Ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἦταν ἄλλωστε ἀνέκαθεν ὁ κυριότερος στόχος τῶν προσπαθειῶν τῆς Ρωσίας γιὰ ἐδαφική ἐπέκταση.
Ἡ ἀλήθεια εἷναι ὅτι οἱ δύο Αὐτοκρατορίες, ἡ ρωσική καὶ ἡ ὀθωμανική, εἶχαν οὐκ ὀλίγες φορές ἀναμετρηθεῖ στὰ πεδία τῶν μαχῶν καὶ οἱ σχέσεις τους σπανίως γνώριζαν περιόδους σύμπνοιας.
Ἐφαλτήριο τῶν συγκρούσεων μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἐπεκτατικὴ πολιτική τῶν Ὀθωμανῶν στὰ μέσα τοῦ 17ου αἰώνα.
Ἐφαλτήριο τῶν συγκρούσεων μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἐπεκτατικὴ πολιτική τῶν Ὀθωμανῶν στὰ μέσα τοῦ 17ου αἰώνα.
Ὕστερα ἀπό τὴν κατάκτηση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοῦς Βενετούς τὸ 1669, οἱ Τοῦρκοι ἔστρεψαν ἐκ νέου τὸ ἐνδιαφέρον τους στὰ βόρεια σύνορά τους καί, ἀφοῦ τὸ 1676 ἀπέσπασαν τὴν Ποδολία ἀπὸ τὴν Πολωνία, πολέμησαν, μαζί μὲ τοῦς ὑποτελεῖς τους Τατάρους τῆς Κριμαίας, τοῦς Ρώσους καί τοῦς Κοζάκους (1676-81), καθιστώντας ὑποτελή ἡγεμονία τὴ δυτική Οὐκρανία καὶ φτάνοντας τὰ σύνορά τους ἔως τὀν ποταμό Δνείπερο, παραχωρῶντας μὲ τὴ συνθήκη τοῦ Μπαχτσισαράι ὠς ἀντάλλαγμα στοῦς Ρώσους τὸ δικαίωμα νὰ ἐμπορεύονται ἐλεύθερα στήν Κριμαία.
Ἡ εἰρήνη αὐτή, ὄμως, ἀποδείχθηκε ἰδιαίτερα εὔθραυστη
Ἡ συντριβή τῶν Ὀθωμανῶν στή δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (1683) ἀπὸ τις ἐνωμένες αὐστριακὲς καὶ πολωνικὲς δυνάμεις ὁδήγησε τὸ 1684 στὸν λεγόμενο Ἱερὸ Συνασπισμὸ τοῦ Λὶντς ἐναντίον τῶν Τούρκων, στὸν ὁποῖο συμμετεῖχαν ὑπὸ τίς εὐλογίες τοῦ πάπα Ἰνοκέντιου ΙΑ' ' (1676-89) Αὐστρία, ἡ Πολωνία καὶ ἡ Βενετία, ἐνῶ προσχώρησε τὸ 1686 καὶ ἡ Ρωσία, κηρύσσοντας τὸν πόλεμο στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία (1686-1700).
Οἰ Ρῶσοι πραγματοποίησαν ἀρχικά δύο ἀποτυχημένες ἐκστρατεῖες στήν Κριμαία (1687 καὶ 1689). Στὴ συνέχεια, ὄμως,
καὶ μὲ τόν Τσάρο Πέτρο Α' τὸν Μέγα (1682-1725) νὰ ἔχει ἀναλάβει προσωπικά τὴ διοίκηση τοῦ στρατοῦ, πολιόρκησαν δύο φορές τὸ Ἀζόφ (1695 καὶ 1696), καταλαμβάνοντάς τὸ.
Ὀ πόλεμος ἔληξε τὸ 1700 μὲ τὴ συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε συνέχεια τῶν συνθηκῶν τοῦ Κάρλοβιτς.
Δέκα χρόνια ἀργότερα, ὁ σουλτάνος Ἀχμέτ Γ' (1703-30) πείστηκε ἀπὸ τον ἡττημένο στὴ μάχη τῆς Πολτάβα βασιλιᾶ τῆς Σουηδίας, Κάρολο ΙΒ' (1697-1718), νὰ κηρύξει τὸν τρίτο κατὰ σειρὰ πόλεμο στὴ Ρωσία (1710-11), κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου οἱ Ρῶσοι ὑπέστησαν συνεχεῖς ἧττες στὴν ἐκστρατεία τοῦ Προύθου καὶ ὑποχρεώθηκαν νὰ ἐπιστρέψουν στοῦς Τούρκους τὸ Ἀζὸφ καὶ σειρὰ φρουρίων στὸν Δνείπερο.
Παρά τὴν ἧττα, ἡ δύναμη της Ρωσίας μεγάλωνε τὰ ἑπόμενα χρόνια, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, ποὺ εἶχε περάσει στὴ φάση τῆς παρακμῆς, καὶ τὸ 1735 οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Τατάρων τῆς Κριμαίας στὴν Οὐκρανία ἔδωσαν τὴν ἀφορμὴ γιὰ μία ἀκόμη πολεμικὴ σύρραξη (1735-39), ἡ ὁποία ὁδήγησε στὴν ἀνάκτηση τοῦ Ἀζὸφ ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ στὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης τοῦ Βελιγραδίου.
Ἡ ἐμπλοκή τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων, στὸ πλευρό τῶν Ρώσων
Ὀ πρῶτος, ὄμως, ἀποφασιστικός πόλεμος ἀνάμεσά στίς δύο αὐτοκρατορίες καὶ μὲ ἄμεσο ἀντίκτυπο στοῦς Ἕλληνες ξέσπασε τό 1768 καὶ κατά τὴ διάρκειά του οἱ Ρῶσοι κατόρθωσαν νὰ κατακτήσουν τις βόρειες περιοχές τοῦ Καυκάσου καὶ τὴ νότια Οὐκρανία καὶ νὰ καταστήσουν ὑποτελές τους τό χανάτο της Κριμαίας.
Οἰ συγκρούσεις ἔληξαν τό 1774 μὲ τη συνθήκη τοῦ Κιουτσούκ Καϊναρτζή, αφού ὄμως πρώτα, τό 1770, οἱ Ρῶσοι εἶχαν προκαλέσει ἀποτυχημένη ἐξέγερση τῶν ὑπόδουλων ἑλλήνών, τὰ περίφημα Ὀρλοφικά.
Τὰ Ὀρλοφικά Τὸ 1770 ἡ φιλόδοξη τσαρίνα Αἰκατερίνη Β΄ ἀποφάσισε νὰ ξεσηκώσει τοῦς σκλαβωμένους Ἕλληνες Σκοπὸς της ἦταν οἱ ἐπαναστάτες νὰ προκαλέσουν ἀντιπερισπασμό στοῦς Τούρκους ὥστε τά ρωσικά στρατεύματα νὰ καταλάβουν βόρειες ἐπαρχίες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας
Ὅπως ἀναφέρει σχετικό ἀφιέρωμα της Μηχανῆς τοῦ Χρόνου, στὰ τέλη τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ ἴδιου χρόνου ἔφθασαν στό λιμάνι της Κορώνης τά πρώτα ρωσικά πλοία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Θεόδωρο Ὀρλώφ. Ἡ ρωσική δύναμη ὄμως (4.000 ἄνδρες) ἦταν ἀνεπαρκέστατη γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ
Οἰ ἐπαναστάτες, ὅταν εἶδαν νὰ ξεφορτώνονται τέσσερα κιβώτια μὲ ὁπλισμὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Πελοπόννησο, γελοῦσαν γιά νὰ μὴ κλάψουν.
Ἔν τῶ μεταξύ, οἱ Ρῶσοι μοίραζαν στοῦς ἀγράμματους Ἕλληνες ἐθελοντὲς μεταφράσεις τοῦ στρατιωτικοῦ ρωσικού κανονισμού.
Ἔδωσαν μάλιστα στοῦς Ἕλληνες ρωσικές στολές.
Θαύματα ὄμως δέν γίνονται καὶ οἱ Τοῦρκοι συνέτριψαν τους "μεταμφιεσμένους".
Οἰ Ρῶσοι έφυγαν ἐγκαταλείποντας τὴν Πελοπόννησο στό ἔλεός τῶν Τούρκων.
Τὸ 1785 ἄρχισαν ἔκ νέου πολεμικές προπαρασκευές της Μεγάλης Αἰκατερίνης κατά της Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας
Ὅπως καὶ επί Ὀρλώφ, ἐστάλησαν σὲ ὃλες τις περιοχές της Ἑλλάδας πράκτορες της ρωσικῆς κυβέρνησής γιά νὰ ἐξεγείρουν τους Ἕλληνες.
Οἰ κλεφταρματολοί καὶ οἱ πρόκριτοι ὄμως, ἔχοντας πικρή πείρα ἀπὸ τό Ὀρλωφικό Κίνημα, ποὺ τόσο ἀκριβά πλήρωσε τίς συνέπειές τοῦ ἡ Πελοπόννησος.
Ἀφοῦ δέν εἶχαν τις ἐγγυήσεις γιά τὴν ἀποστολὴ πολυάριθμων ρωσικῶν στρατευμάτων γιά νὰ τήν ἐνισχύσουν, έμειναν ἀσυγκίνητοι στίς ἐκκλήσεις της τσαρίνας.
Ὀ ἔκτος ρωσοτουρκικός πόλεμος
Ἡ προσάρτηση ἀπὸ τὴ Ρωσία τοῦ χανάτου της Κριμαίας λίγα χρόνια ἀργότερα, σε συνδυασμό μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν Τούρκων νὰ ἀνακτήσουν τίς μεγάλες ἀπώλειες τοῦ τελευταίου πολέμου ὁδήγησε τὸν σουλτᾶνο Ἀβδοὺλ Χαμὶτ Α' (1774-89) στὴν κήρυξη τοῦ ἕκτου ρωσοτουρκικοῦ πολέμου (1787-92), κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου οἱ Ρῶσοι, ἐπικουρούμενοι καὶ ἀπὸ τοὺς Αὐστριακούς, ἐπιβεβαίωσαν τὴ στρατιωτικὴ ἀνωτερότητά τους καὶ ὑποχρέωσαν τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία στὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης τοῦ Ἰασίου.
Στὸ μεσοδιάστημα, βέβαια, εἶχαν προκαλέσει ἔκ νέου ἐξεγέρσεις τῶν ὑπόδουλων ἑλλήνών, οἱ ὁποῖες συνδυάστηκαν μὲ τὴ δράση τοῦ Λάμπρου Κατσώνη.
Οἰ κακὲς σχέσεις τῶν δύο αὐτοκρατοριῶν δέν τους ἐπέτρεψαν ούτε καὶ κατά τήν περίοδο τῶν Ναπολεόντειων πολέμων νὰ ἐπέχουν τῶν πολεμικῶν συρράξεων.
Ἡ ἀποπομπή ἀπὸ τήν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία τῶν φιλικά προσκείμενων πρὸς τὴ Ρωσία ἡγεμόνων της Μολδαβίας (Ἀλέξανδρος Μουρούζης) καὶ της Βλαχίας (Κωνσταντίνος Ὑψηλάντης) οδήγησε τό 1806 σε νέο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-12), ὁ ὁποῖος, ὕστερα ἀπὸ τίς ρωσικὲς στρατιωτικὲς ἐπιτυχίες, διευθετήθηκε μὲ τὴ συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου.
Ὀ σημαντικότερος, πάντως, γιά τήν Ἑλλάδα Ρωσοτουρκικός πόλεμος διεξήχθη τήν περίοδο 1828-29, μεσούσης της Ἑλληνικὴς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, καὶ ἀποτελοῦσε οὐσιαστικά συνέχιση της ρωσικῆς πολιτικῆς, μετά τὴ ναυμαχία τοῦ Ναβαρίνου (20 Ὀκτωβρίου 1827).
Ἡ ἀφορμή δόθηκε ἀπὸ τις πολεμικές προπαρασκευές τῶν Τούρκων γιά ἐνδεχόμενη πολεμική ἀναμέτρηση μὲ τὴ Ρωσία καὶ τήν κυκλοφορία τουρκικῆς προκήρυξης, στήν ὁποία ἡ Ρωσία χαρακτηριζόταν "προαιώνιος ἐχθρὸς της Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καὶ τοῦ Ἰσλάμ".
Τὰ τσαρικὰ στρατεύματα στὴν Ἀσία προέλασαν στὴ Γεωργία καὶ στὴν Ἀρμενία, καταλαμβάνοντας τὸ Κὰρς καὶ τὸ Ἐρζερούμ, ἐνῶ στὴν Εὐρώπη ἔφτασαν ἕως τὴν Ἀδριανούπολη, ὑποχρεώνοντας τὸν σουλτᾶνο Μαχμοὺτ Β' (1808-39) νὰ ὑπογράψει ἐκεῖ συνθήκη εἰρήνης, ἀναγνωρίζοντας γιὰ πρώτη φορὰ τὴν προοπτικὴ ἵδρυσης ἑλληνικοῦ κράτους.
Τὸ 1853, ἡ ἀπόρριψη ἀπὸ τὸν σουλτᾶνο Ἀβδοὺλ Μετζὶτ Α' τοῦ ρωσικοῦ αἰτήματος γιὰ τὴν παραχώρηση στοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς στοὺς Ἁγίους Τόπους προνομίων ἀντίστοιχων μὲ αὐτὰ ποὺ εἶχε δώσει στοὺς καθολικούς, ὁδήγησε στὴν ἔκρηξη νέου ρωσοτουρκικοῦ πολέμου (1853-56), ὁ ὁποῖος στὴν πορεία κλιμακώθηκε στὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο.
Ὁ δέκατος ρωσοτουρκικὸς πόλεμος, ξέσπασε τὸ 1877.
Ἡ ἀποτυχημένη ἐξέγερση στὴ Βοσνία τὸ 1875, ἡ βουλγαρικὴ ἐπανάσταση τοῦ 1876, τὴν ὁποία κατέπνιξαν οἱ Τοῦρκοι, διαπράττοντας ὠμότητες ποὺ προκάλεσαν τὴν εὐρωπαϊκὴ κοινὴ γνώμη, καὶ ἡ ἧττα τῶν Σέρβων στὸν Σερβοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1877 ἔδωσαν στοὺς Ρώσους τὴν ἀφορμὴ νὰ ἐπέμβουν ἔνοπλα "ὑπὲρ τῶν Σλάβων ὁμοεθνῶν τους", ὅπως διατείνονταν, ἀφοῦ ὅμως πρῶτα ἀπέτυχε ἡ διπλωματικὴ συνδιάσκεψη τῆς Κωνσταντινούπολης (1876-77) καὶ ἐξασφάλισαν τὴν οὐδετερότητα τῆς Αὐστροουγγαρίας, τῆς Γαλλίας καὶ τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου.
Ὁ πόλεμος κηρύχθηκε στὶς 24 Ἀπριλίου 1877 καὶ λίγο ἀργότερα ὁ ρωσικὸς στρατὸς διέσχισε τὸν Δούναβη καὶ πολιόρκησε τὸ Πλέβεν (Ἰούλιος 1877), τὸ ὁποῖο καὶ κατέλαβε τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἴδιου χρόνου, γιὰ νὰ προελάσει στὴ συνέχεια ἀνενόχλητος πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη
Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1878 ὁ κίνδυνος ἅλωσης τῆς ὀθωμανικῆς πρωτεύουσας προκάλεσε τὴ βρετανικὴ παρέμβαση γιὰ τὸν τερματισμὸ τῶν ἐχθροπραξιῶν καὶ στὶς 3 Μαρτίου 1878 ἡ Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία ὑπέγραψε τὴ συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἐφαρμόστηκε ποτέ, καθὼς λίγο ἀργότερα οἱ ὅροι της ἀναθεωρήθηκαν ἀπὸ τὸ συνέδριο τοῦ Βερολίνου.
Οἱ συγκρούσεις στὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο
Τὸ 1914 οἱ Αὐστριακοὶ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τῆς Σερβίας καὶ σημείωσαν ἀρχικὰ ἐπιτυχίες, νικῶντας στοὺς ποταμοὺς Σάβο καὶ Δρίνο καὶ στὴν Κολουμπάρα (Νοέμβριος) καὶ ἀναγκάζοντας τοὺς Σέρβους νὰ ἐκκενώσουν τὸ Βελιγράδι (30 Νοεμβρίου).
Οἱ Σέρβοι, ὅμως, ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ Ραντομὶρ Πούτνικ, πέρασαν στὴν ἀντεπίθεση, νίκησαν τοὺς Αὐστριακοὺς στὴ μάχη τοῦ Ρούδνικ καὶ ἀνακατέλαβαν τὴν πρωτεύουσά τους (15 Δεκεμβρίου).
ὁ Τοῦρκος στρατηγὸς Ἐμβὲρ πασᾶς, θεωρῶντας πὼς τὸ συμφέρον τῆς Τουρκίας βρισκόταν μὲ τὸ μέρος τῆς Γερμανίας, ὑπέγραψε μυστικὴ συνθήκη μὲ αὐτὴν στὶς 2 Αὐγούστου.
Στὶς 10 Αὐγούστου, δύο γερμανικὰ καταδρομικά, τὸ "Γκέμπεν" καὶ τὸ "Μπρεσλάου", μπῆκαν στὴ Μεσόγειο καὶ ἔγιναν δεκτὰ στὰ τουρκικὰ χωρικὰ ὕδατα.
Ἀκολούθησε, κατόπιν, εἰκονικὴ πώλησή τους στὴν Τουρκία, ἡ ὁποία στὴ συνέχεια βομβάρδισε τὴν Ὀδησσὸ κι ἄλλα ρωσικὰ λιμάνια (30 Ὀκτωβρίου).
ἡ Ρωσία κήρυξε τὸν πόλεμο κατὰ τῆς Τουρκίας (1 Νοεμβρίου) καὶ ἀκολούθησαν οἱ σύμμαχοί της (5 Νοεμβρίου), ἐνῶ ἀγγλικὲς δυνάμεις ἀποβιβάστηκαν στὸν Περσικὸ κόλπο.
ἡ εἲσοδος τῆς Τουρκίας στὸν πόλεμο εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία τριῶν νέων μετώπων (Καλλίπολης, Καυκάσου, Μεσοποταμίας).
Στὶς 26 Μαΐου 1916 Καταλήφθηκε τὸ ὀχυρὸ Ροῦπελ, ἀπὸ τίς γερμανοβουλγαρικὲς δυνάμεις, παρὰ τὴν μὴ συμμετοχὴ τῆς Ἑλλάδας στὸν πόλεμο.
Ἡ Ἑλλάδα μπῆκε στὸν πόλεμο στὶς 28 Ἰουνίου 1917 καὶ ἡ κυβέρνηση τοῦ Ἐλευθέριου Βενιζέλου συγκέντρωσε 300.000 στρατιῶτες ποὺ ἐντάχθηκαν κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος τους στὸ ἀγγλογαλλικὸ στράτευμα ποὺ πολεμοῦσε στὴν Μακεδονία.
Ἡ ἀποφασιστικὴ μάχη δόθηκε στὸ Σκρὰ στὶς 30 Μαΐου 1918, γνωστὴ καὶ ὡς "μάχη τοῦ Σκρά", μὲ ὁλοκληρωτικὴ νίκη τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων.
Ἡ Βουλγαρία συνθηκολογεῖ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1918 ἐνῶ ἡ Τουρκία τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1918.
Ἡ Βουλγαρία συνθηκολογεῖ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1918 ἐνῶ ἡ Τουρκία τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1918.
Ὁ ἀγγλογαλλικὸς στρατὸς καταλαμβάνει τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μαζί του ἐγκαθίσταται σ' αὐτὴν ἕνα ἄγημα ἑλληνικοῦ στρατοῦ μὲ ἀρχηγὸ τὸν Λεωνίδα Παρασκευόπουλο.
Συγχρόνως, ὁ ἑλληνικὸς στόλος, μὲ ναυαρχίδα τὸ θωρηκτὸ Ἀβέρωφ, ἀγκυροβολοῦσε στὸν Βόσπορο.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Συνθήκη τῶν Σεβρῶν (1920) παραχώρησε στὴν Ἑλλάδα τὴ Δυτικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Θράκη, τὰ νησιὰ Ἴμβρο καὶ Τένεδο, ἐπικύρωσε τὴν κυριαρχία της στὰ ἄλλα νησιὰ τοῦ Αἰγαίου ποὺ κατεῖχε ἀπὸ τὸ 1913, καὶ ἀνέθεσε τὴ διοίκηση τῆς περιοχῆς τῆς Σμύρνης στὸ ἑλληνικὸ κράτος, μὲ ρόλο τοποτηρητῆ γιὰ τὴ δημόσια τάξη στὴν Ἰωνία.
Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς θὰ καλοῦνταν σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς αὐτοδιάθεσης τῶν λαῶν, μετὰ ἀπὸ πέντε ἔτη νὰ δηλώσουν ἂν προτιμοῦν τὴν Ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα ἢ τὴν παραμονή τους στὴν Τουρκία.
Ἡ Βόρεια Ἤπειρος ἐνσωματωνόταν στὸ ἱδρυόμενο ἀλβανικὸ κράτος, οὐσιαστικὰ προτεκτορᾶτο τῆς Ἰταλίας, ἡ ὁποία ὅμως παραχωροῦσε στὴν Ἑλλάδα τὰ Δωδεκάνησα ἐκτὸς τῆς Ρόδου. (Ἡ συμφωνία ἀκυρώθηκε ἀπὸ τὴν Ἰταλία τὸ 1922).
Οἱ Ρῶσοι στὸ πλευρὸ τοῦ Κεμὰλ στὴν Μικρασία
Κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικῆς Ἐκστρατείας οἱ Σοβιετικοὶ ἐνίσχυσαν μὲ κάθε στρατιωτικὸ καὶ διπλωματικὸ μέσο τὸν Κεμὰλ στὸν ἀγῶνα τοῦ ἐναντίον τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ.
Ἄλλωστε ὁ Βενιζέλος εἶχε στείλει στρατεύματα ἐναντίον τους, στὴν Οὐκρανικὴ ἐκστρατεία.
Οἱ ἐνέργειες τῶν Ρώσων, συνέβαλαν τὰ μέγιστα στὴν ἧττα τῶν Ἑλλήνων, τὸν ξεριζωμὸ τῶν Ἰώνων ἀπὸ τὴν πατρώα γῆ καὶ ἔθεσαν παράλληλα καὶ ταφόπλακα στὶς προσπάθειες τῶν Ποντίων γιὰ αὐτονόμηση ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου