Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὄμορφα παραδοσιακὰ τραγούδια τοῦ λαοῦ μας, ἕνα μοιρολόϊ φτιαγμένο γιὰ τὸν Μεγάλο νεκρό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸ μοιρολόϊ τῆς Παναγιᾶς.
Σὲ πολλὲς ἐκκλησιὲς σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τὸ ψάλλουν γυναῖκες τὴν ὥρα ποὺ στολίζουν τὸν Ἐπιτάφιο.
Διαβάστε τοὺς πανέμορφους στίχους καὶ ἀκοῦστε το ἀπὸ τὸν μεγάλο δάσκαλο κ. Χρόνη Ἀηδονίδη.
Σήμερα μαῦρος Οὐρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα ὅλοι θλίβουνται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται,
σήμερα ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὀβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καί τα σκυλιὰ κι' οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν Ἀφέντη Βασιλέα.
ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβει δεῖπνον μυστικὸν γιὰ νὰ τὸν λάβουν ὅλοι.
Κι' ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιά το μονογενῆ της.
Φωνὴ τοὺς ἤρθ' ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ' Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι' οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιᾶ τὸν πᾶνε
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλὴ ἐκεῖ τὸν τὸν τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τά 'φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τα δυὸ στὰ χέρια του καὶ τ' ἄλλα δυὸ στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεὶ ἡ καρδιά του.
Κι' ἡ Παναγιὰ σὰν τάκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ' ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθει ὁ νοῦς της.
Κι' ὅταν τῆς ἤρθ' ὁ λογισμός, κι' ὅταν τῆς ἤρθ' ὁ νοῦς της,
ζητᾷ μαχαίρι νὰ σφαγεῖ, ζητᾷ φωτιὰ νὰ πέσει,
ζητᾷ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανᾶδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανᾶδες.
Λάβε, κυρὰ μ' ὑπομονή, λάβε, κύρά μ' ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποὺ ἔχω γυιο μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.
Κι' ἡ Μάρθα κι' ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι' οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατί-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατί τους ἔβγαλε μὲς τοῦ λῃστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ λῃστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι' ἡ πόρτα ἀπό το φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἀϊγιάννη,
Ἀγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε καὶ βαπτιστῆ τοῦ γυιου μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλῶσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νά σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁπού,ὁποῦ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁπού,ὁποῦ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ γυιόκας σου καί με ὁ δάσκαλός μου!
Κι' ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾷς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾷς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θάχεις χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι' ἡ Ἅγια Σοφία μὲ τίς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ' ἀκούει σώζεται κι' ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι' ὅποιος τὸ καλοφουγκραστεὶ Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο ἀπ' τὸν Ἅγιο Τάφο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου