Ὅσα ποτέ δέ συνέβησαν, ἀλλὰ ἀνέκαθεν ὑπῆρχαν.
(Σαλλούστιος, Περί Θεῶν καὶ Κόσμου)
Σὲ ό,τι ἀφορᾶ τοῦς Ὀλύμπιους, μπορεῖ νἀ εἰπωθεῖ,, πρώτα απ’ ὅλα, πῶς ἦταν Θεοί καινοφανεῖς. Διέθεταν ἕναν ὄνομα καὶ μία μορφή. Ὅμως ὁ Ἠρόδοτος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι «μέχρι ἐχθές» ἦταν ἄγνωστο «πού εἶχε γεννηθεί καθένας τοῦς, αν ὑπῆρχαν ἀπὸ πάντα καὶ πιὰ ὴ ὄψη τοῦς». Γιά τόν Ἡρόδοτο «ἐχθές» σήμαινε Όμηρος καὶ Ἡσίοδος, οἱ ὁποίοι, σύμφωνα με τοῦς ὑπολογισμοὺς του, εἶχαν ζήσει πρίν ἀπὸ τέσσερις αἰῶνες. Ἀκριβῶς αὐτοί, κατά τὴν άποψή του, «ὀνομάτισαν τοῦς θεούς, φανερώνοντας τὰ προνομία, τίς τέχνες καὶ τὴν ὄψη τοῦς». Στὸν Ἡσίοδο διαφαίνεται ἀκόμη ὁ κοσμογονικός ἆθλος καὶ ὁ ἀργός διαχωρισμός τῶν μορφῶν απ’ ό,τι εἶναι πολύ ἀφηρημένο ή πολύ συγκεκριμένο. Μόνο στὸ τέλος, ἀφοῦ ὁ κόσμος σείστηκε πλεῖστες φορές, ὁ Δίας «μοίρασε μεταξύ τοῦς τὰ προνόμια».
Χρυσηίδα καὶ Βρισηΐδα Τὸ ἀντικείμενο τῆς διαμάχης, ὅπου ἔχει τὶς ρίζες του τὸ ἔπος, εἶναι ἠ καλλιπάρηος Βρισηΐδα «μὲ τὶς ὡραῖες παρειές» ·ὁ Ἀγαμέμνονος θέλει νά τήν ἀνταλλάξει, νά τήν ἀντικαταστήσει μὲ τήν καλλιπάρηο Χρυσηίδα. Δύο γράμματα χωρίζουν τὶς δύο νέες, ὁ Ἀχιλλέας ἐπαναλαμβάνει παιδιάστικα ὅτι ἠ διένεξη ξέσπασε ὄχι «ἐξαιτίας τῆς κόρης», ἀλλά ἐξαιτίας τῆς α ἀντικατάστασης, σαν ὁ ἥρωας νά μάντευε ὅτι μ ’ἐκείνη τήν πράξη σφιγγόταν ἕνας κόμπος, ἕνα δεσμὸς ποῦ κανένας ἥρωας καὶ οὐδείς ἀπὸ τὶς μεταγενέστερες γενιές δὲν θὰ μποροῦσε νά λύσει.
Εἶναι ἠ ἀνταλλαγή ποῦ συμπυκνώνεται δυναμικά στὴν ἀρχή τῆς Ἰλιάδας: ἠ γυναίκα, μᾶλλον οἱ δύο γυναῖκες μὲ τὶς ὡραῖες παρειές, πανομοιότυπες σχεδὸν, σαν νομίσματα ἴδια κοπῆς· τὰ λόγια του Ἀγαμέμνονα καὶ του Ἀχιλλέα ἀντιτάσσουν βία στή βία (αντιβίοισι ἐπέεσσιν)· μὲ «λύτρα ἀρίφνητα», τὸ «περίλαμπρο ξαντίμεμα» ποῦ προσφέρεται ἀπὸ τόν ἱερέα Χρυσή γιὰ τήν κόρη του, «ἠ ἱερή ἑκατόμβη» ποῦ προσφέρουν οἱ Ἀχαιαί στὸν ἱερέα Κάθε φορά σε ζεύγος παρουσιάζονται οἱ δυνάμεις τῆς ἀνταλλαγῆς: οἱ γυναῖκες, οἱ λέξεις, οἱ προσφορές. Ἀπουσιάζει μόνο τὸ χρήμα, ποῦ εἶναι ὁ συγκερασμός ἐκείνων τῶν δυνάμεων. ἀλλὰ γιὰ νά γεννηθεί τὸ χρήμα στὴν πιὸ καθαρὴ μορφή του, πρέπει πρώτα νά ἐξολοθρευθοῦν οἱ ἥρωες Ὁ Θουκυδίδης ἤδη παρατηρεῖ ὅτι ἠ μόνη δύναμη ποῦ ἔλειπε κατά τήν ἐκστρατεία στὴν Τροία ἦταν ἀκριβῶς τὸ χρήμα. Ἐκείνη ἠ «ἔλλειψη χρημάτων» (ἀχρηματία), ἀπὸ ὅσα θὰ ἀκολουθοῦσαν, ἔκανε καθετί λιγότερο ἰσχυρό, ἀλλά πολύ πιὸ ἔνδοξο.παρατηρεῖ ὁ Milman Parry. Ἡ καλλιπάρηος «μέ τίς ὡραῖες παρειές» ἀποδίδεται σε ὀχτὼ γυναῖκες, εἶναί τὸ γυναικεῖο ἐπίθετο ποῦ χρησιμοποιεῖται περισσότερο. Ἡ Ἰλιάδα εἶναί ἤ ἱστορία μιὰς διπλῆς διαμάχης: γιά τὴν Ἑλένῃ, τη μοναδική, ποῦ κανείς δέν θά τολμοῦσε νά ἀντικαταστήσει καὶ γιά Βρισηΐδα «μέ τίς ὡραῖες παρειές», ποῦ ὁ Ἀγαμέμνονας θά ἤθελε νά τὴν ἀντικαταστήσει μέ τή Χρυσηίδα, ἐπίσης «μέ τίς ὡραῖες παρειές». Ἀνάμεσα στήν ἀπρόσβλητη μοναδικότητα καὶ στήν ἀπρόσβλητη άντικατάσταση, ξεσπᾶ στίς πεδιάδες τής Τροίας ἕνας πόλεμος ποῦ δέν μποροῦσε νά βρεῖ τέλος.
«Ἡ Ἑλένῃ εἶναί ἤ μοναδική γυναίκα στόν Ὅμηρο ποῦ ἔχει ξεκάθαρα, ἰδιόμορφα ἐπίθετα, ποῦ ἁρμόζουν μόνο σ ’ἐκείνη»,
Ἄν ἐπιστρέψουμε τίς μαρτυρίες τής Ἥρας, συζύγου καὶ ἀδελφῆς, ὁ Δίας «ἄλλη ἀσχολία δέν εἶχε παρά νά πλαγιάζει μ ’ἀθάνατες καὶ θνητές». ἀλλὰ μία γυναίκα του ἀντιστάθηκε, καὶ συν τοῖς ἄλλοις ἦταν ἀθάνατη: ἤ Θέτις. Πεισματωμένος, ὁ Δίας συνέχιζε «παρά τή θέλησή τής νά τὴν κατασκοπεύει ἀπό ψηλά». Καὶ ἐφόσον ἐκείνη δέν ἐνέδιδε, ὁ Δίας ἀπαίτησε ἀπό τή Θέτιδα βαρύ ὅρκο, νά καταστεῖ ἀδύνατη ἤ ἕνωση τής μέ ἄλλον ἀθάνατο σύντροφο. Σύμφωνα μέ τὴν Ἥρα, ἤ Θέτιδα δέν ἐνέδωσε «ἀπό σέβας καὶ ἐσωτερικό φόβο» πρός τὴν οὐράνια σύζυγο. Ἔτσι ἔγιναν φίλες. ἀλλὰ ἤ ἄποψη τής Ἥρας καὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ σ’ ἄλλες περιστάσεις, ἐπικεντρώνεται πολύ στόν ἑαυτό τής Πίσω ἀπό τὴν ἄρνηση τής Θέτιδας ὑπάρχει ἕνας πιὸ σοβαρός λόγος, ή μᾶλλον ὁ σοβαρότερος: ἀπό τὴν ἕνωση τής μέ τόν Δία θά γεννιόταν ὁ γιός ποῦ θά ἐκτόπιζε τόν πατέρα, ὁ «γιός ἰσχυρότερους του πατέρα», λένε μέ πανομοιότυπη διατύπωση καὶ ὁ Πίνδαρος καὶ ὁ Αἰσχύλος.
Αὐτό φανέρωσε στόν Δία καὶ στοὺς σε σύσκεψη Ὀλύμπιους θεούς ἤ ἀρχέγονη Θέμιδα. Μόνο τότε ὃ Δίας ἀποφάσισε νἀ ἀρνηθεῖ τη Θέτιδα, θέλοντας νἀ «διατηρήσει τήν ἐξουσία του γιὰ πάντα». Ἴσως ή Θέτιδα νἀ γνώριζε τό μεγάλο μυστικό, ἴσως γι’ αύτό ἀρνήθηκε τόν κυρίαρχο τῶν θεῶν Ἡ τουλάχιστον σὲ αύτό τό συμπέρασμα ὁδηγούμαστε, γιατί ή Θέτιδα σε ἄλλη περίσταση θά εἶναι καὶ ή μοναδική γυναίκα ποῦ θά ὑπεραμυνθεῖ τὴς κυριαρχίας τοῦ Δία, τήν στιγμή ποῦ ὑπόλοιποι Ὀλύμπιοι -ἀνάμεσά τους καὶ ή Ἀθηνᾶ ποῦ εἶχε γεννηθεί ἀπό τό κεφάλι τοῦ - ἤθελαν νἀ τόν ἁλυσοδέσουν. Τότε λοιπόν ή Θέτιδα, ἐκείνη ή θαλάσσια θεά ποῦ δέν σύχναζε στόν Ὄλυμπο, κάλεσε σὲ βοήθεια τόν Βριάρεω, τόν Τιτάνα μέ τά ἑκατό κεφάλια, ὃ ὁποῖος γλίτωσε τόν Δία. Ἢ Θέτιδα περίμενε μίαν ἀνταπόδοση ἀπό τόν Δία γιὰ τήν πολύτιμη βοήθειά τὴς «μέ λόγους καὶ μέ πράξεις», κι ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἀνταπόδοση θά χρησιμοποιοῦσε γιὰ νἀ προστατέψει τό γιὸ τὴς Ἀχιλλέα
Ὀ Ὅμηρος ὡστόσο ἀποσιωπᾶ τίς αἰτίες τὴς Ὀλύμπιας συνωμοσίας νἀ αιχμαλωτιστεί ὃ Δίας μέ ἄλυτα δεσμὰ ἀλλὰ ἕνας θεὸς δεμένος, εἶναι θεὸς ἐκθρονισμένος: κι ἐκείνη τὴ φορά τοῦτο εἶχαν ἐπιδιώξει οἱ Ὀλύμπιοι Θεοί Ἢ γυναικεῖα βοήθεια ἤτον ἀποτελεσματική ὄχι μόνο γιὰ τοῦς ἥρωες, ἀλλά καὶ γιὰ τόν κυρίαρχο τῶν Θεῶν Καὶ ὃ Δίας ἀκόμη, στήν ἄθικτα σταθερότητα τοῦ Ὀλύμπου, γνώριζε ὄτι ή βασιλεία τοῦ εἶχε ἔνα τέλος. θὰ μπορούσαμε νἀ ποῦμε ὄτι ἀπό τά Ὁμηρικά κιόλας χρόνια ή κυριαρχία τοῦ Δία ὀφειλόταν σὲ ἔνα τέχνασμα. ἐπειδή γιὰ πρώτη φορά εἶχε ἀποδιώξει τήν ἐπιθυμία τοῦ γιὰ κάποια γυναίκα- καὶ τότε εἶχε γλυτώσει γιατί αὐτά ή ἴδια ή γυναίκα φώναξε σὲ βοήθεια τόν Βριάρεω, ἔνα ἀπό τά ἀρχέγονα, ἰσχυρά καὶ ἀτελῆ, πλάσματα γιὰ τά ὁποῖα δέν ἄρεσε στοὺς Ὀλύμπιους νἀ μιλοῦν Ὀ Δίας εἶχε συμπεριφερθεῖ μέ πονηριά ἀκόμη καὶ στὴ μοίρα καὶ εἶχε ἀναβάλει ὃ ἴδιος τό τέλος τοῦ Τὸ παιχνίδι ὄμως δέν εἶχε ἀκόμη τελειώσει.
Πρίν τό ἀποκαλύψει στοὺς Ὀλύμπιους, ή Θέμιδα τό ἐκμυστηρεύτηκε στό γιὸ τὴς Προμηθέα. ὃ Προμηθέας, ἀλυσοδεμένος στό βράχο, σκεφτόταν τόν Δία νἀ καταστρώνει δίχως ἀνάπαυλα τά ἐρωτικά «μάταια σχέδια» τοῦ , μὴ γνωρίζοντας ποῖα ἀπό τίς κατακτήσει τοῦ θά ἀποδεικνυόταν ή μοιραία. Ὑπάρχει κάτι σ ’ἐκεῖνες τίς ἐρωτικές περιπέτειες τοῦ ὀλύμπιου Θεοῦ ποῦ ὁμοιάζει μέ τὴ ρωσική ρουλέτα. Ὀ Προμηθέας ὄμως σιωποῦσε.
Ὅταν ὴ ζωή ἄναβε ἀπό ἐπιθυμία ή ἀγωνία ή απ'το συλλογισμό, οἱ ὁμηρικοί ἥρωες ἤξεραν ὅτι κάποιος Θεὸς ἦταν ὴ αἰτία Τόν ὑφίστατο καὶ τόν παρατηροῦσαν, ἀλλά αύτό ποῦ συνέβαινε ἦταν πάντα μία ἔκπληξη, εἰδικὰ γι’ αὐτούς Ἔτσι, ἐξαντλημένοι ἀπό τά πάθη, τὶς αἰσχύνες, ἀλλά καὶ τὶς δόξες τους, στάθηκαν ἐπιφυλακτικοί στόν προσδιορισμό τὴς προέλευσής τῶν πράξεων. «Ἐσύ δέ μου ‘φταιξες, οἱ ἀθάνατοι μοῦ φταίξαν», λέει ὸ Πρίαμος κοιτάζοντάς τήν Ἑλένη στίς Σκαιές Πύλες. Δέν κατάφερνε νᾶ τὴ μισήσει, ούτε νὰ δεῖ σ’ αὐτῆ τήν ὑπαίτιο ἐννιά αἱματηρῶν χρόνων πολέμου, μολονότι τὸ κορμὶ της ἦταν τὸ εἴδωλο τοῦ πολέμου ποῦ ἐτοιμαζόταν νἀ τελειώσει μέ μία ὁλοκληρωτικὴ σφαγή.
Ἀπὸ τότε καμία ψυχολογία δέν ἔκανε ούτε Βῆμα παραπέρα, παρά μόνον ἐπινόησε γιά τὶς δυνάμεις ποῦ μιὰς ἐπηρεάζουν, ἄλλες ὀνομασίες, μακρόσυρτες, πολυάριθμες, πιὸ ἄχαρες καὶ ἀναποτελεσματικές, λιγότερο συναφεῖς μέ τήν ἐσωτερικὴ δομή τοῦ γεγονότος, εἴτε αύτό εἶναι ἡδονή εἴτε τρόμος. Οἱ σύγχρονη εἶναι ἰδιαίτερα περήφανοι γιά τήν ὑπευθυνότητά τους, ἀλλά ἔτσι ἔχουν τήν ἀξίωση νἀ ἀπαντοῦν μ’ ἔνα λόγο ποῦ δέν ξέρουν, ούτε κἄν αν τους ἀνήκει Οἱ ὁμηρικοί ἥρωες δέν γνώριζαν μία τόσο ἄβολη λέξη ὅπως «ὴ ὑπευθυνότητά» καὶ δέν Θὰ τήν πίστευαν. Γι’ αὐτούς κάθε ἔγκλημα συνέβαινε σαν σε κατάσταση ψυχικῆς διαταραχῆς.
Ὅμως ἐκείνη ὴ διαταραχή σημαίνει ἐνεργῇ παρουσία κάποιου θεοῦ Αὐτό ποῦ γιά μιὰς εἶναι διαταραχή γιά κείνους ἦταν «σύγχυση τοῦ λογικοῦ προερχόμενη ἀπό τους θεούς» (ἄτη). Γνῶριζαν ὅτι ὴ παρεμβολή, τοῦ ἀόρατου (μὴ αἰσθητοῦ) συχνὰ ἔφερνε μαζί της τήν καταστροφή τόσο ποῦ, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὴ λέξη ἄτη κατέληξε νἀ σημαίνει «ὄλεθρος». Ἐπίσης, γνώριζαν, μιὰς τὸ λέει καὶ ὸ Σοφοκλῆς, ὅτι «στῆ ζωή τῶν θητῶν τίποτα δέν ἀγγίζει τὸ μεγαλεῖο δίχως τήν ἄτη».
Ὁ βασανισμένος λαός ἀπό τήν «ἀλαζονεία» (ὕβρις) κοίταξε μέ τὴ μέγιστη δυσπιστία τήν ἀξίωση ποῦ ἔχει τὸ ὑποκείμενο νἀ πράξει κάτι. Αὐτό ποῦ ὁπωσδήποτε πράττει τὸ ὑποκείμενο εἶναι ὴ μετριότητα· μόλις μία πνοή μεγαλεῖου, κάθε εἴδους, αἰσχρή ή ἐνάρετη, ἁπλὰ ψαύει, δέν εἶναι πιὰ τὸ ὑποκείμενο ποῦ ἐνεργεῖ. Μετά τὸ ὑποκείμενο σωριάζεται σαν ἔνα ὁποιοδήποτε μέντιουμ μόλις οἱ φωνὲς τὸ ἐγκαταλεἰψουν. Γιά τους ὁμηρικούς ἥρωες δέν ὑφίσταται ὸ ἔνοχος ἀλλά ὴ ἀβάσταχτη ἐνοχὴ Εἶναι τὸ μίασμά ποῦ ἐμποδίζει τὸ αἶμα, τὴ σκόνη καὶ τά δάκρυα. Οἱ ἀρχαῖοι, ἀφότου ξεκόπηκαν ἀπό τήν ἄτη, δέν εἶχαν τὴ διορατικότητα, τήν ὁποία ούτε οἱ σύγχρονη ἔχουν κατακτήσει ἀκόμη, νἀ διακρίνουν τὸ κακό τοῦ πνεύματος ἀπό τὸ κακό τοῦ ἀντικειμένου, τὴ δολοφονία καὶ τὸ θάνατο.
Ἢ ἔνοχη εἶναι σαν ἐμπόδιο ποῦ φράζει τὸ δρόμο· εἶναι ἁπτή, ἄμεση Ἴσως ὸ ἔνοχος νἀ τήν ὑφίσταται στόν ἴδιο βαθμό ή καὶ περισσότερο ἀπό τὸ θύμα. Ἀπέναντι στήν ἔνοχη τὸ μόνο ποῦ ἀξίζει εἶναι ὸ ἀμείλικτος ὑπολογισμός τῶν δυνάμεων. Ἀπέναντι στόν ἔνοχο ὑπάρχει πάντα ἔνα ὕστατο θέλγητρο. Ποτὲ δέν στάθηκε δυνατὸ νἀ ἐπιβεβαιωθεῖ ἴσαμε πιὸ σημεῖο εἶναι ἀληθινό τοῦτο, καθώς ὸ ἔνοχος γίνεται ἔνα μέ τήν ἔνοχη καὶ μετά ἀκολουθεῖ ὸ μηχανισμός της. Ἴσως ἐκμηδενισμένος, ἐγκαταλελειμμένος ή ἀπελευθερωμένος. Τοῦτα ἑνῶ ὴ ἔνοχη κυλάει μπροστά σε ὅλους, ὥστε νἀ διαμορφώσει νέες ἱστορίες καὶ ἀλλά θύματα.
Κάθε ἀπροσδόκητη αὔξηση της ἔντασης ὑπεισερχόταν στῆ σφαῖρα ἐπιρροῆς κάποιου θεοῦ Καὶ σ’ ἐκείνη τὴ σφαῖρα ὸ ἴδιος ὸ Θεός μαχόταν ή συμμαχοῦσε μέ ἄλλους θεούς σε μία ἄλλη σκηνή ποῦ της ἔδιναν ζωή οἱ μορφές. Ἐφεξῆς κάθε γεγονός, κάθε σύγκρουση συνέβαινε παράλληλα σε δύο τόπους. Ἢ ἀφήγηση μιὰς ἱστορίας συνίσταται στήν πλοκή τῶν δύο ἀλληλουχιῶν ἀπό παράλληλα γεγονότα, ἀποκαλύπτοντας ἔτσι καὶ τὶς δύο
Ὁ Ἀγαμέμνονας καὶ ὸ Ἀχιλλέας συγκρούονται γιά τὸ γέρας, δηλαδή τὸ κομμάτι τῶν λαφύρων τοῦ πολέμου ποῦ διαμοιράζεται ἀνισομερῶς σε ὄσους διαθέτουν κῦρος Ὁ Δίας, μιλῶντας στοῦς ἄλλους θεούς γιά τὶς συγκομιδές στό χρυσαφένιο πλάτωμα τόν Ὀλύμπου, θυμᾶται ὅτι οἱ Τρῶες τοῦ εἶναι ἀγαπητοὶ γιατί ποτέ δέν παρέλειπαν νἀ τοῦ προσφέρουν τὸ γέρας, τὸ κομμάτι ποῦ ἀφιερώνεται στό θεὸ μετά τὶς θυσίες. Καὶ τά λέει αὐτά καθώς συζητάει γιά τὴ μοίρα τοῦ Ἀγαμέμνονα, τοῦ Ἀχιλλέα καὶ τῶν ἀντιπάλων τους.
Κάθε ἀνθρώπινο ὅριο διχάζεται σε μία ἀπώτερη θεϊκά ἔννοια, μόνο ποῦ οἱ λέξεις παραμένουν συχνὰ ταυτόσημες καὶ κάθε ἱστορία συμβαίνει ταυτόχρονα: στῆ γῆ καὶ στόν οὐρανό. Ἢ ὀφθαλμαπάτη τοῦ Ὀλύμπου καταφέρνει νἀ δείξει μερικές φορές ὅτι ὴ σκηνή εἶναι μόνο μία. Ὅταν ὴ Ἑλένη ἐπισκέπτεται τόν Πάρη στήν κρεβατοκάμαρά τοῦ , ποῦ ἔχει γυρίσει απ’ τὸ πεδίο της μάχης «σα νἀ γύρισε μόλις ἀπό χορό», ὴ Αφροδίτη της βρίσκει καρέκλα. Ὅμως ὴ ἐπαφὴ καὶ ὴ οἰκειότητα δέν μειώνουν μέ κανέναν τρόπο τήν ἀπόσταση Τὰ ὄντα ποῦ ἀρθρώνουν λόγο γνωρίζουν πῶς, ὁρισμένες στιγμές, κατέχουν ὀμορφιά ή δύναμη ή θεϊκή χάρη, κι ὅμως κάθε φορά κάτι Θὰ τους λείπει: τὸ ἀνυπόστατο βάθος ὅπως τὸ «ἀκατάσβεστο γέλιο» τῶν Ὀλύμπιων θεῶν σαν βλέπουν τόν Ἥφαιστο νἀ προχωράει κουτσαίνοντας στήν αἴθουσα τοῦ συμποσίου, ὴ ἀξιοσύνη τῶν «τρισεύτυχων θεῶν», χαρακτηριστικό ἐκείνων τῶν ἐλάχιστων μορφῶν ποῦ γνωρίζουν ὅτι Θὰ ζοῦν γιά πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου