι, ἕνα μάτι, ἕνα αὐτί, μία μύτη κ.λπ.
Καὶ σε ὅποιον ἀπ’ αὐτούς την ὁδηγοῦσε ἡ μοῖρα, γρηγορότερα ἡ ἀργότερα την ἔβρισκε ἡ ἀρρώστια ἡ τα γηρατειά. Στὴ θύρα του σπιτιοῦ συγγενεῖς ἡ φίλοι θὰ σκαλώσουν δύο κλάδους: ἕναν ἐλιᾶς γιὰ νὰ φυλάει την ἄρρωστη ἀπ’ τα κακά πνεύματα καὶ ἕναν δάφνης γιὰ νὰ της ἐξασφαλίζει την εὐμένεια του Ἀπόλλωνα. Θὰ κληθεῖ κι ὁ γιατρός, ἀλλὰ ὄχι ἀμέσως. Πρῶτα θὰ ζητηθεῖ ἡ βοήθεια ἑνὸς ἀπὸ τους πολυάριθμους ὀνειροεξηγητές καὶ θὰ του διηγηθοῦν ὡς την τελευταία λεπτομέρεια τα ὄνειρα της ἄρρωστης. Ἄν ὀνειρεύτηκε πῶς τελείωσε την ὕφανση ἑνὸς ἱματίου γιὰ τον ἄντρα της κι ὅταν σηκώθηκε ἀπὸ τον ἀργαλειό τον ἔσπρωξε πρὸς τον τοῖχο, τα προμηνύματα εἶναι ἄσχημα. Μπορεῖ ἡ ἀρρώστια νὰ ‘χεῖ μοιραῖο τέλος, γιατί η ζωή της γυναίκας εἶναι ἀδιανόητη χωρίς ἀργαλειό” ἀκόμα καὶ στὸν τάφο της βάζουν ἕνα ἀδράχτι. Με την ἐπίδραση μεγάλης ἀμοιβῆς ὁ ἑρμηνευτής θὰ γλυκάνει ἴσως την προφητεία, προλέγοντας μονάχα βαριά ἀρρώστια. Ἄν ὅμως ἡ ἀμοιβή τοῦ φανεῖ ἀνεπαρκής, θὰ δηλώσει ἀνοιχτά ὅτι το ὄνειρο αὐτὸ σημαίνει θάνατο καὶ ὅτι οἱ συγγενεῖς δὲν πρέπει νὰ λυπηθοῦν, γιατί την ἴδια τύχη εἶχαν κι ἡ Ἀνδρομάχη κι ἡ Ἀντιγόνη καὶ ἡ Ἠλέκτρα, ἄν καὶ ἦταν πιὸ ὡραῖες καὶ πιὸ νέες ἀπὸ την ἀρρωστῆ. Μπορεῖ νὰ δοκιμάσει νὰ ἐξουδετερώσει τις ὀλέθριες συνέπειες του ὀνείρου, διηγῶντας το ὅταν φανοῦν οἱ πρῶτες ἀκτῖνες του ἥλιου. Τότε, ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ γέροι, καὶ το πιὸ κακό ὄνειρο χάνει τὴ δύναμή του. Ἀλλὰ το καλύτερο ἀπ’ ὅλα εἶναι νὰ ἀπευθυνθεῖ κανείς κατευθεῖαν στὸ θεό θεραπευτή, στὸν Ἀσκληπιό, καὶ στὶς δύο θυγατέρες του, την ὑγεία καὶ την πανάκεια, οἱ ὁποῖες, ἄν θέλουν, μποροῦν νὰ γιατρέψουν κάθε ἀρρώστια. Οἱ ἱερεῖς του ναοῦ τοῦ Ἀσκληπιοῦ της Ἐπιδαύρου (πόλης της Πελοποννήσου) εἶχαν τοποθετήσει μπροστά στὸ ἱερό μία μεγάλη ἐπιγραφή, ὁποῦ ἀπαριθμοῦνταν ὅλα τα θαύματα πού εἶχε κάνει ὁ θεραπευτής θεός, γιὰ νὰ τα γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἕλληνες. Σύμφωνα με τὴ γνώμη των ἱερέων, ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ φανατισμένοι σκεπτικιστές ἔπρεπε νὰ πειστοῦν γιὰ τὴ θαυματουργή δύναμη τοῦ Ἀσκληπιοῦ. Γιὰ παράδειγμα, μία ἀθηναία ποὺ την ἔλεγαν ἀμβροσία, τυφλώθηκε ἀπ’ το ἕνα μάτι κι ἦρθε στὸ ναό, ζητῶντας θεραπεία, ἀλλὰ δὲν ἔδειξε στὸ ἱερὸ τον πρεπούμενο σεβασμό. Οἱ ἄρρωστοι ξαπλώνονταν σ’ ἕνα εἰδικὸ διαμέρισμα του ναοῦ καὶ ἡ θεραπεία γινόταν πάντα στὴ διάρκεια του “ἱεροῦ ὑπνοῦ”. Μὰ ἐπειδή ὑστέρα ἀπὸ κάθε θαῦμα ἔπρεπε νὰ φέρουν στὸ θεό ἕνα μεγάλο ἀνάθημα, μόνο οἱ πλούσιοι μποροῦσαν νὰ θεραπευθοῦν στὸ ναό του Ἀσκληπιοῦ. Κι ἂν ἀκόμα οἱ ἱερεῖς ἔκαναν ὁρισμένα “θαύματα” γιὰ νὰ προσελκύσουν τους πιστούς, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, πρὶν ξαπλωθοῦν οἱ ἄρρωστοι στὸ ναό, τους περιποιοῦνταν σύμφωνα μ’ ὅλους τους κανόνες της ἰατρικῆς ἐπιστήμης, ποὺ την κατεῖχαν πολύ καλά. Χρησιμοποιοῦσαν τὴ δίαιτα κι ἕνα αὐστηρό σύστημα ὑπνοῦ, περιπάτους καὶ ἐντριβές, γιὰ νὰ θεραπεύουν τα πρηξίματα, τα ἕλκη καὶ τις ἀσθένειες του στομαχιοῦ. Τα “θαύματα” χρησιμοποιοῦνταν λοιπόν σάν δολώματα, γιατί κάθε θεραπεία ἔπρεπε νὰ πληρωθεῖ καὶ ἄν κάποιος προσπαθοῦσε νὰ γελάσει το θεό στὸ πρόσωπο του ἐκπροσώπου του, τιμωριόταν χωρίς ἀργοπορία. Οἱ ἱερεῖς φρόντιζαν αὐτὸ νὰ το ξέρει ὅλος ὁ κόσμος. Ἄν τα οἰκονομικά δὲν ἀπέτρεπαν στὴν ἄρρωστη νὰ θεραπευθεῖ ἀπὸ τον Ἀσκληπιό, την πήγαιναν νὰ τὴ δοῦν οἱ γιατροί. Στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχαν κάμποσες ἰατρικές σχολές, ἀπ’ τις ὁποῖες ἡ πιὸ γνωστή ἦταν αὐτὴ πού ἄνοιξε στῆ νῆσο Κῶ “ὁ πατέρας της ἰατρικῆς”, ὁ Ἱπποκράτης. Ἄν οἱ μαθητές του ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀφιερώσουν τὴ ζωή τους στὴ θεραπεία των ἀσθενῶν, ἔπρεπε νὰ δώσουν ἕναν εἰδικὸ ὅρκο, ποὺ τον εἶχε συντάξει προσωπικά ὁ Ἱπποκράτης. Παρ’ ὅλα αὐτὰ, κάθε ἄλλο παρά ὅλοι οἱ ἰδιῶτες γιατροί, ποὺ ἦταν πολυάριθμοι στὴν Ἀθήνα, ἀκολουθοῦσαν τὴ συμβουλή τοῦ Ἱπποκράτη, νὰ θεραπεύουν τους ἀσθενεῖς χωρίς νὰ ἀπαιτοῦν μεγάλη ἀμοιβή. Ἡ πλειοψηφία προτιμοῦσε νὰ μετατρέψει την τέχνη σ’ ἕνα προσοδοφόρο ἐπάγγελμα. Ὑπῆρχαν καὶ πολλοί τσαρλατάνοι ποὺ παρίσταναν το γιατρό. Ἐναντίον τους πάλεψε ἐπίμονα, ἀλλὰ σχεδόν μάταια, ὁ μεγάλος Ἱπποκράτης, ὁ ὁποῖος διακήρυττε ὅτι ὁ γιατρός πρέπει νὰ ἀπασχολεῖται με την ὑγεία τοῦ ἀρρώστου κι ὄχι με τα χρήματα. Οἱ τσαρλατάνοι αὐτοί προσπαθοῦσαν νὰ ἐντυπωσιάσουν τους ἀσθενεῖς φτιάχνοντας στὶς κατοικίες τους εἰδικὰ “ἰατρεῖα”, προικισμένα με λουτῆρες, με ἀσημένια ἐργαλεῖα, βεντοῦζες γιὰ νὰ παίρνουν αἷμα καθώς καὶ διάφορες θεραπευτικές ἀλοιφές. Τα φάρμακα τα παρασκεύαζαν τότε οἱ ἴδιοι οἱ γιατροί. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς πουλοῦσαν στὴν ἀγορὰ φάρμακα γιὰ ὅλες τις ἀρρώστιες. Δὲν ὑπῆρχε κανένας ὑγειονομικός ἔλεγχος γιὰ νὰ παρακολουθεῖ την ἐργασία τῶν γιατρῶν .Ὑπῆρχαν καὶ γιατροί του κράτους, ποὺ ἡ δράση τους ἐγκωμιαζόταν κάποτε με εἰδικές ἀποφάσεις της βουλῆς καὶ της ἐκκλησίας του δήμου. Αὐτοὶ εἶχαν ἰατρεῖα ποὺ δέχονταν τους ἀρρώστους καὶ τους βοηθοῦσαν ὑγειονομικά. Το βοηθητικό ὑγειονομικό προσωπικό ἀποτελοῦνταν ἕν μέρει ἀπὸ δούλους εἰδικὰ ἐκπαιδευμένους. Κατά κανόνα οἱ βοηθοί αὐτοὶ περιποιοῦνταν ἀποκλειστικά τους δούλους. Ὁ γιατρός ποὺ κατάγεται ἀπὸ ἐλεύθερους ἀνθρώπους ἐπισκέπτεται τους ἀρρώστους το πρωί καὶ το βράδυ. Ὁ γιατρός αὐτὸς παίρνει ὑπόψη του “τὴ γενική κατάσταση της ἀτμόσφαιρας καὶ το ξεχωριστό κλίμα κάθε περιοχῆς, τις συνήθειες καὶ τον τρόπο της ζωῆς της ἄρρωστης, το εἶδος τῶν συνηθισμένων ἀσχολιῶν της, την ἡλικία, την ὁμιλία, τις δεξιότητες, τις σκέψεις, τα ὄνειρα, την ἀϋπνία, το περιεχόμενο καὶ το χρόνο ποὺ βλέπει τα ὄνειρα, τον τρόπο τῶν χειρονομιῶν, τα δάκρυα, το τρεμούλιασμα”, κι ἀλλὰ συμπτώματα της ἀρρώστιας. Ἀφοῦ συγκεντρώσει ὅλα τα ἀναγκαία στοιχεῖα, ὁ γιατρός της παραγγέλνει τι φάρμακο πρέπει νὰ πάρει, το παρασκευάζει με το χέρι του καὶ της το δίνει νὰ το πιεῖ. Ἄν ἡ ἄρρωστη γίνει καλά, τότε προσφέρει στὸ θεό γύψινο ὁμοίωμα τῶν ὀργάνων, ἡ του μέλους του σώματος ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει: ἕνα πόδι, ἕνα χέρι, ἕνα μάτι, ἕνα αὐτί, μία μύτη κ.λπ.
Θάνατος
Ἂν ἡ θεραπεία δὲν βοήθησε καὶ το μοιραῖο τέλος ἔγινε ἀναπόφευκτο, τότε ἡ μελλοθάνατη κόβει μερικούς βοστρύχους γιὰ νὰ τους προσφέρει δῶρο στὸν Ἀπόλλωνα καὶ την ἀδελφὴ του την Ἄρτεμι. Οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι μαζεύονται λυπημένοι γύρω ἀπὸ το κρεβάτι γιὰ νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ φυλάξουν με φροντίδα τα τελευταία λόγια της. Την ὑποχρέωση αὐτὴ ἀναλαμβάνει ὁ πιὸ στενός ἀπὸ αἷμα συγγενής. Οἱ ἄλλοι θὰ χτυπήσουν δυνατά τα ὀρειχάλκινα ἀγγεῖα, ποὺ τα μετέτρεψαν γιὰ την εὐκαιρία σε σήμαντρα, γιὰ νὰ διώξουν τα κακά πνεύματα, ποὺ, ὅπως εἶναι γνωστό, δὲν μποροῦν νὰ ὑποφέρουν τόσο βίαιους θορύβους. Πίστευαν πῶς χάρη στὴ φοβερή φασαρία ἡ ψυχή θὰ καταφέρει νὰ ξεφύγει ἀπὸ την ἀκούραστη ἐπαγρύπνηση τῶν ἐρινυῶν καὶ νὰ φτάσει ἀνεμπόδιστη στὰ Ἡλύσια πεδία, ὁποῦ θὰ ἀναπαυτεῖ ἥσυχα. Οἱ ἕλληνες πίστευαν ὅτι ὁ κόσμος τῶν νεκρῶν, ὁ Ἄδης, χωρίζεται σε δύο μέρη ἐντελῶς διαφορετικά: το δεξιό μέρος, ποὺ προορίζεται γιὰ τους ἀγαθούς ἀνθρώπους, ποὺ οἱ ψυχές τους ζοῦσαν ἐδῶ ἥσυχα κι εὐτυχισμένα, καὶ το ἀριστερό μέρος, τον τρομερό Τάρταρο, ὁποῦ βασανίζονταν οἱ ψυχές τῶν ἄτιμων καὶ ἐγκληματιῶν. Ἡ κύρια ἀποστολή τῶν ἐρινυῶν ἦταν ἀκριβῶς νὰ πετάξουν τις ψυχές στὸν Τάρταρο. Της νεκρῆς της κλείνανε τα μάτια καὶ το στόμα γιὰ νὰ ‘χεῖ ὅσο το δυνατό πιὸ κόσμια ἐμφάνιση καὶ της κάλυπταν το πρόσωπο με ἕνα πανί. Αὐτὸ το ἔκανε ὁ σύζυγος, ὁ ἀδελφός, ἡ ἀδελφὴ ἡ ὁ γιὸς. Θλιβερή εἶναι ἡ τύχη ἐκείνης ποὺ δὲν ἔχει ἕνα φιλικό χέρι γιὰ νὰ της προσφέρει την ὑπηρεσία αὐτή. Οἱ γυναῖκες θὰ πλύνουν το πτῶμα με ζεστό νερό, θὰ το ἀλείψουν με ἀρωματικά ἐλαία, θὰ το ντύσουν καὶ θὰ το καλύψουν μ’ ἕνα σεντόνι λευκό. Στὸ μέτωπο θὰ βάλουν ἕνα στεφάνι ἀπὸ χρυσό ἡ ἀπὸ κερί. Το κρεβάτι του πόνου της μακαρίτισσας θὰ στολιστεῖ με πράσινα κλαδιά καὶ με στεφάνια λουλουδιῶν, ἔπειτα θὰ το τοποθετήσουν σε ἕνα δωμάτιο ποῦ νὰ βλέπει στὴν αὐλὴ, με τα πόδια πρὸς τὴ θύρα, σημάδι πῶς δὲν θὰ ξαναγυρίσει ποτέ πιὰ. Ἐδῶ ἡ νεκρή θὰ μείνει ἕνα μερόνυχτο καὶ θὰ τὴ φυλᾶνε οἱ στενοί συγγενεῖς καὶ τα μέλη της οἰκογένειας. Οἱ φίλοι τοῦ σπιτιοῦ θὰ ‘θροῦν νὰ δώσουν τον τελευταῖο χαιρετισμό κι ὅταν φύγουν δὲν θὰ ξεχάσουν νὰ πλύνουν τα χέρια με τρεχούμενο νερό, γιατί μπαίνοντας σε ἕνα σπίτι ποὺ το ἐπισκέφτηκε ὁ θάνατος ἔχουν μολυνθεῖ. Ὅλο τον καιρό ποῦ ἡ νεκρή βρίσκεται ξαπλωμένη στὸ κρεβάτι, με τα πόδια πρὸς τὴ θύρα, τα μαλλιά της θὰ εἶναι κρεμασμένα στὴν ἐξώθυρα σε ἐνδείξη πένθους. Την ἄλλη μέρα πρὶν την ἀνατολὴ του ἥλιου, ποὺ δὲν πρέπει νὰ δεῖ αὐτὸ το ὄχι καθαρό θέαμα, ἡ νεκρική πομπή θὰ κατευθυνθεῖ πρὸς το κοιμητήριον. Ἄν στὸ σπίτι ἐπιτρεπόταν νὰ μοιρολογήσεις καὶ νὰ κλάψεις, στὸ δρόμο, σύμφωνα με το νόμο ποὺ ψηφίστηκε τον καιρό του Σόλωνα, ἡ τήρηση της ἡσυχίας ἦταν ὑποχρεωτική. Πίσω ἀπὸ τῇ νεκρή, ποὺ εἶναι τοποθετημένη σε μία νεκροφόρα καὶ σκεπασμένη με λευκά σεντόνια, βάδιζαν σιωπηλοί πρῶτα οἱ ἄντρες, ἔπειτα οἱ γυναῖκες, οἱ στενοί συγγενεῖς καὶ τα μέλη της οἰκογένειας. Μποροῦσαν νὰ πάρουν μέρος καὶ ἄλλες ἡλικιωμένες γυναῖκες το λιγότερο 60 χρόνων. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς σε ἐνδείξη πένθους φοροῦν ἐνδύματα κλειστοῦ χρώματος καὶ ἔχουν κοντά κομμένα τα μαλλιά τους. Το πήλινο φέρετρο θὰ κατεβεῖ στὸ ξηρό χῶμα, το φρυγμένο ἀπ’ τον ἥλιο της ἀττικῆς. Γιὰ νὰ μὴν ὑποφέρει ἡ νεκρή ἀπὸ δίψα, κοντά στὸ φέρετρο θὰ τοποθετήσουν ἕναν ἀμφορέα με νερό. Θὰ ἀφήσουν ἐπίσης διάφορα ἀγγεῖα καὶ στὸ στόμα της θὰ βάλουν ἕναν ἄβολό, γιὰ νὰ πληρώσει τον χάροντα, το βαρκάρη ποῦ θὰ την περάσει ἀπὸ το ποτάμι της Στυγός στὸν κόσμο τῶν νεκρῶν. Θὰ της δώσουν ἴσως καὶ μία πίτα με μέλι γιὰ νὰ ἡμερέψει τον ἄγριο κέρβερο, το τρικέφαλο σκυλί ποὺ φυλάει την εἴσοδο του Ἄδη. Το μνῆμα σκεπάστηκε με χῶμα καὶ στὸ κεφάλι της νεκρῆς τοποθετήθηκε μία στήλη, στὴν ὁποία εἶναι γραμμένο το ὄνομα της νεκρῆς καὶ μία μονάχα λέξη “χαῖρε!”. Προφέροντας γιὰ τελευταία φορά το “ἀναπαύου ἐν εἰρήνη”, αὐτοὶ ποῦ πῆραν μέρος στῆ νεκρική συνοδεία θὰ χαιρετίσουν τὴ μακαρίτισσα. Θὰ σπεύσουν ἔπειτα νὰ ἐξαγνιστοῦν ἀπὸ το μίασμα, γιατί ἀλλιῶς δὲν μποροῦν νὰ ‘θροῦν σε ἐπαφῆ μ’ ἄλλους ἀνθρώπους κι οὔτε νὰ πατήσουν σε ναό. Ἡ κατοικία της νεκρῆς θὰ πλυθεῖ ἐπίσης με νερό καὶ στὴν ἑστία θὰ ρίξουν κομματάκια θειάφι. Οἱ μέρες του μῆνα του πένθους περνοῦν γρήγορα.. Ὕστερα ἀπὸ πολλούς αἰῶνες, οἱ ἀρχαιολόγοι, καθαρίζοντας προσεκτικά την ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, τὴ φαγωμένη ἀπ τις βροχές καὶ τους ἀνέμους, της ἐπιτύμβιας στήλης, θὰ διαβάσουν το ὄνομα αὐτῆς ποὺ βρῆκε τελευταῖο καταφύγιο στὸν τάφο αὐτὸ. Θὰ βροῦν ἐκεῖ τον ἀμφορέα καὶ τα ἄλλα ἀγγεῖα, ὁρισμένα ἴσως ἀνέπαφα, καθώς καὶ τον ὀβολὸ ποὺ τον περιμένει μάταια ὁ Χάροντας.
Ἂν ἡ θεραπεία δὲν βοήθησε καὶ το μοιραῖο τέλος ἔγινε ἀναπόφευκτο, τότε ἡ μελλοθάνατη κόβει μερικούς βοστρύχους γιὰ νὰ τους προσφέρει δῶρο στὸν Ἀπόλλωνα καὶ την ἀδελφὴ του την Ἄρτεμι. Οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι μαζεύονται λυπημένοι γύρω ἀπὸ το κρεβάτι γιὰ νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ φυλάξουν με φροντίδα τα τελευταία λόγια της. Την ὑποχρέωση αὐτὴ ἀναλαμβάνει ὁ πιὸ στενός ἀπὸ αἷμα συγγενής. Οἱ ἄλλοι θὰ χτυπήσουν δυνατά τα ὀρειχάλκινα ἀγγεῖα, ποὺ τα μετέτρεψαν γιὰ την εὐκαιρία σε σήμαντρα, γιὰ νὰ διώξουν τα κακά πνεύματα, ποὺ, ὅπως εἶναι γνωστό, δὲν μποροῦν νὰ ὑποφέρουν τόσο βίαιους θορύβους. Πίστευαν πῶς χάρη στὴ φοβερή φασαρία ἡ ψυχή θὰ καταφέρει νὰ ξεφύγει ἀπὸ την ἀκούραστη ἐπαγρύπνηση τῶν ἐρινυῶν καὶ νὰ φτάσει ἀνεμπόδιστη στὰ Ἡλύσια πεδία, ὁποῦ θὰ ἀναπαυτεῖ ἥσυχα. Οἱ ἕλληνες πίστευαν ὅτι ὁ κόσμος τῶν νεκρῶν, ὁ Ἄδης, χωρίζεται σε δύο μέρη ἐντελῶς διαφορετικά: το δεξιό μέρος, ποὺ προορίζεται γιὰ τους ἀγαθούς ἀνθρώπους, ποὺ οἱ ψυχές τους ζοῦσαν ἐδῶ ἥσυχα κι εὐτυχισμένα, καὶ το ἀριστερό μέρος, τον τρομερό Τάρταρο, ὁποῦ βασανίζονταν οἱ ψυχές τῶν ἄτιμων καὶ ἐγκληματιῶν. Ἡ κύρια ἀποστολή τῶν ἐρινυῶν ἦταν ἀκριβῶς νὰ πετάξουν τις ψυχές στὸν Τάρταρο. Της νεκρῆς της κλείνανε τα μάτια καὶ το στόμα γιὰ νὰ ‘χεῖ ὅσο το δυνατό πιὸ κόσμια ἐμφάνιση καὶ της κάλυπταν το πρόσωπο με ἕνα πανί. Αὐτὸ το ἔκανε ὁ σύζυγος, ὁ ἀδελφός, ἡ ἀδελφὴ ἡ ὁ γιὸς. Θλιβερή εἶναι ἡ τύχη ἐκείνης ποὺ δὲν ἔχει ἕνα φιλικό χέρι γιὰ νὰ της προσφέρει την ὑπηρεσία αὐτή. Οἱ γυναῖκες θὰ πλύνουν το πτῶμα με ζεστό νερό, θὰ το ἀλείψουν με ἀρωματικά ἐλαία, θὰ το ντύσουν καὶ θὰ το καλύψουν μ’ ἕνα σεντόνι λευκό. Στὸ μέτωπο θὰ βάλουν ἕνα στεφάνι ἀπὸ χρυσό ἡ ἀπὸ κερί. Το κρεβάτι του πόνου της μακαρίτισσας θὰ στολιστεῖ με πράσινα κλαδιά καὶ με στεφάνια λουλουδιῶν, ἔπειτα θὰ το τοποθετήσουν σε ἕνα δωμάτιο ποῦ νὰ βλέπει στὴν αὐλὴ, με τα πόδια πρὸς τὴ θύρα, σημάδι πῶς δὲν θὰ ξαναγυρίσει ποτέ πιὰ. Ἐδῶ ἡ νεκρή θὰ μείνει ἕνα μερόνυχτο καὶ θὰ τὴ φυλᾶνε οἱ στενοί συγγενεῖς καὶ τα μέλη της οἰκογένειας. Οἱ φίλοι τοῦ σπιτιοῦ θὰ ‘θροῦν νὰ δώσουν τον τελευταῖο χαιρετισμό κι ὅταν φύγουν δὲν θὰ ξεχάσουν νὰ πλύνουν τα χέρια με τρεχούμενο νερό, γιατί μπαίνοντας σε ἕνα σπίτι ποὺ το ἐπισκέφτηκε ὁ θάνατος ἔχουν μολυνθεῖ. Ὅλο τον καιρό ποῦ ἡ νεκρή βρίσκεται ξαπλωμένη στὸ κρεβάτι, με τα πόδια πρὸς τὴ θύρα, τα μαλλιά της θὰ εἶναι κρεμασμένα στὴν ἐξώθυρα σε ἐνδείξη πένθους. Την ἄλλη μέρα πρὶν την ἀνατολὴ του ἥλιου, ποὺ δὲν πρέπει νὰ δεῖ αὐτὸ το ὄχι καθαρό θέαμα, ἡ νεκρική πομπή θὰ κατευθυνθεῖ πρὸς το κοιμητήριον. Ἄν στὸ σπίτι ἐπιτρεπόταν νὰ μοιρολογήσεις καὶ νὰ κλάψεις, στὸ δρόμο, σύμφωνα με το νόμο ποὺ ψηφίστηκε τον καιρό του Σόλωνα, ἡ τήρηση της ἡσυχίας ἦταν ὑποχρεωτική. Πίσω ἀπὸ τῇ νεκρή, ποὺ εἶναι τοποθετημένη σε μία νεκροφόρα καὶ σκεπασμένη με λευκά σεντόνια, βάδιζαν σιωπηλοί πρῶτα οἱ ἄντρες, ἔπειτα οἱ γυναῖκες, οἱ στενοί συγγενεῖς καὶ τα μέλη της οἰκογένειας. Μποροῦσαν νὰ πάρουν μέρος καὶ ἄλλες ἡλικιωμένες γυναῖκες το λιγότερο 60 χρόνων. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς σε ἐνδείξη πένθους φοροῦν ἐνδύματα κλειστοῦ χρώματος καὶ ἔχουν κοντά κομμένα τα μαλλιά τους. Το πήλινο φέρετρο θὰ κατεβεῖ στὸ ξηρό χῶμα, το φρυγμένο ἀπ’ τον ἥλιο της ἀττικῆς. Γιὰ νὰ μὴν ὑποφέρει ἡ νεκρή ἀπὸ δίψα, κοντά στὸ φέρετρο θὰ τοποθετήσουν ἕναν ἀμφορέα με νερό. Θὰ ἀφήσουν ἐπίσης διάφορα ἀγγεῖα καὶ στὸ στόμα της θὰ βάλουν ἕναν ἄβολό, γιὰ νὰ πληρώσει τον χάροντα, το βαρκάρη ποῦ θὰ την περάσει ἀπὸ το ποτάμι της Στυγός στὸν κόσμο τῶν νεκρῶν. Θὰ της δώσουν ἴσως καὶ μία πίτα με μέλι γιὰ νὰ ἡμερέψει τον ἄγριο κέρβερο, το τρικέφαλο σκυλί ποὺ φυλάει την εἴσοδο του Ἄδη. Το μνῆμα σκεπάστηκε με χῶμα καὶ στὸ κεφάλι της νεκρῆς τοποθετήθηκε μία στήλη, στὴν ὁποία εἶναι γραμμένο το ὄνομα της νεκρῆς καὶ μία μονάχα λέξη “χαῖρε!”. Προφέροντας γιὰ τελευταία φορά το “ἀναπαύου ἐν εἰρήνη”, αὐτοὶ ποῦ πῆραν μέρος στῆ νεκρική συνοδεία θὰ χαιρετίσουν τὴ μακαρίτισσα. Θὰ σπεύσουν ἔπειτα νὰ ἐξαγνιστοῦν ἀπὸ το μίασμα, γιατί ἀλλιῶς δὲν μποροῦν νὰ ‘θροῦν σε ἐπαφῆ μ’ ἄλλους ἀνθρώπους κι οὔτε νὰ πατήσουν σε ναό. Ἡ κατοικία της νεκρῆς θὰ πλυθεῖ ἐπίσης με νερό καὶ στὴν ἑστία θὰ ρίξουν κομματάκια θειάφι. Οἱ μέρες του μῆνα του πένθους περνοῦν γρήγορα.. Ὕστερα ἀπὸ πολλούς αἰῶνες, οἱ ἀρχαιολόγοι, καθαρίζοντας προσεκτικά την ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, τὴ φαγωμένη ἀπ τις βροχές καὶ τους ἀνέμους, της ἐπιτύμβιας στήλης, θὰ διαβάσουν το ὄνομα αὐτῆς ποὺ βρῆκε τελευταῖο καταφύγιο στὸν τάφο αὐτὸ. Θὰ βροῦν ἐκεῖ τον ἀμφορέα καὶ τα ἄλλα ἀγγεῖα, ὁρισμένα ἴσως ἀνέπαφα, καθώς καὶ τον ὀβολὸ ποὺ τον περιμένει μάταια ὁ Χάροντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου