Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

Ποῦ Γεννήθηκε ἡ Ὀλυμπιάδα ;



Ἡ Ἀρχαία Πασσαρώνα, γενέτειρα τῆς πριγκίπισσας τῶν Μολοσσῶν καὶ μητέρας τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου Ὀλυμπιάδας, τοποθετεῖται, σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαιολόγο τῆς «Ἠπείρου», Σωτήρη Δάκαρη, βορειοδυτικὰ τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Ἰωαννίνων σὲ ἀπόσταση 8 χιλιομέτρων ἀπὸ τὴν πόλη.

Ἡ συστηματικὴ ἀνασκαφὴ ἀποκάλυψε στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου στὸ Μεγάλο Γαρδίκι, ὀχυρωμένη θέση, ἐνῶ στοὺς πρόποδές του, βρίσκεται ὁ ἀρχαῖος ναὸς ποὺ ταυτίστηκε μὲ τὸν Ἄρειο Δία.

Ἡ Ὀλυμπιάδα ἦταν κόρη τοῦ Νεοπτόλεμου Β' καὶ γεννήθηκε τὸ 373 π.Χ., πιθανότητα στὴν πρωτεύουσα τῶν Μολοσσῶν, Πασσαρώνα. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴ δυναμικὴ προσωπικότητα εἶχε τὰ ὀνόματα, Πολυξένη στὴν παιδική της ἡλικία, Μυρτάλη ὅταν παντρεύτηκε, ἐνῶ πῆρε τὸ ὄνομα Ὀλυμπιάδα μετὰ τὴ νίκη τοῦ συζύγου της Φιλίππου Β' στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες τὸ 356 π.Χ. στὶς ἀρματοδρομίες.


Ἡ ἔντονη προσωπικότητα τῆς Ὀλυμπιάδας καὶ ἡ ἐπιρροή της, ἀκολούθησαν τὸν γιο της Μέγα Ἀλέξανδρο ὡς τὸ τέλος.

Ὁ προϊστάμενος τῆς Ἐφορείας Ἀρχαιοτήτων Ἰωαννίνων Κώστας Σουέρεφ μίλησε στὸ ΑΠΕ-ΜΠΕ γιὰ τὸν ἱστορικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀλυμπιάδας καὶ τὴν ἀρχαία Μολοσσία.

««Οἱ γυναῖκες καὶ οἱ κόρες τῶν βασιλέων στὴ Μολοσσία ἦταν συνδεδεμένες μὲ τὰ Ἱερὰ τῆς περιοχῆς» ἀναφέρει «γι' αὐτὸ οἱ ἀρχαιολόγοι θεωροῦν ὅτι, πιθανότατα, ἡ Ὀλυμπιάδα εἶχε συνδεθεῖ ἄμεσα μὲ τὸ Ἱερό του Δία καὶ τῆς Διόνης στὴν Δωδώνη..


Συνάντησε τὸν Φίλιππο Β' στὸ Ἱερὸ τῶν Μεγάλων Θεῶν τῆς Σαμοθράκης καὶ οἱ ἱστορικὲς πηγὲς ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη πὼς ἡ Ὀλυμπιάδα μετεῖχε τῆς προβολῆς καὶ τοῦ Μακεδονικοῦ Βασιλείου, στὴ σχέση μὲ τὸν Ἡρακλῆ καὶ τὸν Δία. Ὁ Φίλιππος Β' ὅταν ἦρθε στὴν Ἤπειρο, πρόσθεσε τίς παλιὲς περιοχὲς τῶν ἀποικιῶν στὰ παράλια τοῦ Ἰονίου, ὅπως ἡ Ἀμβρακία, στὸ Βασίλειο τῶν Μολοσσῶν.


Λέγεται ὅτι ἡ Ὀλυμπιάδα, μὲ τὸν μικρό της γιο Ἀλέξανδρο, ἔμειναν στὴν Μολοσσία καὶ τὴ Δωδώνη, ὅταν ὁ Φίλιππος Β', σύμφωνα μὲ τίς συνήθειες τῆς ἐποχῆς, παντρευόταν καὶ ἄλλες γυναῖκες. Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἀνέλαβε τὸν θρόνο, οἱ σχέσεις τῶν Μολοσσῶν καὶ τῶν Μακεδόνων ἦταν ἄριστες. Ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκστρατείας του ἐπισκέφτηκε πρῶτα τὸ Ἱερό του Ἄμμωνα στὴν Αἴγυπτο, τὸ ὁποῖο συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν ἱδρυτικὸ μῦθο τοῦ Μαντείου τῆς Δωδώνης.

Ἐξάλλου, ἡ Ὀλυμπιάδα, σύμφωνα μὲ τίς πηγές, πρόβαλε τὰ χθόνια γυναικεῖα χαρακτηριστικά της Διόνης, ἐκδοχὴ τῆς μητέρας Γῆς, δηλαδὴ τὴν ἐξοικείωσή της μὲ τὰ φίδια. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Δίας ἑνώθηκε μαζί της μὲ τὴν μορφὴ φιδιοῦ, ὁδήγησε τὸν Ἀλέξανδρο νὰ θεωρεῖ πὼς ἦταν γιός του Δία. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, ἡ Ὀλυμπιάδα ἀγωνίστηκε νὰ κρατήσει τὴ διαδοχὴ στὸ θρόνο γιὰ τὸν ἀνήλικο Ἀλέξανδρο τὸν Δ', γιο τοῦ Μ. Ἀλέξανδρου καὶ τῆς Ρωξάνης.

Ἐξ ὅσων γνωρίζουμε, ἐπισημαίνει ὁ κ. Σουέρεφ, ὁ Κάσσανδρος, συνόδευσε ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα τὸν μικρὸ Ἀλέανδρο Δ' καὶ τὴν Ρωξάνη στὴν Μακεδονία καὶ ἡ Ὀλυμπιάδα ἀνέλαβε νὰ τοὺς προστατέψει μέχρι τὴν ἐνηλικίωση, ἄλλοτε στὴν Ἤπειρο καὶ ἄλλοτε στὴν ὀχυρωμένη Πύδνα. Ἀκολούθησαν αἱματηρὲς ἴντριγκες, γιὰ τὴ διαδοχὴ στὸν θρόνο καὶ ἡ Ὀλυμπιάδα ἐξολόθρευσε πιθανοὺς διεκδικητές.


Ὁ Κάσσανδρος κατόρθωσε νὰ ἐπιβληθεῖ τελικὰ καὶ ἀπὸ ἐπιτηρητὴς τοῦ θρόνου ἔγινε βασιλιᾶς καὶ παντρεύτηκε τὴν ἑτεροθαλῆ ἀδελφὴ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου, Θεσσαλονίκη. Ἡ Ὀλυμπιάδα, ἡ ὁποία ὅριζε τὴ Μακεδονικὴ Φρουρά, ὑποχρεώθηκε νὰ παραδώσει τὴν Ἀμφίπολη στὸν Κάσσανδρο, ὁ ὁποῖος στὴ συνέχεια ὁδήγησε στὸν θάνατο τὴν Ὀλυμπιάδα στὴν Πύδνα, μὲ διαταγὴ νὰ παραμείνει ἄταφη. Λέγεται μάλιστα, ὅτι κάλεσε τοὺς συγγενεῖς τῶν νεκρῶν διεκδικητῶν τοῦ θρόνου νὰ τὴν θανατώσουν μὲ λιθοβολισμό, στὸ τέλος τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνα.


Ἡ Μολοσσία, ἀρχικὰ τοποθετεῖται στὸν εὐρύτερο χῶρο τοῦ λεκανοπέδιου μέχρι τὴ Κόνιτσα, ἐνῶ στὴν συνέχεια περιέλαβε καὶ τὴν Δωδώνη. Ἦταν τὸ βασίλειο τῶν Αἰακιδῶν ἢ Μολοσσῶν. Οἱ πιὸ σημαντικοὶ βασιλεῖς ἦταν ὁ Θαρύπας, ὁ Ἀλκέτας, ὁ Ἀλέξανδρος Α', ὁ Μολοσσός - ἀδελφὸς τῆς Ὀλυμπιάδας, καὶ ὁ Πύρρος, ἀνιψιὸς τῆς Ὀλυμπιάδας ποὺ γεννήθηκε λίγα χρόνια μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου» καταλήγει ὁ κ. Σουέρεφ.



Κυνάνη, ἡ ἄγνωστη ἀδερφὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου


Ἡ Κυνάνη, ἦταν κόρη τοῦ Φίλιππου Β' τῆς Μακεδονίας ἀπὸ τὴν Ἰλλύρια πριγκίπισσα Αὐδάτη καὶ ἑτεροθαλὴς ἀδερφὴ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Τὴν βρίσκουμε σὲ διαφορετικὲς ἀρχαῖες πηγὲς μὲ τὰ ὀνόματα Κυνάνη, Κύνα ἢ Κύννα. Ἡ Αὐδάτη, μητέρα τῆς Κυνάνης, ἦταν κόρη τοῦ Ἰλλυριοῦ Βασιλέα Βάρδυλι, τοῦ Ἰλλυριοῦ ἡγέτη ποὺ νίκησε τὸν Περδίκκα Γ΄ τῆς Μακεδονίας τὸ 359 π.Χ. καὶ ἔφερε στὸν θρόνο τὸν Φίλιππο Β΄.
Ἡ κόρη τοῦ Φίλιππου, Κυνάνη, ἦταν πριγκίπισσα τῆς Μακεδονίας, μεγαλωμένη μὲ στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση καὶ μάλιστα πολέμησε γενναῖα στὸ πλευρὸ τοῦ πατέρα της Φιλίππου κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐκστρατείας του στὴν Ἰλλυρία. Ἦταν ἐκείνη ποὺ σκότωσε στὴν μάχη τὴν Καέρια, Ἰλλυρὴ Βασίλισσα, καθὼς καὶ σκότωσε μεγάλο ἀριθμὸ Ἰλλυριῶν τὴν στιγμὴ ποὺ ὑποχωροῦσαν. Ὁ πατέρας της Φίλιππος πάντρεψε τὴν κόρη τοῦ Κυνάνη μὲ τὸν ἀνιψιὸ τοῦ Ἀμύντα, γιὸ τοῦ Περδίκκα στὸν ὁποῖο ἡ Κυνάνη χάρισε μιὰ κόρη, τὴν Ἀνταία.
Ὁ Ἀμύντας ἦταν ὁ νόμιμος διάδοχος τοῦ Μακεδονικοῦ θρόνου, ἔχοντας σὰν ἐπίτροπο τοῦ τὸν Φίλιππο, ἀλλὰ μεταγενέστερα ὁ Φίλιππος ἀντικατέστησε τὸν Ἀμύντα σὰν βασιλιᾶ. Μετέπειτα, καὶ κατόπιν τῆς ἀνόδου τοῦ Ἀλεξάνδρου Γ΄ στὸν θρόνο τῆς Μακεδονίας, λέγεται ὅτι ὁ Ἀμύντας προέβαλε ἀξιώσεις γιὰ τὸν θρόνο μὲ συνέπεια τὴν ἐκτέλεση του ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο τὸ 336 π.Χ..
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της, ἡ Κυνάνη παρέμεινε στὴ Μακεδονία, μεγαλώνοντας τὴν κόρη τῆς Ἀνταία καὶ δίνοντας τῆς παρόμοια στρατιωτικὴ ἐκπαίδευση μὲ τὴν δική της. Στὰ ἐπακόλουθα τοῦ θανάτου τοῦ ἀδερφοῦ της Ἀλέξανδρου, ἡ Κυνάνη σχεδίασε νὰ παντρέψει τὴν κόρη τῆς Ἀνταία μὲ τὸν Φίλιππο Γ΄ Ἀρριδαῖο, τὸν περιορισμένο πνευματικά, ἑτεροθαλῆ ἀδερφὸ τοῦ Ἀλέξανδρου ποὺ εἶχε ἐπιλεγεῖ σὰν Βασιλέας τὸ 323 π.Χ..
Ὁδηγῶντας στρατὸ καὶ συνοδευόμενη ἀπὸ τὴν κόρη της, ἡ Κυνάνη κατευθύνθηκε πρὸς τὴν Ἀσία ἀλλὰ ὁ Περδίκκας, φοβούμενος, διέταξε τὸν ἀδερφὸ τοῦ Ἀλκέτα νὰ τίς σταματήσει παίρνοντας τοὺς τίς ζωές. Τὸ σχέδιο, στὴν οὐσία, πέτυχε κατὰ τὸ ἥμισυ, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν τὸ χειρότερο δυνατὸ τόσο γιὰ τὴ θέση τοῦ ἐπίτροπου ὅσο καὶ γιὰ τὴν ὑστεροφημία του. Ὁ Ἀλκέτας μὲ τοὺς στρατιῶτες του ἀρχικὰ ἐπιτέθηκε στὶς δυὸ πριγκήπισσες καὶ τὴν συνοδεία τους, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν θάνατο τῆς Κυνάνης.
Ὁ στρατὸς τοῦ Ἀλκέτα μόλις ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ ἀδερφὴ τοῦ Ἀλέξανδρου κείτονταν νεκρή, ἀπαίτησε ἡ Ἀνταία, ποὺ ἀργότερα μετονομάστηκε σὲ Εὐρυδίκη, νὰ παντρευτεῖ τὸν Φίλιππο Ἀρριδαῖο. Ὑπῆρχε ἔντονη ἡ ὑπόνοια ἐπανάστασης καὶ ὁ Περδίκκας δὲν εἶχε ἄλλῃ ἐπιλογῇ παρὰ μόνο νὰ συμφωνήσει μὲ τὸ αἴτημά τους.
Χρόνια ἀργότερα ὁ Κάσσανδρος τῆς Μακεδονίας μετάφερε τὰ ὀστᾶ τῆς Κυνάνης καὶ τῆς κόρης τῆς Ἀνταίας Εὐρυδίκης στὶς Αἰγές, στοὺς βασιλικοὺς μακεδονικοὺς τάφους.


Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2021

Ὅλες οἱ φορές πού Ρῶσοι καί Τοῦρκοι ἔλυσαν τίς διαφορές τους στὰ χαρακώματα. Ἡ ἐμπλοκή τῶν Ἑλλήνων



Ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἦταν ἄλλωστε ἀνέκαθεν ὁ κυριότερος στόχος τῶν προσπαθειῶν τῆς Ρωσίας γιὰ ἐδαφική ἐπέκταση. 
Ἡ ἀλήθεια εἷναι ὅτι οἱ δύο Αὐτοκρατορίες, ἡ ρωσική καὶ ἡ ὀθωμανική, εἶχαν οὐκ ὀλίγες φορές ἀναμετρηθεῖ στὰ πεδία τῶν μαχῶν καὶ οἱ σχέσεις τους σπανίως γνώριζαν περιόδους σύμπνοιας.
Ἐφαλτήριο τῶν συγκρούσεων μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἐπεκτατικὴ πολιτική τῶν Ὀθωμανῶν στὰ μέσα τοῦ 17ου αἰώνα.

Ὕστερα ἀπό τὴν κατάκτηση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοῦς Βενετούς τὸ 1669, οἱ Τοῦρκοι ἔστρεψαν ἐκ νέου τὸ ἐνδιαφέρον τους στὰ βόρεια σύνορά τους καί, ἀφοῦ τὸ 1676 ἀπέσπασαν τὴν Ποδολία ἀπὸ τὴν Πολωνία, πολέμησαν, μαζί μὲ τοῦς ὑποτελεῖς τους Τατάρους τῆς Κριμαίας, τοῦς Ρώσους καί τοῦς Κοζάκους (1676-81), καθιστώντας ὑποτελή ἡγεμονία τὴ δυτική Οὐκρανία καὶ φτάνοντας τὰ σύνορά τους ἔως τὀν ποταμό Δνείπερο, παραχωρῶντας μὲ τὴ συνθήκη τοῦ Μπαχτσισαράι ὠς ἀντάλλαγμα στοῦς Ρώσους τὸ δικαίωμα νὰ ἐμπορεύονται ἐλεύθερα στήν Κριμαία.

Ἡ εἰρήνη αὐτή, ὄμως, ἀποδείχθηκε ἰδιαίτερα εὔθραυστη

Ἡ συντριβή τῶν Ὀθωμανῶν στή δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (1683) ἀπὸ τις ἐνωμένες αὐστριακὲς καὶ πολωνικὲς δυνάμεις ὁδήγησε τὸ 1684 στὸν λεγόμενο Ἱερὸ Συνασπισμὸ τοῦ Λὶντς ἐναντίον τῶν Τούρκων, στὸν ὁποῖο συμμετεῖχαν ὑπὸ τίς εὐλογίες τοῦ πάπα Ἰνοκέντιου ΙΑ' ' (1676-89) Αὐστρία, ἡ Πολωνία καὶ ἡ Βενετία, ἐνῶ προσχώρησε τὸ 1686 καὶ ἡ Ρωσία, κηρύσσοντας τὸν πόλεμο στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία (1686-1700).

Οἰ Ρῶσοι πραγματοποίησαν ἀρχικά δύο ἀποτυχημένες ἐκστρατεῖες στήν Κριμαία (1687 καὶ 1689). Στὴ συνέχεια, ὄμως, 
καὶ μὲ τόν Τσάρο Πέτρο Α' τὸν Μέγα (1682-1725) νὰ ἔχει ἀναλάβει προσωπικά τὴ διοίκηση τοῦ στρατοῦ, πολιόρκησαν δύο φορές τὸ Ἀζόφ (1695 καὶ 1696), καταλαμβάνοντάς τὸ. 
Ὀ πόλεμος ἔληξε τὸ 1700 μὲ τὴ συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε συνέχεια τῶν συνθηκῶν τοῦ Κάρλοβιτς.

Δέκα χρόνια ἀργότερα, ὁ σουλτάνος Ἀχμέτ Γ' (1703-30) πείστηκε ἀπὸ τον ἡττημένο στὴ μάχη τῆς Πολτάβα βασιλιᾶ τῆς Σουηδίας, Κάρολο ΙΒ' (1697-1718), νὰ κηρύξει τὸν τρίτο κατὰ σειρὰ πόλεμο στὴ Ρωσία (1710-11), κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου οἱ Ρῶσοι ὑπέστησαν συνεχεῖς ἧττες στὴν ἐκστρατεία τοῦ Προύθου καὶ ὑποχρεώθηκαν νὰ ἐπιστρέψουν στοῦς Τούρκους τὸ Ἀζὸφ καὶ σειρὰ φρουρίων στὸν Δνείπερο.

Παρά τὴν ἧττα, ἡ δύναμη της Ρωσίας μεγάλωνε τὰ ἑπόμενα χρόνια, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, ποὺ εἶχε περάσει στὴ φάση τῆς παρακμῆς, καὶ τὸ 1735 οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Τατάρων τῆς Κριμαίας στὴν Οὐκρανία ἔδωσαν τὴν ἀφορμὴ γιὰ μία ἀκόμη πολεμικὴ σύρραξη (1735-39), ἡ ὁποία ὁδήγησε στὴν ἀνάκτηση τοῦ Ἀζὸφ ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ στὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης τοῦ Βελιγραδίου.

Ἡ ἐμπλοκή τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων, στὸ πλευρό τῶν Ρώσων 

Ὀ πρῶτος, ὄμως, ἀποφασιστικός πόλεμος ἀνάμεσά στίς δύο αὐτοκρατορίες καὶ μὲ ἄμεσο ἀντίκτυπο στοῦς Ἕλληνες ξέσπασε τό 1768 καὶ κατά τὴ διάρκειά του οἱ Ρῶσοι κατόρθωσαν νὰ κατακτήσουν τις βόρειες περιοχές τοῦ Καυκάσου καὶ τὴ νότια Οὐκρανία καὶ νὰ καταστήσουν ὑποτελές τους τό χανάτο της Κριμαίας.
 Οἰ συγκρούσεις ἔληξαν τό 1774 μὲ τη συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζή, αφού ὄμως πρώτα, τό 1770, οἱ Ρῶσοι εἶχαν προκαλέσει ἀποτυχημένη ἐξέγερση τῶν ὑπόδουλων ἑλλήνών, τὰ περίφημα Ὀρλοφικά.

Τὰ Ὀρλοφικά Τὸ 1770 ἡ φιλόδοξη τσαρίνα Αἰκατερίνη Β΄ ἀποφάσισε νὰ ξεσηκώσει τοῦς σκλαβωμένους Ἕλληνες Σκοπὸς της ἦταν οἱ ἐπαναστάτες νὰ προκαλέσουν ἀντιπερισπασμό στοῦς Τούρκους ὥστε τά ρωσικά στρατεύματα νὰ καταλάβουν βόρειες ἐπαρχίες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας 
Ὅπως ἀναφέρει σχετικό ἀφιέρωμα της Μηχανῆς τοῦ Χρόνου, στὰ τέλη τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου χρόνου ἔφθασαν στό λιμάνι της Κορώνης τά πρώτα ρωσικά πλοία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Θεόδωρο Ὀρλώφ. Ἡ ρωσική δύναμη ὄμως (4.000 ἄνδρες) ἦταν ἀνεπαρκέστατη γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ 

Οἰ ἐπαναστάτες, ὅταν εἶδαν νὰ ξεφορτώνονται τέσσερα κιβώτια μὲ ὁπλισμὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Πελοπόννησο, γελοῦσαν γιά νὰ μὴ κλάψουν. 
Ἔν τῶ μεταξύ, οἱ Ρῶσοι μοίραζαν στοῦς ἀγράμματους Ἕλληνες ἐθελοντὲς μεταφράσεις τοῦ στρατιωτικοῦ ρωσικού κανονισμού.

Ἔδωσαν μάλιστα στοῦς Ἕλληνες ρωσικές στολές. 

Θαύματα ὄμως δέν γίνονται καὶ οἱ Τοῦρκοι συνέτριψαν τους "μεταμφιεσμένους".
 Οἰ Ρῶσοι έφυγαν ἐγκαταλείποντας τὴν Πελοπόννησο στό ἔλεός τῶν Τούρκων.

Τὸ 1785 ἄρχισαν ἔκ νέου πολεμικές προπαρασκευές της Μεγάλης Αἰκατερίνης κατά της Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας
 Ὅπως καὶ επί Ὀρλώφ, ἐστάλησαν σὲ ὃλες τις περιοχές της Ἑλλάδας πράκτορες της ρωσικῆς κυβέρνησής γιά νὰ ἐξεγείρουν τους Ἕλληνες.

 Οἰ κλεφταρματολοί καὶ οἱ πρόκριτοι ὄμως, ἔχοντας πικρή πείρα ἀπὸ τό Ὀρλωφικό Κίνημα, ποὺ τόσο ἀκριβά πλήρωσε τίς συνέπειές τοῦ ἡ Πελοπόννησος. 

Ἀφοῦ δέν εἶχαν τις ἐγγυήσεις γιά τὴν ἀποστολὴ πολυάριθμων ρωσικῶν στρατευμάτων γιά νὰ τήν ἐνισχύσουν, έμειναν ἀσυγκίνητοι στίς ἐκκλήσεις της τσαρίνας.

Ὀ ἔκτος ρωσοτουρκικός πόλεμος 

Ἡ προσάρτηση ἀπὸ τὴ Ρωσία τοῦ χανάτου της Κριμαίας λίγα χρόνια ἀργότερα, σε συνδυασμό μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν Τούρκων νὰ ἀνακτήσουν τίς μεγάλες ἀπώλειες τοῦ τελευταίου πολέμου ὁδήγησε τὸν σουλτᾶνο Ἀβδοὺλ Χαμὶτ Α' (1774-89) στὴν κήρυξη τοῦ ἕκτου ρωσοτουρκικοῦ πολέμου (1787-92), κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου οἱ Ρῶσοι, ἐπικουρούμενοι καὶ ἀπὸ τοὺς Αὐστριακούς, ἐπιβεβαίωσαν τὴ στρατιωτικὴ ἀνωτερότητά τους καὶ ὑποχρέωσαν τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία στὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης τοῦ Ἰασίου.

Στὸ μεσοδιάστημα, βέβαια, εἶχαν προκαλέσει ἔκ νέου ἐξεγέρσεις τῶν ὑπόδουλων ἑλλήνών, οἱ ὁποῖες συνδυάστηκαν μὲ τὴ δράση τοῦ Λάμπρου Κατσώνη.

Οἰ κακὲς σχέσεις τῶν δύο αὐτοκρατοριῶν δέν τους ἐπέτρεψαν ούτε καὶ κατά τήν περίοδο τῶν Ναπολεόντειων πολέμων νὰ ἐπέχουν τῶν πολεμικῶν συρράξεων. 

Ἡ ἀποπομπή ἀπὸ τήν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία τῶν φιλικά προσκείμενων πρὸς τὴ Ρωσία ἡγεμόνων της Μολδαβίας (Ἀλέξανδρος Μουρούζης) καὶ της Βλαχίας (Κωνσταντίνος Ὑψηλάντης) οδήγησε τό 1806 σε νέο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-12), ὁ ὁποῖος, ὕστερα ἀπὸ τίς ρωσικὲς στρατιωτικὲς ἐπιτυχίες, διευθετήθηκε μὲ τὴ συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου.

Ὀ σημαντικότερος, πάντως, γιά τήν Ἑλλάδα Ρωσοτουρκικός πόλεμος διεξήχθη τήν περίοδο 1828-29, μεσούσης της Ἑλληνικὴς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, καὶ ἀποτελοῦσε οὐσιαστικά συνέχιση της ρωσικῆς πολιτικῆς, μετά τὴ ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου (20 Ὀκτωβρίου 1827).

Ἡ ἀφορμή δόθηκε ἀπὸ τις πολεμικές προπαρασκευές τῶν Τούρκων γιά ἐνδεχόμενη πολεμική ἀναμέτρηση μὲ τὴ Ρωσία καὶ τήν κυκλοφορία τουρκικῆς προκήρυξης, στήν ὁποία ἡ Ρωσία χαρακτηριζόταν "προαιώνιος ἐχθρὸς της Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καὶ τοῦ Ἰσλάμ".

Τὰ τσαρικὰ στρατεύματα στὴν Ἀσία προέλασαν στὴ Γεωργία καὶ στὴν Ἀρμενία, καταλαμβάνοντας τὸ Κὰρς καὶ τὸ Ἐρζερούμ, ἐνῶ στὴν Εὐρώπη ἔφτασαν ἕως τὴν Ἀδριανούπολη, ὑποχρεώνοντας τὸν σουλτᾶνο Μαχμοὺτ Β' (1808-39) νὰ ὑπογράψει ἐκεῖ συνθήκη εἰρήνης, ἀναγνωρίζοντας γιὰ πρώτη φορὰ τὴν προοπτικὴ ἵδρυσης ἑλληνικοῦ κράτους.

Τὸ 1853, ἡ ἀπόρριψη ἀπὸ τὸν σουλτᾶνο Ἀβδοὺλ Μετζὶτ Α' τοῦ ρωσικοῦ αἰτήματος γιὰ τὴν παραχώρηση στοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς στοὺς Ἁγίους Τόπους προνομίων ἀντίστοιχων μὲ αὐτὰ ποὺ εἶχε δώσει στοὺς καθολικούς, ὁδήγησε στὴν ἔκρηξη νέου ρωσοτουρκικοῦ πολέμου (1853-56), ὁ ὁποῖος στὴν πορεία κλιμακώθηκε στὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο.

Ὁ δέκατος ρωσοτουρκικὸς πόλεμος, ξέσπασε τὸ 1877.

Ἡ ἀποτυχημένη ἐξέγερση στὴ Βοσνία τὸ 1875, ἡ βουλγαρικὴ ἐπανάσταση τοῦ 1876, τὴν ὁποία κατέπνιξαν οἱ Τοῦρκοι, διαπράττοντας ὠμότητες ποὺ προκάλεσαν τὴν εὐρωπαϊκὴ κοινὴ γνώμη, καὶ ἡ ἧττα τῶν Σέρβων στὸν Σερβοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1877 ἔδωσαν στοὺς Ρώσους τὴν ἀφορμὴ νὰ ἐπέμβουν ἔνοπλα "ὑπὲρ τῶν Σλάβων ὁμοεθνῶν τους", ὅπως διατείνονταν, ἀφοῦ ὅμως πρῶτα ἀπέτυχε ἡ διπλωματικὴ συνδιάσκεψη τῆς Κωνσταντινούπολης (1876-77) καὶ ἐξασφάλισαν τὴν οὐδετερότητα τῆς Αὐστροουγγαρίας, τῆς Γαλλίας καὶ τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου.

Ὁ πόλεμος κηρύχθηκε στὶς 24 Ἀπριλίου 1877 καὶ λίγο ἀργότερα ὁ ρωσικὸς στρατὸς διέσχισε τὸν Δούναβη καὶ πολιόρκησε τὸ Πλέβεν (Ἰούλιος 1877), τὸ ὁποῖο καὶ κατέλαβε τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἴδιου χρόνου, γιὰ νὰ προελάσει στὴ συνέχεια ἀνενόχλητος πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη

Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1878 ὁ κίνδυνος ἅλωσης τῆς ὀθωμανικῆς πρωτεύουσας προκάλεσε τὴ βρετανικὴ παρέμβαση γιὰ τὸν τερματισμὸ τῶν ἐχθροπραξιῶν καὶ στὶς 3 Μαρτίου 1878 ἡ Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία ὑπέγραψε τὴ συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἐφαρμόστηκε ποτέ, καθὼς λίγο ἀργότερα οἱ ὅροι της ἀναθεωρήθηκαν ἀπὸ τὸ συνέδριο τοῦ Βερολίνου.

Οἱ συγκρούσεις στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο

Τὸ 1914 οἱ Αὐστριακοὶ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τῆς Σερβίας καὶ σημείωσαν ἀρχικὰ ἐπιτυχίες, νικῶντας στοὺς ποταμοὺς Σάβο καὶ Δρίνο καὶ στὴν Κολουμπάρα (Νοέμβριος) καὶ ἀναγκάζοντας τοὺς Σέρβους νὰ ἐκκενώσουν τὸ Βελιγράδι (30 Νοεμβρίου). 
Οἱ Σέρβοι, ὅμως, ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Ραντομὶρ Πούτνικ, πέρασαν στὴν ἀντεπίθεση, νίκησαν τοὺς Αὐστριακοὺς στὴ μάχη τοῦ Ρούδνικ καὶ ἀνακατέλαβαν τὴν πρωτεύουσά τους (15 Δεκεμβρίου).

ὁ Τοῦρκος στρατηγὸς Ἐμβὲρ πασᾶς, θεωρῶντας πὼς τὸ συμφέρον τῆς Τουρκίας βρισκόταν μὲ τὸ μέρος τῆς Γερμανίας, ὑπέγραψε μυστικὴ συνθήκη μὲ αὐτὴν στὶς 2 Αὐγούστου.

 Στὶς 10 Αὐγούστου, δύο γερμανικὰ καταδρομικά, τὸ "Γκέμπεν" καὶ τὸ "Μπρεσλάου", μπῆκαν στὴ Μεσόγειο καὶ ἔγιναν δεκτὰ στὰ τουρκικὰ χωρικὰ ὕδατα. 

Ἀκολούθησε, κατόπιν, εἰκονικὴ πώλησή τους στὴν Τουρκία, ἡ ὁποία στὴ συνέχεια βομβάρδισε τὴν Ὀδησσὸ κι ἄλλα ρωσικὰ λιμάνια (30 Ὀκτωβρίου). 

ἡ Ρωσία κήρυξε τὸν πόλεμο κατὰ τῆς Τουρκίας (1 Νοεμβρίου) καὶ ἀκολούθησαν οἱ σύμμαχοί της (5 Νοεμβρίου), ἐνῶ ἀγγλικὲς δυνάμεις ἀποβιβάστηκαν στὸν Περσικὸ κόλπο. 
ἡ εἲσοδος τῆς Τουρκίας στὸν πόλεμο εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία τριῶν νέων μετώπων (Καλλίπολης, Καυκάσου, Μεσοποταμίας).

Στὶς 26 Μαΐου 1916 Καταλήφθηκε τὸ ὀχυρὸ Ροῦπελ, ἀπὸ τίς γερμανοβουλγαρικὲς δυνάμεις, παρὰ τὴν μὴ συμμετοχὴ τῆς Ἑλλάδας στὸν πόλεμο.

Ἡ Ἑλλάδα μπῆκε στὸν πόλεμο στὶς 28 Ἰουνίου 1917 καὶ ἡ κυβέρνηση τοῦ Ἐλευθέριου Βενιζέλου συγκέντρωσε 300.000 στρατιῶτες ποὺ ἐντάχθηκαν κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τους στὸ ἀγγλογαλλικὸ στράτευμα ποὺ πολεμοῦσε στὴν Μακεδονία.
 Ἡ ἀποφασιστικὴ μάχη δόθηκε στὸ Σκρὰ στὶς 30 Μαΐου 1918, γνωστὴ καὶ ὡς "μάχη τοῦ Σκρά", μὲ ὁλοκληρωτικὴ νίκη τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων.
Ἡ Βουλγαρία συνθηκολογεῖ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1918 ἐνῶ ἡ Τουρκία τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1918. 

Ὁ ἀγγλογαλλικὸς στρατὸς καταλαμβάνει τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μαζί του ἐγκαθίσταται σ' αὐτὴν ἕνα ἄγημα ἑλληνικοῦ στρατοῦ μὲ ἀρχηγὸ τὸν Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. 

Συγχρόνως, ὁ ἑλληνικὸς στόλος, μὲ ναυαρχίδα τὸ θωρηκτὸ Ἀβέρωφ, ἀγκυροβολοῦσε στὸν Βόσπορο.

Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Συνθήκη τῶν Σεβρῶν (1920) παραχώρησε στὴν Ἑλλάδα τὴ Δυτικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Θράκη, τὰ νησιὰ Ἴμβρο καὶ Τένεδο, ἐπικύρωσε τὴν κυριαρχία της στὰ ἄλλα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου ποὺ κατεῖχε ἀπὸ τὸ 1913, καὶ ἀνέθεσε τὴ διοίκηση τῆς περιοχῆς τῆς Σμύρνης στὸ ἑλληνικὸ κράτος, μὲ ρόλο τοποτηρητῆ γιὰ τὴ δημόσια τάξη στὴν Ἰωνία.

Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς θὰ καλοῦνταν σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς αὐτοδιάθεσης τῶν λαῶν, μετὰ ἀπὸ πέντε ἔτη νὰ δηλώσουν ἂν προτιμοῦν τὴν Ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα ἢ τὴν παραμονή τους στὴν Τουρκία.

 Ἡ Βόρεια Ἤπειρος ἐνσωματωνόταν στὸ ἱδρυόμενο ἀλβανικὸ κράτος, οὐσιαστικὰ προτεκτορᾶτο τῆς Ἰταλίας, ἡ ὁποία ὅμως παραχωροῦσε στὴν Ἑλλάδα τὰ Δωδεκάνησα ἐκτὸς τῆς Ρόδου. (Ἡ συμφωνία ἀκυρώθηκε ἀπὸ τὴν Ἰταλία τὸ 1922).

Οἱ Ρῶσοι στὸ πλευρὸ τοῦ Κεμὰλ στὴν Μικρασία

Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικῆς Ἐκστρατείας οἱ Σοβιετικοὶ ἐνίσχυσαν μὲ κάθε στρατιωτικὸ καὶ διπλωματικὸ μέσο τὸν Κεμὰλ στὸν ἀγῶνα τοῦ ἐναντίον τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ.

Ἄλλωστε ὁ Βενιζέλος εἶχε στείλει στρατεύματα ἐναντίον τους, στὴν Οὐκρανικὴ ἐκστρατεία.

 Οἱ ἐνέργειες τῶν Ρώσων, συνέβαλαν τὰ μέγιστα στὴν ἧττα τῶν Ἑλλήνων, τὸν ξεριζωμὸ τῶν Ἰώνων ἀπὸ τὴν πατρώα γῆ καὶ ἔθεσαν παράλληλα καὶ ταφόπλακα στὶς προσπάθειες τῶν Ποντίων γιὰ αὐτονόμηση ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία.





Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Ὁ μύθος τοῦ Ἡνίοχου

Ὁ μύθος τοῦ Ἡνίοχου
Ὀ Φαῖδρος εἶναι διάλογος τοῦ Πλάτωνα ποῦ διαδραματίζεται σὲ ἔνα σημεῖο τῆς ὄχθης τοῦ Ἰλισοῦ, κάτω ἀπὸ ἔνα πανύψηλο πλατάνι, ὅπου φέρεται ὁ Σωκράτης νά συζητεῖ μὲ τόν νεαρό μαθητὴ τοῦ Φαῖδρο, σχετικά μὲ τόν ἔρωτα καί τή Ρητορική, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ ἔνα λόγο ποῦ εἶχε ἀπαγγείλει λίγο προηγουμένως ὁ ῥήτορας Λυσίας στόν Φαῖδρο Γράφτηκε κατά τήν περίοδο τῆς ὡριμότητας (μέση χρονική περίοδος 386 - 367 π.Χ Ὀ Σωκράτης περιγράφει τήν ψυχή ὠς μία ἀθάνατη οὐσία ὴ ὁποία κινεῖται στόν ὑπερουράνιον χώρο διαιρεμένη σὲ τρία μέρη, τά δύο ἀπὸ τά ὁποία ἔχου μορφή ἀλόγου καί τὸ τρίτο μορφή ἡνιόχου, τὸ ἔνα κακότροπο, ποῦ συμβολίζει τὸ αἰσθησιακό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου καί τήν εὐτέλεια τῆς σάρκας, καί τὸ ἄλλο πνευματικό, ποῦ συγγενεύει μὲ τοῦς θεούς καί μπορεῖ νά ἀτενίζει τὸ ὑπερουράνιον κάλλος.
  Τὸ ἔνα, λοιπόν, ἀπὸ τά δύο ἄλογα, αύτό ποῦ εἶναι στήν καλύτερη θέση, ἔχει σῶμα στητό καί καλοδεμένο, τόν αὐχένα τοῦ ψηλό, τή μύτη τοῦ γαμψή, εἶναι ἄσπρο, μὲ μαῦρα μάτια, εἶναι φιλότιμο, συνετό καί σεμνὸ, ἀγαπάει τήν ἀληθινή δόξα, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ χτυπήματα, ἀλλὰ καθοδηγεῖται μόνο μὲ λόγο καί τὸ παράγγελμα· τὸ ἄλλο, πάλι, ἔχει στραβό σῶμα, εἶναι παχύ, κακοσχηματισμένο, μὲ χοντρό αὐχένα καί κοντό λαιμό, πλατυπρόσωπο, μαῦρο μὲ μάτια γκριζογάλαζα καί αἱματώδη, ρέπει στήν ὕβρη καί τή ἀλαζονεία, εἶναι κουφό καί ἔχει τριχωτά αὐτιά, καί πολύ δύσκολα ὑπακούει στὰ χτυπήματα μὲ τὸ μαστίγιο καί στὰ κεντρίσματα. Ὅταν λοιπόν ὁ ἡνίοχος δεῖ τὸ ἐρωτικό ὅραμά, καί μὲ τὶ αἰσθήσεις θερμαίνει ὁλόκληρη τή ψυχή τοῦ ἀπὸ αὐτή τή θέα καί βαθμιαία ὁ ἲδιος γεμίσει ἀπὸ τά προκλητικὰ κεντρίσματα τοῦ πόθου, τὸ ἄλογο ποῦ εἶναι ὑπάκουο στόν ἡνίοχο, ἐπειδὴ καί τότε -ὅπως καί πάντα- συγκρατιέται ἀπὸ τή σεμνότητα, ἐλέγχει τόν ἑαυτό τοῦ καί δέν πηδὰ πάνω στόν ἀγαπημένο· ὄμως τὸ ἄλλο ἄλογο δέν δίνει σημασία ούτε στό μαστίγιο, ούτε στὰ κεντρίσματα τοῦ ἡνιόχου, πετάγεται ἀπότομα καί μὲ βία πρὸς τά μπρὸς καί ταλαιπωρώντας μὲ κάθε τρόπο τὸ σύντροφό τοῦ καί τόν ἡνίοχο, τοῦς ἀναγκάζει νά ὁρμήσουν ἐπάνω στόν ἀγαπημένο καί νά θυμηθοῦν τήν ὀμορφιά τῶν ἡδονῶν.
  Καὶ βέβαια αὐτοί στήν ἀρχὴ ἀγανακτοῦν καί ἀναντιστέκονται ἀθώς νιώθουν νὰ ἀναγκάζονται νὰ κάνουν φοβερά πράγματα· ὄμως στό τέλος, ὅταν δέ βρίσκει τέρμα τό κακό ἄλογο, ἀφήνοντας νὰ συρθοῦν ἀπό τό κακό ἄλογο, ὑποχωρῶντας καί συμφωνῶντας νὰ κάνουν ό,τι ἐκεῖνο τοῦς διατάζει. Ὅταν ἀντικρύζει τὴν ὅψη αὐτή ὁ ἡνίοχος, μὲ τή μνήμη τοῦ, τοῦ γυρίζει πίσω, στήν πρωταρχική φύση τῆς ὀμορφιᾶς, καί τή βλέπει πάλι νὰ δεσπόζει, συνοδευόμενη ἀπό τή σωφροσύνη, ἐπάνω σ΄ ἔνα βάθρο ἀγνότητας.
Ὀ μύθος τοῦ Ἡνίοχου, τῶν δύο πτερωτῶν ἵππων καί τοῦ ἅρματος στόν «ΦΑΙΔΡΟ», εἶναί ἡ ἀναπαράσταση τῆς ψυχῆς καί ἡ προσέγγιση εἶναί ψυχολογική, ὅχι μόνο γιατί αναφέρεται στήν ψυχή ἀλλά καί γιατί ἐξηγεῖ καί ἀναλύει τοῦς νόμους ποῦ διέπουν τὴν λειτουργία τῆς
«… ἔτσι ὁμοιάζει ἡ ψυχή μὲ δύναμη σύμφυτον, ἀποτελούμενη ἀπό ζεύγος πτερωτῶν ἵππων καί ἀπό τόν ἡνίοχον. Ἀλλὰ οἱ μὲν ἵπποι καί οἱ ἡνίοχοι τῶν Θεῶν εἶναι ἀγαθοί καί καλῆς καταγωγῆς, τῶν δὲ ἄλλων ἐμψύχων εἶναι μεικτοί…..»
Ὁ μύθος τοῦ Φαίδρου προϋποθέτει ἐπίσης τρία μέρη τὴς ψυχῆς τὰ ὁποία ὄμως ἐνσαρκώνονται σέ μία εἰκόνα: εἶναι ή εἰκόνα μιὰς ζωτικῆς δύναμης πού συνδέει ἕναν ζεύγος φτερωτών ἀλόγων καί ἕναν ἡνίοχο Ὅσο γιά τά φτερά, αὐτά θὰ ἐπιτρέψουν στήν ψυχή νὰ ανυψωθεῖ πρός τόν ὑπερουράνιον τόπο. Ὀ Πλάτων δίνει ἀξίᾳ στήν ἀνθρώπινη ψυχή, ἀποδίδοντας τὴς μία ἐπιπλέον δύναμη γιά νά βοηθήσει στήν ἀνύψωση τὴς
Ὀ Ἡνίοχος ὸ ὁποῖος συγκρατεῖ τά ἡνία τὴς ψυχῆς, συμβολίζει το Λογικόν (λογική).
  Ὀ ΙΠΠΟΣ συμβολίζει τὸ ἀνεξέλεγκτο γενετήσιο ἔνστικτο καί τήν ὁρμή τοῦ συναισθήματος , μαζί καί τά δύο προσδιορίζουν τὸ ἀπρόβλεπτο τὴς ἀδεσμεύτου φύσης τοῦ Ἡ συχνή ἐμφάνιση τοῦ ἵππου μέ τοῦς Θεούς, τοῦς ἥρωες καί τοῦς θνητοὺς φέρει σέ ἐπαφὴ τὸ ἄ-λογο μέρος τὴς ψυχῆς μέ τά τρία ἐπίπεδα τὴς ὕπαρξής, τήν θνητὴ, τήν ἐνδιάμεσο καί τήν ἀθάνατη
Τό Θυμοειδές/συναισθηματικὸ εἶναι ὸ Λευκός Ἵππος, εἶναι ὸ ἀγαθός ἵππος καί ἐκπροσωπεῖ τήν εὐαισθησία, τήν καλή συναισθηματικὴ σχέση ἵππου/ἱππέως, τὸ θάρρος, τήν τόλμη, τήν ἀποφασιστικότητα, τήν προθυμία νά συνεργασθεῖ. Πρέπει νά ἐλέγχει καί νά τιθασεύει τὶς ἄ-λογες ὀρέξεις τοῦ ἐπιθυμητοῦ, μέ τὶς νουθεσίες καί τήν διδασκαλία.
Ἀπὸ αύτό ἐξαρτῶνται τά πάντα: ὸ ἡνίοχος μπορεῖ νά θριαμβεύσει ὅσο τὸ ἄσπρο ἄλογο κρατάει γερὰ Τό ἄσπρο ἄλογο ὑπακούει στόν ἡνίοχο καί ὸ θυμός στό λόγο. Δὲ χρειάζεται νά τὸ χτυπήσει: γιά νά τὸ ὁδηγήσει ἀρκεῖ μία ἐντολή καί ἕνας λόγος.
Τό Ἐπιθυμητικό/ἐνστικτῶδες - Μέλας Ἵππος ἐκπροσωπεῖ, τὸ ἀνυπάκουο ἐπιθετικό, καί τὸ ἀσταθές. Εἶναι τά πάθη καί τὸ ἐνστικτῶδες, τὸ διεγείρον πάσης φύσεως ἡδονές εἶς τὸ σῶμα, εἶναι ὸ κακός ἵππος Ἔχει τήν δυνατότητα, εκ φύσεως νά ἐκπαιδεύεται καί νά διαπλάθεται, διά τὴς συνήθειάς. Στὴν ἀρχή τὸ μαῦρο ἄλογο μέσα στῆ βία τοῦ παρασύρει μέ δύναμη τοῦς δύο ἄλλους καί θριαμβεύει. Τοὺς καθυποτάσσει.
  Ὅταν ὄμως ὸ ἡνίοχος ὁραματίζεται τήν ἀνάμνησή τοῦ ἀπόλυτου κάλους αὐτή ζωντανεύει τήν ἀποφασιστικότητά τοῦ καί τραβάει δυνατά τά χαλινάρια τῶν ἀλόγων, ἑνῶ ζεύξη τῶν ἀλόγων σπάει. Τό μαῦρο ἄλογο ,ἕναν ἀληθινό κτήνος, σκληροτράχηλο, κοντόλαιμο, μέ δασύτριχα αὐτιά Σύμφωνα μέ τόν Πλάτωνα ή ψυχή ἔχει δύο ἀντιθετικῆς ὑφῆς ροπές, τὸ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΝ-ΦΡΟΝΗΣΗ-ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ,δηλ Ὀ ΗΝΙΟΧΟΣ καί τά ἀσυγκράτητα πάθη, συναισθήματα, δηλ. οἱ δύο ἵπποι Ἡ ψυχή ἔχει τήν δυνατότητα ὄμως νά ἀναπτύξει τήν θετικὴ ή τήν ἀρνητικὴ πλευρά τῶν κινήτρων καί τῶν ροπῶν αὐτῶν τῶν ἵππων Καὶ αύτό γιατί ὸ Πλάτων μᾶς λέει ὅτι αὐτοί οἱ ἵπποι εἶναι πτερωτοί διότι «Πᾶσα γάρ ἤν (ή ψυψή) τὸ πάλαι πτερωτή».                                                                     Συμβολικά οἱ δύο πτερωτοί ἵπποι τοῦ μύθου ἔχουν ἀντιθετικῆς κατεύθυνσής κινήσεις
-Τὴν ὁρμητική, ἀνεξέλεγκτον τοῦ ἐπιθυμητικοῦ/ ἐνστικτώδους μαῦρο ἵππου
-Τὴν ἀπρόβλεπτη κυκλοθυμική τοῦ θυμοειδοῦς/συναισθηματικοῦ λευκοῦ ἵππου
Ἡ ὀρθότητα τὴς ἐξισορρόπηση τῶν σταθερῶν ἀποφάσεων εἶναι ή εἰκόνα τοῦ ὀρθίου, ἐπὶ τοῦ ἅρματος , ΗΝΙΟΧΟΥ.
Τό κίνητρο, τὸ πρώτων κινοῦν, εἶναι τὸ ἄλογον μέρος τὴς ψυχῆς, ἀφοῦ οἱ δύο ἵπποι προηγοῦνται καί ἔπεται ὸ Ἡνίοχος Ἡ δύναμη τοῦς μπορεῖ νά παρασύρει τὸ ἅρμα, ὄμως ή κατεύθυνση, τήν ὁποία θά δώσει ὸ Ἡνίοχος εἶναι υπ’ εὐθύνη τοῦ καί ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ὀρθή στάση τοῦ
Ὀ Ἡνίοχος κατευθύνει τὸ ἐπιθυμητικό καί τὸ θυμοειδές μέρος τὴς ψυχῆς πρός τήν ὁδό τὴς ἀρετῆς. Σύσταση τὴς εἶναι οἱ τέσσερις ἰδιότητες:Ἢ σοφία
Ἢ ἀνδρεία
Ἢ σωφροσύνη
Ἢ δικαιοσύνη
(Ἡ σοφία 
φρόνησις στό λογιστικόν - στήν νόηση- , ή ἀνδρεία στό θυμοειδές (στήν βοὺληση), καί ή σωφροσύνη δικαιοσύνη στό ἐπιθυμητικόν. ... )
Ἡ ἡνιόχηση τοῦ ἀνθρώπινου σχήματος εἶναι κατ΄ ἀνάγκη ἐπίπονος καί δύσκολη. Μεταξύ ἐπιθυμιῶν καί λογικῆς κει̂ται, ἀλλὰ καί κινεῖται ή ψυχή, ταυτιζόμενη πότε μέ τὸ ἄλογον, ἄστατον καί ἄπληστο μέρος τὴς καί πότε μέ τόν σοφό, αἰώνιο καί αὐτάρκη σύντροφό τὴς Γι ΄αὐτό καί δὲν εἶναι περίεργο πού οἱ διαθέσεις τὴς δὲν εἶναι σταθερές, ἀφοῦ μη γνωρίζουσα τήν φύση τὴς οὐσίας τὴς, ἀμφιταλαντεύεται, κυκλοθυμικά, ἀνάμεσα σέ ὑπερβολές καί ἐλλείψεις, αναζητώντας τόν ἄξονα τὴς ἰσορροπίας τὴς
«Τό ἐπιθυμητικό κατακερματίζει τήν ψυχή, ἑνῶ ὸ νοῦς τήν ἐνώνει, ἀλλὰ ή ψυχή εἶναι καί τὸ ἐπιθυμητικό καί ὸ Νοῦς.» ΦΑΙΔΡΟΣ τοῦ Πλάτωνα.
ΤΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΝ εἶναι ή ἰκανότης τοῦ συλλογίζεσθαι, τὸ ἀναπτύσσον διά τὴς μνήμης τόν νοῦν μέ σκοπό τήν ἀναζήτηση καί ἀνεύρεση γνώσης , εἶναι ὸ ΗΝΙΟΧΟΣ. Ἐνεργοποιεῖται διά τὴς ἀνάμνησης τῶν όντων, τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν, τά ὁποία εἰδέ κάποτε ή ψυχή

.Ο ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΤΡΟ.
Στὸ φυσικό πεδίο τά συναισθηματικὰ πάθη τῶν ὑπερβολῶν καί τῶν ἐλλείψεών μᾶς, εἶναι τὴς δικαιοδοσίας τοῦ Ποσειδῶνος Τέκνα Ποσειδῶνος, τά θαλάσσια τέρατα, γεννήματα φαντασιώσεων (Ἀνταῖος, Κερκύων, Βούσιρις, Άμυκος, Πολύφημος, Προκρούστης, Έρυξ κ. ά.) εξέρχονται απειλητικά καί ύπουλα ἀπό τήν θάλασσα τοῦ βίου γιά νά μᾶς καταπνίξουν.
Ὅμως οἱ ὀρθὲς ἐπιλογὲς εἶναι τὴς δικαιοδοσίας τὴς θεὰς Ἀθηνᾶς, τελευταῖο θεϊκὸ τέκνο τοῦ Διός, κατὰ τό́ν Ἡσίοδο.
Μόνο ἢ σοφία τὴς Ἀθηνᾶς μπορεῖ νὰ καθοδηγήσῃ τὴν λογικὴ μᾶς, περιορίζοντας τὴν δράση τοῦ Ποσειδῶνος, δήλαδή τά́ συναισθηματικὰ μᾶς τέρατα, ὅταν ἢ τρίαινά τοῦ συνταράσσει διὰ τὴς τρικυμίας τῶν παθὼν τὴν ψυχὴ μᾶς
Ἢ θεὰ Ἀθηνᾶ συνοδεύει τίς ἡρωικὲς ψυχὲς (Ἡρακλῆ, Θησέα, Περσέα, Βελλεροφόντη, Ὀδυσσέα κ. ἄ.), ποῦ δίδουν τὴν καθημερινὴ μάχη τῆς ζωῆς στὸν πλανήτη μας, μὲ ἐπίγνωση τοῦ νόμου τῆς ἀνταποδοτικῆς δικαιοσύνης. Καὶ ἐμεῖς, καθ' ὁμοίωσίν τῶν, εἴμεθα ἡρωϊκὲς ψυχές, ὅταν προσπαθοῦμε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τὰ τέρατα τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ αὐτοθεραπευθοῦμε μὲ τὴν βοήθεια τῆς λογικῆς/Ἀθηνᾶς.











Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

Γιατί ὁ θάνατος τοῦ Ἀχιλλέα ὅπως τὀν γνωρίζουμε δέν ἀναφέρεται στὰ ἔργα τοῦ Ὁμήρου;

, overlays: {bottom: true}





Τό «Μόν Ρεπό» τῆς Κέρκυρας ὑπάρχει ἓνα περίτεχνο ἀντίγραφο τοῦ Ἀχιλλέα νά πιάνει μέ ὀδύνη τό βέλος, πού ἔχει μπηχθῆ στήν δεξιά τοῦ φτέρνα, περιμένοντας καθιστός καί μέ ὀδύνη τόν θάνατο. Ἄραγε πεθαίνει κανείς ἂν δεχθῆ ἓνα βέλος στήν φτέρνα; Ἐντελῶς ἀπίθανο.

Πῶς πέθανε λοιπόν ὁ Ἀχιλλέας; Τό θέμα εἶναι λίγο πολύπλοκο, ἀλλά ὅσοι ἀγαποῦν καί ἐνδιαφέρονται γιά τόν Ὅμηρο, εἶμαι βέβαιος ὅτι θά ἱκανοποιηθοῦν ἀπό τίς ἐξηγήσεις πού ἀκολουθοῦν, καί πού βασίζονται, ὅπως πάντα, στό πληροφοριακό ὑλικό τῶν ἐπῶν, καί ὅχι στίς φαντασιώσεις τῶν γνωστῶν μας παλαιοτέρων φιλολόγων, πού δίδαξαν τά παιδιά μας καί τά ἐγγόνια μας, περνῶντας στρεβλές πληροφορίες γιά τόν Ὅμηρο, γιά λόγους πού τούς ἀφοροῦν.

Ὁ θάνατος τοῦ Ἀχιλλέα πολλαπλῶς προαγγέλεται στήν Ἰλιάδα, ἀλλά οὐδέποτε ἐπισυμβαίνει στό ἔπος

Γνωρίζει ὁ ἲδιος πολύ καλά πώς θά πεθάνη, καί μάλιστα λέει ὅτι ἂν ἒμενε στήν Φθία, θά κληρονομοῦσε τό βασίλειο τοῦ Πηλέως. Ἀλλά προτίμησε νά πολεμήση στό τρωικό πεδίο καί ὅχι μόνο. Τό γνωρίζει ἡ μητέρα τοῦ ἡ Θέτις, ἡ ὁποία αὐτοαποκαλεῖται κακογεννήτρα, ἐπειδή γέννησε παιδί ὀλιγόζωο.

Τόν θάνατό τοῦ προαναγγέλει ὁ Ἓκτορας, ἐνῶ ὁ Ἀχιλλέας τόν ἔχει τρυπήσει μέ τό δόρυ τοῦ στόν λαιμό.

Τό ἴδιο καί ἕνας ἀπό τούς ἵππους τοῦ , ὁ Ξάνθος, μιλῶντας μέ ἀνθρώπινη φωνή.

Ὡστόσο ὁ θάνατός τοῦ δέν ἐπισυμβαίνει στήν Ἰλιάδα, πού καταλήγει μέ τόν στίχο:

«ὡς οἳ γ᾽ ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο»

(ἔτσι αὐτοί φρόντιζαν τόν τάφο τοῦ ἱπποδαμαστῆ Ἕκτορα).

Πότε λοιπόν σκοτώθηκε ὁ Ἀχιλλέας; Καὶ ποιὸς τόν σκότωσε; Κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες;

Ἐδῶ ὁ παντογνώστης Ὅμηρος ἀφιερώνει δεκάδες στίχους γιά τόν ἐπισυμβάντα θάνατο ὅχι μόνο τῶν μεγάλων, ἀλλά καί τῶν μικροτέρων ἡρώων. Καὶ περί τοῦ θανάτου τοῦ Ἀχιλλέως οὐδέ γρί;

Στόν τρωικό πόλεμο οἱ μεγάλοι ἥρωες δοξαζόντουσαν ὅταν σκότωναν μεγάλους ἥρωες τῶν ἀντιπάλων. Ὁ Ἓκτορας γιά παράδειγμα σκοτώνει τόν Πάτροκλο μέ τήν βοήθεια τοῦ Ἀπόλλωνα. Ὁ Διομήδης σκοτώνει τόν βασιλιᾶ τῶν Θρακῶν Ρῆσο καί τραυματίζει τήν ἴδια τήν Ἀφροδίτη, ἀλλά καί τόν Ἄρη Ὁ Μενέλαος πάλι σκοτώνει τόν βασιλιᾶ τῶν Παφλαγόνων Πολυμαίνη καί μονομαχεῖ μέχρι θανάτου μέ τόν Ἀλέξανδρο (Πάρι).



Τόν Ἀχιλλέα, ποιὸς τόν σκότωσε;


Οἱ σχολαστικοί φιλόλογοι, πού δίδασκαν τά παιδιά μας καί τά ἐγγόνια μας τά ὁμηρικά ἔπη, ὑποστήριζαν στίς διδακτικές μεταφράσεις, ὅτι ὁ Ὅμηρος μᾶς περιγράφει τίς τελευταῖες 51 ἡμέρες τοῦ πολέμου. Κάθονται καί μετροῦν κατά τήν σειρά τῶν ραψωδιῶν: Ἐννέα ἡμέρες ὁ Ἀπόλλων τοξεύει τό στρατόπεδο τῶν Ἀχαιῶν. Τήν δεκάτη παίρνουν ἀπό τήν σκηνή τοῦ Ἀχιλλέα τήν ἀγαπημένη τοῦ Βρισηΐδα Τήν 21η ἡμέρα ἡ Θέτις παίρνει ὑπόσχεση ἀπό τόν Δία νά τιμήση τόν Ἀχιλλέα προκαλῶντας ἀπώλειες στούς Ἀχαιούς. Τήν 24η οἱ Ἀχαιοί χτίζουν ἀμυντικό τεῖχος. Τήν 26η πρός 27η ὁ Ἣφαιστος ἑτοιμάζει νέα πανοπλία στόν Ἀχιλλέα. Τήν 28η ἡμέρα γίνεται ἡ ταφή τοῦ Πατρόκλου. Ὓστερα ἀπό 12 ἡμέρες ὁ Πρίαμος ζητεῖ ἀπό τόν Ἀχιλλέα τό σῶμα τοῦ Ἕκτορος Γίνεται ἀνοκωχὴ 11 ἡμερῶν γιά νά μαζέψουν ξύλα οἱ Τρῶες, τήν δεκάτη γοοῦν καί καῖνε τόν Ἕκτορα καί τήν 11η ὑψώνουν τύμβο.

Σύνολο – καταλήγουν εὐηθῶς- 51 ἡμέρες. Καὶ μετά; Τί γίνεται; Συνεχίζεται ὁ πόλεμος;

Ἡ τελευταία κουβέντα πού ἔχει ὁ Ἀχιλλέας μέ τόν Πρίαμο εἶναι:

«Θά σοῦ κάνω αὐτό πού ζητᾶς, γέρο. Θά πάψω τόν πόλεμο γιά 12 ἡμέρες». Ὁ Πρίαμος τοῦ εἶχε πεῖ προηγουμένως: «Τήν δωδεκάτῃ ξαναρχίζει ὁ πόλεμος, ἂν χρειασθεῖ». Δέν γνωρίζουμε λοιπόν στήν Ἰλιάδα ἂν ὁ πόλεμος συνεχίσθηκε, ἂν σκοτώθηκε ὁ Ἀχιλλέας καί ἀπό ποιόν.

Ξαναβρίσκουμε τόν Ἀχιλλέα νεκρὸ πλέον στόν Ἃδη, στήν «Νέκυια», τήν νεκρομαντεία, στήν ραψωδία λ. Ἐκεῖ συναντᾶται μέ τόν Ὀδυσσέα, πού κατέβηκε στόν Κάτω Κόσμο γιά νά πάρη χρησμό ἀπό τόν μάντι Τειρεσία, καί ἔχουν μιά συνομιλία. Ὁ Ἀχιλλέας φαίνεται νά μή γνωρίζη τό τέλος τοῦ πολέμου καί ρωτάει ἐναγωνίως τόν Ὀδυσσέα ἂν ἔχῃ μάθει κάτι γιά τόν πατέρα του τόν Πηλέα καί γιά τόν γιό του τόν Νεοπτόλεμο, πού δέν εἶχε δεῖ καθόλου κατά τήν διάρκεια τοῦ πολέμου, ἐπειδή μεγάλωνε στήν Σκύρο. Ὁ Ὀδυσσέας τοῦ λέει ὄτι δέν γνωρίζει τίποτε γιά τόν πατέρα του, ἂν ζῆ ἢ πέθανε, ἀλλά γνωρίζει πολλά γιά τόν γιό του. Λέει ὁτι ὁ ἲδιος πῆγε καί τόν ἔφερε ἀπό τήν Σκύρο. Πολεμοῦσε γενναῖα, ἦταν ἀτρόμητος, μυαλωμένος καί σκότωσε πολλούς Τρῶες, ἡγούμενος τῶν Μυρμιδόνων. Μάλιστα, εἶχε μπεῖ στήν κοιλιά τοῦ δουρείου ἵππου μαζί μέ ἂλλα παλικάρια καί ἀνυπομονοῦσε νά βγῆ καί νά σκοτώση μέ τό ξίφος του πολλούς Τρῶες. Τόν συγκράτησε ὁ Ὀδυσσέας.

Ἂρα, ὁ πόλεμος συνεχίσθηκε μετά τήν ταφή τοῦ Ἕκτορος Σ᾽ αὐτές τίς μάχες κάπου σκοτώθηκε καί ὁ Ἀχιλλέας. Πότε ὄμως; Ἀπό ποιόν; Γιατί δέν ξέρουμε τί ἀκριβῶς συνέβη στόν μεγαλύτερο ἥρωα τοῦ πολέμου; Κι ἀκόμη συμπεραίνουμε ὄτι ὁ δούρειος ἵππος κατασκευάστηκε μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀχιλλέα, ἀφοῦ μέ τό στρατήγημα αὐτό ἔπεσε ἡ Τροία, ἐνῶ ὁ Ἀχιλλέας δέν ζοῦσε, ἀφοῦ δέν γνωρίζει ὄτι ὁ γιός του ὁ Νεοπτόλεμος, εἶχε μπεῖ στήν κοιλιά τοῦ ξύλινου ἀλόγου.

Ἐπίσης ξαναβρίσκουμε νεκρὸ τόν Ἀχιλλέα στήν ραψωδία ω τῆς Ὀδύσσειας νά συνομιλῆ μέ τόν ἐπίσης νεκρὸ Ἀγαμέμνονα, πού ἐσφάγη ἀπό τόν Αἲγισθο καί τήν Κλυταιμνήστρα.

Οὔτε ἐδῶ μαθαίνουμε πῶς πέθανε ὁ Ἀχιλλέας καί ἀπό ποιόν σκοτώθηκε. Μαθαίνουμνε μόνο πῶς ἐτάφη διά στόματος Ἀγαμέμνονος, ὄτι τοῦ ἔγινε πολυτελεστάτη κηδεία, μέ ὃλες τίς Μοῦσες παροῦσες, μέ σπουδαῖο τύμβο καί πολλά κτερίσματα, ὃσα κανένας ἄλλος νεκρός βασιλιάς δέν εἶχε πάρει ποτέ. Τόν κλαίγανε 17 ἡμέρες καί 17 νύχτες, κι ἦσαν ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἀθάνατοι Θεοί καί ὅλοι οἱ θνητοὶ Ἡ μητέρα του ἔφερε χρυσό ἀμφορέα ὅπου περισυνέλεξε τά ὀστά του, μετά τήν πυρά, καί τά ἔβαλε ἀνάκατα μέ τοῦ Πατρόκλου. Καθὼς καιγόταν ἔτρεχαν γύρω ἀπό τήν πυρά πεζοὶ καί ἱππεῖς, ἔγιναν ἑκατόμβες καί ὁ τύμβος του ἦταν μεγάλος κι ἒβλεπε στόν πλατύ Ἑλλήσποντο, γιά νά φαίνεται μακριά ἀπό τούς ναυτιλλομένους. Τά ἒπαθλα στούς ἀγῶνες πού ἀκολούθησαν τά ἔφερε ἡ ἴδια ἡ Θέτις. Καὶ καταλήγει ὁ Ἀγαμέμνων:

Ἔτσι κι ἂν πέθανες κι ἐσύ, δέν ἒχασες τό ὄνομα, πάντα ἡ δόξα ἀθάνατη, Ἀχιλλέα, στούς ἀνθρώπους. Ἐνῶ γιά ἐμέ τί ὂφελος, πού πόλεμο ἑτοίμασα;

Φαίνεται λοιπόν ὄτι ὁ Ὅμηρος, δηλαδή ὁ Ὀδυσσέας , ἢ δέν ἔμαθε ποτέ ποιὸς σκότωσε τόν Ἀχιλλέα, ἢ δέν ἤθελε να πῆ. Δέν εἶναι δυνατόν ὁ Ὅμηρος, πού γνωρίζει τά πάντα γιά τούς πάντες, φίλους καί ἐχθρούς, πού εἶναι πηγή πληροφοριῶν γιά κάθε μεταγενέστερο ποιητή, συγγραφέα, ἀοιδό, φιλόσοφο, γεωγράφο, ἐπιστήμονα, τραγωδό, νά μή γνωρίζη τόν τρόπο θανάτου τοῦ πρωτοήρωα τῆς Ἰλιάδος καί τόν φονέα του.

Ἐκτός ἂν τόν σκότωσε κάποιος παρακατιανός, ἢ ὁ θάνατός του δέν ἦταν ἀντάξιος τῆς ἀνδρείας του καί δέν θέλησε νά τό ἀποκάλυψη, ἂν καί τό ἦθος τοῦ ποιητοῦ δέν θά τοῦ ἐπέτρεπε παρόμοια παρασιώπηση. Ὁ Ὅμηρος δέν θά ἀπέκρυπτε τόν θάνατο τοῦ Ἀχιλλέα καί τόν φονέα του. Ἁπλῶς δέν τό ἔμαθε ποτέ. Καὶ ἔτσι δέν θά τό μάθη ποτέ κανείς.

Η ΠΟΜΦΟΛΥΓΑ ΤΗΣ «ΑΧΙΛΛΕΙΑΣ ΠΤΕΡΝΑΣ»





Ὡστόσο ὅλος ὁ κόσμος ὁμιλεῖ γιά τήν «Ἀχίλλειον πτέρναν», ἀγγλικὰ Achilles heel, γαλλικά talon d’ Achille καί ἀνάλογα στήν γλῶσσα τους οἱ Πορτογάλοι, οἱ Ἰταλοί, οἱ Γερμανοί, οἱ Ὁλλανδοί, οἱ Σουηδοί, οἱ Τσέχοι, οἱ Πολωνοί, οἱ Ρουμάνοι, οἱ Τοῦρκοι, οἱ Κινέζοι, οἱ Ἰάπωνες, οἱ Κορεάτες, οἱ Ἄραβες κ.ἂ. ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι γιά μία ἀκόμη φορά ὄτι γνωρίζουμε πολύ καλά ὃσα δέν εἶπε ὁ Ὅμηρος καί ἀγνοοῦμε ὃσα εἶπε. Προφανῶς, κάποιος παραμυθάς τῆς ἀρχαιότητος, ὁρμούμενος ἀπό τόν στίχο τῆς Ἰλιάδος Χ, 358, ὅπου ὁ θνήσκων Πάτροκλος λέει στόν Ἀχιλλέα νά προσέξη μήπως θυμώσουν οἱ Θεοί καί στείλουν τόν Πάρι μέ τόν Ἀπόλλωνα καί τόν σκοτώσουν, συμπεραίνει ὄτι ὁ Ἀχιλλέας σκοτώθηκα ἀπό τόν Πάρι πού τοῦ κάρφωσε τό «πάριον βέλος» στήν φτέρνα του, χωρίς αὐτό νά ἀναφέρεται πουθενά στήν Ἰλιάδα ἢ στήν Ὀδύσσεια.

Αὐτό τό παραμύθι περπάτησε στούς αἰῶνες, καθώς οἱ παραμυθάδες ἐπενόησαν καί τόν μύθο ὄτι ἡ Θέτις ἤθελε νά κάνη τόν γιό της ἂτρωτο καί ἀθάνατο, καί τόν κράτησε πάνω ἀπό τήν ἱερή φλόγα γι᾽ αὐτό τόν σκοπό, ἀφήνοντας τρωτό μόνο τό σημεῖο τῆς φτέρνας ἀπό ὅπου τό κρατοῦσε. Μά ἂν εἶχε συμβεῖ αὐτό, γιατί ἡ θεά δέν…ἂλλαζε χέρι ὤστε τό ἱερό πῦρ νά ἀθανατοποιήσει καί τήν φτέρνα; Γιά τόσο ἀνόητες περνοῦν τίς θεές; Πέραν τούτου,ὅπως εἴπαμε, κανείς Θεὸς ἢ ἥρωας δέν ὑποστηρίζει στά ἒπη ὄτι ὁ Ἀχιλλέας ἦταν ἂτρωτος ἢ ἀθάνατος. Τό ἀντίθετο μάλιστα.

Η ΣΤΕΝΟΜΥΑΛΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΜΑΣ


Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἀποκαλύπτεται ἡ στενομυαλιά τῶν νεωτέρων φιλολόγων, οἱ ὁποῖοι ἀφελῶς νομίζουν ὄτι ὁ Ὅμηρος μᾶς ἀφηγεῖται τά περιστατικά τῶν τελευταίων 51 ἡμερῶν τοῦ τρωικοῦ πολέμου. Λές καί οἱ ραψωδίες κατ᾽ ἀλφαβητική σειρά, ὅπως τίς κατέταξαν οἱ Ἀλεξανδρινοί, ἀπηχοῦν κατά σειρά τά πολεμικά γεγονότα πού ἀφηγεῖται ὁ ποιητής, ἐνῶ στήν πραγματικότητα συμπυκνώνει στό ἒπος τῆς Ἰλιάδος ἀφηγούμενος πραγματικά περιστατικά, ὅχι κατά σειρά, ἀλλά συνθετικά, ὅπως τά συγκράτησε καί τά συνέθεσε ὁ ποιητικός νοῦς.

Δέν εἶναι δυνατόν στό Ε 576 τῆς Ἰλιάδος νά σκοτώνεται ὁ βασιλιάς τῶν Παφλαγόνων Πολυμαίνης καί στό Ν 656 τῆς Ἰλιάδος νά…παρίσταται στήν ἐκφορά τοῦ παιδιοῦ του. Νομίζουν οἱ <ἀναλυτικοί>, δηλαδή οἱ χωρίζοντες, ὄτι αὐτό εἶναι ἀπόδειξη πώς ἄλλος ποιητής ἔγραψε τήν μία σκηνή καί ἄλλος τήν ἄλλη

Καὶ ἔρχονται οἱ δικοί μας, οἱ πιό ἔξυπνοι φιλόλογοι, νά δώσουν ἀπάντηση σ᾽ αὐτό τό παράδοξο, διδάσκοντας τά παιδιά μας ὄτι ὁ Πολυμαίνης δέν εἶναι πρόσωπο πραγματικό, ἀλλά…ποιητικό! Ἔτσι, λένε, εἶναι ποιητικὰ δικαιολογημένη αὐτή ἡ ἀντίφαση καί ὄτι ἡ Ἰλιάδα εἶναι δημιούργημα καλλιτεχνικό καί τά ἀφηγούμενα περιστατικά τοῦ πολέμου…φαντασιώσεις.

Καὶ ὃλα αὐτά ξεκινοῦν ἀπό τήν ἀνοησία νά…μετροῦν τίς ἡμέρες τοῦ πολέμου. Ὑπάρχουν πολλά καί τρανταχτά παραδείγματα στό ἒπος τῆς Ἰλιάδος, πού ἀποδεικνύουν ὄτι ὁ Ὅμηρος ἐπισημαίνει καί συμπυκνώνει τά σημαντικότερα γεγονότα τοῦ τρωικοῦ πολέμου καί δέν ἀφηγεῖται τά περιστατικά (ποιητικὰ δημιουργήματα ὅπως λένε οἱ φιλόλογοι) τῶν 51 τελευταίων ἡμερῶν τοῦ πολέμου.

Γιά παράδειγμα, στό Γ τῆς Ἰλιάδος ὁ Πρίαμος καί οἱ δημογέροντες τῶν Τρώων βρίσκονται πάνω στά τείχη τῆς Τροίας μαζί μέ τήν Ἑλένη καί ζητοῦν ἀπό αὐτή νά τούς ἐξηγήσῃ ποιὸς εἶναι ὁ τάδε καί ὁ δεῖνα ἥρωας, πού βλέπουν νά πηγαινοέρχονται στό πεδίο τῆς μάχης. Μά θά περίμενε 10 χρόνια πολέμου γιά νά μάθη ὁ Πρίαμος ποιὸς ἦταν ὁ Ἀγαμέμνων, ποιὸς ὁ Μενέλαος, ποιὸς ὁ Ὀδυσσέας κλπ; Καὶ νά τούς ὀνοματίση ἡ Ἑλένη; Αὐτό ἀσφαλῶς ἔγινε στήν ἀρχή τοῦ πολέμου.

Ἢ ὅταν περιγράφεται ἡ κατασκευή τοῦ τείχους τῶν Ἀχαιῶν, πού ἀποδεικνύει ὄτι πρόκειται γιά μεγάλο ἀμυντικό ἔργο, μέ τείχη, μέ τάφρο μεγάλη κατάσπαρτη μέ μυτερούς πασσάλους γιά νά ἐμποδίζεται ἡ εἲσοδος τῶν ἁρμάτων καί τῶν ἵππων, ἔργο πού γιά νά τό καταστρέψη ὁ Ποσειδῶν εἶδε κι ἒπαθε κι ἔστρεψε τά ρεύματα ὃλων τῶν ποταμῶν γιά νά γκρεμίσει καί νά τό κάνη «θαλασσόπλοον», αὐτό τό ἔργο φτιάχθηκε μέσα σέ μία… ἡμέρα, τήν 24η, ἢ στίς πρῶτες δέκα ἢ εἴκοσι ἡμέρες τοῦ πολέμου, γιά νά καταστραφῆ λίγες ἡμέρες ἀργότερα;

Ὅλα αὐτά τά ὀνόματα τῶν ἡρώων, Ἀχαιῶν καί Τρώων, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἡ οἰκογενειακή τους κατάσταση, ἂν ἦσαν πλούσιοι ἢ φτωχοί, ἂν πῆραν ἢ ἒφεραν προῖκα, ἂν ἦσαν νόθοι ἢ γνήσιοι γιοί, ὁ τρόπος θανάτου τοῦ καθενὸς κλπ. εἶναι ὃλα φαντασιώσεις;

Καὶ πῶς τά φαντάστηκε ὃλα αὐτά ὁ «τυφλός» κατά τά ἂλλα Ὅμηρος καί ἐμπνεύσθηκε ἀπό γεγονότα τοῦ τρωικοῦ πολέμου, πού συνέβησαν 500 χρόνια νωρίτερα ἀπό τότε πού αὐτός τά ἔγραψε; Μπορεῖτε ἐσεῖς, ἂν εἲσαστε λογοτέχνης ἢ ποιητής, νά ἐμπνευσθῆτε καί νά γράψετε ποιήματα ἢ βιβλία ἀπό τά γεγονότα τοῦ Μεσαίωνα; 


Αρχειοθήκη ιστολογίου