Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΟΣ ΤΣΗ ΚΡΗΤΗΣ





(1830)

[Τα πρωτόκολλα, δι ὤν συνίστατο, το ἑλληνικόν βασίλειον, εἰς το ὁποίον δὲν συμπεριελαμβάνετο ἡ Κρήτη, ἀνεκοινώθησαν κατά το 1830 εἰς τους Κρῆτας ἐν Καλύβαις τῶν Ἀποκορώνων ὑπὸ πληρεξουσίου των τριῶν ναυάρχων κυβερνήτου γαλλικοῦ πλοίου. Εἰς το γεγονός τοῦτο ἀναφέρονται τα ἑπόμενα ἄσματα.]

Α'

'Στά χίλια ὀκτακόσια εἰκοσιοκτώ, μίαν Τρίτη,

(ἀφουγκρασθῆτε νὰ σας πῶ ὀγιά τὴ μαύρη Κρήτη)

σύναξη κάνου οἱ βασιλεῖς καὶ πᾶνε 'ς το Παρίσι,

νὰ κάμουνε συνέλευση τι νὰ γενή ἡ Κρήτη.

Μ' ἀπῆς ἐσυναχτήκανε κι' ἄρχηξαν το κουσοῦλτο,

οὖλοι ἐδιχονήσανε καὶ παίρνει την ὁ Τοῦρκος.

Ἀνθρώπους τότ' ἐπέψανε κ' εἰς τσοι Καλύβαις βγαίνει,

νὰ συναχτοῦν οἱ Χρισθιανοί, νὰ δώση το χαμπέρι.

Καὶ σὰν ἐσυναχτήκασι, διαβάζει τὴ συνθήκη,

κ' ἔγραφε πῶς ἐδώκανε του Μισιριού την Κρήτη.

Φωνάζουν, κλαῖν οι Χρισθιανοί· "Ἀφέντες κουμαντάτες,

εβγάστ' ἀπάνω 'ς τα βουνά, νὰ κάτσετε 'ς τσοι στράταις,

να ἰδῆτε οὖλα τα πουλιά, ὁπού ψηλά πετοῦσι,

τα κόκκαλα τῷ Χρισθιανώ 'ς τ' ἀντόδια νὰ βαστοῦσι.

Ὅσοι καταλυθήκανε 'ς τα ὄρη κ' εἰς τα δάση

ποῖος είν' ἀπού θὰ σας τσοι πη καὶ θὰ τσοι λογαριάση;

Ἀκούσετε νὰ σάσε πῶ τα πάθη τα δικά μας:

'Σ την Ἀραπιά πουλήσανε οἱ Τοῦρκοι τα παιδιά μας,

καὶ ὅσοι ἀπομείναμε εἰς τα βουνά γλακούμε,

ξυπόλυτοι κι' ὀλόγδυμνοι γιὰ νὰ λεφτερωθοῦμε.

Κ' εἴχαμε θάρρος εἰς ἐσᾶς, τσοι βασιλεῖς τσοι Φράγκους,

κ' εδά μας ἀδικήσετε κι' ἀφήκετέ μας σκλάβους.

'Όντε θὰ βγοῦν τα νέφαλα καὶ νὰ φανοῦν οἱ κρίνοι,

καὶ νὰ ρθ' ὁ φοβερός κριτής οὖλους νὰ μάσε κρίνη,

τα τάγματ' οὖλα τ' οὐρανοῦ τριγύρου ν' ἀκολουθοῦσι,

τα πάθη τῷ Χρισθιανώ τάδικα να γροικοῦσι,

νά ρθουνε με παράπονο κ' οἱ Κρῆτες νὰ σταθοῦνε

μπροστά 'ς το φοβερό κριτή τ' ἄδικα των νὰ ποῦνε,

τότες ν' ἄποκριθήτ’ ἐσεῖς, Ἀγγλία καὶ Γαλλία,

μπροστά 'ς το φοβερό κριτή, δευτέρα παρουσία!

"Τώρα ἀποφασίσανε κ' ἐκάμανε συθήκη,

πὼς νὰ ναὶ πάλι ἀραγιάς του Μισιριού η Κρήτη".

"Φύγετε! Φύγετ', ἄστε μας! μὰ μεῖς θε νὰ σκεφτοῦμε,

γῆ οὖλοι θ' ἀποθάνωμε, γῆ θὰ λεφτερωθοῦμε.

Θε μου καὶ σύ, πώς το βαστᾶς; εἰς τὴ σκλαβιά ἀκόμη,

οὖλοι λευτερώθηκανε, κ' η Κρήτη νὰ ναὶ μόνη".

Ἔρχουνται πλοῖα φράγκικα καὶ πᾶνε 'ς τη Γραμπούσα

καὶ βγάνουνε τσοί Χρισθιανούς, ὁποῦ την ἐβαστούσα.

Καὶ Μισιριώταις φέρνουνε κ' εἰς τα χωριά χτυπούσι,

φοροῦνε ροῦχα κόκκινα καὶ τούμπανα βαστοῦσι.

Καθίζουν σε μερκά χωριά καὶ κάνουνε κρισάδες,

καὶ τυραννοῦν τσοί Χρισθιανούς, σκεντσεύγουν τς ἀραγιάδες·

Β'

'Σ τα χίλια ὀχτακόσια 'ς τα τριάντα,

'ς τς ὀχτὼ του Σεντεμπριοῦ ἥρθ' ἡ γι ἀρμάδα.

Καὶ βγαίνει 'ς τ' Ἀκρωτήρι, σιργιανίζει,

τον κόσμο βιζιτάρει και ξανοίγει,

τσοι Χρισθιανούς γυρεύγουνε να ιδούσι

και θλιβερό χαμπέρι για να πούσι.

«Οι Χρισθιανοί να μείνουν αραγιάδες».

Κ' οι Τούρκοι χαραίς κάνουνε μεγάλαις.

Γλήγορα εις την φράγκικην αρμάδα

εγράψανε παράπονα μεγάλα.

«Όρη, βουνά, και τρύπαις και λαγκάδια,

γεμάτα νιαι φτωχούς και παλληκάρια,

τσι πείνας και τση δίψας ξεραμμένοι,

για να λευτερωθούνε οι καϊμένοι».

Κ' οι καπετάνι' αρχίζουν και γελούσι,

κ' εις τα καράβια μπαίνουν και κινούσι.

Το κρίμα τω φτωχώ και τω χηράδω

εις το λαιμό σας να 'ν' ούλων τω Φράγκω.

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ




[Οἱ τέσσαρες υἱοί του Λάζου (Λαζαῖοι, ἡ τα Λαζόπουλα) Τόλιας, Χρῆστος, Νῖκος καὶ Κώστας, ἁμαρτωλοί του Ὀλύμπου, εἶχον μετάσχη μὲν της ἐπαναστάσεως του 1807, ἀλλὰ μετά την καταστολήν ταύτης ἀποταχθέντες, οἱ μὲν τρεῖς παρέμενον ἐν Ραψάνη, ὁ δὲ Κώστας ἐκρατεῖτο ὑπὸ του Ἀλή πασᾶ εἰς τα Ἰωάννινα ὥς ὅμηρος. Ὅτε δὲ κατά το 1812 ἀνέλαβε το πασαλίκιον της Θεσσαλίας ὁ λιός του Ἀλή Βελή πασᾶς, προέβη εἰς καταδίωξιν πάντων τῶν παλαιῶν ἀρματολῶν καὶ των κλεφτῶν, φόνευσε τους ἐν Ραψάνη Λαζαίους (ὁ ἐν Ἰωαννίνοις Κώστας φονεύθη μικρόν ὕστερον ὑπὸ του Ἀλή), τας δὲ οἰκογενείας τῶν ἀπήγαγεν εἰς Τίρναβον, ἥρπαοε δὲ διὰ το χαρέμι του την γυναῖκα του Κώστα.]


Τρία πουλάκια κάθουνται    στον Έλυμπο στὴ τὴ ράχη,

τό να τηράει τα Γιάννινα, τάλλο την Κατερίνα,

το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει καὶ λέει:

Τι είν’ το κακό ποὺ πάθαμε οἱ μαῦροι οἱ Λαζαῖοι;

Μας χάλασε ὁ Βελή πασᾶς, μας ἔκαψε τα σπίτια,

μας πῆρε τοῖς γυναῖκες μας, μας πῆρε τα παιδιά μας,

στον Τούρναβο τοῖς πάησε, πεσκέσι του βεζίρη.

Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι’ ὀπίσω οἱ συννυφάδες,

κι’ ὀπίσω ὀπίσω ἡ Κώσταινα με το παιδί  στο χέρι,

σά μῆλο, σὰ τριαντάφυλλο, σὰ νερατζιά κομμένη.

Βγαίνουν κυράδες την τηροῦν ἀπὸ τα παραθύρια.

«Ποιαῖς είν’ αὐταίς ὀπόρχουνται  στην Πόρτα,   στο Σαράϊ;

-Κυράδες τί λογιάζετε, κυράδες, τί τηρᾶτε;

Ἐμεῖς εἶμεστε κλέφτισαις, γυναῖκες τῶν Λαζαῖων.»

Βελή πασᾶς ἀγνάντευε, στέκει καὶ τοῖς ρωτάει.

"Γυναῖκες, πού ειν' οἱ ἄντροι σας κ' οἱ καπιταναραῖοι;

-Εἶναι ψηλά 'ς τον Ἔλυμπο, ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια.

-Πᾶρτε ταῖς τρεῖς φλακώστε ταις, βάλτε ταῖς 'ς το μπουντροῦμι,

την Κώσταινα την ὄμορφη φέρτε την   στο χαρέμι.

-Ἁφές μ', ἀφέντη μ', ἄφες με, δύο λόγια νὰ σου κρίνω,

νὰ γράψω μία πικρή γραφή  στον καπετάνιο Κώστα.

"Ἐσὺ, Κώστα μου   στον Ἕλυμπο, ψηλά   στα κυπαρίσσια,

κ' η Κώσταινα   στον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι."








ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ

 



Ἀχὸς βαρύς ἀκούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.

Μῆνα σε γάμο ρήχνονται, μῆνα σε χαροκόπι;

Οὐδὲ σε γάμο ρήχνονται οὐδέ σε χαροκόπι,

ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις καὶ μ' γγόνια.

Ἀρβανιτιά την πλάκωσε 'ς του Δημουλᾶ τον πύργο.

Γιώργαινα, ρῆξε τάρματα, δὲν είν' ἐδῶ το Σούλι.

Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα του πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.

-Το Σούλι κι' αν προσκύνησε, κι’ ἄν τούρκεψε νὴ Κιάφα.

Η Δέσπω ἀφέντες Λιάπηδες δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει»

Δαυλί 'ς το χέρι νάρπαξε, κόραις καὶ νύφαις κράζει.

«Σκλάβαις Τούρκων μὴ ζήσωμε, παιδιά μ', μαζί μου ἐλᾶτε».

Καὶ τα φυσέκια ἀνάψανε, κι' ὅλοι φωτιά γενῆκαν.

(25 Δεκεμβρίου 1803)

[Κατά την δίωξιν τῶν Σουλιωτῶν, περί ἧς ἔγινε λόγος ἕν τὴ προηγουμένη σημειώσει, μικρόν ἀπόσπασμα ἐξ 78 ψυχῶν κατέφυγεν εἰς το χωρίον 'Ρινιάσαν (μεταξύ Πρεβέζης καὶ Ἄρτης), ὁποῦ παρέμενον καὶ ἄλλαι τινές σουλιώτικαι οἰκογένειαι. Ἀλλὰ στῖφος Ἀλβανῶν,

κατάφθασαν εἰς το χωρίον την 23 Δεκεμβρίου 1803, κατέλαβεν ἐξ ἀπρόοπτου τους κατοίκους, καὶ ἄλλους μὲν κατέσφαξεν, ἄλλους δὲ ἠχμαλώτισε. Μεταξύ τῶν κατοίκων ἦτο καὶ ή οἰκογένεια του Γεωργάκη Μπότση, του ὁποίου ἀπόντος, ἡ ἡρωική σύζυγος Δέσπω ἀντέταξε σθεναράν ἀντίστασιν κατά των σφαγέων. Κλεισθεῖσα εἰς πύργον, την λεγομένην Κοΰλαν του Δημουλά, μετά δέκα ἄλλων, θυγατέρων, νυμφών, καὶ ἐγγόνων της, ἀφοῦ ἐπὶ πολύ πολέμησε πρὸς τους Ἀλβανούς, ὅτε εἶδεν ὅτι πᾶσα περαιτέρω ἀντίστασις ἦτο ματαία, ἠρώτησε τα τέκνα της ἂν δὲν προτιμοῦν ἀπὸ την σκλαβιάν τον θάνατον. Πάντες ἐζήτησαν τον θάνατον, τότε δὲ συσσωρεύσασα εἰς το μέσον ὅσην πυρίτιδα εἶχεν, ἔθεσε πῦρ εἷς αὐτὴν καὶ ἐκάησαν].









Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Λόγια καὶ Πράξεις



Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Λόγια καὶ Πράξεις

«Τα πρωτεῖα στὸν Σταυρό καὶ αἰώνια δόξα στοὺς σταυρωμένους γιὰ την πίστη καὶ γιὰ το γένος μας»

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Ἔκανε σύνθημα την πίστη

Μιλῶντας μετά την ἀπελευθέρωση σε μαθητές Γυμνασίου στὴν Πνύκα, ἀπὸ το ἴδιο βῆμα ποὺ μιλοῦσε στὴν ἀρχαιότητα ὁ Δημοσθένης, ὁ Περικλῆς καὶ οἱ ἄλλοι σπουδαῖοι πρόγονοι, τους εἰπέ: «Ὅταν πιάσαμε τα ἅρματα πρῶτα εἴπαμε ὑπὲρ πίστεως καὶ μετά ὑπὲρ πατρίδος». Στὴν ἰδία ὁμιλία του συνέστησε στοὺς Ἕλληνες «φρόνιμον ἐλευθερία».

Συχνά προσευχόταν γιὰ την Ἐπανάσταση: «Ὅταν την 1η Ἀπριλίου 1821 τσακίστηκε το ἑλληνικό στράτευμα ἀπὸ τους Τούρκους, ὁ Ἀναγνωσταράς καὶ οἱ ἄλλοι πήγανε στὸ Λεοντάρι, ἐγώ ἔμεινα μόνος με το ἄλογο μου στὸ Χρυσοβίτσι. Ἔκατσα μέχρι πού ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι με τα μπαϊράκια τους καὶ κατέβηκα κάτω. Ἦταν στὸ δρόμο ἡ Παναγιά, μιά ἐκκλησιά του χωριοῦ καθόμουν κι ἔκλαιγα γιὰ την Ἑλλάδα. Παναγία μου, εἶπα, βοήθησε κι αὐτὴ τὴ φορά τους Ἕλληνες νὰ ἐμψυχωθοῦν».

Ἐξ’ αἰτίας της ἐπανάστασης οἱ κλέφτες δὲν εἶχαν την εὐχέρεια νὰ τηροῦν πλήρως τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ὅταν τὴ Μεγάλη Τετάρτη του 1821 ὁ Kολοκοτρώνης καὶ ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης ἔφαγαν ψητό ἀρνῆ, το ἔφεραν βαρέως ἐπὶ χρόνια, μολονότι ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός εἶχε λύσει τὴ νηστεία γιὰ τους μαχόμενους.

Σε κάθε ἐκκλησία ἡ ἐξωκλήσι ποὺ συναντοῦσε ἔκανε το σταυρό του καὶ ἄναβε κεριά. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σε κατάστιχα δαπανῶν της ἐποχῆς ἐκείνης βρέθηκαν καταγραφές: «Διά κεριά ἀρχιστρατήγου Κολοκοτρώνη…».

Δὲν Βασιζόταν στοὺς ξένους

Το εἶχε χωνέψει ὁ Κολοκοτρώνης ὅτι οἱ Ἕλληνες θὰ ἀπελευθερώνονταν μόνο με τις δικές τους δυνάμεις: «Η Γαλλική Ἐπανάσταση Βοήθησε τους ἀνθρώπους νὰ ἀνοίξουν τα μάτια τους καὶ νὰ ριζώσει ἡ δικαιοσύνη στὸν κόσμο, νὰ ξεχωριστοῦν τα ὅρια της ἐξουσίας καὶ της ὑποταγής, οἱ Βασιλιᾶδες νὰ μὴν εἶναι πλέον σὰν θεοί στὴ γῆ. Η δικαιοσύνη εἶναι ἡ πραγματική Βασίλισσα καὶ ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ὅμως εἶδα ὅτι στὰ συμβούλια της Βιέννης δὲν ἔγινε τίποτα καλό γιὰ μας, ἀπελπίστηκα ἀπὸ τους ξένους καὶ εἶπα ὅτι δὲν ἔχουμε ἄλλη ἐλπίδα λύτρωσης ἐκτὸς ἀπὸ τον ἑαυτό μας καὶ τον Θεό».

Ο Κολοκοτρώνης περιγράφει μία συνομιλία του με τον ἀρχηγό τῶν ρωσικῶν στρατευμάτων στὴ Ζάκυνθο το 1805: «Πῆγα καὶ μίλησα μαζί του. Μου εἰπέ ὅτι ὁ βασιλιάς του τον πρόσταξε νὰ δεχτεῖ στὸ στράτευμά του ὅποιους θέλουν νὰ πολεμήσουν τον Ναπολέοντα. Του ἀποκρίθηκα, τι ἔχω ἐγὼ νὰ κάνω με τον Ναπολέοντα; Ἄν θέλετε στρατιῶτες γιὰ νὰ βοηθήσετε στὴν ἀπελευθέρωση της πατρίδας μου σας ὑπόσχομαι 5 καὶ 10 χιλιάδες».

Πῶς ἔκοψε το κάπνισμα

Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος ποὺ ἔκοψε το κάπνισμα ὁ Κολοκοτρώνης. Ὅταν κάποτε ξέμεινε ἀπὸ καπνό, ἔξυσε το τσιμπούκι του γτα νὰ καπνίσει ὅσα ὑπολείμματα εἶχαν μείνει, ἀλλὰ ἀηδίασε ἀπὸ την πίκρα. «Ὁρίστε ἄνθρωπος ποὺ θέλει νὰ ἐλευθερώσει τον τόπο του καὶ δὲν μπορεῖ ὁ ἴδιος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ το πάθος του. Θεέ μου συγχώρα με», εἶπε καὶ πέταξε το τσιμπούκι. Ἄν καὶ ἔκοψε το κάπνισμα, του ἄρεσε νὰ ρουφάει με τὴ μύτη τὴ μυρωδιά του καπνοῦ ἀπὸ μία ταμπακιέρα ποὺ του εἶχε χαρίσει ὁ Καποδίστριας.

Ο Κολοκοτρώνης εἶχε βαφτίσει 120 παιδάκια στὴ Ζάκυνθο καὶ εἶχε κάνει ἑκατοντάδες κουμπαριές. Μόνο στὰ Τρίκορφα ὑπῆρχαν 40 Θοδωράκηδες.

Ἀρκετὲς φορές παραπονιόταν ὅτι ἀπὸ την πολλή καβάλλα στὸ ἄλογο πρήζονταν τα ἀχαμνά του.

Ο Κολοκοτρώνης ἔλεγε το 1842 στὴν Ἀθήνα, λίγους μῆνες πρὶν τον θάνατό του: «Ο Χάρος δὲν μου δίνει ἄλλη διορία, θὰ πάω νὰ δῶ τα λημέρια μου καὶ ὅσους ἀπὸ τους παλιούς συντρόφους μου ζοῦνε. Θὰ με ρωτήσουν στὸν κάτω κόσμο τι κάνουν οἱ σύντροφοί μας στὸν πάνω κόσμο καὶ θὰ ἔχω κάτι νὰ τους λέω».

Ἔδεσε στὰ καπούλια του ἀλόγου του τον μικρό γιὸ του Πάνο τον Β’, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει με την πρώην καλόγρια Μαργαρίτα Βελισσάρη, καὶ πῆρε τον δρόμο πρὸς το Μόριά.

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες 1821

Γεώργιος Καραϊσκάκης - Το Λιοντάρι της Ρούμελης (1782-1827)



Γεώργιος Καραϊσκάκης - Τὸ Λιοντάρι της Ρούμελης (1782-1827) 


Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης ἢ Καραΐσκος ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πίο θρυλικὲς μορφὲς τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ὑπῆρξε στὴν ἀρχὴ σπουδαῖος ἀρματολὸς καὶ στὴ συνέχεια κατέστη κορυφαῖος στρατηγὸς τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Τὸ ἐπίθετό του εἶναι μᾶλλον ὑποκοριστικὸ τοῦ Καραΐσκος ὅπου ἀπαντᾶται ὡς οἰκογενειακὸ ἐπώνυμο στὶς ἐπαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Τὸ δὲ ἐπώνυμο Καραΐσκος εἶναι σύνθετο ἀπὸ τὴ τουρκικὴ λέξη "καρὰ" καὶ Ἴσκος. 


Πιὸ συγκεκριμένα τὸ κανονικὸ τοῦ ἐπίθετο ὅπως καὶ τοῦ ἀρματολοῦ πατέρα του ἦταν Ἴσκος ἀλλὰ λόγῳ τῆς περήφανης καὶ σκληρῆς προσωπικότητας ποὺ διαμόρφωσε στὰ δύσκολα καὶ δυστυχισμένα παιδικά του χρόνια, προσδόθηκε - ἀπὸ ὅλους - σὰν ἀντάξιο προσωνύμιο μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἐπίθετο του, τὸ λήμα "Καρα" ποὺ σημαίνει μεγάλος καὶ φοβερός. Τὸ τελικὸ τοῦ ἐπίθετο Καραϊσκάκης διαμορφώθηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι λόγῳ τῆς Τουρκικῆς σκλαβιᾶς ἀναγκάστηκε ἀπὸ παιδὶ νὰ γίνει κλέφτης στὰ βουνά. 


Πρῶτα Χρόνια 


Ἡ πιὸ σκοτεινὴ περίοδος τῆς ἱστορίας τοῦ Καραϊσκάκη θεωρεῖται ἡ παραμονή του στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ, μέχρι ποὺ λιποτάχτησε καὶ πῆγε στὸν Κατσαντώνη, ὅπως σημειώνει ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης. Γεννήθηκε στὸ Μαυρομμάτι τῆς Καρδίτσας τo 1782 καὶ ἦταν νόθος γιὸς τοῦ ἀρματολοῦ τοῦ Βάλτου Δημήτρη Ἴσκου ἢ Καραΐσκου, ἀπὸ τὴ Δούνιστα (σημερινὸς Σταθὰς Αἰτωλοακαρνανίας) καὶ τῆς Ζωῆς Διμισκὴ ἢ Ντιμισκή, ἀπὸ τὴ Σκουληκαριὰ Ἄρτας, ἀνιψιᾶς τοῦ ἀρματολοῦ των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Ἡ μητέρα του, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰωάννη Μαυροματιώτη, ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος σύζυγός της, ἔγινε καλόγρια. Ἐρωτεύτηκε ὅμως τὸν Καραΐσκο, καὶ ἀπὸ τὸν κρυφὸ αὐτὸν δεσμὸ γεννήθηκε ὁ Καραΐσκάκής. Γι' αὐτὸ καὶ τοῦ ἔμεινε τὸ παρατσούκλι «γιὸς τῆς καλογριᾶς».Από τὴν παιδική του ἡλικία ἤδη, κάνει τὰ πρῶτα βήματά του σὰν Κλέφτης. Ὁ Καραϊσκάκης γίνεται περισσότερο γνωστὸς μετὰ τὴν ἐνηλικίωσή του. Νεαρὸς ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου καὶ φυλακίσθηκε γιὰ παράνομες πράξεις, ἐκεῖ ὅμως ἔμαθε καὶ κάποια γράμματα. Ἔτσι ἀρχικὰ ὑπηρέτησε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ καὶ τὸν ἀκολούθησε στὴν ἐκστρατεία του κατὰ τοῦ περίφημου Πασβάνογλου, τοῦ φίλου τοῦ Ρήγα Φεραίου. Στὴ ἐκστρατεία ἐκείνη ὁ Καραϊσκάκης αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὶς δυνάμεις του Πασβάνογλου καὶ κρατήθηκε γιὰ κάποιο χρόνο. Στὴ συνέχεια ἐπέστρεψε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλὴ Πασᾶ. Λέγεται πὼς ὅταν ὁ Ἀλὴ Πασᾶς ρώτησε κάποτε τὸν Καραϊσκάκη τί θὰ ἤθελε νὰ τοῦ προσφέρει, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: "Ἂν μὲ γνωρίζεις ἄξιο γιὰ ἀφέντη, κάνε μὲ ἀφέντη, ἂν γιὰ δοῦλο, κάνε μὲ δοῦλο". 



Κατὰ τὴν πρώτη παραμονή του στὴν αὐλὴ τοῦ Πασᾶ παντρεύτηκε τὴ Γκόλφω ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῶν Ψαρογιαννέων ἀπὸ τὸ χωριὸ Σίντου καὶ ἀπέκτησε τὴν πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο τοῦ Ἀνδρέα Νοταρὰ ὑπουργοῦ τοῦ Ὄθωνα. Ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1820 πολιορκήθηκε ὁ Ἀλὴ Πασᾶς ἀπὸ τὰ Σουλτανικὰ στρατεύματα, ὁ Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του καὶ ἀγωνίσθηκε ὑπὲρ αὐτοῦ. Ἀργότερα ὅμως προσχώρησε στοὺς πολιορκητές, ἀλλὰ γρήγορα ἀπομακρύνθηκε καὶ ἀπ' αὐτούς. Κατάφερε δὲ τότε νὰ ἀποσύρει ἀπὸ τὰ πολιορκούμενα Ἰωάννινα τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ τὴ στείλει στὴ νῆσο Κάλαμο ποὺ τότε θεωροῦνταν ἀσφαλὲς μέρος γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀμάχους. Κατὰ τοὺς πρώτους μῆνες τοῦ 1821 προσπάθησε νὰ ἐξεγείρει σὲ ἐπανάσταση κατὰ τῶν Τούρκων τὴν περιοχή της Βόνιτσας, στὴν ἀρχὴ ἀνεπιτυχῶς διότι οἱ προύχοντες τῆς περιοχῆς θεωροῦσαν πὼς δὲν ἦταν ἀκόμη κατάλληλος ὁ καιρός. Στὴ συνέχεια πῆγε στὰ Τζουμέρκα ὅπου ἐκεῖ ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπανάστασης, ἡ ὁποία διαδόθηκε πολὺ γρήγορα στὶς ὅμορες ἐπαρχίες καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Μακρυνόρος ὅπου καὶ συμμετεῖχε ὁ ἴδιος στὶς γενόμενες ἐκεῖ συμπλοκές. 


Δράση 1821 - 1823


Κάτοχος πλέον τῶν Ἀγράφων, στὴν ἀρχὴ ἀπέφυγε νὰ προσβάλει τοὺς Τούρκους, ὑποκρινόμενος ὑποταγὴ στὸν Σουλτᾶνο προκειμένου νὰ ἀποφύγει ἐπιδρομὲς Τούρκων στὴ περιοχή του. Τὸ 1822 ἦλθε σὲ ἔντονες προστριβὲς μὲ τὸν Γιαννάκη Ράγκο ποὺ ἀξίωνε καὶ αὐτὸς τὴν ἀρχηγία τῶν Ἀγράφων. Μὲ τὴν εἰσβολὴ τῶν Τούρκων στὴ Στερεὰ Ἑλλάδα (Νοέμβριος 1822) ὁ Καραϊσκάκης εἰδοποίησε ἀπὸ τὰ Ἄγραφα τὸν γέροντα Πανουργιὰ «ὅτι διαπραγματεύθηκε προσωρινὰ μὲ τοὺς Τούρκους νὰ ἀρχηγέψει στὰ Ἄγραφα καὶ ἔτσι αὐτοὶ νὰ μὴν ἔλθουν» ἐνῷ «τὰ "δικαιώματα" θὰ τὰ ἔστελνε ὁ ἴδιος σ' ἐκείνους». Ἔτσι ἑνωμένοι ὁ Καραϊσκάκης μὲ τοὺς Στορνάρη καὶ Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σὲ συμφωνία μὲ τὸν Βαλῇ της Ρούμελης Χουρσὶτ Πασᾶ, ἐξαγοράζοντας τὸν καιρὸ καὶ περιμένοντας τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐκστρατειῶν του κατὰ τοῦ Μεσολογγίου, κατὰ τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδας καθὼς καὶ τῆς ἐκστρατείας του Δράμαλη. Καὶ "ἂν χρειάζονται στρατιωτικὴ βοήθεια νὰ τοὺς πέμψει" ἔγραφε τότε ὁ Καραϊσκάκης.Μόλις ξέσπασε ἡ Ἐπανάσταση ὁ Γῶγος Μπακόλας καὶ ὁ Καραϊσκάκης ἔκαψαν τὸν ὀχυρὸ πύργο τοῦ χωριοῦ Καλύβια του Μάλιου (ἐπαρχία Ραδοβυζίου). 


Τὰ Ἄγραφα καὶ τὸ ἀρματολίκι αὐτῶν στὰ τελευταῖα χρόνια πρὶν τὴν Ἐπανάσταση, τὰ κατεῖχαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (ποὺ πέθανε τὸ 1872). Ὁ Καραϊσκάκης ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία φιλοδοξοῦσε νὰ γίνει κάποια μέρα καπετάνιος τῶν Ἀγράφων καὶ τὸ κατόρθωσε πράγματι τὸ 1821 βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν Γιαννάκη Ράγκο καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν Βαλτινούς, ἀναγνωρισμένος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὶς Σουλτανικὲς ἀρχὲς τῆς Λάρισας. Μετὰ τὴ λύση τῆς πρώτης πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822) ὅταν μέρος τοῦ στρατοῦ τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη καὶ τοῦ Κιουταχῆ χρειάστηκε ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο νὰ μετακινηθεῖ διερχόμενο ἀπὸ τὰ Ἄγραφα, στρατοῦ τοῦ ὁποίου ἡγοῦνταν οἱ Ἰσμαὴλ Πασᾶς Πλιάσας, Ἰσμαὴλ Χατζῆ Μπέντου καὶ Ἄγος, ὁ Καραϊσκάκης προκατέλαβε μὲ χίλιους περίπου ἄνδρες τὴν διάβαση καὶ ἀνάγκασε τοὺς ἐχθροὺς κοντὰ στὸν Ἅγιο Βλάση, νὰ ὀπισθοχωρήσουν στὸ Ἀγρίνιο, μετὰ ἀπὸ πεισματώδη μάχη. Ὁ ἴδιος στὴ συνέχεια ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ Ἄγραφα καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν Ἰθάκη προκειμένου νὰ συναντήσει ἔμπειρους γιατροὺς γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς φυματίωσης ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε. Οἱ γιατροὶ λίγες ἐλπίδες ζωῆς ἔδωσαν στὸν ἥρωα καὶ τοῦ συνέστησαν νὰ μείνει στὸ νησί. 


Ἐπιστροφή - Δίκη 


Ὁ Καραϊσκάκης, νοσταλγῶντας τὴ Ρούμελη καὶ τὰ Ἄγραφα, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Ἰθάκη στὸ Μεσολόγγι καὶ ζήτησε ἐπίμονα νὰ διορισθεῖ ἀρχηγὸς τῶν ἑλληνικῶν πλέον ὅπλων τῆς ἐπαρχίας τῶν Ἀγράφων. Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος δὲν δέχθηκε, θεωρῶντας τὸν ἑαυτό του ἱκανὸ καὶ ἄξιο στρατηγὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀντιζηλία γιὰ τὶς ἱκανότητες τοῦ Καραϊσκάκη. Οἱ Τζαβελαῖοι ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ ἦταν ὑπέρ του, ἐνῷ ἐναντίον του ἦταν μόνο ὁ Μαυροκορδάτος, ποὺ ἠθελημένα παραγνώριζε τὸν ἥρωα προκειμένου νὰ ὑποστηρίξει τὸν περὶ αὐτὸν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε καὶ κάποιες συμπλοκὲς μεταξὺ ὀπαδῶν τοῦ Καραϊσκάκη καὶ Μεσολογγιτῶν ὅταν ἐκεῖνοι κατέλαβαν τὸ Αἰτωλικὸ καὶ αἰφνίδια τὸ Βασιλάδι, τὰ ὁποῖα καὶ ἀργότερα περιῆλθαν στὴν ὑπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση τοῦ Μεσολογγίου. 

Τότε ὁ Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τὸν Καραϊσκάκη μετὰ ἀπὸ ὁμολογία τοῦ Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, ποὺ εἶχε μεταβεῖ στὰ Γιάννενα, ὅτι: "ὁ γιὸς τῆς Καλογριᾶς εἶχε στείλει ἐπιστολὴ στὸν Ὀμὲρ Βρυώνη μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ τοῦ παραδώσει τὸ Μεσολόγγι καὶ τὸ Αἰτωλικό". Ἔτσι διόρισε ἐπιτροπὴ προκειμένου νὰ ἐξετάσει τὴν "ἀποκάλυψη προδοσίας". 

Στὶς 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε ἡ παραπάνω ἐπιτροπὴ καὶ στὶς 2 Ἀπριλίου 1824 (σὲ 3 μέρες) ἐκδόθηκε προκήρυξη τῶν ἐγκλημάτων τοῦ Καραϊσκάκη μὲ τὸν τίτλο «Προσωρινὴ Διοίκηση τῆς Ἑλλάδος». Κατὰ τὴν προκήρυξη ποὺ ἦταν πράξη διοικητικὴ καὶ ὄχι δικαστική, ἡ ἐν λόγῳ ἐπιτροπὴ ἔκρινε τὸν Καραϊσκάκη ἔνοχο «ἐσχάτης προδοσίας» ἄνευ δίκης. Παρόλα αὐτὰ εἶναι ἀμφίβολο ἂν ἡ ἀπόφαση ἐκείνη τῆς ἐπιτροπῆς δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ὁ ἥρωας στερήθηκε ὅλων τῶν βαθμῶν καὶ τῶν ἀξιωμάτων του καὶ διατάχθηκε νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Αἰτωλικό. Οἱ δὲ πολῖτες διατάχθηκαν νὰ ἀποφεύγουν κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὸν «ἐχθρὸ τῆς πατρίδας», τὸν Καραϊσκάκη, ἐφόσον αὐτὸς «δὲν μετανοήσει καὶ προσπέσει στὸ ἔλεος τῶν Ἑλλήνων καὶ ζητήσει συγχώρησιν», θεωρῶντας ὅτι τὸ ἔλεος τῶν Ἑλλήνων τὸ ἐκπροσωποῦσε ὁ Μαυροκορδάτος. Ἀνάλογη ἀπόφαση δὲν εἶχε προηγουμένως ἐκδοθεῖ οὔτε κατὰ τῶν Τούρκων. Ἔτσι στὶς 3 Μαΐου 1824 (ἀνήμερα τῆς ἔκδοσης τῆς προκήρυξης) ὁ Καραϊσκάκης μὲ πολλοὺς ὀπαδούς του ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Αἰτωλικὸ καὶ ἐπιχειρῶντας ἀνεπιτυχῶς νὰ καταλάβει τὰ Ἄγραφα μετέβη στὸ Καρπενήσι. Στὶς 27 Μαΐου τοῦ ἴδιου ἔτους ζήτησε ἐγγράφως συγνώμη ἀπὸ τὸν Α. Μαυροκορδάτο, ποὺ ὅμως δὲν εἰσακούσθηκε. Τελικὰ στὶς 25 Ἰουνίου 1824 κατέφυγε στὸ Ναύπλιο ὅπου ἡ Κυβέρνηση τοῦ ἀναγνώρισε ὅλους τοὺς βαθμοὺς καὶ τὰ ἀξιώματά του. 


Ἀρχιστρατηγία 


Ὅμως στὰ τέλη τοῦ 1824 καὶ χωρὶς σχετικὴ διαταγὴ τῆς Κυβέρνησης, ὁ Καραϊσκάκης ἔλαβε μέρος μαζὶ μὲ τὸν Κίτσο Τζαβέλλα καὶ ἄλλους Ρουμελιῶτες στὸν 2ο ἐμφύλιο πόλεμο, κατὰ τῶν λεγομένων ἀνταρτῶν, προχωρῶντας ὁ ἴδιος στὴ λεηλασία τῶν οἰκιῶν των Ζαΐμηδων στὴ Κερπινή των Καλαβρύτων. Ἀμέσως μετὰ ἔσπευσε καὶ συμμετεῖχε στὴ μάχη τοῦ Κρομμυδίου (περιοχὴ Μεθώνης). Μετὰ τὸ τέλος τοῦ 2ου ἐμφυλίου πολέμου ὁ Κωλέττης ἐνίσχυσε τὸν Καραϊσκάκη καὶ μ΄ ἄλλους πολλοὺς Στερεοελλαδίτες ἀπὸ τὸ Μωριᾶ καὶ τὴ Ρούμελη, ἐφοδιάζοντάς τον μὲ χρήματα, τρόφιμα καὶ πολεμικὸ ὑλικό.Αμέσως μετὰ τὴν ἀποκατάστασή του ὁ Καραϊσκάκης διατάχθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση νὰ ἐκστρατεύσει στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ ἐπί κεφαλῆς 300 μισθοφόρων. Ἐπίσης, χωρίσθηκε καὶ ἡ περιοχὴ τῶν Ἀγράφων σὲ δύο τμήματα καὶ τὸ μὲν ἀνατολικὸ ἀποδόθηκε στὸν Καραϊσκάκη, τὸ δὲ δυτικὸ στὸν Γιαννάκη Ράγκο. Ἔτσι κοντὰ στὰ Σάλωνα (Ἄμφισσα) συγκροτήθηκε τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ στρατόπεδο, ὁ δὲ Καραϊσκάκης, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει τὴν γενικὴ ἐκτίμηση τῶν ὁπλαρχηγῶν, ἐκλέχθηκε ἀπὸ ἐκείνους "στρατοπεδάρχης ἀπολύτου ἐξουσίας". 

Στὶς ἀρχὲς τοῦ Μαΐου τοῦ 1825 ὁ Καραϊσκάκης ἐπανέρχεται στὴ Στερεὰ καὶ κατὰ τὰ μέσα τοῦ καλοκαιριοῦ βρίσκεται σὲ πλήρη δράση διορισμένος ὡς γενικὸς ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἐκτὸς Μεσολογγίου ἑλληνικῶν στρατευμάτων, κατὰ τὸν ἴδιο χρόνο ποὺ αὐτὸ πολιορκεῖτο ἀπὸ τὸν Κιουταχῆ καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὸν Ἰμπραὴμ Πασᾶ τῆς Αἰγύπτου. Τότε ὁ Καραϊσκάκης μαζὶ μὲ τὸν Τζαβέλλα καταστρώνουν ἕνα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης ἀπὸ ξηρᾶς ὅλων τῶν τῶν Τούρκων ποὺ πολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι, σὲ συνεννόηση πάντα μὲ τοὺς πολιορκημένους. Τὸ περίφημο ἐκεῖνο σχέδιο ἄρχισε νὰ ἐκτελεῖται τμηματικὰ ἀπὸ τὶς 21 μέχρι 25 Ἰουλίου 1825 χωρὶς ὅμως νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Ἐπέφερε ὅμως διακοπὴ τῆς πολιορκίας ἐνῷ οἱ ἀπώλειες τῶν Τούρκων ὑπῆρξαν σοβαρότατες, τὸ δὲ ἠθικὸ τῶν πολιορκημένων ἀναπτερώθηκε. Στὴ συνέχεια ὁ Καραϊσκάκης μὲ 3.000 ἄνδρες ἔσπευσε στὰ Ἄγραφα ὅπου ἐκεῖ ἀποδεκάτισε πολλοὺς Τούρκους καθὼς καὶ τουρκίζοντες χριστιανούς. Ἀπὸ ἐκεῖ προχώρησε στὴ περιοχὴ Βάλτου καὶ μέσῳ τῶν τουρκικῶν ὀχυρωμάτων, διῆλθε τὴν "Λάσπη του Καρβασαρὰ" ὅπου ἔδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) καὶ τελικὰ στρατοπέδευσε στὸ Δραγαμέστο (σημ. Ἀστακός). 


Τὴν νύκτα τῆς 10-11 Ἀπριλίου 1826 ὅταν τὸ προπύργιο τῆς ἐπανάστασης, ἡ πόλη τῶν "ἐλεύθερων πολιορκημένων", τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε, ὁ Καραϊσκάκης βρισκόταν ἀσθενὴς στὸν Πλάτανο τῆς Ναυπακτίας. Πάραυτα ἔστειλε στὴ "Γέφυρα τῆς Βαρνάκοβας" παρατηρητὲς νὰ δοῦν πόσοι καὶ ποιοί σώθηκαν ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ ἐκείνη φρουρὰ τοῦ Μεσολογγίου. Παρ' ὅτι ὁ Πλάτανος ἦταν ἔρημος καὶ ὁ ἴδιος ἀσθενὴς σὲ στρῶμα, ἑτοίμασε ψωμὶ καὶ σφακτὰ ποὺ μοίρασε πλουσιοπάροχα στὰ "πειναλέα ἐκεῖνα λείψανα τοῦ Μεσολογγίου". 


Στὶς 17 Ἰουνίου ὁ Καραϊσκάκης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐκείνους του μαχητὲς φθάνει στὸ Ναύπλιο. Ἡ Ἐπανάσταση ἤδη στὴ Δυτικὴ Στερεὰ εἶχε σβήσει καὶ στὴν Ἀνατολικὴ μόνο ἡ Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ἡ Κάζα καὶ τὰ Δερβενοχώρια κατέχονταν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Τὸν Ἰούλιο τῆς ἴδιας χρονιᾶς, ἂν καὶ βρισκόταν σὲ προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, ὑπὸ τὴν θεραπεία τοῦ Ἑλβετοῦ γιατροῦ Baily, πρότεινε στὴν ἑδρεύουσα "Διοικητικὴ Ἐπιτροπὴ" νὰ ἀναλάβει ὁ ἴδιος τὸν ἀγῶνα στὴν Στερεά. Εἶχε ὅμως προσκληθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν Κριεζώτη καὶ ἀπὸ τὸν Βάσσο, ποὺ δροῦσαν ἤδη στὴν Ἀττικὴ καὶ στὴν Ἐλευσῖνα. Ὁ Α. Ζαΐμης, πρόεδρος τῆς νεοπαγοῦς Διοικητικῆς Ἐπιτροπῆς, θεώρησε τὸν "Γιὸ τῆς Καλογριᾶς" ὡς τὸν ἀξιότερο στρατιωτικὸ γιὰ τὴν γενικὴ ἀρχιστρατηγία καὶ τὸν ἀναγνώρισε ὡς ἀρχιστράτηγο, παρ' ὅτι εἶχε παλαιότερα κατατρεχθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ εἶχε ὑποστεῖ λεηλασία τῆς οἰκίας του. 



Στὶς 19 Ἰουλίου 1826 ὁ Καραϊσκάκης ἐπί κεφαλῆς 680 περίπου ἀνδρῶν ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ναύπλιο γιὰ τὴν Στερεὰ στὴν ὁποία εἶχε εἰσβάλει ὁ Ὀμὲρ Πασᾶς (τῆς Καρύστου) καὶ ὁ Κιουταχῆς (ἀπὸ Θήβα). Πολὺ σύντομα ὁ Κιουταχῆς, λόγο τῆς στρατιωτικῆς δεινότητας τοῦ Καραϊσκάκη, βρέθηκε ἀπὸ πολιορκῶν σὲ θέση πολιορκούμενου. Μὲ ὑπόδειξη τοῦ Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στὴν Ἐλευσῖνα γενικὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο. Στὶς 5-7 Αὐγούστου τοῦ ἴδιου ἔτους ἐπῆλθε ἡ πρώτη ἁψιμαχία στὸ Χαϊδάρι, τὴν ὁποία ἀκολούθησαν κι ἄλλες, φοβούμενος ὁ Κιουταχῆς τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση ἀπὸ τὰ κυκλωτικὰ πάντα σχέδια τοῦ Καραϊσκάκη. Στὶς ἁψιμαχίες ἐκεῖνες ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Φαβιέρος διαφώνησαν περὶ τῆς τακτικῆς τοῦ πολέμου. Ὅταν ὅμως ὁ Κιουταχῆς κατέλαβε τὴν κάτω πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ὁ Καραϊσκάκης ἐνίσχυσε τὴν φρουρὰ τῆς Ἀκρόπολης μὲ περιορισμένο σῶμα ὑπό τον Κριεζώτη ποὺ κατάφερε καὶ εἰσῆλθε στὶς 10 Ὀκτωβρίου 1826. Τὸν ἴδιο μῆνα καὶ 15 μέρες μετὰ (25 Ὀκτωβρίου) ὁ Καραϊσκάκης ἐκστράτευσε στὴ Βοιωτία, στὴ Φθιώτιδα καὶ στὴ Φωκίδα, ἀπ' ὅπου καὶ ἀπέκοψε τὶς τουρκικὲς ἐφοδιοπομπές, ὁλοκληρώνοντας ἔτσι τὸν ἀποκλεισμὸ τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ τῶν Τούρκων. 

Στὶς 18 Νοεμβρίου 1826 ὁ ἐπί κεφαλῆς τῶν τουρκαλβανικῶν σωμάτων Μουσταφάμπεης στρατοπεδεύει στὴ Δαύλεια δίπλα σὴν Μονὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ προκειμένου νὰ διανυκτερεύσει, προτιθέμενος τὴν ἑπομένη νὰ φθάσει στὴν Ἄμφισσα μέσῳ Ἀράχοβας. Ὁ Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τὶς κινήσεις καὶ τὶς προθέσεις αὐτές, τὴν νύχτα τῆς 18ης πρὸς 19η Νοεμβρίου, σπεύδει μὲ 560 ἄνδρες καὶ προκαταλαμβάνει την Ἀράχοβα, τὴν ὁποία ὀχυρώνει μὲ τὴν ἀμέριστη βοήθεια τῶν κατοίκων. Στὶς ἕξι ἡμέρες ποὺ ἀκολούθησαν (19-24) οἱ μάχες ποὺ δόθηκαν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ἀράχοβας ὑπῆρξαν συντριπτικὲς γιὰ τοὺς Τούρκους, ποὺ ἀπὸ 2.000 ποὺ ἦταν, μόλις ποὺ διασώθηκαν περὶ τοὺς 300. Στὶς μάχες ἐκεῖνες σκοτώθηκαν καὶ τέσσερις Τοῦρκοι ἀρχηγοὶ σωμάτων: ὁ Μουσταφάμπεης, ὁ ἀδελφός του Καριοφίλμπεης, ὁ Ἐλζάμπεης καθὼς καὶ ὁ Κεχαγιάμπεης. Δυτικὰ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου της Ἀράχοβας, στὸ τέλος τῶν μαχῶν, ὁ Καραϊσκάκης ἔστησε πυραμίδα ἀπὸ 1.500 κεφάλια τουρκαλβανὼν στρατιωτῶν.Προχωρώντας στὴ συνέχεια στὴν πολιορκία τῶν πύργων της Δόμβραινας, διέταξε νὰ ἀρχίσει καὶ ἡ προσβολὴ τῶν Τούρκων ποὺ βρίσκονταν στὴν πεδιάδα τοῦ χωριοῦ (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετὰ μεταφέρει τὸ στρατόπεδό του ἀπὸ τὴν Δόμβραινα καὶ τὴν Κεκόση στὴ Μονὴ Δομποῦ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Μονὴ τοῦ Ὄσιου Λουκᾶ καὶ στὶς 18 Νοεμβρίου στρατοπεδεύει στὸ Δίστομο, ἔχοντας ὁλοκληρώσει ἐκκαθαρίσεις σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Τὶς κυκλωτικὲς αὐτὲς κινήσεις ἀντιλαμβάνεται γρήγορα ὁ Κιουταχῆς καὶ εἰδοποιεῖ νὰ σπεύσουν σὲ βοήθειά του ὁ Μουσταφάμπεης ἀπὸ τὴν Ἀταλάντη καὶ ὁ Καχαγιάμπεης ποὺ ἦταν νοτιότερα, οἱ ὁποῖοι καὶ ἑνώνοντας τὶς δυνάμεις τους ἔσπευσαν νὰ καλύψουν τὰ νῶτα τῶν Τούρκων ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν Ἀκρόπολη. 

Στὴ συνέχεια, διαβλέποντας πὼς ὁ Κιουταχῆς δὲν θὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει τὴν πολιορκία χωρὶς ἀνεφοδιασμό, συνεχίζει τὶς ἐκκαθαρίσεις τῶν περιοχῶν τῆς Στερεᾶς. Ἀρχὲς Δεκεμβρίου εἰσέρχεται στὸ Τουρκοχώρι τὸ ὁποῖο καὶ καταλαμβάνει ἐνῷ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια φονεύει τὸν Μεχμὲτ Πασᾶ, τὰ δὲ λείψανα τοῦ στρατοῦ ἐκείνου τὰ καταδιώκει μέχρι τὴ Βουδουνίτσα. Στὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου 1827 ἀνάγκασε καὶ τὸν Ὀμὲρ Πασᾶ της Εὔβοιας ποὺ εἶχε σπεύσει ἐναντίον του νὰ παραιτηθεῖ τοῦ ἀγῶνα καὶ νὰ ἐπιστρέψει νικημένος στὴν ἕδρα του. 

Στὶς 23 Φεβρουαρίου 1827 ὁ Καραϊσκάκης ἐπιστρέφει στὴν Ἐλευσῖνα ἀφοῦ εἶχε ἐλευθερώσει ὅλη τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, ἐκτὸς τοῦ Μεσολογγίου, τῆς Βόνιτσας καὶ τῆς Ναυπάκτου. 


Το Τέλος


Στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1827 προσῆλθαν καὶ οἱ διορισμένοι ἀπὸ τὴν Συνέλευση τῆς Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασῶν τῶν ναυτικῶν δυνάμεων", Κόχραν μαζὶ μὲ τὸν Τσώρτς, "διευθυντὴ χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου νὰ συνδράμουν τὸν Ἀγῶνα. Μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς ξένους ὁ Καραϊσκάκης βαθμιαῖα περιῆλθε σὲ ἔριδες, τόσο γιὰ τὴν τακτικὴ τοῦ πολέμου, ὅσο καὶ κατὰ τὴν ὀργάνωση γιὰ τὴν κατὰ μέτωπο ἐπίθεση. Οἱ διορισμοὶ τῶν ξένων ἐκείνων προσώπων ὑπῆρξαν ἀναμφίβολα τὸ μοιραῖο σφάλμα ποὺ ἀνέτρεψε τὴν ἔκβαση τοῦ Ἀγῶνα. Καὶ τοῦτο διότι προσπαθοῦσαν νὰ ἐφαρμόσουν τακτικὲς ὀργανωμένου στρατοῦ ἀγνοῶντας τὶς τακτικὲς τῶν Ἑλλήνων, τὴν ψυχολογία τους, ἀλλὰ καὶ τὶς μορφολογικὲς δυνατότητες τῆς περιοχῆς, ἐπιζητῶντας τὴν ἔξοδο μὲ κατὰ μέτωπο ἐπίθεση σὲ πεδιάδα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς, δὲν γνώριζαν τὸ εἶδος αὐτὸ τοῦ πολέμου ποὺ ἐπιχειροῦσαν μέχρι τότε οἱ Ἕλληνες. Ἔτσι ἡ ἀνάμιξη αὐτῶν στὶς πολεμικὲς ἐνέργειες μὲ ταυτόχρονες διαταγὲς τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου παρέλυσαν τὶς διαταγὲς τοῦ Καραϊσκάκη.Όταν ὁ Ἀρχιστράτηγος Καραϊσκάκης ἐπέστρεψε μετὰ τὴν τετράμηνη νικηφόρα περιοδεία του, ἔχοντας χίλιους περίπου ἄνδρες, στὴν Ἐλευσῖνα, μετέφερε τὸ στρατόπεδό του στὸ Κερατσίνι στὰ ὑψώματα τοῦ ὁποίου ἔχτισε "ταμπούρια" (μικρὲς ὀχυρώσεις) ὅπου ἐπανειλημμένα δέχθηκε ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων, ἰδιαίτερα στὶς 4 Μαρτίου 1827. Τὸν ἴδιο χρόνο 2.000 Πελοποννήσιοι ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τοὺς Πετμεζάδες, Σισίνη κ.ἄ. ὁπλαρχηγοὺς φθάνουν σὲ ἐπικουρία τοῦ Ἀρχιστρατήγου. 

Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα". Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων.

Ἡ ἐπιχείρηση ὁρίσθηκε νὰ πραγματοποιηθεῖ τὴ νύχτα τῆς 22ας πρὸς τὴν 23η Ἀπριλίου 1827, ἔχοντας συμφωνήσει κανεὶς νὰ μὴν ξεκινήσει ἄκαιρα τοὺς πυροβολισμοὺς πρὶν δοθεῖ τὸ σύνθημα γιὰ γενικὴ ἐπίθεση. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 22ας Ἀπριλίου ἀκούστηκαν πυροβολισμοὶ ἀπὸ ἕνα Κρητικὸ ὀχύρωμα. Οἱ Κρητικοὶ προκαλοῦσαν τοὺς Τούρκους καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ἀπαντοῦσαν οἱ ἐχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ὁ Καραϊσκάκης, παρ' ὅτι ἄρρωστος βαριά, ἔφτασε στὸν τόπο τῆς συμπλοκῆς. Ἐκεῖ μιὰ σφαῖρα τὸν τραυμάτισε θανάσιμα στὸ ὑπογάστριο. Οἱ γιατροὶ ποὺ ἀνέλαβαν τὴν περίθαλψή του, γρήγορα κατάλαβαν ὅτι θὰ κατέληγε. Ὁ ἥρωας μεταφέρθηκε στὸ στρατόπεδό του στὸ Κερατσίνι καὶ ἀφοῦ μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ὑπαγόρευσε τὴ διαθήκη του ποὺ ἰδιόχειρα ὑπέγραψε. Ἡ τελευταία κουβέντα ποὺ εἶπε στὸν συμπολεμιστὴ τουΣτρατηγὸ Μακρυγιάννη, ὅταν ὁ τελευταῖος πῆγε νὰ τὸν ἐπισκεφτεῖ, ἦταν "Ἐγὼ πεθαίνω. Ὅμως ἐσεῖς νὰ εἶστε μονιασμένοι καὶ νὰ βαστήξετε τὴν πατρίδα". 


Τὴν ἑπομένη στὶς 23 Ἀπριλίου 1827 ὁ Ἀρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης ὑπέκυψε στὸ θανατηφόρο τραῦμα του μέσα στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Κερατσίνι, ἀνήμερα τῆς γιορτῆς του. Ἡ σωρός του μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴ Σαλαμῖνα ὅπου ἐτάφη καὶ θρηνήθηκε ἀπὸ τὸ πανελλήνιο. Ἀναφέρεται πὼς ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης ἔμαθε τὸν θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη "κάθισε σταυροπόδι" καὶ μοιρολογοῦσε σὰν γυναῖκα. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Καραϊσκάκη ἀνέλαβαν ὁ Κόχραν μὲ τὸν Τσὼρτς τὴν διοίκηση τῆς διεξαγωγῆς τῆς μάχης στὴ πεδιάδα τοῦ Φαλήρου ὅπου καὶ ἀκολούθησε ἡ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τοῦ Ἀνάλατου, στὴ σημερινὴ περιοχὴ Φλοίσβου (Φαλήρου) ὅπου εἶχαν οἱ Τοῦρκοι παρασύρει τοὺς Ἕλληνες μέχρι ποὺ τοὺς περικύκλωσαν. Ἀκολούθησε ἡ διάλυση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοπέδου τῆς Ἀκρόπολης καὶ ἡ ἀνακατάληψή της καὶ ἡ διάλυση καὶ τοῦ στρατοπέδου του Κερατσινίου. 







Αὐτὴ ἦταν η συγκλονιστική ἀπολογία του Κολοκοτρώνη! ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες 1821

Ἡ ἀπολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ὅπως καταγράφεται ἀπὸ το ΓΕΣ καὶ ἀπὸ το βιβλίο του ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγῶν Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καὶ Δημητρίου Πλαποῦτα».

Ὁ Θόδωρος Κολοκοτρώνης, πρωταγωνιστής στὴν Ἐπανάσταση του 1821, στρατηγός, πολιτικός, πληρεξούσιος καὶ σύμβουλος της Ἐπικράτειας, ἔμηνε γνωστός καὶ ὡς Γέρος του Μωριᾶ.

Το 1833, ὅμως, οἱ διαφωνίες του με την Ἀντιβασιλεῖα τον ὁδήγησαν, μαζί με ἄλλους ἀγωνιστές, στὶς φυλακές του Ἱτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της ἐσχάτης προδοσίας.

Ἡ ἀπολογία του

Πρόεδρος: Ὁρκίζομαι νὰ εἴπω την ἀλήθεια καὶ μόνη την ἀλήθεια εἰς ὁ,τι ἐρωτηθῶ.

Ὁρκίζομαι. (Κάθονται ὅλοι στὶς θέσεις τους).

Πώς ὀνομάζεσαι;

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ἀπὸ πού κατάγεσαι;

Ἀπὸ το Λιμποβίσι της Καρύταινας.

Πόσων ἐτῶν εἶσαι;

Ἑξῆντα τέσσερων.

Τι ἐπάγγελμα κάνεις;

Στρατιωτικός. Στρατιώτης ἤμουνα. Κράταγα ἐπὶ 49 χρόνια στὸ χέρι το ντουφέκι καὶ πολεμοῦσα νύχτα μέρα γιὰ την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δὲν κοιμήθηκα μία ζωή. Εἶδα τους συγγενεῖς μου νὰ πεθαίνουν, τ΄ ἀδέρφια μου νὰ τυραννιοῦνται καὶ τα παιδιά μου νὰ ξεψυχᾶνε μπροστά μου. Μὰ δὲ δείλιασα. Πίστευα πῶς ὁ Θεός εἶχε βάλει την ὑπογραφή του γιὰ τὴ λευτεριά μας καὶ πῶς δὲν θὰ την ἔπαιρνε πίσω.

Τι ἀπολογεῖσαι γιὰ την κατηγορία ποῦ σου ἀποδίδεται;

Τον ἀπερασμένο Ἰούλη διάηκα στὴν Τριπολιτσά γιὰ να στεφανώσω ἐν' ἀντρόγενο. Ἀπὸ κεῖ τράβηξα, μαζί με τὴ νύφη μου, γιὰ το μοναστήρι της Ἅγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιᾶς ἦρθε κι ὁ Ρώμας στὴν Καρύταινα ὅπου καθίσαμε κάνα δύο μέρες. Ἔπειτα ὁ Ρώμας ἔφυγε κι ἐγὼ γύρισα στὴν Τριπολιτσά στὶς 18 τ' Αὐγούστου.

Εἶχες προηγουμένως ἄλλες συναντήσεις με το Ρώμα;

Δὲν εἶχα πρὶν καμία συνάντηση μαζί του. Τον ἀντάμωσα γιὰ πρώτη φορά στὴν Τριπολιτσά. Μακριές ὁμιλίες δὲν εἴχαμε. Τρώγαμε ὅμως μαζί.

Καὶ τι λέγατε;

Τα συνηθισμένα ὅπου λένε οἱ ἄνθρωποι ὅταν τρῶνε ἀντάμα ψωμί.

Δὲν εἶχες την περιέργεια νὰ ρωτήσεις τον Ρώμα γιὰ τα ὅσα διέδιδε περί Ἀντιβασιλεῖας;

Καμία περιέργεια δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου.

Τον ἄλλον καιρό τι ἔκανες στὴν Τριπολιτσά;

Πάγαινα στὸ παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες καὶ τους μίλαγα ἐπειδής ἤτανε ἐρεθισμένοι ἀπὸ κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους ἔλεγα: «Βρὲ τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιᾶς καὶ τι πλερώνετε τώρα; Δὲν πλερώνετε τώρα λιγότερα ἀπ' τον καιρό της τουρκιᾶς;». Καὶ τους τ' ἀπόδειχνα με παραδείγματα.

Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;

Ναὶ, τον γνωρίζω. Ἦρθε μάλιστα στὴν Τριπολιτσά γιὰ νὰ δή το Ρώμα. Σὰ μπατζανάκης του ποῦ εἶναι.

Τι παράγγειλες μ' αὐτὸν στὸ γιὸ σου το Γενναῖο στ΄ Ἀνάπλι;

Τίποτα. Οὔτε εἶχα καὶ τίποτα νὰ του παραγγείλω.

Ποιοί ἄλλοι ἦταν τότε στὴν Τριπολιτσά;

Ὁ Νικηταράς καὶ Πλαποῦτας ποῦ εἴχανε ἔρθει ἀπ' τα χωριά τους.

Τι ἄκουσες περί μιᾶς ἀναφοράς ἐναντίον της Ἀντιβασιλεῖας καὶ τῶν Βαυαρῶν;

Δὲν ἄκουσα τίποτα οὔτε καὶ μου μίλησε ποτέ κανείς γιὰ καμία τέτοια ἀνά-φορά.

Δὲν ἄκουσες τίποτα;

Ὄχι.

Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά καὶ Καπογιάννη;

Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω ἀπ' τον ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ Μπαλκανάς ἤτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δύο φορές μου 'φύγε ἀπ' τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δὲν τον γνωρίζω.

Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρῆστο Νικολάου, τον ξέρεις;

Ναὶ. Είν' ἕνα ξόανο παιδαρέλι.

Τον Ἀλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;

Τον γνωρίζω, εἶναι μάλιστα καὶ συγγενής μου.

Ἤξερες πῶς θὰ πήγαινε στὴ Λιβαδειά;

Ὄχι, δὲν το ἤξερα. Ἀπ' τον κόσμο το ἄκουσα πῶς πῆγε.

Δὲν τον εἶχες δεῖ προηγουμένως;

Ὄχι.

(Δείχνοντάς το). Εἶναι ἀληθινό αὐτὸ το γράμμα του Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν της Ρωσίας πρὸς ἐσένα;

Ναὶ, εἶναι.

Πώς πῆρε ἀφορμὴ νὰ σου γράψει ὁ Ρῶσος ὑπουργός;

Ἦταν ἀπάντηση σ' ἕνα δικό μου γράμμα. Πήρ' ἀφορμὴ γιὰ νὰ του γράψω ἀπὸ τοῦτο δῶ το περιστατικό: Ἅμα ἦρθε ὁ Βασιλιάς μας, ὁ πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν ἄφησε ἕνα γράμμα του στὸ περιβόλι μου συστήνοντάς με στοὺς Ρώσους καπετάνιους του Αἰγαίου. Γι' αὐτὸ ἔκαμα κι ἐγὼ ἕνα ἴδιο γράμμα συστήνοντας αὐτὸν καὶ το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δὲ μου πέρασε ἡ ἰδέα πῶς αὐτὸ βλάφτει εἴτε είν' ἐμποδισμένο. Τόκαμα ἀπὸ λεπτότητα.

Τι ἄλλο ἔγραφες σ' αὐτὸ το γράμμα;

Τίποτις ἄλλο ἀπ' τὴ σύσταση. Ὅσο γιὰ το γράμμα ποῦ ἔλαβα ἔλεγε ν' ἀγαποῦμε το βασιλιά μας καὶ τὴ θρησκεία μας. Ἄλλο δὲ θυμοῦμαι. Σ' αὐτὸ φαίνεται τι μου γράφει ὁ Ρῶσος ὑπουργός, φανερώνοντας ἔτσι με ποῖο πνεῦμα τούγραψα κι ἐγὼ

Πότε ἔφυγες γιὰ τελευταία φορά ἀπὸ δῶ;

Δὲ θυμᾶμαι καλά. Θαρρῶ στὶς ἀρχὲς του Ἰούλη. Ἤτανε ἡ πρώτη φορά ποῦ 'φυγα ἀπὸ ὅταν ἦρθε ὁ βασιλιάς.

Καὶ γιατί ἔφυγες;

Ἡ αἰτία ὅπου μ' ἔκανε ν' ἀφήσω την ἐδῶ ἥσυχη ζωή μου εἶναι, πρῶτο γιατί ἐγὼ εἶμαι βουνίσιος καὶ με πειράζει ἡ ζέστη, δεύτερο γιὰ νὰ στεφανώσω ἕνα ἀντρόγενο καὶ τρίτο γιατί μούγραψε ὁ γιὸς μου ὁ Γενναῖος μὴν ἀρρωστήσω καὶ γι' αὐτὸ καθόμουνα στὴν Τριπολιτσά γιὰ τον καθαρό ἀέρα.

Καὶ σ' ὅσους ἐρχόντουσαν νὰ σε ἰδοῦν τι τους ἔλεγες;

Τους συμβούλευα, καθώς ἔκανα καὶ στὴν Ἅγια-Μονή, ὅπου ἔβαλα λόγο γι' αὐτὸ.

Ἔχεις ἄλλο τίποτα νὰ πεῖς γιὰ ὅσα σε κατηγοροῦν;

Τούτω δῶ μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ἤτανε χωρισμένη στὰ δύο. Ἐγὼ ἅμα ἔμαθα το διορισμό του Βασιλιά, ἔκαμα τὴ σημαία του καὶ σύναξα κι ὅλους τους φίλους μου καὶ κάμαμε μίαν ἀναφορὰ στὴ Βαυαρία φανερώνοντας την ἀφοσίωσή μας. Ὅταν ἦρθ' ὁ Βασιλιάς σκόρπισα τους ἀνθρώπους μου κι ἡσύχασα.

Τότε, γιατί ἀντενέργησες στὸ βασιλιά σου καὶ στὴν Ἀντιβασιλεία.

Ἐγὼ ν' ἀντενεργήσω; Μὰ δὲ ξέρετε λοιπόν κι ἐσεῖς οἱ ἴδιοι κι ὅλοι οἱ Ἕλληνες πόσο πάσκισα στὸν καιρό του σηκωμοῦ ν' ἀποχτήσει το ἔθνος κεφαλή καὶ νὰ μου λείψουν οἱ φροντίδες; Ἅμα ὁ Θεός μου 'δῶσε Βασιλέα, ἐγὼ εἶπα σ' ὅλους τους φίλους μου: «Τώρα εἶμ' εὐτυχισμένος. Θὰ κρεμάσω την κάπα μου στὸν κρεμανταλά καὶ θα πλαγιάσω στὴν καλύβα μου ν' ἀποθάνω ἥσυχος κι εὐχαριστημένος».

Αὐτὰ εἶπε ὁ Γέρος καὶ κάθισε στὸν πάγκο του, ἐνῶ στὴν αἴθουσα ἁπλώθηκε βαθιά σιωπή καὶ ἀγωνία.

Στὶς 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

"Η προδοσία τῶν Ἁγιορειτῶν στὴν ἐπανάσταση του 1821



"Η προδοσία τῶν Ἁγιορειτῶν στὴν ἐπανάσταση του 1821

Ο διακεκριμένος Σερραῖος πατριώτης Ἐμμανουήλ Παπᾶς ἀγωνίσθηκε καὶ ἔδωσε ὅλη του την περιουσία, γιὰ τις ἀνάγκες του ἀγῶνος γιὰ την Ἑλληνική ἐλευθερία.

Ἦταν ὁ πρωτεργάτης της ἐξέγερσης στὴ Χαλκιδική. Γεννήθηκε στὴ Δοβίστα Σερρῶν (σημερινό Ἐμμανουήλ Παπᾶς) το 1772. Γιὸς κληρικοῦ, ἀνέπτυξε, παρά τις περιορισμένες γραμματικές του γνώσεις, μεγάλη ἐμπορική δραστηριότητα στὶς Σέρρες καὶ ἀναδείχθηκε σε μεγαλέμπορο καὶ τραπεζίτη, με καταστήματα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Βιέννη.

Ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία, ἔγινε δανειστής τῶν Τούρκων ἀγάδων καὶ μπέηδων της περιοχῆς, ἀσκῶντας μεγάλη ἐπιρροή ἐπάνω τους, κυρίως στὸν πανίσχυρο τοπάρχη Ἰσμαήλ μπέη. Η ἑλληνική κοινότητα τῶν Σερρῶν πολλά ὠφελήθηκε ἀπὸ τὴ θερμή ὑποστήριξη καὶ προστασία του Παπᾶ. Ὕστερα ἀπὸ το θάνατο ὅμως του Ἰσμαήλ, ὁ σπάταλος καὶ ἄσωτος γιὸς του, Γιουσοῦφ μπέης, δημιούργησε τόσο μεγάλο χρέος ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ το ξεπληρώσει. Ὅταν λοιπόν ὁ Παπᾶς ζήτησε με ἐπιμονή νὰ του ξοφλήσει μέρος τουλάχιστον του δανείου, ὁ Γιουσούφ τον ἀπείλησε ὅτι θὰ τον σκοτώσει. Τότε, τον Ὀκτώβριο του 1817, ὁ Παπᾶς ἀναγκάζεται νὰ καταφύγει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, ὕστερα ἀπὸ δύο χρόνια, στὶς 21 Δεκεμβρίου 1819, μυεῖται στῆ Φιλική Ἑταιρεία καὶ προσφέρει ἀμέσως 1.000 γρόσια γιὰ την ἐνίσχυση τῶν οικονομικῶν της.

Τον Ὀκτώβριο του 1820 ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀνήγγειλε στὸν Ἐμμανουήλ Παπᾶ την ἔναρξη της Ἐπαναστάσεως. Το 1821 στὶς 23 Μαρτίου ὁ Ε. Παπᾶς μαζί με τον Ἰωάννη Χατζηπέτρο ἀποπλέει γιὰ την χερσόνησο του Ἄθω με ὅπλα καὶ πολεμοφόδια.

Οἱ Τοῦρκοι φοβούμενοι την ἐπεκτάσει της ἐπαναστάσεως καὶ στὴν Μακεδονία ἀπετέθησαν στὴν ἀγορὰ του Πολυγύρου γιὰ νά τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό. Οἱ κάτοικοι τοῦ Πολυγύρου ὅμως ὁπλίστηκαν καὶ ἐπετέθησαν κατά τῶν Τούρκων, φονεύοντας την φρουρά 18 Τούρκους καὶ τον διοικητή. Αὐτό το γεγονός ἀπετέλεσε την ἔναρξη της Ἐπαναστάσεως στὴν Μακεδονία. Οἱ Τοῦρκοι προέβησαν σε συλλήψεις, ἐκτελέσεις, διαπομπεύσεις. Με την πάροδο ὅμως του χρόνου, ἡ ἐπανάσταση δείχνει νὰ σβήνη λόγῳ ἐλλείψεως πολεμοφοδίων καὶ τροφῶν. Το ἰδιαίτερον (προσωπικόν) ταμείου του Ἐμμανουήλ Παπᾶ ἐξηντλήθη.

Εἶναι ἄξιον λόγου ἐδῶ νὰ ἀναφέρω ὅτι καθ’ ὅλην την διάρκεια της Τουρκοκρατίας ἡ «Ἱερὰ Κοινότης του Ἁγίου Ὄρους» εἶχε ἐπιβάλει στὸ ποίμνιό της (τους ὑπόδουλους Ἕλληνες) τον φόρο της «δεκάτης» (Παλαιά Διαθήκη), δηλαδή 10% της περιουσίας κάθε Χριστιανοῦ νὰ δίδεται στὴν Ἐκκλησία, καὶ τα «δοσίματα» δωρεές. Ἐπίσης κάθε χριστιανός γαιοκτήμονας ὑποχρεωτικά μετά τον θάνατό του ἄφηνε 1/3 της γῆς του στὴν Ἐκκλησία. Ο Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει ἐπίσης το δικαίωμα ἐκτὸς τῶν προηγουμένων νὰ φορολογῆ ἐκτάκτως καὶ κατά βούλησιν το ποίμνιό του.

Ο Ἐμμανουήλ Παπᾶς στρέφεται γιὰ βοήθεια στὶς πάμπλουτες μονές του Ἁγίου Ὅρους. Μάταιος κόπος! Παρά τις ἐκκλήσεις του ἰδίου του Ὑψηλάντου οἱ μοναχοί δὲν ἐννοοῦν νὰ θίξουν τους πλουσιώτατους θησαυρούς του Ἁγίου Ὅρους, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν πηγή σοβαράς ἐνισχύσεως ὄχι μόνον του Μακεδονικοῦ ἀλλὰ καὶ του Πανελλήνιου ἀγῶνος.

Ο Κ. Παπαρηγόπουλος («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» τόμος 5, σελ. 507) μας παραδίδει την ἀκόλουθη ἐπιστολή του ὀπλαρχηγοῦ Ρήγα Μάνθου πρὸς Ἐμμανουήλ Παπᾶ, με ἡμερομηνία 19 Ἰουνίου 1821 : «Κατά την παραίνεσίν της ἐξακολουθῶ φυλάττων τον στρατόν ἐντὸς τῶν ὀχυρωμάτων … Μὰ τι νὰ κάμη κανείς την μικρολογίαν τῶν Ἅγιών Πατέρων; Αὐτὴ η στυγερά ἀνελευθεριότης καὶ μικροπρέπεια αὐτῶν μας ἐμπόδισαν ἀπὸ πολλά ὠφέλημα καὶ πολλά ἀναγκαία … Ἐπάσχισα νὰ τους διαθέσω διαφορετικά με λόγον. Ὅμως αὐτοὶ ἀπὸ τον σκοπό τῶν δὲν ἐβγαίνουν. Ἔχουν τα φρονήματά των, τα ὁποία μόνα ἐγκρίνουν διὰ καλά, καὶ τα προσκυνοῦν καὶ τα λατρεύουν, καὶ φροντίζουν μόνον διὰ την συντήρησιν τῶν ἰδίων τῶν ὑποκειμένων, καὶ μόνον διὰ την ἀσφάλειά τῶν. Φοβοῦμαι μήπως ὁ λαός ἀπὸ την πεῖναν καὶ τας πολλάς θλίψεις του, ἐφορμήση ἐναντίον των (τῶν μοναχῶν του Ἁγίου Ὅρους) καὶ δὲν δυνηθῶμεν νὰ ἀπαντήσωμεν εἰς την ὁρμὴν των».

Οἱ Τοῦρκοι συνέχιζον τις σφαγές στὰ γύρω χωριά του ἀμάχου πληθυσμοῦ. Πείνα καὶ ἐπιδημίες ἀκολούθησαν. Στίς 30 Ὀκτωβρίου Μεχμέτ Ἐμίν εἰσβάλει στὴν Κασσάνδρα συνοδευόμενος ἀπὸ μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Η Κασσάνδρα μετεβλήθη σε σφαγεῖο καὶ σε στάχτη. Τα χωριά ἐπυρπολήθησαν, καὶ ὅσοι κάτοικοι δὲν ἐσφάγησαν πουλήθηκαν ὥς δοῦλοι. Ἀπέμενεν ὁ Ἄθως ὁποῦ οἱ μοναχοί ζοῦσαν ἤρεμοι στὴν πανθάλασσα τῶν πλούτων τους.

Στὶς 9 Νοεμβρίου 1821 οἱ προϊστάμενοι της Ἱερᾶς Σύναξης ἀπελευθερώνουν τον φυλακισμένο ὡς τότε στὶς Καριές Τοῦρκο διοικητή του Ἁγίου Ὅρους, Χασεκή Χαλίλ μπέη καὶ αὐτὸς την ἴδια μέρα τους στέλνει «μουρασελέ», δικαστική ἀπόφαση:

«Ἐν εἴδη μουρασελέ σας γράφεται το παρόν ἐμοῦ του Χασεκή Χαλίλ μπέη, ζαπίτου του Ἁγίου Ὄρους.

Πρὸς ἐσᾶς τους ἅπαντας καλογήρους του μοναστηρίου Σφιγμένου, γνωστόν ἒστω ὑμῖν ὅτι σήμερον ἀπ' ἐδῶ τες Καρές ἔφυγεν ὅ λεγόμενος Ἄρχοντας μετά του ἐπαράτου καὶ ὀπαδοὶ του Νικηφόρου καὶ ἦλθον αὐτοῦ• τους ὁποίους νὰ τους πιάσετε καὶ νὰ μας τους στείλετε ὁμοῦ καὶ τον ἡγούμενόν σας. (...) Προσέξατε καλῶς νὰ μὴ προφασιστῆτε ἀκαίρως προτάσεις καὶ ματαιολογίας, διότι ἐγὼ κάμνω το χρέος μου (...) ὅθεν καὶ σεῖς δὲν πρέπει νὰ θελήσετε τον ἀφανισμόν σας. Οὕτω ποιήσατε ἐξ ἀποφάσεως καὶ νὰ μοι ἀποκριθῆτε με τον ἴδιον κομιστήν».

Ο πασᾶς τους ὑπεσχέθη νὰ σεβασθῆ το προαιώνιον προνόμιο τῶν Μονῶν, της ἀπαγορεύσεως εἰσόδου Τουρκικοῦ στρατοῦ στὴν γῆ τῶν Ἁγιορειτῶν, ἐφ’ ὅσον παρέδιδαν ὅπλα, κανόνια καὶ ὁμήρους σε αὐτὸν, καθώς καὶ χρηματικό ποσό δυόμισυ ἑκατομμυρίων γροσιῶν. Οἱ Ἁγιορεῖτες ἐδέχθησαν χωρίς διαπραγματεύσεις νὰ παραδώσουν τον ἀκόμη στὴν Μονή εὑρισκόμενο Ἐμμανουήλ Παπᾶ.

Η παράδοσις του Ἐμμανουήλ Παπᾶ ἀπὸ τους Ἁγιορεῖτες ἐζητήθη ἀπὸ τον πασᾶ της Θεσσαλονίκης Ἀβδούλ Αμπούδ. Οἱ Ἁγιορεῖτες ὄχι μόνον δὲν διαπραγματεύθηκαν κἄν την παράδοσή του, ἀντιθέτως τὸν κατεδίωξαν ἀμέσως οἱ ἴδιοι.

Στὶς 11 Νοεμβρίου 1821 οἱ προϊστάμενοι 19 μονῶν του Ἁγίου Ὄρους στέλλουν στῆ μονή Σφιγμένου το παρακάτω ἔγγραφο:

«Εἰς την πανοσιότητά σας, Ἅγιοι Πατέρες, του ἱεροῦ Κοινοβίου Σφιγμένου. Χθές ὁ ἐνδοξότατος ἡμῶν Χασεκή Ἀγάς μας, σας ἔγραψε μουρασελόν, διὰ νὰ πιάσετε ἐνέχειρον τον Ἄρχοντα Παπᾶ (τον Ἐμμανουήλ Παπᾶ) καὶ τους λοιπούς καθώς καὶ ὁ ἴδιος σας ἔγραψε. Λοιπόν σας γράφομεν καὶ ἡμεῖς οἱ τῶν είκσο Ἱερῶν Μοναστηρίων Προϊστάμενοι, ἕν τὴ Ἱερὰ Συνάξει, νὰ κάμετε το ἴδιον, ὁμοφώνως, δηλαδή νὰ μας τους φέρετε ἐνταῦθα ἀναμφιβόλως καὶ τους ζητοῦμεν ἀπὸ ἐσᾶς ἀφεύκτως. Καὶ ἰδού ὁποῦ στέλλομεν ἐπίτηδες ἀνθρώπους, διὰ νὰ τους πάρουν. Καὶ ὅσοι ἀκολουθοῦν τον Ἄρχοντά ἀπὸ τους ἐντοπίους Πατέρες, νὰ τον ἀφήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τα κελλιά τους. Εἶδε καὶ φανοῦν παρήκοοι, θέλουν ὑποπέσει εἰς ὀργὴν μεγάλην, καὶ θέλουν χάσει καὶ τα ὀσπίτιά των. Ὁμοίως καὶ ὅσοι ἄλλοι πιασθοῦν ἔχουν νὰ παιδεύωνται. Ταῦτα πρὸς εἴδησίν σας καὶ ἐμμένομεν. 1821-18 Νοεμβρίου. Ἅπαντες οἱ ἐν τὴ Κοινή Συνάξει των δεκαεννέα ἱερῶν Μοναστηρίων του Ἁγίου Ὅρους Προϊστάμενοι».

Ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπῆρχαν στὸ Ἅγιον Ὅρος Τοῦρκοι, οἱ Ἁγιορεῖτες μποροῦσαν νὰ φυγαδεύσουν τον Ε. Παπᾶ. Προτίμησαν ὅμως νὰ τον παραδώσουν. Το μόνον ποὺ διαπραγματεύθηκαν οἱ Ἁγιορεῖτες ἦταν τα χρήματα. Ο Ἐμμανουήλ Παπᾶς καταδιωκόμενος ἀπὸ τους Τούρκους καὶ τους Ἁγιορεῖτες καλογήρους κατόρθωσε νὰ ἐπιβιβασθῆ με λίγους πιστούς συντρόφους στὸ πλοῖο του Χ. Βισβίζη γιὰ την Ὕδρα. Κατά την διαδρομή ἐξαντλημένος ἀπὸ τις κακουχίες καὶ τις συγκινήσεις της τραγικῆς του περιπέτειας πέθανε, στὸ πλοῖο, ἀπὸ καρδιακή προσβολή. Το σῶμα του κηδεύθηκε στὴν Ὕδρα με τιμές ΗΡΩΟΣ!

Το μόνο ποῦ διαπραγματεύθηκαν οἱ Ἁγιορεῖτες ἦταν το χρηματικό ποσόν των δυόμισυ ἐκατομμυρίων γροσίων, γιὰ το ὁποῖο ζήτησαν 40 ἡμέρες χρονικά διάστημα γιὰ την παράδοση τελικά στοὺς Τούρκους αὐτοῦ του ποσοῦ.