Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Ὁ ΘΕΟΣ ΠΑΝ


 Ὁ ΘΕΟΣ ΠΑΝ
 Ἀπό τις πιὸ ἀγαπητές θεότητες των προγόνων μας , πού ἀνέπνευσε τόσο τους ἀρχαίους ὅσο καὶ τους  νεότερους συγγραφεῖς καὶ ποιητές , εἶναι ὁ Πᾶν .
Γιὰ την γέννηση του Πανός ὑπάρχουν διάφορες ἐκδοχὲς , διαφορετικές σε κάθε περιοχή της Ἑλλάδας .
Μερικοί πίστευαν ὅτι ἦταν
γιὸς του Οὐρανοῦ καὶ της Γῆς , γιὰ ἄλλους ὅτι ἦταν γιὸς του Διός καὶ της Ὕβρεως ἡ Θύμβρεως , ἡ του Διός καὶ της Καλλίστούς ἡ της νύμφης Οἰνηΐδας , ἡ του Αἰθέρος καὶ της Ἤρας , ἡ του Αἰθέρος καὶ της Οἰνηΐδας , ἡ του Ἑρμῆ καὶ της Πηνελόπης ἡ ἀκόμα ὅτι ἦταν γιὸς της Πηνελόπης καὶ ὅλων των μνηστήρων , γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε Πᾶν .
Ἀπὸ αὐτὴ την ποικιλία των γονέων , οἱ ἐρευνητές συμπεραίνουν ὅτι ἴσως νὰ ὑπῆρξαν πολλοί με το ἴδιο ὄνομα .
Ὅμως δύο εἶναι οἱ κυριότεροι , ὁ γιὸς του Διός καὶ της Θύμβρεως , ὁ ὁποῖος ἦταν μάντης καὶ δίδαξε την μαντική στὸν Ἀπόλλωνα , καὶ ὁ γιὸς του Ἑρμῆ καὶ της Πηνελόπης , την ὁποία ξεγέλασε ὁ Ἑρμῆς μεταμορφωμένος σε τράγο , καὶ ἀπὸ αὐτὸ πῆρε καὶ ὁ Πᾶν αὐτήν την μορφή .
Σε μερικά μέρη ὅμως πίστευαν ότι
ἦταν καὶ οἱ δύο παιδιά του Ἑρμῆ , ὁ μὲν ἕνας με μία ἄγνωστη γυναῖκα με το ὄνομα Σώση καὶ ὁ ἄλλος με μία Νύμφη ποῦ την ἔλεγαν Πηνελόπη .
Ὁπότε μετά ἀπὸ τόσες ἀντιφάσεις , ἡ γέννηση του παραμένει στὴν οὐσία ἀδιευκρίνιστη , καὶ πιστεύεται ὅτι ὑπῆρξαν κατά καιρούς σε διάφορους τόπους ἄνθρωποι με το ὄνομα αὐτὸ .

Ὁ ΠΑΝ ΚΑΙ ΝΎΜΦΗ

Ὁ Πᾶν ἀναφέρεται σε ὅλες τις θεογονίες , καὶ σύμφωνα με τον Διόδωρο τον καιρό του Ὄσιρη ἦταν στὴν Αἴγυπτο .
Ὁ Ἡρόδοτος πάλι ἀναφέρει ὅτι ὁ Πᾶν ἦταν ἀρχαιότατος , καὶ ἕνας ἀπὸ τους πρώτους ὀκτώ θεούς τῶν Αἰγυπτίων , καὶ ὁ Ἐπιμενίδης , στὰ σχόλια του Θεόκριτου λέει ὅτι ὁ Ζεύς (κάποιος βασιλιάς με αὐτὸ το ὄνομα) , ἐγέννησε ἀπὸ την Καλλιστώ δύο δίδυμους γιούς , τον Πᾶνα καὶ τον Ἀρκάδα .
Ἐξ’ ἴσου διαδεδομένη ἦταν ὅμως καὶ ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Πηνελόπη γέννησε τον Πᾶνα ἀπὸ τον Ἑρμῆ , πρὶν παντρευτεῖ τον Ὀδυσσέα , ἡ σύμφωνα με ἄλλους , με ὅλους τους μνηστῆρες κατά την ἀπουσία του .
Ὅλες αὐτὲς βέβαια οἱ διηγήσεις ἀναφέρονται σε συμβάντα πολύ ἀπομακρυσμένα χρονικά , γιατί ἡ μὲν Πηνελόπη ζοῦσε την ἐποχῆ του Τρωϊκού πολέμου , ὁ Ἀρκάς ὅμως ἦταν πολύ πιὸ πρὶν .
Γεννήθηκε λοιπόν ὁ Πᾶν στὴν Ἀρκαδία , στὸ Λυκαῖο ὄρος , ἄσχημος με κέρατα στὸ κεφάλι , γένια , μεγάλα αὐτιά , καὶ πόδια καὶ οὖρα κατσίκας , καὶ ὅπως γέλαγε καὶ μάλιστα πολύ , φαινότανε τόσο ἄσχημος , ποῦ ἡ μητέρα μὴ ἀντέχοντας την θέα του τον παράτησε ἐκεῖ , καὶ ὁ Ἑρμῆς τον ἔδωσε στὴν Σινόη καὶ τις ἄλλες Νύμφες νὰ τον ἀναθρέψουν .
Βρέφος ἀκόμα , πῆρε ὁ Ἑρμῆς τον Πᾶνα , τον τύλιξε με ἕνα λαγοτόμαρο καὶ τον ἀνέβασε στὸν Ὄλυμπο κοντά στὸν Δία καὶ τους ἄλλους θεούς , ποῦ μόλις τον ἀντίκρυσαν γέλασαν με το παρουσιαστικό του , πιὸ πολύ ὅμως ἀπὸ ὅλους γέλασε ὁ Διόνυσος .Γι’ αὐτὸ καὶ τον ὀνόμασαν Πᾶνα , ἐπειδὴ γέλασαν πάντες μαζί του . Σύμφωνα με ἄλλους μύθους ὅμως τον μεταμόρφωσε ἀργότερα ἡ Ἀφροδίτη , ἐπειδή ἔκρινε πῶς ἦταν ἀραιότερος ἀπὸ τον Ἀχιλλέα , τον γιό του Διός καὶ της Λαμίας . Ἐπίσης του προξένησε καὶ ἔρωτα γιὰ την Ἠχῶ . ( Σύμφωνα με τον Ὅμηρο στὸν ὕμνο πρὸς τον Πᾶνα , καὶ τον Παυσανία στὰ Ἀρκαδικά .)
Ἔτσι λοιπόν ἀνατράφηκε στὰ βουνά , καὶ μεγαλώνοντας ἔγινε ἔμπειρος κυνηγός καὶ βοσκός , γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἄρτεμις πῆρε ἀπὸ αὐτὸν τα κυνηγόσκυλά της .
Ἦταν ὅμως καὶ ἰκανότατος μάντης καὶ δίδαξε την μαντική στὸν Ἀπόλλωνα .
( Ἐδῶ πάλι ἀναφέρεται ὅτι ὁ μὲν κυνηγός ἦταν γιός της Νύμφης Σώσης , ὁ δὲ βοσκός της Πηνελόπης , ἄρα ὁ μάντης θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄλλος , καὶ ἄν ἦταν ἔτσι , τότε θὰ πρέπει νὰ ὑπῆρξαν στὴν Ἀρκαδία ὄχι ἕνας ἀλλὰ τρεῖς Πάνες .)
Ἐπειδή του ἄρεσε ἡ μοναξιά , σύχναζε στὰ βουνά , στὰ δάση , τις πεδιάδες καὶ τα σπήλαια , κατέβαινε ὅμως συχνά καὶ στὶς παραλίες , ὅπου σύμφωνα με μία ἐκδοχὴ ἀπὸ ἕνα ὄστρακο ποῦ βρῆκε ἐκεῖ ἔφτιαξε καὶ ἄρχισε νὰ παίζει την πρώτη Σύριγγα , καθισμένος στὴν χλόη , καὶ μαζεύοντας τις Νύμφες ποῦ χόρευαν γύρω του μαγεμένες ἀπὸ τους ἤχους της μουσικῆς του .
Σύχναζε ὅπως εἴπαμε στὴν Ἀρκαδία στὸ Μαίναλο , την Κυλλήνη καὶ το Λύκαιον , την ἄνοιξη καὶ το καλοκαίρι στὶς βουνοκορφές , καὶ το χειμῶνα στὰ σπήλαια .
Το καλοκαίρι ὅταν κατέβαζε τα πρόβατά του στὶς παραλίες καθισμένος πάνω σ’ ἕνα σκόπελο συνόδευε με τον αὐλὸ του τον ἦχο τῶν κυμάτων .
Ἔσωζε ὅμως καὶ τα παραπλέοντα σκάφη ἀπὸ τις ἐπιθέσεις τῶν πειρατῶν , τρομάζοντας τους με τις ὀπτασίες ποῦ προκαλοῦνται ἀπὸ τα σχήματα των σκοπέλων καὶ την βουή των κυμάτων στὶς θαλασσινές σπηλιές . Ἔτσι οἱ φόβοι αὐτοί ὀνομάστηκαν Πανικοί .
Σύμφωνα πάλι με ἄλλους μύθους ὁ Πᾶν σύχναζε στὸ ὄρος Τμώλος της Μικράς Ἀσίας , κοντά στὶς Σάρδεις , καὶ ἐπειδὴ καυχήθηκε παρασυρμένος ἀπὸ τους ἐπαίνους των Νυμφών γιὰ την μουσική του , φιλονίκησε με τον Απόλλωνα .
Γιὰ νὰ λύσουν την διαφορά τους ἔβαλαν τότε διαιτητή τον Τμώλο , ἀπὸ τον ὁποῖο ὀνομάστηκε ἔτσι καὶ το βουνό , καὶ ἐκεῖνος ἔδωσε τα πρωτεῖα στὸν Ἀπόλλωνα , πρᾶγμα ποῦ ἐπαίνεσαν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι , πλὴν του Μίδα , ὁ ὁποῖος προκάλεσε καὶ τον θυμό του Ἀπόλλωνα , ποῦ γιὰ νὰ τον τιμωρήσει του μετέβαλε τα αὐτία σε γαϊδουρινά.
Ὅταν ὁ Τυφώνας κατεδίωξε τους Θεούς στὴν Αἴγυπτο , γιὰ νὰ ἀποφύγουν τον κίνδυνο , ὁ Πᾶν τους συμβούλευσε νὰ μεταμορφωθοῦν σε ζῶα , ὁ ἴδιος μάλιστα μεταμορφώθηκε σε Αἰγόκερο .
Γιὰ νὰ τιμήσει ἀργότερα ὁ Ζεύς τον Πᾶνα γιὰ το ἐπιτυχημένο στρατήγημα του , ἔκανε τον Αἰγόκερο ἀστερισμό .
Σύμφωνα με ἄλλο μῦθο πάλι ὁ Πᾶν μεταμορφώθηκε μισός Αἰγόκερος καὶ μισός ψάρι καὶ πέφτοντας στὴν θάλασσα , ξέφυγε ἀπὸ τον κίνδυνο .
Σὰν σύμμαχος τῶν Θεῶν ὁ Πᾶν πῆρε μέρος στὴν Γιγαντομαχία , στὴν ὁποία κατατρόμαξε καὶ ἔτρεψε σε φυγή , ὅταν σάλπισε με την Σύριγγά του , τους Γίγαντες οἱ ὁποῖοι δὲν μπόρεσαν ὑποφέρουν τον ἄγνωστο καὶ ἀσυνήθιστο αὐτὸν ἦχο .
Ἦταν ὅμως καὶ στρατηγός στὴν ἐκστρατεία του Διονύσου στὴν Ἀσία . Ὅταν παρατάχτηκαν ἀπέναντι τους οἱ Ἰνδοί καὶ φοβήθηκε ὁ Διόνυσος ἀντικρύζοντας ὅλο αὐτὸ το πλῆθος , ἀτάραχος ὁ Πᾶν διέταξε νὰ ἀλαλάξη την νύχτα ὅλο το στράτευμα ξαφνικά , μεγαλόφωνα καὶ ὅσο το δυνατόν πιὸ ἄγρια .
Ἔτσι ἔγινε καὶ ἀτήχησαν οι κοιλάδες καὶ οἱ πέτρες ἀπὸ αὐτή την παράδοξη καὶ τρομερή κραυγή , ποῦ σκόρπισε τον τρόμο στοὺς Ἰνδούς τρέποντάς τους σε φυγή .
Σύμφωνα με ἄλλο μῦθο πάλι ὁ Πᾶν πῆρε μέρος καὶ στὴν ἐκστρατεία του Ὄσιρη , ἀποσπῶντας τον σεβασμό καὶ την τιμή τῶν Αἰγυπτίων οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ τον τιμήσουν ἔχτισαν μία πόλη ποὺ την ὀνόμασαν Χεμώ στὰ αἰγυπτιακά , δηλαδή Πανός πόλη .
Φυσικά , ὅπως εἶναι ἄλλωστε φανερό , ἐδῶ πρόκειται γιὰ τον θεό Χεμ τῶν Αἰγυπτίων , τον ὁποῖο οἱ Ἕλληνες ταύτισαν με τον Πᾶνα .
Ἄλλοι θρῦλοι καὶ παραδόσεις
Σύμφωνα με τις παραδόσεις ὁ Πᾶν εἶχε γυναῖκα την Αἶγα με την ὁποία ὁ Ζεύς γέννησε τον Αἰγιπάνα , ἄλλοι πάλι ἀναφέρουν σὰν γυναῖκα του την Ἠχώ καὶ ὅτι ἀπὸ αὐτὴν ἀπέκτησε μία κόρη την Ἴυγκα , ποῦ ἦταν φαρμακεύτρια .
Σύμφωνα με ἄλλη ἐκδοχὴ , ἡ Ἠχώ ἦταν μόνο ἐρωμένη του καὶ ἀργότερα τον ἄφησε γιὰ τον Νάρκισσο . Μετά ἀπὸ αὐτὸ ὁ Πᾶν ἀγάπησε την Νύμφη Πίτυ , την ὁποία ὅμως ἀγαποῦσε καὶ ὁ Βορρᾶς , ὁπότε ἀπὸ την ζήλια του καὶ γιὰ νὰ την ἐκδικηθῆ , φύσηξε δυνατά καὶ την ἔριξε στὰ βράχια καὶ την σκότωσε . Την λυπήθηκε ὅμως ἡ Γῆ καὶ την μεταμόρφωσε στὸ ὁμώνυμο δέντρο (Πεῦκο) , ἀπὸ το ὁποῖο ὁ Πᾶν ἔκοψε κλαδιά στεφανώθηκε μ’ αὐτά καὶ γύριζε στὰ βουνά ἀναζητῶντας την .
Ἄλλη πάλι παράδοση θέλει τον Πᾶνα ἐρωτευμένο με την Ἄρτεμι , ποῦ γιὰ νὰ την ἐξαπατήση , μεταμορφώθηκε σε λευκό τράγο . Ἐκείνη νομίζοντας ὅτι ἦταν πράγματι τράγος , καὶ ὅταν τον κυνήγησε γιὰ νὰ τον πιάση σε κοντινό δάσος , βρέθηκε μπροστά στὸν Πᾶνα .
Ὅταν ἐρωτεύτηκε μία ἀπὸ τις Ναϊάδες Νύμφες , καὶ κόρη του ποταμοῦ Λάδωνα την Σύριγγα , καὶ την κυνήγησε , αὐτή γιὰ νὰ γλυτώση ἀπὸ τον βιασμό ἔτρεξε στὸν πατέρα της γιὰ νὰ σωθῆ , ὁ Λάδωνας ὅμως ἦταν ἀδιάβατος . Παρακάλεσε τότε τις ἀδελφές της νὰ την μεταμορφώσουν σε καλαμιά , κι ἔτσι ὅταν ὁ Πᾶν ἔφτασε καὶ θέλησε νὰ την ἀγκαλιάση κλαίγοντας , ἀντί γι’ αὐτή ἀγκάλιασε τις καλαμιές , ποῦ με το φύσημα του ἀέρα , ἔμοιαζε σὰν νὰ ἀπαντοῦσαν στούς στεναγμούς του .
Παρατήρησε τότε ὅτι τα καλάμια μποροῦν με το φύσημα του ἀέρα νὰ βγάλουν ἦχο , ἔκοψε λοιπόν ἀπὸ αὐτὰ , τα συναρμολόγησε καὶ κατασκεύασε το μουσικό ὄργανο το ὁποῖο ὀνόμασε πρὸς τιμήν της ἀγαπημένης του Σύριγγα , καὶ τριγύριζε στὰ βουνά παίζοντας την Σύριγγα καί θρηνῶντας την ἀγαπημένη του .
Ἔτσι ἐφευρέθηκε σύμφωνα με μία ἀπὸ τις παραδόσεις ἡ Σύριγγα .
Ἐπίσης ἔλεγαν ὅτι ὁ Πᾶν γέννησε ἄλλους δώδεκα Πᾶνες ὅμοιούς του .
Κοντά στὸ Λυκαίον ὄρος καὶ την πόλη Λυκοσούρα την ὁποία σύμφωνα με τον Παυσανία πρωταντίκρυσε ὁ Ἥλιος , καὶ ἀπὸ αὐτή ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι νὰ χτίζουν πόλεις , ὑπῆρχαν κάτι βουνά ποῦ ὀνομάζονταν Νόμια ἀπὸ το ὄνομα του Νομίου Πανός , ἐπειδή σύμφωνα με την παράδοση ἔβοσκε ἐκεῖ τα πρόβατά του
Ἐκεῖ ὑπῆρχε καὶ Ἱερὸ του , ὁ χῶρος γύρω ἀπὸ το ὁποῖο ὀνομάζονταν Μέλπεια γιατί ἐκεῖ ἔπαιξε με τον αὐλὸ του το πρῶτο μέλος (μελωδία) , με τὴ Σύριγγα .
Εἶχε ὅμως Ἱερὸ καὶ στὸ Παρθένιο ὄρος , ἐκεῖ ὅπου φανερώθηκε στὸν Φιλιππίδη ή Φειδιππίδη , τον ἀγγελιαφόρο τῶν Ἀθηναίων στοὺς Σπαρτιᾶτες γιὰ νὰ ζητήσουν την βοήθειά τους ὅταν ὁ στρατηγός του Δαρείου Δάτις εἰσέβαλε στὴν Ἀττική , γιὰ νὰ του πεῖ ὅτι θὰ βοηθήσει τους Ἀθηναίους ὅπως τους εἶχε βοηθήσει καὶ στὸ παρελθόν ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν τον τίμησαν ποτέ τους .
Μετά την νίκη τους στὴν μάχη του Μαραθῶνα , οἱ Ἀθηναῖοι τίμησαν τον Πᾶνα καὶ ἔτσι πέρασε η λατρεία του γιὰ πρώτη φορά ἀπὸ την Ἀρκαδία στὴν Ἀττικὴ .
Το ἴδιο καὶ ὅταν ἔφθασαν στοὺς Δελφούς οἱ Γαλάτες με τον Βρέννο γιὰ νὰ τους λεηλατήσουν , ὁ Πᾶν φανερώθηκε την νύχτα στὸ στράτευμά τους καὶ τους προξένησε τέτοιο τρόμο , ποῦ ἄρχισαν νὰ σκοτώνονται μεταξύ τους .
Ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι οἱ ξαφνικοί φόβοι ποῦ δημιουργοῦνται χωρίς φανερή αἰτιᾶ ὀνομάστηκαν Πανικοί .
Στὸ Παρθένιο ὄρος ὑπῆρχαν χελῶνες ποῦ τα καβούκια τους ἦταν κατάλληλα γιὰ την κατασκευή Λύρας , ὅμως ἐπειδή οἱ ντόπιοι τις θεωροῦσαν ἱερὲς του Πανός , δὲν τις ἄγγιζαν ἀλλὰ οὔτε καὶ σε ξένους ἀπέτρεπαν νὰ τις ἀγγίξουν ἡ νὰ τις πάρουν .
Ὁ Πᾶν εἶχε καὶ ἄλλο ἱερὸ Ἱερὸ κοντά στὴν Λυκοσούρα , στὸ ὁποῖο ἔκαιγε ἄσβεστον πῦρ , μάλιστα ἔλεγαν ὅτι ἐκεῖ ἦταν παλαιότερα Μάντης καὶ εἶχε Μαντεῖο καὶ Προμάντιδα μία Νύμφη ὀνομαζόμενη Ἐρατώ , την ὁποία παντρεύτηκε ὁ Ἀρκάς της Καλλιστώς .
Οἱ κάτοικοι του Λυκαίου ὄρους βεβαίωναν ὅτι τον ἄκουγαν νὰ παίζει την Σύριγγα πάνω στὸ ἱερὸ βουνό του .
Οἱ Ἀθηναῖοι πάλι εἶχαν κοντά στὸν Μαραθῶνα ὡραιότατο ἱερὸ σπήλαιο του Πανός , με στενή εἴσοδο , ποῦ εἶχε μέσα καταλύματα καὶ λουτρά καθώς καὶ το ἀποκαλούμενο «Αἰπόλιο (μαντρί) του Πανός» , το ὁποῖο κατά τον Παυσανία , ἦταν λαξευμένες πέτρες σε σχῆμα κατσίκας .
Θεωροῦσαν λοιπόν τον Πᾶνα μεγάλο θεό καὶ προστάτη των βουνῶν , ὁπότε ὅλα τα βουνά καὶ τα σπήλαια της Ἀρκαδίας ἦταν ἱερὰ του .
Ἐπίσης ἦταν προστάτης τῶν κοπαδιῶν καὶ των βοσκῶν , ἀλλὰ καὶ των κυνηγῶν , τῶν σκοπέλων στὶς παραλίες , καὶ ἀρχηγὸς τῶν Νυμφών .
Καὶ ὅπως ὁ Ζεύς ὀνομάστηκε Μοιραγέτης , καὶ ὁ Ἀπόλλων Μουσαγέτης , ἔτσι καὶ ὁ Πᾶν ὀνομάστηκε Νυμφαγέτης .
Ὁ Πᾶν εἶχε δύστροπο χαρακτῆρα , θύμωνε πολύ , καὶ ὅταν θύμωνε σφύριζε μία μελωδία θανατηφόρα ποῦ ὅποιοι την ἄκουγαν πέθαιναν ἀπὸ τον φόβο τους . Διηγοῦνταν ὅτι κάποτε ἐννέα ξυλοκόποι ποῦ τον συνάντησαν θυμωμένο καὶ ἄκουσαν αὐτὴν την ὀξείᾳ καὶ φοβερή μελωδία πέθαναν . Οἱ συγγενεῖς τους μὴ μπορῶντας νὰ ἐξηγήσουν τον αἰφνίδιο αὐτὸ θάνατο ἐπῆγαν καὶ ρώτησαν το μαντεῖο ἀπὸ ὅπου καὶ ἔμαθαν την αἰτία .
ΙΕΡΟΝ ΠΑΝΟΣ ΑΘΗΝΑ
Μάλιστα ἔλεγαν ἄν την Ἄρτεμις δὲν εἶχε καταπραΰνει τον θυμό του θὰ εἶχε σκοτώσει ὅλους τους ξυλοκόπους γιατί τον ἐνοχλοῦσε ὁ θόρυβος ποῦ ἔκαναν κόβοντας ξύλα την ὥρα ποῦ αὐτὸς ἔπαιζε τον αὐλὸ του διασκεδάζοντας τις Νύμφες .
Ὁπότε οἱ βοσκοί πρόσεχαν πολύ νὰ μὴν τον ἐνοχλήσουν , μάλιστα πρὸς το μεσημέρι δὲν σφύριζαν με τις φλογέρες τους , ἐπειδή πίστευαν ὅτι ἐκείνη την ὥρα γύριζε κουρασμένος ἀπὸ το κυνήγι καὶ κοιμόταν τις περισσότερες φορές κάτω ἀπὸ τις σκιές των πεύκων .
Ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ δύο ἐπιγράμματα του ἦταν καὶ προστάτης των ψαράδων ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν παραθαλασσίων καὶ ὁ Σοφοκλῆς στὸν Αἴαντα , τον ὀνομάζει Ἀλίπλακτον , ἐπίσης σώζονται ὁ ὕμνος του Ὀρφέα καὶ του Ὁμήρου σ’ αὐτὸν .
Τον παράσταιναν με δύο μικρά κέρατα στὸ κεφάλι , κόκκινο πρόσωπο , μικρά καὶ σουβλερά αὐτιά , σκληρή γενειάδα , με πόδια καὶ οὖρα τράγου , δέρμα λεοπαρδάλεως στοὺς ὤμους στεφάνι ἀπὸ πεύκῳ στὸ κεφάλι , καὶ στὸ δεξί χέρι νὰ κρατᾶ μαστίγιο ἐνῶ στὸ ἀριστερό γκλίτσα .
Πολλές φορές εἰκονίζεται νὰ παίζει καθισμένος κάτω ἀπὸ τα δέντρα το αὐλὸ του .

Αποτέλεσμα εικόνας για Ὁ ΘΕΟΣ ΠΑΝ

Σχετική εικόνα
Αποτέλεσμα εικόνας για Ὁ ΘΕΟΣ ΠΑΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: