Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Ἀπόλλων - Ὁ Μέγας Θεός του Ὀλύμπου






Ἡ Λητώ δὲν πρόλαβε νὰ θυλάσει καθόλου το νεογέννητο θεό. Μόλις γεννήθηκε, ἡ Θέμιδα ἔσταξε στὸ στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ καὶ λίγη ἀμβροσία καὶ ἔτσι ἔγινε το θαῦμα: το βρέφος ἄρχισε νὰ μεγαλώνει ἀπότομα, τα σπάργανα σκίστηκαν καὶ ἔπεσαν ἀπὸ το σῶμα του. Οἱ θεές θαμπωμένες ἀπὸ την ὀμορφιά του, τον καμάρωναν νὰ κάνει βόλτες πάνω στὸ νησί. Ἀμέσως ὁ Ἀπόλλωνας ἔτρεξε πάνω στὸν Ὄλυμπο γιὰ νὰ πάρει την εὐχὴ του παντοδύναμου πατέρα του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γνωρίσει τους ὑπόλοιπους θεούς. Ὁ Δίας καλοδέχτηκε το γιὸ του καὶ του πρόσφερε πάρα πολλά πλούσια καὶ πανέμορφα δῶρα. Ἀνάμεσα σ' αὐτὰ ἦταν μία ὁλόχρυση μίτρα στολισμένη με ρουμπίνια καὶ σμαράγδια, ποῦ συμβόλιζε τὴ δύναμη του θεοῦ καὶ εἶχε πάνω σκαλισμένες σκηνές ἀπὸ τὴ ζωή τῶν Ὀλυμπίων. Ἐπίσης, ὁ Δίας του χάρισε μία λύρα ποῦ ὁ Ἀπόλλωνας την ἀγαποῦσε πολύ καὶ κάθε φορά ποῦ ἔπαιζε, με τὴ μουσική του μάγευε θεούς καὶ ἀνθρώπους· ἐπιπλέον ἕνα πανώριο ἅρμα ζεμένο με ἑφτὰ ὁλόλευκους κύκνους ποῦ μετέφεραν το θεό σε ὁποῖο σημεῖο της γῆς ἢ του οὐρανοῦ ἐπιθυμοῦσε.




1 Μάταια ἡ Λητώ ἔτρεχε κατάκοπη σ' ὁλόκληρη τὴ γῆ, δοκιμάζοντας κάμπους, βουνά καὶ θάλασσες γιὰ νὰ γεννήσει τα παιδιά της· ὁλόκληρη ἡ γῆ ἀρνιόταν νὰ τὴ δεχτεῖ γιατί φοβόταν την τρομερή ἐκδίκηση της Ἤρας . Μονάχα ἕνα μικρό πλεούμενο νησί, ἡ Ὀρτυγία (νησί τῶν Ὀρτυκιῶν) ἡ Ἀστερία, δέχτηκε νὰ δώσει ἄσυλο στὴ δυστυχισμένη Λητώ. Το νησάκι αὐτὸ ἦταν φτωχό καὶ ἄγονό, δὲν μποροῦσαν νὰ βοσκήσουν σ' αὐτὸ πρόβατα οὔτε βόδια, οὔτε ὅμως καὶ να καρπίσουν ἀμπέλια ἤ ἀλλὰ δέντρα. Γι' αὐτὸ λοιπόν δὲ φοβόταν την ὀργὴ της θεάς. Ὁ Ἀπόλλωνας γιὰ νὰ ἀνταμείψει το φτωχό νησί, μόλις γεννήθηκε το στερέωσε γιὰ πάντα με τέσσερις στῆλες στὸ βυθό της θάλασσας καὶ του ἔδωσε το ὄνομα Δῆλος (= Φωτεινή).




Ἐννιά ὁλόκληρες μέρες κράτησαν οἱ πόνοι της γέννας. Η Λητώ ξαπλωμένη στὴ ρίζα μιᾶς φοινικιᾶς, του μοναδικοῦ δέντρου ποῦ ὑπῆρχε πάνω στὸ νησί, βογκοῦσε ἀπὸ τους πόνους καὶ ἐκλιπαροῦσε την Ἥρα νὰ της ἐπιτρέψει νὰ γεννήσει τα παιδιά της. Ἡ Ἀθηνᾶ, ἡ Δήμητρα, ἡ Ἀφροδίτη καὶ ἄλλες μικρότερες θεές ἔτρεξαν νὰ βοηθήσουν τη Λητώ, ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν τίποτα χωρίς τὴ συγκατάθεση της Ἥρας, ποῦ κρατοῦσε ἐπάνω στὸν Ὄλυμπο την Εἰλείθυια, τὴ θεά των αἴσιων τοκετῶν. Τελικά, ἔστειλαν την πολύχρωμη Ἴριδα, την ἀγγελιαφόρο τῶν θεῶν, γιὰ νὰ ζητήσει ἀπὸ την Ἥρα νὰ ἐπιτρέψει τον τοκετό, προσφέροντάς της ἕνα περιδέραιο ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς ἀπὸ μάλαμα καὶ κεχριμπάρι, ἐννιά πήχεις, ποῦ εἶχε κατασκευάσει στὸ ἐργαστήρι του ὁ μεγάλος τεχνίτης τῶν θεῶν, ὁ Ἥφαιστος. Αὐτό το δῶρο καταλάγιασε το θυμό της Ἤρας, ποὺ ἔστειλε την Εἰλείθυια στὴ Δῆλο. Ἡ Λητώ ἐξαντλημένη ἀπὸ τους ἀβάστακτους πόνους τόσων ἡμερῶν γονάτισε στὴ ρίζα της φοινικιᾶς καὶ ἔφερε στὸν κόσμο πρῶτα την Ἄρτεμι καὶ ἀμέσως μετά τον Ἀπόλλωνα. Την ὥρα της γέννας του θεοῦ ἱεροί κύκνοι πετοῦσαν πάνω ἀπὸ το νησί κάνοντας ἑφτὰ κύκλους, γιατί ἦταν ἡ ἕβδομη μέρα του μῆνα.




Ἡ Λητώ δὲν πρόλαβε νὰ θυλάσει καθόλου το νεογέννητο θεό. Μόλις γεννήθηκε, ἡ Θέμιδα ἔσταξε στὸ στόμα του μερικές σταγόνες νέκταρ καὶ λίγη ἀμβροσία καὶ ἔτσι ἔγινε το θαῦμα: το βρέφος ἄρχισε νὰ μεγαλώνει ἀπότομα, τα σπάργανα σκίστηκαν καὶ ἔπεσαν ἀπὸ το σῶμα του. Οἱ θεές θαμπωμένες ἀπὸ την ὀμορφιά του, τον καμάρωναν νὰ κάνει βόλτες πάνω στὸ νησί. Ἀμέσως ὁ Ἀπόλλωνας ἔτρεξε πάνω στὸν Ὄλυμπο γιὰ νὰ πάρει την εὐχὴ του παντοδύναμου πατέρα του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ γνωρίσει τους ὑπόλοιπους θεούς. Ὁ Δίας καλοδέχτηκε το γιὸ του καὶ του πρόσφερε πάρα πολλά πλούσια καὶ πανέμορφα δῶρα. Ἀνάμεσα σ' αὐτὰ ἦταν μία ὁλόχρυση μίτρα στολισμένη με ρουμπίνια καὶ σμαράγδια, ποῦ συμβόλιζε τὴ δύναμη του θεοῦ καὶ εἶχε πάνω σκαλισμένες σκηνές ἀπὸ τὴ ζωή τῶν Ὀλυμπίων. Ἐπίσης, ὁ Δίας του χάρισε μία λύρα ποῦ ὁ Ἀπόλλωνας την ἀγαποῦσε πολύ καὶ κάθε φορά ποῦ ἔπαιζε, με τὴ μουσική του μάγευε θεούς καὶ ἀνθρώπους· ἐπιπλέον ἕνα πανώριο ἅρμα ζεμένο με ἑφτὰ ὁλόλευκους κύκνους ποῦ μετέφεραν το θεό σε ὅποιο σημεῖο της γῆς ἡ του οὐρανοῦ ἐπιθυμοῦσε.








1 Ἀμέσως μετά ὁ Δίας διέταξε τις Ὧρες νὰ στρώσουν τραπέζι με νέκταρ καὶ ἀμβροσία γιὰ νὰ καλωσορίσουν ὅλοι μαζί τον καινούριο θεό πάνω στὸν Ὄλυμπο. Ἀκολούθησε τρικούβερτο γλέντι μέχρι το πρωί. Ὁ Ἀπόλλωνας ἔπαιζε με τὴ λύρα του καὶ χόρευαν οἱ Χάριτες, ἡ Ἁρμονία, ἡ Ἥβη, ἡ Ἀφροδίτη καὶ ἡ Ἄρτεμι· σε λίγο μπῆκαν στὸ χορό καὶ ὁ Ἔρμης με τον Ἄρη. Μία ἄλλη ὅμως παράδοση διηγεῖται ὅτι ἀμέσως μετά τὴ γέννησή του οἱ κύκνοι μετέφεραν τον Ἀπόλλωνα στὴ χώρα τους ποῦ βρισκόταν στὶς ὄχθες του Ὠκεανοῦ, τους Ὑπερβόρειους· ἐκεῖ καθιέρωσαν τὴ λατρεία του θεοῦ ποῦ τὴ γιόρταζαν ἀδιάκοπα. Ὁ Ἀπόλλωνας ἔμεινε στὴ χώρα τῶν Ὑπερβορεῖων ἕνα χρόνο καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα κατακαλόκαιρο. Ἡ φύση ὁλόκληρη γιόρτασε με κάθε τρόπο την περιστροφή του μεγάλου θεοῦ με γλέντια καὶ τραγούδια· τα τζιτζίκια καὶ τ' ἀηδόνια τραγουδοῦσαν καὶ τα νερά των πηγῶν ἦταν πιὸ καθαρά. Οἱ Νύμφες καὶ οἱ Νεράϊδες τῶν ποταμῶν καὶ τῶν λιμνῶν χόρευαν μερόνυχτα ὁλόκληρα στὰ βουνά καὶ τα ξέφωτα. Κάθε χρόνο στούς Δελφούς γιόρταζαν αὐτὴ την ἐπιστροφή του με ἑκατόμβες, δηλαδή ὁμαδικές θυσίες ἑκατὸ ζώων.




Στοὺς Δελφούς ὁ Ἀπόλλωνας σκότωσε ἕνα φοβερό δράκοντα ποῦ ὀνομαζόταν Πύθωνας καὶ εἶχε δέκα χέρια καὶ τέσσερα μάτια. ὁ δράκοντας αὐτὸς ποῦ ἔμοιαζε με τεράστια σαύρα ἔκανε πολλές καταστροφές στὴν περιοχή. Θόλωνε τα νερά ἀναταράζοντας τις πηγές καὶ τα ποτάμια, κατέστρεφε τις καλλιέργειες, καταβρόχθιζε τα κοπάδια καὶ τρόμαζε τις Νύμφες· ὅταν μάλιστα ἦταν πολύ μανιασμένος, στραγγάλιζε καὶ κατάπινε τους ἀνήμπορους κατοίκους. Ἐξάλλου, αὐτὸ το τέρας εἶχε κυνηγήσει, με ἐντολὴ της Ἤρας, τὴ Λητώ ὅταν ἔψαχνε τόπο γιὰ νὰ γεννήσει τα παιδιά της.




Ὁ Ἀπόλλωνας με τα ὁλόχρυσα βέλη ποῦ του χάρισε ὁ Ἥφαιστος ἐξόντωσε τον Πύθωνα καὶ ἔτσι ἀπάλλαξε τους κατοίκους της περιοχῆς ποῦ γιὰ νὰ θυμοῦνται το κατόρθωμά του καθιέρωσαν πρὸς τιμή του ἀγῶνες οἱ ὁποῖοι ὀνομάστηκαν Πυθικοί Ἀγῶνες. Ἐπίσης, ἔχτισαν ἕνα μαντεῖο, το μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ὅπου ἐκεῖ ἡ Πυθία καθισμένη πάνω στὸν ἱερὸ τρίποδα, μασῶντας φύλλα δάφνης σε κατάσταση ἔνθεης μανίας ἀποκάλυπτε τους διφορούμενους χρησμούς του θεοῦ.

Ἀπὸ το μαντεῖο αὐτὸ πέρασε κάποτε ὁ ἡμίθεος Ἡρακλῆς γιὰ νὰ ζητήσει χρησμό.




Ἡ Πυθία ὅμως ἀρνήθηκε νὰ του ἀπαντήσει, γι' αὐτὸ ὁ Ἡρακλῆς ἔκλεψε τον ἱερὸ τρίποδα καὶ πῆγε νὰ ἱδρύσει ἀλλοῦ μαντεῖο. Ὁ Λοξίας (προσωνυμία του Ἀπόλλωνα γιὰ τους διφορούμενους χρησμούς του) καταδίωκε γιὰ πολύ καιρό τον Ἡρακλῆ· ὅταν τον ἔφτασε, πάλευαν ἐννιά ὁλόκληρες μέρες καὶ νύχτες ἀδιάκοπα, ὁλόκληρη ἡ γῆ τρανταζόταν ἀπὸ τα χτυπήματά τους. Τελικά, ὁ Δίας χώρισε τους δύο ἀντιπάλους ρίχνοντας ἀνάμεσα τους ἕναν κεραυνό.

Ὁ Ἀπόλλωνας ἦταν ἕνας πανέμορφος θεός, πανύψηλος, με καταπληκτική κορμοστασιά, γαλάζια μάτια καὶ κατάξανθες μακριές μποῦκλες. Γι' αὐτὸ εἶχε πολυάριθμες ἐρωτικές περιπέτειες με Νύμφες καὶ θνητές.









1 Ἀπόλλων - Ὁ Μέγας Θεός του Ὀλύμπου



Έτσι, αγάπησε τη Νύμφη Δάφνη, την κόρη του θεού ποταμού Πηνειού της Θεσσαλίας. Αυτή ήταν πανέμορφη και τη ζητούσαν από τον πατέρα της πολλά παλικάρια και γνωστοί ήρωες. Ο Πηνειός την παρακαλούσε να παντρευτεί για να του χαρίσει εγγόνια. Αυτή όμως, αγύριστο κεφάλι, δεν άκουγε το γέροντα πατέρα της, γιατί προτιμούσε να κυνηγάει μέσα στα δάση και να συντροφεύει την παρθένα Άρτεμη. Όταν κάποτε τη συνάντησε ο Απόλλωνας, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει δική του. Η Νύμφη όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του θεού και κατέφυγε στο βουνό. Μερόνυχτα ολόκληρα ο Φοίβος (προσωνυμία του Απόλλωνα) την κυνηγούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα πουρνάρια, φωνάζοντάς της πως δεν ήταν ένας τυχαίος γαμπρός αλλά ο λαμπρός Απόλλωνας που τον τιμούσαν θεοί και θνητοί. Τη στιγμή όμως που κόντευε να τη φτάσει, η Νύμφη παρακάλεσε τον πατέρα της να τη σώσει από το αγκάλιασμα του θεού. Τότε ο Πηνειός που λυπήθηκε την κόρη του, τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο· τα πόδια της έγιναν οι ρίζες της δάφνης, το σώμα της ο κορμός, τα χέρια της τα κλαδιά και τα μαλλιά της τα φύλλα του γνωστού δέντρου. Ο Απόλλωνας κλαίγοντας απαρηγόρητα αγκάλιασε το δέντρο και αφού δεν κατάφερε να σμίξει με τη Νύμφη όσο ήταν ζωντανή, ορκίστηκε ότι στο εξής η δάφνη θα ήταν το ιερό δέντρο του και ο ίδιος θα φορούσε πάντα δάφνινο στεφάνι.




Ἀπὸ τη σχέση του με τὴ θεά της Θεσσαλίας, τὴ Νύμφη Κυρήνη, ὁ Ἀπόλλωνας ἀπέκτησε ἕνα γιὸ, τον Ἀρισταῖο.

Ἡ Κυρήνη ζοῦσε ἀγρία ζωή στὰ δάση της Πίνδου καὶ προστάτευε τα κοπάδια του πατέρα της. Μία μέρα ἐπιτέθηκε χωρίς ὅπλα σ' ἕνα λιοντάρι, πάλεψε μαζί του καὶ το νίκησε. Ὁ Φοῖβος εἶδε το κατόρθωμά της καὶ την ἐρωτεύτηκα. Κατόπιν την ἀπήγαγε καὶ με το ὁλόχρυσο ἅρμα του την ὁδήγησε, πετῶντας πάνω ἀπὸ στεριές καὶ ἀπὸ θάλασσες, στὴ Λιβύη· ἐκεῖ σ' ἕνα ὁλόχρυσο παλάτι ἔσμιξε μαζί της.




Καὶ με τις Μοῦσες ὁ Ἀπόλλωνας εἶχε ἐρωτικές περιπέτειες. Λένε πῶς ἀπὸ τη Θάλεια ἀπέκτησε τους Κορύβαντες, δαίμονες ποῦ ἀνῆκαν στὴ συνοδεία του Διόνυσου, μαζί με τους Σάτυρους καὶ τα ἀλλά ξωτικά του δάσους. Με την Οὐρανία ἀπέκτησε τους μουσικούς Λίνο καὶ Ὀρφέα, ποῦ γαλήνευαν τὴ φύση ὁλόκληρη παίζοντας τον αὐλὸ τους καὶ ἐξημέρωναν τα ἀγρία θηρία. Ἐπίσης, ὁ Ἀπόλλωνας εἶναι ὁ πατέρας του Ἀσκληπιοῦ, του θεοῦ της Ἰατρικῆς. Λένε πώς ὁ ἐρωτιάρης θεός ἔσμιξε με τὴ Κορωνίδα καὶ την ἄφησε ἔγκυο. Τον καιρό ὅμως ποῦ αὐτὴ περίμενε παιδί ἔκανε ἀπιστίες στὸ θεό πηγαίνοντας μ' ἕναν θνητό. Ὅταν το ἔμαθε αὐτὸ ὁ Ἀπόλλωνας, ὀργισμένος ἀπὸ την προσβολή, σκότωσε την ἄπιστη Κορωνίδα. Τὴ στιγμή ὅμως ποῦ το σῶμα της τοποθετήθηκε πάνω στὴ φωτιά καὶ ἦταν ἕτοιμο νὰ καεῖ, ὁ ἐκδικητικός θεός μεταμορφωμένος σε γῦπα ὅρμησε καὶ τράβηξε ἀπὸ τα σπλάχνα της το παιδί, ζωντανό ἀκόμη.




Την ἴδια ἀτυχία εἶχε καὶ με τὴ Μάρπησσα, τὴ βασιλοπούλα της Αἰτωλίας. Ὁ θεός ἀγαποῦσε τὴ νεαρή κοπέλα, ἀλλὰ την ἔκλεψε ὁ θνητός Ἴδας μ' ἕνα φτερωτό ἅρμα ποῦ του δώρισε ὁ Ποσειδῶνας καὶ την ὁδήγησε στῆ Μεσσήνη. Ἐκεῖ, ὁ Ἴδας καὶ ὁ Ἀπόλλωνας χτυπήθηκαν ἀλλὰ τους χώρισε ὁ Δίας. Η Μάρπησσα εἶχε δικαίωμα νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στοὺς δύο ἐραστές. Μάταια ὁ θεός την παρακαλοῦσε καὶ της ἔδινε ὑποσχέσεις αἰώνιας πίστης καὶ ἀφοσίωσης. Αὐτὴ διάλεξε το θνητό Ἴδα, ἀπὸ το φόβο της ὅτι ὁ ἀθάνατος καὶ αἰώνια νέος Ἀπόλλωνας θὰ την παρατοῦσε στὰ γεράματά της, ὅταν θὰ την ἐγκατέλειπαν ἡ ὀμορφιά καὶ ἡ φρεσκάδα της νιότης.

Ἀλλὰ καὶ με την Κασσάνδρα, την κόρη του Πρίαμου, ὁ ἔρωτας δὲν εὐνόησε το θεό. Ὁ Ἀπόλλωνας ἀγαποῦσε την Κασσάνδρα καὶ γιὰ νὰ την κερδίσει της ὑποσχέθηκε νὰ της μάθει την τέχνη της μαντικῆς. Η νεαρή βασιλοπούλα δέχτηκε, ὅταν ὅμως ἔμαθε καλά την τέχνη, ἐγκατέλειψε το θεό. Ἄλλοι πάλι λένε πῶς ὁ θεός ἔσμιξε τελικά με την Κασσάνδρα καὶ ἀπέκτησε μαζί της τον Τρωίλο.






Στὴν κυρίως Ἑλλάδα πίστευαν ὅτι ὁ Ἀπόλλωνας ἦταν ἐραστὴς της τοπικῆς ἡρωίδας Φθίας, ἀπὸ την ὁποῖα ἀπέκτησε τρεῖς γιούς: τον Δῶρο, τον Λαόδοντα καὶ τον Πολυποίτη, ποῦ τους σκότωσε ὁ Αἰτωλός. Στὴν Κολοφώνα πίστευαν πῶς ὁ Ἀπόλλωνας ζευγάρωσε με τὴ Μαντῶ, την κόρη του τυφλοῦ μάντη Τειρεσία καὶ ἀπὸ το σπέρμα του γεννήθηκε ὁ μέγας μάντης Νόμος. Στὴν Κρήτη ὁ ἐρωτομανής θεός ἀγάπησε την Ἀκάλλη, την κόρη του Μίνωα· καρπός της κρυφῆς σχέσης τους ἦταν ὁ Μίλητος. Ἡ Ἀκάλλη μόλις γέννησε, ἄφησέ το νεογέννητο στὸ δάσος, γιατί φοβόταν τον πατέρα της. Ὁ Ἀπόλλωνας φρόντισε νὰ ζήσει ὁ γιὸς του στέλνοντας λύκους νὰ τον προστατεύουν καὶ μία λύκαινα νὰ τον θηλάζει.







Στὴν Ἀθήνα ὁ σκανταλιάρης θεός βίασε την Κρέουσα, την κόρη του βασιλιά Ἐρεχθέα. Ἐκείνη μόλις γέννησε ἐγκατέλειψε το παιδί σε μία ἐρημιά. Ὁ Ἀπόλλωνας φρόντισε νὰ φέρει το μωρό στοὺς Δελφούς, ὅπου το μεγάλωσε ἡ Πυθία. Αὐτὸς ὁ γιὸς του Ἀπόλλωνα ποῦ με τόσο ἄσχημο τρόπο ἦρθε στὴ ζωή ὀνομάστηκε Ἴωνας. Ὁ Ἀπόλλωνας λέγεται ὅτι ἀγάπησε καί νέους ἄντρες. Πιὸ σημαντική εἶναι ἡ ἐρωτική του περιπέτεια με τον Ὑάκινθο, ἕναν παρά πολύ ὄμορφο νέο. Μία μέρα ποῦ ἔπαιζαν οἱ δύο τους με το δίσκο ὁ τρομερός Ζέφυρος (ἄνεμος), ἐπειδή ζήλευε το θεό, παρέσυρε το δίσκο ὁ ὁποῖος χτύπησε τον Ὑάκινθο καὶ τον σκότωσε ἀκαριαία. Ὁ Φοῖβος ἀπαρηγόρητος ἀπὸ το θάνατο του φίλου του καὶ γιὰ νὰ κάνει ἀθάνατο το ὄνομα του, τον μεταμόρφωσε στὸ γνωστό ὁμώνυμο λουλούδι




Διηγοῦνται πῶς ὁ Ἀπόλλωνας δύο φορές ὑποχρεώθηκε νὰ μπεῖ δοῦλος στὴν ὑπηρεσία θνητῶν. Ἡ πρώτη φορά ἦταν ὅταν μαζί με τον Ποσειδῶνα, την Ἤρα καὶ την Ἀθηνᾶ θέλησαν νὰ πάρουν την ἐξουσία του Δία καὶ γι' αὐτὸ προσπάθησαν νὰ τον δέσουν με τεράστιες σιδερένιες ἁλυσίδες καὶ νὰ τον κρεμάσουν στὸν οὐράνιο θόλο. Η συνωμοσία ὅμως ἀπέτυχε καὶ η τιμωρία του Ἀπόλλωνα ἦταν νὰ φυλάει τα κοπάδια του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, πάνω στὶς βουνοπλαγιές της Ἴδης. Ὁ Ἀπόλλωνας ἔτσι κι ἔκανε, μία καὶ δὲν μποροῦσε ν' ἀντιμιλήσει στὸν πατέρα του, τον παντοδύναμο Δία. Μόλις ὅμως πέρασε ὁ ἕνας χρόνος, ὁ Λαομέδοντας ἀρνήθηκε νὰ πληρώσει το θεό γιὰ τις ὑπηρεσίες του καὶ τον ἐδίωξε κακήν κακῶς. Ὅταν αὐτὸς διαμαρτυρήθηκε, τον ἀπείλησε ὅτι θὰ του κόψει τ' αὐτιά καὶ θὰ τον πουλήσει σὰν δοῦλο. Μόλις ὁ Ἀπόλλωνας ξαναβρῆκε τὴ θεϊκή του δύναμη, ἔστειλε φονικό λοιμό στὴν Τροία ποῦ ρήμαζε τὴ χώρα γιὰ ἕξι ὁλόκληρους μῆνες. Οἱ γυναῖκες γεννοῦσαν νεκρά παιδιά, τα κοπάδια ἀποδεκατίζονταν καὶ τα σπαρτά ξεραίνονταν χωρίς νὰ δίνουν καρπούς.



Ὁ Ἀπόλλωνας πέρασε τὴ δοκιμασία του βοσκοῦ καὶ γιὰ δεύτερη φορά. Αὐτό ἔγινε ὅταν ὁ Δίας κεραυνοβόλησε τον Ἀσκληπιό, γιατί εἶχε προοδεύσει τόσο πολύ στὴν ἰατρική, ὥστε κατόρθωνε νὰ ἀνασταίνει νεκρούς. Ὁ Φοῖβος πληγώθηκε ἀπὸ το θάνατο του γιοῦ του καὶ γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ σημάδεψε με τα ὁλόχρυσα βέλη του πάνω ἀπὸ τον Ὄλυμπο τους Κύκλωπες ποῦ εἶχαν κατασκευάσει τον κεραυνό. Ὁ Δίας ἀγανακτισμένος πιὰ ἀπὸ τὴ συμπεριφορά του Ἀπόλλωνα δὲν ἀστειευόταν καθόλου· ἤθελε νὰ φυλακίσει το γιὸ του στὰ ὀλοσκότεινα καὶ ἀφιλόξενα Τάρταρα, στὰ ἔγκατα της μάνας Γαίας. Ὅμως ἡ Λητώ τον παρακάλεσε νὰ ἐλαφρύνει την ποινή του. Τότε μόνο ὁ Δίας υποχώρησε καὶ διέταξε τον Ἀπόλλωνα νὰ μπεῖ στὴν ὑπηρεσία του βασιλιά Ἄδμητου. Ὅταν ὁ Ἀπόλλωνας ἔφτασε στὶς Φέρρες της Θεσσαλίας καὶ παρουσιάστηκε στὸν Ἄδμητο, αὐτὸς ἀπὸ τὴ

γλυκύτητα της μορφῆς του καὶ τὴ θεϊκή ὀμορφιά του κατάλαβε πώς ἦταν κάποιος θεός μεταμορφωμένος σε θνητό. Ἔπεσε στὰ γόνατά του καὶ του πρόσφερε το θρόνο του. Ὁ Ἀπόλλωνας ὅμως του ἐξήγησε ὅτι ἦταν θέλημα του Δία νὰ δουλέψει στὴν ὑπηρεσία του καὶ συγκινημένος ἀπὸ την καλή συμπεριφορά καὶ το σεβασμό του Ἄδμητου, ἔφερε την εὐημερία στὸ παλάτι καὶ σ' ὅλη τὴ χώρα· ὅλες οἱ ἀγελάδες γεννοῦσαν δύο μοσχάρια τὴ φορά, τα χωράφια κάρπιζαν δύο φορές το χρόνο καὶ ὅλο καὶ περισσότερα πλούτη συγκεντρώνονταν στὰ χέρια του εὐγενικού Ἄδμητου.




Ὁ Ἀπόλλωνας ἔλαβε μέρος στὴ Γιγαντομαχία στὸ πλευρό του πατέρα του Δία. Ἐπίσης συμμετεῖχε στὸν Τρωικό πόλεμο καὶ ἦταν πάντοτε με το μέρος των Τρώων. Ἀκόμη συνέβαλε στὴν ὁλοκλήρωση της Ἀργοναυτικῆς ἐκστρατείας βοηθῶντας τον Ἰάσονα νὰ φτάσει στὴ μαγική χώρα του Αἰήτη. Δύο φορές χρειάστηκε ὁ Ἀπόλλωνας νὰ χρησιμοποιήσει τις σαΐτες του γιὰ νὰ ὑπερασπίσει τὴ μητέρα του, τὴ Λητώ. Η πρώτη φορά ἦταν ὅταν ὁ γίγαντας Τιτυός ἐπιθύμησε τὴ Λητώ καὶ προσπάθησε νὰ τὴ βιάσει. Ὁ θεϊκός γιὸς της ἐνέργησε ἀστραπιαία· σκότωσε με τα βέλη του το γίγαντα λίγο πρὶν πραγματοποιήσει την ἄτιμη σκέψη του. Κάποια ἄλλη φορά μαζί με την ἀδερφὴ του Ἄρτεμι ἐξόντωσαν τα παιδιά της Νιόβης, ἐκτὸς ἀπὸ δύο, ὅταν αὐτή καυχήθηκε ὅτι ἦταν πιὸ εὐτυχισμένη καὶ πιὸ τυχερή ἀπὸ τη Λητώ ποῦ εἶχε μόνο δύο παιδιά, ἐνῶ ἡ ἴδια εἶχε δεκατέσσερα. Ὁ Ἀπόλλωνας σκότωσε με τα βέλη του τα ἀρσενικά παιδιά καὶ ἡ Ἄρτεμι τις κόρες. Ο Δίας λυπήθηκε τὴ Νιόβη καὶ τὴ μεταμόρφωσε σε βράχο ποῦ κλαίει ἀκόμη γιὰ το χαμό των παιδιῶν της.




Ὁ Ἀπόλλωνας ἦταν γενικά ὁ θεός της μουσικῆς καὶ της ποίησης. Γι' αὐτὸ προέδρευε πάνω στὸν Ἐλικώνα, στοὺς ἀγῶνες τῶν Μουσῶν. Ἐπιπλέον, ἦταν θεός καὶ της μαντικῆς. Πίστευαν ὅτι ἐμπνέει τόσο τους μάντεις ὅσο καὶ τους ποιητές. Ἐπίσης ἦταν θεός ποιμενικός ποῦ οἱ ἔρωτες του με τις Νύμφες καὶ τους νέους ποῦ ἔγιναν λουλούδια τον συνέδεαν με τὴ βλάστηση καὶ τὴ φύση. Ἦταν ἀκόμη θεός πολεμιστής ποῦ με τα τόξα καὶ τα ὁλόχρυσα βέλη του μποροῦσε νὰ στείλει ἀπὸ μακριά την ἐκδίκησή του.




Τα ἱερὰ ζῶα τα ἀφιερωμένα στὸν Ἀπόλλωνα ἦταν ὁ λύκος καί το ἐλάφι. Ἀπὸ τα πουλιά ὁ κύκνος, ὁ γῦπας καὶ το κοράκι ποῦ ἀπὸ το πέταγμά τους ἔπαιρναν χρησμούς. Τέλος, ἀπὸ τα θαλάσσια ζῶα το δελφίνι, ποῦ το ὄνομα του θύμιζε τους Δελφούς, το κυριότερο ἱερὸ του Ἀπόλλωνα. Η δάφνη ἦταν το κατ' ἐξοχήν ἱερὸ φυτό του θεοῦ.

Ὁ Ἀπόλλωνας ἦταν ἡ προσωποποίηση του φωτός καὶ του ἥλιου. Ἀντιπροσώπευε τις καλές τέχνες, τὴ μουσική καὶ την ποίηση, ποῦ τόσο πολύ λάτρεψαν καὶ καλλιέργησαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες.













«ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται»

Δεν υπάρχουν σχόλια: